Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

π. Θεόδωρος Ζήσης. Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης...

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, ΕΝΑΣ ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΟΣ ΜΑΧΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ




     Ειδήσεις για την δράση και το βίο του Θεόδωρου Στουδίτη βρίσκουμε σε τρεις Βίους αυτού, οι οποίοι έχουν συνταχτεί από δύο μοναχούς με το ίδιο όνομα Μιχαήλ, ο δε τρίτος από κάποιον που μας είναι άγνωστος. Άλλη πηγή πληροφοριών είναι τα ίδια τα συγγράμματα του Αγίου ιδιαίτερα οι επιστολές του.
       Γεννήθηκε το 759 στην Κων/λη, από πλούσια και ευγενή οικογένεια η οποία έδιδε στην τότε πολιτεία αρκετούς ανώτατους υπαλλήλους. Όσον αφορά την στάση της οικογένειας του απέναντι στις εικόνες, επειδή η περίοδος την οποία έζησε υπήρχε η διαμάχη γύρω από αυτές η αποκαλούμενη εικονομαχία, ήταν εικονόφιλη δηλαδή δέχονταν και σέβονταν τις εικόνες. Μεγάλο ρόλο στην στροφή του αγίου στο μοναχισμό έπαιξε το οικογενειακό του περιβάλλον και ιδιαίτερα η μητέρα του Θεοκτίστη η οποία όχι μόνο φρόντισε να λάβει πλούσια μόρφωση αλλά και πνευματική. Σ’ αυτό βοήθησε και αδελφός της Πλάτων, ο οποίος ήταν ηγούμενος σε ένα μοναστήρι που αποκαλούνταν των Συμβόλων στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας την Βιθυνία. Ο θείος του λοιπόν Πλάτων ενέπνευσε τα μέγιστα τον Θεόδωρο Στουδίτη, γιατί θαυμάζονταν από όλους για το θάρρος του, την σοφία του και την αγιότητα του βίου του, προσόντα που βρίσκουμε αργότερα και στον ίδιο...
       Σταθμό στη ιστορία της οικογένειας του αποτέλεσε ένα γεγονός που όχι μόνο σημάδεψε αυτήν αλλά και αυτόν τον ίδιο. Ήταν η εποχή που ανέβηκε καινούργιος αυτοκράτορας στον θρόνο της Κων/λης ο Λέων ο Δ΄ ο Χάζαρος, ο οποίος κατέπαυσε τους διωγμούς εναντίον των εικονοφίλων – αυτούς δηλαδή που τιμούσαν τις εικόνες – με αποτέλεσμα να επιστρέψουν πολλοί εξόριστοι στην Κων/λη και ιδιαίτερα μοναχοί, οι οποίοι ως γνωστόν υπήρξαν οι πιο ένθερμοι υπερασπιστές των εικόνων. Ανάμεσα τους επέστρεψε και ο θείος του αγίου ο Πλάτων, η επιστροφή του οποίου είχε ως αποτέλεσμα να στραφεί όλη η οικογένεια της αδελφής του και μητέρα του αγίου στο μοναχισμό. Μοίρασαν μέρος της περιουσίας τους στους φτωχούς, ελευθέρωσαν όσους δούλους είχαν και απεσύρθησαν σε ένα κτήμα της οικογένειας στο χωριό Σακκουδαίων της Βιθυνίας, το οποίο μετέτρεψαν σε μοναχικό κέντρο με πρώτο ηγούμενο το θείο του αγίου, Πλάτωνα. Στο μοναχικό αυτό κέντρο ο άγιος με την συνεχή άσκηση απέκτησε σιδερά θέληση και αδαμάντινο χαρακτήρα αλλά κατά κύριο λόγο επέδειξε διοικητικά προσόντα, με αποτέλεσμα ο θείος του Πλάτων να του εμπιστευτεί την θέση του ηγουμένου της μονής και να αποτραβηχτεί αυτός. Νωρίτερα βέβαια όπως ήταν φυσικό ο Θεόδωρος Στουδίτης είχε χειροτονηθεί ιερέας.

Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)


Ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ὁ Στουδίτης
Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης (1558-1574)
Ὁ Ἐπίσκοπος Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμασκηνὸς εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ ἁγίου Ἱεράρχου ὄχι μόνον τοῦ 16ου αἰῶνος, ἀλλὰ ὅλων τῶν χρόνων τῆς δουλείας, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πνευματικὸ φάρο ποὺ κατέλαμψε τὸ τότε πνευματικὸ σκότος τοῦ Γένους, δοξάζοντας καὶ τὴν περίφημη Ἐπισκοπὴ Λητῆς καὶ Ρεντίνης, ἡ ὁποία κατέστη παγκοσμίως γνωστή χάρις σὲ αὐτόν.
Γεννημένος περὶ τὸ 1520 στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἔλαβε ἄριστη μόρφωση, ὁ ἅγιός μας -κατὰ κόσμον ἴσως Δημήτριος- μετέβη νέος στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου πρὶν τό 1546 ἔγινε Μοναχὸς τῆς Ἀδελφότητος «τῶν Στουδιτῶν», λαμβάνοντας τὸ ὄνομα Δαμασκηνὸς καὶ τὴν προσωνυμία «Στουδίτης»· ἤδη ὡς ὑποδιάκονος, σπου-δάζοντας στὴν περίφημη Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία, ὑπῆρ-ξε καὶ περιφανὴς ἱεροκήρυκας τῆς Βασιλεύουσας, σπείροντας λόγους πλήρεις ὠφελείας, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἀποτέλεσαν τὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ βιβλίο του «Θησαυρός».
Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1550 καὶ 1558 ὁ Ἅγιος Δαμασκη-νὸς δραστηριοποιήθηκε στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων, πιθανότατα ὡς Διδάσκαλος τῆς ἐκεῖ Σχολῆς, καὶ πρὶν τὸ 1558 ἔλαβε τὴν Ἱερωσύνη. Στὸ ἴδιο διάστημα μετέβη καὶ στὴ Βενετία γιὰ νὰ τυπώσει τὸν δημοφιλῆ «Θησαυρό».
Τὸ 1560 στὸ Ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων («Ροτόντα») τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Ἱερομόναχος Δαμασκηνὸς χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος «Λητῆς καὶ Ρενδίνης» ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνᾶ (τόν πρό τοῦ 1560-65· δὲν πρόκειται περὶ τοῦ γνωστοῦ ἁγίου).    
Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Δαμασκηνὸς ἦταν μόνον Ἐπίσκοπος, ὡστόσο δὲν ἔπαυσε νὰ διαλάμπει μὲ τὸν συν-δυασμὸ τῆς λαμπρῆς παιδείας του καὶ τῆς ἄμετρης ταπεινοφροσύνης του. Ὁ Γερμανὸς θεολόγος Στέφαν Γκέρλαχ (1546-1612), μολονότι ἐχθρικὸς πρὸς τὴν Ὀρθο-δοξία, ἐπιβεβαιώνει ὅτι ὁ Λητῆς καὶ Ρεντίνης Δαμα-σκηνὸς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς πιὸ μορφωμένους Ὀρθοδόξους Κληρικοὺς τῆς ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ αὐτούς ἦταν ὁ πιὸ ἐπαινετὸς «λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας μετριοφρο-σύνης, ὀλιγαρκείας καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν του».
Λόγῳ τῶν χαρισμάτων του αὐτῶν ὁ Ἅγιος ἀπέλαυε τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν Πατριαρχῶν γιὰ σημαίνουσες ἀποστολές ὡς Ἔξαρχος, ὅπως στὸ Ἅγιον Ὄρος (1567), ἀλλὰ καὶ στὴ Μικρὰ Ρωσία (Οὐκρανία), ὅπου στὰ ἔτη 1565-1572 ὁ Δαμασκηνὸς συνετέλεσε ἀποφασιστικά στὴν κατανίκηση τῆς αἱρετικῆς ρωμαιοκαθολικῆς προπαγάνδας. Ἀργότερα, κατὰ τὴν Πατριαρχία τοῦ Ἱερεμίου Β΄τοῦ Τρανοῦ (†1595), ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου, ὁ Δαμασκηνὸς ἔλαβε μέρος στὴ σύνταξη  τῆς πατριαρχικῆς δογματικῆς ἀπαντήσεως (1572-73) στοὺς Λουθηρανοὺς Προτεστάντες τῆς Τυβίγγης, διετέλεσε δὲ καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Θρόνου στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ ἀρκετοὺς μῆνες, κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου.

Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: Ο ασυμβίβαστος ομολογητής της Εκκλησίας μας

StuditeΛάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου - Καθηγητού | Romfea.gr

Μια από τις πιο σεβαστές τάξεις των αγίων της Εκκλησίας μας είναι οι ομολογητές.
Σε αυτή την τάξη ανήκουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία της πίστεώς τους, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες της ομολογίας τους αυτής.
Δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η Εκκλησία μας είναι απόλυτα στηριγμένη στους αγώνες των αγίων ομολογητών Της, στη δισχιλιόχρονη πορεία Της στην ιστορία.
Ένας από τους μεγάλους ομολογητές της Ορθοδοξίας είναι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος έδρασε σε μια πολύ ταραγμένη για την Εκκλησία ιστορική περίοδο.
Πρόκειται για την φοβερή εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε τη βυζαντινή κοινωνία για περισσότερο από έναν αιώνα, με αφόρητες διώξεις των ορθοδόξων από τους εικονομάχους αυτοκράτορες (726-843).
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 από ευγενείς και ευσεβείς γονείς, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν εκτός από την ευσέβεια και κατά κόσμον παιδεία, την οποία ο ίδιος αργότερα την χρησιμοποίησε για την Εκκλησία. Σπούδασε με επιμέλεια την ελληνική φιλοσοφία και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Από μικρός αγαπούσε το Χριστό και λαχταρούσε να προσφέρει σε Αυτόν τη ζωή του. Έφηβος ακόμη, άφησε την καριέρα του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και αποσύρθηκε το 781 σε μοναστήρι στην Προύσα της Μ. Ασίας, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του Πλάτων.
Αυτός τον μύησε στην ορθόδοξη πνευματικότητα και τον ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή του για την προάσπιση της αλήθεια και της αυθεντικότητας της Εκκλησίας. Το 789 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο και το 794 ανέλαβε τη θέση του ηγουμένου της Μονής.
Δεν πρόλαβε να χαρεί την ηγουμενία του, διότι δύο χρόνια μετά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄ (780-797) χώρισε τη σεμνή σύζυγό του Μαρία για χάρη μιας άλλης γυναίκας της Θεοδότης. Αφού έκλεισε σε μοναστήρι τη Μαρία, νυμφεύτηκε το ίδιο βράδυ κρυφά στα ανάκτορα τη Θεοδότη. Το μυστήριο τέλεσε ο ιερέας της Αγίας Σοφίας Ιωσήφ. Την επόμενη ημέρα έγινε η στέψη της ως βασίλισσα!
Η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του αγίου Θεοδώρου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ελέγξει την παρανομία του αυτοκράτορα και τη γελοιοποίηση του ιερού μυστηρίου του γάμου.
Ζήτησε εξηγήσεις από τον πατριάρχη Ταράσιο γιατί δεν τιμώρησε τον ιερέα Ιωσήφ, και επειδή δεν πήρε επαρκείς εξηγήσεις διέκοψε το μνημόσυνό του. Οι κολακείες του αυτοκρατορικού ζεύγους δεν απέδωσαν και για τούτο άρχισαν οι διώξεις εναντίον του.
Εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη ως το 797, όπου ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία (797-802). Το 798 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε ηγούμενος της περίφημης Μονής του Στουδίου.
Ευτύχησε να έχει στην ηγουμενία του περισσότερους από χίλιους μοναχούς. Μετέβαλλε τη Μονή σε κέντρο κοινωνικής ευποιΐας και πνευματικής ακτινοβολίας. Μεταξύ των άλλων στη Μονή γινόταν και αντιγραφή αρχαίων κωδίκων. Τότε αντιγράφηκαν και έφτασαν ως εμάς τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Αλλά και πάλι το 808 αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τον πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος αποκατέστησε τον Ιωσήφ, κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (86-815) και διότι θεώρησε την εκλογή του αντικανονική. Εξορίστηκε αυτή τη φορά στη Χάλκη και διαλύθηκε η περίφημη Μονή του Στουδίου και αναστάλθηκε το κολοσσιαίο πνευματικό της έργο.
Το 811 επέστρεψε από την εξορία, αλλά τέσσερα χρόνια μετά, το 815 ανέβηκε στο αυτοκρατορικό θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη
εικονομαχική περίοδο.

Ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης και οι επιστολές του στους Πάπες της Ρώμης.(Ι.Καρδάση)



Εισαγωγικά
Είναι γνωστόν, ότι ουδείς αναμάρτητος, αλλά και ουδείς αλάνθαστος. Αυτό ισχύει για τους πάντες, ακόμη και τους αγίους, ζώντες και κεκοιμημένους. Οι άγιοι, ούτε αλάνθαστοι είναι, ούτε αναμάρτητοι, αλλά οι πλέον θεραπευμένοι μέσα στο απέραντο νοσοκομείο, που αποκαλείται Εκκλησία του Χριστού. Η Εκκλησία του Χριστού, έχει κεφαλή τον Χριστό, τον μόνον αναμάρτητο, τον μόνον αλάνθαστο, αλλά και τον μόνο πραγματικά άγιο («εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός……….»). Όλα τα μέλη της Εκκλησίας είναι αμαρτωλά και κάνουν λάθη, είτε μεμονωμένα, είτε συναθροισμένα εν Συνόδω, όπως μας αποκαλύπτει η ΣΤ΄ Οικουμενική, που αναφέρει, ότι «δογμάτισε απλανώς και ουχί αλαθήτως». Μπορεί να δογμάτισε με λάθη, αλλά δεν το έκανε για να παραπλανήσει. Η Εκκλησία του Παρακλήτου, πράγματι έχει όλα τα μέλη της αμαρτωλά, ζώντα και κεκοιμημένα και μέχρι την τελική Κρίση. Μετά την Κρίση, η Εκκλησία των Εσχάτων δεν θα έχει πλέον μέλη αμαρτωλά, αλλά μέλη ευρισκόμενα είτε στην Βασιλεία των Ουρανών, είτε στην Κόλαση.
Τα περί του αντιθέτου έχει προ αιώνων θεσπίσει ο Παπισμός, ήδη από τον πάπα άγιο Αγαπητό Α΄ και δέχεται το ακριβώς αντίθετο, δηλ. ότι οι άγιοι είναι αλάνθαστοι και τούτο για να στηρίξει το αλάθητο του Πάπα. Παρασυρμένοι και ορθόδοξοι θεολόγοι, δυστυχώς, το πιστεύουν και το διακηρύττουν.
Εφ’ όσον λοιπόν οι πάντες θεωρούνται αμαρτωλοί και μη αλάνθαστοι, είναι φυσικό να συμπεριλαμβάνεται και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος εκδήλωσε έντονα τον φιλοπαπισμό του, προφανώς για να στηριχθεί στον αγώνα του κατά τον εικονομάχων, πλην όμως υπερέβη τα εσκαμμένα, μη γνωρίζοντας δε το ποιόν και την τακτική των παπών, στους οποίους απευθύνθηκε, προέβη σε δηλώσεις και ενέργειες απαράδεκτες, για ορθόδοξο ιερομόναχο.
Τούτο πιστοποιείται από πολλούς, μεταξύ των οποίων οι: Ζωναράς, Σιαμάκης, Παπαρρηγόπουλος, Φατούρος, Ράνσιμαν και άγιος Νεκτάριος. Ειδικά ο τελευταίος διατυπώνει βαρύτατους χαρακτηρισμούς για τον άγιο, για ιδιοτέλεια και διαστροφή του Ευαγγελίου! Ίσως επειδή υπήρξε τύπος επαναστατικός και θυελλώδης, γι’ αυτό και κυνηγήθηκε, αφορίστηκε και εξορίστηκε από 4 αγίους Πατριάρχες (Ταράσιο, Νικηφόρο Α΄, Μεθόδιο Α’, Φώτιο Α΄).
Τα ανωτέρω αναφέρονται, όχι για να κατηγορήσει κανείς έναν άγιο της Εκκλησίας μας, άπαγε της βλασφημίας, αλλά για να προφυλάξει, στη λαθεμένη αντίληψη, ότι τα λεχθέντα και πραχθέντα από έναν άγιο είναι θέσφατα και ότι ενδέχεται οι άγιοι άνθρωποι να είναι και αλάνθαστοι, που αποτελεί μια λαθεμένη παπική αντίληψη.
ΙΚ
—————————————————————————————————————————————————————————

ag-Theod-Stud-Psifidoto

ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΗ
     ΦΙΛΟΠΑΠΙΣΜΟΣ
 

ΣΤΟΥΔΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ
Οι Στουδίτες (ακοίμητοι) μοναχοί ασκούσαν μεγάλη επιρροή στα εκκλησιαστικά πράγματα, κατά τον 5ο και τις αρχές του 6ου αι. η καταδίκη τους όμως από τον Ιουστινιανό Α΄ για την αντίδρασή τους στο θεοπασχιτικό διάταγμα, καίτοι δεν έπληξε τη Μονή, αποδυνάμωσε οπωσδήποτε την ακτινοβολία της. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας αναδείχθηκε σε μεγάλο κέντρο του αγώνα εναντίον των Εικονομάχων, αλλά το 765 καταστράφηκε από τους διωγμούς του Κων/νου Ε΄ εναντίον των Εικονόφιλων. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) ανέκτησε την παλαιότερη ακτινοβολία της, η οποία κορυφώθηκε κατά την β΄ περίοδο της Εικονομαχίας (815-843), χάρις στους αγώνες των μεγάλων ηγουμένων της, αγίων Θεοδώρου και Πλάτωνος (αδελφού της μητέρας του Θεόδωρου), υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων. .

Σχολια εις την αποτειχιση Γ. Αλυπιου του Αγιορειτου

ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΣΙΩΠΟΥΝ, ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟ...

Ἀποτείχιση καί καταφρόνηση Ἐπισκόπου Τοῦ π. Λάμπρου Φωτοπούλου.


Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
Στίς μέρες μας γίνεται μεγάλη συζήτηση μεταξύ τῶν συνειδητοποιημένων χριστιανῶν για τις σχέσεις πού πρέπει να διατηροῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τον Ἐπίσκοπό τους, ὃταν αὐτός εἶναι φανερά ἢ κρυφά αἱρετικός ἢ ἀκόμη και ἂπιστος ἢ εἰδωλολάτρης. Δεδομένης μάλιστα τῆς συντεχνιακῆς ἀλληλεγγύης πού παρατηρεῖται μεταξύ τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἐπισκόπων θεωρεῖται σήμερα στην Ἑλλάδα ἐντελῶς ἀδύνατη ἡ
τιμωρία και τῶν πλέον κραυγαλέων ἐπισκοπικῶν παραβάσεων. Αὐτό τό βεβαιώνουν πλήν ἂλλων και τά πρόσφατα ἐκκλησιαστικά γεγονότα πού σχετίζονται μέ την Μητρόπολη Ἀττικῆς καί τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος τῶν Ἐπισκόπων (δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) νά δικάσουν ἁπλᾶ, καί ὂχι ὑποχρεωτικά νά καταδικάσουν,  Ἐπίσκοπο καταδικασμένο τελεσίδικα καί ἀμετάκλητα τόσο ἀπό τά κοσμικά δκαστήρια ὃσο καί ἀπό τήν κοινή γνώμη.
Ἡ πλημμελῆς ἐξάλλου λειτουργία τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ἒχει λάβει σήμερα τήν μορφή αὐτοκρατορικοῦ συμβουλευτικοῦ ὀργάνου (silentium) ματαιώνει κάθε δυνατότητα ἐλέγχου τοῦ Πρώτου, καθισταμένου ὁσημέραι αὐτονομημένου ὀργάνου μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνέλεγκτου κανονικά καί πνευματικά ἀπό ὁποιαδήποτε κοσμική ἢ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή .
Για να  ἐκφράσουμε τό θέμα αὐτό και μέ την ὁρολογία τῶν Ἱ. Κανόνων ὑπάρχει σήμερα οὐσιαστική ἀδυναμία «Συνοδικῆς διαγνώσεων τῶν  Ἐπισκοπικῶν Κανονικῶν Ἐγκλημάτων » . Τίθενται ἑπομένως τά ἑξῆς οὐσιώδη ἐρωτήματα:
1.Μπορεῖ ὁ Κληρικός ἢ ὁ Λαϊκός πού σκανδαλίζεται ἀπό την ἀποκλίνουσα ὡς προς τούς Ἱ. Κανόνες ἢ τήν Ἁγία Γραφή συμπεριφορά τοῦ Ἐπισκόπου νά ἀποστασιοποιηθῆ ἐπίσημα ἀπό αὐτόν;
  1. Ποία συγκεκριμένη μορφή μπορεῖ να λάβει αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση και διαμαρτυρία;
  2. Ἡ ἀποκοπή και ἀποτείχιση ἀπό ἑνα ἐπίσκοπο ἐπιφέρει συνέπειες καί στίς σχέσεις του μέ ἂλλους Ἐπισκόπους.
4.Ποιά εἰδικά θέματα μποροῦν να προκύψουν κάτω ἀπό τό σημερινό πλέγμα σχέσεων Πολιτείας και Ἐκκλησίας;
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ἡ πρώτη ἀναζήτηση ἀπαντήσεων στά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν πρέπει να στραφεῖ προς τους ἱ. Κανόνες καί γιά νά γίνουμε πιο σαφεῖς στό ἱερό Πηδάλιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἐπί 200 και πλέον χρόνια ἒχει ἡμιεπίσημο χαρακτῆρα αὐθεντικοῦ κειμένου τῶν ἱερῶν Κανόνων. Παράλληλα μποροῦμε να ἀνατρέξουμε καί στό Νομοκάνονα τοῦ Ἁγίου Φωτίου (Νομοκάνονα εἰς 14 τίτλους).
Δύο ἱ. Κανόνες ἀσχολοῦνται εὐθέως μέ τά πιό πάνω ζητήματα. Ὁ 31ος Ἀποστολικός και ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας  Συνόδου. Ἂς δοῦμε τι ὁρίζουν:
  1. Ὁ 31ος Ἀποστολικός ὁρίζει : « Εἲ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρίς συναγάγει, καί θυσιαστήριον ἓτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, και δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος».
  2. Ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας διευκρινίζοντας τούς προηγούμενους κανόνες αὐτῆς (13ο και 14ο ) πού μέ ἂκρα αὐστηρότητα ὁρίζουν ὃτι δέν ἐπιτρέπεται πρό «τελείας κατακρίσεως» ἢπρό «συνοδικῆς διαγνώσεως» νά ἀποκοπεῖ κληρικός ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του ὁρίζει μεταξύ ἂλλων και τά ἑξῆς: «…Οἱ γάρ δι’αἳρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται.…».
Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Α. Πηγές καί Βοηθήματα.
Τόσο ὁ ἓνας ὃσο καί ὁ ἂλλος Ἱ. Κανόνας πού ἀναφέραμε εἶναι τόσο συνοπτικοί πού εἶναι ἀδύνατον χωρίς περαιτέρω μελέτη νά ἒχουμε τίς ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού ἢδη θέσαμε.
Προκειμένου να ἀπαντήσουμε στά ἐν ἀρχῇ τεθέντα ἐρωτήματα θα χρησιμοποιήσουμε ὡς Πηγές καί Βοηθήματα τά ἑξῆς κείμενα:
Την σχετική ἑρμηνεία τοῦ Πηδαλίου πού ἀναφέρεται στους πιο πάνω Κανόνες καθώς και τά ἑρμηνευτικά ἒργα παλαιῶν διακεκριμένων ἑρμηνευτῶν πού περιέχονται στην Συλλογή τῶν ἱ. Κανόνων τῶν Ράλλη-Ποτλῆ.

Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχισις σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων.


