Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Η αποτείχιση του π. Θεοδώρου Ζήση orthodoxia.online






Του Χαράλαμπου Βουρουτζίδη
Η Εκκλησία της Ελλάδος ζει τη χειρότερη, μετά το παλαιοημερολογητικό σχίσμα, κρίση της. Η αποτείχιση άξιων Λειτουργών του Υψίστου, μεταξύ των οποίων και ο πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δημιουργεί σοβαρότατο προβληματισμό στην συνείδηση του χριστεπώνυμου πληρώματος. Η διακοπή του μνημοσύνου των επισκόπων (αποτείχιση) που κηρύσσουν αίρεση, φανερώνει ότι η «ασθένεια του Οικουμενισμού έχει προσβάλει μεγάλο μέρος της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας…με φορέα και πρωταγωνιστή στη διάδοση της νόσου το Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Ο Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, «καθ’ ήν ημέραν απελάβομεν την του Θεού Εκκλησίαν, συν αποδείξει των της ευσεβείας δογμάτων, και καταστροφή των της κακίας δυσσεβημάτων» ανακοίνωσε πως: «Μετά λύπης, αλλά και πολλής πνευματικής χαράς και ευφροσύνης…ακολουθώντας την Αποστολική και Πατερική Παράδοση διέκοψε στις ιερές ακολουθίες τη μνημόνευση του ονόματος του Μητροπολίτη Άνθιμου διότι αυτός, όπως και πολλοί συνεπίσκοποί του εγκατέλειψαν τη θεία Παράδοση και πορεύονται εκτός της οδού των αγίων πατέρων».

Η διακοπή της μνημονεύσεως του Μητροπολίτη Ανθίμου έγινε, από τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση, κατ’ επιταγή του 15ου κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Αγίου Φωτίου που ορίζει, για κάθε Λειτουργό του Υψίστου, ότι: «Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι (Μητροπολίτες και Πατριάρχες) είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών, συμφωνόντας και με τον λα΄ Αποστολικό Κανόνα[i]» (Ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Πηδάλιον, σελ. 358).
Υπενθυμίζεται πως, η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος του Αγίου Φωτίου αναγνωρίστηκε πρόσφατα,  από την «αγία και μεγάλη σύνοδο της Κρήτης» ως Οικουμενική Σύνοδος, σύμφωνα με την τελευταία εγκύκλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Προς τον Λαό». Ως εκ τούτου, οι  αποφάσεις της Συνόδου του Αγίου Φωτίου έχουν, πάντα κατά την εγκύκλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, το «καθολικό κύρος» των προηγουμένων επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και πρέπει να εφαρμόζονται! Σε όσους ψευδεπισκόπους κηρύττουν την αίρεση του Οικουμενισμού!
Η πράξη διακοπής μνημονεύσεως του ονόματος επισκόπων και πατριαρχών, που κηρύσσουν αιρετικές διδασκαλίες, έχει ως πρόσφατο προηγούμενο τη διακοπή του μνημοσύνου του διαπρύσιου κήρυκα της αίρεσης του Οικουμενισμού Πατριάρχη Αθηναγόρα, τόσο από τους αγιορείτες πατέρες όσο και από επισκόπους των λεγομένων «νέων χωρών» τα έτη 1969-1972.
Η αναίρεση της βαρύτατης κατηγορίας του πατρός Θεόδωρου Ζήση, ό,τι ο Μητροπολίτης Άνθιμος διδάσκει «δημοσία και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας» δια λόγων και έργων την αίρεση του Οικουμενισμού, μπορούσε να καταπέσει με μια δήλωση καταδίκης της παναίρεσης, που στερεί στον άνθρωπο τη σωτηρία και αποκόπτει τον Ορθόδοξο Λαό από την Εκκλησία, ενώ βραχυπρόθεσμα υπονομεύει όσα εθνικά θέματα ο Μητροπολίτης Άνθιμος, ως καλός πατριώτης, υπερασπίζεται με πάθος.
Όμως, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, αντί της Επισκοπικής αγάπης και της χριστιανικής καταλλαγής, επέλεξε τη δεσποτική ράβδο  και, ωσάν να μην έχει ξεχρεώσει το «γραμμάτιο» της προσαγόρευσής του σε «Παναγιώτατος»,  έστω και μέσα στα όρια της Μητροπόλεως του, κατηγορεί τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση για τα, κατά τη γνώμη του, κανονικά παραπτώματα της Φατρίας! Της Εξύβρισης και συκοφαντίας! Της δημιουργίας Σχίσματος, χρησιμοποιώντας ως τσιτάτα, σαράντα και μία θέσεις! Ιερών Πατέρων και Κανόνων Οικουμενικών Συνόδων, προκειμένου να υπερασπιστεί όχι την Χριστοκεντρική Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά το νέο δόγμα του Φαναρίου, αυτό της Επισκοποκεντρικής Εκκλησίας!
Είναι απορίας άξιο πως, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, καθηγητής πια στην γεροντική πονηρία, καθώς διέρχεται «τα πλείωνα ταις δυναστείαις έτη», δεν αντιλαμβάνεται αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι αποτυχημένες επιλογές, σε επισκοπικούς θρόνους, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου ότι, δηλαδή, με την επισκοποκεντρική Εκκλησιολογία του Περγάμου Ι.Ζηζιούλα, οι Επίσκοποι από ορθοτομούντες το Λόγο της Αληθείας του Κυρίου, θα καταντήσουν  γιουσουφάκια στην αυλή των Φαναριωτών.
Τι ενοχλεί περισσότερο τον Μητροπολίτη Άνθιμο; Η διακοπή του μνημοσύνου του ή, η δήλωση του πατρός Θεόδωρου Ζήση ότι: «είναι βέβαιος για την καλή πορεία της διακονίας του, γιατί ακολουθεί τους Αγίους και όχι τον Βαρθολομαίο και τους συν αυτώ»;
Και που το κακό όταν, ο πιστός στον Θεάνθρωπο Κύριο χριστεπώνυμος Λαός, ακολουθεί τους Αγίους της Εκκλησίας Του και όχι τον Βαρθολομαίο και τους συν αυτώ; Από πότε απόκτησαν ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος και οι συν αυτώ κύρος μεγαλύτερο των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού; Μήπως από τότε που διδάσκουν ότι ο περιούσιος λαός του Κυρίου «αδυνατεί να παραδεχθεί ως σφάλμα το παραδοθέν σε αυτόν από τους πατέρες της Εκκλησίας ως αλήθεια;».
Τέλος, γιατί να ακολουθεί ο Χριστεπώνυμος Λαός ποιμένες των οποίων η «αρχή των λόγων αφροσύνη, και εσχάτη στόματος αυτών περιφέρεια πονηρά»;
Κατηγορεί, ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, τον πατέρα Θεόδωρο Ζήση, μεταξύ των άλλων και για «σκανδαλισμόν των πιστών», επικαλούμενος διάφορες «εκκλησιαστικές ατάκες» που τον εξυπηρετούν. Ξεσηκώνει τμήματα από Εκκλησιαστικούς Κανόνες που τον βολεύουν, παρά το γεγονός πως, ο πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος χαρακτηρίζει τους Ιερούς Κανόνες «τείχη του αίσχους»!
Και πράγματι, τα όσα επιλεκτικά επικαλείται ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος στηρίζουν τον «εργάτην και ανεπαίσχυντον <επίσκοπον> τον ορθοτομούντα τον λόγον της Αληθείας» του Κυρίου από άδικες επιθέσεις κληρικών αλλά ενώ αναφέρεται στον 13ο και 14ο κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Αγίου Φωτίου, δεν κάνει τον κόπο να διαβάσει και τον 15ο που ευλογεί και επαινεί όσους κληρικούς καταδικάζουν την πλάνη και την αίρεση του επισκόπου τους, ούτε βεβαίως τον 45οτων Αγίων Αποστόλων που αφορίζει και καθαιρεί επισκόπους και πρεσβυτέρους, που συνομιλούν και συνεργάζονται με αιρετικούς, όπως ο Θεσσαλονίκης Άνθιμος, που πήγε τον Αρμένιο Πατριάρχη να προσκυνήσει τον Ναό του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά!
