Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Ιερομόναχος Αλέξανδρος Βελανιδιώτης (1914 – 26 Μαΐου 1966)


Ieromonahos Alexandros Velanidiotis
Αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος, ο μειλίχιος ηγούμενος.
Ο κατά κόσμον Παναγιώτης Ίωάννου Θεοφιλόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Αρφαρά της Καλαμάτας το 1914, απ’ όπου ήταν και άλλοι Αγιορείτες πατέρες, από ευσεβείς και πολύτεκνους γονείς. Για ένα διάστημα εργάσθηκε ως αρτοποιός. Αν και απόφοιτος μόνο του Δημοτικού Σχολείου με τη συνεχή μελέτη κατόρθωσε ν’ αποκτήσει πολλές γνώσεις και να συνομιλεί άνετα και με τους μορφωμένους.
Νέος ήλθε να μονάσει στο Άγιον Όρος. Εκάρη εδώ μοναχός και ασκήθηκε για έτη. Επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός στη μονή Ζωοδόχου Πηγής – Βελανιδιάς το 1946. Το επόμενο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο Δασκαλάκη († 1961).
Για την ταπείνωση, την ευλάβεια, την πνευματικότητα, την εντιμότητα και την αγαθότητά του τοποθετήθηκε ηγούμενος της μονής Βελανιδιάς (1947-1966). Επί ηγουμενείας του αδελφοί της μονής ήταν οι πατέρες Ιωήλ Γιαννακόπουλος († 1966), Ευσέβιος Θεριακής († 1992), ο νύν μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος και άλλοι. Μετά τον βομβαρδισμό της μονής από τους Γερμανούς το 1943, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης μονής.
Πολλές ψυχές από την Καλαμάτα και τα γύρω χωριά έφθαναν μέχρι τη μονή για να εξομολογηθούν και να παρηγορηθούν από τον καλοκάγαθο Γέροντα. Η αφιλοχρηματία του τον έκανε πιο αγαπητό. Ανεπαύθη ξαφνικά τις πρώτες πρωινές ώρες στις 26.5.1966 ετοιμαζόμενος να πάει στο ναΐδριο του Αγίου Φανουρίου για να τελέσει την αναίμακτη θεία ιερουργία. Ο θάνατός του λύπησε πολλούς πολύ. Κατά την εξόδιο ακολουθία του συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου. Ετάφη στο κοιμητήρι της μονής Βελανιδιάς, την οποία αγάπησε υπέρμετρα κι εργάσθηκε γι’ αυτήν πολύμοχθα.
Όσοι έγραψαν γι’ αυτόν μιλούν με συγκίνηση και αγάπη για τον σύντομο βίο του και το πλούσιο έργο του. Η ευλάβειά του, λέγουν, ήταν βαθύτατη. Είχε υποδειγματική αφοσίωση στο έργο του. Ο ζήλος και το θάρρος του τον έκαναν συμπαθή και σεβαστό απ’ όλους. Ήταν, γράφουν, ένας ακαταπόνητος πνευματικός εργάτης, μία ψυχή οσία, με αγιότητα βίου, καλοσύνη και ευγένεια. Παρότι ζούσε αθόρυβα και με υποδειγματική ταπεινοφροσύνη, συνεχίζουν να γράφουν άλλοι, ήταν ευρύτατα γνωστός, διακρινόταν για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και την εντιμότητα όλης της ζωής του. Υπήρξαν βέβαια, όπως πάντοτε άλλωστε, κι αυτοί που τον ζηλοφθόνησαν.
Εμείς δεν τον γνωρίσαμε, πιστεύουμε όμως ότι αυτός που υπέγραψε τις παρακάτω γραμμές αληθεύει και δεν λαθεύει διόλου λέγοντας ότι: «Με τις σπάνιες αρετές σου, τη βαθιά επίγνωσι του σεβαστού αξιώματός σου, την μεγάλη κατανόηση της πνευματικής σου ευθύνης και κυριώτερα μακρυά από κάθε υποκριτική γνωριμία ή ύπουλη εκδήλωση σκοτεινών επιδιώξεων, κατόρθωσες να αποσπάσεις την απέραντη ευγνωμοσύνη ολόκληρης της κοινωνίας, με το συγκινητικό αποτέλεσμα να δημιουργηθεί τεράστιο ρεύμα ευσεβών προσκυνητών προς την Ιερά Μονή, της οποίας επάξια διετέλεσες ηγούμενος μέχρις εσχάτης αναπνοής…».
Πηγές – Βιβλιογραφία
Δ. Γ. Κούβελα, Φωτισμένοι Διδάχοι, Μορφές της Μεσσηνίας, Καλαμάτα 2008, σσ. 83-88.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Β΄ 1956-1983. σελ.753 – 754

Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Η προσβολή της μνήμης του παπά Εφραίμ Κατουνακιώτη


9ff28-00.jpg
Γράφει ο Χαράλαμπος Βουρουτζίδης
«Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν ανάθεμα έστω. Γαλ.1,8»
Μετά την αθώωσή του, ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Εφραίμ, περιφέρει πομπωδώς την πία ταπεινότητά του, σε διάφορα σαλόνια γραικολατίνων.