PIoannis1Dec16

Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου
(Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τήν 27 Νοεμβρίου 2014 στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο).
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ «ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (Ἰωάν. 11,52). «Τό ἕν» αὐτό εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Στό ἱερό δισκάριο εἰκονίζεται ἡ ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ Ἑνότης.  Ὁ σφαγιαζόμενος Ἁμνός στό κέντρο, δεξιά Αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος, ἀριστερά ἡ πληθύς τῶν ἁγίων καί κάτωθεν μνημονευόμενοι ὁ ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί ζῶντες καί κεκοιμημένοι.   Ἀρχίζοντας ὁ λειτουργός τήν μνημόνευση καί τήν ἐξαγωγή μερίδων λέει:
«Μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τάδε) …καί πάντων τῶν ἀδελφῶν οὕς προσεκαλέσω εἰς τήν σήν κοινωνίαν πανάχραντε Δέσποτα». Ἀπό τόν ἱερό Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Θεία Λειτουργία, καλεῖται «κοινωνία καί σύναξις» διότι ἐξαιρετικά αὐτή συνάγει «τάς μεριστάς ἡμῶν ζωάς εἰς ἑνοειδῆ θέωσιν» καί δωρεῖται «τῇ τῶν διαιρετῶν θεοειδεῖ συμπτύξει τήν πρός ἕν κοινωνίαν»[1]
Ἡ κοινωνία μέσα στή θεία Λειτουργία, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν εἶναι κοινωνία πίστεως καί ἀγάπης.  Ὁμολογεῖται ἡ κοινή πίστις, ἡ ὀρθόδοξη, μνημονεύεται τρεῖς φορές ὁ τοπικός ἐπίσκοπος ὡς  ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δίδεται ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης, ἀναφέρονται τά προσφερθέντα δῶρα μετά Εὐχαριστίας, μεταποιοῦνται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί μεταλαμβάνονται ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό. Ἔτσι ἀπαρτίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία.  Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε μόνο ἑνότητα πίστεως, μέ τήν ἔννοια ἁπλῆς συμφωνίας μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων στίς ὑπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί Πατέρων θεσπισθεῖσες δογματικές ἀρχές,  τίς ὁποῖες αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ πάθος (Ζηλωτισμός), οὔτε ὅμως καί μιά κοινωνία ἀγάπης μέ τήν ἔννοια μιᾶς συναισθηματικῆς ἀδελφικῆς ἀτμόσφαιρας πού διαχέεται σέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως πίστεως καί πεποιθήσεων (Οἰκουμενισμός).  Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό συνέχον τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό ζητούμενο(«αἰτησάμενοι»)ἀπό μᾶς τούς πιστούς, ὥστε νά ἑνούμεθα μετά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν μέσα στή Θ. Λειτουργία.  Τό στοιχεῖο τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Χωρίς τήν ὀρθή πίστη στόν ἐν Τριάδι Θεό δέν ὁδηγούμεθα στήν ἀληθὴ ἕνωση ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Ἀλλά καί μέ τήν ὀρθή πίστη χωρίς τήν αἴσθηση τῆς Χάριτος πού χορηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ  καί τῆς μετοχῆς στά Ἄχραντα μυστήρια πάλι δέν ὁλοκληρώνεται ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ τῶν πιστῶν.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἤ πρέπει νά ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, νά καθιστᾶ δηλαδή ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περί τήν πίστη ἤ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τήν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατο ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξει ὁ αἱρετικός ἤ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μέ τούς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐχαριστίᾳ χριστιανούς.  Πολύ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία  τούς αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά φροντίζουν καί νά ἐγγυῶνται μέ τή διδασκαλία, τίς νουθεσίες, τά ἐπιτίμια καί τίς πράξεις τους τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα πού φέρει στή σωτηρία, διασποῦν τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ποιμένων εἶναι συνέπεια τῶν κακοδόξων διδασκαλιῶν τους μέ τίς ὁποῖες βλάπτουν τούς χριστιανούς ἐνῷ ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό κοινό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.  Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν καθαίρεση ἤ τόν ἀφορισμό τους πιστοποιεῖ τήν ἀπομάκρυνσή τους αὐτή καί προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό τήν πλάνη .

Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης: Αποτείχιση από την αίρεση, όχι από την Εκκλησία.



Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.

ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ
ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Ἀπαγορευμένη καὶ ἐπιτρεπόμενη ἀποτείχιση

Τὸν τελευταῖο καιρὸ γίνεται συχνὰ λόγος γιὰ «ἀποτείχιση» καὶ «ἀποτειχισμέ-νους» πιστούς, μὲ συχνὴ ἐπίσης καὶ μᾶλλον σκόπιμη παρανόηση τοῦ ἐννοιολογι-κοῦ περιεχομένου αὐτῶν τῶν λέξεων. Τὸ οὐσιαστικὸ ἀποτείχισις παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀποτειχίζω, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ σημαίνει: ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον. Ἑπομένως καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει: ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις. Τὸ δὲ τεῖχος ποὺ ὑψώνει κανεὶς γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ καλεῖται ἀποτείχισμα.

Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως ἀποτείχιση προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.

Συγκεκριμένα μὲ τοὺς δύο προηγουμένους κανόνες ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ ἀπο-τρέψει τὴν δημιουργία σχισμάτων, τιμωρεῖ μὲ τὴν αὐστηρὴ ποινὴ τῆς καθαιρέ-σεως, διὰ τοῦ 13ου τὸν πρεσβύτερο ἢ διάκονο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἐπίσκοπό του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὶς διάφορες εὐχὲς τῶν θείων λειτουργιῶν, πρὶν νὰ καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ κάποια σύνοδο, «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος κάποια δῆθεν ἀτοπήματα, «ἐγκλήματα», τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδὴ ὄχι θέματα πίστεως ἀλλὰ διοικητικές, οἰκονομικὲς κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ 14ος, δηλαδὴ ἐπιβάλλει τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως στὸν ἐπίσκοπο τώρα, ποὺ γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τὸν μητροπολίτη του. Ὁ 15ος κανόνας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα: Στὸ πρῶτο του μέρος λέγει τὰ ἴδια καὶ γιὰ τὸν μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου, στὴν δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει. Στὸ δεύτερο μισὸ ὅμως τοῦ κανόνος, ὅπου εἰσάγεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὁ κανὼν προβαίνει σὲ μία ἐξαίρεση, μὲ βάση τὴν ὁποία ἠμποροῦν οἱ κληρικοὶ ὁποιασδή-ποτε βαθμίδος καὶ ἀξιώματος νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν ἱερατικῶς προϊστάμενό τους καὶ νὰ μὴ τὸν μνημονεύουν· αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος, ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πατριάρχης κηρύσσουν καὶ διδάσκουν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδὴ φανερά, ἀπροκάλυπτα, κάποια αἵρεση, ποὺ τὴν ἔχουν καταδικάσει Σύνο-δοι καὶ Ἅγιοι Πατέρες, «παρὰ τῶν Ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ διακοπὴ μάλιστα αὐτὴ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἀναφορᾶς τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου, μητροπολίτου, πατριάρχου γίνεται καὶ πρὶν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα κάποια σύνοδος, δηλαδὴ καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως».

