κατανυξη
Εἰσήγηση τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση) στήν Ἡμερίδα «Τό Οὐκρανικό Αὐτοκέφαλο καί ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου» (Θεσσαλονίκη, 22 Ἰουνίου 2019). Τή βιντεοσκοποημένη Ὁμιλία μπορεῖτε νά τήν παρακολουθήσετε ἐδῶ. Ὁλόκληρη τήν Ἡμερίδα μπορεῖτε νά τή δεῖτε ἐδῶ.
Τό ἴδιο κείμενο σέ διαμόρφωση γιά ἐκτύπωση καί στόν σύνδεσμο: https://www.scribd.com/document/432120801/Η-ενδοτριαδική-Μοναρχία-του-Πατρός-και-ο-καινοφανής-μονάρχης-της-φαναριωτικής-εκκλησιολογίαςΣεβαστοί Πατέρες,
ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί !
Ἡ παρεμβατική καί ἀπολυταρχική ἐκκλησιαστική πολιτική τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ἡ ὁποία κατά τή γνώμη τοῦ ὑποφαινομένου ἀρχίζει ἤδη ἀπό τήν ἄθεσμη καί ἄδικη ἐκδίωξη τῆς Ἐξαρχίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό τήν Αὐστραλία τό 1993[1], κορυφώνεται σήμερα μέ τήν παράλογη παρ’ ἐνορίαν ἀναγνώριση Αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, μέ πρωτοφανῆ περιφρόνηση τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐκ μέρους τοῦ Φαναρίου! Ἔχουν προηγηθεῖ, βεβαίως, πολυάριθμες ἄλλες περιπτώσεις τέτοιας παρεμβατικῆς πολιτικῆς τοῦ ἐπιδόξου ἐκκλησιαστικοῦ μονάρχη κ. Βαρθολομαίου, ἐκτεινόμενες ἀπό τίς παρεμβάσεις του στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐναντίον ὅσων Ὀρθοδόξων ἐπικρίνουν τόν ἴδιο ἤ τόν Μητροπολίτη Περγάμου[2] αἱρετίζοντας, μέχρι τήν προσπάθεια τῆς ἐκ πλαγίου ἰδιοποιήσεως τῶν ἑλλαδικῶν Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, ἀλλά καί τήν πρόσφατη διαδικασία ἐκλογῆς τοῦ ἐπιβληθέντος νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κ. Ἐλπιδοφόρου[3].
Ὁ ἐκκλησιαστικός αὐτός «παρεμβατισμός», ἀδιάψευστη ἔνδειξη ἑνός φρονήματος ἐκκλησιαστικῆς ἀπολυταρχίας, μακράν τῆς ὀρθοδόξου συνοδικότητος, ὑποστυλώνεται πλέον ἀπό μία καινοφανῆ ἐκκλησιολογία ἑνός «παγκοσμίου πρώτου» μέ ἄρωμα Παπισμοῦ, βασισμένη σέ ἠθελημένη καί ἔντεχνη θεολογική παρερμηνεία τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ παροῦσα εἰσήγηση θά προσπαθήσει νά παρουσιάσει σέ βασικό ἐπίπεδο κάποια εὐαίσθητα σημεῖα τῶν πεδίων τῆς Τριαδολογίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας περί Ἁγίας Τριάδος καί Ἐκκλησίας, στό σημεῖο πού τά πεδία αὐτά, εἴτε μέ τήν παραδοσιακή, τῶν Ἁγίων Πατέρων, διδασκαλία, εἴτε μέ ἐκείνη τήν καινοφανῆ, τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλληλοπεριχωροῦνται! Στόν τίτλο ἀναφέρομαι σέ «ἐκκλησιολογία τοῦ Φαναρίου», «φαναριωτική», διότι ἀφ΄ ἑνός δέν θέλω νά ταυτίσω μέ τόν ἱερό θεσμό καί τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου τήν καινοφανῆ παπιστική αἵρεση τοῦ «Πρώτου ἄνευ ἴσων» («Primi inter pares»), ἀφ’ ἑτέρου ὅμως δέν μπορῶ καί νά περιορίσω αὐτήν τήν νεοφανῆ (στά καθ΄ ἡμᾶς) αἵρεση μόνον στόν κ. Βαρθολομαῖο, ἀφοῦ τήν ἀσπάζονται καί ἄλλοι κληρικοί του, ὅπως λ.χ. ὁ προσφάτως ἐκλεγείς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς ἀπό Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος κ. ἄ., κατά πρῶτον δέ λόγον ὁ εἰσηγητής καί θεωρητικός τῆς θεολογικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς αὐτῆς αἱρέσεως, ὁ ἰθύνων νοῦς τοῦ διαλόγου μέ τούς Παπικούς, Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας κ.ἄ. Τεράστιες καί αἰώνιες εἶναι βεβαίως καί οἱ εὐθῦνες τῆς ἐν ΚΠόλει Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἀνεχομένης ταῦτα πάντα.
