Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Οι Εντολές των Μακαρισμών του Κυρίου Γέροντος Ιωσήφ




Αδελφοί και πατέρες, σε προηγούμενη κατήχηση αναφερθήκαμε στις σωματικές πράξεις, ως βοηθητικά μέσα της έμπρακτης μετάνοιας. Σήμερα θα αναφερθούμε στις εντολές, που βρίσκονται στους μακαρισμούς του Κυρίου μας και όπως οι θείοι Ευαγγελιστές μας τους περιγράφουν. Θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια της εμπειρίας των Πατέρων μας, να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει κάποιος στο έπαθλο τον θείου μακαρισμού, που θα είναι ο σκοπός της πίστης και του αγώνα μας.

Πρώτη εντολή και καθήκον ο θείος φόβος. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α, 7). Ο φόβος του Κυρίου, δεν είναι ο κατά κόσμο πανικός της δειλίας και του τρόμου, αλλά η υποταγή στο θέλημα αυτού που αγαπούμε. Προέρχεται από αγάπη και σεβασμό, όπως συμβαίνει στα παιδιά, που η φροντίδα και η σπουδή τους είναι να μη λυπήσουν το φιλόστοργο πατέρα τους, τον οποίο δεν φοβούνται, αλλά αγαπούν. Αυτό λέγεται «φόβος του Πατρός». Τέτοιο φόβο και μεις χρωστούμε στο Θεό και Πατέρα μας. Με την επήρεια αυτού του φόβου, επειδή δεν θέλουμε να προσκρούσουμε στην αγάπη του, τηρούμε με ακρίβεια τις εντολές του.

Όπως κάθε αρχή γίνεται από το Θεό, έτσι και στους θείους μακαρισμούς. Η προφητική διόπτρα εκφράζει τα ιδιώματα του θείου φόβου ως βάσης κάθε καλής αρχής με τον εξής τρόπο: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. ια, 2, 3).

Αλλά και ο Κύριός μας στον πρώτο του μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», στο θείο φόβο αναφέρεται. Τι είναι η μακάρια ταπείνωση παρά απόλυτος θείος φόβος και ολοκληρωτική υποταγή και εξάρτηση; Οι πρακτικώτεροι τρόποι για την απόκτηση του θείου φόβου, που προέρχεται από την ταπείνωση, είναι η υπόμνηση των πολλών σφαλμάτων και χρεών μας και η υπόμνηση των θείων ευεργεσιών, που ο καθένας αξιώθηκε από το Θεό. «Μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεες αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 2).

Η βαρύτητα της ενοχής μας και η αμέτρητη φιλανθρωπία του Θεού σε μας, όταν με ησυχία και προσοχή υπολογίζονται, γεννούν την κατά Θεό λύπη και το πένθος, το άξιο μέσο του δεύτερου μακαρισμού.

Από την εμμονή στο πένθος, γεννιέται το δάκρυ και ο «κλαυθμός». Το βεβαιότερο δείγμα ότι η προσευχή πλησίασε την πόρτα του ελέους και έγινε μάλλον δεκτή, αφού η έννοια του πένθους παρατείνεται. Στην μακάρια αυτή στάση και θέση του πένθους και του κλαυθμού, ποιο από τα πάθη και τις έξεις της διαστροφής του παλαιού ανθρώπου μπορεί να πλησιάσει ή να προκαλέσει; Ποια επιθυμία εμπαθής, ποιος θυμός εκδίκησης, ποια ακηδία ή ραθυμία, ποιος γογγυσμός ή άλλη έννοια του εμπαθούς βίου και των παλιών συνηθειών τολμά να εμφανιστεί στη διάνοια και καρδιά που κλαίει, όταν το βέλος του κλαυθμού και του πόνου βρίσκεται παρόν;

Όχι μόνο τις παράλογες ορμές των παθών και συνηθειών καταργεί το πένθος, αλλά και αυτές ακόμα τις φυσικές ανάγκες της βιολογικής σύστασης αποκοιμίζει, ώστε, κατά τη Γραφή, «επιλανθάνεται του φαγείν τον άρτον αυτού» (Ψαλμ. ρα, 4), ο κατακτητής του δεύτερου μακαρισμού, της μακαριώτατης πραότητας. Σ αυτήν ο «Κύριος διδάξει πραείς οδούς αυτού» (Ψαλμ. κδ, 9).

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Βολεύει η θρησκεία αλλά τρομάζει η αποκάλυψη.


Mας αρέσει ένας Θεός που δεν έχει σχέση με εμάς. Θέλουμε έναν Θεό σε απόσταση.
Απλά να πατάμε το κουμπάκι για να έρχεται όποτε τον θέλουμε ενώ γενικά τον έχουμε γραμμένο. Θέλουμε ένα Θεό στις υπηρεσίες των παθών μας. Μας αρέσει αυτός ο Θεός , ο αόριστος που τον κάνουμε θρησκείες και του φτιάχνουμε είδωλα. Μας αρέσει ο Θεός που ικανοποιείται με ανταλλάγματα «Θα σου δώσω οπότε θα μου κάνεις αυτό που θέλω».
Aυτός ο Θεός μας καλύπτει την υπερφυσική υπαρξιακή μας αναζήτηση και δεν θέλει πολλά. Επιλεγώ και μια γκλαμουράτη θρησκεία και είμαι μια χαρά. Μου γεμίζει το θρησκευτικό μου συναίσθημα οπότε οι όποιες πνευματικές ανησυχίες μέσα μου κοιμούνται μια χαρά. Εγώ στο κελί του εγωϊσμού μου , ο Θεός στον ουρανό ως αόρατη δύναμη σαν τον ρεύμα της ΔΕΗ και άρα είμαστε εντάξει. Ας δεν μου τα φέρνει όπως θέλω θα τον βρίζω και όποτε τον έχω ανάγκη θα του απαιτώ την βοήθεια του κάνοντας και κάποια δωρεά για να αναπαύω και την συνείδηση μου. Μια χαρά !
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Μαυρόπουλου  - Διερχόμενοι δια του Ναού – σελ 152 : «Ψυχολογικά ο άνθρωπος έχει την ανάγκη μιας υπέρτατης αρχής έξω από αυτόν και μακριά από αυτόν. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την άμεση σχέση με τον Θεό. Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο κι η τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, το ότι η ανθρώπινη ύπαρξη φοβάται την ελευθερία».
Ο Ορθόδοξος δρόμος έχει άλλη προοπτική. Ο Θεός είναι πρόσωπο και μαζί του έχω μια προσωπική και άμεση αναλογική σχέση. Δεν είναι ο Θεός μια αναφορά κάποια μέρα της εβδομάδος με κάποιες προσευχές. Είναι η ζωή μου. Είναι ο συνοδοιπόρος μου. Είναι ο πατέρας μου. Αφού έλαβε σάρκα με καταλαβαίνει και του μιλάω. Μου κάνει βασιλικό τραπέζι και με προσκαλεί εμένα τον άθλιο για να μου προσφέρει ο Θεός τον ίδιο του τον εαυτό.
Μιλάμε για έναν Θεό που έχω σχέση ελευθερίας μαζί του. Και σε αυτή την σχέση έχω ευθύνη, έχω χρήση ελευθερίας και συγκατάθεση προαιρέσεως. Δεν εκτελώ σε αυτή την σχέση εντολές αλλά η εντολή γίνεται έκφραση της καρδιάς μου. Δεν προσπαθώ σε αυτή την σχέση να διορθώσω κάποιες εξωτερικές εκφράσεις της προσωπικότητας μου αλλά να θεραπεύσω και να αλλοιωθώ εν Χριστώ μέσα από τα φάρμακα της Εκκλησίας. Να ολοκληρώσω την πληρότητα της φύσεως μου που είναι να γίνω Άγιος; δηλαδή …. Όλες μου οι εσωτερικές δυνάμεις να Χριστοποιηθούν μέσα από τον αγώνα της ασκήσεως.
Ένα Θεός προσωπικός που η σχέση μαζί του τα έχει όλα : Διαφωνίες, πτώσεις, κραυγές, δάκρυα, γέλια, αμφισβητήσεις , και αγκαλιά.  Είναι μια σχέση μάχης, μια πορεία ένας αγώνας. Δεν μου ζητάει φανουρόπιτες , αρτοκλασίες, και πολυελαίους απλά για να είμαι καλό παιδί και να ζήσω κάποια χρονάκια παραπάνω . Απλά περιμένει να του πάω τις πληγές μου ώστε να μου τις θεραπεύσει για να κάτσω μαζί του στο βασιλικό τραπέζι. Ζητάει περιμένοντας την μετάνοια μου. Να ζητάω εκείνον χωρίς κάτι από αυτόν. Μας τρομάζει η σχέση γιατί στην σχέση χρειάζεται να έχεις ευθύνη να έχεις προορισμό. Θα χρειαστεί να ματώσεις, να λερωθείς.
Ένας Θεός που δεν έμεινε μια αόρατη δύναμη χωρίς να έχει σχέση με τον κόσμο αλλά πήρε έναν ολόκληρο κόσμο και όλη την ιστορία του ανθρώπινου γένους επάνω στο σταυρό με μια εκούσια θυσία και έτσι άνοιξε τον δρόμο της σωτηρίας. Έκανε τον θάνατο κοίμηση και το τέλος αρχή.  Ένας Θεός πάντα πάρων, ο οποίος αποκαλύπτεται στο ποσοστό που θέλω εγώ να μου αποκαλυφθεί στην ζωή μου.
Ας φύγουμε τρέχοντας από την θρησκεοποίηση της πίστεως. Να σχετιστούμε με τον Χριστό σε προσωπικό και καθημερινό επίπεδο. Δεν είναι ο Χριστός για δυο ώρες την Κυριακή το πρωϊ ως ένα καθήκον για να τα έχουμε καλά μαζί και να μην μας πειράξει. Να γκρεμίσουμε τους τοίχους και ας μπούμε στην σχέση , έτσι όπως είμαστε με ευθύνη  και πόθο σωτηρίας.

Mην περιμένεις...Σάλπαρε! π. Σπυρίδων Σκουτής



Για να ζήσουμε πραγματικά ελεύθεροι και να νιώσουμε πλήρως την αγάπη του Χριστού ώστε να εμβαθύνουμε στη σχέση μαζί του η λύση είναι μία και πολύ απλή!.
 Να μην περιμένουμε τίποτα και από κανέναν. Να μην γεννιέται μέσα μας καμία προσδοκία και να ξεριζώσουμε κάθε βεβαιότητα. Η αγάπη δεν είναι στάση για να περιμένεις να σου έρθει αλλά κίνηση για να τη δίνεις παντού χωρίς να περιμένεις τίποτα και τότε μέσα από την προσφορά ακόμα κι αν δεν είναι ανταποδοτική νιώθεις βαθιά αγαπημένος !
Να είμαστε πάντα προσφερόμενοι, πάντα αγαπώντες και θυσιαζόμενοι. Σαν τους μικρούς μπόμπιρες που  έχουν τα χεράκια τους  συνεχώς ανοιχτά ώστε να αγκαλιάζουν χαμογελώντας τους πάντες!
 Στον ωκεανό της ελευθερίας η αγάπη σαλπάρει πάντα σε καθαρά νερά χωρίς να περιμένει να κατακτήσει κανέναν αλλά όλοι οι άλλοι περιμένουν διψώντας με πόθο τη δική σου αγάπη να κατακτήσει τον δικό τους κόσμο για να τους θεραπεύσει και να τους αναπαύσει.
 Σαν “Φωνή αύρας λεπτής” (Γ΄Βα 19,11-12), χωρίς θορύβους και τυμπανοκρουσίες αλλά με διάκριση και ζεστασιά.  Ναι ! Εκεί είναι ο Κύριος.