Ο άγευστος των μύχιων πόθων του Έλληνα, για τη Βασιλίδα των Πόλεων, Βατοπαιδινός ηγούμενος Εφραίμ, επισκέφθηκε το Φανάρι και εκεί, στην αίθουσα του θρόνου της επισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, κοινοποίησε στην ομήγυρη, σύμφωνα με απομαγνητοφωνημένο λογύδριό του, που δημοσιεύτηκε στην επ’ εσχάτων επαμφοτερίζουσα εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» ότι τάχα, ο «παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, του εξομολογήθηκε ότι εμνημόνευε μυστικά τον Αρχιεπίσκοπον Αθηναγόρα» φοβούμενος τους προκατειλημμένους αγιορείτες πατέρες!
Και συνεχίζει, ο ηγούμενος Εφραίμ πως, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, που τον αξίωσε ο «Θεός να βλέπει τη μεταβολή των θείων δώρων σε κάθε Λειτουργία», «όταν δεν μνημόνευε φανερά τον Αρχιεπίσκοπο η <θεία> χάρις ερχόταν μετ’ εμποδίων ενώ, όταν άρχισε να μνημονεύει κανονικά τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τότε ερχόταν άνευ εμποδίων»!!!
«Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου…», δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο ηγούμενος Εφραίμ παρουσιάζει έναν από τους πρυτάνεις του Ορθόδοξου μοναχισμού, ως διχασμένη προσωπικότητα. Επίσημα, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης δεν μνημονεύει τον πατριάρχη Αθηναγόρα και, μυστικά και κατ’ ιδίαν, μνημονεύει έναν αιρετικό από φόβο!
Ο ηγούμενος της Ι.Μ.Βατοπαιδίου Εφραίμ, πέρα από το ότι θα πρέπει να κάνει την αυτοκριτική του που, σαν πνευματικός, «καρφώνει» όσα του λεν εξομολογητικά οι άνθρωποι, πιθανότατα νομίζει ότι, μόνο αυτός γνώρισε τον παπά Εφραίμ τον Κατουνακιώτη.
Κατ’ αρχάς, είναι επαίσχυντη προσβολή της μνήμης του οσιακής τελευτής Γέροντα, είναι ντροπή, μεγάλη ντροπή, να παρουσιάζει ο Βατοπαιδινός ηγούμενος τον παπά Εφραίμ ως ένα φοβισμένο καλογεροπαίδι, ως έναν ασκητή χωρίς αυτοπεποίθηση, που άλλα ήθελε και άλλα έπραττε από τον φόβο των «ζηλωτών» πατέρων ή, αλλιώς, κατά τον ηγούμενο Εφραίμ, αναρχικών. Αυτό ξεπερνά τα όρια της ντροπής, είναι βλασφημία στο πρόσωπο του Γέροντα Εφραίμ, που έζησε ως στρατιώτης και αθλητής του Χριστού.
Πώς τολμά, ο Βατοπαιδινός ηγούμενος και προσβάλει τη μνήμη του «χαρισματούχου υποτακτικού»; Τι σόι «χαρισματούχος υποτακτικός» θα ήταν ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, εάν παράκουε το Γέροντά του Νικηφόρο, τον κατά γενική ομολογία απόλυτο στις Ορθόδοξες απόψεις του και σκληρό στην μοναχική άσκηση;
Είναι αλήθεια, ότι ο παπά Εφραίμ έτρεμε, μη τυχόν και γίνει σχίσμα επί των ημερών του λατινόφρωνα Αθηναγόρα, όπως αγωνιούσε και ο Άγιος Παΐσιος που, καρτερούσε «…τούς Μάρκους, τούς Ευγενικούς και τούς Γρηγορίους Παλαμάδες διά να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, διά να ομολογήσουν την Ορθόδοξον πίστιν, να στερεώσουν  την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας Εκκλησίαν», συνιστώντας με επιστολή του, στις αρχές του 1969: «να μην αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά πού θα πταίη ο Πατριάρχης <Αθηναγόρας>» τον οποίο όμως, τελικώς, στο τέλος του 1969, με παρότρυνσή του οι αγιορείτες πατέρες έπαψαν να μνημονεύουν. Την ίδια αγωνία, με τους νεοφανείς στύλους της Ορθοδοξίας, Άγιο Παΐσιο και Εφραίμ Κατουνακιώτη έχουν και σήμερα, όσοι διέκοψαν το μνημόσυνο του ιερατικώς προϊσταμένου τους, που «γυμνή τη κεφαλή» διδάσκει την αίρεση του οικουμενισμού. Προβληματίζονται, όπως πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, όχι για την ορθότητα της αποφάσεώς τους αλλά για τον τρόπο προστασίας του χριστεπώνυμου πληρώματος και της Εκκλησίας από το σχίσμα, παρά το γεγονός πως, ο Άγιος Σωφρόνιος αποφαίνεται ότι όποιος αποτειχισθεί από τον αιρετικό προϊστάμενό του, πρέπει να τύχει τιμής και αποδοχής.
Δεν είναι προφανώς βέβαιο πως, ο ηγούμενος της Βατοπαιδίου Εφραίμ, εξιστόρησε στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο την δήθεν «εξομολόγηση» του μακαριστού γέροντα Εφραίμ, για να δείξει ότι όσοι Ορθόδοξοι αποτειχίζουν τον αιρετικό επίσκοπό τους, βρίσκονται σε πλάνη.
Όμως, το να καταγγέλλει ο ηγούμενος της Βατοπαιδίου πως, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, μνημόνευε τάχα μυστικά και από φόβο τον αιρετικό Αθηναγόρα, είναι ύβρις!
