Κυριακή 18 Απριλίου 2021

Άρθρο του πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση Γιατί αὐξήθηκαν τά κρούσματα τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη; Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 



ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ
Γιατί αὐξήθηκαν τά κρούσματα τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη;

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ

1. Ἄδειοι καί ἔρημοι οἱ ναοί

Τήν περασμένη Κυριακή ἀναγνώσθηκε στίς ἄδειες ἀπό πιστούς ἐκκλησίες περικοπή ἀπό τό κατά Λουκᾶν Ἅγιο Εὐαγγέλιο, στήν ὁποία ὁ εὐαγγελιστής διηγεῖται δύο θαύματα· τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσας γυναίκας καί τό θαῦμα τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου1. Δέν θά σχολιάσουμε τό οἰκτρό καί ἀπαίσιο θέαμα τῶν ἄδειων καί ἔρημων ναῶν, πού ἐνθυμίζει προετοιμασία γιά νά ἐγκατασταθεῖ τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἐν τόπῳ ἁγίῳ», οὔτε τήν ἀλλοίωση καί διαστρέβλωση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπό συμμετοχικό ὅλων τῶν πιστῶν μυστήριο, σέ θεατρική παράσταση μερικῶν κληρικῶν καί ἱεροψαλτῶν ἠθοποιῶν, τήν ὁποία μπορεῖ κανείς νά παρακολουθεῖ, χωρίς νά εἶναι παρών, ἀπό τό ραδιόφωνο καί τήν τηλεόραση. Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ρήμαξε τό νοῦ καί τίς καρδιές πολλῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν, καί αὐτό τό ρήμαγμα ὁδηγεῖ τώρα καί στό κλείσιμο, στήν ἐρημία τῶν ναῶν. Εἴχαμε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τόν πρῶτο ἐγκλεισμό καί ἀποκλεισμό μας, ἀπό τήν πρώτη ἐξορία μας ἀπό τούς ναούς τήν Ἄνοιξη, νά στοιχειοθετοῦμε σέ γραπτό κείμενο τήν ἐκτίμηση ὅτι ἡ τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κεκλεισμένων τῶν ναῶν, χωρίς τήν παρουσία ἐκκλησιάσματος, ἀποτελεῖ διακωμώδηση τοῦ μυστηρίου, γελοιογραφία τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι ἀναιρεῖ καί διαγράφει ὅλα ὅσα λέγονται μέσα στά λειτουργικά κείμενα. Ἕνα ἁπλό παράδειγμα ἀπό τά πολλά πού μπορεῖ κανείς νά παρουσιάσει: Ὅταν ὁ ἱερεύς λέγει πολλές φορές τό «Εἰρήνη πᾶσι, τάς κεφαλάς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν», σέ ποιούς «πάντες» ἀπευθύνεται συστήνοντας νά κλίνουν τό κεφάλι; Στά ἄδεια καθίσματα καί στά στασίδια; Καί σέ ποιούς ἀπευθύνεται στό τέλος προτρέποντας νά προσέλθουν στή Θεία Κοινωνία· «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε»; Στά ἄψυχα στασίδια καί καθίσματα; Θά ὁλοκληρώσουμε σύν Θεῷ αὐτό πού ἀρχίσαμε τήν Ἄνοιξη, τώρα πού ἦλθε καί προβλέπεται νά εἶναι πολύμηνος ὁ δεύτερος ἀποκλεισμός, ἡ δεύτερη ἐξορία μας.

2. Πιό εἰδικός ἀπό τούς εἰδικούς ὁ Πλάστης καί Δημιουργός

Καί ἡ ἀναγνωσθεῖσα πάντως εὐαγγελική περικοπή προχθές στούς ἄδειους ναούς δείχνει πόσο λίγο πιστεύουμε στό Εὐαγγέλιο, καί πόσο ἀσυνεπεῖς εἴμαστε οἱ κληρικοί, πού στά κηρύγματά μας δέν ἐπικαιροποιοῦμε τό Εὐαγγέλιο, δέν τό ἐκσυγχρονίζουμε, ἄν βέβαια πιστεύουμε ὅτι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον, ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»2. Καί τό σπουδαιότερο· ἄν πέρα ἀπό τά λόγια καί τά κηρύγματα, ἐφαρμόζουμε τό Εὐαγγέλιο στήν πράξη, στήν καθημερινή πραγματικότητα, ὅπως ἔπραξαν στή ζωή τους οἱ Ἅγιοι, ὥστε ὀρθῶς νά λέγεται ὅτι οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι τό Εὐαγγέλιο στήν πράξη.

Μᾶς διηγήθηκε λοιπόν ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ὁ ἰατρός στό ἐπάγγελμα, ὅτι κάποια γυναίκα ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία ἐπί δώδεκα χρόνια. Δέν τῆς ἔφταναν τά βάσανα καί ἡ ἐξασθένηση ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀντιμετώπιζε ἐπί πλέον καί τήν ἀδυναμία τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, τῶν γιατρῶν τῆς ἐποχῆς, νά σταματήσουν τήν αἱμορραγία. Ξόδεψε ὅλη της τήν περιουσία τρέχοντας ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά τήν θεραπεύσει. Ἄκουσε ὅμως γιά τά πολλά καί μεγάλα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἔσπευσε κοντά του, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του, καί ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἰατρός Λουκᾶς: «Καί γυνή οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τόν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾽ οὐδενός θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς»3. Ἐπί δώδεκα χρόνια ἀδυνατοῦσαν οἱ γιατροί νά σταματήσουν τήν αἱμορραγία. Καί σέ μία μόνο στιγμή ὁ παντοδύναμος Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Δημιουργός, πού ἔπλασε μέ τά ἴδια του τά χέρια τόν ἄνθρωπο καί γνωρίζει καλύτερα ἀπό κάθε γιατρό πῶς λειτουργοῦν ὅλα τά σωματικά ὄργανα καί μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει, ὅταν ἀσθενοῦν, τήν κανονικότητα τῆς λειτουργίας των, αὐτοστιγμεί, «παραχρῆμα», σταμάτησε τήν αἱμορραγία. Ποιός γιατρός θά μποροῦσε νά ἐπιτελέσει τά θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστός, χωρίς ἰατρικά θεραπευτικά μέσα, χωρίς φάρμακα, ἐξετάσεις καί νοσοκομεῖα, ἀλλά μόνο μέ τόν παντοδύναμο λόγο Του καί τήν ἀνεξάντλητη, τήν ἀστείρευτη ἰαματική Χάρη Του; Ἐπανειλημμένως οἱ ἅγιοι εὐαγγελιστές ἀναφέρονται στό πλῆθος τῶν θεραπειῶν καί ἰάσεων πού ἐπιτελοῦσε καθημερινά ὁ Χριστός· μνημονεύουμε ἐλάχιστες μαρτυρίες κυρίως ἀπό τόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Μετά τήν θεραπεία ἑνός λεπροῦ, πού τόν ἐθεράπευσε ἀμέσως ἀπό αὐτήν τήν λοίμωξη, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «καί εὐθέως ἡ λέπρα ἀπῆλθεν ἀπ᾽ αὐτοῦ», ἀλλά καί τήν φήμη τῶν ἄλλων θαυμάτων του, «συνήρχοντο ὄχλοι πολλοί ἀκούειν καί θεραπεύεσθαι ὑπ᾽ αὐτοῦ ἀπό τῶν ἀσθενειῶν αὐτῶν»4. Λίγο πρίν μᾶς παραδώσει καί διδάξει τήν θεϊκή Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, τόν ἀκολουθοῦσε «πλῆθος πολύ τοῦ λαοῦ ἀπό πάσης τῆς Ἰουδαίας καί Ἱερουσαλήμ καί τῆς παραλίου Τύρου καί Σιδῶνος, οἵ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καί ἰαθῆναι ἀπό τῶν νόσων αὐτῶν, καί οἱ ὀχλούμενοι ἀπό πνευμάτων ἀκαθάρτων καί ἐθεραπεύοντο· καί πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ ὅτι δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καί ἰᾶτο πάντας»5. Στούς μαθητές τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου πού ἦλθαν μέ ἐντολή του νά τόν ἐρωτήσουν ἄν εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας ἀπήντησε: «Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἅ εἴδετε καί ἠκούσατε· τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται, κωφοί ἀκούουσι καί νεκροί ἐγείρονται, πτωχοί εὐαγγελίζονται· καί μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί»6. Λίγο ἐνωρίτερα εἶχε ἀναστήσει τόν υἱό τῆς χήρας στήν πόλη Ναΐν καί προκάλεσε τόν θαυμασμό ὅλων, πού ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε τό λαό του λέγοντες «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται καί ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεός τόν λαόν αὐτοῦ»7. Τό ἴδιο θαυμασμό προκάλεσε καί ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στήν Καπερναούμ, ὁ ὁποῖος μετά τό θαυματουργικό θεϊκό πρόσταγμα τοῦ Χριστοῦ «ἔγειρε καί ἆρον τόν κράββατόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου, ἠγέρθη εὐθέως καί ἄρας τόν κράββατον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καί δοξάζειν τόν Θεόν λέγοντες ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν»8.

Μέ τήν ἐνανθρώπηση λοιπόν τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀδυναμία τῶν γιατρῶν νά θεραπεύουν ὅλες τίς ἀσθένειες ξεπερνιέται ἀπό τήν παντοδύναμη ἰαματική Χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Οἱ ἄπιστοι καί ἄθεοι ἰατροί, ἐνῶ ὁμολογοῦν καί παραδέχονται τήν ἀδυναμία τους, δέν συνιστοῦν στούς ἀπελπισμένους ἀσθενεῖς νά καταφύγουν στόν πιό εἰδικό ἀπό αὐτούς ἰατρό, στόν παντογνώστη Χριστό, καί τούς ἐγκλωβίζουν στούς κατά τή γνώμη τους εἰδικούς, ἀναγκάζοντάς τους νά ξοδέψουν τίς περιουσίες τους, ὅπως ἡ αἱμορροούσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου.

3. Συνεχίζουν οἱ Ἅγιοι νά θαυματουργοῦν. Θεραπευτήρια νοσημάτων οἱ ναοί.

Αὐτήν τήν ὑπεριατρική ἰαματική Χάρη ἐχάρισε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους καί στούς διαδόχους των, ἐπισκόπους καί ἱερεῖς. Δέν χρειάζεται νά παραθέσουμε τό πλῆθος τῶν σχετικῶν ἁγιογραφικῶν μαρτυριῶν οὔτε τήν ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς θαυματουργικῆς ἐνεργείας τῶν θαυματουργῶν ἰαματικῶν Ἁγίων. Εἶναι γεμᾶτα τά συναξάρια ἀπό ἀναρίθμητα θαύματα πού ἐπιτελοῦν οἱ Ἅγιοι μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὅταν λοιπόν διαβάζει κανείς ἤ ἀκούει τό Εὐαγγέλιο καί γνωρίζει τήν θαυματουργική ἐνέργεια πολλῶν Ἁγίων, καί μάλιστα σέ περιπτώσεις λοιμώξεων, ὅπως αὐτή τοῦ Κορωνοϊοῦ, λυπᾶται, πικραίνεται γιά τόν συναινετικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τά ὑγειονομικά μέτρα τῆς Πολιτείας, πού ἔφθασαν μέχρι τήν ἀσέβεια καί τήν βλασφημία τοῦ κλεισίματος τῶν ναῶν, τῆς ὑβριστικῆς συκοφάντησης τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς μασκοφορίας μέσα στούς ναούς, τῆς τήρησης ἀποστάσεων, τῆς μή προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τῶν λειψάνων καί ὅλων τῶν ἄλλων χριστομαχικῶν, ἐκκλησιομαχικῶν θεσπισμάτων. Σέ προηγούμενα δημοσιεύματά μας παρουσιάσαμε πῶς οἱ δύο πολιοῦχοι τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ μεγαλομάρτυς Ἅγιος Δημήτριος καί ὁ κήρυκας τῆς Χάριτος Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, θαυματουργικά σταμάτησαν λοιμώξεις τῆς ἐποχῆς τους9. Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου κατάμεστος τότε, ἀπό ἀσθενεῖς, ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο, συνωστισμένοι ἔγινε νοσοκομεῖο καί θεραπευτήριο γιά ὅσους προλάβαιναν νά εἰσέλθουν. Τώρα κλειστός ὁ ναός, καί τίς ἐλάχιστες φορές πού ἄνοιξε μασκοφορεμένοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι καί ἀρνητές ἔτσι τῆς ἰαματικῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου. Πῶς κατήντησε ἔτσι ἡ ἁγιοτόκος καί ἁγιοφύλακτη Θεσσαλονίκη; Πῶς νά μή σκεφθεῖ κανείς μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί ὄχι ὀρθολογιστικό καί κοσμικό, ὅτι ἡ τελευταία ἔξαρση τῶν κρουσμάτων τῆς λοίμωξης στήν Θεσσαλονίκη ὀφείλεται εἰς τό ὅτι ἐφέτος γιά πρώτη φορά δέν τιμήσαμε πανηγυρικά, ὅπως κάθε χρόνο τόν Ἅγιο, μέ ἐλεύθερη τήν προσέλευση τῶν πιστῶν, χωρίς μάσκες, οἱ ὁποῖες ἀμφισβητοῦν τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου, μέ λιτάνευση τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου καί αὐτῆς τῆς Θεοτόκου, γιά νά ἀπολυμανθεῖ τό νοσογόνο περιβάλλον τῆς πόλης, καί νά ἀποδιώξει τόν ἰό ὁ θαυματουργός Ἅγιος; Φαίνεται πώς ὁ Ἅγιος ἀπέσυρε τήν Χάρη καί τήν εὐλογία του, γιά νά μᾶς θεραπεύσει πνευματικά. Ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο ὁ ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός καί συλλειτουργός π. Φώτιος Βεζύνιας, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σέ ὅσα λέγει τό δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί σχολιάζει: «Ποιόν κοροϊδεύουμε τελικά; Σέ ποιόν ὑπακοῦμε τελικά; Ποιά εἶναι ἡ Πίστις μας τελικά; Γιατί ἤ οἱ ἅγιοι ὑμνωδοί τῆς Ἐκκλησίας μας κάνουν λάθος καί λένε ψέματα… (μή γένοιτο) ἤ ἐμεῖς βιώνουμε πλάνη μέγιστη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ρωτᾶμε λοιπόν: Στό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων ψέλνουμε· Ἔχει δέ καί τό πανέντιμον, καί ἀθλητικώτατόν σου σῶμα, τόν περίκλυτον τοῦτον ναόν ἐπί γῆς, ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων, νοσημάτων ἀλεξητήριον, ἔνθα προστρέχοντες, τάς ἰάσεις ἀρυόμεθα». Τελικά εἶναι ἀληθές; Εἶναι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων, νοσημάτων ἀλεξητήριον, ἔνθα προστρέχοντες, τάς ἰάσεις ἀρυόμεθα; Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ΝΑΙ, τότε προς τί ὁ φόβος καί ἡ μασκοφορία; Ἄν ἡ ἀπάντηση εἶναι ΟΧΙ, τότε γιατί δέν ἀλλάζουμε τούς ὕμνους; Δέν πρέπει κάποια στιγμή νά ἀπαντήσουν οἱ «ἁρμόδιοι» εὐθέως στά παραπάνω ἐρωτήματα. Ἕως πότε θά μασκοφοροῦμε οὐσιαστικά καί μεταφορικά;»10.

Ἐπίλογος. Ψεκασμένοι ἀπό ἀντίχριστες ἰδεολογίες

Ἡ αἱμορροούσα γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου ἐπί δώδεκα χρόνια ἔτρεχε ἀπό γιατρό σέ γιατρό καί δέν εὕρισκε θεραπεία· σπαταλοῦσε ἀνώφελα τήν περιουσία της. Μεγάλα, ἀμύθητα χρηματικά ποσά ξοδεύονται καί τώρα γιά τήν παρασκευή ἐμβολίου ἤ φαρμάκων πού θά προλαβαίνουν ἤ θά θεραπεύουν τήν λοίμωξη τοῦ Κορωνοϊοῦ. Μακάρι νά ἐπιτύχουν οἱ προσπάθειες, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι τά χορηγούμενα δέν θά ἀποβλέπουν σέ μή ἰατρικούς στόχους.

Οἱ Ὀρθόδοξοι πάντως πού ἀποτελοῦμε τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία μέ κεφαλή τόν ἀρχηγό τῆς Πίστεως, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τόν παντοδύναμο καί παντογνώστη Πλάστη καί Δημιουργό, ἔπρεπε στήν ἀντιμετώπιση τῆς λοίμωξης νά ἀποτελέσουμε παράδειγμα γιά τούς ἀλλοθρήσκους καί ἑτεροδόξους, ἀντί νά τούς ἀκολουθοῦμε ἀμφισβητώντας τό Εὐαγγέλιο καί τήν Πατερική Παράδοση. Ἡ κυβέρνηση πού γιά λόγους ψηφοθηρικούς στήν συνταγματική ἀναθεώρηση δέν μετέτρεψε τήν Ἑλλάδα σέ οὐδετερόθρησκο κοσμικό κράτος καί ἄφησε ἄθικτα τά ἄρθρα τοῦ Συντάγματος καί τήν ἐπικεφαλίδα πού συνιστοῦν τυπικά ἕνα χριστιανικό κράτος, στήν πράξη μέ τόν Κορωνοϊό ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἡγέτες της εἰναι ἄπιστοι καί ἄθρησκοι, ψεκασμένοι ἀπό ἀντίχριστες μασονικές ἰδεολογίες, καί γι᾽ αὐτό μέ ἀπενεργοποιημένη τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, μέ τό ὁποῖο ἔγιναν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διαφορετικά θά ἐπίστευαν ὅτι, ὅταν οἱ εἰδικοί ἰατροί ἀδυνατοῦν νά θεραπεύσουν, τότε ἐπεμβαίνει ὁ κατ᾽ ἐξοχήν εἰδικός θεραπευτής ψυχῶν καί σωμάτων, ὁ Πλάστης καί Δημιουργός. Καί μαζί μέ τούς ἀνύπαρκτους καί κατ᾽ ὄνομα μόνο ποιμένες θά ἄφηναν τούς πιστούς νά κατακλύσουν τούς ναούς καί νά παρακαλέσουν μέ ἀνοικτά καί ἀκάλυπτα πρόσωπα τούς Ἁγίους νά ἐξαφανίσουν τόν Κορωνοϊό, πού σπέρνει τόν τρόμο καί τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Ἄν ἡ αἱμορροούσα, μόνο πού ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Χριστοῦ, θεραπεύθηκε, τώρα πού μέ τήν Θεία Εὐχαριστία παίρνουμε μέσα μας τόν ἴδιο τόν Χριστό φοβόμαστε μήπως ἀρρωστήσουμε; Καί ὅπως ὅλος ὁ λαός κατά τήν ἐπί γῆς παρουσία τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσε νά τόν ἀγγίξει, νά τόν πιάσει, «ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ», διότι ἐπήγαζε ἀπό αὐτόν ἰαματική δύναμη πού ἐθεράπευε ὅλους, «ὅτι δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καί ἰᾶτο πάντας», ἔτσι καί τώρα ἀπό τίς εἰκόνες, ἀπό τά λείψανα καί ὅλα τά ἱερά καί τά θεῖα ἐξέρχεται ἰαματική καί θεραπευτική δύναμη.

Γέμισε ὁ κόσμος ἀπό τά θαύματα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τοῦ ἁγίου τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τόν ὁποῖο γιορτάσαμε αὐτές τίς ἡμέρες. Καί ὅπως ὁ ὑμνογράφος τοῦ Ἁγίου Δημητρίου λέγει γιά τόν ναό τοῦ Ἁγίου στήν Θεσσαλονίκη, ἔτσι καί ὁ νέος ὑμνογράφος, ὅσιος γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, στό Δοξαστικό τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ, γράφει γιά τόν Ἅγιο Νεκτάριο: «Ἔχει δέ καί ἡ νῆσος Αἰγίνης, τά χαριτόβρυτά σου λείψανα, πλοῦτον θεόσδοτον, καί ἰατρεῖον ἄμισθον παντοίων ἀρρωστημάτων καί πάσης θλίψεως· ἐν αὐτοῖς γάρ προστρέχοντες πανταχόθεν οἱ πάσχοντες, τάς ἰάσεις κομίζονται…». Ὅσοι ἀκολουθοῦμε τό Εὐαγγέλιο καί τούς Ἁγίους δέν τρομοκρατούμαστε ἀπό τούς ἰούς καί τίς ἀσθένειες, διότι πιστεύουμε στόν παντοδύναμο Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Οὔτε φοβόμαστε τόν θάνατο, ἀλλά προετοιμαζόμαστε, ὥστε ὅταν ἔλθει, νά ἀποτελέσει, ὅπως λέγει ἡ εὐχή τῆς γονυκλισίας τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, μετάστασή μας, μετακόμισή μας, ἀπό τά κοσμικά καί γήϊνα στά ὑπερκόσμια καί ὑπερουράνια, «ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα, καί ἀνάπαυσις καί χαρά»11. Τά ὅρια τῆς ζωῆς μας τά ὁρίζει ὁ Θεός καί ὄχι ὁ Κορωνοϊός.

  • 1. Λουκᾶ 8, 41-56.
  • 2. Ἑβρ. 13, 8.
  • 3. Λουκᾶ 8, 43-44.
  • 4. Αὐτόθι 5, 12-15.
  • 5. Αὐτόθι 6, 17-19.
  • 6. Αὐτόθι 7, 18-22.
  • 7. Αὐτόθι 7, 16-17.
  • 8. Μάρκ. 2, 10-12.
  • 9. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, «Ἡ Λῆμνος σώθηκε ἀπό λοιμική νόσο μέ προσευχές τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ», Θεοδρομία 22 (2020) 154-161, καί στό Διαδίκτυο. Ἐπίσης Του αυτου, «Ὁ Ἅγιος Δημήτριος σώζει τήν Θεσσαλονίκη ἀπό λοίμωξη χειρότερη τοῦ Κορωνοϊοῦ», στό Διαδίκτυο καί σέ ἑπόμενο τεῦχος τῆς Θεοδρομίας.
  • 10. Ἱστοσελίδα «Σάλπισμα Ζωῆς», Κυριακή 25 Ὀκτωβρίου 2020.
  • 11. Ἀρχή εὐχῆς: «Ὁ Θεός ὁ μέγας καί αἰώνιος…».

Η θεολογία του ακτίστου φωτός Αγίου Γρηγόριου του Παλαμά: Επιστολή προς Παύλον Ασάνην, Η θεολογία του ακτίστου φωτός.