Τρέχοντας χαμένοι στον χρόνο


Τρέχουμε για να ικανοποιήσουμε κάποιες μελλοντικές επιθυμίες που τις θεωρούμε σταθμό όμως ο σταθμός καταντάει στάση και ξεκινάμε πάλι από την αρχή.
Σαν τον γάιδαρο που κυνηγάει το καρότο και θεωρεί ότι θα το πιάσει αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ και αν γίνει, πάλι θα είναι ανικανοποίητος γιατί θα θέλει κι άλλο.
Οι δουλειές λέμε δεν τελειώνουν , η απάντηση στο ερώτημα «Πως περνάς , τι κάνεις;» είναι συνήθως «Τρέχω ! Πολύ τρέξιμο». Γιατί τρέχουμε δεν ξέρουμε, οι δουλειές δεν τελειώνουν κι εμείς κάνουμε αγώνα στον γύρο του θανάτου. Και όλα αυτά γιατί ; Ακόμα και όλες μας τις δουλειές να τις κάνει κάποιος εμείς θα βρούμε πάλι άλλες. Δεν αντέχουμε τον εαυτό μας. Δεν αντέχουμε το ΕΙΝΑΙ μας. Το φοβόμαστε, τρομάζουμε στην ιδέα να κουβεντιάσουμε με τον εαυτό μας και να ψάξουμε τι υπάρχει μέσα μας. Δεν είμαστε έτοιμοι. Προτιμάμε να ζούμε σε ένα χάος , χωρίς ουσία και σταματημό. Μια μορφή αυτοκτονίας αλλά χωρίς όπλο αλλά αργά και σταθερά.
Πάμε για έναν καφέ και το μυαλό μας είναι διασπασμένο. Ένα μέρος του στο κινητό που είναι στο τραπέζι ένα άλλο μέρος στο τι θα κάνουμε μετά τον καφέ και στο τι θα έπρεπε να κάνουμε πριν αλλά δεν το κάναμε. Η στιγμή φεύγει και πάει περίπατο. Είμαστε παρόντες αλλά απόντες, το άλλο πρόσωπο δεν υπάρχει για εμάς. Δεν καταφέρνουμε τελικά να ζήσουμε ούτε τις στιγμές γιατί αυτές είναι πνιγμένες στον ωκεανό του μυαλού μας που πολλές φορές είναι γεμάτο σκουπίδια.
Οι μόνες στιγμές που έχουμε σφραγίσει μέσα μας είναι οι παιδικές μας στιγμές . Οι στιγμές που ήμασταν παιδιά. Οι στιγμές που ήμασταν ΕΚΕΙ , στο καθετί χωρίς γιατί και διότι. Απλά ήμασταν παρόντες με όλες μας τις αισθήσεις. Για αυτό δεν θυμόμαστε τι φάγαμε χθες ή τι κάναμε την προηγούμενη εβδομάδα αλλά θυμόμαστε τα συναισθήματα που νιώσαμε όταν ήμασταν μικροί σε μια όμορφη στιγμή. Γιατί ; Γιατί τώρα μπαίνουμε σε διάλογο και μάχες με τους λογισμούς ενώ τότε τους προσπερνάγαμε και ζούμε την στιγμή με όλο μας το είναι.
Φτάνουμε σε σημείο που στον πανικό που επικρατεί στην καθημερινότητά μας η μόνη διέξοδος για χαλάρωση είναι η ικανοποίηση ενός πάθους. Νιώθουμε ακρωτηριασμένοι ψυχικά και σωματικά . Έχουμε βάλει τον εαυτό μας σε μια μέγγενη που τον πιέζει ασφυκτικά και χωρίς λόγο. Γιατί το κάνουμε αυτό;
Πότε θα κοιτάξω εμένα; Και τελικά ξυπνάω ένα πρωί και διαπιστώνω ότι τα χρόνια πέρασαν και δεν έκανα τίποτα. Έζησα στο μηδέν και το χάος. Μετά αρχίζουν τα κόμπλεξ και οι παραξενιές που έχουν τη ρίζα τους στα απωθημένα και μας τρώνε την ψυχή κυριολεκτικά.
Πως θα θεραπευτώ ;
Να πω ένα στοπ! Να κουμαντάρω εγώ την ζωή μου και όχι να αφήσω τις μέριμνες να με χειρίζονται σαν μαριονέτα. Χρόνος υπάρχει πάντα για προσευχή , για κουβέντα με το παιδί και τον σύζυγο για μια φιλική συζήτηση. Μην περιμένουμε να βρούμε αυτές τις στιγμές ή να εμφανιστούν από μόνες τους ή να μας βρούνε εκείνες. Οφείλουμε να τις δημιουργήσουμε. Γιατί στο τέλος θα δημιουργήσει άλλους χώρους και χρόνους ο πόνος ή η αρρώστια ή η κατάθλιψη. Χώρους δύσκολους…
Μικρά πράγματα τα οποία μεταγγίζουν ζωή , τα δημιουργώ μόνος μου εδώ και τώρα και λέω στοπ στην τοξικότητα. Θα κεντήσω την ημέρα και θα βρώ χρόνο και για τον Θεό και για τον άνθρωπο.
Δύο σελίδες από την Αγία Γραφή θέλουν δύο λεπτά…
Ένα κοσποσχοινάκι 100αρι θέλει τρία λεπτά και μοιάζει σαν μετάγγιση χάριτος του Κυρίου…
Μια αγκαλιά στο παιδί ή στον σύζυγο χρειάζεται δευτερόλεπτα…
Ο Εκκλησιασμός ….δεν είναι χαμένος χρόνος είναι ο ζωτικός χρόνος που έχω ανάγκη για να ζήσω τώρα και αλλά και αιώνια…
Ο Χρόνος αδερφέ θα τρέχει πάντα ακόμα και όταν δεν θα είσαι εσύ, φρόντισε να τοποθετηθείς στον χρόνο όπως πρέπει για να ζήσεις και όχι για να χαθείς.