Τάχα και, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακώτης, που είχε εντρυφήσει στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», δεν διάβασε ποτέ του τα όσα είπε ο Άγιος Κύριλλος, για τον αιρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, όταν ο τελευταίος δίδαξε τη βλασφημία του για την Υπεραγία Θεοτόκο. Δεν γνώριζε ο παπά Εφραίμ πως, ο Άγιος Κύριλλος, έκοψε κάθε κοινωνία με τον αιρετικό πατριάρχη Νεστόριο, διότι «ου γάρ ήθελον έτι κοινωνείν αυτοίς τοιαύτα φρονούσιν;».
Ούτε ανέγνωσε ποτέ του ο παπά Εφραίμ, τη συμβουλή του Αγίου Ιγνατίου στον Ήρωνα: «πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, κάν αξιόπιστος ή, κάν νηστεύη, κάν παρθενεύη, κάν σημεία ποιεί, κάν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω, εν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»;
Πόσο πιθανό είναι ο «φοβητσιάρης», για την πίστη του παπά Εφραίμ, κατά τον Βατοπαιδινό ηγούμενο, να μη γνώριζε τους κεραυνούς του Ιερού Χρυσοστόμου, για κάθε αιρετικό: «ει μέν πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μή μόνον εάν άνθρωπος ή, αλλά κάν άγγελος εξ ουρανού κατιών»; 
Μα ούτε και την ορθόδοξη απάντηση του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, που όντας φυλακισμένος έλεγε στους μονοθελήτας όταν τον ρωτούσαν: «ου κοινωνείς τω θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;» ότι: «ου κοινωνώ...ότι τας αγίας τέσσαρας συνόδους εξέβαλον», πόσο μάλλον τας εννέα, γνώριζε ο παπά Εφραίμ;
Φαίνεται πως, κατά τον Βατοπαιδινό ηγούμενο, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης δεν άκουσε ποτέ του τον Άγιο και Μεγάλο Φώτιο που συνιστούσε στους Ορθοδόξους «Αιρετικός εστίν ο ποιμήν; Λύκος εστί...φύγε την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν ομιλίαν ως ιόν όφεως».
Ας γίνει παραδεκτό ότι, ο παπά Εφραίμ, δεν διάβασε ποτέ του τα όσα είπαν οι άγιοι της Εκκλησίας για τους αιρετικούς. Δεν έμαθε ότι η Ι. Κοινότητα τού Αγίου Όρους, με έγγραφο της δήλωνε το 1969 ότι: «Η διακοπή του Μνημοσύνου αποτελεί άρνησιν και πράξιν αντιστάσεως, εν όψει διαγραφομένου κινδύνου»;
Ούτε άκουσε τον Άγιο Παΐσιο, τον ηγούμενο Βασίλειο Γοντικάκη και τον Ιερομ.Γρηγόριο να δηλώνουν πως: «η άρνησι προς τον Πατριάρχη δεν είναι άρνησι προς την αγάπην ούτε πρός την ενότητα. Είναι “όχι” πρός το ψεύδος και “ναι” πρός την Αλήθεια»;
Τελικά, για τον Βατοπαιδινό ηγούμενο Εφραίμ, φαίνεται ότι, ο παπά Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, αυτός ο πρύτανης του ασκητισμού είχε διαφορετική γνώμη από τον Άγιο Παΐσιο που έλεγε: «Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει, δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει!».
Εάν δεν υπήρχε η βεβαιότητα, για την εντιμότητα της Ελληνικής Δικαιοσύνης, μπορεί κάποιος να απέδιδε στον ηγούμενο της Ι.Μ.Βατοπαιδίου Εφραίμ, το ελαφρυντικό της ευγνωμοσύνης, προς το πρόσωπο κάποιου, που επηρέασε δικαστικές αποφάσεις υπέρ του. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, οπότε, ποιος ο λόγος να προσβάλει τον όσιας βιοτής παπά Εφραίμ Κατουνακιώτη,  στην έδρα του ανατολικού κέντρου της αίρεσης του οικουμενισμού;
Εάν ο ηγούμενος της Βατοπαιδίου π. Εφραίμ βρισκόταν στους κύκλους όσων «ληξιαρχικώς μόνο ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία», θα υπήρχε μια κάποια εξήγηση της πράξης του, καθώς, οι οικουμενιστές, ενοχλημένοι  από τις αποτειχίσεις, ψάχνουν και στρατολογούν  υποστηρικτές των ολέθριων σχεδίων τους.
«Κάτι φοβερό εγκυμονούν οι καιροί μας. Συνεχώς προετοιμάζω την ψυχή μου», έλεγε ο Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης, «προετοιμάζω το ποίμνιό μου, καθώς και τις ψυχές των φίλων, για την κρίσιμη ώρα της Ορθοδοξίας. Είθε ο Κύριος να αποτρέψη από μας το πικρό ποτήριο. Είθε να μη διασπασθή η ενότης δια της πραγματοποιήσεως ενδομύχων πόθων ωρισμένων οικουμενιστών ταγών της Εκκλησίας».
Όμως, δυστυχώς, το πρόβλημα του σκανδαλισμού των πιστών από τη διδαχή της αίρεσης του οικουμενισμού κάθε μέρα διογκώνετε, και δεν αποκλείετε ακόμη και η συντεταγμένη αποτείχιση.
Μη γένοιτο! Τουλάχιστον έως ότου η υπουλώτερη από όλες τις αιρέσεις, ο Οικουμενισμός, «το κοινόν όνομα δια τους ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης…», όπως έλεγε ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, η έχουσα δια την Ορθόδοξη Εκκλησία «το κοινόν ευαγγελικόν άνομα παναίρεσις» αναθεματισθεί σε Σύνοδο.