1. Συναντήσας εσάς πρόσφατα, εσύ, που κατά την εξ αίματος καταγωγή είσαι συγγενής των κατεχόντων την βασιλεία αλλά κατά τις πνευματικές προδιαγραφές έχεις επιλέξει να είσαι υιός και αδελφός ημών που είμαστε ελάχιστοι λόγω της πτωχείας του πνεύματος που μακαρίζεται από τον Κύριο, ανέφερες ότι ποθείς να μάθεις ποια είναι η δοξασία της οποίας η αρχική πηγή είναι ο Ακίνδυνος και σε ποίου, απ’ όσους σε όλη την ιστορική εξέλιξη εξέφρασαν άνομα φρονήματα για τον Θεό, το έργο, τον λόγο και τα γέμοντα φλυαριών συγγράμματα εμπιστεύτηκε, ώστε να προβεί περαιτέρω κατά της δόξας του Θεού η οποία με αποδεικτικά τεκμήρια κατέστη σαφής στο Θαβώρ.

Η εν λόγω απόπειρα δεν φαίνεται να είναι τόσο δοξασία αλλά μάλλον κάποια αδοξία και μάλιστα όλη η αδοξία και όχι επιμέρους· διότι όποιος ασπάζεται την εν λόγω αδοξία περιπίπτει σε οιαδήποτε εκτροπή προσιδιάζει στο (εν λόγω αρνητικά χαρακτηρολογικό) όνομα, αφ’ ενός κατά το ότι αντιμετωπίζει απαξιωτικά την θεία εκείνη δόξα και όσους ανέκαθεν και κατά την παρούσα ιστορική στιγμή την ανύψωσαν κατά το μέτρο της δυνατότητάς τους, αλλά, για να μιλήσουμε αληθέστερα, τον ίδιο τον εαυτό του, και αφ’ ετέρου κατά το ότι έχει αποκτήσει εξ αυτής της θέσης την νόσο της έσχατης ηθικώς κακοδοξίας»· και τρίτον, το οποίο κατ’εξοχήν έρχεται σε αντιπαράθεση με την απορία της σεβασμιότητάς σου, με το να μη συντάσσεται με καμιά άποψη και καμιά εκδοχή μέχρι τέλους αναφορικά με αυτή την δόξα (επισφαλή εκδοχή) για την οποία εσύ θέτεις ερωτήματα. Είναι εφικτό μάλιστα να μάθεις την εν λόγω ασυμφωνία του με σαφήνεια και από τα αυτόγραφα συγγράμματα εκείνου, τα οποία έχουμε (στην διάθεση μας).

Πράγματι, όποια άποψη θα είχε κάποιος για το φως εκείνο, θα εύρει κατά την εκτύλιξη του περιεχομένου τους την αντίθετη· καθώς φαίνεται λοιπόν ο συγγραφέας των τέτοιου είδους συγγραμμάτων στο εν λόγω σημείο ακριβώς έδωσε ιδιαίτερη προσοχή, να στρέφεται εναντίον του εαυτού του με κάποιους ανατρεπτικούς συλλογισμούς και να αντιφάσκει με τον εαυτό του καταρχάς ως προς όλα και με πολλούς τρόπους, για καθένα από τα θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο, και στον καθένα από τους υπολοίπους (θεολογούντες) κατά πολλούς βέβαια τρόπους αλλά όχι σε όλα τα ζητήματα· διότι ποιος θα μπορούσε, όπως ο ίδιος, να εντοπισθεί από όλους, καθώς αναφέρει γενικώς για το ίδιο ζήτημα όλες τις εκδοχές και ακόμη τις αντίθετες;

Διότι ποιά δοξασία είναι εφικτό να αποχτήσει κάποιος για το θειότατο εκείνο φως, το οποίο με απόρρητο τρόπο εθεάθησαν οι αριστίνδην εκλεγμένοι από τους αποστόλους, οι οποίοι τότε ανέβησαν από κοινού με τον Κυριον στο όρος, αφού είναι άκτιστο;

2. Αλλά ευθύς αμέσως θα έλθει αντιμέτωπος με την εχθρική προς το φως χείρα, η οποία γράφει: «δεν είναι εφικτό να οράται κάτι άκτιστο από καμιά κτιστή φυση ούτε από αυτές τις ανώτατες δυνάμεις που βρίσκονται πέριξ του θείου»· και πάλι: «τίποτε, όπως αυτό τούτο που υποπίπτει στην όραση των σωματικών οφθαλμών υπό οιαδήποτε προσέγγιση δεν είναι άκτιστο, έστω και αν είναι ο Μωυσής, έστω και αν είναι ο Παύλος που ανήλθε στον τρίτο ουρανό, έστω και αν είναι άγγελος, ή οντότητα που άπτεται της θείας θεωρίας»· και εκ νέου: «το μόνο άκτιστο φως και η άκτιστη δόξα, δηλαδή η θεία φύση, είναι παντελώς κατά την καθεαυτότητά της αόρατη». Άραγε δεν απέδειξε με σαφήνεια ότι είναι κτίσμα το φως εκείνο;

Και αν υποστηρίξει κάποιος ότι αυτό είναι θεία ενέργεια και όχι ουσία, εκ νέου προσεγγίζει (το ζήτημα) με αντίθετο φρόνημα η εχθρική συγγραφή και γνώμη του, όταν σημειώνει «δεν είναι εφικτό να θεαθεί κάποιος την συμπληρωματική ενέργεια της υψίστης θεότητας με σωματικούς οφθαλμούς υπό οιαδήποτε οπτική»· και πάλι, «πώς η κτιστή φυση θα θεαθεί την άκτιστη ενέργεια με σωματικούς οφθαλμούς, ακόμα και αν κάποιος είναι ισάγγελος και άγγελος;».

Αφού θέσει λοιπόν κάποιος στο περιθώριο το όνομα της ενέργειας, θα το ονομάσει θεία έλλαμψη και χάρη, προτιμώντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα κατάλληλα ονόματα. Αλλά θα εντοπίσει την ίδια χείρα να χρησιμοποιεί έμμετρους λόγους με άμετρη φορά και να γράφει εκ νέου κατά των απόψεων του: «Έπειτα νομίζει ότι πρόκειται για την άκτιστη χάρη, την οποία κανείς δεν είδε ουτε έχει τις οντολογικές προδιαγραφές για να την δεί, ακόμη και αν λάβει ως χάρισμα φύση αγγέλου». Όθεν ποια αναγκαιότητα υπάρχει να γράφουμε εδώ περισσότερα από τα γραφέντα από τον ίδιο προηγουμένως, έστω και αν είναι πολυ χειρότερα;

3. Αλλά επειδή και η άκτιστη ουσία είναι από κάθε άποψη αόρατη και την άκτιστη χάρι και ενέργεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, κανένας ούτε ακόμη άγγελος δεν είδε, θα ονομάσουμε κτιστό το φως εκείνο που εθεάθη από τους αποστόλους στο όρος με την δύναμη του πνεύματος, και έτσι θα κατευνάσουμε το φιλοπόλεμο ήθος του Ακίνδυνου;

Αλλά είναι εφικτό να εντοπίσουμε και επίσης να έχουν γραφεί εκ νέου από την χείρα του τα εξής: «και είναι δυνατόν, σε όσους επιθυμούν να έλθουν προς ημάς, να λάβουν την πίστη διά μέσου της όψης, ότι, δηλαδή, εάν κάποιος το υπέρλαμπρον φως που έλλαμψε στο όρος Θαβώρ, εξαιτίας του ότι έχει ονομασθεί παραδειχθείσα θεότητα από τον Θεολόγο Γρηγόριο και άκτιστο και αΐδιο από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, διαφορετικό αυτό χαρακτηρίζει ως προς το άκτιστο της ουσίας του Θεού, δεν θεωρώ ότι ο εν λόγω αιρετικός θεολογεί με έγκυρο τρόπο.

Και διότι έχει χαρακτηρισθεί ως φως άκτιστο και προαιώνιο και αΐδιο, δεν χαρακτηρίσθηκε όμως ως διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Επομένως, ούτε εγώ υποστηρίζω αυτήν την άποψη. Σύμφωνα λοιπόν με τις απόψεις του και κατεξοχήν σύμφωνα με την πρόταση που διετυπώθη από τον ίδιο τώρα, εκείνο το φως που εωράθη, το οποίο υπέδειξε από πριν ότι είναι κτίσμα, είναι και ουσία και άκτιστο, μολονότι προηγουμένως υποστήριξε ότι δεν είναι δυνατόν να θεαθεί η χάρη και η ενέργεια ούτε από τους ίδιους τους αγγέλους.

Έχει μάλιστα παραδοθεί και αυτός ο λόγος του με γραπτό τρόπο και αυτολεξεί έχει διατυπωθεί σε πολλά σημεία των συγγραμμάτων του ότι «η θεία και άκτιστη χάρις και ενέργεια δεν είναι διαφορετική από την θεία ουσία», αλλά και στα κείμενα που μόλις προηγουμένως παρετέθησαν απεφάνθη ότι δεν είναι μόνο άκτιστη αλλά και αόρατη κατά την καθεαυτότητά της η ουσία του Θεού. Εδώ όμως υποστηρίζει ότι το φως που εωράθη είναι η ίδια η ουσία του Θεού· «διότι δεν είναι διαφορετικό από την ουσία», υποστηρίζει.

4. Αλλά θα υποστηρίξει ότι διατύπωσε λόγο για φως που έχει λάμψει στο Θαβώρ αλλά που δεν έχει καταστεί αντικείμενο της όρασης; Μια τέτοια διάκριση εισάγει την κατεξοχήν αφροσύνη. Διότι πώς έλλαμψε στο Θαβώρ, εάν δεν έχει οραθεί στο Θαβώρ; αλλά θα υποστήριζε κάποιος ότι διά μέσου του φωτός εκείνου εθεάθη η θεότητα που με παραδειγματικό τρόπο εμφανίσθηκε στο όρος, δηλαδή εννοήθη; Πρόκειται για μέγιστη υπεροψία ή, για να εκφέρω πιο ακριβή λόγο, για μέγιστη απάτη.

Διότι πώς νοείται αλλά δεν υποπίπτει στην όραση μια κατάσταση που είναι πολύ ανώτερη της όρασης; Αραγε δεν εκλαμβάνει εναντίον της δικής του συνείδησης, με απατηλό τρόπο στοχαζόμενος, το νοήσαι σε αντικατάσταση εκείνου το οποίο θα μπορούσε να θεαθεί διά μέσου οφθαλμών;

Και μάλιστα ενώ ακούει ότι το φως που έλλαμψε στο όρος από τον σωτήρα έγινε ορατό με τους οφθαλμούς των αποστόλων; Διότι λέγει «σήμερα κατέστησαν ορατά όσα είναι αθέατα από τους ανθρώπινους οφθαλμούς και είδαν την θεϊκή αυτή δόξα, αν και όχι στο εύρος που κατείχε, αλλά στον βαθμό που είχαν αντοχή αυτοί που περιέφεραν σωματικούς οφθαλμούς, προκειμένου να μην απωλέσουν μαζί με την όραση και την ζωή».

Αλλά όμως το εν λόγω φως που έγινε ορατό από τους οφθαλμούς των Αποστόλων, διά του οποίου αυτός υποστηρίζει ότι οράται (η θεία ουσία), δηλαδή νοείται από τα άτομα που θεώνται την ουσία του Θεού, τί από τα δύο είναι, κτιστό ή άκτιστο; Διότι, εάν ισχυρίζεται ότι είναι κτιστόν, από κοινού με την υπόλοιπη ασέβεια εμφανίζεται ενώπιόν μας και ως άλλος Ευνόμιος· διότι το να υποστηρίζεται ότι εκ των κτισμάτων νοείται η ουσία του Θεού και όχι η ενέργεια είναι διδασκαλία εκείνου και των οπαδών του. Εμείς όμως θα αρκεστούμε σε όσες αντιρρήσεις αντέταξαν απέναντί του ο Μ. Βασίλειος και ο αδελφός του που είχε τα ίδια φρονήματα μαζί του.

Και αν υποστηρίζει ότι είναι άκτιστο και το φως διά του οποίου οράται η ουσία, κατά την εκτίμηση του αυτό είναι η ουσία του Θεού. Διότι η ουσία είναι το μόνο άκτιστο φως κατά τις θεωρητικές τοποθετήσεις του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι η ουσία του Θεού είναι καθεαυτή και αόρατη και ορατή, και το φως το οποίο προηγουμένως υποστήριξε ότι είναι κτιστό, τώρα κατά την εκτίμησή του είναι άκτιστο. Άραγε λοιπόν θα μπορέσει κάποιος να συμφωνήσει μαζί του ότι το ίδιο είναι κατά την καθεαυτότητά του και κτιστό και άκτιστο, και ορατό και αόρατο, και ουσία και μη ουσία, και μάλιστα όταν την κατασκευάζει και διακηρύσσει ως θεία, όχι μόνο για όλα όσα τώρα προσθέσαμε αλλά και για πολλά ακόμα;

5. Εμπρός όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνεί κάποιος με αυτή την κατεξοχήν επιπόλαιη αφροσύνη· ας υποθέσουμε όμως, είπα, εφόσον κανείς δεν υπάρχει που να συμφωνεί μαζί του. Ολίγον έλειψε να μου διαφύγει, επειδή απεβλήθη από την μνήμη λόγω του περιφανούς της ατοπίας, ότι δεν είναι λίγοι όσοι εκφράζουν την προθυμία να φαίνονται ότι συμφωνούν μαζί του εσχάτως και πριν από τους υπόλοιπους ακόμη και το πρόσωπο που κατέχει το πατριαρχικό αξίωμα, προς τον οποίο και έστειλε το σύγγραμμα στο συνολό του, από το οποίο παραθέτουμε τις οικείες του σκέψεις· διότι οι κομιστές από εκεί μάς το έφεραν.

Και επειδή αυτός δεν φαίνεται μόνον αλλά και διδάσκει όσα και εκείνος και κινεί υπέρ του ιδίου όλα τα σχοινιά, ούτως ειπείν, άλλοι παρασύρονται από τις επαγγελίες του και από τα όσα προτείνει και προβάλλει αξιώματα, ενώ άλλοι φοβούνται τις απειλές και τις προσβολές και επίσης τις οξείες επιτιμήσεις (διότι αφορίζει και αποκηρύσσει και με προφορικό λόγο και με γράμματα προς τους ομοφρόνους του απέναντι σε όσους φέρουν αντιρρήσεις με κάθε τρόπο προς τον Ακίνδυνο), πολλοί συμφωνούν μαζί του ή υποκρίνονται ότι συμφωνούν. Αλλά όμως οιοσδήποτε συμφωνήσει κατά το ότι λέγει ότι το ίδιο είναι και κτιστό και άκτιστο, δεν θα διαφύγει την συνέπεια της σοφιστείας του σχετικά με αυτές τις απόψεις, αφου γράφει σαφώς τα εξής: «εγώ θεωρώ ως άνευ αξίας και το άκτιστο και το κτιστό της θεουργού σοφίας και χάριτος.

Διότι βεβαίως δεν πρέπει εμείς να προσκυνήσουμε την αντίφαση, ώστε, αν είναι η μια εκδοχή υπό ανάθεμα, θα είναι όχι λιγότερο και η δεύτερη». Άρα, δεν έχει εκπέσει από την χάρη ο δυστυχής, αλλά μάλλον έγινε αντίπαλός της, αν όχι και κάτι χειρότερο; Διότι αν έχουν εκπέσει από την χάρη όσοι δικαιώνονται με τον μωσαϊκό νόμο, όπως απεφάνθη σαφώς ο απόστολος αποστέλλοντας την επιστολή του προς τους Γαλάτες, σε ποια κατηγορία θα θέσουμε το άτομο που απαξιοί και αναθεματίζει τόσο το κτιστό όσο και το άκτιστο της χάριτος;

6. Έπρεπε βεβαίως, κατά τον επικυρωτή και προστάτη του Ακινδύνου, τον στην παρούσα φάση αρχιεράρχη και προφανώς αρχιποιμένα, και συγχρόνως διδάσκαλο και διάκονο αυτού, να πράττει τα πάντα. Διότι όπως αυτός υπέβαλε σε αφορισμούς εκείνους όσοι αντιλέγουν στον Ακίνδυνο και όσοι είναι των ιδίων απόψεων με αυτούς, όλους δηλαδή τους ανθρώπους τούς αφώρισε και απεκήρυξε, τον Ακίνδυνο όμως και εκείνους οι οποίοι φρονούν όσα ο ίδιος, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και ο ίδιος ως πατριάρχης, περισσότερον από όλους τους άλλους, καθότι έχει προαποδειχθεί και αποδεικνύεται ότι αυτός αντιλέγει με τον εαυτό του παρά με τους άλλους.

Διότι, εφόσον τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τον ίδιο και αντίκεινται είναι τέσσερα, σε έκαστον από αυτά ακολουθεί κάποια διπλή αντίθεση ή και τριπλάσια από τους άλλους και τόσες φορές ο ίδιος και ο υπέρ αυτού εκφωνών τους δήθεν αφορισμούς προς καθένα από όσα έχουν διατυπωθεί για τα εν λόγω δέματα αποδεικνύεται υπεύθυνος.

Κατά τον τρόπο λοιπόν που αυτός ο προστάτης του Ακίνδυνου αφώρισε όλους τους ανθρώπους, (στην πραγματικότητα όμως) τον εαυτόν του και όσους συμφωνούν με τις απόψεις του καταδίκασε σε αφορισμό περισσότερο απ’ όλους, έτσι και εκείνος που έλαβε εκ μέρους του την παρρησία προσφάτως χρησιμοποιεί το ανάθεμα. Διότι καθυποβάλλοντας στο ανάθεμα και τους δυο, τόσο εκείνους όσοι θεωρούν ότι η θεουργός χάρη είναι άκτιστη, η οποία κατά τους θεοφόρους πατέρες είναι η λαμπρότητα της θείας φύσης, σύμφωνα με την οποία και ο Κύριος έλαμψε στο όρος και υπέδειξε την λαμπρότητα των αγίων που τελείται κατά μεθεξιν, όσο και εκείνους που διαβεβαιώνουν ότι είναι κτιστή, καθότι κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «επειδή μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν μπορούν να κατασκευάσουν ούτε όσοι συνθέτουν τραγέλαφους», και αναγκαστικά όλους όσοι φρονούν ότι αυτή είναι κτιστή ή άκτιστη, κανείς δεν απομένει που να μην υποπίπτει στο σχετικό με τον Ακίνδυνο ανάθεμα.

Με πολλαπλάσιο μάλιστα τρόπο υποβάλλεται πλήρως και ο ίδιος στον εν λόγω κριτικό εκκλησιαστικό έλεγχο· διότι αυτός όχι μόνον από την αμεσότητα της αντίφασης, αλλά και από το γεγονός ότι άλλοτε αποφαίνεται πως είναι κτιστή και άλλοτε άκτιστη, περιπίπτει στο ίδιο με όλους τους άλλους ανάθεμα, ενώ ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και τον επικυρωτή του και προστάτη του δικαίως καθώς και για το συμφέρον του κοινού πληρώματος των ευσεβών.

Εφόσον λοιπόν και αυτοί επιτίθενται εναντίον μας, κατά τέτοιο τρόπο συνελήφθησαν όχι μόνον με τις φρικωδέστερες αποκηρύξεις των μεγάλων εκείνων συνόδων αλλά και με τους δικούς τους βρόγχους και καταπίπτουν στα βάραθρα τα οποία οι ίδιοι ανέσκαψαν, ολοκληρωτικά είμαστε όλοι εμείς αθώοι και μη υποκείμενοι σε σύλληψη· διότι σύμφωνα με το ψαλμικό «η παγίδα συνετρίβη και εμείς λυτρωθήκαμε», εμείς δηλαδή που αρνούμαστε ρητά αυτές τις διπλόες.

Έτσι, το άτομο που πορεύεται με απλότητα σύμφωνα με τον στίχο του Σολομώντα είναι ανώτερο από το άφρον που στρεβλώνει τους λόγους του, αυτό δηλαδή που προσφέρει ποικίλους δόλους ανάμικτους με ανοησία.

7. Το ότι είναι μάλλον αδοξία παρά δόξα και άνοια παρά διάνοια η κακόνοια του Ακίνδυνου, είτε την σύμφωνα με την διάθεση είτε την σύμφωνα με την απόφαση θα ήθελε κάποιος (δι’ αυτού του τρόπου) να χαρακτηρίζει -διότι αυτή φαίνεται ότι προβάλλει και κατά τις δύο όψεις- νομίζω ότι έχει αποδειχθεί με σαφή τρόπο από τα όσα ήδη έχουν λεχθεί.

Ποια γνώμη έχει αυτός στην συνείδηση του για το υπό εξέταση θέμα, δεν διαφεύγει καθόλου της προσοχής μας ούτε εκείνων που τείνουν συνετόν ους, καθόσον η εν λόγω κατάσταση έχει ελεγχθεί από εμάς πολλάκις με παρρησία. Και εσύ που εξετάζεις με σωστό τρόπο θα έχεις την δυνατότητα να κατανοήσεις κατεξοχήν επαρκώς από αυτά που λέγονται τώρα, ότι έχει την άποψη σε ύψιστο βαθμό ότι το φως της θεότητας είναι κτίσμα και φάσμα, όπως υποστηρίζει και ο Βαρλαάμ· διότι τις ανωτέρω ιδιότητες επιχειρεί να παρουσιάσει με πολλούς συλλογισμούς.

Και κατεξοχήν σε καθολική κλίμακα με τους λόγους του επιχειρεί να δείξει ότι κανένα από τα άκτιστα δεν γίνεται ορατό καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τους οφθαλμούς, αλλά και στους ίδιους τους λόγους του, διά των οποίων κατασκευάζει και αποφαίνεται για το τέτοιου είδους θέμα, δεν υφέρπει και δεν κινείται υπόγεια κανένα αντίθετο που θα στρέφει την γνώμη στο εναντίον.

Όταν όμως το χαρακτηρίσει ως άκτιστο, όλη η κατασκευή που αναφέρεται στην υφή του κατά περίεργο τρόπο, σαν ένας κλέπτης που κρύπτεται, κλέπτει και μεταφέρει το άκτιστο προς την εντελώς αόρατη ουσία του Θεού, η οποία κατά τις δογματικές απόψεις του είναι η μόνη άκτιστη. Διότι οτιδήποτε διαφέρει αυτής κατά οιονδήποτε τρόπο το εγκαθιστά με φανερή προβολή ανάμεσα στα κτίσματα.

Και επειδή αυτός θεωρεί το φως της θεότητας ότι είναι κτιστό και φάσμα, το οποίο στην κυριολεξία ποτέ δεν υπάρχει, στηριζόμενος στην εν λόγω εκδοχή υποστηρίζει ότι δεν είναι ούτε κτιστόν ούτε άκτιστον. Νομίζω ότι έχεις αντιληφθεί την γνώμη της αδοξίας εξαιτίας της οποίας ο Ακίνδυνος εκινδύνευσε αναφορικά με τα θέματα της πίστης.