Ο πόνος ως ευλογημένο βίωμα Αγιασμού Συντάκτης π. Σπυρίδων Σκουτής


O πόνος είναι ευλογία για τον άνθρωπο. Χωρίς πόνο - σταύρωση δε θα υπήρχε ανάσταση - ανάληψη.
Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ' εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού για να τον φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του.
Συνήθως μένουμε στο γεγονός του πόνου, μεμψιμοιρούμε, με αποτέλεσμα να περνά ο χρόνος, ο πόνος να μετατρέπεται σε καρκίνο που μας κατατροπώνει την ψυχή μας. Ο πόνος δεν κάνει διαχωρισμούς. Συχνά έρχεται σ’ εμάς τους ίδιους ή δια μέσω τρίτων όπως η θλίψη όταν χάνουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Δεν έχουμε λοιπόν άλλη επιλογή από το να δούμε τον πόνο από άλλη οπτική γωνιά, να τον αγκαλιάσουμε και να τον μετουσιώσουμε σε τροφοδότη δυνάμεως και μεταστροφή συνειδήσεως. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνο ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
 Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνο εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιρασθούν τα πιο ανεπιθύμητα γιʼ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Το μονοπάτι της ζωής είναι όλο πόνος και δάκρυ∙ όλο αγκάθια και καρφιά∙ παντού φυτρωμένοι σταυροί∙ παντού αγωνία και θλίψη. Κάθε βήμα και μία Γεθσημανή. Κάθε ανηφοριά και ένας Γολγοθάς. Κάθε στιγμή και μία λόγχη. «Αν μπορούσαμε να στίψουμε την γη σαν το σφουγγάρι θα έσταζε αίμα και δάκρυα».
«Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», λέγει ο ψαλμωδός.
Το τριαντάφυλλο βγάζει αγκάθι και το αγκάθι τριαντάφυλλο. Τα ωραία συνοδεύονται με πόνο, αλλά κι ο πόνος βγάζει στη χαρά. Συνήθως το ουράνιο τόξο υψώνεται ύστερα από την μπόρα. Πρέπει να προηγηθούν οι καταιγίδες για να ξαστερώσει ο ουρανός.
Η διάκριση - φωτισμένη από την χριστιανική πίστη και φιλοσοφία - βλέπει. Έχει την ικανότητα με την ενόραση να βλέπει πολύ βαθιά απ' τα φαινόμενα. Μέσα από τον πόνο βλέπει την χαρά και την ελπίδα, όπως ο θρίαμβος του Χριστού βγήκε μέσα από τον πόνο του Πάθους και του Σταυρού.
Τα πιο θαυμάσια αγάλματα έχουν τα περισσότερα κτυπήματα. Οι μεγάλες ψυχές οφείλουν την μεγαλοσύνη τους στα κτυπήματα του πόνου. Τα χρυσά και βαρύτιμα κοσμήματα περνούν πρώτα απ' την φωτιά.
« Ο άνθρωπος που δεν πόνεσε δεν έζησε την ζωή με πληρότητα ούτε μπορεί να την εκτιμήσει»
Συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο πόνος. Είναι φωτιά καμίνι που καίει και κατακαίει. Είναι καταιγίδα και τρικυμία. «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», λέει ο Σολωμός. Είναι στιγμές που οι δοκιμασίες έρχονται απανωτές, η μία μετά την άλλην ή και όλες μαζί. Πολύ βαρύς τότε ο σταυρός. Η αγωνία κορυφώνεται. Η ψυχή φορτίζεται τόσο, ώστε είναι έτοιμη να λυγίσει. Όλα φαίνονται μαύρα. παντού σκοτεινά. Παντού αδιέξοδα. Λέει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τα καλά φύγανε, τα δεινά είναι γυμνά και προκλητικά, το ταξίδι γίνεται μέσα στη νύχτα, φάρος δεν φαίνεται πουθενά και ο Χριστός φαίνεται να κοιμάται».
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, της οποίας η γλύκα και η ανακούφιση είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Το θέμα δεν είναι ο πόνος ο ίδιος ή το πρόβλημα, αλλά η στάση-χρήση απέναντι του και η μάχη που θα δώσουμε. Για παράδειγμα για κάποιους ο καρκίνος είναι ο δρόμος της δοξολογίας του αγιασμού και της μετανοίας ενώ για άλλους ο καρκίνος είναι η καταστροφή και το τέλος της ύπαρξης.
Ο Κύριος είναι δίπλα μας. Μας κάνει τον πόνο χαρά μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας. Εμείς από αυτό το μάθημα θα θεμελιώσουμε νέες δυνάμεις ως ασπίδα στα μελλοντικά ενδεχόμενα εμπόδια και μάχες που θα δώσουμε στη ζωή μας.
Ο Θεός μας δοκιμάζει πάντα όσο μπορούμε να αντέξουμε. Ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Οπότε στο ερώτημα : “Γιατί σε μένα” πρέπει καλύτερα να κοιτάξουμε ψηλά και να πούμε “Γιατί όχι σε μένα , σε ευχαριστώ” πόση δύναμη και πίστη καρδιάς έχει αυτή η πρόταση!
«Ο πόνος ως φθορά μπορεί να μου πάρει την βιολογική ζωή αλλά δεν μπορεί να μου αγγίξει την ύπαρξη εάν δεν του το επιτρέψω»
Ο πόνος είναι δοκιμασία, εκπαίδευση και έτσι πρέπει να τον βλέπουμε για δύο λόγους, αφενός γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή και αφετέρου διότι μόνο με την οπτική της δοκιμασίας θα μπορέσουμε να έχουμε ωφέλεια από αυτό το μάθημα.
Δύσκολα υποφέρεται και ερμηνεύεται ο πόνος χωρίς Χριστό. Τον αντιμετωπίζουμε σαν μια διαδικασία και δοκιμασία χωρίς ωφέλεια. Φυσικά πρωτίστως πρέπει να δούμε αν έχουμε συμβάλλει  σε αυτή την κατάσταση που έφερε αυτό το αποτέλεσμα ώστε να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας.
Όταν έρθει ο πόνος, ο άνθρωπος τον αποφεύγει κλαίγοντας και κατηγορώντας αντί να αντικρίσει κατάματα την ουσία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην υπάρχει ωφέλεια, αλλά να προκύψει ζημιά. Ας αγκαλιάσουμε τον πόνο αδερφέ μου όταν έρθει, ας τον αφήσουμε να μας μιλήσει, να μας διδάξει ώστε να βγούμε πιο δυνατοί από αυτή τη δοκιμασία.
«Πρόσεξε αδερφέ, όταν έρθει ο πόνος να φύγει μόνος του. Ενώ δεν σε έχει μπορεί όταν φύγει να σε πάρει, θα του το επιτρέψεις ;»
Μην αφήσουμε τη σκοτεινή πλευρά του πόνου να μας καταστρέψει. Αντίθετα, με εγρήγορση από τη στιγμή που ήρθε η πτώση να μην χάνουμε καιρό και να σηκωθούμε. Να δούμε τον πόνο σαν σκαλοπάτι που  από αυτή τη σταυρική του αίσθηση θα οδηγηθούμε στην ανάσταση και την ανάληψη των «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς». Δείξτε μόνο με ένα νεύμα τη διάθεσή σας και θα θεραπευθείτε. Δικά σας τα αμαρτήματα, δικά μου τα ιάματα. Δικά σας τα τραύματα, δικά μου τα φάρμακα. Ζητώ μόνον μετάνοια και θεραπεύω την πληγή. Δείξτε μου την αλλαγή της συμπεριφοράς και λάβετε από εμένα που λυπήσατε την απαλλαγή. Ο νόμος του Μωϋσέως σε κάθε πλημμέλημα είναι αυστηρός σαν το κοφτερό ξίφος, και ταυτόχρονα ο φόβος καταδικάζει σε θάνατο. Αμέσως εφαρμόζει τις αποφάσεις· δεν δέχεται ανταλλαγή πταίσματος· αποστρέφεται τα δάκρυα της μετανοίας· τιμωρεί μαζί με το πταίσμα και τον φταίχτη. Εγώ μισώ μεν την αμαρτία, ελεώ δε τον μετανοούντα αμαρτωλό. Και εάν δω να προσφέρει δάκρυα, αφήνω το χρέος. Όσα βλέπω, τα παραβλέπω κοιτάζοντας τη μεταβολή. Διαγράφω το παρόν πταίσμα, διότι ελπίζω στο μελλοντικό κατόρθωμα (τη μετάνοια) και σβήνω τα πρώτα με τα δεύτερα νέων συνειδητοποιημένων μας δυνάμεων.
«Η αγκαλιά της σταυρικής ευθύνης θεραπεύει τον πόνο»
Σε σένα μιλώ Κύριε, σε σένα ευλογημένε πόνε, σε σένα πληγωμένε μου αδερφέ:
Ω πόνε! πηγή αγιασμού και ταπεινώσεως
Ω πόνε! Πικρή η σταύρωση, μας προσδοκώ Ανάσταση!
Έλα πόνε στην αγκαλιά μου και δίδαξε μου το μάθημα σου.
Και όταν θα έρθεις πάλι θα σε υποδεχτώ με δόξα και ευθύνη.
Σε ευχαριστώ Κύριε που κάνεις την πίκρα χαρά και τον πόνο χάδι.
Σε σένα αδερφέ μου που πονάς, άκου τα λόγια τούτα,
Κάνε το δάκρυ αγιασμό, μην τ'αφήσεις να πέσει κάτω.
Κοίτα ψηλά τον ουρανό και προχώρα παρακάτω.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Αηθες ήθος να υπάρχουν φιλοδοξίες για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο



Ο ιεράρχης υπογραμμίζει την ομόφωνη στήριξη προς το πρόσωπο του Ιερώνυμου, καυτηριάζει τις όποιες διεκδικήσεις από μητροπολίτες και τονίζει πως οι διάλογοι από τη θυελλώδη συνεδρίαση δημοσιεύθηκαν αλλοιωμένοι.
ΤΟ ΕΘΝΟΣ μας ποτέ δεν ήταν ουδετερόθρησκο, από τον Ομηρο, την προσωκρατική φιλοσοφία, την κλασική μεταφυσική, τη στωική φιλοσοφία, τον νεοπλατωνισμό κ.λπ.» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος. Πρόκειται για τον ιεράρχη που επιφορτίστηκε με την ιδιότητα του εκπροσώπου Τύπου στη θυελλώδη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου και ο οποίος, μαζί με τους μητροπολίτες Σύρου, Σερρών και Πατρών, συνέταξε το τελικό κείμενο, το οποίο ομοφώνως αποδέχθηκε η Ιεραρχία.
Σεβασμιώτατε, ποια είναι η δική σας άποψη για το σχέδιο συμφωνίας των 15 σημείων μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Κράτους; Είχατε ενημερωθεί για τις συζητήσεις που γίνονταν ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο;
Ηταν καρπός πολύχρονων ή πολύμηνων συζητήσεων μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του πρωθυπουργού. Γνωρίζω ότι τον Αρχιεπίσκοπο πάντα τον απασχολούσε το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, ώστε η Εκκλησία να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη. Hδη στις 27 Σεπτεμβρίου κατέθεσε γραπτώς υπόμνημα με την «προσωπική πρόταση», με την οποία «πρέπει να υπογραφεί μία νέα σύμβαση Πολιτείας και Εκκλησίας», που έχει τα βασικά σημεία της σύμβασης που ήρθε στην επιφάνεια. Oμως, για την τελική συμφωνία μάς ενημέρωσε λίγες ημέρες πριν από τη συζήτηση στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της 6ης Νοεμβρίου 2018 και τότε του εξέφρασα τις σοβαρές επιφυλάξεις μου. Παρά ταύτα, δεν περίμενα ότι θα γίνει τόσο σύντομα και επίσημα η ανακοίνωση, και μάλιστα στο πόντιουμ όπου υποδέχεται ο πρωθυπουργός τους αρχηγούς των κρατών.
Κάποιοι διάλογοι που διέρρευσαν μετά τη θυελλώδη συνεδρίαση της Ιεραρχίας διαψεύστηκαν. Τι ακριβώς ειπώθηκε και ποιες ήταν οι ενστάσεις των μητροπολιτών;
Η συνεδρίαση αυτή δεν ήταν συνηθισμένη κατά την περίοδο της Αρχιεπισκοπίας του Ιερώνυμου, γιατί και το θέμα ήταν πολύ σοβαρό. Οι περισσότεροι διάλογοι που δημοσιεύθηκαν ήταν ή ανύπαρκτοι ή αλλοιωμένοι. Ακούστηκαν και βαρύτερες εκφράσεις. Oμως, οι ιεράρχες εξέφρασαν τις απόψεις τους με σεβασμό στον Αρχιεπίσκοπο – τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν. Το πρόβλημα για μένα είναι ποιος «διαρρέει» ανύπαρκτες ή δευτερεύουσες πληροφορίες και για ποιον σκοπό. Πιθανόν αυτό, εκτός των άλλων, είναι μέσα στη νοοτροπία του «τακτικισμού», που σημαίνει ότι προβάλλονται ελάσσονα ζητήματα και παραθεωρούνται τα πρωτεύοντα και βασικά.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: Χωρίς κληρικούς και λαό του Θεού, τι να την κάνει την περιουσία η Εκκλησία;


Τα τελευταία γεγονότα έχουν διχάσει τον εκκλησιαστικό κόσμο. Η κατάσταση που επικρατεί περιγράφεται με ενάργεια στα λόγια του Ιωάννης Μ. Κονιδάρης.
«Τα επιχειρήματα θα εστιαστούν, κατά την προσφιλή τακτική του Αρχιεπισκόπου, στα κέρδη της Εκκλησίας στο περιουσιακό, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος, προκειμένου να ‘‘αναστηθεί’’ η κοιμωμένη εκκλησιαστική περιουσία και να δώσει στην Εκκλησία παχυλά έσοδα για να επιτελέσει τους σκοπούς της…
Διότι, τελικώς, τι να την κάνει η Εκκλησία την περιουσία εάν στο μεταξύ έχει απολέσει και τους κληρικούς της, και τον λαό του Θεού!», επισημαίνει σε άρθρο του ο Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Ιωάννης Κονιδάρης: ''Καθαρή ήττα του Αρχιεπισκόπου''

ioannis koidaris
Ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών δηλώνει πως η θέση του Αρχιεπισκόπου καθίσταται πλέον προβληματική.
Με μια εξαιρετικά σκληρή δήλωση, η οποία κάνει λόγο για «καθαρή ήττα», παίρνει θέση ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Ιωάννης Κονιδάρης, σχολιάζοντας στο ethnos.gr τη σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως προκύπτει από το ανακοινωθέν της Συνόδου και απ' όσα έχουν διαρρεύσει και γίνει γνωστά μέχρι αυτή τη στιγμή.
«Θεωρώ ότι για πρώτη φορά σημειώνεται μία τόσο καθαρή ήττα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στο Σώμα της Ιεραρχίας. Η θέση του Αρχιεπισκόπου, κατά την άποψή μου, καθίσταται πλέον προβληματική και είναι προφανές ότι εφόσον η απόφαση εκδόθηκε ομόφωνα τίθεται ένα ζήτημα πλέον για τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και τη θέση ως επικεφαλής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής, δηλαδή της Ιεραρχίας».