Το άρθρο της Τετάρτης: Ο λαός θα εκδιώξει τους θεομάχους ρασοφόρους



Εφημέριος του Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης*
Άρθρα για το "Ιστολόγιο Κατάνυξις" 2017


        Όλο και πληθαίνουν οι μαρτυρίες για παρουσία αιρετικών ιερωμένων μέσα στους Ναούς μας κατά την τέλεση ιερών ακολουθιών. Είναι κοινή διαπίστωση ότι παρόμοιες εικόνες βλέπουμε πλέον καθημερινά σε ολόκληρη σχεδόν την Ορθοδοξία. Μετά την λεγομένη "Αγία και Μεγάλη Σύνοδο" του Κολυμπαρίου της Κρήτης, φαίνεται πως οι Οικουμενιστές επίσκοποι και πατριάρχες, δεν έχουν κανένα δισταγμό να συμμετέχουν σε συγκριτιστικές τελετές. Μετατρέπουν τις λειτουργικές συνάξεις της Εκκλησίας μας σε χωνευτήρι οικουμενιστικών δρώμενων, ρισκάροντας τον εξοβελισμό της Χάριτος του παναγίου Πνεύματος. Στηριζόμενοι στις αποφάσεις της ψευδοσυνόδου, αυτομάτως, πλην των άλλων, οδηγούνται  στην εφαρμογή των αποφάσεων όλων των προηγούμενων διαχριστιανικών συνόδων που επικυρώθηκαν στην Κρήτη. Αυτός άλλωστε ήταν ο κυριότερος σκοπός αυτής της Συνόδου. Να εισαγάγει συνοδικά τη νέα αιρετική εκκλησιολογία στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικυρώνοντας όλες τις αποφάσεις των προηγούμενων Θεολογικών Διαλόγων. Δυστυχώς το γεγονός αυτό διαφεύγει από την σκέψη όσων ελαφρά τη καρδία θεωρούν πως δεν έγινε τίποτα σοβαρό στην Κρήτη και πως όλα κύλισαν ομαλά.[1]
         Η μεγαλύτερη αίρεση όλων είναι ο Οικουμενισμός, που κατά τον μεγάλο άγιο της Σερβικής Εκκλησίας, όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς, είναι "παναίρεση".  Αυτήν είναι η αιτία της κατηφόρας την οποία ακολουθεί η Ορθοδοξία με την άλογη και αλλοπρόσαλλη πολιτική των διοικούντων αυτής. Είναι βέβαιον ότι εισερχόμεθα σε ατραπούς επικίνδυνους, με τους εντεταλμένους ταγούς της Εκκλησίας για την καθοδήγηση του ποιμνίου, να βρίσκονται στρατολογημένοι σε αποστολή  παραπλάνησης του και απώλειας. Δε φοβούνται Το Θεό γιατί δεν Τον γνωρίζουν. Είναι τόσο βαθιά η προδοσία τους προς την Πίστη, που η εικόνα του "Εσφαγμένου Αρνίου"[2] καταντά στα μάτια τους μια μυθοπλαστική θεώρηση της Αγάπης την οποία δύνανται να την τροποποιούν κατά το δοκούν! Αυτό το καλούν "λειτουργική αναγέννηση" και κρατούν πολύ καλά κρυμμένο από τον λαό το μυστικό της πλήρης αποξένωσής τους από την Χάρη Του Χριστού. Κρυμμένο στο μαύρο ράσο τους που υποκριτικά ενδύονται, θολώνουν τη σκέψη του λαού που τρέμοντας το αμάρτημα της ιεροκατηγορίας, δεν τολμά να κρίνει τους επισκόπους του. Άλλωστε αυτό αποτελεί την κυριότερη επιτυχία του διαβόλου, να επιτρέψει τους ποιμένες να εργάζονται εναντίον του ποιμνίου χωρίς εμπόδια… Φρόντισαν εδώ και καιρό οι ποιμένες σε συνεργασία με αυτόν να αφήσουν ακατήχητο το λαό στα νάματα της Ορθοδοξίας και να του εμφυσήσουν την απεριόριστη εμπιστοσύνη προς αυτούς που παριστάνουν τους φορείς του αγιοπατερικού Πνεύματος. Δυστυχώς για τους ίδιους, ένα πράγμα έχει απομείνει ακόμα στο λαό. Ο λαός που είναι ταγμένος να προασπίσει την Πίστη των Πατέρων μας, που είναι ο φρουρός και φύλαξ των δογμάτων, αυτός θα τσακίσει το κεφάλι της έχιδνας και θα εκδιώξει από τη Εκκλησία τους θεομάχους και θεομπαίχτες ρασοφόρους που δεν σέβονται το πατροπαράδοτον σέβας[3]. Θα το πετύχει αυτό διότι διατηρεί μέσα του ζωντανά τα γονίδια της Πίστεως. Με αυτά θα καταστρέψει τις κακοδοξίες των αιρετικών "ως σκεύη κεραμέως"[4].
        Για τον λόγο αυτόν, ο λαός Του Θεού, έχει σοβαρότατη ευθύνη να προφυλάξει τον εαυτό του από τις σειρήνες της Πανθρησκείας και του Συγκριτισμού. Δεν πρέπει να αρέσκεται μόνο στο να αισθάνεται Ορθόδοξος και να υπερηφανεύεται για αυτό αλλά να βιώνει και να αγωνίζεται για την Πίστη. Άλλωστε αυτός είναι το "πλήρωμα της Εκκλησίας"[5]. Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι ως τέτοιο θα αναγνωρίζει τον Ιησού ως τον μόνο Θεάνθρωπο, Σωτήρα και Λυτρωτή. Ως λογικό ποίμνιο θα αναγνωρίζει τη φωνή του Ποιμένος και θα ακολουθεί μόνον αυτόν. Δεν αρμόζει στους Ορθοδόξους να ακολουθούν φωνές αλλότριες, που αντιστρέφουν το νόημα του Ευαγγελίου. Δεν είναι δυνατόν η ορθόδοξη μάνα αντί να διδάσκει στα παιδιά της πώς να προσεύχονται στον Τριαδικό Θεό, να τους μαθαίνει Γιόγκα! Αντί Χριστό, Βούδα! Αντί Χριστό, Αλλάχ και Μωάμεθ! Αντί Χριστό, Ειδωλολατρία! Επιβάλλεται να προφυλάξουμε τους εαυτούς μας αγιαζόμενοι από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, από την εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, από την προσευχή και τη μελέτη της αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων μας. Και ταυτόχρονα να αντισταθούμε σε όσους κηρύττουν την αίρεση. Δε θα εκκλησιάζεται ο λαός του Θεού σε φανερούς οικουμενιστές ιερείς και δεσποτάδες. Δε θα επιλέγει να έχει πνευματικούς εκείνους που αναγνωρίζουν ιεροσύνη και Χάρη στους Παπικούς στους Μονοφυσίτες, στους Προτεστάντες. Σε όσους δέχονται πως και οι άλλες θρησκείες σώζουν τον άνθρωπο. Να αποκλείουν αυτούς τους ρασοφόρους από την κοινωνία μαζί τους. Να εκκλησιάζονται και να διατηρούν κοινωνία πνευματική με τους πιο παραδοσιακούς των ιερέων, με αυτούς που προέβησαν στη διακοπή του μνημοσύνου των αιρετικών επισκόπων τους, των ψευδοεπισκόπων, με όσους αγωνίζονται εναντίον του θηρίου της παναιρέσεως.
        Αν ως τώρα κατόρθωσαν οι ταγοί της Εκκλησίας να χαράξουν ένα δρόμο διαφορετικό από εκείνον του Χριστού, αν μπόρεσαν να διοικήσουν περίπου έναν αιώνα την Εκκλησία οδηγώντας την στην αίρεση, έχει ευθύνη και ο λαός. Ποιούς εμπιστεύτηκε; Άλλοτε με την αδιαφορία, άλλοτε με το ψευτοδίλημμα της ιεροκατάκρισης, άλλοτε με την αποστασιοποίηση από την θρησκεία, άλλοτε παρασυρόμενοι από κηρύγματα αθεϊστικά πολιτικών φορέων, απωλέσαμε την ευκαιρία να αντισταθούμε τότε που έθεταν τα θεμέλια της αλλοίωσης της Πίστης μας. Θα δώσουμε λόγο στο Θεό για ποιον Χριστό θα μεταλαμπαδεύσουμε στα παιδιά μας! Τον Χριστό της Ορθοδοξίας ή τον αντίχριστο του Οικουμενισμού και της Μασονίας; Είναι χρέος μας να επανευαγγελίσουμε τους εαυτούς μας. Μόνο που τώρα πρέπει να προσέξουμε. Ποιο θερμά να ζητήσουμε την Πίστη, με διάκριση να επιλέγουμε τους πνευματικούς μας πατέρες, να απορρίψουμε την χλιαρότητα, τους ψευτοευσεβισμούς και τις αναιμικές προσεγγίσεις στα θέματα της Εκκλησίας. Μόνο έτσι θα έχουμε τη δυνατότητα να προστατεύσουμε αυτήν από τη βλασφημία και την προδοσία των ιθυνόντων.