Και συμβαδίζει σχεδόν ο ίδιος με όλους που ανέκαθεν διατύπωναν μη θέσμια πράγματα για τον Θεόν. Και αυτό έχει διττή αιτία· διότι, αφού αθέτησε τις θείες ενέργειες σύμφωνα με τις οποίες και μόνες επιτρέπεται να θεολογούμε και από τις οποίες μόνο να συγκροτούμε τα οικεία στην ευσέβεια και να απομακρύνουμε τα αλλότρια, πώς δεν θα έσφαλλε και κατά την δική του γνώμη και δεν θα δεχόταν με απλό τρόπο όλες τις απόψεις όλων όσοι έχουν σφάλλει;

Και εκτός από αυτά, και όσα φαίνονται ότι διαφωνούν με βάση τα όσα έχουν θεολογηθεί από την πρώτη χριστιανική εποχή, διά μέσου των οποίων ανατρέπονται μεταξύ τους οι αιρέσεις που είναι αντίθετες κατά υπερβολή και κατά έλλειψη, παραινώντας ο ίδιος να υποστηρίζουμε ότι αγνοούμε πως είναι αντίθετα μεταξύ τους παραγγέλλει να μην χρησιμοποιούμε τίποτε από αυτά.

Και εκείνους όσοι λειτουργούν συμβιβαστικά τους κατηγορεί ως καινοτόμους και τους ονομάζει καινούς και υπερήφανους Θεολόγους, διότι κατά την γνώμη του δεν υπόσχονται ότι θα εξηγούν και θα διδάσκουν σε όλους τα συνετά. Πώς λοιπόν εκ νέου δεν συγκρότησε κάθε δόγμα πονηρό, αφού αυτός αναίρεσε όλα τα δεδομένα, διά των οποίων αναιρούνται όλα εκείνα;

8. Έτσι και για τους ανωτέρω λόγους αυτός είχε την έπαρση ότι συμφωνεί με όλους τους κακόβουλους αιρεσιάρχες, και κατεξοχήν με τον Άρειο, τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο και με τον ίδιο τον Σαβέλλιο, έστω και «αν ο περί ου ο λόγος διήνυσε μια εκ διαμέτρου διαφορετική πορεία από εκείνους.

Διότι είναι δυνατόν στον Ακίνδυνο να εντάσσει στο ίδιο πλαίσιο τα ασύμπτωτα. Και διότι ο Άρειος και ο Ευνόμιος και οι όμοιοι με αυτούς, εκ του ότι δεν είχαν την δυνατότητα να αποδείξουν εκ των δεδομένων που η ίδια τους παρείχε ότι η ουσία του Πατέρα είναι έτερη προς αυτήν του Υιού, επεχείρησαν να υποκλέψουν τους πολλούς με βάση τα όσα υφίστανται πέριξ της περιοχής της και απεφάνθησαν ότι η άκτιστη ουσία είναι η αγεννησία που θεωρείται με υποστατικό τρόπο πέριξ της περιοχής της· έτσι, λοιπόν εξ ανάγκης υπολείπεται ότι ο γεννητός είναι κατ’ ουσίαν κτιστός.

Και απεφάνθησαν ότι είναι το ίδιο η ατρεψία, η απειρία, η σοφία, η αγαθότητα και με απλό τρόπο ότι όλα τα με φυσικό τρόπο θεωρούμενα πέριξ της θείας ουσίας δεν διαφέρουν καθόλου και υπό οιαδήποτε οπτική από την άγεννησία, δηλαδή από την ουσία του Θεού σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις.

Και οτιδήποτε διαφέρει κατά κάποιο τρόπο από εκείνη το τοποθέτησαν στην ίδια κατηγορία με τα κτίσματα, με σκοπό ο Θεός να έχει κατά την εκτίμηση τους μια και συγχρόνως απλή ουσία και ο Υιός ως γεννητός να είναι άλλης ουσίας και τρεπτός και πεπερασμένος και με αρχή, με άλλους λόγους δηλαδή ότι είναι κτιστός και όχι όντως αγαθός.

9. Ότι ο Ευνόμιος λοιπόν υποστηρίζει ότι όλες οι πέριξ της θείας φύσης άκτιστες ενέργειες και γενικώς όλα όσα θεωρούνται με φυσικό τρόπο πέριξ αυτής δεν διαφέρουν καθόλου από την άκτιστη ουσία και ότι οτιδήποτε διαφέρει από την υφή της καθ’ οιονδήποτε τρόπο είναι κτίσμα, ο συλλογισμός δι’ ολίγων διαδικασιών απέδειξε με ενάργεια. Είναι όμως αξιόχρεοι μάρτυρες αυτού όσοι τον ακολουθούν αλλά και ως προς το εν λόγω σημείο τον αναιρούν.

Και το ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα που δογματίζεται από τον Ακίνδυνο, θα βεβαιώσουν και όλο το πλήθος των συγγραμμάτων του σχετικά με το περιεχόμενό του και τα ιδιόχειρα γράμματα και η γλώσσα του και όλοι σχεδόν που συναντήθηκαν μαζί του. Ας παρατεθούν όμως ορισμένα από αυτά που έχουν γραφτεί από τον ίδιο. «Διότι λέγει δεν έχουμε την δυνατότητα κάτι από τα άκτιστα και τα φυσικά του Θεού να θεωρήσουμε ότι είναι κάτι άλλο από την ουσία του και την φύση του»· και πάλι «όσα λέγονται για τον Θεόν δεν είναι διαφορετικά μεταξύ τους και όλα είναι διαφορετικά από την θεία ουσία και μεταξύ τους»· και πάλι «πως δεν είναι άκτιστες δύο θεότητες για να μην αναφέρω περισσότερες, αν η δύναμη του Θεού και η ενέργεια που τελεί κάθε έργο, η σοφία και η ζωή και η αγαθότητα είναι διαφορετικά τόσο από την θεία ουσία όσο και μεταξύ τους;

Και εκ νέου «το να μερίζεται ο Θεός και έτσι να γίνονται πολλά άκτιστα και να είναι διάφορα της θείας ουσίας και μεταξύ τους, είναι ασεβέστατο». Αλλά για τον Άρειο και τον Ευνόμιο δεν ήταν αυτό η πρόθεση της κακοδοξίας αλλά το οτι δεν διαιρείται κατά τις υποστάσεις ο μόνος, κατά την εκτίμηση τους, Θεός και ότι κατά συνέπεια είναι κτιστός ο Υιός που θεωρείται σε οικεία για τον ίδιον υπόσταση.

Το ότι δεν επιδέχεται οιαδήποτε διαίρεση κατά τις φυσικές ενέργειες, ήταν έπακολούθημα της δυσέβειας εκείνων, η οποία έλαβε αφορμή από τις απόψεις που έχουν για τον Θεό αναφορικά με τις υποστάσεις. Του Ακίνδυνου όμως η πρόθεση είναι ακριβώς αυτό τούτο καθώς επίσης και το να δειχθεί κατά προέκταση κτιστή η θεία έλλαμψη και ενέργεια που εθεάθη από τους αποστόλους στο Θαβώρ, επειδή η ουσία του Θεού είναι εντελώς αόρατη σε όλα και επακολουθεί στον Ευνόμιο και στην κακοδοξία του.

Με βάση το ότι ο μόνος άκτιστος Θεός δεν επιδέχεται διαίρεση ούτε κατά τις υποστάσεις, εκ της οποίας λοιπόν ενότητας επιχειρεί να κατασκευάσει το σύμφωνα με τις ενέργειες αδιαίρετο, είναι μια θέση που οδηγεί, για να εκφέρω λόγο σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, στο ότι ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και στο σύνολό του και στα μέρη του, και εκ της θέσης αυτής προκύπτει ότι αναγκαίως είναι αδιαίρετος και κατά τις υποστάσεις.

Διότι και κατά τις υποστάσεις ο Θεός είναι υπεράνω του σύμπαντος και συνολικά και κατά τα μέρη του. Πράγματι, ο Θεός δεν έχει αποκτήσει την οντότητά του από τις υποστάσεις ως μέρη ουτε συνιστά μέρος σε καθεμιά από τις υποστάσεις, διότι σε καθεμία υπάρχει όλη και η τέλεια θεότητα, ενώ αυτός που κατασκευάζει, με βάση τα όσα υποστηρίζει, το σύμφωνα με τις θείες υποστάσεις αδιαίρετο, συγκατασκευάζει τα αντίθετα κακά και όσα είναι ομογενή με την δυσέβεια.

Εάν δηλαδή λέγει ότι δεν είναι άλλος ο Υιός από την μια εκείνη υπόσταση, την οποία μόνη θεωρεί άκτιστη, είναι ένας νέος Σαβέλλιος. Και αν υποστηρίζει ότι ο Υιός είναι κατά υπόσταση άλλη αναφορικά με τη μόνη άκτιστη σύμφωνα με την εκτίμησή του, έχει οδηγηθεί σε μανιώδεις σκέψεις παρομοίως με τον Άρειο.

10. Πρέπει όμως το άτομο που προτίθεται να είναι ευσεβές να προσέξει ότι το θείον διαιρείται αδιαιρέτως και κατά τις υποστάσεις και κατά τις ενέργειες, αφενός μεν καθόσον εκ της ύπαρξής του επιφαίνεται προς τα εδώ κάποια διαφορά αλλά όχι κατάτμηση -διότι τα ασώματα δεν μερίζονται όπως τα σώματα, και μάλιστα το θείον- και αφετέρου καθόσον όταν διαιρείται κατά τις υποστάσεις έχει το αδιαίρετο κατά τις ενέργειες ενώ όταν διαιρείται κατά τις δυνάμεις και τις ενέργειες παραμένει κατά τις υποστάσεις αδιαίρετο. Διότι από κοινού ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα πριν από τους αιώνες είχαν προγνώσει και είχαν προχωρήσει σε οριοθετήσεις, και, όταν θέλησαν, εδημιούργησαν.

Και προνοούν διηνεκώς για όλο το σύμπαν. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν μερίζεται όπως τα σώματα και δεν είναι μόνον υπεράνω του όλου και του μέρους, αλλά σε κάποιο βαθμό μπορεί να λέγεται και όλον και μέρος (διότι επί της υπόστασής του λέγονται τα πάντα εκτός από τα απολύτως ιδιαίτερα, ακόμα και τα θεωρούμενα ως εναντιούμενα μεταξύ τους), γι’ αυτό μερίζεται και κατά τις θείες υποστάσεις και κατά τις θείες ενέργειες, αλλά θεοπρεπώς, δηλαδή αμερίστως.

Εφόσον όμως αυτοί δεν το έχουν κατανοήσει, ο Ακίνδυνος και όσοι κατά το παρελθόν διατυπώνουν τις εν λόγω επικίνδυνες εκδοχές σύμφωνα με το δικό τους σκεπτικό, μερίζοντας τελείως την οντότητα που είναι αμέριστη, την κατατέμνουν με δυσεβή τρόπο. Και ενώ δήθεν την ενώνουν, την περιτέ-μνουν ή την συγχέουν όχι κατώτερα με δυσέβεια και ονομάζουν πολύθεους τους στοχαστές που δεν προτίθενται να δυσεβούν με τον ίδιο συγκριτικά με τον οικείο τους τρόπο.

11. Ο Ακίνδυνος καθιστά τον Υιόν κτίσμα και (τούτο προκύπτει) από το ότι αποφαίνεται πως είναι κτιστό κάθε έργο και από οιαδήποτε σκοπιά και αν εξετασθεί, ενώ οι θείοι Πατέρες θεολογούν από πολλές προσεγγίσεις ότι η προαιώνια γέννηση είναι έργο της θείας φύσης. Αλλά κάθε φορά που αναφέρει ότι τα ποιήματα είναι έργα της θείας φύσης υποκατασκευάζει αυτήν την θέση διαπράττοντας κακά έργα ή αγνοώντας· και κάθε φορά που αναφέρει ότι η θεία τάξη σύμφωνα με την οποία ο Υιός βρίσκεται σε δεύτερη θέση, σύμφωνα με το μέγα Βασίλειο, του Πατρός, υποστηρίζει ο ίδιος ότι δεν διαφέρει από την φύση.

Επειδή λοιπόν, όταν εμείς αναφέρουμε ότι η θεία θέληση διαφέρει από την θεία πρόγνωση και ότι η θεουργός χάρη και ενέργεια από την δημιουργική ενέργεια και ότι απ’ όλα τα τέτοιου είδους είναι υπερβατική η θεία ουσία σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, εκ του ότι είναι αιτία των ενεργειών της, αυτός μάς συκοφαντεί ότι θεωρούμε πως τα ανωτέρω είναι άνισα και ανόμοια μεταξύ τους και ακολουθώντας την επιχειρηματολογία του παριστά τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα ως άνισα και ανόμοια μεταξύ τους, επειδή και τα εν λόγω πρόσωπα διαφέρουν μεταξύ τους, ενώ ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα κατά την αιτία.

12. Διά μέσου λοιπόν αυτών και κάποιων άλλων τέτοιου είδους όχι ολίγων καταλήγει και στην μανία του Αρείου και στα αντίθετα προς αυτή, αντίθετα όμως όχι κατά την δυσέβεια. Όταν δηλαδή εκ νέου δεν διακρίνει καθόλου την άκτιστη ενέργεια από την άκτιστη ουσία, ακολούθως αποφαίνεται ότι τέτοιου είδους ενέργεια είναι ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και εκ τούτου συνάγει την συνάρθρωση του Σαβελλίου.

Αλλά και υποστηρίζοντας ότι ο Θεός είναι δύναμη αΐδια, ζωή και σοφία και αγαθότητα και όλα τα τέτοιου είδους, όχι διότι έχει όλα αυτά απαράλλακτα με τον Πατέρα αλλά διότι τα ίδια ανήκουν στον Πατέρα, εισάγει τα εν λόγω ιδιώματα ως προσόντα του Πατρός, τα οποία δεν έχουν άλλη ιδιαίτερη από εκείνον υπόσταση. Το ίδιο ακριβώς κατασκευάζει και όταν απορρίπτει φανερά ότι υπάρχουν κοινές άκτιστες ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, από όλα τα οποία παρουσιάστηκε στους χρόνους μας ένα διπρόσωπο και δυσκόλως οικονομούμενο τέρας, που φέρει την μορφή του Σαβελλίου.

Και έχοντας την πρόθεση να υπερακοντίσει και των δυο την απονεννοημένη εκτίμηση, προέβη σε μια πράξη την οποία κανείς δεν ετόλμησε από εκείνους. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι το ίδιο είναι και κτίσμα και ουσία του άκτιστου Θεού, σοφιζόμενος τέτοιου είδους (ιδιότητες) όχι μόνον εναντίον της θείας λαμπρότητας αλλά και όλων όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό. Διότι ο ίδιος γράφει εκ νέου ότι είναι κτιστά και αρκτά ακόμη και η ατρεψία και η απειρία σύμφωνα με όλα, η θεία αγαθότητα και γενικώς όλα που θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, τα οποία αυτός ο ίδιος βεβαιώνει ότι είναι ουσία του Θεού ως όντα που με ουσιώδη τρόπο βρίσκονται γύρω από την ύπαρξή του.

Και τους στοχαστές που δεν δέχονται να υποστηρίζουν τα ίδια τούς αποκηρύσσει με κάθε άνεση ως διθεΐτες και πολυθεΐτες· διότι ισχυρίζεται: «πολλά ισχυρίζονται αυτοί αλλά όχι ότι είναι ένα το άκτιστο και θεωρούν το μεν ένα ουσία, ενώ τα άλλα ανούσια και ότι η ουσία υπέρκειται αυτών κατά το ότι είναι αιτία των πέριξ αυτής, ενώ τα υπόλοιπα ότι είναι κατώτερα εκ του ότι προέρχονται εξ αυτής και υπάρχουν γυρω από την ίδια αλλά όχι ότι υπάρχουν στο εσωτερικό της».

13. Και όποιος νομίζει απίστευτο ότι ο Ακίνδυνος ονομάζει κτίσματα όσα θεωρούνται με ουσιώδη τρόπο γύρω από τον Θεό, και την ίδια την ατρεψία και την απειρία υπό οιαδήποτε οπτική, ας έλθει πλησίον μας και ας εξετάσει όχι μόνον στα εκτενώς συγγραμμένα από τον ίδιο αλλά και στις ιδιόχειρες επιστολές του προς τον ανωτέρω μνημονευθέντα πατριάρχη.

Και το αίτιο από το οποίο κατασκευάζει και υποστηρίζει ότι τα εν λόγω είναι κτίσματα και με το καθένα από αυτά ο ταλαίπωρος αποδεικνύει τον Θεό κτιστό, βλασφημώντας κατά τον εν λόγω τρόπο απέναντί του και, δυστυχώς, με πολλαπλάσιο τρόπο, είναι ότι αυτά ονόμασε έργα Θεού ο έμπειρος στα θεία Μάξιμος στα Θεολογικά Κεφάλαια. Και εάν ονόμασε αυτά άναρχα, λέγει ο Ακίνδυνος, και αΐδια και ότι δεν ήταν εποχή κατά την οποία δεν υπήρχαν, εννοεί τούτο χρονικώς, με την έννοια ότι αυτά είναι ηργμένα και εκτισμένα όχι στον χρόνο αλλά στον αιώνα.

14. Τέτοιου είδους λοιπόν είναι και αυτό. Και εσυ, σεβασμιότατε φίλε, κατά τον τρόπο που εγώ νομίζω έχε το ζητούμενο. Γνώριζε δε και ότι ο Βαρλαάμ εκείνος δεν έχει διαφορετικό φρόνημα εκτός από τον υποκριτικό δόλο και τα ποικίλα ψεύδη, τα οποία καλύπτονται από επίκρυψη και υποκρισία. Διότι αυτός απεδέχθη με πολλαπλάσιο τρόπο όλα τα τέτοιου είδους, μετά την συνοδική καταδίκη εκείνου και έπειτα αυτού του ιδίου, διατηρώντας τα ανωτέρω αδιάσπαστα και προσπαθώντας να διαφύγει την προσοχή των πολλών.

πηγή: Γρηγόριος Παλαμάς, Επιστολή προς Παύλον Ασάνην – Η θεολογία του ακτίσου φωτός, Έκδοσις ΖΗΤΡΟΣ, σ.25-67

Διαφορά ακτίστου και κτιστού Άκτιστο και Ομοούσιο αναφέρονται στο ίδιο πράγμα π. Ι. Ρωμανίδης

 


Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄.  Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.

 

Από όσα εκτέθηκαν προηγουμένως φαίνεται σαφώς ότι ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ όλος ο κόσμος είναι κτιστός. Η λέξη «άκτιστος» αποτελείται από το στερητικό α και την λέξη κτιστός και δηλώνει κάτι που δεν έχει κτισθή, δεν έχει δημιουργηθή, και δεν προσδιορίζεται. Έτσι, το άκτιστο δεν έχει αρχή, δεν έχει φθορά, δεν έχει τέλος, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, έχει φθορά και έχει τέλος, εκτός και αν ο Θεός δεν θέλη να έχη τέλος.

Οι Άγιοι, κατά την εμπειρία, βλέπουν την ενέργεια δόξα του Θεού, που διαφέρει σαφώς από την ενέργεια των υλικών πραγμάτων. Για παράδειγμα, ο Απόστολος Παύλος είδε το μεσημέρι, πορευόμενος προς την Δαμασκό, όπως λέγει ο ίδιος: «ουρανόθεν υπέρ την λαμπρότητα του ηλίου περιλάμψαν με φως» και άκουσε φωνή (Πράξεις Κστ', 13-14), δηλαδή είδε Φως που διακρινόταν από το κτιστό φως του ηλίου.

Είναι βασική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν την εμπειρία των Προφητών και των Αποστόλων, ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, γιατί όλη η κτίση δημιουργήθηκε από το μη ον, ήλθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία με την δημιουργική ενέργεια του Θεού, ο οποίος είναι Ων. Ο Υιός είναι ο Ων, που γεννήθηκε εκ του Όντος Πατρός προ πάντων των αιώνων και δεν προήλθε εκ του μη όντος, όπως έγινε με την κτίση, γι' αυτό είναι άκτιστος Θεός.

«Τα δημιουργήματα είναι από το μη ον και ό,τι είναι από τον Θεό είναι άκτιστο. Οπότε, ο Λόγος είναι από την ουσία του Θεού Πατρός; Είναι άκτιστος. Το Άγιον Πνεύμα είναι από τον Θεό; Είναι άκτιστο. Η δόξα είναι από τον Θεό; Είναι άκτιστος. Η χάρις είναι από τον Θεό ή όχι; Αν είναι από τον Θεό, είναι άκτιστος. Αυτά είναι τα πιο βασικά κατηγορήματα της πατερικής σκέψεως.

Οπότε, δεν είναι το άκτιστο, απλώς, εκείνο το οποίο δεν έχει καταγωγή. Αν κανείς το πάρη από φιλοσοφικής απόψεως, αν κάτι έχη αιτία, τότε πρέπει να είναι κτίσμα, διότι μόνο ο Θεός είναι αναίτιος».

Ο Άγγελος της δόξης, που έβλεπαν οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν άκτιστος και δεν εικονίζεται, γιατί δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Όμως, ο Λόγος εικονίζεται μετά την ενσάρκωση.

Κατά την εμπειρία της Θεώσεως ο θεόπτης «ηξεύρει ότι η δόξα είναι άκτιστος, οι ενέργειες είναι άκτιστες». Δεν είναι δυνατόν να φθάση κάποιος στην θεοπτία, να δη την δόξα του Θεού και να ισχυρίζεται ότι ο Λόγος του Θεού είναι κτίσμα.

«Ο Άρειος έλεγε ότι ο Λόγος είναι κτίσμα. Μα δεν μπορεί να υπάρξη άνθρωπος που έχει φθάσει στο φωτισμό και να λέη αυτό το πράγμα. Διότι και από την εμπειρία της Θεώσεως ξέρει κανείς ότι ο Λόγος είναι άκτιστος, δεν είναι εκ του μη όντος ο Λόγος. Ο Λόγος είναι εκ του Πατρός. Τα κτίσματα είναι εκ του μη όντος. Στην φώτιση δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον, διότι και ο δάσκαλος του φωτισμένου αυτό τον εδίδαξε κιόλας.

Αλλά, εκείνος, που φθάνει στην θέωση ξέρει, και από την εμπειρία, ότι ο Λόγος είναι άκτιστος, ότι η δόξα είναι άκτιστος, ότι ο Πατήρ είναι άκτιστος, το Πνεύμα είναι Άκτιστον, το Πνεύμα είναι υπόσταση κ.ο.κ. Αυτά, είναι της εμπειρικής πλέον θεολογίας».

Ο όρος «ομοούσιος», που χρησιμοποιήθηκε για να δηλωθή ότι ο Λόγος έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα, είναι απόδοση του ακτίστου που έβλεπαν οι Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη.

Αλλά και ο όρος ομοούσιος δεν μπορεί να κατανοηθή λογικά και φιλοσοφικά, γιατί και αυτός ο όρος ουσιαστικά ταυτίζεται με το άκτιστο, δηλαδή σημαίνει αυτό που δεν είναι κτιστό. Εμείς καταλαβαίνουμε λογικά το κτιστό, αλλά την ουσία του Θεού, της οποίας δεν μετέχουμε, δεν την γνωρίζουμε, και γι' αυτό την χαρακτηρίζουμε άκτιστη, δηλαδή μη κτιστή.