Ο Μητροπολίτης Άνθιμος, προσάπτοντας στον πατέρα Θεόδωρο Ζήση το κανονικό παράπτωμα της απείθειας, υποστηρίζει ότι είναι ο «κανονικός και νόμιμος μητροπολίτης  Θεσσαλονίκης». Και καλά, το «νόμιμος», ας καταποθεί. Το «κανονικός» όμως; Μήπως δεν είναι αυτός που, ως Μοιχεπιβάτης, κατέλαβε το θρόνο της Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως, ενώ ζούσε ακόμη ο νόμιμος Μητροπολίτης; Δεν είναι αυτός που, κατά κατάφορη παράβαση των Ιερών Κανόνων, εγκατέλειψε το λογικό ποίμνιο της ακριτικής Μητροπόλεως για να αναρριχηθεί στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, αλλοιώνοντας σήμερα εκούσια ή ακούσια το ορθοδοξότατο φρόνημα του χριστεπώνυμου πληρώματος, που στερέωνε ο πρόμαχος της ορθοδοξίας Μητροπολίτης κυρός Παντελεήμων; Από πού, λοιπόν και ως που «κανονικός»;
Τελικά, ποιος σκανδαλίζει το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Αυτός που κηρύσσει, «δημοσία και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας» την αίρεση του Οικουμενισμού ή, εκείνος ο Λειτουργός του Υψίστου που ακολουθεί όσα οι Απόστολοι εδίδαξαν, οι διδάσκαλοι εδογμάτισαν, η Εκκλησία παρέλαβε και η Οικουμένη συμπεφρόνηκε;
Ο συνετός, πράος και ευγενής πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, δήλωσε ότι «αναμένει μετά καλών ελπίδων να επαναλάβει το μνημόσυνο του Ανθίμου, όταν αυτός δημοσίως και επ’ εκκλησίας καταδικάσει τις αιρέσεις του Μονοφυσιτισμού, του Παπισμού, του Προτεσταντισμού και την παναίρεση του Οικουμενισμού απορρίπτοντας τη σύνοδο της Κρήτης».
Θα περάσει πολύς χρόνος…και θα διέλθει πολύς καιρός για να αλλοιωθεί η Ορθόδοξη συνείδηση του Ελληνικού λαού. Το όνειρο-εφιάλτης του αγίου Αντωνίου : «Είδον γαρ την τράπεζαν του Κυριακού και περί αυτήν εστώτας ημιόνους κύκλω πανταχόθεν και λακτίζοντας τα ένδον ούτως ως αν ατάκτως σκιρτώντων κτηνών γένοιτο λακτίσματα» δεν θα γίνει για δεύτερη φορά πραγματικότητα εφόσον είναι απολύτως βέβαιο πως: «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν » της Εκκλησίας του Χριστού.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Σερραϊκή εφ. Η ΠΡΟΟΔΟΣ στις 15 Μαΐου 2017
[i] «…Οι γαρ δι’ αίρεσιν τινα παρά των αγίων Συνόδων, ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, της προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ’ Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον Επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγωνσαν, και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι». 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του Μεγάλου και Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.


Πηγή:  aktines.blogspot.gr

Ο 15ος Κανόνας ως πνευματικό τείχος» (Παροιμίες – Κεφ. ΚΗ, 4)


Του Νίκου Ε. Σακαλάκη, Μαθηματικού

Μέσα στον 15ο Κανόνα της Α – Β συνόδου, περί διακοπής μνημοσύνου των αιρετικών επισκόπων, συμπυκνώνεται-κρυσταλλώνεται όλη η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, για τον έπαινο-τιμή του Θεού προς τους ανθρώπους (Εκκλησία) που παλεύουν, αγωνιούν για την Πίστη και τη σωτηρία τους. «προς εν ορώμεν μόνον, πως ο Θεός επαινέσει», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος (Ε.Π.Ε. 24,50).
Στην Π. Διαθήκη, διαβάζουμε: «ούτως οι εγκαταλείποντες τον νόμον εγκωμιάζουσιν ασέβειαν οι δε αγαπώντες τον νόμον περιβάλλουσιν εαυτοίς τείχος» (Παροιμίες – Κη,4).
Σίγουρα, στο πνευματικό αυτό τείχος περιλαμβάνεται και το τείχος ασφαλείας, που δημιουργεί η υποχρεωτική εφαρμογή -όπως τονίζει η Γραφή- του 15ου Κανόνα.
Πολλοί σύγχρονοι υποστηρικτές της δυνητικής ερμηνείας, δεν αναφέρουν καθόλου σχετικά χωρία της Γραφής, που να θεμελιώνουν τη θέση τους. Νοητικά, αυτόνομα, προσανατολίζουν τη λογική τους στον δήθεν κίνδυνο σχίσματος που, αναμφίβολα, το αποτρέπει ο κανόνας.
Η θεολογική-εκκλησιαστική εμβάθυνση στον κανόνα αυτό, είναι μια εκκλησιολογική ερμηνεία του χωρίου (Παροιμίες – Κη,4). Οι «εγκαταλείποντες τον νόμον», πράγματι «εγκωμιάζουσιν ασέβειαν». Σήμερα, δεν βλέπουμε την πρόσληψη οικουμενιστικών σχημάτων πίστεως από επισκόπους, ποιμένες και θεολόγους, που επιχειρούν να τα εντάξουν στην ορθόδοξη εκκλησιολογία δικαιολογούντες την αποστασία;
Όλη η συλλογιστική τους περί δημιουργίας «σχίσματος», δεν είναι εγκώμιο της «Νέας Εκκλησίας»; Την δογματική εκτροπή στην Κρήτη δεν την παρουσιάζουν εγκωμιαστικά ως απόφαση της Ορθοδοξίας;
Στον στίχο 7, του ιδίου κεφαλαίου των Παροιμιών γράφεται: «Φυλάσσει νόμον υιός συνετός, ος δε ποιμαίνει ασωτίαν ατιμάζει Πατέρα».
Στην ερμηνευτική διαδρομή της Γραφής οι όροι-λέξεις «αγάπη» και «συνετός-φρόνιμος» έχουν μεγάλη πνευματική και εννοιολογική διαφορά.
Εάν ο Κύριος επαινεί τον φρόνιμο οικονόμο της αδικίας (Λουκ. 16,8), τότε οποία τιμή γίνεται στους αγαπώντες τον νόμο Του;
Στο βιβλίο των Βασιλειών (Γ – Δ), υπάρχει πνευματική κριτική-κρίση πολλών βασιλέων.
Όπως και στην Αποκάλυψη (για τις επτά Εκκλησίες), ο έπαινος-τιμή αποδίδονται σε εκείνους, που «εποίησαν το ευθές ενώπιον του Κυρίου» (Βασιλ. Γ, ιε΄-5), ενώ η επιτίμηση στους «ποιήσαντας το πονηρόν ενώπιον Κυρίου» (Βασιλ. Γ΄, ιε-34).
Τηρουμένων των πνευματικών αναλογιών, ο έπαινος – τιμή της Εκκλησίας (15ος κανόνας) ανήκει σ’ εκείνους, που έναντι της αιρέσεως ποιούν το «ευθές ενώπιον του Κυρίου».
Ο Ι. Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τον Απ. Παύλο, τονίζει «προς επαίνους προσέχοντα δει ζην. Ουκ είπε, προς έπαινονόρα, αλλά τα επαινετά ποίει, μη προς έπαινον μέντοι» (Ε.Π.Ε. 22,38).
Η αίρεση προκαλεί διακοπή της αληθινής μαθητείας μέσα στην Εκκλησία. Προκαλεί αιρετική μονομέρεια στις σκέψεις-λογισμούς και πνευματικό εκτροχιασμό του ανθρώπου-πιστού. Ακυρώνει την σωτηρία!
Όταν υπάρχουν τα παραπάνω αρνητικά πνευματικά στοιχεία, τότε αυτά μεταδίδονται μέσω του Οικουμενιστή επισκόπου ή του πνευματικού σ’ όλο το ποίμνιο. Η αίρεση κτυπά ανεπαίσθητα μα καίρια την ορθή πίστη και το υγιές εκκλησιαστικό φρόνημα. Πάρα πολλοί πιστοί των κύκλων Γραφής, των Χριστιανικών αδελφοτήτων, των Ι. Μονών προσκυνητές, με θερμή διάθεση να παραμένουν κοντά στο Θεό, έχουν προσβληθεί από τον Οικουμενισμό, από την γραμμή οικουμενιστών επισκόπων, πνευματικών-Γερόντων και δεν το έχουν συνειδητοποιήσει.