*Από τις 19 Φεβρουαρίου 2017, ο π. Νικόλαος έκοψε το μνημόσυνο του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, για θέματα Πίστεως, καταγγέλλοντας τον μητροπολίτη για την παράδοση της Θεσσαλονίκης, στην παναίρεση του Οικουμενισμού μέσω κυρίως της αποδοχής των αποφάσεων της ψευδοσυνόδου της Κρήτης. Παραβαίνοντας τους ιερούς Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο κ. Άνθιμος, διώκει εκ νέου τον π. Νικόλαο.Διώκοντας και τιμωρώντας τον πατέρα Νικόλαο ο μητροπολίτης, ακολουθεί αντιπατερική γραμμή. Ο ΙΕ' ιερός Κανών της Πρωτοδευτέρας ιερά Συνόδου επί Μεγάλου Φωτίου, επιτάσσει τον έπαινο και απαγορεύει τις τιμωρίες σε περιπτώσεις διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου για θέματα Πίστεως.
(Με παλαιότερη εντολή, 20-11-2015, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος, απαγόρευσε και στην ενορία του αγίου Σπυρίδωνος να Ομιλεί ο π. Νικόλαος!!! Κρίνεται ως επικίνδυνος!!!)
    Ο π. Νικόλαος Μανώλης, εφημέριος του ιερού βυζαντινού ναού Προφήτου Ηλιού Θεσσαλονίκης επί 26 έτη, για λόγους Πίστεως (ως γνωστόν ο π. Νικόλαος δίνει μεγάλες μάχες εναντίον της παναίρεσης του Οικουμενισμού που έχει αλώσει τα υψηλά κλιμάκια της εκκλησιαστικής ηγεσίας), από τις 21 Μαῒου 2015, μετατέθηκε αναγκαστικά, με την σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατόπιν αιτήματος του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, και την απόφαση του τελευταίου, στον ιερό ναό Αγίου Σπυρίδωνος Τριανδρίας.
    Στη νέα του ενορία ο π. Νικόλαος, παρά τις συνεχιζόμενες απειλές και τους εκφοβισμούς, συνεχίζει ακάθεκτος το αντιοικουμενιστικό και αντιαιρετικό του έργο καθώς και την εν γένει πνευματική του δραστηριότητα.

[1] Η εκκλησιαστικότητα των Παπικών έχει ήδη αναγνωρισθή στο επαίσχυντο και προδοτικό κείμενο του Balamand του Λιβάνου (1993), στον Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, των δε Προτεσταντών και Μονοφυσιτών στις Γενικές Συνελεύσεις του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών» στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, (2006) και στο Πουσάν της Ν. Κορέας (2013). Η αποφυγή από την «Σύνοδο» της Κρήτης να κρίνει τα κείμενα των Θεολογικών Διαλόγων και την συμμετοχή μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ενώ αντίθετα επαινεί και τα δύο, σημαίνει ότι ουσιαστικά εγκρίνει ότι οι Παπικοί έχουν Χάρη, Μυστήρια Ιερωσύνη, Αποστολική Διαδοχή (Balamand), και ότι εμείς χωρισμένοι από τους Μονοφυσίτες, τους Παπικούς και τους Προτεστάντες δεν μπορούμε να είμαστε η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν). ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ-ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ «ΣΥΝΟΔΟ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ https://katanixis.blogspot.gr/2016/09/blog-post_159.html
[2] Αποκάλ. 13, 8
[3] "Ουκ αρνησόμεθα σε, φίλη Ορθοδοξία, ου ψευδόμεθά σου το πατροπαράδοτον σέβας, εν σοι εγεννήθημεν και σοι ζώμεν και εν σοι κοιμηθησόμεθα, ει δε καλέσει καιρός και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα". (Ιωσήφ Βρυέννιος)
[4] Ψαλμ. 2, 9
[5] "Κύριε, ο Θεός ημών, σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, το πλήρωμα της εκκλησίας σου φύλαξον…" (ΕΥΧΗ ΤΟΥ Β΄ ΑΝΤΙΦΩΝΟΥ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ)

O Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός



Θεός.jpg
Στό προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί  τοῦ ἀνθρώπου, ἐνυπάρχει ἡ εὐδοκία, ὥστε ὁ ἄνθρωπος, ὁ πλασθείς κατ’εἰκόνα Θεοῦ, νά καταστεῖ κοινωνός θείας φύσεως[1] διά τοῦ ἐνανθρωπήσαντος, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί Μαρίας τῆς Παρθένου, Θεοῦ Λόγου, τοῦ Μεσσία.