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἀποτειχίζουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τέτοιους δῆθεν ἐπισκόπους, ποὺ κηρύσσουν αἵρεση, ὄχι μόνο δὲν ὑπόκεινται στὶς ποινὲς ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ προηγούμενοι κανόνες, δηλαδὴ στὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ πρέπει ἐπὶ πλέον νὰ τιμῶνται μὲ τὴν πρέπουσα τιμὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι ἀποτειχίσθηκαν, δηλαδὴ χωρίσθηκαν μὲ τὸ τεῖχος τῆς ἀληθείας, ὄχι ἀπὸ ἐπισκόπους, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπισκόπους καὶ διότι ὄχι μόνο δὲν προκαλοῦν σχίσμα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ σπεύδουν, ἐπείγονται νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχί-σματα καὶ διαιρέσεις ποὺ προκαλοῦν οἱ ψευδοεπίσκοποι. Παραθέτουμε τὸ ἀκρι-βὲς κείμενο τοῦ κανόνος, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν προσέχουν πολλοὶ καὶ ὁμιλοῦν ἀπὸ κοιλίας, πρόχειρα, καὶ ἀβασάνιστα καὶ κατόπιν θὰ σχολιάσουμε κάποια σημεῖα του, ὥστε νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ἰδιαίτερα τὸ ἀπὸ ποιόν, ἀπὸ ποιούς ἀποτειχίζεται κανείς, ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ὁ ἐχθρός, γιὰ τὴν ἀπόκρουση τοῦ ὁποίου ὑψώνει κανεὶς τὸ τεῖχος, ὥστε νὰ ἀμυνθεῖ καὶ νὰ παρεμποδίσει τὴν προέλαση καὶ τὴν ἐξάπλωσή του. Τί προκύπτει ἀπὸ τὸ κείμενο; Ἀποτειχίζεται κανεὶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀπὸ ἀληθινοὺς ἐπι-σκόπους ἢ ψευδεπισκόπους; Ἂς ξαναδιαβάσουμε προσεκτικὰ τὸ κείμενο τοῦ 15ου κανόνος, ποὺ παραθέτουμε ἀμέσως:

Μεταλληνός: Οι μεμονωμένες αποτειχίσεις οδηγούν σε αποτυχία

Η Εκκλησία ζει τη χειρότερη, μετά το παλαιοημερολογητικό σχίσμα, κρίση της.


Η  ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ


pateras-theodoros-zisis.png

Του Χαράλαμπου Βουρουτζίδη
Η Εκκλησία της Ελλάδος ζει τη χειρότερη, μετά το παλαιοημερολογητικό σχίσμα, κρίση της. Η αποτείχιση άξιων Λειτουργών του Υψίστου, μεταξύ των οποίων και ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δημιουργεί σοβαρότατο προβληματισμό στην συνείδηση του χριστεπώνυμου πληρώματος. Η διακοπή του μνημοσύνου των επισκόπων (αποτείχιση) που κηρύσσουν αίρεση, φανερώνει ότι η «ασθένεια του Οικουμενισμού έχει προσβάλει μεγάλο μέρος της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας… με φορέα και πρωταγωνιστή στη διάδοση της νόσου το Οικουμενικό Πατριαρχείο».

Ο Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, «καθ’ ήν ημέραν απελάβομεν την του Θεού Εκκλησίαν, συν αποδείξει των της ευσεβείας δογμάτων, και καταστροφή των της κακίας δυσσεβημάτων» ανακοίνωσε πως: «Μετά λύπης, αλλά και πολλής πνευματικής χαράς και ευφροσύνης… ακολουθώντας την Αποστολική και Πατερική Παράδοση διέκοψε στις ιερές ακολουθίες τη μνημόνευση του ονόματος του Μητροπολίτη Άνθιμου διότι αυτός, όπως και πολλοί συνεπίσκοποί του εγκατέλειψαν τη θεία Παράδοση και πορεύονται εκτός της οδού των αγίων πατέρων».

Οι σύγχρονοι Άγιοι ως κανόνας μη αποτείχισης

Αποτείχιση ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση από τα όρια της επίσημης Εκκλησίας εξαιτίας δογματικών ή κανονικών αποκλίσεων του ανώτερου, προπαντός, ιερατείου της. Στο όνομα της αποτείχισης,[1] ωστόσο, κανονικού μέτρου εξάπαντος προληπτικού και θεραπευτικού της προάσπισης της πίστεως έναντι των οιωνδήποτε αιρετικών παρεκκλίσεων, παρατηρείται τελευταία μια νεοαιρετική ομώνυμη εκκλησιολογική τάση και στάση, σύμφωνα με την οποία και στο όνομα τού δήθεν γενικού οικουμενιστικού μαγαρισμού των Ορθοδόξων Επισκόπων ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί αποκόπτουν εαυτούς από το σωτήριο Σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία. Και αυτό δεν μπορεί παρά να συνιστά πλάνη.
Osios Porfyrios Kafsokalyvitis & osioi Gerontes Iakovos Tsalikis & Paisios Agioreitis4
Οι σημερινοί αποτειχισθέντες, διακατεχόμενοι από το γνωστό σύνδρομο της κολοβής αλεπούς, θέλουν, ομοτρόπως με την αισώπεια πρωταγωνίστρια, να παρασύρουν και άλλους στην πλάνη τους, την οποία φυσικά και βαπτίζουν ορθοδοξία γνήσια, όπως προ αιώνος έγινε με το έτερο μεγάλο Σχίσμα των Παλαιοεορτολογιτών. Στην έκνομη εκ πνευματικής επόψεως προσπάθειά τους, χρησιμοποιούν και τα σύγχρονα όπλα της τεχνολογίας, ασκούντες την προπαγανδιστική τους τακτική μέσα από δικά τους sites, στρατευμένα στον «αγώνα» κατά της παναίρεσης του Οικουμενισμού, όπως φυσικά τη φαντασιώνονται εκείνοι εξαπλούμενη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αφορμή του παρόντος αποτέλεσε ένα άρθρο[2] δια του οποίου ο συντάκτης του προσπάθησε να αναιρέσει το κύριο και καίριο ακανθώδες επιχείρημα σε βάρος των αποσχισθέντων αδερφών: τη μη αποτείχιση εκ των κόλπων της επίσημης και Κανονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των σύγχρονων Αγίων και ηγιασμένων χαρισματούχων Γερόντων. Όταν γράφαμε προ καιρού[3] για τη στάση τους αυτήν αναφερόμενοι ως εις παραδειγματικό εκκλησιολογικό άξονα, επί του οποίου δύνανται απλανώς να βαδίζουν οι χριστιανοί των εσχάτων, το βασικό αντεπιχείρημα των αποτειχισθέντων ήταν πως δεν πρόκειται για Αγίους, αλλά απλά και μόνο για γέροντες, ει και χαρισματικούς. Σήμερα που δύο εξ αυτών αγιοκατετάγησαν επίσημα (Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης και Παΐσιος Αγιορείτης) τολμάνε – φευ – ακραίοι εξ αυτών να προβαίνουν σε βλάσφημες δηλώσεις περί ενός δήθεν οικουμενιστικού σχεδίου αγιοποίησης ανθρώπων, που υποστηρίζουν έμμεσα το οικουμενιστικό οικοδόμημα της εποχής. Τα αυτά, άραγε, δεν κάνουν εδώ και χρόνια και οι Παλαιοημερολογίτες αναφερόμενοι στην Εκκλησία των νεοημερολογιτών; Σε όλες δε τις περιπτώσεις τούτες είναι είτε υποδόρια είτε προφανής η διολίσθηση στο αμάρτημα της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος (Μαρκ. 3:20-30, Λουκ. 12:10).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ-ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟΙ-ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ.



ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. (ΜΕΡΟΣ Γ')
Ενώ ο Όρος καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι-αιρετικοί υπάρχει και στέκει δογματικά, αντιθέτως ο Όρος, μη καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι-αιρετικοί ούτε υπάρχει, ούτε βέβαια και στέκει δογματικά, διότι κατά τους Αγίους Πατέρες, οι Όροι καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι και αιρετικοί ταυτίζονται.
Ουδέποτε οι Ιεροί Πατέρες μας ξεχώρισαν τους Αιρετικούς σε καταδικασμένους αιρετικούς και μη καταδικασμένους αιρετικούς, αυτά είναι πλανεμένες φανταστικές θεωρίες κάποιων 
σχισματο-αιρετικών παρατάξεων (γοχ), διότι η αλήθεια είναι ότι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας   ξεχώριζαν μεν τους Αιρετικούς, αλλά τους ξεχώριζαν δε, σε αμετανόητους-αιρετικούς και μετανιωμένους-αιρετικούς.

Το οποίο σημαίνει, ότι για τους Χριστιανούς κάθε Αίρεση είναι αναθεματισμένη," ..και αναθεματισθήναι πάσαν αίρεσιν'' (Β' Οικουμενική Σύνοδος Κανών Α'), και ότι οι αιρετικοί, είναι καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι και οι καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι, είναι αιρετικοί, διότι, "Αιρετικούς δε λέγομεν τούς τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους με τα ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας..."
(Β' Οικουμενική Σύνοδος Κανών ΣΤ').

Ή Έκτη Οικουμενική Σύνοδος επαναλαμβάνει και αναθεματίζει-καταδικάζει επίσης τούς Αιρετικούς,
"Όλοις τοίς αιρετικοίς ανάθεμα.
Πάσι τοις αντιποιουμένοις των αιρετικών ανάθεμα· αυτή η πίστις των Χριστιανών"
(Πρακ. Των Αγ. και Οικ. Σύνοδων, ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, Αρχ. Σπ. Μήλια).
 Οικ. Σύνοδων, ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, Αρχ. Σπ. Μήλια).


"Ἄλλωστε, τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ ἕνα σημεῖο του˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα», ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ΄αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων", (Εγκύκλιος Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ για την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2015).

Τουτέστιν όλοι οι αιρετικοί είναι χωρισμένοι και αποκομμένοι από το Θεανθρώπινο Σώμα της Εκκλησίας, με την μόνη διαφορά, ότι άλλο είναι, καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι-αιρετικοί και άλλο είναι καθηρημένοι αιρετικοί.

Δηλαδή, υπάρχουν καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι-αιρετικοί, Συνοδικά-τυπικά καθηρημένοι, (βλέπε, Άρειο, Νεστόριο κλπ) και υπάρχουν καταδικασμένοι-αναθεματισμένοι-αιρετικοί, που δεν είναι Συνοδικά-τυπικά καθηρημένοι, (βλ. Πάπα Ρώμης, Οικουμενιστές Συν. Κρήτης).

Αρχ. Σαββας Αγιορειτης - Άλλο αποτείχιση, και άλλο να διακόψεις το μνημό...

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ - Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ - ΑΠΟΤΕΙΧ...

Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (Μέρος Α΄)


  
Πρώτη δημοσίευσις 28/10/2014 
 



       Η Παναίρεση  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κατὰ τὸν Ἰουστῖνο Πόποβιτς) εἶναι μιὰ κατάσταση ὑπαρκτὴ καὶ ὄζουσα μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποί μας, ὅμως, τὴν ἀποκρύπτουν, τὴν ἔχουν καταστήσει ἄσαρκη, ἄοσμη καὶ ἀόρατη, καὶ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ἐρευνήσουν καὶ νὰ τὴν καταδικάσουν Συνοδικά.

Εἶναι πρωτοφανὲς γεγονὸς στὴν δισχιλιετὴ ἱστορία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, σύσσωμη ἡ Ἱεραρχία νὰ σιωπᾶ ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἢ νὰ συμπορεύεται ἐπὶ ἕνα σχεδὸν αἰῶνα μὲ τὴν αἵρεση, ἀντὶ νὰ ἔχει ἐξεγείρει τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἀνατροπή της. Οἱ τυχὸν σποραδικὲς φραστικὲς διαμαρτυρίες ἐνίων ἐξ αὐτῶν (ποὺ θὰ εἶχαν ἀξία κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς αἱρέσεως) ἐλάχιστη πρακτικὴ ἀξία ἔχουν, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ αἵρεση ὕπουλα ἔχει εἰσδύσει μέχρι τὸ μεδοῦλι τῶν συνειδήσεων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἴτε τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει εἴτε ὄχι, εἴτε συμμετέχουν φανερὰ σὲ ἐκδηλώσεις οἰκουμενιστικὲς εἴτε τὶς ἀνέχονται.
 
σταδιακὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ὑλοποίηση τῆς οἰκουμενιστικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 19201 καὶ ὅσων ἐφεξῆς δρομολογήθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὅσων ἐθέσπισε ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος. Αὐτὸ σημαίνει πὼς  σταδιακὰ γίνεται ἀλλαγὴ τῶν ἀρχῶν τῆς θεμελιώδους Πίστεως· ὅλο καὶ περισσότερο ἀμφισβητεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ «κιβωτὸ τῆς Σωτηρίας», καὶ ἐμπεδώνεται στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν ἡ θέση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναποτελεῖ μὲ τὶς αἱρετικὲς κοινότητες τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν (ὁρατῶς ἢ ἀοράτως)  τὴν Ἐκκλησία.
 
Ὡς ἐκ τούτου, καταλαβαίνουμε πώς, ἂν οἱ πιστοὶ ποὺ τοὺς ἐμπιστεύονται καὶ ἔχουν ἀποθέσει καὶ ἐπιρρίψει –κακῶς– τὰ πάντα στοὺς ἐπισκόπους,2 ἂν οἱ πιστοὶ δυσκολεύονται πολλὲς φορὲς νὰ ἀντιληφθοῦν ἀλήθειες τῆς Πίστεως βασικὲς καὶ ξεκαθαρισμένες, πόσο πιὸ δύσκολα μποροῦν νὰ συλλάβουν τὶς αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ ἀληθοφανεῖς καὶ ὀρθοδοξοφανεῖς ἐκφράσεις τῶν αἱρετικῶν, ὅταν μάλιστα οἱ Ποιμένες τους ἐν Συνόδῳ τὶς ἀποκρύπτουν καὶ ἀρνοῦνται νὰ καταδικάσουν τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς;3
 
Ὡς φυσικὴ συνέπεια ἔρχεται ἡ ραγδαία ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ στὴν παροῦσα φάση μὲ ἀγαπολογίες, διαλόγους, συμπροσευχές, κοινὲς ἐκδηλώσεις πρὸς διάσωση τοῦ πλανήτη καὶ τῆς «κοινῆς» χριστιανικῆς κληρονομιᾶς τῆς Εὐρώπης, εἰρηνιστικὲς καὶ οἰκολογικὲς κορῶνες κ.ἄ., ὡς ἄλλο ναρκωτικό, ναρκώνει καὶ ἀλλοιώνει συνεχῶς –ὅλο καὶ περισσσότερο– τὰ ὀρθόδοξα αἰσθητήρια τοῦ λαοῦ, ὡς ὅτου ἀποκαλύψει πλήρως καὶ στοὺς πλέον ἀφελεῖς τὸ ἀποκρουστικό του πρόσωπο.
 
Δυὸ τελευταῖα χαρακτηριστικὰ γεγονότα, ἐκφραστικὰ δείγματα διεισδύσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἦταν α) ἡ συναυλία ποὺ ἔγινε, –ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου προταθεῖσα– στὸν ὀρθόδοξο ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα Ἀθηνῶν, μὲ μουσικὰ ὄργανα καὶ προεξάρχοντα γνωστὸ λαϊκὸ τραγουδοποιό, ἐκδήλωση «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση» τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καὶ β) ἡ ἀπαράδεκτη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου, πὼς οἱ Ἀρμένιοι εἶναι Ὀρθόδοξοι! Παρὰ κάποιες ἀντιδράσεις γιὰ τὴν πρώτη ἐκδήλωση, οὐδεὶς ἐπίσκοπος ἀντέδρασε γιὰ τὴν δεύτερη δήλωση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐπώνυμο πρωτοπρεσβύτερο, κάποιους λαϊκοὺς καὶ μετρημένα θρησκευτικὰ ἱστολόγια.
 
Ἔτσι λοιπόν, διὰ τῆς καταλυτικῆς ἐπιδράσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄλλαξε καὶ συνεχῶς ἀλλοιώνεται τὸ φρόνημα καὶ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ (τοῦ φύλακος τῆς Πίστεως), σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς καινοτομίες ἀλλοιώσεως καὶ προδοσίας τῆς Εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας. Ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, δηλαδή, σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ ὡς πρὸς τὴν πίστη οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, ὥστε ὄχι μόνο δὲν ἔχουν διάθεση νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἀλλὰ δυσκολεύονται νὰ κατανοήσουν γιατί μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι, γιατί οἱ Πατέρες πολέμησαν μέχρις αἵματος τὶς αἱρέσεις καὶ γιατί οἱ Ὁμολογητὲς μὲ παρρησία καὶ αὐθορμήτως προσήρχοντο καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς ἀναγκάσει γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν Πίστη, γιατὶ ἀντιστάθηκαν ἐναντίον βασιλέων καὶ ἡγεμόνων (κοσμικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν) ὑπερασπιζόμενοι μὲ πάθος τὸν θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς Πίστεως.
 
Ἐξοργίζεται κανεὶς καὶ ἀσφυκτιᾶ, καθὼς βλέπει ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατάφεραν νὰ κατακερματίσουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ μᾶς ἐγκλωβίσουν σὲ ἐπισκοποκεντρικῆς κατευθύνσεως ἰδεοληψίες περὶ ὑπακοῆς, (βοηθούντων ἀκουσίως σ’ αὐτὸ τῶν ἀδελφοτήτων καὶ πολλῶν Ἱ. Μονῶν), κατάφεραν νὰ μᾶς κολλήσουν ἐτικέτες, νὰ μᾶς διαιρέσουν, νὰ μᾶς ἀπομονώσουν καὶ ὡς κάποιο βαθμὸ νᾶ μᾶς εὐνουχίσουν, ὥστε νὰ μὴν ἀντιδροῦμε στὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ ὅμως, ἐνῶ ἔχουμε –ἀνεπιτρέπτως– διαφορετικὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἀντιλήψεις καὶ στάσεις ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὲ κάθε λειτουργία ὁμολογοῦμε «τὴν  ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!
 
Ἡ ὠμότητα καὶ ἡ ἰταμότητα διὰ τῆς ὁποίας ἐξέφρασε τὸ σχέδιο αὐτὸ (γιὰ τὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας) ἕνας ἐκ τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων εἶναι πρωτοφανὴς γιὰ τὶς ὀρθόδοξες ἀκοές. Καὶ ὅμως, κανεὶς ἀπὸ τοὺς λαλίστατους μητροπολῖτες ποὺ κάθε δυὸ καὶ λίγο ἐκφράζονται στὰ Μ.Μ.Ε. περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ, δὲν εἴδαμε νὰ τὰ ἀποδοκιμάσει δημοσίως.