Οι συγκαλυμμένοι Οικουμενιστές και οι σιωπηλοί αντι-οικουμενιστές, προβάλλουν εαυτούς ως «υιούς συνετούς, φυλάσσοντες νόμον» (Κη,7), επικαλούμενοι το ευαίσθητο της Εκκλησιαστικής ζωής-συνοχής.
Το θεόπνευστο κείμενο μας πληροφορεί: «Ο επικαλύπτων ασέβειαν εαυτού ουκ ευοδωθήσεται, ο δε εξηγούμενος ελέγχους αγαπηθήσεται» (Στίχος 13).
Ερωτήματα: Η συνευδοκία σε διωγμούς (περίπτωση Αγιορειτών Πατέρων) δεν προκαλεί σχίσμα στην Εκκλησία;
Οι εκκλησιολογικές και πολιτικές επιλογές της «συνόδου» στην Κρήτη και η ένταξή της σε κατεύθυνση «Νέας Εκκλησίας», δεν δημιουργούν το όντως σχίσμα;
Στην ασκητική ζωή, αποφεύγεται η επαινετά χρωματισμένη προσωπική εικόνα του Ασκητή και αυτό είναι επαινετό. Η σιωπή, όμως, όταν αλλοιώνεται η Πίστη, δεν είναι επαινετή, ούτε στον Ασκητή.
«Εν τω Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου», υπογραμμίζει με απόλυτη κατηγορηματικότητα ο ψαλμωδός (ΛΓ΄ Ψαλμός).

Ἀποτείχιση καί καταφρόνηση Ἐπισκόπου


apostasia-oikoumenimos-1

Τοῦ π. Λάμπρου Φωτοπούλου.
Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ
Στίς μέρες μας γίνεται μεγάλη συζήτηση μεταξύ τῶν συνειδητοποιημένων χριστιανῶν για τις σχέσεις πού πρέπει να διατηροῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τον Ἐπίσκοπό τους, ὃταν αὐτός εἶναι φανερά ἢ κρυφά αἱρετικός ἢ ἀκόμη και ἂπιστος ἢ εἰδωλολάτρης. Δεδομένης μάλιστα τῆς συντεχνιακῆς ἀλληλεγγύης πού παρατηρεῖται μεταξύ τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἐπισκόπων θεωρεῖται σήμερα στηνἙλλάδα ἐντελῶς ἀδύνατη ἡ τιμωρία και τῶν πλέον κραυγαλέων ἐπισκοπικῶν παραβάσεων. Αὐτό τό βεβαιώνουν πλήν ἂλλων και τά πρόσφατα ἐκκλησιαστικά γεγονότα πού σχετίζονται μέ την Μητρόπολη Ἀττικῆς καί τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος τῶν Ἐπισκόπων (δηλαδή τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) νά δικάσουν ἁπλᾶ, καί ὂχι ὑποχρεωτικά νά καταδικάσουν,  Ἐπίσκοπο καταδικασμένο τελεσίδικα καί ἀμετάκλητα τόσο ἀπό τά κοσμικά δκαστήρια ὃσο καί ἀπό τήν κοινή γνώμη.
Ἡ πλημμελῆς ἐξάλλου λειτουργία τῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ἒχει λάβει σήμερα τήν μορφή αὐτοκρατορικοῦ συμβουλευτικοῦ ὀργάνου (silentium) ματαιώνει κάθε δυνατότητα ἐλέγχου τοῦΠρώτου, καθισταμένου ὁσημέραι αὐτονομημένου ὀργάνου μέσα στήν Ἐκκλησία ἀνέλεγκτου κανονικά καί πνευματικά ἀπό ὁποιαδήποτε κοσμική ἢ Ἐκκλησιαστική Ἀρχή .
Για να  ἐκφράσουμε τό θέμα αὐτό και μέ την ὁρολογία τῶν Ἱ. Κανόνων ὑπάρχει σήμερα οὐσιαστικήἀδυναμία «Συνοδικῆς διαγνώσεων τῶν  Ἐπισκοπικῶν Κανονικῶν Ἐγκλημάτων » . Τίθενται ἑπομένως τάἑξῆς οὐσιώδη ἐρωτήματα:
1.Μπορεῖ ὁ Κληρικός ἢ ὁ Λαϊκός πού σκανδαλίζεται ἀπό την ἀποκλίνουσα ὡς προς τούς Ἱ. Κανόνες ἢ τήνἉγία Γραφή συμπεριφορά τοῦ Ἐπισκόπου νά ἀποστασιοποιηθῆ ἐπίσημα ἀπό αὐτόν;
  1. Ποία συγκεκριμένη μορφή μπορεῖ να λάβει αὐτή ἡ ἀπομάκρυνση και διαμαρτυρία;
  2. Ἡ ἀποκοπή και ἀποτείχιση ἀπό ἑνα ἐπίσκοπο ἐπιφέρει συνέπειες καί στίς σχέσεις του μέ ἂλλουςἘπισκόπους.
4.Ποιά εἰδικά θέματα μποροῦν να προκύψουν κάτω ἀπό τό σημερινό πλέγμα σχέσεων Πολιτείας καιἘκκλησίας;
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ἡ πρώτη ἀναζήτηση ἀπαντήσεων στά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν πρέπει να στραφεῖ προς τους ἱ. Κανόνες καί γιά νά γίνουμε πιο σαφεῖς στό ἱερό Πηδάλιο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου πού ἐπί 200 και πλέον χρόνια ἒχει ἡμιεπίσημο χαρακτῆρα αὐθεντικοῦ κειμένου τῶν ἱερῶν Κανόνων. Παράλληλα μποροῦμε ναἀνατρέξουμε καί στό Νομοκάνονα τοῦ Ἁγίου Φωτίου (Νομοκάνονα εἰς 14 τίτλους).
Δύο ἱ. Κανόνες ἀσχολοῦνται εὐθέως μέ τά πιό πάνω ζητήματα. Ὁ 31ος Ἀποστολικός και ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας  Συνόδου. Ἂς δοῦμε τι ὁρίζουν:
  1. Ὁ 31ος Ἀποστολικός ὁρίζει : « Εἲ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρίς συναγάγει, καί θυσιαστήριον ἓτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, και δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος».
  2. Ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας διευκρινίζοντας τούς προηγούμενους κανόνες αὐτῆς (13ο και 14ο ) πού μέ ἂκρα αὐστηρότητα ὁρίζουν ὃτι δέν ἐπιτρέπεται πρό «τελείας κατακρίσεως» ἢπρό «συνοδικῆς διαγνώσεως» νά ἀποκοπεῖ κληρικός ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του ὁρίζει μεταξύ ἂλλων και τά ἑξῆς: «…Οἱ γάρ δι’αἳρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίαςἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇἐπ’Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται.…».
Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Α. Πηγές καί Βοηθήματα.
Τόσο ὁ ἓνας ὃσο καί ὁ ἂλλος Ἱ. Κανόνας πού ἀναφέραμε εἶναι τόσο συνοπτικοί πού εἶναι ἀδύνατον χωρίς περαιτέρω μελέτη νά ἒχουμε τίς ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού ἢδη θέσαμε.
Προκειμένου να ἀπαντήσουμε στά ἐν ἀρχῇ τεθέντα ἐρωτήματα θα χρησιμοποιήσουμε ὡς Πηγές καί Βοηθήματα τά ἑξῆς κείμενα:
Την σχετική ἑρμηνεία τοῦ Πηδαλίου πού ἀναφέρεται στους πιο πάνω Κανόνες καθώς και τά ἑρμηνευτικάἒργα παλαιῶν διακεκριμένων ἑρμηνευτῶν πού περιέχονται στην Συλλογή τῶν ἱ. Κανόνων τῶν Ράλλη-Ποτλῆ.