Ἡ ἐπίγεια πρώτη παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τῆς συλλήψεως Του ἕως καί τῆς Ἀναλήψεως εἶναι γνωστή, στούς ἔχοντας νοῦν Χριστοῦ.[2]
Γνωστό ἐστί τοῖς πᾶσι, ὅτι οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας παρέλαβαν ἀπό τούς αὐτόπτες καί αὐτήκοους μάρτυρες τοῦ Ἰησοῦ, τούς ἁγίους Ἀποστόλους, τήν θείαν Ἀποκάλυψιν.
Οἱ Ἀπόστολοι κήρυξαν, μαρτύρησαν καί ἔγραψαν τά ἑξῆς: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, μία ἡ Πίστις, ἕνα τό Βάπτισμα, ὅπως τά διαφυλλάτει ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία καί ὅπως οἱ Πατέρες διετράνωσαν, ὅτι δηλαδή ἡ ὀρθόδοξος καθολική ἐκκλησία εἶναι ἡ ταμειοῦχος τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, τῆς θεολογίας καί τῆς θείας  οἰκονομίας, πού μόνη αὐτή κατέχει καί παρέχει στούς πιστούς, πού ὡς τίμια μέλη της, μέ κεφαλήν τόν Χριστόν καθίστανται, διά τῶν μυστηρίων, κοινωνοί θείας φύσεως.Ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησία, ὑπάρχει ἡ πλάνη, τό σκοτάδι, ὁ αἰώνιος θάνατος.
Ἀδελφοί μου, γνωρίζουμε ὅλοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσι εἶναι γιά ὅλους ἐμᾶς μία Δυνατή ἔκπληξη τοῦ Θεοῦ, πρός νῆψιν καί μετάνοιαν.
Καί αὐτό, κατ’εὐδοκίαν Χριστοῦ, γιατί στίς ἡμέρες μας πολλοί διδάσκουν καί γράφουν πλανεμένα, ὅτι δῆθεν ὑπάρχουν καί ἄλλες ἐκκλησίες ἤ ἀκόμη ὅτι τάχα πολλοί κλάδοι καί κλαδιά συγκροτοῦν , ἄκουσον-ἄκουσον, τήν Ἐκκλησίαν καί ὅλοι μαζί κατέχουν τήν ἀλήθεια. (Ἄπαγε τῆς βλασφημίας.)
Ἐν τούτοις, γιά νά καταδειχθεῖ ἡ πλάνη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, παραθέτουμε στή συνέχεια, δύο λόγους τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου, ὥστε ὁ καλόπιστος μελετητής νά κατανοήσει τό χάος τῆς βλασφημίας τῆς Νέας Ἐποχῆς καί νά διδαχθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους  τήν Μίαν καί μοναδικήν Ἀλήθεια, ὑπό τόν ἥλιον.[3]
1ος) Μαρτυρία κυρίας Βαρούνη Εἰρήνης:
¨Μιά φορά εἴχαμε πάει μέ τήν κυρία Σταυρίτσα Ζαχαρίου πού καταγόταν ἀπό τό Ἀϊβαλί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἦταν ἱεραπόστολος στήν Ἀφρική. Ἡ κυρία Σταυρίτσα τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ξαδέλφη τοῦ Φώτη Κόντογλου. Καί μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Γέροντας ὅτι ὁ Φώτης Κόντογλου ἐξομολογεῖτο σέ ἐκεῖνον στήν Πολυκλινική. Αὐτό πού τῆς συνέστησε ἦταν νά  προσέχη καί νά μήν ἔχη σχέσεις μέ τούς προτεστάντες και τους παπικούς¨. (Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, ΕΚΔ.ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ , σελ.182). 
2ος) …¨Τοῦ εἶπε (τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ)πολλά γεγονότα γιά τό μοναστήρι του καί ὅτι μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια¨. (ἀνθολόγιο θαυμάτων, ΕΚΔ. Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, σελ.140) ὅπως ἐπίσης καί ¨Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σέ ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους, ἀποκαλύπτει τά μυστήρια¨. (Αθανασίου Μ.Λεμεσοῦ, ἀνθολόγιο θαυμάτων, ΕΚΔ. Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, σελ.156).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ἀς σταματήσουν τό λοιπόν οἱ λαοπλάνοι νά ἐξισώνουν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μέ τίς διάφορες αἱρέσεις καί θρησκεῖες τοῦ κόσμου τούτου, τούς Αἱρεσιάρχες, τούς αἱρετικούς, τούς πλανεμένους.
Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.[4]
Χριστός Ἀνέστη.

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Μοναχός Νικήτας Καρυώτης (1902 – 20 Μαΐου 1971)

20160322151336311_0001
Μοναχός Νικήτας Καρυώτης, γνήσιος βιαστής της επουράνιας Βασιλείας.
Ο κατά κόσμον Ευστράτιος Γεωργιάδης του Σταύρου και της Ελισάβετ γεννήθηκε στην Προύσα της Μ. Ασίας το 1902. Το 1923 ήλθε στο Διονυσιάτικο Κελλί του Αγίου Νικολάου των Καρύων. Εκάρη μοναχός το 1925. Έμαθε την τέχνη του οδοντοτεχνίτη κοντά στον οδοντίατρο Γέροντα Παΐσιο. Κατόπιν, κάνοντας υπακοή, πήγε στον κόσμο για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του. Επί σαράντα περίπου χρόνια εξυπηρέτησε τους πατέρες του Άγιου Όρους, που τότε δεν έβγαιναν εύκολα έξω. Διακρινόταν για την ελεημοσύνη του. Μετά την κοίμησή του, πολλοί ελεημένοι από αυτόν, μοναχοί και λαϊκοί, μίλησαν με κατάνυξη για την κρυφή αυτή του τέχνη.
Κατά την εκταφή των λειψάνων του, όπως αναφέρει ο σημερινός Γέροντας του Κελλιού παπα-Αρτέμιος, η κάρα του ευωδίαζε. «Όλοι μας όσοι βρεθήκαμε τις στιγμές εκείνες εκεί, νιώσαμε μεγάλο δέος και μεγάλη συγκίνηση. Μάλιστα ο Γέροντας Αρτέμιος από τη Μεγίστη Λαύρα, ο οποίος είχε το διακόνημα αυτό στις ανακομιδές κι έβγαζε και φρόντιζε τα λείψανα των πατέρων, είπε: “Πατέρες εγώ πρώτη φορά έχω ξεθάψει τέτοιο λείψανο! Εξήντα χρόνια στο Άγιον Όρος… Δόξα τω Θεώ”. Πέρασαν, περνούν και θα περνούν πολλοί ευλογημένοι πατέρες από το Όρος. Γνήσιοι βιασταί της επουρανίου Βασιλείας…».
Εμείς γνωρίσαμε τον διάδοχο του Γέροντος Νικήτα, τον Γέροντα Αρσένιο. Μάλιστα δεχθήκαμε και την οδοντιατρική φροντίδα του, πριν τριάντα χρόνια, με τον ποδοκίνητο, σκουριασμένο τροχό του και το μπλέ οινόπνευμα για απολύμανση (γαργάρα). Πάντως το σφράγισμα μέχρι σήμερα είναι καλό. Όταν τον ρώτησα αν σπούδασε οδοντιατρική, μου απάντησε κοφτά: «Όχι. Έμαθα από τον Γέροντά μου». «Κι εκείνος;» ρώτησα. «Έμαθε από τον Γέροντά του»!
Ο Γέροντας Νικήτας είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στον άγιο Νικόλαο τον θαυματουργό, τον προστάτη του Κελλιού τους. Τον είχε παρακαλέσει να φύγει από την παρούσα ζωή σε μία από τις μνήμες του. Ο άγιος τον άκουσε. Τον πήρε στη μνήμη της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του, στις 20.5.1970.
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Διονυσίου.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Μέγα Γεροντικό ενάρετων αγιορειτών του εικοστού αιώνος, τόμος Β΄ 1956-1983. σελ. 839-840

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Πρόσωπο και ουσία πέραν των διλημμάτων της θεολογίζουσας θρησκευτικότητας Εκκλησιαστικό δοκίμιο


newego_LARGE_t_1101_54231470.JPG
Η κριτική στη θεμελίωση της προτεραιότητας του προσώπου έναντι της ουσίας, και η προσπάθειά της να σκιαγραφήσει τις δυνατότητες υπερβατικής ελευθερίας του ενυπόστατου Είναι ως προσωπικό τοπίο του κοινωνείν, χαρακτηρίζουν αν μη τι άλλο, μια αποφασιστική θεολογική τόλμη και θαρραλέα υπέρβαση.