«Το ομοούσιος τω Πατρί είναι το ρητό. Αυτό δεν μπορεί να κατανοηθή φιλοσοφικώς, δεν μπορεί να διείσδυση κανείς μέσα στο νόημα. Τι σημαίνει το ομοούσιος; ομοούσιος σημαίνει άκτιστος. Τίποτε άλλο δεν σημαίνει το ομοούσιος. Ομοούσιος ίσον άκτιστος. Όταν λέμε ότι ο Λόγος είναι ομοούσιος τω Πατρί, σημαίνει ότι ο Λόγος είναι άκτιστος, όπως είναι άκτιστος ο Πατήρ. Τίποτε άλλο δεν σημαίνει αυτό το πράγμα».

Η λέξη «άκτιστος» σημαίνει μη κτιστός και, επομένως, δεν προσφέρεται για λογική κατανόηση.

«Δεν μεταδίδει ποτέ κατανόηση ο όρος ομοούσιος. Όπως και ο όρος Θεός, δεν μεταδίδει κατανόηση. Αλλά, οι όροι αυτοί που λέγονται, τα ρήματα και τα νοήματα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο σκοπός αυτών των ρημάτων είναι να μας δώσουν ένα μέσον, να γνωρίσουμε τον Θεό δια της λογικής ή δια της Θεώσεως; Τι είναι ο σκοπός του ρήματος; να μας οδηγήση σε κατανόηση λογική ή να μας οδηγήση στην εμπειρία της Θεώσεως, που υπερβαίνει την λογική;».

Ασφαλώς τα ρήματα έχουν σκοπό να μας οδηγήσουν στην εμπειρία της Θεώσεως και όχι στον στοχασμό.

Ἡ θέωσις δυνατὴ διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ



Ἡ θέωσις, ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου

Στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει τὴν θέωση, ἐπειδὴ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἄκτιστος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο οὐσία, ὅπως νομίζουν οἱ Δυτικοί, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἐνέργεια. Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦταν μόνο οὐσία, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε, νὰ κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φοβερὴ καὶ ἀπρόσιτη στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ «οὐ γὰρ μὴ ἰδῆ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Ἐξ. λγ´, 20).

Ἂς ἀναφέρουμε ἕνα κάπως σχετικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Ἂν πιάσουμε ἕνα ἡλεκτρικὸ καλώδιο γυμνό, θὰ πεθάνουμε. Ὅταν ὅμως ἑνώσουμε μία λάμπα στὸ καλώδιο, φωτιζόμαστε. Τὴν ἐνέργεια τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος τὴν βλέπουμε, τὴν χαιρόμαστε, μᾶς βοηθεῖ. Τὴν οὐσία του δὲν μποροῦμε νὰ τὴν πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε, συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἄκτιστο ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θὰ γινόμασταν καὶ ἐμεῖς κατ᾿ οὐσίαν θεοί. Δηλαδή, ὅλα θὰ γινόντουσαν θεοί, θὰ ὑπῆρχε μία σύγχυσις, καὶ τίποτε δὲν θὰ ἦταν οὐσιαστικὰ θεός. Ὅτι πιστεύουν μὲ λίγα λόγια στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, π.χ. στὸν Ἰνδουισμό, ὅπου ὁ θεὸς δὲν εἶναι προσωπικὴ ὕπαρξις, ἀλλὰ συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, καὶ στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὰ ζῶα καὶ στὰ πράγματα (Πανθεϊσμός).

Ἐὰν πάλι ὁ Θεὸς εἶχε μόνο τὴν ἀμέθεκτη θεία οὐσία χωρὶς τὶς ἐνέργειές Του, θὰ παρέμενε ἕνας θεὸς αὐτάρκης, κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀκοινώνητος στὰ πλάσματά του.

Ὁ Θεός, κατὰ τὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ θεώρηση εἶναι Μονὰς ἐν Τριάδι καὶ Τριὰς ἐν Μονάδι. Ὅπως λέγουν χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες, ὁ Θεὸς ἐμφορεῖται ἀπὸ μία ἁγία ἀγάπη, ἕνα ἅγιο ἔρωτα γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄπειρη καὶ ἐκστατικὴ ἀγάπη Του ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν Ἑαυτό του καὶ ζητεῖ νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους. Τοῦτο ἐκφράζεται καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐνέργειά του, ἢ καλύτερα μὲ τὶς ἐνέργειές Του.

Μὲ τὶς ἄκτιστες αὐτὲς ἐνέργειές Του ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει νὰ τὸν συντηρεῖ. Δίδει οὐσία καὶ ὑπόσταση στὸν κόσμο μας μὲ τὶς οὐσιοποιητικὲς ἐνέργειές Του. Εἶναι παρὼν στὴν φύση καὶ συντηρεῖ τὸ σύμπαν με τὶς συντηρητικὲς ἐνέργειές Του. Φωτίζει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς φωτιστικές του ἐνέργειες. Τὸν ἁγιάζει μὲ τὶς ἁγιαστικὲς ἐνέργειες. Τὸν θεώνει, τέλος μὲ τὶς θεοτικὲς ἐνέργειές του. Ἄρα μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του ὁ ἅγιος Θεὸς μπαίνει στὴν φύση, στὸν κόσμο, στὴν ἱστορία, στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι θεῖες ἐνέργειες. Εἶναι κι αὐτὲς Θεὸς χωρὶς νὰ εἶναι ἡ οὐσία Του. Εἶναι Θεὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ θεώνουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δὲν ἦσαν θεῖες, ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε δὲν θὰ ἦσαν Θεός, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς θεώσουν, νὰ μᾶς ἑνώσουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ ὑπῆρχε μία ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Μὲ τὸ νὰ ἔχει ὅμως ὁ Θεὸς θεῖες ἐνέργειες καὶ μὲ τὶς ἐνέργειες αὐτὲς νὰ ἑνώνεται μαζί μας, μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μαζί του καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μὲ τὴν Χάρι του, χωρὶς νὰ ταυτιζόμαστε μὲ τὸν Θεό, ὅπως θὰ γινόταν ἂν ἑνωνόμασταν μὲ τὴν οὐσία Του.

Ἑνωνόμαστε λοιπὸν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν του κι ὄχι διὰ τῆς φύσεώς Του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς μας.

Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ Δυτικοὶ αἱρετικοί. Ἐπειδὴ εἶναι ὀρθολογιστές, δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, καὶ λέγουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μόνο οὐσία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διότι πῶς θὰ θεωθεῖ κατ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ δὲν δέχονται ἄκτιστες ἀλλὰ κτιστὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες; Καὶ πῶς μπορεῖ κάτι κτιστό, δηλαδὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ θεώσει τὸν κτιστὸ ἄνθρωπο;

Γιὰ νὰ μὴ πέσουν στὸν πανθεϊσμὸ δὲν ὁμιλοῦν καθόλου γιὰ θέωση. Καὶ ποίος τότε ἀπομένει κατ᾿ αὐτοὺς ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου; Ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ καλυτέρευσις. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ θεωθεῖ μὲ τὴν θεία Χάρι, τὶς θεῖες ἐνέργειες, τί σκοπὸ ἔχει ἡ ζωή του; Ἁπλῶς νὰ γίνη ἠθικὰ καλύτερος. Ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ τελειοποίηση εἶναι πολὺ λίγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν μᾶς ἀρκεῖ νὰ γίνουμε ἁπλῶς καλύτεροι ἀπὸ πρίν, νὰ κάνουμε ἠθικὲς πράξεις. Ἐμεῖς ὡς τελικὸ στόχο μας ἔχουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ θέλουμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, ἡ εὐτυχία μας, ἡ ὁλοκλήρωσή μας.

Ἡ ψυχὴ τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου λαχταρᾶ τὸν Θεό, ποθεῖ τὴν ἕνωση μαζί Του. Ὅσο ἠθικός, ὅσο καλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσες καλὲς πράξεις κι ἂν κάνει, ἂν δὲν εὕρη τὸν Θεό, ἂν δὲν ἑνωθεῖ μαζί Του, δὲν ἀναπαύεται. Διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Θεὸς ἔβαλε μέσα του αὐτὴν τὴν ἁγία δίψα, τὸν θεῖο ἔρωτα, τὸν πόθο γιὰ τὴν ἕνωση μαζί Του, τὴν θέωση. Ἔχει τὴν ἐρωτικὴ δύναμη μέσα του, ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δημιουργό του, γιὰ νὰ ἀγαπᾶ ἀληθινά, δυνατὰ ἀνιδιοτελῶς, ὅπως ὁ ἅγιος Δημιουργός του ἐρωτεύεται τὸν κόσμο Του, τὰ πλάσματά Του. Νὰ ἐρωτεύεται μὲ τὴν ἁγία αὐτὴ ἐρωτικὴ φορὰ καὶ ἀγαπητικὴ δύναμη τὸν Θεό. Ἂν δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναζητεῖ τὸ πρωτότυπό της. Ὁ καθένας μας εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πρωτότυπο. Ἡ εἰκόνα ζητεῖ τὸ πρωτότυπο, καὶ μόνο ὅταν τὸ βρεῖ ἀναπαύεται σ᾿ αὐτό.

Τὸν ΙΔ´ αἰώνα ἔγινε μία μεγάλη ἀναταραχὴ στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προκάλεσε ἕνας Δυτικὸς μοναχός, ὁ Βαρλαάμ. Ἄκουσε αὐτὸς ὅτι οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοὶ ὁμιλοῦσαν περὶ θεώσεως. Πληροφορήθηκε ὅτι γίνονται ἄξιοι μετὰ ἀπὸ πολὺ ἀγώνα, κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη καὶ πολλὴ προσευχή, νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Θεό, νὰ λάβουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, νὰ δοῦν τὸν Θεό. Ἄκουσε ὅτι ἔβλεπαν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο εἶδαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ.

Ἔχοντας ὅμως ὁ Βαρλαὰμ τὸ δυτικό, αἱρετικό, ὀρθολογιστικὸ πνεῦμα ἀδυνατοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν γνησιότητα αὐτῶν τῶν θείων ἐμπειριῶν τῶν ταπεινῶν μοναχῶν, κι ἔτσι ἄρχισε νὰ κατηγορεῖ τοὺς ἁγιορεῖτες ὡς τάχα πλανεμένους, αἱρετικοὺς καὶ εἰδωλολάτρες. Ἔλεγε δηλαδὴ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ βλέπει κανεὶς τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν γνώριζε τίποτε περὶ διακρίσεως οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνέργειας στὸν Θεό.

Τότε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε ἕνα μεγάλο καὶ φωτισμένο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἁγιορείτη Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αὐτὸς μὲ πολλὴ σοφία καὶ φώτιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ προσωπική του ἐμπειρία, εἶπε καὶ ἔγραψε πολλὰ καὶ δίδαξε, σύμφωνα καὶ μὲ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι εἶναι ἄκτιστο τὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι θεία ἐνέργεια. Ὅτι ὄντως βλέπουν τὸ φῶς αὐτὸ οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι ὡς ἀνώτατη, ὕψιστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καὶ βλέπονται μέσα στὸ φῶς αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ λαμπρότης Του, τὸ Θαβώρειο φῶς, τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πραγματικὸ ἄκτιστο φῶς Θεοῦ κι ὄχι συμβολικό, ὅπως πλανεμένα νόμιζε ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὅμοιοί του.

Στὴ συνέχεια ὅλη ἡ Ἐκκλησία, μὲ τρεῖς μεγάλες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κήρυξε πὼς ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἠθικοποίησις τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ θέωσις, ποὺ σημαίνει συμμετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, θέα τοῦ Θεοῦ, τῆς Χάριτός Του, τοῦ ἀκτίστου φωτός Του.

Ὀφείλουμε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, διότι μὲ τὴν φώτιση ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἐμπειρία καὶ θεολογία του μᾶς παρέδωσε τὴν διδασκαλία καὶ αἰώνιο πείρα τῆς Ἐκκλησίας σχετικὰ μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι Χριστιανὸς ἐπειδὴ μπορεῖ ἁπλῶς νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Εἶναι Χριστιανὸς διότι μπορεῖ νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅπως ὅταν ἀγαπᾶς πραγματικὰ ἕνα πρόσωπο καὶ συνομιλῆς μαζί του, τὸ αἰσθάνεσαι, τὸ χαίρεσαι, ἔτσι συμβαίνει καὶ στὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχει μία ἐξωτερικὴ ἁπλῶς σχέση, ἀλλὰ μυστικὴ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.

Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ᾿ ὄψιν στὸν θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ "ἀλάθητο" τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι ἂν δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωση, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΚΤΙΣΤΗ ΧΑΡΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΕΤΕΧΕΤΑΙ;

 

 
 Γράφει ο εφημέριος του Ιερού Ναού Τιμίου Προδρόμου, Ιερομόναχος π. Νικηφόρος Νάσσος

Α' ΜΕΡΟΣ
Picture Τί εἶναι αὐτό πού ἀποκαλεῖται θεολογικά «Ἄκτιστος Χάρις»;

Πῶς ἑρμηνεύεται καί πῶς μετέχεται; Μέ ἁπλά λόγια καί σύντομα, θά τό ἐξηγήσουμε στό κείμενο αὐτό, σέ δύο μέρη.

Ἄκτιστη Χάρη, εἶναι ἡ θεία Ἐνέργεια, ἡ ὁποία γίνεται προσιτή καί καταληπτή στούς ἀνθρώπους, ὡς «μεθεκτή», σέ ἀντίθεση μέ τήν θεία Οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀκατάληπτη, ἀπρόσιτη, «ἀμέθεκτη».

Ὁ Τριαδικός Θεός, ὡς ὕπαρξη πάνω καί πέρα ἀπό κάθε ὕπαρξη, ὡς ὁ Ὤν ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε στόν Μωυσῇ πάνω στό Σινᾶ, ὅταν τόν ρώτησε ποιό εἶναι τό ὄνομά Του («Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν»,Ἐξ. 3, 14), ἔχει Οὐσία, ἔχει καί Ἐνέργεια. Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἄκτιστος, δηλαδή Αἰώνιος, Ἄναρχος καί Ἀδημιούργητος, Ἄκτιστη εἶναι καί ἡ Οὐσία Του, Ἄκτιστη καί ἡ Ἐνέργειά του. Δέν ἔχει ἀρχή, οὔτε τέλος, ὅπως ἔχουν τά ἀνθρώπινα, τά κτιστά. Ἐμεῖς οἱ κτιστοί, οἱ ἐν χρόνῳ δημιουργημένοι, ἔχουμε κτιστή οὐσία καί ἐνέργεια, ἀλλά ὁ Θεός ἔχει Ἄκτιστη Οὐσία καί Ἄκτιστη Ἐνέργεια.

Καί ἡ μέν Οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἀκατάληπτη, ὑπερβατική καί ἐντελῶς ἄγνωστη σέ ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, σέ νοερά καί αἰσθητά, στούς πάντες! Κανείς ποτέ δέν εἶδε, οὔτε πρόκειται νά δεῖ τήν θεία φύση! Ἡ Ἐνέργεια ὅμως τοῦ Θεοῦ, ἡ «πρός τά ἔξω κίνησή του» ὅπως λέμε, γίνεται καταληπτή καί μεθεκτή, ἀφοῦ αὐτή εἶναι τό μέσον, ὁ τρόπος, ἡ γέφυρα πού συνδέει τόν Ὑπερβατικό - Ἄκτιστο Θεό μέ τήν κτιστή δημιουργία. Εἶναι τό «συνδοῦν» πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ κατεξοχήν ἀναπτύξας τή θεολογική αὐτή Διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Υπάρχουν πολλά εἶδη Ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δίδονται ἀπό τούς Πατέρες διάφορα ὀνόματα, ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά της, ὅπως λ. χ. γίνεται λόγος γιά τήν ζωοποιό Ἐνέργεια, τήν οὐσιοποιός, τήν σοφοποιός, τήν θεοποιός. Δέν θά ἀναλύσουμε τά ἀνωτέρω, μόνο θά ποῦμε γιά τήν Χάρη ἐκείνη πού ἐνεργεῖ τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἕνωσή του μέ τόν Τριαδικό Θεό, διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».

Ἄκτιστη Χάρη εἶναι τό φῶς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί ἡ παραμονή τοῦ φωτός αὐτοῦ ἐντός τοῦ πιστοῦ. Ἄκτιστη Χάρη εἶναι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀναγεννᾷ τόν ἄνθρωπο διά τοῦ βαπτίσματος καί συνάπτει αὐτόν μετά τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας! Ἡ Ἁγιοπνευματική Χάρη, ἐνεργεῖ στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ, ὑπό προϋποθέσεις. Ἔρχεται μέσα μας καί «ἐνοικεῖ». Χωρίς αὐτήν τήν «ἐνοίκηση», γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος («Εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ἡμῖν», Ρωμ. 8, 9.), δέν σώζεται κανείς! Τί εἶναι ἡ σωτηρία; Εἶναι ἡ ἕνωση κατά Χάριν μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἡ μετοχή στήν ἁγιοτριαδική ζωή, γεγονός πού ἀρχίζει ἀπό τόν κόσμο αὐτόν (προγευστικῶς) καί παρατείνεται στήν ἄπειρη Αἰωνιότητα! Εἶναι ἡ μέθεξη (ὅπως λέγεται θεολογικά) τῆς θείας Χάριτος! Εἶναι ἡ γεύση τοῦ Θεοῦ θετικῶς! Διότι ἡ Χάρη λειτουργεῖ καί ἀρνητικῶς, καυστικῶς, κολαστικῶς, ὅταν δέν ἔχουμε καθαρή καρδιά ἀπό τά πάθη. Συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα φάρμακο, πού λειτουργεῖ θεραπευτικά σέ ἕναν ὀργανισμό πού ἔχει κατάλληλες προϋποθέσεις, ἀλλά μπορεῖ νά λειτουργήσει καί ἀρνητικά - θανατικά σέ ἕναν μή κατάλληλο ὀργανισμό.

Τήν σωτηρία ἐξασφαλίζει ἡ μονιμότητα παραμονῆς τῆς Χάριτος ἐντός τοῦ εἶναι μας. Ἄκτιστος Χάρις, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης, εἶναι ἡ δόξα τῆς Μεταμορφώσεως, ἡ πνοή τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ ἐντός τοῦ πιστοῦ και ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ ἐντός τοῦ Χριστοῦ (βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Παλαμικά).

Τώρα, πῶς θα κατοικήσει μέσα μας ὁ Θεός, ὥστε νά εἶναι μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἐνοικῶν καί ἐμπεριπατῶν» (βλ. Κορ. 6, 16); Πῶς θα μετάσχουμε τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, γιά νά καταλάβουμε, μᾶλλον νά βιώσουμε ὑπαρξιακά ἀπό ἐδῶ προγευστικῶς τί εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ Οὐράνιος Βασιλεία γιά τήν ὁποία εἴμαστε προορισμένοι «πρό καταβολῆς κόσμου»;

Ἡ Χάρη, ἤ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, προσεγγίζει τόν ἄνθρωπο διά τῆς Ἐκκλησίας καί τόν καλεῖ στήν «καινή ζωή», τή νέα ζωή πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ πρόσκληση, ὅμως, ζητεῖ καί ἀνταπόκριση. Ὅταν ἡ πρόσκληση δέν γίνεται δεκτή, τότε ἀποβαίνει ματαία. Ὅταν ἡ Χάρη δέν βρεῖ ἀνταπόκριση, παραμένει κενή, διότι ὁ Θεός δέν βιάζει τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ἐκεῖνος, ὡς ἐλεύθερος πού εἶναι κατά τήν πλάση του, δέν θέλει νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Θεό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τήν Χάρη καί πεῖ τό ναί στόν Θεό (καί ἐδῶ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς λεγομένης θεολογικά «συνεργείας», δηλ. συνεργασίας μέ τόν Θεό), τότε τά πάντα ἐντός του ἀλλάζουν ριζικά! Τότε τόν ἐπισκιάζει ἡ θεία Χάρις! Τόν ἀνασυνδέει μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἐπειδή εἶναι ἡ πηγή τῆς Ζωῆς ( ἡ «Αὐτοζωΐα» ὅπως ἀκοῦμε στό Συναξάριο τοῦ Μ. Σαββάτου) καταργεῖ τόν θάνατο καί προσφέρει τήν ἀληθινή ζωή. Μήπως νομίζουμε, ὅτι εἶναι…ζωή αὐτό πού βιώνουμε ἐδῶ, στόν χώρο τῆς προσωρινῆς παροικίας μας, μέσα σέ τόσα βάσανα, μέσα στή θνητότητα, παθητότητα καί φθαρτότητα τῆς φύσεώς μας, μέσα στίς ἀσθένειες καί τίς ποικίλες δοκιμασίες, στίς ἀποκλίσεις καί ἐρεβώδεις περιπλανήσεις καί πτώσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου; Ὄχι βεβαίως! Ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ πραγματική ζωή!

Γνώση των Θείων ενεργειών † π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας  Δρ. Φιλοσοφίας

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει εκείνο που χαρακτηρίζει τη Θεία ύπαρξη και την ξεχωρίζει από τα κτιστά δημιουργήματα, δεν μπορεί δηλαδή να γνωρίσει την ουσία του Θεού. Ο Μωυσής, ο αγνός δούλος του Θεού απαιτεί: «Εάν λοιπόν βρήκα χάρη ενώπιόν Σου, φανέρωσέ μου τον εαυτό Σου και να πεισθώ πως βρήκα χάρη ενώπιόν Σου και πως είναι ο λαός Σου το μεγάλο αυτό έθνος» (Έξ. λγ' 13). Όμως ο Κύριος του απαντά: «δεν θα μπορέσεις να δεις το πρόσωπό μου- γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να δει το πρόσωπό μου και να ζήσει» (Έξ. λγ' 20). 

Η Ουσία του Θεού είναι απρόσιτη και ακοινώνητη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει την Ουσία του Θεού, ούτε μπορεί να ενωθεί με Αυτήν. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι τα μόνα πρόσωπα που γνωρίζουν την Ουσία του Θεού (Ματθ. ια' 27. Ιω. α' 18. Α' Κορ. β' 10), είναι κοινωνοί της Θείας Ουσίας, έχουν θεϊκή φύση, χωρίς όμως να αποτελούν «άλλους Θεούς», γιατί πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο και το ενυπόστατο Πνεύμα του Ενός και Μοναδικού Θεού! 

