Το μυστήριο της βάπτισης αποτελεί ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας, το οποίο εισάγει τον πιστό στη χριστιανική κοινότητα και  συμβάλλει στον εξαγνισμό και στη φυσική αναγέννησή του. Τελετουργικό στοιχείο της βάπτισης με συμβολικό χαρακτήρα που καθαίρει το βαπτιζόμενο από τις αμαρτίες αποτελεί το νερό, για αυτό κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια το μυστήριο τελείται σε ποτάμια και πηγές.  Την εποχή αυτή επικρατεί και η αντίληψη ότι ο βαπτιζόμενος πρέπει να είναι ενήλικας και να έχει αποφασίσει συνειδητά  να ασπαστεί το χριστιανισμό. Καθώς μάλιστα το μυστήριο συνδέεται με την άφεση αμαρτιών, πολλοί είναι  αυτοί που, αν και χριστιανοί, προτιμούν  να βαπτίζονται  στο τέλος της ζωής τους για να εξαγνιστούν από τις αμαρτίες. Καθοριστικός από το 2ο αιώνα είναι και ο ρόλος του ανάδοχου που αποτελεί εγγυητή της πίστης του βαπτιζόμενου και της αφοσίωσής του στα χριστιανικά ιδεώδη.
Η αύξηση της παιδικής θνησιμότητας  συντελεί, ωστόσο,  στην  επικράτηση του  νηπιοβαπτισμού που από το 13ο αιώνα εφαρμόζεται καθολικά στο σώμα της εκκλησίας. Διαφοροποιημένος εμφανίζεται την εποχή αυτήν και ο ρόλος του ανάδοχου, ο οποίος αποτελεί  ταγό της ηθικής διαπαιδαγώγησης του βαπτιζόμενου, ενώ συχνά αναλαμβάνει και την ανατροφή του, όταν οι φυσικοί του γονείς δε βρίσκονται στη ζωή.