  1. Ὃπως θά ἒχουμε την εὐκαιρία στη συνέχεια να δοῦμε οἱ ἱ. Κανόνες πού προαναφέραμε, ὃσο και οἱἑρμηνείες πού τις συνοδεύουν, ἒχουν πρό ὀφθαλμῶν μεμονωμένες περιπτώσεις παρανομούντων Ἐπισκόπων και δεν ἀντιμετωπίζουν καταστάσεις ὁμαδικῆς καταφρόνησης τῶν ἱ.κανόνων ἀπό μεγάλο ἀριθμό ἢ ἀκόμη και ἀπό την πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων. Τι γίνεται στη περίπτωση πού πλανᾶται ἐσκεμμένα ἢ μή μιά ὁλόκληρη Σύνοδος;
  2. Αὐτό τό κενό θα προσπαθήσουμε νά τό καλύψουμε μέσα ἀπό την ἱστορική θεώρηση τῆς Ἐκκλησίαςἀξιοποιώντας τήν ζωντανή παράδοση της
  3. Τέλος ἡ ἱερές και ἃγιες Γραφές, Παλαιά και Καινή Διαθήκη πάντοτε ἀποτελοῦν τό ἱερό θυσαυροφυλάκειο γιά τήν ἀνακάλυψη ἀτραπῶν ἐκεῖ ὃπου ὁ ἀνθρώπινος λόγος ὁδηγεῖται σε ἀδιέξοδα.
  4. Θα ἀναζητήσουμε ἒτσι μέσω τοῦ γράμματος τό ζωοποιοῦν Πνεῦμα γιά νά ἀπαντήσουμε στα συνειδησιακά προβλήματα τοῦ σημερινοῦ Ὀρθόδοξου χριστιανοῦ (Κληρικοῦ-Λαϊκοῦ).
Β. Μέθοδος.
Ἡ Μέθοδος  κατανόησης τῶν πιό πάνω πηγῶν θά γίνει μέ ὃλους τούς τρόπους πού κατανοοῦνται Ὀρθόδοξα τά ἱ. Κείμενα, δηλαδή
Μέσω τῆς Γραμματικῆς καί Τελεολογικῆς Ἑρμηνείας καί τῶν ἂλλων μεθόδων πού ἒχουν ἀποδειχθεῖλυσιτελεῖς γιά τήν κατανόηση δεοντολογικῶν προτάσεων.
Θά προχωρήσουμε ὃμως περαιτέρω σέ μιά μορφή ἱστορικῆς ἑρμηνείας ὂχι μέ τόν τρόπο πού τήν κατανοοῦν οἱ νομικοί, δηλαδή ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς ἀφορμῆς θεσπίσεως τοῦ ἱ. Κανόνα μόνον. Ἀλλά ἡ δική μαςἱστορική ἑρμηνεία θά ἐπεκταθῆ στό τρόπο πού κατανοήθηκαν καί ἐφαρμόσθηκαν οἱ ἱεροί αὐτοί κανόνες κατά τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας (Αὐτός ὁ τρόπος ἑρμηνείας πλησιάζει πρός τήν μέθοδο ἑρμηνείας τοῦ Ἀγγλοσαξωνικοῦ δικαίου πού ὀνομάζεται  reasoning from case to case).
Θά ἐπιδιώξουμε τέλος νά ὁλοκληρώσουμε τήν ἑρμηνεία μέ μιά ἀνθρωπολογική προσέγγιση τῶν ἱ. Κανόνων γιατί εἶναι γνωστό ὃτι οἱ Οἰκουμενικοί Πατέρες δέν νομοθετήσουν βάσει ἀφηρημένων λογικῶν σχημάτωνἀλλά ἐξέφραζαν τήν χριστιανική ἀνθρωπολογία ὃπως διατυπώθηκε μέ σαφήνεια στό χριστολογικό Δόγμα.
ΤΟ ΝΟΗΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
  1. Τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει ὃτι ὁ Πρεσβύτερος πού λειτουργεῖ ξεχωριστά, χωρίς τήν ἂδεια καί τήν γνώμη του Ἐπισκόπου περιφρονώνταςαὐτόν, καθαιρεῖται. Ὁ Κανόνας αὐτός εἰσάγει μιά ἐξαίρεση σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἐπιτρέπεται στό πρεσβύτερο νά περιφρονήσει τόν Ἐπίσκοπο ὃταν καταλογίζει σέ αὐτόν εὐθύνη γιά παραπτώματα «περί τήν εὐσέβεια καί δικαιοσύνη». Κατά τό Πηδάλιο ἡπαράβαση αὐτή τοῦ ἐπισκόπου σημαίνει τό ἑξῆς: Νά εἶναι «φανερά ἢ αἱρετικός ἢ ἂδικος».
Ὁ  Ζωναρᾶς τήν παράβαση τοῦ ἐπισκόπου τήν προσδιορίζει ὡς «πρός τήν εὐσέβεια σφαλλομένου» ἢ«ἂλλο τι ποιοῦντος παρά τό καθῆκον καί τό δίκαιον». Ὁ Βλάσταρης δέχεται ὃτι ὁ Κανόνας ἐπιδοκιμάζει τήνἀπομάκρυσνση ἀπό τόν «ἀσεβῆ καί ἂδικον»  Ἐπίσκοπο.
  1. Τοῦ 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας. Ὁ Κανόνας αὐτός εἶναι μέν λεπτομερέστερος καί σαφέστερος ἒναντι τοῦἈποστολικοῦ ἀλλά δέν ἒχει τήν εὑρύτητα ἐκείνου πού προβλέπει ἀπόσχιση ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ὂχι μόνον γιά δογματικά ζητήματα ἀλλά καί γενικά γιά ἂδικες πράξεις. Ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει λεπτομερέστερα μέ ποιό τρόπο γίνεται ἡ «ἀποτείχισις» ἀπό τό αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Κατ’ἀρχήν πρέπει νά προσέξουμε ὃτι ὁ Κανόνας αὐτός ἀναφέρεται σέ μιά συγκεκριμένη συμπεριφορά πού τήν ὀνομάζει «διακοπή τῆς κοινωνίας»ἢ «ἀποτείχιση τῆς κοινωνίας». Ἡ συμπεριφορά αὐτή συνίσταται στή μή ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου κατά τήν Θ. Εὐχαριστία («μή ἀναφέροι τό ὂνομα αὐτοῦ»). Περαιτέρω ὃρος πού ἀπαιτεῖται ὣστε νά μπορεῖ ὁ κληρικός νά προβῆ σέ ἀποτείχιση εἶναι τό νά κηρύττει ὁἘπίσκοπος τήν αἳρεση «δημοσίᾳ … γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’Ἐκκλησίᾳ διδάσκων» .Αὐτό σημαίνει κατά τό Πηδάλιο νά κηρύττει τήν αἳρεση «παρρησίᾳ». Κατά τόν Βλάσταρη « ἐπ’ἐκκλησίας διδάσκοντοςἀνερυθριάστως διδάγματα τινά ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος».
Στό σημεῖο αὐτό προκύπτει ἓνα ἐρώτημα:Ἡ καταδικαζόμενη ἀπό τόν ἱ.Κανόνα αὐτό αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι μόνον αὐτή πού ἐνεργεῖται ρητά , λεκτικά ἢ μπορεῖ νά συνάγεται καί σιωπηρά ἀπό τήνὃλη στάση του; Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μιά ἂκαιρη σιωπή ἐκφράζει ἐνίοτε μιά κραυγαλέα αἱρετική πίστη. Τέτοια περίπτωση ἀπετέλεσε ἡ συμπεριφορά τοῦ Νεστορίου πού ἐπέφερε τήν Συνοδική καταδίκη του γιατί δέχθηκε ἐνώπιόν του νά ἀποκαλεῖται ἡ Θεοτόκος ὡς χριστοτόκος.
Η ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
  1. Ὑποστηρίχθηκε στό παρελθόν (ἀπό τόν π. Ἐπιφάνειο Θεοδωρόπουλο) ὃτι ὁ ἱ. Κανόνας δένἐπιβάλλει τήν  ἀποτείχιση πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἀλλά μόνον τήν ἐπιτρέπει προαιρετικά. Εἶναι δηλαδή δυνητικός καί ὂχι ὑποχρεωτικός κανόνας συμπεριφορᾶς. Νομίζω ὃτι καί ὁ ἱ. Κανόνας αὐτός, ὃπως καί πολλοί ἂλλοι, προβλέπει τόσο τήν Ἀκρίβεια (ἀποτείχιση πρό συνοδικῆς διαγνώσεως) ὃσο καί τήν Οἰκονομία (ἀποτείχιση μετά τήν συνοδικήν διάγνωσιν) . Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὃτι ἐγκωμιάζει τήν πρώτη περίπτωση , ὃταν βέβαια γίνεται κατά Θεόν.