Η θεολογική κοινότητα ευνόησε πολλαπλά κίνητρα για λήθη σε έναν χώρο όπου ο μαρασμός είχε προσλάβει επί δεκαετίες το ύφος της εμβρόντητης παραλυσίας απέναντι στην πρόκληση για «διαιτησία» ανάμεσα στην παράδοση και τις μελαγχολικές εξελίξεις της νεωτερικότητας. Η τομή που τυχόν θα επιχειρείται στο εξής φαίνεται εν τέλει να οφείλεται σε έναν θαυμαστά ευαισθητοποιημένο κοινό νου, ύστατο δεκανίκι του ανθρώπινου ψυχισμού. Διότι αν από την ουσία του Θεού είμαστε εξ υποθέσεως αποκλεισμένοι ως υποκείμενα συνάντησης και γνώσης εξασφαλίζοντας την εγγύηση της σχέσης με Αυτόν χάρη στις προσωπικές του άκτιστες ενέργειες, πού αλλού θα εύρισκε έρεισμα η θεολογική μας σχέση; Η εγγύηση αυτή συνιστά και το κλειδί μιας εμπράγματης και αληθινής προτεραιότητας.
Με δεδομένο ότι γνωρίζουμε τον Θεό δια Ιησού Χριστού ως Πρόσωπο και όχι ως Ουσία, πώς να ερμηνεύσουμε όλο αυτό το αγωνιώδες σύμπλεγμα μήπως και υποτιμηθεί η κοστολόγηση της τελευταίας, τη στιγμή που η ίδια δεν νομιμοποιεί παρά την αποφατική μας αποστασιοποίηση; Αν το περιβάλλον της ύπαρξης του ανθρώπου είναι όντως η εμπειρία και όχι οι αφαιρέσεις της νόησης, πώς είναι δυνατόν να μη συλλαμβάνεται ανθρωπίνως το πρόσωπο ως προηγούμενο της ουσίας, εφόσον εκείνου τις ενέργειες καταγράφει η ύπαρξη στην κίνησή της προς τον άλλον;
Ανεξαρτήτως λοιπόν του εάν Ουσία και Υπόσταση μένουν αχρόνως και μυστηριακώς αδιαχώρητες όσο και διακριτές αποτελώντας το λίκνο η μία της άλλης, η υποχρέωση να χορηγήσουμε το πρωτείο των πνευματικών συγκινήσεων στο καλωσόρισμα του προσώπου διασώζει κάτι από τη λησμονημένη αυθεντικότητα της εποχής κατά την οποία η θεολογία δεν ήταν ακόμη ευτυχώς επιστήμη, μέσω της αυθεντικότητας της προσευχής.
Αναφερόμαστε στο συνολικό προσευχητικό άνοιγμα μιας ευχαριστίας που προσανατολίζεται στην ψυχοσωματική αναπνοή της οριακής μέθεξης. Συνεπώς του προσώπου δια μυστηρίων, εξαγιασμένων υλικών αντικειμένων και ιερών εικόνων προς δόξαν Θεού και σωτηρίαν του πεπτωκότως ανθρώπου. Αυτή η όχι και τόσο καλή ένταση μεταξύ ευχαριστίας και θεολογίας, επιλύεται από μια ρωμαλέα χειρονομία υπενθύμισης της αγαπητικής εκ-στασης φέρνοντας στο προσκήνιο μιας ζωτικής επικαιρότητας το διακύβευμα της σχέσης του Εγώ, αρχικά με το Εμείς και την υπερβατική συνύπαρξη κατόπιν με τον άλλον συνάνθρωπο σε μια πανανθρώπινη συνάντηση σωτηριολογικού – εσχατολογικού χαρακτήρα που λέγεται Εκκλησία με ρήτρα Αγάπης.
Στην ευχαριστία ο άνθρωπος ευχαριστεί και το Πρόσωπο και την Ουσία. Η αλήθεια όμως συμπυκνωμένη στις ελάχιστες στιγμές που το Είναι τείνει να υπάρξει ως αιχμή έλλογης συγκατάθεσης σε μιαν ιδιαιτέρως δραστήρια παρουσία του νοήματος του Θεού, ευχαριστεί πρωτίστως το Πρόσωπο. Δεν υπάρχει «προοπτική» στο να ευχαριστείς μιαν ουσία. Τονίζοντας τη σχέση μας με την Ουσία, στο μέτρο που αυτή στεγάζεται σε ένα καινό σημαίνον, κινδυνεύουμε να εκλάβουμε το Πρόσωπο σαν προσωπείο. Υπερτονίζοντας αντιθέτως τη σχέση μας με το ανθρώπινο πρόσωπο, κινδυνεύουμε μήπως να δούμε την καλή μας προαίρεση να ωθείται σε ένα εφαλτήριο υπερθεματισμού της περσοναλιστικής ευφορίας χρεωμένη στη δυτική επίδραση, άρα στον ίλιγγο της δύναμης και του φεουδαρχικού ορθολογισμού; Μα αυτό ήδη έχει απορριφθεί από την Ορθόδοξη Παράδοση όχι πλέον δογματικά αλλά εμπειρικά επί της ουσίας και δεν θα μπορούσε να αποτελεί σοβαρό υπαρξιακό δίλημμα.
Φέρνοντας λόγου χάρη σε πέρας ένα λεπτό εγχείρημα προσωρινής θεραπείας αυτής της αντίφασης, αναβαθμίζοντας την έννοια του ομοουσίου κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και επανεισάγοντας έναν υποχρεωτικόν πόρον από τον σκόπελο της ουσίας ως κοινότητας γνώμης, η οποία τοιουτοτρόπως κοινώς συνάπτεται με τη φύση μιας ομοείδειας επιτέλους πνευματοφόρου, αναδύεται ως ενυπόστατη καθολικότητα. Ο εν λόγω ελιγμός για την προσυπογραφή της ισόμοιρης συγκατοίκησης προσώπου και Ουσίας μέσα στο όραμα ενός ιδανικού προορισμού, όπου η Ουσία απολύτως παρούσα ως συνεκτικό θεμέλιο απείρων προσώπων προστατεύεται από τη βιασύνη μας να την παραμελήσουμε, είναι εκ πρώτης όψεως θεαματικός και αξιοπρόσεκτος.