Αλλά ο απρόσιτος και ακοινώνητος κατά την ουσία Θεός δεν μένει ανενέργητος, όταν ο άνθρωπος αγαπά, τότε ο Θεός απαντά στην αγάπη του ανθρώπου με την δική Του αγάπη (Ιω. ιδ' 23), «τον Θεό δεν Τον έχει δει κανείς, εάν αγαπούμε αλλήλους, ο Θεός μένει μέσα μας και η αγάπη Του έχει γίνει τέλεια μέσα μας. Με τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε "εν αυτώ" και Αυτός "εν ημίν", γιατί μας έδωκε από το Πνεύμα Του» (Α' Ιω. δ' 12-13). 

Η αγαπητική αυτή κίνηση του Θεού δεν είναι κάτι έξω από την ουσία του Θεού· είναι ακτινοβολία της Θείας φύσης και πραγματική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται «κατοικητήριο του Θεού» (Εφεσ. β' 22. Πρβλ. Α' Κορ. γ' 16-17).

«Η Θεία δύναμη του Θεού μάς δώρησε όσα συντελούν στη ζωή και στην ευσέβεια διά της επίγνωσης Εκείνου που μας κάλεσε με τη δική Του δόξα και δύναμη. Δι' αυτών μας εδώρισε τις πολύτιμες και μέγιστες υποσχέσεις, ώστε να αποφεύγετε με αυτές την διαφθορά που υπάρχει στον κόσμο λόγω των κακών επιθυμιών και να γίνετε κοινωνοί θείας φύσης» (Β' Πέτρ. α' 3-4).

«Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη... Πώς είναι δυνατό αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο, όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου "εκ του μηδενός". Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουρανίου Πατρός, ώστε ο κτισθείς "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση", είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθεί την θέωση, να γίνει δηλαδή κοινωνός της θείας ζωής, να λάβει το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνει Θεός κατά χάρη» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Αυτό που αγγίζει τον άνθρωπο δεν είναι κάτι το κτιστό· πρόκειται πράγματι για Θεοκοινωνία, γιατί η χάρη του Θεού προέρχεται από την ίδια τη φύση του Θεού· είναι άκτιστη!

Η διάκριση μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού και η παραδοχή ότι δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται έξω από τη φύση του Θεού (κτιστό), αλλά για την ενέργεια της θείας φύσης, κάνει δυνατή αυτή τη Θεοκοινωνία, ανοίγει δηλαδή το δρόμο για τη σωτηρία του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει την Ουσία του Θεού, όμως η χάρη του Θεού, δηλαδή οι θείες ενέργειες, που είναι όχι κτιστές, αλλά άκτιστες και αχώριστες από την Ουσία του Θεού, φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο και τον μεταβάλλουν σε «κατοικητήριον του Θεού» (Εφεσ. β' 22), σε «κοινωνόν Θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. α' 4).

Είναι αυτονόητο πως η φανέρωση της θείας Ουσίας με τις θείες ενέργειες δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή όχι του κόσμου. Γι' αυτό άλλωστε λέμε πως οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες και αιώνιες, όπως είναι άκτιστος και αιώνιος η δόξα του Τριαδικού Θεού. 

Με αυτό τον τρόπο το μήνυμα της  Ορθοδοξίας είναι μήνυμα ελπίδας και ζωής για τον άνθρωπο. Ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να «γνωρίσει» τον Θεό, όχι με βάση την Ουσία του Θεού, αλλά με βάση τη χάρη, δηλαδή με τις άκτιστες και αιώνιες θείες ενέργειες του Θεού. Αυτή η θεογνωσία, δεν είναι αποτέλεσμα λειτουργίας κάποιων τυφλών νόμων είναι καρπός της ελευθερίας του Θεού και αποτελεί την εγγύηση για τη διατήρηση του ανθρώπινου προσώπου, που δεν συγχωνεύεται σε μία ενότητα ουσίας με τον Θεό, δεν απορροφάται από μια «Συμπαντική Υπερσυνειδητότητα», όπως κηρύττει ο αποκρυφισμός σε όλες τις μορφές του. Ταυτόχρονα όμως, η μετοχή του ανθρώπου στις Θείες ενέργειες εγγυάται την πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, γιατί αποτελεί κοινωνία άκτιστης και όχι κτιστής μορφής.


1) «Θεοφάνειες»

Οι άκτιστες θείες ενέργειες δεν επιφέρουν καμμιά αλλαγή στη θεία ζωή. Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι είναι καρπός της θείας βουλήσεως και αγάπης του Θεού, όχι είδος τυφλών δυνάμεων. Με αυτές τις θείες ενέργειες ο Θεός μένει αναλλοίωτος, χωρίς «παραλλαγή ή τροπής αποσκίασμα» (Ιακ. α' 17. Πρβλ. Ψαλμ. ρά 28), όμως η Δόξα Του πληροί και ζωογονεί τον άνθρωπο και ολόκληρη τη δημιουργία (Ησ. στ' 3).
Στην Αγία Γραφή βλέπουμε διάφορες «Θεοφάνειες», μια απ' αυτές δέχθηκε ο Μωυσής, που βρήκε πράγματι χάρη ενώπιον του Θεού. Όμως στην παράκληση να του δοθή απόδειξη της Θείας αγάπης προς τον εκλεκτό λαό πήρε την απάντηση:

«Εγώ θα περάσω από μπροστά σου με τη δόξα μου και θα αναγγείλω το όνομα μου "ο Κύριος είναι ενώπιον σου". Και θα ελεήσω αυτόν που θέλω να ελεήσω και θα λυπηθώ εκείνον που θα λυπηθώ... Ιδού εδώ κοντά σου τόπος, στάσου πάνω στην πέτρα, όταν περάσει η δόξα μου, θα σε βάλω στην τρύπα της πέτρας και θα σκεπάσω το πρόσωπο σου με το χέρι μου και τότε θα δεις τα νώτα μου• όμως το πρόσωπο μου δεν θα σου φανερωθή» (Έξοδ. λγ' 19-23).

Ο Μωυσής, χωρίς την «πέτρα», δεν μπορούσε να «δει» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ερμηνεύει πως η «πέτρα που προστάτευσε τον Μωυσή ήταν ο Λόγος του Θεού (Πρβλ. Έξοδ. ιζ' 6. Αριθ. κ' 11. Α' Κορ. ι’ 4), που έγινε για μας άνθρωπος. Ο Μωυσής δεν είδε την «πρωταρχική και ακήρατο φύση, που είναι γνωστή μόνον στον εαυτό Της, δηλαδή στην Αγία Τριάδα», αλλά είδε «την εξωτερική, η οποία φθάνει σε μας»: γνώρισε τη «μεγαλειότητα» η «μεγαλοπρέπεια» (Ψαλμ. η' 2), που αποκαλύπτεται στα δημιουργήματα. «Όπως εκείνοι που έχουν αδύνατα μάτια βλέπουν τις σκιές και τις εικόνες του ήλιου στην επιφάνεια του νερού, γιατί το καθαυτό φως θα κατέστρεφε την όραση τους, έτσι κι εμείς γνωρίζουμε τα νώτα του Θεού, δηλαδή τα ίχνη του».

Το ίδιο βλέπουμε και στην «όραση» του θείου φωτός, για το οποίο η Αγία Γραφή μας πληροφορεί ότι ήταν διαφορετικό από το συνηθισμένο φως. Πρόκειται για το άκτιστο φως, που έγινε ορατό στους ανθρώπους του Θεού (Έξοδ. γ' 2. ιγ' 21-22. λδ' 29-30. Ματθ. ιζ' 2. Πράξ. Β' 3). Αυτό το φως χαρακτηρίζεται και ως «δόξα Κυρίου» (Λουκ. β' 9).

Αυτή η «δόξα», η «μεγαλειότητα», η «μεγαλοπρέπεια», δεν αποτελεί γνώση της Ουσίας του Θεού, γιατί η θεία Ουσία είναι «απλή και ασχημάτιστη και ασύνθετη και απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε στέκεται, ούτε περιπατεί- όλα αυτά ανήκουν στα σώματα». Πώς όμως στην πραγματικότητα είναι η ουσία του Θεού, αυτό «το γνωρίζει μόνον Εκείνος» (Χρυσ.).

Ο Θεός λοιπόν δεν άφησε στο σκοτάδι τον άνθρωπο, πληθαίνει τις «οράσεις» (Ωσ. ιβ' 10)• όμως αυτό δεν αποτελεί γνώση της ουσίας του Θεού, αλλά θεία συγκατάβαση. Από το άλλο μέρος, οι θείες αυτές ενέργειες που φθάνουν μέχρι τον άνθρωπο δεν είναι κτιστές. Δίνουν στον άνθρωπο πραγματική ελπίδα, γιατί κάνουν δυνατή την πραγματική κοινωνία με τον Θεό. Αν οι ενέργειες αυτές ήταν κτιστές, η κοινωνία του ανθρώπου με αυτές τις κτιστές ενέργειες δεν θα εσήμαινε κοινωνία με τον Άκτιστο Θεό. Μια τέτοια κοινωνία δεν θα σήμαινε σωτηρία.


2) Νόθες καταστάσεις

Όλες οι εμπειρίες στον πνευματικό τομέα της ζωής του ανθρώπου δεν αποτελούν αληθινές «θεοφάνειες». Και εδώ μπορεί εύκολα να εισχωρήσει το στοιχείο της πλάνης. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος κάνει διάκριση μεταξύ «πνευματικής αισθήσεως», που είναι από τη φύση της θεία ενέργεια (άκτιστη χάρη) και «νοητής θεωρίας» του «φυσικού φωτός», που αποτελεί γνώση σε φυσικό επίπεδο και όχι κοινωνία με τον Θεό. Ο Γέροντας Σωφρόνιος εφαρμόζει τη διάκριση αυτή στο λόγο του Κυρίου: «Πρόσεχε λοιπόν μήπως το φως, που είναι μέσα σου, γίνει σκοτάδι» (Λουκ. ια' 35), πρόκειται για το «φυσικό φως» του νου και ονομάζεται σκοτάδι, γιατί δεν υπάρχει εκεί ο Θεός, δεν είναι γνήσια εμπειρία του ακτίστου θείου φωτός!

Ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί στις διανοητικές του αναζητήσεις (ακόμη και θεολογικές!) ορθολογιστικές μεθόδους και φθάνει σε υψηλά επίπεδα διανόησης, ξεπερνά την «τυπική λογική» και μπαίνει σε «μεταλογική σφαίρα». Σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να έχει εμπειρίες, όπως η αίσθηση μιας «γνώσης» σε μορφή «φωτόμορφης αυτοθεωρίας», που αποτελεί αίσθηση του «κτιστού κάλλους» της εικόνας του Θεού και δεν αποτελεί πραγματική κοινωνία με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού- είναι εμπειρία «πανθεϊστικής τάξεως», λέγει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Οι πνευματικές λοιπόν αυτές εμπειρίες είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπινου νου. Ο άνθρωπος βλέπει την καθαρότητα του νου, δηλαδή το νου του σε όλο του το κτιστό μεγαλείο, αφού απαλλαγεί από κάθε εξωτερική επίδραση ή σωματικό πάθος. «Μένοντας μέσα στο γνόφο της απεκδύσεως από κάθε τι ορατό και νοητό, ο νους δοκιμάζει μια ιδιόμορφη ευχαρίστηση και ανάπαυση κι αν ποτέ στρέψει το βλέμμα στον εαυτό του μπορεί να αισθανθεί κάτι που μοιάζει με φως, αυτό όμως δεν είναι το άκτιστο φως της Θεότητος, αλλά ένα φυσικό ιδίωμα του νου, που κτίστηκε κατ' εικόνα του Πρώτου Νου, δηλαδή του Θεού», συνεχίζει ο Γέροντας Σωφρόνιος.

Αυτής της τάξης είναι οι εμπειρίες που υπόσχονται τα διάφορα συστήματα που στρέφουν τον άνθρωπο «αυτοερωτικά» στον εαυτό του και κηρύττουν ουσιαστικά την αυτοσωτηρία, είτε με τη βοήθεια αυτοελέγχου, είτε με άλλες «τεχνικές». Στις περιπτώσεις αυτές ο άνθρωπος απομονώνει τον εσωτερικό εαυτό του από κάθε εξωτερική επίδραση και αποκτά ένα είδος «θεωρίας», αλλά μένει ουσιαστικά κλειστός στην ενέργεια της θείας χάρης. Τούτο γιατί μεταθέτει το κέντρο από την άκτιστη Θεία Αρχή στον εαυτό του, μακρυά από την πηγή του άκτιστου Θείου φωτός (πρβλ. Ιακ. α' 17). Όμως η χάρη του Θεού δεν εξαναγκάζεται, ούτε εξαναγκάζει κανένα!


3) Οι κίνδυνοι

Όταν ο άνθρωπος μεταθέσει το κέντρο της «πνευματικής» του ζωής στον εαυτό του, υπάρχει κίνδυνος να θεωρήσει τις «εμπειρίες» του ως Θεοφάνεια, σαν «σημάδι» αληθινής κοινωνίας με τον Θεό. Αυτό καλλιεργείται έντεχνα από το πνεύμα της πλάνης, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, με αποτέλεσμα να φέρει σύγχυση στις καρδιές των ανθρώπων (Β' Κορ. ια' 14-15).
Δεν χρειάζεται βέβαια να υπογραμμίσουμε εδώ ότι υπάρχουν και άλλες «εμπειρίες», που δημιουργεί από την αρχή το πνεύμα της πλάνης, με σκοπό να παρασύρει στην απώλεια, αν είναι δυνατόν, ακόμη και τους εκλεκτούς (Ματθ. κδ' 24. Β' Θεσ. β' 9-11. Αποκ. ιγ' 13-14).


4) Διάκριση πνευμάτων

Ο κίνδυνος της πλάνης μας υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα της διάκρισης των πνευμάτων. Πότε μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για το Πνεύμα του Θεού, πώς μπορούμε να γνωρίζουμε πως μια εμπειρία προέρχεται από το πνεύμα της πλάνης;

Η αγία Γραφή μάς διδάσκει πως κάθε πνεύμα, που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό, είναι πνεύμα πλάνης και οδηγεί στην απώλεια (Α' Ιω. δ' 2-3, πρβλ. Ρωμ. ι' 8-13).

Όλες λοιπόν οι εμπειρίες ανθρώπων που δεν ομολογούν τον Ιησού Χριστό, δηλαδή το συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, ως μονογενή Υιό του Θεού (Ματθ. ιστ' 16-17), δηλαδή ως ομοούσιο προς τον Πατέρα, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο (Ιω. α' 1.14. Φιλιπ. β' 5-8. Κολ. β' 9. Α' Τιμ. γ' 16) δεν είναι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες, προέρχονται από το πνεύμα της πλάνης.

Το να ομολογήσει κανείς τον Ιησού ως Κύριο, σημαίνει πως τον δέχεται ως μοναδικό Σωτήρα (Πράξ. δ' 12. Α' Κορ. η' 6) και δεν τοποθετεί στη θέση Του ή δίπλα από Αυτόν κανένα άλλο, γιατί πιστεύει πως ο Χριστός δεν είναι κάποια «χριστική κατάσταση», αλλά ο ένας και μοναδικός Σωτήρας, είναι ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου και μόνο Αυτός!

Αλλά η ομολογία του Χριστού δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από τη διδαχή του Χριστού (Β' Ιω. 9. Γ' Ιω. 11), γι' αυτό και η τήρηση της διδαχής του Χριστού συνοδεύει πάντοτε τις γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. «Το Άγιο Πνεύμα είναι αγάπη, ειρήνη, γλυκύτης και διδάσκει την αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Αντίθετα το πνεύμα της πλάνης είναι υπερήφανο και δεν λυπάται τον άνθρωπο ούτε την άλλη δημιουργία. Επειδή δεν είναι δημιουργός των όντων, ενεργεί σαν κλέφτης και άρπαγας και η οδός του είναι γεμάτη όλεθρο» (Γέροντας Σωφρόνιος).

Η «ταπεινή αγάπη» που αγκαλιάζει ακόμη και τους εχθρούς, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της αληθινής κοινωνίας με τον Θεό και ξεχωρίζει την γνήσια εμπειρία από την φιλοσοφική πανθεϊστική κοινωνία. «Οι θείες θεωρίες παρέχονται στον άνθρωπο όχι όταν τις επιδιώκει, έχοντας κυρίως αυτές σαν στόχο, αλλ’ όταν η ψυχή κατεβαίνει στον άδη της μετανοίας και αισθάνεται αληθινά πως είναι χειρότερη από όλη την κτίση. Οι θεωρίες όμως που κατακτώνται με τη βία του λογικού, δεν είναι αληθινές, δηλαδή Θείας προελεύσεως, αλλά "κατά το δοκούν". Και όταν αυτό το δοκούν θεωρείται σαν αλήθεια, τότε δημιουργείται στην ψυχή του ανθρώπου μια κατάσταση που παρεμποδίζει τη δυνατότητα να ενεργήσει η χάρη του Θεού, δηλαδή η αληθινή θεωρία».

«Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ' 6. Α' Πέτρ. ε' 5). Όπου δεν υπάρχει ταπεινό φρόνημα, είναι σίγουρο πως εκεί δεν υπάρχουν γνήσιες πνευματικές εμπειρίες. Νόθες «πνευματικές» εμπειρίες ενισχύουν σχεδόν πάντοτε την έπαρση, δεν καλλιεργούν ταπεινό φρόνημα.

Αυτό βλέπουμε στις διάφορες ομάδες, που υπόσχονται εσωτερικές εμπειρίες με τη βοήθεια διαφόρων «τεχνικών» (γιόγκα, διαλογισμό κ.ο.κ.). Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν εξαναγκάζεται με κάποιες «τεχνικές»- πνέει όπου Εκείνο θέλει (Ιω. γ' 8. Α' Κορ. β' 11. Εβρ. β'4).

Τα συστήματα αυτά δεν κηρύττουν τη μετάνοια, ούτε καλλιεργούν στους οπαδούς τους το ταπεινό φρόνημα. Ένα τέτοιο φρόνημα, κατά την αντίληψη τέτοιων ομάδων, δεν βοηθάει στην πνευματική αύξηση, αλλά πιστεύεται πως εμποδίζει την «ανάπτυξη της συνειδητότητας». Εδώ δεν αναζητάται ο αληθινός Θεός, αλλά «ο θεός μέσα μας», ο οποίος ταυτίζεται με τη «συνειδητότητα». Έτσι καλλιεργείται η συναίσθηση της υπεροχής και της έπαρσης. Αποδεικνύεται πως αυτός ο «θεός», που αναζητάται μακρυά από την ταπείνωση, μάλιστα με τρόπο εκβιαστικό, είναι το πνεύμα της πλάνης ή και ο ίδιος ο άνθρωπος, που αυτο-θεοποιείται και αυτο-λατρεύεται. Πρόκειται για «άλλο θεό» (Ησ. ξστ' 2. Ματθ. ε' 3. ι' 3. Α' Πέτρ. ε' 5).

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Η Ορθοδοξία μας»

Η Μεταμόρφωση του Χριστού. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος



α) Υπάρχουν πολλά γεγονότα μεταμορφώσεως
β) Τί σημαίνει μεταμόρφωση
γ) Το όρος Θαβώρ και οι δύο ήλιοι
δ) Το φως του Χριστού είναι η δόξα της θεότητος
ε) Η Βασιλεία του Θεού
στ) Ο Χριστός έδειξε το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου
ζ) Άκτιστο και κτιστό φως
η) Άκτιστο φώς, περιγραπτό στο σώμα του Χριστού, υπέρφωτος γνόφος
θ) Η φανέρωση του Τριαδικού Θεού
ι) Ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο Θαβώρ
ια) Γιατί εμφανίσθηκαν οι δύο αυτοί Προφήτες
ιβ) Οι τρεις Μαθητές στο Θαβώρ
ιγ) Ο Χριστός, Κέντρο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης
ιδ) Το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο
ιε) Διαφορετική μετοχή στην δόξα του Θεού
ιστ) Τί είναι η Εκκλησία και ποιός ο σκοπός της
ιζ) Προσωπική μέθεξη της θεώσεως

Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ έγινε λίγο προ του Πάθους Του, και συγκεκριμένα σαράντα ημέρες πριν πάθη και σταυρωθή. Άλλωστε, ο σκοπός της Μεταμορφώσεως ήταν να στηριχθούν οι Μαθητές στην πίστη ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού και να μη κλονισθούν για όσα θα έβλεπαν τις ημέρες εκείνες. Στα τροπάρια της Εκκλησίας φαίνεται αυτή η αλήθεια.
Σε ένα ψάλλουμε: "Πρό του τιμίου σταυρού σου και του πάθους, λαβών ούς προέκρινας των ιερών μαθητών προς το Θαβώριον Δέσποτα, ανήλθες όρος". Και στο Κοντάκιο της εορτής λέγεται: "...ίνα όταν σε ίδωσιν σταυρούμενον το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα".
Επομένως, κανονικά η Μεταμόρφωση του Χριστού έπρεπε να εορτάζεται τον μήνα Μάρτιο, ανάλογα
με το πότε εορτάζεται κάθε χρόνο το Πάσχα. Επειδή, όμως, ο χρόνος αυτός συμπίπτει με την περίοδο της Τεσσαρακοστής και δεν θα μπορούσε να εορτασθή πανηγυρικά, γι’ αυτό η εορτή μεταφέρθηκε την 6η Αυγούστου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι τυχαία, αφού προηγείται σαράντα ημέρες από την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), η οποία είναι σαν την Μ. Παρασκευή.

Τα γεγονότα της εορτής διασώζονται και από τους τρεις λεγομένους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, γιατί η Μεταμόρφωση αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού και περικλείει πολλά θεολογικά μηνύματα. (Ματθ. ιζ', 1-8, Μάρκ. θ', 2-8, Λουκ. θ', 28-36).

α'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός στην ζωή των Μαθητών, που έχει σχέση με την Πεντηκοστή, αφού πρόκειται για μεγάλη εμπειρία του Θεού. Βέβαια, υπάρχει διαφορά μεταξύ της Μεταμορφώσεως και της Πεντηκοστής, από την άποψη ότι οι Μαθητές κατά την Μεταμόρφωση δεν ήταν ακόμη μέλη του θεωθέντος Σώματος του Χριστού, όπως έγιναν την ημέρα της Πεντηκοστής.

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα γεγονότα στην ζωή του Χριστού που συνιστούν μια μεταμόρφωση, αφού οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν μερικές ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Θα παρατεθούν δύο από αυτά τα γεγονότα.