  2. Ἡ ὑλοποίηση τῆς ἀποτείχισης γίνεται πάντα κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας (καθώς καί τῶν λοιπῶν ἀκολουθιῶν πού προβλέπεται ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου). Δέν προκύπτει ὃμωςἀπό αὐτόν τόν Κανόνα ὃτι ἡ ἀτομική κατάγνωση τοῦ Ἐπισκόπου καθιστᾶ περιττή τήν συνοδική διάγνωση ἢὃτι προσωρινά τήν ὑποκαθιστᾶ ἒτσι ὣστε νά ἒχει εὑρύτερο ἀντίκτυπο σέ ὃλη τήν τοπική Ἐκκλησία. Μόνον ὁἱερατεύων σέ συγκεκριμένο Θυσιαστήριο Πρεσβύτερος καί τό ποίμνιο του ἀποκόπτεται ἀπό τήν εὐχαριστηριακή κοινότητα στήν ὁποία προεδρεύει ὁ ἐγκαλούμενος ὡς αἱρετικός Ἐπίσκοπος. Ἐξάλλου οὐδεμία μνεία γίνεται στό Κανόνα αὐτό γιά ἀποκοπή λαϊκοῦ ἀπό τήν εὐχαριστηριακή κοινότητα πού θά εἶχεὡς συνέπεια νά βρεθεῖ αὐτός ἐντελῶς ἐκτός τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.
  3. Δέν δικαιολογεῖται ἐξάλλου ἀπό τόν Κανόνα αὐτό δυνατότητα ἀποτείχισης πρό συνοδικῆς διαγνώσεως κατά τῶν λοιπῶν Ἐπισκόπων πού τυχόν κοινωνοῦν μέ τόν ὑπόλογο μέν Ἐπίσκοπο ἀλλά ὂχι ἀκόμη συνοδικά καθηρημένο.Δέν μπορεῖ νά γίνει ἐδῶ ἀνάλογη ἐφαρμογή π.χ.τοῦ 10ου Ἀποστολικοῦ Κανόνα «Εἲτις ἀκοινωνήτῳ κἂν ἐν οἲκω συνεύξηται οὗτος ἀφοριζέσθω» γιά τόν προφανῆ λόγο ὃτι δέν ἒχει ἀφορισθεῖσυνοδικά ὁ ὑπόλογος Ἐπίσκοπος ὣστε νά ἐπιτιμηθοῦν καί οἱ μετ’αὐτοῦ κοινωνοῦντες. Ἡ συνοδική διάγνωση δέν ἀντικαθίσταται ἀπό τήν βούληση ἑνός κληρικοῦ ἒστω καί συνειδησιακά ἂψογου.
Εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό ζήτημα ἂν περισσότεροι Ἐπίσκοποι συμμετέχουν στήν αἳρεση ὁπότε  ἡ ἀποτείχιση εἶναι δυνατή κατά ἑνός ἑκάστου ξεχωριστά.
  1. Ἡ ἀποτείχιση ὡς προσωρινή κατάσταση δέν δίνει δικαίωμα στό ἀποτειχούμενο κληρικό νά προσκολληθῆ σέ ἂλλον Ἐπίσκοπο ἢ νά μνημονεύει τό ὂνομα ἂλλου.
  2. Τό δικαίωμα τῆς Ἀποτείχισης συνδέεται μέ τό ἀνθρωπολογικό μέγεθος τῆς ἐν Χριστῷ Ἐλευθερίας. ὉὈρθόδοξος ἱερέας δέν εἶναι δοῦλος ἀνθρώπων ἀλλά δοῦλος τοῦ Χριστοῦ καί δικαιοῦται νά κρίνει τῆς πράξεις του Ἐπισκόπου σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελικό Νόμο. Ἡ ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο πού προβλέπουν πολλοί ἱ. Κανόνες δέν εἶναι ἂσχετη μέ τήν ὃλη λειτουργία τοῦ Νομοκανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ὑπακοή τοῦ Ἐπισκόπου στή Σύνοδο, τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων στόν Χριστό.
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Γιά νά κατανοήσουμε σωστά τίς σημερινές δυνατότητες Ἀποτείχισης πού προβλέπουν οἱ ἱ. Κανόνες πρέπει νά λάβουμε ὑπ’ὂψιν τόν διφυῆ χαρακτῆρα πού ἒχει σἠμερα ἡ ἀρχιερωσύνη στό τόπο μας. Δέν ἒχει μόνο πνευματικό χαρακτῆρα ἀλλά καί διοικητικό. Ὃταν γράφτηκαν οἱ ἱ. Κανόνες καί πολλούς αἰῶνες μετά ὁβασικό σύνδεσμος τοῦ Ἐπισκόπου μέ τούς Πρεσβυτέρους ἦταν ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στή Θ. Λατρεία. Σήμερα στό Ἑλληνικό Κράτος οἱ σχέσεις Ἐπισκόπου (Μητροπολίτου)  καί Πρεσβυτέρων ἀποτελοῦνἓνα πολυσύνθετο πλέγμα διοικητικό, θεολογικό, οἰκονομικό καί κοινωνικό πού περιπλέκει ἀφάνταστα τήν δυνατότητα ἀποτείχισης χωρίς ἐμπλοκή σέ Κρατικούς καί μή μηχανισμούς.
Θά ἀποτειχιστεῖ ὁ Πρεσβύτερος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο του μόνον πνευματικά ἢ καί διοικητικά καί οἰκονομικά;
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν συνθηκῶν μιᾶς περιπτώσεως  ἀποτείχισης πρέπει νά ἐξετασθῆ βάσει τῶν ἱστορικῶν προηγουμένων περιπτώσεων πού παρουσιάστηκαν στήν μακραίωνη ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἀπό τήν μελέτη τῶν διαφόρων περιπτώσεων φαίνεται ὃτι ὑπάρχει μιά κατευθυντήρια γραμμή πού συνίσταται στή διαφοροποίηση τῶν ἀντιδράσεων ὃταν σφάλλει ἓνας ἢ μερικοί μόνον Ἐπίσκοποι ἀπό τίς περιπτώσεις πού σφάλλει μεγάλος ἀριθμός Ἐπισκόπων ἢ καί ὁλόκληρη Σύνοδος.
Στις  μεμονωμένες περιπτώσεις Ἐπισκόπων εἶναι δυνατή ἡ ἀποτείχιση (π.χ. περίπτωση  ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου) . Στίς περιπτώσεις πού μεγάλος ἀριθμός Ἐπισκόπων πλανᾶται και ὑπάρχει πιθανότητα νά διασπασθῆ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθεῖται ἡ μετριοπαθής τακτική τῆς ἀναμονῆς «ἓως ὃτου παρέλθη ἡ ὀργή Κυρίου». Τέτοιο παράδειγμα εἶναι τόσο ἡ στάση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων κατά τήν Εἰκονομαχίαὃσο κυρίως ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πρός τούς ὀπαδούς του κληρικούς ὃτανἒφευγε γιά τήν ἐξορία. Δηλαδή, νά διαμαρτυρηθοῦν μέν γιά τήν ἀδικία σέ βάρος του ἀλλά νά μήνἀποσχισθοῦν τῶν διωκτῶν του Ἐπισκόπων γιά νά μήν διασπασθεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Ἂξια προσοχῆς εἶναι καί ἡ στάση τῶν (περί τόν Γεννάδιον Σχολάριον)ἀνθενωτικῶν Ἐπισκόπων πρίν ἀπό τήν Ἃλωση τῆς Πόλης πού χωρίς νά δηλώσουν ὃτι ἀποτειχίζονται παρέμειναν στά σπίτια τους μετά τήνἙνωτική Λειτουργία μέ τούς Παπικούς τόν Δεκέμβριο τοῦ 1452.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ
Ἡ ἁγιογραφική θεμελίωση τῆς Ἀποτείχισης ἀπό τόν αἱρετικό ἢ ἂδικο Ἐπίσκοπο δέν στηρίζεται σέ κάποια συγκεκριμένα χωρία τῆς Βίβλου ἀλλά σέ ὃλη τήν ἁγία Γραφή. Εἰδικότερα, στήν Παλαιά Διαθήκη περιγράφονται ἀντίστοιχες πνευματικές καταστάσεις ἀπό τή ζωή τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ. Τί σημαίνει ἐκείνη ἡἐντολή τοῦ Θεοῦ «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε»;
Μιά πρακτική ἀπάντηση μέ θεολογικές προεκτάσει δίνεται στά Μακκαβαϊκά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.Ἡ Μακκαβαϊκή Ἐποχή ἒχει πολλές ἀντιστοιχίες μέ τήν δική μας γιατί παρουσιάζει ὃμοιες μέ τίς σημερινές πειρασμικές δυνάμεις πού χρησιμοποιοῦν ὃμοια θεωρητικά ἐπιχειρήματα γιά νά ἀποσπάσουν τούςἀνθρώπους ἀπό τόν ἀληθινό Θεό.