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίαςΔημοσιεύθηκε τό σχέδιο ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ἀπό τόν ΣΥΡΙΖΑ, ὅπως καί ἡ συνοδευτική ἔκθεση. Ὕστερα, ὅμως, ἀπό μερικές ἡμέρες ἀνακοινώθηκε ἡ «πρόθεση» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία» μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν.
Τά δύο αὐτά θέματα συνδέονται μεταξύ τους καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκλαμβάνονται μεμονωμένα, ἄλλωστε συζητήθηκαν μαζί. Τό ἕνα εἶναι ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα τοῦ Κράτους, «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά», κατά τήν αἰτιολογική ἔκθεση, πού ἐνδιαφέρει κυρίως τήν Κυβέρνηση, καί αὐτό προτείνεται νά γίνη μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, καί τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται, πού ἀπασχολοῦσε πάντοτε τόν Ἀρχιεπίσκοπο.
Δηλαδή, στό ὅλο θέμα πού ἀνέκυψε ὑπάρχουν δύο βασικά ἑρμηνευτικά κλειδιά, τό ἕνα εἶναι ἡ «θρησκευτική οὐδετερότητα», καί τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Ἄν μερικοί περιορίζουν τήν συζήτηση στήν ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, καί παραθεωροῦν τήν προτεινόμενη μεταρρύθμιση στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος μέ τό κυριότερο τήν εἰσαγωγή τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τῆς Πολιτείας, τότε αὐτό λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά.
Θεωρῶ ὅτι ἐμεῖς οἱ Κληρικοί δέν πρέπει νά πέσουμε στήν «παγίδα», ἐν ὀνόματι τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν, πού καί αὐτό εἶναι σημαντικό θέμα, νά ἀμνηστεύσουμε στήν εἰσαγόμενη θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί κυρίως τήν ἀλλοίωση τοῦ 3ου ἄρθρου τοῦ Συντάγματος.
Στήν συνέχεια θά τονίσω μερικά σημεῖα σέ αὐτά τά δύο θέματα μέ ἁπλό καί εὐσύνοπτο τρόπο.

1. Ἡ προτεινόμενη τροποποίηση τοῦ 3ου ἄρθρου

Γιά πολλά χρόνια σέ δεκάδες ἄρθρα μου καί σέ πολλές συνεντεύξεις μου, ὑποστήριζα ὅτι ἡ φράση «χωρισμός Ἐκκλησίας Πολιτείας» δέν μπορεῖ νά εὐσταθήση σέ μιά εὐνομούμενη Πολιτεία, γιατί κανένας στήν δημοκρατική Πολιτεία δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό, ὅπως ὑποστήριζα, ἡ καλύτερη φράση εἶναι ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἤ ὀρθότερα ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως. Κυρίως θά ἔπρεπε ἡ Πολιτεία μέ ἕνα νόμο νά καθορίση τήν νομική προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί νά δίνη ἐξουσιοδοτήσεις γιά νά ρυθμίζη μόνη της τά τοῦ οἴκου της βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Τελικά, ἐπελέγη ἡ φράση «ἐξορθολογισμός τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους», «σχέσεων Κράτους-Ἐκκλησίας» καί «ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Πρόκειται γιά θετικό βῆμα, ἀφοῦ κατανοήθηκε ἡ βάση τῶν σκέψεών μου πού ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια.
Ἐπίσης, εἶναι σημαντικό τό ὅτι παρέμεινε τό προοίμιο τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Κράτους ὀφειλόταν στήν Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, στήν ὁποία σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ Κληρικοί καί δέν ἔγινε μέ τήν παρέμβαση τῶν ξένων Δυνάμεων. Ἄν προτεινόταν ἡ διαγραφή τοῦ προοιμίου τοῦ Συντάγματος, τότε θά φαινόταν ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἦταν ἀποτέλεσμα ἀποφάσεων τῶν ξένων Δυνάμεων καί ἄρα συνομολογεῖται ὅτι ἦταν ἕνα προτεκτοράτο.
Μετά τά βασικά αὐτά σημεῖα, θά παρατεθοῦν μερικές σκέψεις μου γιά τήν προτεινόμενη μεταρρύθμιση στό ἄρθρο 3.
Τό ἐν ἰσχύι Σύνταγμα ἔχει μιά λογική θεσμική διάρθρωση. Διαιρεῖται σέ τέσσερα μεγάλα μέρη, ἤτοι: Μέρος Πρῶτο: Βασικές διατάξεις (ἄρθ. 1-3). Μέρος Δεύτερο: Ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα (ἄρθ. 4-25). Μέρος Τρίτο: Ὀργάνωση καί λειτουργίες τῆς Πολιτείας (ἄρθ. 26-105). Μέρος Τέταρτο: Εἰδικές τελικές καί μεταβατικές διατάξεις (ἄρθ. 106-120).
Αὐτό σημαίνει ὅτι καλῶς ἡ διάταξη πού ἀναφέρεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε στό πρῶτο μέρος, γιατί βρίσκεται στίς «βασικές διατάξεις», ὅπως τήν «μορφή τοῦ Πολιτεύματος» καί τίς «σχέσεις Ἐκκλησίας Πολιτείας». Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «θεσμός» πού προϋπῆρχε τῆς συγκροτήσεως τοῦ Κράτους, καί μάλιστα συνετέλεσε στήν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀνεξαρτησία τους, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ καί στήν Διακήρυξη τῆς Ἀνεξαρτησίας (1822).
Ἐπί πλέον στό ἄρθρο 3, τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στίς βασικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος συγκαταλέγονται καί οἱ σχέσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως διαλαμβάνονται στόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928. Εἶναι σημαντικό νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες» πού ρυθμίζονται ἀπό τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, εἶναι Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι, εἶναι, δηλαδή, «κανονικό ἔδαφος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τό ὁποῖο βρίσκεται ἐκτός Ἑλλάδος, καί παραχωρήθηκαν «ἐπιτροπικῶς» νά διοικηθοῦν «ὑπό τύπον προσωρινότητος» ἀπό τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ἑπομένως, τό ἄρθρο 3 δέν θά μποροῦσε νά συμπεριληφθῆ στά ἄλλα τρία μέρη τοῦ Συντάγματος, δηλαδή οὔτε στά «ἀτομικά καί κανονικά δικαιώματα», οὔτε στίς «Ὀργανωτικές λειτουργίες τοῦ Πολιτεύματος», οὔτε, φυσικά, στίς «εἰδικές τελικές καί μεταβατικές διατάξεις». Ἄλλωστε, οὔτε ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔχει κατά διαφόρους τρόπους καί τμήματα στήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια (Μητροπόλεις Δωδεκαννήσου καί ἡμιαυτόνομη Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης), μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς λειτουργίες τῆς Πολιτείας.
Στήν συνέχεια θά παρατεθῆ τό 3ο ἄρθρο τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος καί πῶς προτείνεται γιά ἀναθεώρηση.
*
Ἰσχύουσα διάταξη: «1. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ∙ τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, ὅπως ἐκεῖνες, τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλη, διοικεῖται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων καί ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού προέρχεται ἀπό αὐτή καί συγκροτεῖται ὅπως ὁρίζει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ΄ (29) Ἰουνίου 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξης τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς πού ὑπάρχει σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ Κράτους δέν ἀντίκειται στίς διατάξεις τῆς προηγούμενης παραγράφου.
3. Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τηρεῖται ἀναλλοίωτο. Ἡ ἐπίσημη μετάφρασή του σέ ἄλλο γλωσσικό τύπο ἀπαγορεύεται χωρίς τήν ἔγκριση τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στήν Κωνσταντινούπολη».
Προτεινόμενη διάταξη: «Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί μέ κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τούς Κανόνες τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας εἶναι αὐτοκέφαλη καί διοικεῖται σύμφωνα μέ ὅσα ὁρίζουν ὁ Καταστατικός Χάρτης της, ὁ Πατριαρχικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ 1928. Τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς Κρήτης καί τῶν Δωδεκανήσων δέν ἀντίκειται στίς παραπάνω διατάξεις.
Ἑρμηνευτική δήλωση: Ὁ ὅρος ἐπικρατοῦσα θρησκεία δέν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση ἐπίσημης κρατικῆς θρησκείας καί δέν ἐπιφέρει καμιά δυσμενῆ συνέπεια σέ βάρος ἄλλων θρησκευμάτων καί γενικότερα στήν ἀπόλαυση τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας».
Ἀπό τήν ἐξέταση τῶν δύο αὐτῶν κειμένων, τοῦ ἰσχύοντος καί τοῦ προτεινομένου, φαίνεται ὅτι στήν προτεινόμενη ἀναθεώρηση διαγράφονται οἱ ἑξῆς φράσεις: «ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», «τῆς Ἑλλάδας», «πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό», «ὑπάρχει», «Μεγάλη Ἐκκλησία», «ὁμόδοξη», «καί τίς ἱερές παραδόσεις». Ἐπίσης, διαγράφεται τελείως ἡ παράγραφος 3 καί γίνονται μερικές ἐσωτερικές ἀλλαγές.
Θά γίνουν μερικές ἐπισημάνσεις, γιά τήν προτεινόμενη ἀλλαγή.
α) Τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἀναφέρεται πρωτίστως στίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί δευτερευόντως μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Καί αὐτό, γιατί ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τίς ἄλλες Ὁμόδοξες Ἐκκλησίες, μνημονεύονται τά Καταστατικά κείμενα, ἤτοι ὁ Συνοδικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, ὅπως μνημονεύονται καί τά ἐκκλησιαστικά καθεστῶτα πού ὑπάρχουν σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ Κράτους, ἐννοώντας τό Ἅγιον Ὄρος, τά Δωδεκάννησα, ἡ Κρήτη.
Ἐπί πλέον τό ἄρθρο 3 δέν ἀντιστρατεύεται στά «ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα» οὔτε στήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης κάθε ἄλλης γνωστῆς θρησκείας. Ἔτσι, τό ἄρθρο 13 εἶναι εὐρύτερο καί καθολικότερο τοῦ ἄρθρου 3, γιατί ἀναφέρεται στούς πολίτες τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ἀνήκουν σέ ὁποιαδήποτε γνωστή θρησκεία. Ὁπότε, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθῆ, τό ἄρθρο 3 στήν πραγματικότητα εἶναι ὑποκείμενο τοῦ ἄρθρου 13, ἤ καλύτερα τό ἄρθρο 13 εἶναι καθολικότερο καί γενικότερο 3.
Ἑπομένως, ἡ ἐπανειλημμένη καί μέ ἔμμονη διάθεση ἐκφρασθεῖσα ἄποψη ὅτι πρέπει νά «πειραχθῆ» τό περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου 3 εἶναι ἀλυσιτελής, ἀφοῦ ἡ Πολιτεία μέ βάση τό ἄρθρο 13 περί ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως θά μποροῦσε νά ρυθμίση νομοθετικά θέματα πού ἀφοροῦν τά κοινωνικά καί ἀτομικά δικαιώματα τῶν πολιτῶν της, καί τήν ἐλευθερία τους. Ἐπίσης οἱ λειτουργοί ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν καί τῆς «ἐπικρατούσας θρησκείας» ὑπόκεινται στήν ἴδια ἐποπτεία τῆς Πολιτείας καί στίς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντί της.
Αὐτό σημαίνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὅτι ἰσχύει αὐτό πού ὑποστηρίχθηκε προηγουμένως, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά νά καθορισθοῦν καλύτερα οἱ σχέσεις μεταξύ τους, ἀφοῦ ἡ Πολιτεία ἐποπτεύει τούς λειτουργούς ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν.
β) Γιά τήν ἀναθεώρηση προτείνονται δύο βασικές ἀλλαγές.
Ἡ πρώτη ἀλλαγή εἶναι νά προηγηθῆ στό ἄρθρο 3 ἡ φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί ἀμέσως νά ἀκολουθήσουν τά σχετικά μέ τήν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα».
Στήν πρόταση τοῦ «ΣΥΡΙΖΑ» γίνεται τό ἑξῆς ἐνδιαφέρον. Ἀρχίζει τό ἄρθρο μέ τήν πρόταση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη». Ἐπίσης, στήν ἑρμηνευτική δήλωση, πού εἶναι ἀπόλυτα ἰσότιμη διάταξη τοῦ Συντάγματος –γενικότερα οἱ ἑρμηνευτικές δηλώσεις, κατά τόν Εὐάγγελο Βενιζέλο, «γιά λόγους νομοτεχνικούς καί συστηματικούς ἐκφράζονται μέ τή μορφή αὐτή καί ὄχι ὡς παράγραφοι ἤ ὡς ἐδάφια τοῦ συνταγματικοῦ κειμένου»– γράφεται: «Ὁ ὅρος ἐπικρατοῦσα θρησκεία δέν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση ἐπίσημης κρατικῆς θρησκείας καί δέν ἐπιφέρει καμιά δυσμενῆ συνέπεια σέ βάρος ἄλλων θρησκευμάτων καί γενικώτερα στήν ἀπόλαυση τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας».
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι στό ἄρθρο 3 εἰσάγεται ἡ φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί τό ἴδιο μέ ἄλλη φρασεολογία ἐπαναλαμβάνεται στήν «ἑρμηνευτική δήλωση» ὅτι δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι «ἐπίσημη κρατική θρησκεία». Τό ὅλο δέ περιεχόμενο τῆς «ἑρμηνευτικῆς δήλωσης» καλύπτεται ἀπό τό ἄρθρο 13 ἤ θά μποροῦσε νά τεθῆ στό ἄρθρο 13. Ἄλλωστε ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία», κατά πάγια νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, δηλώνει τήν πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν.
Ἡ χρησιμοποίηση ταυτόσημης φράσεως στό ἄρθρο 3 καί ἡ «ἑρμηνευτική δήλωση» στό ἴδιο ἄρθρο δείχνει μιά προσπάθεια πού ἔχει τήν ἰδιαίτερη σκοπιμότητά της.
γ) Ἡ ἀπάλειψη δῆθεν «θεολογικῶν ὅρων» δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό. Καί αὐτός ὁ προβληματισμός στηρίζεται σέ δύο βασικούς λόγους.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι τό Σύνταγμα δέν εἶναι νομικό κείμενο γιά νά δικαιολογῆται ἀπάλειψη θεολογικῶν ὅρων, ἀλλά εἶναι θεμελιῶδες κείμενο τῆς Πολιτείας, πού ἀναφέρεται σέ θέματα ὄχι μόνον τῆς Κρατικῆς διοικήσεως, ἀλλά καί σέ θέματα θρησκευτικά.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὅταν γίνεται ἀναφορά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά τήν ἑτεροπροσδιορίζη, ἀλλά νά ἀναγράφη αὐτό μέ τό ὁποῖο ἡ ἴδια αὐτοπροσδιορίζεται. Ἔτσι, δικαιολογοῦνται ἀπόλυτα οἱ ὅροι «Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» πού ἔχει «Κεφαλή τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό» καί ὄχι θρησκεία, γιατί ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Ἐκκλησίας καί ἔτσι δέν δημιουργοῦνται θεολογικές συγχύσεις, ὅπως ἐπίσης δικαιολογεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὅτι ὑπάρχουν «ὁμόδοξες» Ἐκκλησίες, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει τίς «ἱερές παραδόσεις».
Ἡ ἀφαίρεση, λοιπόν, τῶν βασικῶν στοιχείων πού ἀναφέρονται στήν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας δείχνει ὅτι ὑπάρχει ἰδεολογικό πρόβλημα καί ἀμφισβήτηση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνδεχόμενη προσπάθεια κατευνάσεως ἀντιδράσεων ἀπό ἀνθρώπους μέ ἀριστερές ἰδέες. Νομίζω, ὅμως, ὅτι στό θέμα τοῦ Συντάγματος δέν μπορεῖ νά ὑφίστανται ἰδεολογικοί ἀνταγωνισμοί καί κομματικές σκοπιμότητες.
δ) Ἡ πρότασή μου θά ἦταν τό ἄρθρο 3 νά μήν ἀρχίζη μέ τήν φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», ἀλλά νά παραμείνη τό ἄρθρο ὡς ἔχει μέ τήν ἀλλαγή ἀντί «θρησκεία» «Ἐκκλησία» καί νά τεθῆ ὡς ἑρμηνευτική δήλωση, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν. Αὐτό δέ πού λέγεται ὡς «θρησκευτική οὐδετερότητα» νά τεθῆ περιφραστικά στό ἄρθρο 13, στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσως τήν ὁποία ἐγγυᾶται τό Κράτος.
Ἄλλωστε, δέν μπορῶ νά ἀποδεχθῶ τήν φράση ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι «θρησκευτικά οὐδέτερη» ὅταν εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἐγγυηθῆ καί νά προστατεύση τήν μουσουλμανική μειονότητα, βάσει τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης.