Α. Ἡ μοναρχία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός
Πρός εὐχερέστερη κατανόηση τῶν διαπραγματευομένων, πρέπει νά διευκρινισθεῖ, τί ἐννοοῦμε θεολογικῶς μέ τόν ὅρο «μοναρχία», «μόνη ἀρχή». Ἡ λέξη «ἀρχή», στήν θεολογική της συνάφεια, ἐνδέχεται νά σημαίνει, ὅπως ἄλλωστε καί στήν καθομιλουμένη γλῶσσα, τήν χρονική ἀφετηρία καί ἔναρξη· ἔτσι, τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ, τά δημιουργήματα, ἔχουν χρονική ἀφετηρία, ὅπως καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ[4], διότι ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Τριάδα[5], τά κτίσματα δέν εἶναι ἄκτιστα («ἀδημιούργητα») καί ἀΐδια (ἤ «ἀείδια», πάντοτε ὑπάρχοντα ἀναλλοιώτως[6], ἀένναα, κατά τόν λεξικογράφο Ἡσύχιο), συνεπῶς καί ἄναρχα, πέραν χρονικῆς ἀρχῆς, ἀλλά ἦλθαν ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, εἶναι δηλαδή «ἀρκτά»[7].
Ὑπό τήν πρώτη αὐτή, χρονική, ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», τά τρία ἅγια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Θεός ἡμῶν, εἶναι ἄναρχα ἤ, ἀκριβέστερα, «συνάναρχα», ἀφοῦ πάντοτε, ἀιδίως (συν)ὑπῆρχαν· κατά τήν ἱερά ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας «τρία ἄναρχα δοξάζω, τρία ἅγια ὑμνῶ, τρία συναΐδια ἐν οὐσιότητι μιᾷ κηρύττω»[8] ἤ ἀλλιῶς «Συνάναρχα τρία, ὁμόθρονα μέν, ἀμερίστου μιᾶς δέ Θεότητος, δοξάζω αὐτεξούσια, τά Πρόσωπα σαφῶς» [9].
Ὅμως, ἡ λέξη «ἀρχή» στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα μπορεῖ νά σημαίνει καί τήν κυριαρχία, τήν ἐξουσία, ὅπου ὡς «οἱ ἐν ἀρχῇ» ἐννοοῦνται οἱ ἄρχοντες, καί μονάρχης ὁ ἀποκλειστικός ἄρχων· ἐπίσης σημαίνει καί τήν ἀφετηρία ἤ πηγή ἤ αἰτία τῆς ὑπάρξεως[10].
Πρίν ἀναπτυχθεῖ ἡ μή χρονική ἔννοια τῆς «ἀρχῆς», ἄς λεχθοῦν τά ἑξῆς :
Ὡς γνωστόν, στήν «σφαῖρα» τοῦ ἀκτίστου, δηλαδή τῆς θείας ὑπάρξεως καί ζωῆς, ἡ ἱερά ἀποκάλυψη καί Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας γνωρίζει (1ον) τά Τρία Πρόσωπα, δηλαδή τίς Τρεῖς Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, πού εἶναι μεταξύ τους ὡς πρός τίς ὑποστατικές τους ἰδιότητες (οἱ ὁποῖες δέν ταυτίζονται μέ τά θεῖα Πρόσωπα) «ἀκοινώνητα» Πρόσωπα, (2ον) τήν θεία Οὐσία, κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν, ἡ ὁποία (ὅπως καί τά Πρόσωπα) εἶναι ἀπολύτως ἀμέθεκτη, ἀκατανόητη, ἀπρόσιτη, ἀνώνυμη καί ἀνέκφραστη ἀπό ὁποιοδήποτε κτίσμα, ἀκόμη καί λογικό, ἀγγέλους ἤ ἀνθρώπους, καί (3ον) τήν θεία θέληση ἤ δύναμη ἤ ἐνέργεια[11], ἐπίσης κοινή μεταξύ τῶν Τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία, ὡς κίνηση τῆς θείας οὐσίας ἀποτελεῖ τήν τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τά ἔξω «πρόοδο» («ἐξωστρεφῆ κίνηση») καί φανέρωση πρός τά κτίσματα καί ἡ ὁποία, καθότι μεθεκτή, ἐπιτρέπει τήν πρός αὐτά κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ θεία ἐνέργεια, ἄκτιστη, «μερίζεται ἀμερίστως» (ὅπως θά λέγαμε λ.χ. ὅτι τό ἡλιακό φῶς, καίτοι ἁπλό, διαθλᾶται στούς χρωματισμούς τῆς ἴριδος καί εἶναι ταυτοχρόνως φωτιστικό, θερμαντικό, καυστικό, σωματιδιακό ἤ κυματικό κ.λπ.)[12]. Ἀναλόγως δηλονότι τῆς θείας προνοίας καί τῆς φυσικῆς δεκτικότητος τῶν κτισμάτων, ἐμψύχων ἤ ἀψύχων, λογικῶν ἤ ἀλόγων, ἡ θεία ἐνέργεια ἔχει καί ἀνάλογα κτιστά