Όμως και αυτή η κατεύθυνση θα μπορούσε να δράσει σε βάρος της διάκρισης. Σαν να λέμε της διαφοράς ως πηγή ιδιοπροσωπίας. Αν πιστέψουμε πως ο αγιασμός του κόσμου προϋποθέτει την κίνηση προς το ομοούσιον περισσότερο από ό,τι την κίνηση προς την αμοιβαία, ενοποιό, ερωτική αυθυπέρβαση των περιφράξεων, δεν αποφεύγουμε από το να γείρει η πλάστιγγα ανάποδα. Με ζητούμενο λοιπόν την ισορροπία, επόμενο είναι να ξεκινά κανείς όχι από την ομοουσιότητα που συνιστά πνευματικό στόχο της κτίσης ή εντελέχειά της, αλλά από την εμπειρία του κατ’ εικόνα, αφού η τελευταία αντηχεί εδώ και τώρα στην αιθρία του Είναι.
 Παίρνουμε ως αφετηρία το πρόσωπο διότι το θέμα είναι πάντοτε ο θάνατος. Δηλαδή το Επείγον. Θάνατος ως θυσία ή συνοδός του πένθους φυσικά και αναγεννητική συνέχεια, και όχι ως το Είναι προς θάνατον. Εντοπίζοντας τον πυρετό του εμπρόσωπου έρωτα σε θέση αναστάσιμου νικητή πάνω στην τυφλή αδράνεια της φύσης, λυτρωνόμαστε από όλες ταυτόχρονα τις ασθένειες της επιστημολογικής υπεροψίας, οι οποίες ας το παραδεχτούμε, παρουσιάζουν επιδημική έξαρση.
Εξυπακούεται επίσης μια σύγχυση που πλήττει κατ’ εξοχήν τον ορισμό του υποκειμένου. Εαυτός, Εγώ, υποκείμενο, πρόσωπο, Είναι, ψυχή, συνείδηση, ύπαρξη, όλα τα παραπάνω, σε πείσμα των διακρίσεων που αποπειράται να θέσει σε εφαρμογή η βαθιά θεολογική κατάρτιση, συνωστίζονται ανεπανόρθωτα, διαβρωμένα από τη θεωρητική μεταχείριση χιλιετιών, ώστε προβάλλουν το ένα σαν ίσκιος του άλλου ή φέρονται να ανταλλάσσουν ιδιότητες.
Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν επιτρέπεται να υπεισέλθουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά σχήματα των οποίων η γνωστική εποπτεία ταλαντεύεται αμήχανα με αποτέλεσμα να παραβλέπει ότι το πρόσωπο της θεολογίας εξουσιοδοτείται κατά χάριν από τον Λόγο ενώ το ψυχαναλυτικό υποκείμενο είναι υποκείμενο του λόγου του ασυνειδήτου.
Αυτή η παραπλανητική μεσοτοιχία του σημαίνοντος λόγου καθόλου δεν δηλώνει γειτνίαση. Χώρια που προσφεύγει στην υποτίθεται σεβαστή μαρτυρία της βιοχημείας του εγκεφάλου για να στηρίξει το απαρέγκλιτο καθεστώς της φύσης στον οντολογικό ορίζοντα. Γελοιότητα μέσα στην όλη αντίφαση δηλαδή.
Άλλες παρανοήσεις, ελλοχεύουν στην ψυχαναλίζουσα κριτική του Εγώ, θεωρουμένου αποκλειστικά ως φορέα της αρνητικής ναρκισσικής διάστασης που υποκινεί τις στρατηγικές δύναμης, μολονότι το Εγώ, στον βαθμό που συνιστά την απάντηση του φαντασιακού συστήματος ταυτίσεων στον συμβολικό διχασμό του υποκειμένου, δεν παύει να είναι εν μέρει απαραίτητο, από ψυχαναλυτική μεν άποψη ένεκα της ανάγκης να υπάρξει μια νηπιακή φάση υγιούς εγκατάστασης του ανθρώπινου όντος στον ναρκισσισμό, από δε θεολογική επειδή είναι αυτό ειδικώς το Εγώ που πρέπει να δωρίσει κανείς αγαπητικά, δηλαδή υποτάσσοντας το φαντασιακό στην ευθύνη. Και για να δωρίσει κανείς το Εγώ του θα πρέπει να το έχει.
Οπότε το δίλημμα κακώς εξετάζει αν ο εικαζόμενος περσοναλισμός φλερτάρει με τις ελλοχεύουσες αντηχήσεις μιας εγωτικής υπερέξαρσης αντί να εστιάζεται στο αν η θεωρία περί προσώπου ως αγγελτήριο αγαπητικής έκστασης προτείνει πειστικά τον αγιασμό του Εγώ κατά τη συντριβή του. Ο φόβος μήπως η οντολογία του προσώπου διολισθήσει στην οντολογικοποίηση κατοικεί όχι στο πρόσωπο αλλά στο Εγώ, όπου έχουν το στρατηγείο τους όλες οι θεωρητικές αναλύσεις όταν δεν συνδέονται με το αίτημα αγαπητικής διάνοιξης στο αντικείμενο, οπότε η μέριμνα για την αδικημένη ομοουσιότητα πρυτανεύει.
Το πρόσωπο λοιπόν στον πτωτικό άνθρωπο απλά προηγείται και δεν έχει ακόμη γίνει υποστατικό του ιδίωμα στον κόσμο τούτο ακριβώς επειδή ούτε προηγείται στην κίνησή του προς το καθ’ ομοίωση ούτε έπεται κι εμείς όντας θνητοί και αδύναμοι, είμαστε χαρούμενοι και αθάνατοι εις το αιώνιο παρόν ενός ψευδαισθησιακού  χρονικού ορίζοντα των πέντε αισθήσεων και της νοητικής εξάρτησης του νου. Μέσα σε ένα ερωτικό κοινωνικό στιγμιότυπο που δεν ανήκει στην αυταπάτη, η οποία κοινωνείται στη συνέχειά της και διασώζεται από τον Υπέρλογο Λόγο δια της Σταυρικής Θυσίας και της προσωπικής βούλησης εκάστου ενός μοναδικού, μακράν της μονάδος, μέσω της Μυστηριακής Κοινωνίας.
Όμως αν προηγηθεί η ουσία, άρρητη καθώς είναι και αμετάβατη στον ανθρώπινο λόγο, θα προηγηθεί του λόγου για τα καλά και τότε τα πράγματα πραγματικά δυσκολεύουν,  παραμένοντας με τον ψυχισμό μας υποθηκευμένο στην κοινωνική ανθρωπολογία.
*Ο Α.Σαραντίδης είναι δάσκαλος στην Καβάλα και πολιτικός επιστήμων