Οἱ τότε ἀσεβεῖς Ἀρχιερεῖς Μενέλαος, Ἰάσονας, Ἂλκιμος κ.λ.π  σέ συνεννόηση μέ τούς εἰδωλολάτρες χρηματίζοντες καί χρηματιζόμενοι ὁδηγοῦσαν τό Λαό σέ ἀποστασία ἀπό τόν ζῶντα Θεό . Τό βασικό τουςἐπιχείρημα ἦταν ὃτι ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ δέν συμμεριζόταν τήν παγκοσμιοποίηση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀλλά ἦταν θρησκευτικά «ἐσωστρεφῆς». Ζητοῦσα λοιπόν ἀπό τό Λαό νά συναινέσει σέ ἓνα πρώιμο Οἰκουμενισμός «… πορευθῶμεν καί διαθώμεθα διαθήκην μετά τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν, ὃτι ἀφ’ἧς ἐχωρίσθημεν ἀπ’αὐτῶν εὗρεν ἡμᾶς κακά πολλά» (1.Μακκ. 1,11). Τί ἒκαναν τότε οἱ εὐσεβεῖς τηρηταί τοῦ Νόμου. Προέταξαν τόν Εὐσεβῆ Λογισμό καί ἒμειναν ἀμετακίνητοι στή πίστη ἀγνῶντας τίς ἀσεβεῖς προπαγάνδες τῶν ἀρχιερέων.Ὃταν ἡ κατάσταση μέσα ἀπό διωγμούς καί προδοσίες ἒφτασε στό ἀπροχώρητο ὃσοι δέν ἂντεχα τήν καταπίεση κατέφυγαν στίς ἐρημιές (ἂς ποῦμε ἀποτειχίσθηκαν) χωρίς νά διασπάσουν τό Λαό τοῦ Θεοῦ σέ μικρότερες ἐθνοθρησκευτικές ὁμάδες ὃπως ἒκανε παλαιότερα ὁ πονηρός δοῦλος Ἱεροβοάμ.Ἀργότερα αὐτοί διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στήν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῆς σκλαβιᾶς καί ἐπαναφορά ὃλου τοῦΛαοῦ στή πατρώα πίστη.
Ὃσοι  πάλι θεώρησαν ὃτι πρέπει νά ὀχυρωθοῦν πίσω ἀπό τό Νόμο καί νά μαρτυρήσουν γιά τήν Πίστη κινήθηκαν ἀνεξάρτητα ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς σάν μεμονωμένες περιπτώσεις Ἐθνικῆς καί Θρησκευτικῆς δράσης χωρίς ὡστόσο νά δημιουργήσουν καί αὐτοί δική τους ἐθνικοθρησκευτική ὁμάδα.
Μιά θρησκευτική ὁμάδα ἐξάλλου πού τηροῦν τίς παραδόσεις,οἱ Ἀσιδαῖοι, φαίνεται ὃτι ἒχουν δημιουργήσει μιά μορφή ἀποτείχισης.
ΤΕΛΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Ἀπό ὃλα τά πιό πάνω συμπεραίνουμε ὃτι τό θέμα τῆς Ἀποτείχισης δέν εἶναι τόσο ἁπλό ὃσο τυχόν φαίνεταιἐκ πρώτης ὂψεως . Ἡ ὀρθή ἀπάντηση προϋποθέτει ἐκτός ἀπό τήν μελέτη τῶν ἱερῶν Κανόνων καί γνώσηὃλης τῆς ἁγίας Γραφῆς καθώς καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Πέρα ἀπό ὃλα αὐτά χρειάζεται καί ὁφωτισμός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὣστε νά ἀποτελέσει ἡ ἐνἐργεια πού θά ἐπιλεγεῖ ἀφορμή σωτηρίας τόσο τῶνἐνισταμένων ὃσον καί τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καἰ ὂχι ἀφορμή περαιτέρω διασπάσεως τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.
Υ.Γ.
(Συγχωρήσατέ μου, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, τήν ἀκρασία μου νά ἀποφαίνομαι γιά τόσο σοβαρά θέματα πού καί οἱ ἲδιοι οἱ Πατέρες μας ἦταν πολύ προσεκτικοί. Εὒχεσθε! )
http://makkavaios.blogspot.gr/2016/12/blog-post_48.html#mo
hristospanagia-3.blogspot.com

Πατρ. Μόσχας: Το ανακοινωθέν για τη διακοπή κοινωνίας



Με μεγάλο πόνο η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας πληροφορήθηκε το από της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 ανακοινωθέν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί: ανανέωσης της αποφάσεως «χορήγησις αὐτοκεφαλίας είς την Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας»,  ανασύστασης στο Κιέβο «Σταυροπήγιον» Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, «ἀποκαταστήσις εἰς τόν ἀρχιερατικόν ἤ ἱερατικόν βαθμόν» των αρχηγών του ουκρανικού σχίσματος και των συν αυτούς και τους «πιστούς αὐτῶν εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν», άρσεως «τής ἰσχύως» του Συνοδικού Γράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1686 σχετικά με την παραχώρηση της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Αυτές τις άνομες αποφάσεις η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε μονομερώς, αγνοώντας τις κλήσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, του πληρώματος της  Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, καθώς και των κατά τόπους Ορθοδόξων αδελφών Εκκλησίων, των Προκαθημένων τους και των Αρχιερέων προς πανορθόδοξη συζήτηση επί του θέματος.
Η κοινωνία μετά των εισερχομένων εις σχίσμα, πολύ δε περισσότερο με τους αφορισμένους από την ίδια την Εκκλησία εξομοιώνεται με την συμμετοχή στο σχίσμα και αυστηρά καταδικάζεται από τους Κανόνες της Αγίας Εκκλησίας: «Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας» (B´ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου,  Ι´ και ΙΑ´ Ἀποστολικοὶ Κανόνες).
Η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί «ἀποκαταστάσεως» κανονικής υπόστασης και επαναφορά σε εκκλησιαστική κοινωνία του αφορισμένου από την Εκκλησία πρώην Μητροπολίτου Φιλαρέτου Ντενισένκο, αγνοεί μια σειρά ληφθέντων αποφάσεων των Ιερών Συνόδων της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, των οποίων η νομιμότητα δεν υφίσταται αμφιβολία.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας γενομένης στο Χάρκοβο στις 27 Μαΐου 1992 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Ντενισένκο λόγω μη πληρώσεως των όρκων που έδωσε μπροστά στο Σταυρό και στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά την διάρκεια της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας εκθρονίστηκε από την καθέδρα του Κιεβού και του απαγορεύτηκε η άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων.