2. Ἡ πρόθεση γιά συμφωνία γιά τήν ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας

Ἐνῶ ἀνακοινώθηκε ἡ πρόταση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, μετά λίγες ἡμέρες σέ κοινή δημόσια συνάντηση μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ Πρωθυπουργοῦ ἀνακοινώθηκε ἡ «πρόθεση» γιά συμφωνία πού ἐκφράσθηκε μέ τό «κοινό ἀνακοινωθέν Πολιτείας-Ἐκκλησίας» τῆς 6-11-2018 (ρεπορτάζ πού δημοσιεύθηκε στήν ἐπίσημη σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 6-11-2018) «γιά νά καταλήξουμε σέ μιά ἱστορική Συμφωνία μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού θά πάρη τή μορφή τῆς νομοθετικῆς ρύθμισης».
Πρόκειται γιά 15 ἄρθρα, καί στό τελευταῖο ἄρθρο γράφεται: «Οἱ παραπάνω δεσμεύσεις τῶν μερῶν θά ἰσχύουν ὑπό τήν προϋπόθεση τήρησης τῆς Συμφωνίας στό σύνολό της», πού σημαίνει ὅτι ἡ προτεινόμενη συμφωνία προσφέρεται ὡς «πακέτο» καί δέν χωροῦν ἐπιμέρους βελτιώσεις.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τά σημεῖα αὐτά, μπορεῖ νά διακρίνη μιά προσπάθεια ἐπιλύσεως ἐκκρεμούντων ζητημάτων, γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν. Ἄλλωστε ἦταν πάγια ἄποψη πολλῶν ἀπό μᾶς ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν δέν ὑπάγεται στόν λεγόμενο χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν συμβάσεων πού ἔγιναν μέ τήν δέσμευση ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονταν νά ἐπιστρέψη ἡ Πολιτεία τήν περιουσία στήν Ἐκκλησία καί νά ἀναλάβη μόνη της τήν πληρωμή τῶν Κληρικῶν.
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι στό θέμα αὐτό ἔγινε μιά συμφωνία, μέ τήν ὁποία τό Κράτος ἀναγνωρίζει αὐτό τό αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψη τήν περιουσία, πού δέσμευσε, ἀποζημιώνει τήν Ἐκκλησία καί δίδει τήν δυνατότητα τῆς ἀξιοποίησης τῆς ὑπάρχουσας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά νά ἀναλάβη ἐκείνη τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν της.
Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι τό κείμενο τῆς «πρόθεσης» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία», ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, δέν ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπεξεργασίας οὔτε τῶν θεσμικῶν ὀργάνων κάθε μέρους, οὔτε ὁμάδων καί ἐπιτροπῶν ἑκατέρωθεν. Αὐτό τό αἰφνίδιο καί ἡ ἔλλειψη συνοδικότητας ἦταν αὐτά πού προκάλεσαν περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο.
Γιά μένα τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό τῆς σύμβασης ἤ τέλος πάντων τῆς «προθέσεως» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία», γιά σύμβαση ἦλθε σχεδόν ταυτόχρονα ἤ λίγο μετά τήν δημοσίευση τῆς προτάσεως τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος.
Θεωρῶ, καί μακάρι νά κάνω λάθος, ὅτι αὐτό χρησιμοποιήθηκε γιά δύο λόγους: Ἤ γιά νά λειτουργήση ἑρμηνευτικά γιά τήν προτεινόμενη φράση πού εἰσήχθη στό 3ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος ὅτι «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», μέ τήν ἐπεξήγηση τῆς εἰσηγητικῆς ἔκθεσης «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά», καί στήν πραγματικότητα νά δώση τό μήνυμα τοῦ χωρισμοῦ σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί νά ἱκανοποιηθῆ μιά μερίδα ψηφοφόρωνˑ ἤ χρησιμοποιήθηκε ἀποπροσανατολιστικά, ὥστε νά μή γίνουν ἀντιδράσεις γιά τίς προτεινόμενες προτάσεις γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ἀφοῦ στραφῆ τό ἐνδιαφέρον τῶν Κληρικῶν στήν μισθοδοσία.
Τά δύο αὐτά διαζευκτικά «ἤ» ἀπευθύνονται καί στούς ὀπαδούς τοῦ κόμματος καί στούς Κληρικούς, καί λειτουργοῦν ἀφ’ ἑνός μέν κατευναστικά ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀποπροσανατολιστικά.
Τό ἐπίσης ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὅταν ἀνακοινώθηκε ὅτι 10.000 Κληρικοί θά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν, ἀμέσως τήν ἑπομένη ἡμέρα ἀνακοινώθηκε ὑπεύθυνα ἀπό τόν Κυβερνητικό Ἐκπρόσωπο ὅτι θά προσληφθοῦν 10.000 δημόσιοι ὑπάλληλοι. Αὐτό εἶναι ἄμεση ἤ ἔμμεση προσβολή στούς Κληρικούς καί γενικά στήν Ἐκκλησία μέ πολλά κρυφά μηνύματα!
Πρέπει νά διευκρινισθῆ προσεκτικά τί σημαίνει ὅτι «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», σέ συνδυασμό μέ τήν εἰσηγητική ἔκθεση «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ φράση εἶναι ἐπικίνδυνη, γιατί σέ αὐτή θά στηριχθῆ μιά ὁλόκληρη σειρά νόμων καί πρακτικῶν, πού τώρα δέν μποροῦμε νά τό προσδιορίσουμε.
Τό ἀκόμη πιό ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ὅτι τά δημοσιεύματα ἔμπειρων στό ρεπορτάζ δημοσιογράφων, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἀποκαλύπτουν διάφορα θέματα πρίν ἀνακοινωθοῦν, κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ συζήτηση μεταξύ Ἀρχιεπισκόπου καί Πρωθυπουργοῦ κατορθώθηκε νά διαφυλαχθῆ μυστική γιά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεῖ νά ἀποκλείση στούς ἡγέτες τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας νά ἀνταλλάσσουν ἀπόψεις γιά τόν χειρισμό διαφόρων θεμάτων πού τούς ἀφοροῦν, τά ὁποῖα ὅμως ἐπεξεργάζονται διάφορα θεσμικά ὄργανα.
Τό ἐρώτημα ὅμως γιά μένα εἶναι: Ποιοί ἐξωθεσμικοί παράγοντες (ἐκτός Ἱεραρχίας) ἤ ποιοί Ἱεράρχες συμμετεῖχαν σέ αὐτές τίς μυστικές συζητήσεις;
Ἐπίσης τό μεγαλύτερο ἐρώτημα εἶναι: Γιατί αὐτή ἡ συζήτηση κρατήθηκε μυστική ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔχει «ἔννομο πνευματικό συμφέρον» γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτημα. Αὐτό πρέπει κανείς νά τό δῆ σέ δύο σημαντικά σημεῖα.
Τό πρῶτον στό ὅτι τό ἴδιο τό Σύνταγμα στό ἄρθρο 3, ἀναφέρεται στόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Συνοδική Πράξη τοῦ 1928. Πρόκειται γιά κείμενα πού συμφωνήθηκαν ἀπό τρεῖς παράγοντες, ἤτοι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Φυσικά ὁ Τόμος καί ἡ Πράξη ὑπεγράφησαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ὑπῆρξαν οἱ κατάλληλες συμφωνίες, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «προφρόνως ἀποδεξαμένης, συναινούσης καί κυρούσης καί τῆς Ἐντίμου Ἑλληνικῆς Πολιτείας» (Πατριαρχική Πράξη 1928).
Ἔτσι, λοιπόν, στόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850, μεταξύ ἄλλων γράφεται: «ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασι, τοῖς δεομένοις συσκέψεως καί συμπράξεως πρός κρείττονα οἰκονομίαν καί στηριγμόν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤρεσεν, ἵνα ἡ μέν ἐν Ἑλλάδι Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρηται πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον· ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου παρέχει προθύμως τήν ἑαυτοῦ σύμπραξιν, ἀνακοινῶν τά δέοντα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Δέν νομίζω ὅτι μπορεῖ νά ὑποστηρίξη κανείς μέ λογικά ἐπιχειρήματα ὅτι τά θέματα πού θίγονται στήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καί στήν πρόθεση γιά μιά «ἱστορική συμφωνία» μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ὑπάγονται στά συμπίπτοντα ἐκκλησιαστικά πράγματα.
Τό δεύτερον εἶναι ὅτι μεταξύ τῶν 10.000 Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συγκαταλέγονται καί Κληρικοί πού ἀποσπῶνται σέ Ἐνορίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκτός Ἑλλάδος καί ἄλλων Πατριαρχείων, γιά τίς ποιμαντικές ἀνάγκες του. Ὁπότε θά δημιουργηθοῦν πολλές δυσχέρειες στήν καλή λειτουργία τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν ἐκτός Ἑλλάδος.
Συνεπῶς, ἡ σύνδεση αὐτῶν τῶν δύο θεμάτων, ἤτοι ἡ εἰσαγωγή τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τῆς Πολιτείας στό Σύνταγμα καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκκλησιασικῆς περουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν θεωρήθηκε ἕνας «ἱστορικός συμβιβασμός».
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Κράτος θά διατηρήση τό ἄρθρο 3 στό Σύνταγμα μέ τήν προσθήκη τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» καί τήν κατάθεση ἀποζημίωσης στήν Ἐκκλησία γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ὅπως καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς ὑπάρχουσας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, καί ἡ Ἐκκλησία ἐμμέσως ἀποδέχεται τήν «θρησκευτική οὐδετερότητα», ἐν ὀνόματι τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν της.
Τό πρόβλημα λοιπόν ἔγκειται στό ὅτι γίνεται τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ὕστερα ἀπό 200 χρόνια, χωρίς ἐπεξεργασία ἀπό τά Συνοδικά ὄργανα καί προτείνεται μιά «ἱστορική συμφωνία», πού ἀναφέρεται καί στήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, χωρίς νά ἐνημερωθοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Κληρικοί, τούς ὁποίους ἀφορᾶ ἰδιαίτερα τό θέμα αὐτό.
Τελικά θεωρῶ ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά συγκληθῆ σέ μερικές ἡμέρες, πρέπει νά δώση ἀπαντήσεις σέ ὅλα αὐτά τά σοβαρά ζητήματα.–