Πρώτη ήταν η κλήση των δύο Μαθητών, στους οποίους ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής υπέδειξε τον Χριστό. Οι Μαθητές μόλις άκουσαν τον Τίμιο Πρόδρομο να λέγη: "ίδε ο αμνός του Θεού", τον ακολούθησαν. Και τότε "στραφείς ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας" τους ρώτησε τί ζητούν. Στην ερώτησή τους που μένει, τους κάλεσε να έλθουν κοντά Του. Και σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής: "ήλθον ουν και είδον που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην" (Ιω. α', 35-39). Το ότι ο Χριστός έστρεψε το πρόσωπό Του και τους είδε σημαίνει ότι αποκάλυψε την δόξα του προσώπου Του σε ένα μικρό βαθμό, πράγμα που τους παρακίνησε να θέλουν να μείνουν μαζί Του. Η οικία του Χριστού είναι το φώς, αφού ως Θεός "φώς οικών απρόσιτον", και το ότι έμειναν εκείνη την ημέρα στην οικία σημαίνει ότι οι Μαθητές έμειναν μια ολόκληρη μέρα στην θεωρία του ακτίστου Φωτός.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η κλήση των Μαθητών δεν ήταν μια απλή πρόσκληση στην οποία ανταποκρίθηκαν επειδή είχαν μεγάλο ζήλο, αλλά ήταν καρπός θεωρίας και αποκαλύψεως. Και δείχνει, όπως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ότι σε αυτούς που ακολουθούν τον Χριστό, Εκείνος δείχνει το πρόσωπό Του, την δόξα του προσώπου Του, γιατί αν δεν ακολουθήση κανείς δια της πράξεως τον Χριστό, δεν μπορεί να φθάση στην θεωρία, αφού ο "μή καθάρας εαυτόν, και δια της καθάρσεως ακολουθήσας, πώς εν γνώσει φωτισθήσεται;".

Δεύτερη περίπτωση είναι η κλήση των Μαθητών μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Απόστολος Πέτρος. Τους συνάντησε ο Χριστός μετά την αποτυχημένη αλιεία και τους διέταξε να ρίξουν ξανά τα δίκτυα στην λίμνη. Όταν παρά πάσαν προσδοκία συνέλαβαν πολλά ψάρια, ο Σίμων Πέτρος έπεσε στα πόδια του Χριστού και είπε: "έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί, Κύριε". Και δικαιολογεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς: "Θάμβος γαρ περιέσχεν αυτόν και πάντας τους σύν αυτώ επί τη άγρα των ιχθύων ή συνέλαβον" (Λουκ. ε', 1-11). Η αίσθηση του Αποστόλου Πέτρου ότι ήταν αμαρτωλός ήταν καρπός και αποτέλεσμα του θάμβους, και της εκστάσεως στην οποία περιήλθε με το θαύμα. Πρόκειται για την εμπειρία της δόξης του Θεού, την αίσθηση της παρουσίας του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και της δικής του ακαθαρσίας, της αμαρτωλότητος. Αυτό το γεγονός αν συγκριθή με παράλληλα αποκαλυπτικά γεγονότα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης δείχνει ότι δεν είναι ένα θάμβος που προέρχεται από εξωτερικά γεγονότα, αλλά από αποκάλυψη της δόξης του Θεού.

β'

Η λέξη μεταμόρφωση δηλώνει την αλλαγή της μορφής. Δηλαδή σε μια συγκεκριμένη στιγμή ο Χριστός αποκάλυψε αυτό που κρυπτόταν, φανέρωσε την δόξα της θεότητος, με την οποία ήταν ενωμένη η ανθρώπινη φύση από την στιγμή της συλλήψεως στην κοιλία της Θεοτόκου. Ο Χριστός με την μεγάλη Του φιλανθρωπία κάλυπτε αυτό που είχε πάντοτε, ώστε να μη "καούν" οι Μαθητές, λόγω της ακαταλληλότητός τους, επειδή δεν είχαν ακόμη προετοιμασθή.

Ο Χριστός εκείνη την ώρα μεταμορφώθηκε, "ουχ ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος" (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε, ούτε μεταβλήθηκε σε κάτι που δεν ήταν, αλλά φανέρωσε στους Μαθητάς Του αυτό που ήταν. Ουσιαστικά, όταν κάνουμε λόγο για Μεταμόρφωση εννοούμε ότι έδειξε την δόξα της θεότητός Του, που την κρατούσε αφανή στο φαινόμενο σώμα, επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να την αντικρύσουν.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα πη ότι ο Χριστός δεν έδειξε ολόκληρη την θεότητα, αλλά μια μικρή ενέργειά της. Και αυτό το έκανε αφ’ ενός μεν για να πληροφορήση για το ποιά είναι η θεϊκή δόξα της Βασιλείας, αφ’ ετέρου δε από φιλανθρωπία, ώστε να μη χάσουν και την ζωή τους ακόμη, βλέποντας ολόκληρη την δόξα της θεότητος. Γι’ αυτό, το μυστήριο της Μεταμορφώσεως είναι και αποκάλυψη της Βασιλείας, αλλά και έκφραση της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού.

Γίνεται λόγος στα λειτουργικά κείμενα ότι κατά την Μεταμόρφωση ο Χριστός θεούργησε την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Αυτό, όμως, λέγεται με μια ορισμένη έννοια και δεν σημαίνει ότι τότε μόνο θεουργήθηκε η ανθρώπινη φύση. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η ανθρώπινη φύση θεουργήθηκε, δηλαδή θεώθηκε, από την υποστατική ένωση και κοινωνία με τον Θεό Λόγο, που έγινε από την στιγμή της συλλήψεώς Του στην κοιλία της Θεοτόκου, την ημέρα του Ευαγγελισμού. Τότε, η θεότητα θέωσε την ανθρώπινη φύση, ενώ η ανθρώπινη φύση θεώθηκε (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού φανερώθηκε στους Μαθητάς αυτή η θεουργηθείσα ανθρώπινη φύση από την πρόσληψή της από τον Θεό Λόγο. Προηγουμένως ήταν άγνωστη, τώρα έγινε φανερά. Με αυτήν την έννοια γίνεται λόγος σε μερικά τροπάρια για θεουργία της ανθρωπίνης φύσεως κατά την Μεταμόρφωση.

Αυτό ακριβώς το γεγονός μας οδηγεί στην άποψη ότι στο Θαβώρ δεν έχουμε μόνο Μεταμόρφωση, αποκάλυψη του Χριστού, αφού πραγματικά τότε έδειξε μερικές ακτίνες της θεότητός Του, αλλά και μεταμόρφωση των Μαθητών. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν την θεουργία της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ακριβώς γιατί μεταμορφώθηκαν αυτοί οι ίδιοι. Οι Πατέρες κάνουν λόγο για εναλλαγή των Μαθητών. "Ενηλλάγησαν ουν και ούτω την εναλλαγήν είδον" (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει εναλλαγή, Μεταμόρφωση του Χριστού, αλλά αυτό έγινε γνωστό, γιατί υπήρξε και εναλλαγή, μεταμόρφωση των Μαθητών.

Η μεταμόρφωση των Μαθητών έγινε σε όλη τους την ψυχοσωματική ύπαρξη. Οι Μαθητές δεν είδαν το θείο φως μόνο με τον νού τους, που είναι ο οφθαλμός της ψυχής, αλλά και με αυτές τις σωματικές αισθήσεις, οι οποίες όμως προηγουμένως δυναμώθηκαν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού και μεταμορφώθηκαν για να το δούν. Οι σωματικοί οφθαλμοί είναι τυφλοί ως προς το φως του Θεού, επειδή οι οφθαλμοί του ανθρώπου είναι κτιστοί και δεν μπορούν να δούν το άκτιστο Φώς. Γι’ αυτό και αλλοιώθηκαν από την ενέργεια του Θεού και αξιώθηκαν να δούν την δόξα του Θεού (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

γ'

Για να δείξη ο Χριστός την δόξα της θεότητός Του ανέβηκε στο όρος Θαβώρ. Θα μπορούσε αυτό να γίνη και σε μια πεδιάδα, σε ένα απόμακρο μέρος. Γιατί όμως προτιμήθηκε το όρος;

Στην παλαιά εποχή συνηθιζόταν όλα τα μεγάλα γεγονότα να γίνωνται σε υψηλότερο μέρος, σε υψηλά και χαμηλά βουνά, όπως ακριβώς έκαναν και οι ειδωλολάτρες που πάνω στα βουνά τελούσαν τις θυσίες τους. Ο Χριστός δείχνει το μεγαλείο της δόξης Του επάνω στο όρος Θαβώρ, αφού η φανέρωση της θεουργίας της ανθρωπίνης φύσεως είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητος.

Έπειτα, όπως είπε ο Χριστός, ήλθε για να αναζητήση το πλανώμενο πρόβατο, το οποίο χάθηκε στα βουνά. Επομένως, ο Χριστός ανήλθε στο όρος για να δείξη ότι Αυτός βρήκε το πλανηθέν πρόβατο και το ελευθέρωσε από την αμαρτία και τον διάβολο, ότι αυτός είναι ο πραγματικός ποιμήν των ανθρώπων (άγ. Γρηγόριος Θεολόγος).

Η ανάβαση ακόμη στο όρος δείχνει ότι, όσοι θέλουν να δούν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, θα πρέπει να εξέλθουν από την χθαμαλότητα, να αφήσουν τα χαμηλά και να ανεβούν ψηλά, δηλαδή να καθαρισθούν από όλα τα γεώδη που τους κρατούν δεμένους στην γή.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε οι Μαθητές είδαν δύο ηλίους τον αισθητό και τον νοητό. Σε ένα τροπάριό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: "Υπεκρύβη ακτίσι θεότητος αισθητός ήλιος ως εν όρει Θαβωρίω είδέ σε μεταμορφούμενον, Ιησού μου". Δηλαδή, ο αισθητός ήλιος κρύφτηκε και αφανίστηκε από τις ακτίνες της θεότητος του Χριστού. Ίσως στην αρχή έβλεπαν δύο φώτα, το κτιστό και το άκτιστο, όπως λέγουν οι άγιοι που έχουν τέτοιες εμπειρίες, αλλά όταν είδαν μεγαλύτερη ενέργεια της θεότητος, τότε χάθηκε τελείως ο αισθητός ήλιος. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι οι Μαθητές στο Θαβώρ έβλεπαν δύο ηλίους "ένα εν τω ουρανώ κατά το έθος, και ένα παρά το έθος".

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι στο όρος Θαβώρ, κατά τον καιρό της Μεταμορφώσεως του Χριστού έγινε μέγα και φοβερό θέαμα. Πρώτον, γιατί ανέτειλαν δύο ήλιοι, πράγμα το οποίο δεν γνώρισε ποτέ η κτίση. Δεν πρόκειται για τον ένα ήλιο που φαίνεται πριν την ανατολή του ηλίου, τον λεγόμενο παρήλιο, το είδωλο του ηλίου, και στην συνέχεια εμφανίζεται ο πραγματικός ήλιος, αλλά για δύο ηλίους, και μάλιστα κατά την μεσημβρία. Δεύτερον, είναι φοβερό θέαμα, γιατί ο ένας είναι αισθητός ήλιος και ανέτειλε από τους ουρανούς και ο άλλος νοητός, που ανέτειλε από την γή. Αυτός ο δεύτερος ήλιος ήταν ασυγκρίτως ανώτερος από τον αισθητό ήλιο, που ανέτειλε από τους ουρανούς. Και όπως με την ανατολή του αισθητού ηλίου εξαφανίζονται όλα τα αστέρια του ουρανού, έτσι και με την ανατολή του ηλίου της δικαιοσύνης εξαφανίστηκαν και οι ακτίνες του αισθητού ηλίου.

Βέβαια, την δόξα του νοητού ηλίου δεν είδαν όλοι οι άνθρωποι στην γη εκείνη την στιγμή, παρά μόνο οι τρεις Μαθητές και οι Προφήτες, που εμφανίστηκαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι τον αισθητό ήλιο που ανατέλλει τον βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν στην γή, εκτός βέβαια, αν κανείς είναι τυφλός, ενώ τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης τον βλέπουν όσοι είναι κατάλληλοι και ετοιμασμένοι. Και αναλύοντας αυτήν την σκέψη του λέγει ότι τον αισθητό ήλιο, επειδή είναι άψυχος, άλογος και δεν έχει βούληση, τον βλέπουν όλοι οι άνθρωποι, ενώ ο νοητός ήλιος δεν έχει μόνον φύση και φυσική λαμπρότητα και δόξα, αλλά και θέληση κατάλληλη, και γι’ αυτό εμφανίζεται σε όσους αυτός θέλει και εάν και όσο καιρό θέλει. Επομένως, το νοητό και άκτιστο φως το βλέπουν όσοι αξιώνονται από τον Θεό αυτής της εμπειρίας, αφού ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του σε όσους θέλει, και αυτή η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που αξιώνονται της αποκαλυπτικής εμπειρίας.

δ'

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το φως αυτό που είδαν οι Μαθητές επάνω στο όρος Θαβώρ δεν ήταν μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά το φως της θεότητος. Ακόμη, δεν ήταν μια κεκρυμμένη τρίτη φύση στον Χριστό, αλλά η θεότης που θεούργησε την ανθρώπινη φύση. Ο Χριστός, δηλαδή, είχε δύο φύσεις, την θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στην υπόστασή Του ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως. Οι Μαθητές αξιώθηκαν να δούν αυτήν την δόξα της θεότητος στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε ουσία έχει και την ενέργειά της. Εάν η ουσία είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη, εάν η ουσία είναι κτιστή και η ενέργειά της είναι κτιστή. Επίσης, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, άλλο είναι η ουσία ή φύση, άλλο είναι η ενέργεια, άλλο είναι ο ενεργών, και άλλο είναι το ενέργημα, το αποτέλεσμα της ενεργείας. Η ενέργεια είναι η δόξα της ουσίας, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή φύση και ενέργεια. Εμείς οι άνθρωποι, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, δεν βλέπουμε, ούτε μετέχουμε της φύσεως του Θεού, αλλά της ενεργείας Του. Επομένως, οι Μαθητές στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση του Θεού, αλλά την ενέργειά Του στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

Το φως στο όρος Θαβώρ ήταν η δόξα της θεότητος. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, η λέξη θεότητα δηλώνει την φύση του Θεού και την ενέργειά Του, ενώ η λέξη Θεός δηλώνει το πρόσωπο, την υπόσταση. Δεν μπορούμε να αποκαλέσουμε θεότητα μόνο τον Πατέρα ή μόνο τον Υιό ή μόνο το Άγιον Πνεύμα. Μπορούμε να λέμε ο Θεός Πατήρ, ο Θεός Λόγος, το Θείον Πνεύμα, ποτέ όμως η θεότητα του Πατρός, σαν να είναι κάτι ξεχωριστό από την θεότητα του Υιού και την θεότητα του Αγίου Πνεύματος.

Η λέξη θεότητα, επειδή δηλώνει την φύση, μπορεί να αποδοθή και στην ενέργεια, γι’ αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για "υπερκειμένη θεότητα", που δηλώνει την φύση, η ο-ποία είναι παντελώς αμέθεκτη, και "υφειμένη θεότητα", που δηλώνει την ενέργεια, που είναι μεθεκτή από τον άνθρωπο. Πάντως η θεότητα είναι μία και στις τρεις υποστάσεις (άγ. Γρηγόριος Παλαμάς).

Η λέξη θεότητα είναι πολυσήμαντη και δείχνει διάφορες θεολογικές αλήθειες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίνει μερικές ερμηνευτικές αναλύσεις που δηλώνουν την ετυμολογία και την προέλευση της λέξεως αυτής. Λέγεται θεότητα "από του θείν και φθάνον πανταχόθεν", και δηλώνει την απανταχού παρουσία του Θεού. Προέρχεται ακόμη η λέξη από το "αποθέοντα και διαφεύγοντα πανταχόθεν", και δηλώνει το μηδαμού είναι, κατά την ουσία και φύση. Λέγεται θεότητα, "από του αίθειν, τουτέστιν καίειν τε και αναλίσκειν πάσαν μοχθηρίαν" και δηλώνει την λαμπρότητα του Θεού, την ενέργειά Του, που κατακαίει κάθε αμαρτωλό. Η λέξη αυτή μπορεί να προέρχεται και από το θεάσθαι, και δηλώνει ότι ο Θεός βλέπει και γινώσκει τα πάντα και πριν από την γέννησή τους. Δηλώνει ακόμη το προνοείν του Θεού, γιατί συνδέεται με το "εφοράν και θεάσθαι". Επί πλέον λέγεται θεότητα από το θεοποιούν. Όλες αυτές οι ετυμολογικές ερμηνείες δείχνουν τις ποικίλες ενέργειες του Θεού, ήτοι την προνοητική, την φωτιστική και θεοποιό ενέργειά Του, καθώς επίσης δείχνουν και το αμέθεκτο του Θεού, όταν η θεότητα αποδίδεται στην ουσία ή φύση.

Η ολοκληρωμένη θεολογική φράση γύρω από το θέμα αυτό είναι ότι οι Μαθητές επάνω στο Θαβώρ δεν είδαν την φύση, αλλά την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου.

ε'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού στο θαβώριο όρος έγινε ύστερα από μια διακήρυξη του Χριστού. "Αμήν λέγω υμίν, εισί τινές των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει" (Μάρκ. θ', 1). Και αμέσως ο Ευαγγελιστής περιγράφει το γεγονός της Μεταμορφώσεως που συνέβη μετά από έξι ημέρες, αφού, όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, δεν παρενεβλήθη κανένα άλλο γεγονός, ούτε διδασκαλία ούτε θαύμα. Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές που παρενεβλήθησαν μεταξύ του λόγου του Χριστού και της Μεταμορφώσεώς Του τις πέρασαν με σιωπή.

Λέγονται πολλά για το τί είναι η Βασιλεία του Θεού. Άλλοι ταυτίζουν την Βασιλεία του Θεού με μια εγκόσμια επικράτηση του θελήματος του Θεού, άλλοι με την μέλλουσα μακαριότητα των δικαίων. Όμως, η σύνδεση της Βασιλείας του Θεού με την Μεταμόρφωση του Χριστού δηλώνει ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η θέα της ακτίστου Χάριτος και δόξης του Τριαδικού Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, και βέβαια είναι η θέωση του ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό κάνει υπέροχες παρατηρήσεις ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού συνδέεται στενά με τον βασιλέα, που είναι ο Θεός, ο Χριστός. Στον Χριστό ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση. Η δόξα της θεότητος θεούργησε και ελάμπρυνε την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, όπου βρισκόταν ο Χριστός εκεί υπήρχε και η Βασιλεία. Δεν νοείται βασιλεύς χωρίς βασιλεία, ούτε βασιλεία χωρίς βασιλέα. Έτσι, βασιλεία του Θεού χωρίς τον Βασιλέα Χριστό δεν μπορεί να νοηθή.

Ο Χριστός στον λόγο αυτόν συνδέει την βασιλεία με την όραση, "έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού". Πρόκειται για την όραση του ακτίστου φωτός. Το "εληλυθυίαν" δεν σημαίνει ότι η Βασιλεία έρχεται από κάπου αλλού, αλλά δηλώνει το "φανερούσθαι", αφού όπου είναι ο Χριστός εκεί υπάρχει η Βασιλεία, γιατί δεν πρόκειται για τοπική έλευση, αλλά για φανέρωση. Και αυτή η φανέρωση·αποκάλυψη γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό δηλώνει το "εν δυνάμει". Ο άνθρωπος είναι αδύνατος να δη την δόξα του Θεού, αν οι ψυχοσωματικές του αισθήσεις δεν δυναμωθούν από την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η Εκκλησία και η θεία Ευχαριστία μπορούν να ονομασθούν Βασιλεία του Θεού, αν όσοι ζουν μέσα σε αυτήν φθάνουν στην θέα της ακτίστου δόξης του Θεού, που είναι η πραγματική Βασιλεία. Εάν ομιλούμε για την Εκκλησία και την Βασιλεία του Θεού και δεν τα συνδέουμε με την θεοπτία, την όραση του ακτίστου φωτός, τότε σφάλλουμε θεολογικά. Άλλωστε, τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν και οδηγούν τον άνθρωπο στην Βασιλεία του Θεού, ακριβώς γιατί συνδέονται πολύ στενά με την καθαρτική, φωτιστική και θεοποιό ενέργεια του Θεού.

στ'

Είναι διδασκαλία των αγίων Πατέρων ότι ο Χριστός επάνω στο Θαβώρ έδειξε στους ανθρώπους το αρχέτυπο κάλλος της εικόνος τους. Δηλαδή, ο Χριστός είναι το αρχέτυπο της δημιουργίας του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Λόγου. Με αυτό φαίνεται η δόξα της εικόνος και η μεγάλη τιμή να είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού. Η καταγωγή μας δεν είναι χαμηλή, αλλά υψηλή, αφού ο δεδοξασμένος Χριστός είναι το πρωτότυπο της δημιουργίας μας, αλλά και αυτός ο τεχνίτης και δημιουργός μας.

Στην Αγία Γραφή επανειλημμένα λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο νέος Αδάμ, που ενηνθρώπησε για να διορθώση το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο, καίτοι ήταν άπειρος ακόμη, βρισκόταν στον φωτισμό του νοός, γιατί το κατ’ εικόνα του ήταν καθαρό και δεχόταν τις ακτίνες του θείου φωτός. Μετά την αμαρτία όμως σκοτίσθηκε, έχασε το καθ’ ομοίωση, χωρίς όμως να απωλέση καθ’ ολοκληρία το κατ’ εικόνα. Στην πατερική παράδοση λέγεται ότι το κατ’ εικόνα του Αδάμ αμαυρώθηκε, δηλαδή σκοτίστηκε, χωρίς να χαθή τελείως. Με την ενανθρώπηση του Χριστού και την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως επανέρχεται ο Αδάμ στην προηγούμενη δόξα, και μάλιστα ανέρχεται ακόμη υψηλότερα.

Έτσι, ο Χριστός στο Θαβώρ έδειξε ποιό ήταν το πρωτότυπο της δημιουργίας του ανθρώπου και σε ποιά κατάσταση βρισκόταν ο πρώτος Αδάμ στον Παράδεισο πριν από την πτώση.

Βέβαια, αυτό λέγεται με συγκατάβαση, γιατί όπως διδάσκει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, η έλλαμψη του Μεταμορφωθέντος Χριστού ήταν θειοτέρα και λαμπροτέρα από την έλλαμψη που είχε ο Αδάμ στον Παράδεισο. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ο Θεός που δημιούργησε τον Αδάμ ήταν Θεός κατ’ ουσία, ενώ ο Αδάμ ήταν κατά μέθεξη και μετοχή θεός. Το φως του Θεού είναι κατά φύση, ενώ το φως που είχε ο Αδάμ ήταν κατά μετοχή και Χάρη. Δεύτερον, γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θέωσε καθ’ υπόσταση, ενώ ο Αδάμ είχε κοινωνία με την Χάρη του Θεού κατ’ ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στον Χριστό η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν υποστατικά, καθ’ υπόσταση, στον Αδάμ και στον κάθε θεούμενο η φύση του ενώνεται κατά Χάρη με τον Θεό και όχι καθ’ υπόσταση. Γιατί η καθ’ υπόσταση ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως έγινε μόνο στον Χριστό.