Η Ιερά Συνόδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με την από 11η Ιουνίου 1992 απόφασή της επικύρωσε τα πρακτικά της Συνόδου στο Χάρκοβο και καθαίρεσαι τον Φιλάρετο Ντενισένκο από το αξίωμά του με τις ακόλουθες καταγγελίες: «Σκληρή και επηρμένη συμπεριφορά προς τον υπό επίβλεψή του κλήρο, επιβολή και εκβιασμό (Προς Τίτον Ἐπιστολή 1, 7-8, ΚΖ´ Ἀποστολικός Κανόνας), πρόκληση σκανδάλου στους πιστούς με την συμπεριφορά του και την προσωπική του ζωή (Κατά Ματθαίον 18, 7, Γ´ Κανών Α´ Οἰκουμενικὴς Συνόδου, Ε´ Κανών Δ´ Οἰκουμενικὴς Συνόδου), επιορκία (ΚΕ´ Ἀποστολικός Κανόνας), δημόσια συκοφαντία και βλασφημία εναντίον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (ΣΤ´ Κανών Β´ Οἰκουμενικὴς Σύνοδου), τέλεσις των Αχράντων Μυστηρίων καθώς και χειροτονιών των κληρικών στην κατάσταση αργίας (ΚΗ´ Ἀποστολικός Κανόνας), δημιουργία σχίσματος στην Εκκλησία (Κανών ΙΕ´ της Πρωτοδευτέρα Σύνοδος)». Ως εκ τούτου, όλες οι χειροτονίες που τέλεσε ο Φιλάρετος και οι εκκλησιαστικές ποινές που έπραξε ευρισκόμενος υπό την ποινή της αργίας από τη 27η Μαΐου του 1992 υφίστανται άκυρες.
Παρόλο που υπήρξαν επανειλημμένες κλήσεις προς μετάνοια, ο Φιλάρετος μετά την καθαίρεση συνέχισε την σχισματική του δραστηριότητα ακόμα και στις δικαιοδοσίες των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου η σεπτή Ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας το 1997 με απόφασή της τον αναθεμάτισε.
Οι ως άνω αποφάσεις έγιναν δεκτές από όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριλαμβανομένης και της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίος στην απάντηση του γράμματος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιου Β´ στις 26 Αυγούστου 1992  με αφορμή την εκθρόνιση του Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου έγραφε: «Η καθ’ ἠμάς Ἀγία του Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία είς το ακέραιον την ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότα τῆς ὑφ´ Ὑμας Ἀγιωτάτης Εκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τα Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ».
Στο από 7η Απριλίου 1997 γράμμα του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ. Βαρθολομαίου προς τον Αγιώτατον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιον Β´ σχετικά με την επιβολή του αναθέματος στον Φιλάρετο Ντενισένκο σημειώνεται: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὠς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνεκοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ᾽ ἡμας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί προετρεψάμεθα αὐτήν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν ἔχη τοὐντεῦθεν μετά τῶν εἰρημένων». Σήμερα, μετά από δυο δεκαετίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για πολιτικούς λόγους άλλαξε την στάση του.
Στην απόφασή του να αποκαταστήσει τους πρωτεργάτες του σχίσματος και να «κανονικοποιήσει» την ιεραρχία τους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται σε ανύπαρκτα «κανονικά προνόμια τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅπως δέχηται ἐκκλήτους προσφυγάς ἀρχιερέων καί ἄλλων κληρικῶν ἐκ πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Οι αξιώσεις αυτής της μορφής, οι οποίες διεκδικούνται τώρα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν είχαν την πλήρη υποστήριξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές δεν βασίζονται στους Ιερούς Κανόνες και ευθέως εναντιώνονται σε αυτούς και συγκεκριμένα στο ΙΕ´ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐπί τισίν ἐγκλήμασι κατηγορηθείς, κριθείη ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἐπισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι μίαν κατ᾽ αὐτοῦ ἐξενέγκοιεν ψῆφον, τοῦτον μηκέτι παρ᾽ ἑτέροις δικάζεσθαι, ἀλλὰ μένειν βεβαίαν τὴν σύμφωνον τῶν ἐπὶ τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων ἀπόφασιν», – καθώς αυτές διαψεύδονται και από την πρακτική των αποφάσεων των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και από τις ερμηνείες των κορυφαίων βυζαντινών κανονιολόγων και αυτών μεταγενέστερης εποχής.
Όπως ο Ιωάννης Ζωναράς σημειώνει: «Οὐ γάρ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ. ἀλλ᾿ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τῆς Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ, οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων, οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿ ᾧ καί χειροτονοῦνται, καί οἷς περ ὑπόκεινται».
Για την επαναφορά στην κοινωνία καταδικασμένου σε ξένη Τοπική Εκκλησία αναφέρεται ο ΚΗ´ Κανών της εν Καρθαγένῃ Συνόδου: «Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς… δεχθῶσιν κοινωνίαν». Για το ίδιο θέμα γίνεται αναφορά στην επιστολή αυτής της Συνόδου προς τον Πάπα Ρώμης Κελεστίνον: «Μὴ οὖν οἱ ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐπαρχίᾳ ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἀναρτηθέντες παρὰ τῆς σῆς ἁγιωσύνης, σπουδαίως, καὶ καθὼς μὴ χρή, φανῶσιν ἀποκαθιστάμενοι τῇ κοινωνίᾳ… ἁτιναδήποτε πράγματα ἀναφυῶσι, ταῦτα ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφείλειν περατοῦσθαι τόποις».
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιό» του, το οποίο αποτελεί κορυφαία  πηγή του εκκλησιαστικο-κανονικού δικαίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ερμηνεύει το Θ´ Κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου απορρίπτοντας την σύνθετη ερμηνεία περί του δικαιώματος της Κωνσταντινουπόλεως στην εξέταση εκκλήτου από άλλες Εκκλησίες: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ…» Απαριθμώντας ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων υπέρ αυτής της ερμηνείας, παραπέμποντας στην διεργασία των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ο Όσιος συμπέραινε: «Ἤδη δέ ἐπειδή ἡ Σύνοδος καί ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως δέν ἐνεργεῖ, ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι Κριτής πρῶτος καί μόνος καί ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις. Μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν, ὡς εἴπομεν, καί ἄλλος οὐδείς».  Εκ του άνωθεν προκύπτει πως η Σύνοδος της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν κατέχει το κανονικό δικαίωμα για την ακύρωση δικαστικών αποφάσεων εκδιδόντων υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Οικειοποίηση της αρμοδιότητας ακύρωσης των δικαστικών και μη αποφάσεων των υπολοίπων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών – αποτελεί μέρος από την νεοεμφανιζόμενη ψευδή διδασκαλία,  η οποία κηρύσσεται σήμερα από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς αποδίδει στον Πατριάρχη της τα δικαιώματα του «πρώτου άνευ ίσων» (primus sine paribus) στην παγκόσμια δικαιοδοσία.
«Αυτή η ερμηνεία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των προνομίων και των αρμοδιοτήτων έγκειται σε απόλυτη αντίθεση με την μακραίωνη Κανονική Παράδοση, στην οποία βασίζεται η ύπαρξη τόσο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας όσο και των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», – προειδοποίησε η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας το 2008 στο ανακοινωθέν της «Περί ενότητας της Εκκλησίας».
Στο προαναφερθέν ανακοινωθέν η Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «έως της πανορθοδόξου εξετάσεως των αναφερομένων καινοτομιών να κρατήσει επιφυλακτικότητα και να αποφύγει τις πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν στην διάσπαση της ενότητας της Ορθοδοξίας. Συγκεκριμένα αυτό σχετίζεται με την απόπειρα επανεξέτασης των Κανονικών δικαιοδοσιών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Το Συνοδικό Γράμμα του 1686 το οποίο επικυρώνει την ανάθεση της Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και  καθυπογράφεται από τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Διονύσιο Δ´ και από την Ιερά Σύνοδο της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν επίκειται σε αναθεώρηση. Η απόφαση για την άρση του Γράμματος είναι κανονιολογικά απαράδεκτη. Διαφορετικά, θα υπήρχε η δυνατότητα κατάργησης οποιουδήποτε εγγράφου, στο οποίο συγκεκριμενοποιούνται η Κανονική δικαιοδοσία και τα όρια Τοπικής Εκκλησίας – ανεξαρτήτως της αρχαιότητάς του, του κύρους του, και της πανεκκλησιαστικής αποδοχής του.