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Η δύναμη της επιθυμίας και ο άνθρωπος...



Η επιθυμία είναι μια εκδήλωση ψυχική που ανήκει στις δουλικές ενέργειες του ανθρώπου. Διακρίνεται από την ορμή, στο ότι η επιθυμία είναι επίκτητη ενώ η ορμή είναι έμφυτη. Όταν η επιθυμία είναι πολύ δυνατή, τότε την επιθυμία αυτή την ονομάζουμε κλίση. Όταν η επιθυμία είναι ισχυρότερη, την ονομάζουμε ροπή. Και όταν η επιθυμία είναι ακατανίκητη τότε την επιθυμία αυτή, την ονομάζουμε πάθος.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν επιθυμίες και κανένας άνθρωπος χωρίς αυτές δεν μπορεί να ζήσει. Πολλοί επιθυμούν να έχουν άφθονα αγαθά. Άλλοι επιθυμούν να έχουν άφθονα χρήματα. Άλλοι επιδιώκουν να καταλάβουν προσοδοφόρες θέσεις και υψηλά αξιώματα. Άλλοι επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι και να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και άλλοι επιθυμούν να σπάσουν κάθε ηθικό φραγμό και να ζήσουν σύμφωνα με τις στερήσεις τους και τα καπρίτσια τους. Άλλοι πάλι επιθυμούν να γίνουν καλοί οικογενειάρχες και άλλοι απομακρύνονται από την οικογενειακή στέγη, σπάζουν κάθε οικογενειακό δεσμό και ζουν βίο ακατάστατο ή πλανώνται. Άλλοι επιθυμούν να κάνουν καλή χρήση του χρόνου και άλλοι να σπαταλούν άσκοπα το χρόνο τους σε διάφορες εκδηλώσεις. Άλλοι επιθυμούν να ζουν με τον ιδρώτα του προσώπου τους και άλλοι να ρουφούν το αίμα των άλλων ανθρώπων. Τις επιθυμίες των ανθρώπων μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σε καλές επιθυμίες και σε κακές επιθυμίες. Όταν μία μας επιθυμία είναι σύμφωνη με τον αιώνιο ηθικό νόμο, τότε η επιθυμία αυτή είναι καλή. Όταν η επιθυμία μας αντιστρατεύεται στον αιώνιο ηθικό νόμο και είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού, τότε η επιθυμία αυτή είναι κακή επιθυμία.
Μια καλή επιθυμία μπορεί να μας οδηγήσει σε μια καλή πράξη. Και αντίθετα, πάλι, μια κακή επιθυμία μπορεί να μας οδηγήσει σε μια κακή πράξη, σε μια αμαρτία. Αυτό λέγει και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. «Είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτία». Η κακή επιθυμία είναι ο σπόρος της αμαρτίας που ριζώνει στη σκέψη και απλώνει τα πλοκάμια της σε ολόκληρη την πνευματική μας υπόσταση και αιχμαλωτίζει τον πνευματικό μας κόσμο καθιστώντας πρόσφορο την αμαρτία. Η κακή επιθυμία είναι το αγκίστρι του διαβόλου, που χρησιμοποιεί με πολλή τέχνη ο πονηρός για να μας αγκιστρώσει την αμαρτία. Και το επιτυγχάνει πολλές φορές. Η κακή επιθυμία είναι η δίοδος του διαβόλου, που μας οδηγεί στη λεωφόρο της αμαρτίας. Η κακή επιθυμία είναι βλάστημα του κακού εαυτού μας. Όταν αυτό το βλάστημα βρει τσακισμένη τη θέλησή μας, αλλοιωμένη τη συνείδησή μας και κατακερματισμένες τις πνευματικές μας δυνάμεις, καθίσταται κυρίαρχος και παντοδύναμος κυβερνήτης, καθιστώντας τον άνθρωπο σκλάβο και δούλο της αμαρτίας.
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αμαρτία, πρέπει η ακατάσχετη κακή επιθυμία να σαρώσει τη θέλησή μας. Να κονιορτοποιήσει μέσα μας όλες τις δυνάμεις αντιστάσεως. Να συγκατατεθούμε για να υποταχθούμε πλήρως στην απαίτησή της. Η αποδοχή αυτή, έστω και αν δεν πραγματοποιηθεί, θεωρείται συντετελεσμένη αμαρτία, ολοκληρωμένη. Έγινε η αμαρτία, χωρίς να την κάνει ο άνθρωπος, όταν θέλει να την κάνει και δεν μπορέσει.