Για να γίνη αυτό αντιληπτό πρέπει να πούμε ότι κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως. Ο πρώτος είναι ο κατ’ ουσίαν, που συμβαίνει με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο δεύτερος τρόπος ενώσεως συνέβη στον Χριστό με την ενανθρώπηση και είναι ο καθ’ υπόσταση αφού ο Χριστός είναι ο μοναδικός Θεάνθρωπος, και ο τρίτος τρόπος ενώσεως είναι ο κατά Χάριν, και συμβαίνει με τους θεουμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ενώνονται με τον Θεό κατ’ ουσία, γιατί αυτό συμβαίνει μόνο με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ούτε ενώνονται με τον Θεό καθ’ υπόσταση, γιατί ένας είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ενώνονται κατά μετοχή της Χάριτος. Γι’ αυτό οι άγιοι δεν λέγονται, έστω και κατά Χάριν, Θεάνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί, θεούμενοι.

Πάντως, ο μεταμορφωθείς Χριστός έδειξε την δόξα του αρχετύπου της δημιουργίας μας. Και όπως στους γλύπτες μεγαλύτερη αξία έχει το πρόπλασμα και έπειτα το αντίγραφό του, που μπορεί να το κάνη ο καθένας, έτσι και εδώ μεγαλύτερη αξία έχει το πρωτότυπο. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει, κατά συγκατάβαση, και την προέλευση του ανθρώπου, αλλά και τον σκοπό, το τέλος, στο οποίο πρέπει να κατατείνη.

ζ'

Το αισθητό φώς, καίτοι είναι κτιστό, είναι η μόνη πραγματικότητα από την γη που μπορεί να δείξη την δόξα και την λάμψη της θεότητος. Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά σαν το φώς, γιατί έτσι ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβη την δόξα της θεότητος. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη γήινη πραγματικότητα για να το δείξη.

Είναι γεγονός ότι ο Θεός είναι και λέγεται φώς, γιατί αφ’ ενός μεν είναι αποκάλυψη του ιδίου του Χριστού, που είπε: "εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιω. η', 12), αφ’ ετέρου δέ, γιατί όσοι αξιώθηκαν να Τον δούν Τον είδαν ως φως λαμπρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι ο Ευαγγελιστής λέγει ότι το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, γιατί δεν υπάρχει καμμιά άλλη εικόνα για να παρουσιάση την λαμπρότητα του προσώπου του Χριστού εκείνη την στιγμή.

Η εικόνα του ηλίου δείχνει και μια άλλη θεολογική αλήθεια, όπως την παρουσιάζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Λέγει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ του φωτός και του ηλίου. Ο Θεός, όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, την πρώτη ημέρα της δημιουργίας έκανε το φως και την τέταρτη ημέρα έκανε τον ήλιο και του έδωσε το φώς. Έτσι το φως ήταν πρωτόγονο, ενώ το φως στον δίσκο του ηλίου έγινε την τέταρτη ημέρα. Αυτό αναλογικά βλέπουμε και στον Χριστό. Το φως του Θεού ήταν και είναι άναρχο, δηλαδή δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε αυτό το φώς. Αργότερα, όμως, κατά την ενανθρώπηση έλαμψε και το πρόσλημμα – η ανθρώπινη φύση που έλαβε όλο το πλήρωμα της θεότητος. Έτσι, ενώ ο Θεός ήταν πάντα φώς, κατά την ενανθρώπησή Του και το σώμα που προσέλαβε έγινε πηγή του ακτίστου Φωτός.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ του φωτός της θεότητος και του φωτός του ηλίου, όση διαφορά υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας και θα έπρεπε να έχη τέλος, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχη τέλος. Το κτιστό ακόμη έχει τροπή και αλλοίωση. Όμως, το άκτιστο δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος καί, βέβαια, δεν έχει καμμιά τροπή, αλλοίωση. Γι’ αυτό πάντοτε με συγκατάβαση πρέπει να χρησιμοποιούμε αισθητές πραγματικότητες. Ο ιερός Ευαγγελιστής έγραψε: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Δεν έγινε το πρόσωπό του ήλιος, αλλά ως ήλιος.

Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνει την διαφορά μεταξύ της λάμψεως του αισθητού ηλίου και της ελλάμψεως του ηλίου της δικαιοσύνης. Το φως του αισθητού ηλίου, επειδή είναι χρονικό, έρχεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου κατά καιρούς, δηλαδή ολίγον κατ’ ολίγον και όχι όλο μαζί, αθρόον. Έτσι, από τον όρθρο μεταβαίνει στην ανατολή, και από την ανατολή στην μεσημβρία και από εκεί στην δύση. Υπάρχει αλλαγή φωτοχυσίας και δίνεται κατά αναλόγους καιρούς. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Μαθητάς επάνω στο όρος Θαβώρ. Επειδή το φως της δικαιοσύνης είναι άκτιστο και υπέρχρονο δεν έλαμψε στους αποστόλους "από ολίγον ολίγον κατά πρόοδον και μετάβασιν, αλλά ευθύς και όλον ομού".

Το φως αυτό του Θεού ενεργεί κατά δύο τρόπους, ήτοι φωτιστικό και καυστικό, κατά τον βαθμό της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, το κάρβουνο έχει και το γεώδες και υλικό, επειδή γίνεται στάχτη, αλλά και το φωτιστικό και φλογερό. Γι’ αυτό σε άλλες περιπτώσεις κατακαίει και σε άλλες φωτίζει. Αυτό γίνεται και με το φως του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Ο Χριστός ομοιάζει με το αναμμένο κάρβουνο, αφού έχει την ανθρώπινη φύση, το υλικό, αλλά και το φως της θεότητος. Όμως δεν συμβαίνει ό,τι με το κάρβουνο, που δεν φωτίζει αυτούς που είναι μακριά και κατακαίει αυτούς που είναι κοντά, αλλά γίνεται κάτι άλλο διαφορετικό. Γίνεται φως γι’ αυτούς που είναι καθαροί ως προς την αμαρτία και φωτιά γι’ αυτούς που είναι ακάθαρτοι.

Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να δούμε την ωραιοτάτη παρατήρηση του Μ. Βασιλείου σχετικά με την ενανθρώπηση του Χριστού. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τον πεπυρακτωμένο σίδηρο, λέγει ότι το πυρ έρχεται στον σίδηρο όχι μεταβατικώς, αλλά μεταδοτικώς. Αυτό σημαίνει ότι το πυρ δεν τρέχει προς τον σίδηρο, αλλά μένοντας στον τόπο του μεταδίδει σε αυτόν τις δικές του δυνάμεις και ενέργειες, ώστε αφ’ ενός μεν το πυρ δεν ελαττώνεται από την μετάδοση, αφ’ ετέρου δε γεμίζει ολόκληρο τον σίδηρο. Το ίδιο, κατ’ αναλογία, έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο Θεός δεν εκινήθη από τον Εαυτό Του, δηλαδή, δεν μετέβη τοπικώς, αλλά συγκατέβη προς το ανθρώπινο γένος και εσκήνωσε μέσα μας, χωρίς να παύση να βρίσκεται στους ουρανούς. Στην ακολουθία των Χαιρετισμών της Θεοτόκου διατυπώνεται αυτό θαυμάσια: "Συγκατάβασις γαρ θεϊκή ου μετάβασις δε τοπική γέγονεν".

η'

Ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος βεβαιώνει: "καί έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος" (Ματθ. ιζ', 2). Πέρα από αυτά τα οποία τονίσαμε προηγουμένως πρέπει να επεκταθούμε λίγο ακόμη και να υπογραμμίσουμε μερικές θεολογικές αλήθειες, γύρω από την έλλαμψη του προσώπου του Χριστού.

Το φως του Θεού είναι προαιώνιο, άχρονο, αλλά στο Θαβώρ, κατά άκρα φιλανθρωπία του Θεού, περιγράφηκε στο ανθρώπινο σώμα, "ως εν δίσκω ηλιακώ". Παρά την έλλαμψη και την περιγραφή στο πρόσωπο του Χριστού, εν τούτοις "άσχετον ήν, και ασχέτως επλήρει το πάν, απερίγραπτον μένον και εν τω περιγράφεσθαι" (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Λόγου του Θεού, της Μεταμορφώσεώς Του, αλλά και της θεώσεως του ανθρώπου.

Για να μη γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ του κτιστού φωτός του ηλίου και του ακτίστου Φωτός της θεότητος, οι άγιοι Πατέρες πολλές φορές χρησιμοποιούν και τον όρο "υπέρφωτος γνόφος". Πραγματικά, ο Θεός είναι φώς, και έτσι τον είδαν οι άγιοι, αλλά για την υπερέχουσα φανότητα και για την μη συσχέτηση με άλλα κτιστά φώτα λέγεται υπέρφωτος γνόφος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε την λεγομένη καταφατική και αποφατική θεολογία. Η πρώτη (καταφατική) θεολογία, που ονομάζει τον Θεό από τις ενέργειές Του και τα αποτελέσματα των ενεργειών Του, χαρακτηρίζει τον Θεό φως αληθινό, απρόσιτο και άκρατο. Η δεύτερη (αποφατική) θεολογία ονομάζει τον Θεό "υπέρ φώς", όπως ακριβώς τον χαρακτηρίζει και υπερώνυμο και υπερούσιο. Έτσι, λοιπόν, η ύπαρξη της αποφατικής θεολογίας δεν οδηγεί στον αγνωστικισμό, δεν καταλήγει σε ένα ανυπόστατο μυστικισμό, αλλά αποφεύγει τους κινδύνους της λογικοκρατίας και της αισθησιοκρατίας (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Αυτά σημαίνουν ότι το πρόσωπο του Κυρίου έλαμψε ως ο ήλιος, αλλά ταυτόχρονα έλαμψε και υπέρ ήλιον, που σημαίνει έλαμψε υπέρ λόγον και έννοια, κατά άρρητο τρόπο. Οι εκφράσεις των Πατέρων είναι δηλωτικές αυτής της πραγματικότητος. Κάνουν λόγο για το ότι οι Μαθητές και οι θεούμενοι δια μέσου των αιώνων βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως, μετέχουν αμεθέκτως, νοούν ανοήτως τον Θεό.

Επομένως, η έλλαμψη του Χριστού στο Θαβώρ, η αποκάλυψη της δόξης Του στους θεουμένους κάθε εποχής, δεν είναι ένα αισθητικό γεγονός, αλλά μυστήριο, είναι φανέρωση κατά άρρητο τρόπο της δόξης του Θεού.

θ'

Όπως την στιγμή της Βαπτίσεως του Χριστού υπάρχει εμφάνιση και αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος, έτσι και την στιγμή της Μεταμορφώσεώς Του πάνω στο Θαβώρ αποκαλύπτεται ο Τριαδικός Θεός. Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που ενηνθρώπησε, έλαμψε ενώπιον των Μαθητών και φανέρωσε την δόξα της θεότητός Του. Ο Πατήρ επιβεβαίωσε ότι αυτός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, και το Άγιον Πνεύμα ήταν η νεφέλη φωτεινή που επισκίασε τους Μαθητάς.

Ο Τριαδικός Θεός είναι φώς, αφού το φως είναι η λάμψη της θεότητος, η όραση της Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Στα τροπάρια της Εκκλησίας ψάλλεται: "φώς ο Πατήρ, φως ο Λόγος, φως και το Άγιον Πνεύμα". Το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, η φωνή του Πατρός ήταν πολύ δυνατή θεωρία φωτός, γι’ αυτό, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τότε ακριβώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν οι Μαθητές και έπεσαν στην γή, και η νεφέλη, που ήταν η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ήταν φωτεινή. Όλα εκφράζουν την δόξα της θεότητος.

Στον μεγαλύτερο βαθμό θεοπτίας ακούστηκε η φωνή του Πατρός: "ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα" (Ματθ. ιζ', 5). Όταν αναλύσαμε την Βάπτιση του Χριστού, είδαμε εκεί τί σημαίνει αυτή η επιβεβαίωση του Πατρός. Εδώ πρέπει να παραθέσουμε την άποψη του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι ο Πατήρ δείχνει την μεγάλη Του αγάπη προς τον κατά φύσιν Υιό Του, τον μονογενή. Η αγάπη του Πατρός είναι τριπλή, πρώτον, επειδή είναι Υιός και κάθε πατέρας αγαπά το παιδί του, δεύτερον, γιατί είναι αγαπητός και τρίτον, γιατί ευδόκησε σε αυτόν.

Η φωνή του Πατρός δείχνει ακόμη και ότι στο όρος Θαβώρ υπάρχει και όραση και ακοή. Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, κατά την θεωρία του Θεού και την αποκάλυψή Του, όλες οι αισθήσεις του ανθρώπου γίνονται μία αίσθηση, ενοποιούνται. Γι’ αυτό και η όραση είναι ακοή, και η ακοή είναι όραση, και η όραση και ακοή είναι γεύση και αίσθηση κλπ. Την ώρα της θεοπτίας ο άνθρωπος δεν είναι διεσπασμένος, αφού η διάσπαση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Όμως, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θεωρία του Θεού, βλέπει τον Θεό δια της θεώσεώς του.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη συνήθως η όραση είναι αξιοπιστοτέρα της ακοής. Πρώτα ακούει κανείς κάτι και στην συνέχεια προχωρεί και στην όρασή του. Εδώ, όμως, συνέβη το αντίθετο. Οι Μαθητές είδαν την δόξα του Θεού και στην συνέχεια ακολούθησε και η επιβεβαίωση δια της ακοής.

Εξηγώντας ο άγιος Νικόδημος αυτό το γεγονός, λέγει ότι εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Συνήθως στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερο ενεργούσαν τα ενεργούμενα δια της ακοής, αφού οι Προφήτες φανέρωναν τα μέλλοντα δια της προρρήσεως και των προφητειών. Και συνήθως πρώτα άκουγαν για τον Θεό και στην συνέχεια έβλεπαν, όπως άλλωστε ομολογεί ο δίκαιος Ιώβ: "Ακοήν μεν ωτός ήκουόν σου το πρότερον, νυνί δε ο οφθαλμός μου εώρακέ Σε" (Ιώβ, μβ', 5). Στην Καινή Διαθήκη, όμως, γίνεται το αντίθετο. Συνήθως προηγείται η όραση και ακολουθεί η ακοή. Και αυτό είναι φυσικό, γιατί στην Παλαιά Διαθήκη κηρυττόταν η έλευση του Μεσσίου, όταν όμως ήλθε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε προηγείται η όραση, αφού τον έβλεπαν και ακολουθούσε η επιβεβαίωση.

Αυτό συμβαίνει στην εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Όταν βρισκόμαστε στο στάδιο της καθάρσεως, που ουσιαστικά υπενθυμίζει τον τρόπο ζωής που συνιστά ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε για τον Θεό. Όταν φθάνουμε όμως στον φωτισμό του νοός και την θέωση, με την μυστηριακή ζωή και την μέθεξη της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, τότε βλέπουμε τον Θεό.

Όλα αυτά πρέπει να λέγωνται συγκαταβατικά και μέσα στα πλαίσια ότι, όταν ο θεούμενος φθάνη στην θέωση, τότε ενοποιούνται όλες οι ψυχοσωματικές δυνάμεις.

Η φωνή του Πατρός εξέρχεται μέσα από την φωτεινή νεφέλη, πράγμα το οποίο δείχνει το ομοούσιο του Πατρός με το Άγιον Πνεύμα, και βεβαίως το ομοούσιο των τριών θείων υποστάσεων. Η εμφάνιση της φωτεινής νεφέλης συνδέεται ακόμη και με την αποκαλυπτική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Αυτός που καθοδηγούσε τον λαό του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη.

Στο βιβλίο της Εξόδου λέγεται ότι ο Θεός οδηγούσε τον Ισραηλιτικό λαό στην πορεία του από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, φωτίζοντάς τον την νύκτα με το πυρ και σκεπάζοντάς τους την ημέρα με την νεφέλη, "ο δε Θεός ηγείτο αυτών ημέρας μεν εν στύλω νεφέλης, δείξαι αυτοίς την οδόν, την δε νύκτα, εν στύλω πυρός" (Εξ. ιγ', 21).

Επάνω στο Θαβώρ έχουμε και το φως και την νεφέλη. Φώς είναι ο Χριστός, αφού έλαμψε το πρόσωπό Του ως ο ήλιος, και νεφέλη είναι η παρουσία του Παναγίου Πνεύματος. Με αυτήν την αλήθεια δεν πρέπει κανείς να εννοήση ότι άλλο είναι το έργο του Υιού και άλλο το έργο του Παναγίου Πνεύματος, ότι η οικονομία του Υιού γίνεται ανεξάρτητα από την οικονομία του Αγίου Πνεύματος. Άλλωστε, είναι γνωστόν ότι η δημιουργία και η αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

Πάντως, εκείνο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι στο Θαβώρ έχουμε εμφάνιση και αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού. Η εκκλησιαστική και πνευματική ζωή είναι μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου. Όταν κοινωνούμε των αχράντων μυστηρίων, κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και μετέχουμε των ενεργειών του Τριαδικού Θεού.

ι'

Στο όρος Θαβώρ εκτός από τον Τριαδικό Θεό υπάρχουν πέντε πρόσωπα. Πλησίον του Χριστού είναι δύο εξέχοντα πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ο Προφήτης Μωϋσής και ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και οι τρεις Μαθητές, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Οι πρώτοι είναι εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης, και συγκεκριμένα του Νόμου (Μωϋσής) και των Προφητών (Ηλίας), και οι Απόστολοι είναι εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης.

Οι Μαθητές γνώριζαν ότι τα εμφανισθέντα πρόσωπα από την Παλαιά Διαθήκη ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας από δύο κυρίως αίτια.

Πρώτον, από την Χάρη του Θεού. Δηλαδή αναγνώρισαν τους θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, επειδή βρίσκονταν μέσα στο φως του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, το φως του Θεού αποκαλύπτει όλα τα μέλλοντα, πολύ περισσότερο αποκαλύπτει τα παρόντα και ενεστώτα.

Δεύτερον, γνωρίστηκαν από τους Αποστόλους οι θεόπτες της Παλαιάς Διαθήκης, από την συζήτηση που είχαν με τον Χριστό. Ο ιερός Ευαγγελιστής γράφει: "καί ιδού ώφθησαν αυτοίς Μωϋσής και Ηλίας, μετ’ αυτού συλλαλούντες" (Ματθ. ιζ', 3). Χαρακτηριστικός είναι ο λόγος του Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος μας παρουσιάζει και το περιεχόμενο της συζητήσεως: "Και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωϋσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον περί την έξοδον αυτού ήν έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ" (Λουκ. θ', 30-31). Οι αποκαλυφθέντες, εκείνη την ώρα, άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης μιλούσαν για το Πάθος του Χριστού. Δεδομένου ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού έγινε κατά την διάρκεια της προσευχής, αφού λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς "καί εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον..." (Λουκ. θ', 29), και ότι η συνομιλία των δύο ανδρών με τον Χριστό αναφερόταν στο Πάθος, εξάγεται ότι το γεγονός αυτό συνδέεται στενά με την προσευχή του Κυρίου στην Γεθσημανή, όταν ζητούσε να αποφύγη το πικρό ποτήριο του θανάτου.

Ο ιερός Θεοφύλακτος λέγει ότι οι Μαθητές κατάλαβαν τους Προφήτας αυτούς από τους λόγους που θα έλεγαν στον Χριστό, και οι οποίοι θα ήταν σχετικοί με εκείνα που προεφήτευσαν, όσο ζούσαν. Ίσως ο Μωϋσής θα έλεγε: "Σύ εί, ου προτύπωσα το πάθος εγώ, σφάξας τον αμνόν και το πάσχα τελέσας". Και ο Ηλίας θα έλεγε: "Σύ εί, ου την ανάστασιν προτύπωσα εν τω της χήρας Υιώ". Ο Μωϋσής μιλούσε για την προτύπωση του Πάθους του Χριστού, του χριστιανικού πάσχα, ενώ ο Ηλίας για την Ανάσταση του Χριστού.

ια'

Είναι γνωστόν από την πατερική παράδοση ότι της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετέχουν όσοι βρίσκονται σε κατάσταση θεοπτίας, γιατί η αποκάλυψη του Θεού σε ακαθάρτους ανθρώπους είναι κόλαση και καταδίκη. Έτσι, και κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού, εμφανίζεται ο Μωϋσής και ο Ηλίας, όχι μόνο γιατί είναι εκπρόσωποι του νόμου και των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά γιατί και οι δύο υπήρξαν θεόπτες κατά την διάρκεια της ζωής τους.

Στο όρος Σινά ο Μωϋσής είδε την δόξα του ασάρκου Λόγου, ο οποίος του παρέδωσε τον Νόμο, την Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και πριν από αυτό είδε την άλλη καταπληκτική θεωρία που δήλωνε την σάρκωση του Λόγου, δηλαδή την θεωρία της καταφλεγομένης και μη κατακαιομένης βάτου. Άλλοτε σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του ο Μωϋσής ζήτησε από τον Θεό να του αποκαλυφθή και να φανερώση τον Εαυτό Του. Και όταν ο Θεός του ανήγγειλε ότι θα αποκαλυφθή του είπε να εισέλθη σε ένα βράχο (πέτρα), και καθώς πέρασε έκρυψε την οπή του βράχου, για να μη δη το πρόσωπό Του, αλλά τα οπίσθια. (Εξ. λγ', 12-23). Και αυτή η αποκάλυψη δηλώνει την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού.

Αλλά και ο Προφήτης Ηλίας αξιώθηκε να δη τον άσαρκο Λόγο, με την μορφή της λεπτής αύρας. Η αποκάλυψη του Θεού δεν έγινε με την μορφή του αέρος, του σεισμού και του πυρός, αλλά με την λεπτή φωνή αύρας. "Και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος". Όταν άκουσε ο Προφήτης Ηλίας την φωνή της λεπτής αύρας, κάλυψε το πρόσωπό του με την μηλωτή, και αφού βγήκε από το σπήλαιο, στάθηκε κάτω από αυτό (Γ' Βασ. ιθ', 11-13). Και η θεοπτία αυτή είχε σχέση με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, γιατί με την ενανθρώπησή Του ο Θεός παρουσίασε την αγάπη και την φιλανθρωπία Του.

Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ της θεοπτίας που είχαν οι δύο Προφήτες κατά την διάρκεια της ζωής τους, από την θεοπτία που είχαν στο όρος Θαβώρ. Τότε ήταν θεωρία του ασάρκου Λόγου, γι’ αυτό και εκρύβησαν στην πέτρα και το σπήλαιο, ενώ τώρα βλέπουν τον ενσαρκωμένο Λόγο. Τότε το Σινά καιγόταν έως τον ουρανό, υπήρχε δε σκοτάδι, γνόφος και θύελλα, και μεγάλη φωνή (Δευτ. δ', 11), που εκφράζουν την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στο Θαβώρ όλα ήταν λαμπρά και φωτεινά, εξαστράπτοντα από το απρόσιτο φως της θεότητος, δείγμα ότι ήταν ανώτερο το φως από τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης.

Ο ιερός Θεοφύλακτος παρουσιάζει πολύ εκφραστικά τους λόγους για τους οποίους εμφανίστηκαν οι θεόπτες άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης. Πρώτον, για να αποδειχθή ότι ο Χριστός είναι Κύριος του Νόμου και των Προφητών. Δεύτερον, για να φανή ότι κυριεύει ζώντων και νεκρών, αφού ο Μωϋσής ήταν νομοθέτης και πέθανε, ενώ ο Ηλίας ήταν Προφήτης και ακόμη ζούσε, αφού ηρπάγη με άρμα στον ουρανό. Τρίτον, για να φανή καλά ότι ο Χριστός όχι μόνο δεν ήταν αντίθετος με τον νόμο, αλλά ούτε αντίθεος, διαφορετικά οι μεγάλοι αυτοί θεόπτες άνδρες δεν θα ομιλούσαν μαζί Του. Τέταρτον, για να λύση την υποψία μερικών ότι Αυτός είναι ο Ηλίας που περίμεναν ή κάποιος άλλος Προφήτης. Και πέμπτον, για να διδάξη τους Μαθητάς Του να μιμηθούν τους μεγάλους αυτούς άνδρας, δηλαδή να είναι πραείς, όπως ο Μωϋσής, και ζηλωτές, άκαμπτοι και να κινδυνεύουν, όταν χρειασθή για την αλήθεια, όπως ο Προφήτης Ηλίας.

Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μωϋσής και Ηλίας στέκονταν με ευλάβεια και σεβασμό πλησίον του Χριστού. Ο ιερός Κοσμάς ο Μελωδός στον κανόνα της εορτής γράφει: "ιεροπρεπώς εστώτες Μωϋσής τε και Ηλίας εν όρει Θαβώρ, της θείας χαρακτήρα τρανώς υποστάσεως βλέποντες Χριστόν εν Πατρώα εξαστράψαντα δόξη ανέμελπον...". Οι Προφήτες έβλεπαν στο όρος Θαβώρ τον σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού και μέσα στην θεωρία γνώρισαν ότι Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού, που είχε τον χαρακτήρα της υποστάσεως του Πατρός, δηλαδή την δόξα του Θεού Πατρός. Γι’ αυτόν τον λόγο και στέκονταν ιεροπρεπώς και δουλικώς.

Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη, ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη στεκόταν ως αρχιερεύς μεταξύ του Ώρ και του Ααρών για να νικήση ο Ισραηλιτικός λαός, και ο Ηλίας ως αρχιερεύς του Θεού θανάτωσε στους ιερείς του Βάαλ και ολοκαύτωσε την θυσία. Αυτοί, λοιπόν, οι δύο αρχιερείς του Θεού στέκονται τώρα στο Θαβώρ ως ιερείς και δούλοι, έχοντες στο μέσον τον Μέγα αρχιερέα Χριστό, που ετοιμάζεται για την μεγάλη θυσία.

Αυτό το "ιεροπρεπώς" και "δουλικώς" υπενθυμίζει και την μεγάλη διαφορά που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αφού είναι κατά φύσιν Υιός του Θεού και θεοποιεί τους ανθρώπους, ενώ οι Προφήτες πάσχουν στην θέωση, δηλαδή γίνονται κατά χάριν και κατά μέθεξιν θεοί. Με άλλα λόγια ο Χριστός είναι αυτόφωτος ήλιος, ενώ αυτοί ετερόφωτα αστέρια.

Πρέπει να σημειώσουμε και μια άλλη λεπτομέρεια, που όμως δείχνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι "εν τω γενέσθαι την φωνήν (τού πατρός, Ούτος εστιν...) ευρέθη ο Ιησούς μόνος" (Λουκ. θ', 36). Δηλαδή, με την ακοή της φωνής εξαφανίσθηκαν οι δύο Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και παρέμεινε μόνος ο Χριστός. Κατά τον ιερό Θεοφύλακτο, αυτό έγινε για να μη νομίση κανείς ότι η φωνή αυτή έγινε για τον Μωϋσή και τον Ηλία, αλλά μόνο για τον Χριστό. Δεν έπρεπε να γίνη καμμιά σύγχυση μεταξύ αυτών των προσώπων. Ο Χριστός είναι το κέντρο των ουρανίων και των επιγείων.

ιβ'

Στο μεγάλο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Χριστού ήταν παρόντες μόνο οι τρεις Μαθητές, ήτοι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Τα τρία αυτά πρόσωπα παραλαμβάνονται από τον Χριστό και σε άλλες μεγάλες στιγμές, όπως κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και την προσευχή Του στην Γεθσημανή.

Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθή ως προσωποληψία. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στον Χριστό διαθέσεις ανθρώπινες και εμπαθή αισθήματα. Υπάρχει μια βαθύτατη θεολογική αιτιολογία. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού μπορεί να είναι Παράδεισος για τους καταλλήλους για την θεωρία αυτή και Κόλαση για τους ακαθάρτους ή τουλάχιστον για τους μη προετοιμασθέντας. Γι’ αυτό και πρέπει κανείς να βρίσκεται σε κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού θεοπτικά και όχι κολαστικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τρεις Μαθητές ήταν πιο κατάλληλοι για να δεχθούν αυτήν την αποκάλυψη του Θεού. Για τους άλλους έπρεπε να μείνη κρυφή και να αποκαλυφθή μετά την Ανάστασή Του.

Οι τρεις Μαθητές είχαν μερικά προσόντα που τους έκαναν καταλλήλους για την συμμετοχή τους στην θεωρία αυτή. Και οι τρεις υπερείχαν από τους άλλους Μαθητάς (άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος). Και η υπεροχή τους φαίνεται στο ότι ο Πέτρος αγαπούσε πολύ (σφόδρα) τον Χριστό με την θερμότητα της πίστεως, ο Ιωάννης αγαπιόταν πολύ (σφόδρα) από τον Χριστό ένεκα της υπερβολής των αρετών, και ο Ιάκωβος από του ότι ήταν σφόδρα βαρύς στους Ιουδαίους, αφού και ο Ηρώδης τον εφόνευσε (Ζυγαβηνός).

Οι δύο τουλάχιστον από τους τρεις Μαθητές που παρευρέθησαν στο Θαβώρ την φοβερά εκείνη ώρα έδωσαν την μαρτυρία τους για το γεγονός. Ο Απόστολος Πέτρος γράφει σε επιστολή του: "ου γαρ σεσοφισμένοις μύθοις εξακολουθήσαντες εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ’ επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος". Και αφού αναφέρεται στην φωνή του Πατρός γράφει: "καί ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού ενεχθείσαν, σύν αυτώ όντες εν τω όρει τω αγίω..." (Β' Πέτρ. α', 16-20). Αλλά και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην καθολική του επιστολή γράφει: "Ό ήν απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον ήτις ήν προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν" (Α' Ιω. α', 1-2). Πέρα από τα δύο αυτά χωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι όλα τα κείμενα που συνέγραψαν οι θείοι Απόστολοι είναι απόδειξη της θείας εποψίας, είναι απαύγασμα της εμπειρίας που είχαν στο όρος Θαβώρ και στην Πεντηκοστή.

Οι τρεις Μαθητές βλέποντας τον Χριστό μεταμορφωθέντα, ενώ χαίρονταν και έλεγαν "καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία", στην συνέχεια, όταν τους επεσκίασε η φωτεινή νεφέλη και ακούστηκε η φωνή του πατρός, "έπεσον επί προσώπου αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα" (Ματθ. ιζ', 6). Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την υπερβολή του φωτός. Άλλωστε, η φωνή του Πατρός ήταν θεωρία του Θεού, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από την προηγούμενη που είχαν οι Μαθητές. Φοβήθηκαν, λοιπόν, για την υπερέχουσα φανότητα.

Στα λειτουργικά κείμενα τα οποία αναφέρονται σε αυτό το γεγονός άλλοτε μεν λέγεται ότι οι Μαθητές αισθάνθηκαν φόβο και άλλοτε ότι αισθάνθηκαν χαρά. Αλλά, όπως εξηγούν οι Πατέρες, αυτός ο φόβος ήταν στενά συνδεδεμένος με την χαρά, αφού δεν ήταν δουλικός, αλλά υιικός και των τελείων. Γιατί, υπάρχει ο εισαγωγικός φόβος και ο φόβος των τελείων. Εδώ πρόκειται για χαρά, σεβασμό, προσκύνηση του μεγάλου μυστηρίου του οποίου αξιώθηκαν να γίνουν θεατές.

ιγ'

Ήδη έχουμε τονίσει ότι οι δύο Προφήτες ήταν εκπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης και οι τρεις Απόστολοι ήταν εκπρόσωποι της Καινής Διαθήκης. Οπότε φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής. Η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει τις αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου και προφητεύει την ενανθρώπησή Του, και η Καινή Διαθήκη περιγράφει την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Όχι μόνο την παρουσιάζει, αλλά δίνει την μαρτυρία ότι και οι άνθρωποι μπορούν να μεθέξουν της ενσαρκώσεως, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν μέλη του Σώματος του Χριστού.

Έτσι, το κεντρικό σημείο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, και μάλιστα ο ένδοξος Χριστός. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να στεκόμαστε σε μερικές ιστορίες και να εξαγάγουμε ηθικά συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, είναι απαραίτητα και αναγκαία, και να παραθεωρούμε το βασικό μήνυμα της Αγίας Γραφής. Και επειδή ο Χριστός είναι το κέντρο της Αγίας Γραφής, ο άσαρκος και σεσαρκωμένος Λόγος, και η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αλάνθαστα μόνο από την Εκκλησία και από εκείνους που ζουν μέσα στην θεοπτική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, που είναι τα ζωντανά μέλη του Χριστού μπορούν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή.

Κατά το γεγονός της Μεταμορφώσεως, όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς" (Ματθ. ιζ', 2). Ο Ευαγγελιστής Μάρκος μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, λέγοντας: "καί μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών και τα ιμάτια αυτού εγένετο στίλβοντα λευκά λίαν ως χιών, οία γναφεύς επί της γης ου δύναται ούτω λευκάναι" (Μάρκ. θ', 2-3). Ενώ το πρόσωπο του Χριστού έλαμψε ως ο ήλιος, τα ιμάτιά Του λαμπρύνθηκαν και φάνηκαν σαν το χιόνι. Ήταν τόσο λευκά, όσο δεν μπορεί κανείς βαφεύς να λευκάνη.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι τα λαμπρά ιμάτια είναι το γράμμα του λόγου του Θεού, το οποίο όμως φαίνεται λαμπρό σε αυτούς που βλέπουν εν πνεύματι τα του πνεύματος. Αντίθετα, οι άλλοι που είναι στοχαστές, δεν μπορούν να τα εξηγήσουν, αλλά ούτε και να τα καταλάβουν, ενώ τα εξηγούν οι θεόπτες. Αυτό σημαίνει ότι μόνο οι θεούμενοι μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Θεού και τον λόγο των θεουμένων.

Τα ίδια διδάσκει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Λέγει ότι το πνεύμα του νόμου είναι η ψυχή και το γράμμα του νόμου είναι το σώμα και τα ιμάτια. Χωρίς κανείς να περιφρονή τα ιμάτια και το σώμα, πρέπει να προχωρή στο πνεύμα, στην ψυχή.

Επομένως, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, όταν μελετούμε την Αγία Γραφή, ώστε αφ’ ενός μεν να μη περιφρονούμε τα ιμάτιά της, αφ’ ετέρου δε τα ιμάτια να μη γίνουν αφορμή να αγνοούμε το λαμπρό πρόσωπό της.

ιδ'

Είναι σημαντικό να υπογραμμισθή ότι και το Σώμα του Χριστού στο όρος Θαβώρ, όπως και γενικά σε όλη την ζωή Του, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως. Πριν την ενανθρώπηση, πηγή της ακτίστου Χάριτος ήταν οι θείες υποστάσεις, τώρα πηγή γίνεται και η ανθρώπινη φύση στο Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι και το πρόσωπο του Χριστού "έλαμψεν ως ο ήλιος".

Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν το σώμα που προσελήφθη από τον Χριστό και θεώθηκε ομόθεο, ακριβώς γιατί κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος. Ένα παράδειγμα κατ’ αναλογία είναι ο αισθητός ήλιος. Το φως υπήρχε από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, ενώ ο ήλιος έγινε πηγή του φωτός την τετάρτη ημέρα της δημιουργίας, όταν ενώθηκε με το φώς. Έτσι, το σώμα του Χριστού είναι ομόθεο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πή: "διά την πρόσληψιν την χρισθείσαν θεότητι και γενημένην όπερ το χρίσαν, και θαρρώ λέγειν ομόθεον". Αυτό λέγεται και σε συνοδικά και λειτουργικά κείμενα.

Παρά το ότι το σώμα είναι και λέγεται ομόθεο, παρά το ότι θεώθηκε, εν τούτοις δεν εξήλθε από τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως για να τραπή σε θεότητα. Αυτό το λέγουν οι Μονοφυσίτες, που ισχυρίζονται ότι η θεία φύση απερρόφησε την ανθρώπινη φύση. Όμως, αν και το σώμα θεώθηκε, εν τούτοις παρέμεινε άτρεπτο και δεν απέβαλε ούτε τα φυσικά ιδιώματά του, ούτε και τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη που ο Χριστός ανέλαβε εκουσίως. Έτσι, ο Χριστός και μετά την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, κράτησε το παθητό, το φθαρτό και το θνητό. Βέβαια, αυτά λέγονται για τον καιρό προ της Αναστάσεως, γιατί μετά την Ανάσταση ο Χριστός απέβαλε το φθαρτό και το θνητό, όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη. Γι’ αυτό το θέμα θα λεχθούν τα απαραίτητα όταν θα γίνη λόγος για την Ανάσταση του Χριστού.

Το ότι το σώμα του Χριστού κατέστη πηγή της ακτίστου Χάριτος έχει συνέπειες συνταρακτικές στην εκκλησιαστική ζωή. Μπορούμε να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Με την θεία Κοινωνία ο άνθρωπος δεν λαμβάνει αφηρημένα την Χάρη του Θεού, αλλά το ομόθεο σώμα του Χριστού, που είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος. Βέβαια, αυτό λέγεται από την άποψη ότι δεν αγιάζεται κάθε Χριστιανός που κοινωνεί, αλλά μόνο εκείνος που έχει προετοιμασθή, όταν είναι μέλος, πραγματικό και ζωντανό, της Εκκλησίας, δηλαδή του Σώματος του Χριστού. Η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.

ιε'

Ερμηνεύοντας το γεγονός της θείας Μεταμορφώσεως βλέπουμε την διαφορά στην μετοχή της δόξης του Θεού. Το σώμα που προσέλαβε ο Χριστός, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, γι’ αυτό το πρόσωπό του έλαμψε ως ο ήλιος. Τους Μαθητάς Του, και γενικά τους ανθρώπους, που είναι άξιοι να μεθέξουν της θεοποιού ενεργείας Του, τους θέωσε και τους θεώνει, οπότε μετέχουν κατά χάριν και ευδοκία της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Τα ιμάτια λαμπρύνονται από την δόξα του Θεού. Αλλά και όλη η κτίση φαιδρύνεται. Ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής σε ένα τροπάριο λέγει ότι το άδυτο φως του Θεού που φανερώθηκε στο Θαβώρ "τήν κτίσιν φαιδρύναν, τους ανθρώπους εθέωσε". Δηλαδή η κτίση λαμπρύνεται, φαιδρύνεται, αλλά μόνο οι άνθρωποι θεώνονται.

Αυτό φανερώνει ότι ολόκληρη η δημιουργία διαφοροτρόπως μετέχει στην δόξα του Θεού. Δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για θέωση της κτίσεως, αλλά για αγιασμό της κτίσεως και θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Δεν μπορούμε να θέτουμε στην ίδια προοπτική την κτίση και τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος είναι λογικός, ενώ η κτίση άλογη, και αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της κτίσεως και ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο.

ιστ'

Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει τί ακριβώς και ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες και οι Απόστολοι και εκείνοι που δέχονται την αποκαλυπτική τους θεολογία και αγωνίζονται να βρίσκωνται στην ίδια προοπτική. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί βαθμοί μεθέξεως, αλλά τουλάχιστον ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως.

Φαίνεται ακόμη και ποιός είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας. Και αυτός είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην θέωση, που είναι η όραση του ακτίστου φωτός. Όλο το έργο των ποιμένων αποβλέπει σε αυτόν τον υψηλό στόχο. Η θέωση, λοιπόν, δεν αποτελεί πολυτέλεια για την χριστιανική ζωή, αλλά είναι η μυστική εντελέχεια και ο βαθύτερος σκοπός της. Τόσο τα μυστήρια όσο και η άσκηση αποβλέπουν σε αυτήν την κατάσταση. Όταν απομονωθούν από αυτήν, τότε ειδωλοποιούνται.

Το άκτιστο φως είναι βίωση της βασιλείας του Θεού, είναι το βρώμα των επουρανίων. Παράλληλα, όμως, είναι πρόγευση των μελλόντων αγαθών. Η Μεταμόρφωση δείχνει τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί θα είναι η μελλοντική κατάσταση. Ο Θεάνθρωπος θα βρίσκεται στο μέσον των θεουμένων, οι οποίοι θα ευφραίνωνται από την παρουσία και την δόξα του Θεού, κατά διαφόρους βαθμούς και κατά ποικίλη μέθεξη της ακτίστου Χάριτος. Θα εφαρμοστή κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ψαλμός του Δαυίδ: "Ο θεός έστη εν συναγωγή θεών, εν μέσω δε θεούς διακρινεί" (Ψαλμ. πα', 1). Ο Χριστός, και γενικά ο Τριαδικός Θεός, θα είναι ο κατά φύσιν Θεός, και οι άγιοι θα είναι θεοί κατά μετοχή και κατά Χάρη. Επομένως, η μέλλουσα Βασιλεία, όπως και η παρουσία μας μέσα στην Εκκλησία, δεν είναι μια συνάθροιση ευσεβών ανθρώπων, αλλά μια συναγωγή, ένας εκκλησιασμός κατά χάριν θεών, στην πραγματικότητα "θεουμένων εκ του κατά φύσιν όντος Θεού" (άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης).

ιζ'

Όπως όλες οι Δεσποτικές εορτές δεν είναι μόνον απόλυτα Χριστολογικές, αλλά ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, το ίδιο ισχύει και με την Μεταμόρφωση του Χριστού. Ο Χριστός με την Μεταμόρφωσή Του έδειξε την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και την δόξα όσων θα ενωθούν με Αυτόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το γεγονός της Μεταμορφώσεως αποτελεί κεντρικό σημείο της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, αφού δείχνει ποιός είναι ο σκοπός της υπάρξεως του ανθρώπου.

Για να φθάση όμως κανείς στην βίωση της δόξας της θεώσεώς του, στην μέθεξη, δηλαδή, της θεοποιού ενεργείας του Θεού, πρέπει να περάση από την κάθαρση της καρδιάς. Και αυτό γίνεται γιατί ο Χριστός φωτίζη τον άνθρωπο κατά την αναλογία της καθαρότητος της καρδιάς του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα πη χαρακτηριστικά: "Δια τούτο καθαρτέον πρώτον εαυτόν, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον". Συμβαίνει με το νοητό φως ό,τι και με το αισθητό φώς. Όπως το αισθητό φως φωτίζει τους υγιείς οφθαλμούς του σώματος, έτσι και το άκτιστο φως φωτίζει τον καθαρό νού και την λελαμπρυσμένη καρδία (άγ. Νικόδημος αγιορείτης).

Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη της θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας. Συνεχής είναι η κραυγή της Εκκλησίας: "λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον". Και σε μια σχετική ευχή κατά την πρώτη ώρα αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό: "Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον". Χρειάζεται διαρκής άνοδος και εξέλιξη. Στην Εκκλησία ομιλούμε για εξέλιξη του ανθρώπου όχι από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αλλά από τον άνθρωπο στον Θεό. Και αυτή η εκκλησιαστική θεωρία της εξελίξεως δίνει νόημα ζωής και ικανοποιεί όλα τα εσωτερικά προβλήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου.

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει ότι ο Χριστός δεν φαίνεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλους, αλλά στους αρχαρίους φαίνεται με την μορφή του δούλου, ενώ σ’ εκείνους που ανεβαίνουν στο όρος της θεοπτίας φαίνεται "εν μορφή Θεού".

Οι τρεις Μαθητές επάνω στο Θαβώρ, μόλις είδαν την δόξα του προσώπου του Χριστού, ομολόγησαν: "Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία" (Ματθ. ιζ', 4). Ερμηνεύοντας αυτήν την επιθυμία των Μαθητών, ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι οι τρεις σκηνές είναι της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας. Της πρώτης σκηνής (πράξεως) τύπος ήταν ο Ηλίας ως ανδρείος και σώφρων, της δευτέρας (θεωρίας) ο Μωϋσής ως νομοθέτης και δικαιοδότης, της τρίτης σκηνής (θεολογίας) τύπος ήταν ο Δεσπότης Χριστός, επειδή ήταν τέλειος σε όλα.

Στην ερμηνευτική αυτήν ανάλυση φαίνονται οι τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που συνιστούν την πνευματική ανάβαση του ανθρώπου στο όρος Θαβώρ, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Έτσι, δεν πρόκειται για μια τοπική ανάβαση, αλλά για μια τροπική εξέλιξη. Αν δούμε προσεκτικά όλη την εκκλησιαστική ζωή, και την σωτηριολογική διδασκαλία των αγίων Πατέρων θα διαπιστώσουμε ότι γίνεται διαρκώς λόγος για τα τρία αυτά στάδια της πνευματικής ζωής, που συνιστούν διαφορετική μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τον άνθρωπο. Αν η πνευματική ζωή δεν έχη αυτήν την αναφορά και εξέλιξη, τότε ή ειδωλοποιείται ή ηθι-κοποιείται.

Η Μεταμόρφωση του Χριστού μας δείχνει τί ακριβώς είναι η ορθόδοξη θεολογία. Από την διδασκαλία της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι η θεολογία δεν είναι στοχασμός και εγκεφαλικές γνώσεις, αλλά μέθεξη της θεοποιού ενεργείας, θεωρία του ακτίστου Φωτός καί, βεβαίως, θέωση του ανθρώπου. Όταν κάνουμε λόγο για θεολογία εννοούμε εμπειρία και θεοπτία.

Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η Μεταμόρφωση του Χριστού αποτελεί κεντρικό γεγονός στην ζωή του Χριστού, αλλά και βασικό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αναλυθή με καλές, ηθικές σκέψεις και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μέσα στα πλαίσια της ορθοδόξου θεολογίας. Άλλωστε, ζούμε μέσα στην Εκκλησία και δεν επιδιώκουμε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, αλλά κατά Χάριν θεοί. Σε αυτό το ύψος μας καλεί η εκκλησιαστική ζωή και η ορθόδοξη θεολογία.

Σεπτέμβριος 1994

(Από το βιβλίο του Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου "Οι Δεσποτικές Εορτές", Κεφ. Α7, Εκδόσεις Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου)

Αναδημοσίευση από: anavaseis