Αδελφέ μου,
Πορεία ανάμεσα σε ένα πυκνό δάσος επιθυμιών είναι και η δική σου ζωή. Υπάρχει άραγε η δυνατότης να είναι η καρδιά σου γεμάτη από αγαθές επιθυμίες; Αυτό θα εξαρτηθεί από τον αγώνα που θα κάνεις και τις προσπάθειες που θα καταβάλεις. Στο δικό σου χέρι είναι να κυριαρχούν οι καλές επιθυμίες, νικώντας τις κακές, και η ψυχή σου να είναι πάντα πλημμυρισμένη από το πλήθος των αγαθών επιθυμιών. Αυτή είναι και η πιο θερμή μας ευχή.
Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αρνείται να προσέλθει στο μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, επειδή φοβάται μήπως κοινολογηθούν τα μυστικά της ζωής του και το κάνουν αυτό πολλοί, επειδή πιστεύουν ότι αυτά που είπαν και αυτά που διέπραξαν δεν τα άκουσε κανένα αυτί και δεν τα είδε κανένα μάτι. Και όμως, πόσο απατώνται. Μπορεί να ξέφυγαν από τα ανθρώπινα βλέμματα και την ανθρώπινη ακοή, όμως από το βλέμμα του Θεού δεν μπορεί ουδείς να ξεφύγει. Ο Θεός τα βλέπει όλα. Όλα τα γνωρίζει, όλα τα ακούει. Αυτός γνωρίζει να διαβάζει και τους διαλογισμούς και τους κτύπους της καρδιάς μας.
Από την ώρα που τα γνωρίζει ο Θεός, τι αξία έχει που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι; Κάποια μέρα, με όλη την επισημότητα μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους, θα αποκαλύψει ο δίκαιος κριτής όλα τα μυστικά της ζωής μας. Ας αναρωτηθούμε πόσο δικαιολογημένοι είναι οι φόβοι αυτοί και αν έχουν ερείσματα στα οποία μπορούν να στηριχτούν. Υπάρχει στην πραγματικότητα ο κίνδυνος εξαιτίας του μυστηρίου να αποκαλυφθούν τα μυστικά της ζωής μας; Είναι ποτέ δυνατόν ο εξομολόγος να κοινολογήσει και να αποκαλύψει το οποιοδήποτε μυστικό της ζωής μας; Όχι. Μπορούμε να πούμε χωρίς κανένα δισταγμό, όχι. Αυτό είναι αδύνατον, διότι το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως είναι κατοχυρωμένο με το απόρρητο.
Από την ώρα που τα γνωρίζει ο Θεός, τι αξία έχει που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι; Κάποια μέρα, με όλη την επισημότητα μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους, θα αποκαλύψει ο δίκαιος κριτής όλα τα μυστικά της ζωής μας
Το απόρρητο δεσμεύει τον πνευματικό να μη δημοσιεύσει και αποκαλύψει το μυστικό που γνωρίζει από εξομολόγηση. Και η Εκκλησία, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιβάλλει κυρώσεις, μέχρι και την εσχάτη των ποινών, στον εξομολόγο που θα αποτολμούσε να καταργήσει το απόρρητο της εξομολογήσεως.
Το απόρρητο της εξομολογήσεως είναι ισχυρό ακόμη και μπροστά στο δικαστήριο, αν ο μάρτυρας-πνευματικός κληθεί να καταθέσει και επικαλεστεί λόγους που έχουν τη βάση τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Κανένας, ούτε ο πρόεδρος του δικαστηρίου ούτε ο εισαγγελεύς, δεν μπορούν να τον υποχρεώσουν να αποκαλύψει. Και το δικαστήριο σέβεται το απόρρητο.
Το απόρρητο δεσμεύει, όχι μόνον τον εξομολόγο, αλλά και τον εξομολογούμενο. Ό,τι λέγεται στο μυστήριο της εξομολογήσεως δεν λέγεται σε κανέναν. Ούτε στον φίλο ούτε στον αδελφό ούτε στον σύντροφο της ζωής μας. Αν το εμπιστευτούμε σε κάποιον, τότε υπάρχει κίνδυνος να κοινολογηθούν και να ακουστούν πράγματα τα οποία οπωσδήποτε δεν θα επιθυμούσαμε. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να κοινολογηθούν τα μυστικά από τον πνευματικό, διότι το σώμα των εξομολόγων της Εκκλησίας μας αποτελείται από ιερωμένους που διακρίνονται για το ήθος, διακρίνονται για τη σοβαρότητα, διακρίνονται για τη σύνεση και τη σοφία. Οι πνευματικοί που διακονούν στο μυστήριο αυτό είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι και ακέραιοι χαρακτήρες και είναι ανίκανοι να διαπράξουν τέτοια λάθη, αποκαλύπτοντας τα μυστικά των εξομολογουμένων που άκουσαν στις στιγμές του φρικτού μυστηρίου.
Δεν υπάρχει κίνδυνος, αδελφοί μου, να κοινολογηθούν τα μυστικά κανενός εξομολογουμένου. Εμείς, που γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα και ανήκουμε σε αυτούς που είχαν το εξαιρετικό προνόμιο από τα νεανικά τους χρόνια να γεύονται τους γλυκείς καρπούς του μυστηρίου της εξομολογήσεως, μπορούμε να δώσουμε από την εμπειρία μας τη μαρτυρία και να βεβαιώσουμε τον οποιοδήποτε αδελφό μας που έχει αυτούς τους φόβους και αυτές τις αντιρρήσεις ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να αποκαλυφθούν τα μυστικά του.
Αδελφέ μου, μη χάνεις την ευκαιρία να αποκαλύψεις τα μυστικά της ζωής σου στον πνευματικό. Αν θέλεις πράγματι να μην τα μάθει κανένας ποτέ, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να παραδώσεις τις αμαρτίες σου στο μυστήριο της εξομολογήσεως, για να σβήσουν από το χαρτί που έχουν γράψει οι σατανάδες. Γιατί, όταν κάναμε τις αμαρτίες, οι σατανάδες τα έχουν γράψει όλα λεπτομερώς, και τα λόγια μας και τα έργα μας. Όλα είναι γραμμένα. Και με την εξομολόγηση σβήνουν οι αμαρτίες. Οι αμαρτίες που σβήνουν με το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν θα αποκαλυφθούν στην ημέρα της παγκοσμίου κρίσεως. Στη μέλλουσα κρίση δεν θα ακουστούν, δεν θα τα δει κανείς. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Θεός θα αποκαλύψει τα μυστικά μας στα μάτια όλων των ανθρώπων και οπωσδήποτε θα αντιμετωπίσει ο καθένας τη δικαιοσύνη του Θεού. Αν, λοιπόν, αληθινά ενδιαφέρεσαι οι άνθρωποι να μη μάθουν τα μυστικά της ζωής σου, οφείλεις να παραδώσεις τις αμαρτίες σου στη φωτιά του παναγίου πνεύματος μέσα στο μυστήριο της μετανοίας και της ιεράς εξομολογήσεως. Και τότε, ω τότε, καθαρός σαν το χιόνι, λευκός περισσότερο από το χιόνι. Έτσι λέει και ο Κύριος.
Με την εξομολόγηση, λοιπόν, η ψυχή του ανθρώπου γίνεται λευκότερη και από το χιόνι. Γίνεται καθαρός, γίνεται δεκτός, διότι μας άφησε αυτή τη μεγάλη ευλογία ο Θεός, μέσω της μετανοίας και εξομολογήσεως να σώζεται ο άνθρωπος. Μην αμελούμε, μη μας βρει ο θάνατος πριν εξομολογηθούμε. Να είμεθα έτοιμοι, διότι ουδείς γνωρίζει την ώρα του θανάτου. Ουδείς γνωρίζει τους κινδύνους που είναι γύρω μας, γι’ αυτό το γρηγορότερο που έχουμε να κάνουμε, το τελειότερο που έχουμε να κάνουμε στη ζωή μας είναι η θεία εξομολόγηση. Θα πάμε, λοιπόν, στον πνευματικό μας και, αν είναι γνωστός μας, να πάμε πιο κάτω, σε κάποιον που δεν μας ξέρει, για να μην έχουμε ντροπή, διότι η ντροπή είναι του διαβόλου. Η εξομολόγηση είναι έργον της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, που σώζει κάθε ψυχή που θα εξομολογηθεί.
Με την εξομολόγηση, η ψυχή του ανθρώπου γίνεται λευκότερη και από το χιόνι. Γίνεται καθαρός, γίνεται δεκτός, διότι μας άφησε αυτή τη μεγάλη ευλογία ο Θεός, μέσω της μετανοίας και εξομολογήσεως να σώζεται ο άνθρωπος
Εύχομαι όλοι, όλοι οι χριστιανοί να τρέξουμε στο μυστήριο αυτό, να καθαρίσουμε τις ψυχές μας και να ομολογήσουμε όλα μας τα σφάλματα, από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι αυτή τη στιγμή. Όσα έχουμε διαπράξει μέχρι την ώρα που θα πάμε στον πνευματικό. Ο πνευματικός έχει αυτή την εξουσία του δεσμείν και λύειν. Λοιπόν, θα είναι απιστία μας εάν δεν δεχθούμε τα διατεταγμένα αυτά, που είναι εντολή του Θεού.
Πρέπει, λοιπόν, το γρηγορότερο να σπεύσουμε προς εξομολόγηση. Και αν πάλι ξαναπέσουμε, πάλι να ξαναπάμε, και να πούμε «ήμαρτον, συγχώρεσέ με, Θεέ μου, ήμαρτον».
Εύχομαι, με καθαρή την ψυχή μας, το υπόλοιπο της ζωής μας να το διέλθουμε, διότι ο Θεός δεν έχει καλύτερο μέρος επάνω στη γη από την καθαρή ψυχή. Η αγνότης είναι το ιδανικό της αγάπης. Εάν είχα δύο στεφάνια, το ένα θα το έδινα στον στρατιώτη που πέφτει για την πατρίδα και το άλλο στον νέο που μένει αγνός. Αν είχα, όμως, μόνο ένα στεφάνι, θα το έδινα χωρίς δισταγμό στον νέο που μένει αγνός.
Το πιο ασφαλές μέσο για κατακτήσεις πνευματικές είναι η αγνότης. Για να μπορούμε να λέμε «όχι» στην αθέμιτη ηδονή, πρέπει από καιρό σε καιρό να λέμε «όχι» και σε κάτι που επιτρέπεται. Εάν είσαι εγκρατής και σώφρονας, τότε θα είσαι υγιής. Πολλά επιστημονικά έργα αποδεικνύουν τα κακά της ασελγείας. Τα δυσάρεστα της αγνότητας περιμένουν ακόμη τον ιστορικό τους. Η εγκράτεια βάζει ξύλα στη φωτιά, τρόφιμα στην αποθήκη, αλεύρι στ’ αμπάρι, λεφτά στο πορτοφόλι, υπόληψη στη χώρα, χαρά στο σπίτι, ρούχα στα παιδιά, δύναμη στο κορμί, ορθή κρίση στον νου και σωφροσύνη σε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Ο πειρασμός είναι τόσο δυνατός, ώστε νικά μόνον εκείνον που θέλει να νικηθεί. Ο αγνός Ιωσήφ δεν ενδίδει στις προσκλήσεις της γυναίκας του Πετεφρή. Με τη σκέψη της πανταχού παρουσίας του Θεού και τη φυγή, αυτά σκέφτεται, αυτά βλέπει, αισθάνεται δίπλα του τον Θεό που τον βλέπει και δεν μπορεί να αμαρτήσει, μένει αγνός, μένει ηθικός.
Με τα ίδια όπλα, λοιπόν, μπορούμε και εμείς να νικούμε τον εχθρό. Ο αγνός βίος είναι δύναμις. Ο καθαρός βίος από αμαρτίες είναι η χαρά. Αγνός βίος είναι η αρχοντιά. Καθαρός βίος είναι η ελευθερία. Ο αγνός βίος είναι η ομορφιά. Σίγουρα, δεν αμφιβάλλεις πως αξίζει τον κόπο να αγωνίζεσαι γι’ αυτόν. Ναι, αξίζει και πρέπει.
Τι μας χρειάζεται για να ιδούμε τον Θεό; Η αγνότης και ο θάνατος. Η καθαρότης. Αλήθεια, δεν μας θυμίζει το βιβλικό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»; Είμαι άνθρωπος σημαίνει ότι κρατώ δέσμιο το άγριο ζώο, το οποίο εμφωλεύει μέσα μου. Είμαι νέος σημαίνει ότι αφήνω να λάμπει στα μάτια μου η εκθαμβωτική χαρά της αγνότητας. Είμαι άνδρας, με την ανδροπρεπή σημασία της λέξεως, σημαίνει ότι με σιδερένιο χέρι κυβερνώ όλα τα ταπεινά μου ένστικτα και ότι είμαι προς τον εαυτό μου αυστηρότερος από τον χειρούργο ως προς το άρρωστο μέλος του σώματος.
Ας μας φυλάξει ο Κύριος και Θεός μας λευκή και άδολη την ψυχή μας.
Εύχομαι μέσα από την καρδιά μας το υπόλοιπο της ζωής μας να μείνουμε αγνοί. Καθαροί. Αμήν.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το Ουκρανικό ζήτημα



Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία.
Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς.
Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήν ἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.
Τήν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικές ἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἀνεγνώριζε.
Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου.
Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου.
Οἱ ἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περί ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν.
Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι».
Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο.
Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς.
Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει.
Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος.
Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».
Αναδημοσίευση από:
https://www.romfea.gr

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Η αποτείχιση του π. Θεοδώρου Ζήση orthodoxia.online






Του Χαράλαμπου Βουρουτζίδη
Η Εκκλησία της Ελλάδος ζει τη χειρότερη, μετά το παλαιοημερολογητικό σχίσμα, κρίση της. Η αποτείχιση άξιων Λειτουργών του Υψίστου, μεταξύ των οποίων και ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δημιουργεί σοβαρότατο προβληματισμό στην συνείδηση του χριστεπώνυμου πληρώματος. Η διακοπή του μνημοσύνου των επισκόπων (αποτείχιση) που κηρύσσουν αίρεση, φανερώνει ότι η «ασθένεια του Οικουμενισμού έχει προσβάλει μεγάλο μέρος της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας…με φορέα και πρωταγωνιστή στη διάδοση της νόσου το Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Ο Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, «καθ’ ήν ημέραν απελάβομεν την του Θεού Εκκλησίαν, συν αποδείξει των της ευσεβείας δογμάτων, και καταστροφή των της κακίας δυσσεβημάτων» ανακοίνωσε πως: «Μετά λύπης, αλλά και πολλής πνευματικής χαράς και ευφροσύνης…ακολουθώντας την Αποστολική και Πατερική Παράδοση διέκοψε στις ιερές ακολουθίες τη μνημόνευση του ονόματος του Μητροπολίτη Άνθιμου διότι αυτός, όπως και πολλοί συνεπίσκοποί του εγκατέλειψαν τη θεία Παράδοση και πορεύονται εκτός της οδού των αγίων πατέρων».

Η διακοπή της μνημονεύσεως του Μητροπολίτη Ανθίμου έγινε, από τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση, κατ’ επιταγή του 15ου κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Αγίου Φωτίου που ορίζει, για κάθε Λειτουργό του Υψίστου, ότι: «Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι (Μητροπολίτες και Πατριάρχες) είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών, συμφωνόντας και με τον λα΄ Αποστολικό Κανόνα[i]» (Ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Πηδάλιον, σελ. 358).
Υπενθυμίζεται πως, η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος του Αγίου Φωτίου αναγνωρίστηκε πρόσφατα,  από την «αγία και μεγάλη σύνοδο της Κρήτης» ως Οικουμενική Σύνοδος, σύμφωνα με την τελευταία εγκύκλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Προς τον Λαό». Ως εκ τούτου, οι  αποφάσεις της Συνόδου του Αγίου Φωτίου έχουν, πάντα κατά την εγκύκλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, το «καθολικό κύρος» των προηγουμένων επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και πρέπει να εφαρμόζονται! Σε όσους ψευδεπισκόπους κηρύττουν την αίρεση του Οικουμενισμού!
Η πράξη διακοπής μνημονεύσεως του ονόματος επισκόπων και πατριαρχών, που κηρύσσουν αιρετικές διδασκαλίες, έχει ως πρόσφατο προηγούμενο τη διακοπή του μνημοσύνου του διαπρύσιου κήρυκα της αίρεσης του Οικουμενισμού Πατριάρχη Αθηναγόρα, τόσο από τους αγιορείτες πατέρες όσο και από επισκόπους των λεγομένων «νέων χωρών» τα έτη 1969-1972.
Η αναίρεση της βαρύτατης κατηγορίας του πατρός Θεόδωρου Ζήση, ό,τι ο Μητροπολίτης Άνθιμος διδάσκει «δημοσία και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας» δια λόγων και έργων την αίρεση του Οικουμενισμού, μπορούσε να καταπέσει με μια δήλωση καταδίκης της παναίρεσης, που στερεί στον άνθρωπο τη σωτηρία και αποκόπτει τον Ορθόδοξο Λαό από την Εκκλησία, ενώ βραχυπρόθεσμα υπονομεύει όσα εθνικά θέματα ο Μητροπολίτης Άνθιμος, ως καλός πατριώτης, υπερασπίζεται με πάθος.
Όμως, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, αντί της Επισκοπικής αγάπης και της χριστιανικής καταλλαγής, επέλεξε τη δεσποτική ράβδο  και, ωσάν να μην έχει ξεχρεώσει το «γραμμάτιο» της προσαγόρευσής του σε «Παναγιώτατος»,  έστω και μέσα στα όρια της Μητροπόλεως του, κατηγορεί τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση για τα, κατά τη γνώμη του, κανονικά παραπτώματα της Φατρίας! Της Εξύβρισης και συκοφαντίας! Της δημιουργίας Σχίσματος, χρησιμοποιώντας ως τσιτάτα, σαράντα και μία θέσεις! Ιερών Πατέρων και Κανόνων Οικουμενικών Συνόδων, προκειμένου να υπερασπιστεί όχι την Χριστοκεντρική Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά το νέο δόγμα του Φαναρίου, αυτό της Επισκοποκεντρικής Εκκλησίας!
Είναι απορίας άξιο πως, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, καθηγητής πια στην γεροντική πονηρία, καθώς διέρχεται «τα πλείωνα ταις δυναστείαις έτη», δεν αντιλαμβάνεται αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι αποτυχημένες επιλογές, σε επισκοπικούς θρόνους, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου ότι, δηλαδή, με την επισκοποκεντρική Εκκλησιολογία του Περγάμου Ι.Ζηζιούλα, οι Επίσκοποι από ορθοτομούντες το Λόγο της Αληθείας του Κυρίου, θα καταντήσουν  γιουσουφάκια στην αυλή των Φαναριωτών.
Τι ενοχλεί περισσότερο τον Μητροπολίτη Άνθιμο; Η διακοπή του μνημοσύνου του ή, η δήλωση του πατρός Θεόδωρου Ζήση ότι: «είναι βέβαιος για την καλή πορεία της διακονίας του, γιατί ακολουθεί τους Αγίους και όχι τον Βαρθολομαίο και τους συν αυτώ»;
Και που το κακό όταν, ο πιστός στον Θεάνθρωπο Κύριο χριστεπώνυμος Λαός, ακολουθεί τους Αγίους της Εκκλησίας Του και όχι τον Βαρθολομαίο και τους συν αυτώ; Από πότε απόκτησαν ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος και οι συν αυτώ κύρος μεγαλύτερο των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού; Μήπως από τότε που διδάσκουν ότι ο περιούσιος λαός του Κυρίου «αδυνατεί να παραδεχθεί ως σφάλμα το παραδοθέν σε αυτόν από τους πατέρες της Εκκλησίας ως αλήθεια;».
Τέλος, γιατί να ακολουθεί ο Χριστεπώνυμος Λαός ποιμένες των οποίων η «αρχή των λόγων αφροσύνη, και εσχάτη στόματος αυτών περιφέρεια πονηρά»;
Κατηγορεί, ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση, μεταξύ των άλλων και για «σκανδαλισμόν των πιστών», επικαλούμενος διάφορες «εκκλησιαστικές ατάκες» που τον εξυπηρετούν. Ξεσηκώνει τμήματα από Εκκλησιαστικούς Κανόνες που τον βολεύουν, παρά το γεγονός πως, ο πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος χαρακτηρίζει τους Ιερούς Κανόνες «τείχη του αίσχους»!
Και πράγματι, τα όσα επιλεκτικά επικαλείται ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος στηρίζουν τον «εργάτην και ανεπαίσχυντον <επίσκοπον> τον ορθοτομούντα τον λόγον της Αληθείας» του Κυρίου από άδικες επιθέσεις κληρικών αλλά ενώ αναφέρεται στον 13ο και 14ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Αγίου Φωτίου, δεν κάνει τον κόπο να διαβάσει και τον 15ο που ευλογεί και επαινεί όσους κληρικούς καταδικάζουν την πλάνη και την αίρεση του επισκόπου τους, ούτε βεβαίως τον 45οτων Αγίων Αποστόλων που αφορίζει και καθαιρεί επισκόπους και πρεσβυτέρους, που συνομιλούν και συνεργάζονται με αιρετικούς, όπως ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, που πήγε τον Αρμένιο Πατριάρχη να προσκυνήσει τον Ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά!
Ο Μητροπολίτης Άνθιμος, προσάπτοντας στον πατέρα Θεόδωρο Ζήση το κανονικό παράπτωμα της απείθειας, υποστηρίζει ότι είναι ο «κανονικός και νόμιμος μητροπολίτης  Θεσσαλονίκης». Και καλά, το «νόμιμος», ας καταποθεί. Το «κανονικός» όμως; Μήπως δεν είναι αυτός που, ως Μοιχεπιβάτης, κατέλαβε το θρόνο της Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, ενώ ζούσε ακόμη ο νόμιμος Μητροπολίτης; Δεν είναι αυτός που, κατά κατάφορη παράβαση των Ιερών Κανόνων, εγκατέλειψε το λογικό ποίμνιο της ακριτικής Μητροπόλεως για να αναρριχηθεί στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, αλλοιώνοντας σήμερα εκούσια ή ακούσια το ορθοδοξότατο φρόνημα του χριστεπώνυμου πληρώματος, που στερέωνε ο πρόμαχος της ορθοδοξίας Μητροπολίτης κυρός Παντελεήμων; Από πού, λοιπόν και ως που «κανονικός»;
Τελικά, ποιος σκανδαλίζει το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Αυτός που κηρύσσει, «δημοσία και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας» την αίρεση του Οικουμενισμού ή, εκείνος ο Λειτουργός του Υψίστου που ακολουθεί όσα οι Απόστολοι εδίδαξαν, οι διδάσκαλοι εδογμάτισαν, η Εκκλησία παρέλαβε και η Οικουμένη συμπεφρόνηκε;
Ο συνετός, πράος και ευγενής πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δήλωσε ότι «αναμένει μετά καλών ελπίδων να επαναλάβει το μνημόσυνο του Ανθίμου, όταν αυτός δημοσίως και επ’ εκκλησίας καταδικάσει τις αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και την παναίρεση του Οικουμενισμού απορρίπτοντας τη σύνοδο της Κρήτης».
Θα περάσει πολύς χρόνος…και θα διέλθει πολύς καιρός για να αλλοιωθεί η Ορθόδοξη συνείδηση του Ελληνικού λαού. Το όνειρο-εφιάλτης του αγίου Αντωνίου : «Είδον γαρ την τράπεζαν του Κυριακού και περί αυτήν εστώτας ημιόνους κύκλω πανταχόθεν και λακτίζοντας τα ένδον ούτως ως αν ατάκτως σκιρτώντων κτηνών γένοιτο λακτίσματα» δεν θα γίνει για δεύτερη φορά πραγματικότητα εφόσον είναι απολύτως βέβαιο πως: «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν » της Εκκλησίας του Χριστού.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Σερραϊκή εφ. Η ΠΡΟΟΔΟΣ στις 15 Μαΐου 2017
[i] «…Οι γαρ δι’ αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγωνσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι». 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Μεγάλου και Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


Πηγή:  aktines.blogspot.gr