Στο ίδιο Γράμμα και στα επισυναπτόμενα αυτού έγγραφα τίποτα δεν αναγράφεται για την προσωρινή ανάθεση της Μητρόπολης Κιέβου υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου Μόσχας, άλλα και ούτε πως αυτό το Γράμμα μπορεί να ακυρωθεί. Η απόπειρα Ιεραρχών του  Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό πολιτικά και ιδιοτελή συμφέροντα, να επανεξετάσει μετά από τριακόσια χρόνια την ειλημμένη απόφαση, εναντιώνεται στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση των καθιερωμένων και μη αμφισβητήσιμων στο διάβα του χρόνου Εκκλησιαστικών συνόρων. Σύμφωνα με τον ΡΚΓ´ (ΡΚΘ´) Κανόνα της εν Καρθαγένῃ Συνόδου : «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, ἐάν τις μετὰ τοὺς νόμους, τόπον τινὰ πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα μεταστρέψῃ, καὶ τοῦτον ἐπὶ τριετίαν μηδενὸς ἀναζητοῦντος κατάσχῃ, τοῦ λοιποῦ παρ᾽ αὐτοῦ μὴ ἀναζητηθῇ, ἐὰν μέντοι ἐντὸς τῆς αὐτῆς τριετίας ὑπῆρχεν ἐπίσκοπος ὁ ὀφειλῶν ἀναζητῆσαι, καὶ ἡσύχασεν».
Επιπλέον και ο ΙΖ´ Κανών της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει περίοδο τριάντα ετών προθεσμίας για τυχόν Συνοδική επανεξέταση διαφωνίας ακόμη και πάνω σε θέμα δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών κοινοτήτων: «Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν».
Πως είναι δυνατόν ακύρωση ισχύουσας απόφασης τριών αιώνων; Αυτό θα σήμαινε απόπειρα παραγραφής, «ως μη γενομένης» όλης της επικείμενης ιστορικής ανάπτυξης της εκκλησιαστικής ζωής.   Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σαν να μην θέλει να κατανοήσει ότι η εν Κιέβω Μητρόπολη του έτους 1686, περί της επιστροφής της οποίας υπό την δικαιοδοσία του γίνεται τώρα λόγος, είχε ουσιαστικά πολύ μικρότερα όρια σε σχέση με τα σημερινά της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Μητρόπολη Κιέβου στις μέρες μας περιλαμβάνει την πόλη του Κιέβου και μερικά προάστιά της. Πλήθος Επαρχιών της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας απλώνονται στην ανατολική και νότια πλευρά της χώρας, ιδρύθηκαν και αναπτυχθήκαν υπό την δικαιοδοσία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ρωσίας, και φυσικά είναι καρπός της στην μακραίωνη ιεραποστολική και ποιμαντική της δραστηριότητα. Η τωρινή πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί απόπειρα υποκλοπής τινός μήποτε  ανήκοντος αυτού.
Η Πράξη του έτους 1686 οριστικοποιεί την καταναγκαστική διαίρεση της περιόδου διακοσίων ετών εντός της μακραίωνης ιστορίας της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία παρά των εναλλασσόμενων πολιτικών καταστάσεων παρέμεινε στην αυτοσυνείδησή της ενιαία. Μετά την επανένωση της Εκκλησίας της Ρωσίας το 1686, στην διάρκεια περισσοτέρων των τριακοσίων ετών, κανείς δεν προέβαλε αμφιβολία ότι οι ορθόδοξοι της Ουκρανίας αποτελούν ποίμνιο της Ρωσικής Εκκλησίας και όχι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Και σήμερα παρόλες τις επιδράσεις των εξωτερικών αντιεκκλησιαστικών δυνάμεων, αυτό το πολλών εκατομμυρίων ποίμνιο τιμά την ενότητα της πασών των Ρωσιών Εκκλησίας και φυλάττει την πιστότητά του σε αυτήν.
Η πρόθεση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ορίσει το μέλλον της Κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας χωρίς την συγκατάθεσή της συνιστά αντικανονική επιβουλή σε ξένα εκκλησιαστικά όρια. Ο Κανών λέγει: «Ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής» (Η´ Κανών της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου).
Υπ᾽ αυτόν τον Κανόνα αναιρείται ακόμη και η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί εγκαθιδρύσεως «Σταυροπηγίου» στο Κίεβο, με την σύμφωνη γνώμη των πολιτικών αρχών, άνευ όμως ενημερώσεως και συγκατάθεσης της Κανονικής Ιεραρχίας της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υποκριτικά καλυπτόμενο υπό την επιδίωξη της αποκαταστάσεως της ενότητας της Ορθοδοξίας της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως  με τις δικές του ασύνετες και πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις οδηγεί σε μεγαλύτερη διάρηξη και εμβάθυνση των παθημάτων της Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Αποδοχή σε κοινωνία του σχισματικού και αναθεματισμένου από άλλη Τοπική Εκκλησία ατόμου με όλους τους υπ᾽ αυτού χειροτονημένους «επισκόπους» και «κληρικούς», επιβολή σε ξένα κανονικά όρια, απόπειρα απόταξης από τα ιστορικά πεπραγμένα – όλα αυτά οδηγούν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτός ορίων κανονικότητας, και προς μεγάλη μας θλίψη κάνει αδύνατη την συνέχιση ευχαριστιακής κοινωνίας με τους Ιεράρχες του, τους κληρικούς του και τους πιστούς.
Από σήμερα και έως της ακύρωσης από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των ειλημμένων υπ᾽ αυτού αντικανονικών αποφάσεων, για όλους τους κληρικούς της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καθίσταται αδύνατον η συλλειτουργία με κληρικούς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και για τους λαϊκούς ακόμη η συμμετοχή στα υπ᾽ αυτών τελούμενα Άχραντα Μυστήρια. Η προσχώρηση Αρχιερέων και Ιερέων από την Κανονική Εκκλησία στους σχισματικούς ή ευχαριστιακή κοινωνία μαζί τους συνιστά κανονικό έγκλημα και επισύρει σε αντίστοιχες ποινές.
Με θλίψη ενθυμούμεν την πρόρρηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περί των χρόνων πλάνης και παθών των χριστιανών: «Καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν (Κατά Ματθαίον 24.12)».
Στην κατάσταση της βαθιάς υπονόμευσης των βάσεων των διορθοδόξων σχέσεων και της εξολοκλήρου απαξίωσης της χιλιετούς παράδοσης του εκκλησιαστικό-κανονιολογικού δικαίου, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας θεωρεί καθήκον της να προβεί στην προστασία των θεμελιωδών αρχών της Ορθοδοξίας, στην προστασία της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, που υποκαθίστανται από νέες και ξένες διδασκαλίες περί της οικουμενικής κυριαρχίας του πρώτου εκ των Προκαθημένων.
Καλούμε τους Προκαθημένους και τις Ιερές Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στην αξιολόγηση των προαναφερθέντων αντικανονικών πράξεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και στην κοινή αναζήτηση της εξόδου από την βαθιά κρίση, που διασχίζει το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Εκφράζουμε πλήρη υποστήριξη στον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονούφριον και σε όλο το πλήρωμα της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας σε αυτή την δύσκολη για αυτήν περίοδο. Προσευχόμαστε δε για την ενδυνάμωση των πιστών της τέκνων στην γενναία υπεράσπιση της αλήθειας και της ενότητας της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Παρακαλούμεν τους Αρχιποίμενας, τους Κληρικούς, τους Μονάζοντες και τους Λαϊκούς όλης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αυξήσουν τις προσευχές τους για τους ομοπίστους αδελφούς μας στην Ουκρανία.
Η Σκέπη της Υπεραγίας Επουρανίου Βασιλίσσης, των Οσίων Πατέρων της Λαύρας του Κιέβου, του Οσίου Ιώβ του Ποτσάεφ, των Νεομαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της Εκκλησίας της Ρωσίας, να είναι μετά πάντων ημών.

Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ


ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ
ΕΠΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ἐκδίδεται ἀπό τό Ἐπισκοπεῖον Ἁγίας Αἰκατερίνης Κορωπίου Αττικῆς (Κέντρο Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἱεραποστολῆς καί Μητροπολιτικό Φιλόπτωχο Ταμεῖο τοῦ ΙΦΣΚΑΕ) εἰς τά πλαίσια τῶν ἐνημερωτικῶν ἀπογευματινῶν συνάξεων - ὁμιλιῶν κάθε Δευτέρα καί Τετάρτη εἰς τόν ἱερόν Ναόν Ἁγίου Σπυρίδωνος Καρέα, κάθε Σάββατον εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Δημητρίου Ἀχαρνῶν καί κάθε Κυριακή εἰς τό παρεκκλήσιον Παναγίας Παραμυθίας καί τῶν τριῶν Νέων Ὁμολογητῶν.

ΤΕΥΧΟΣ 427 ΜΑΡΤΙΟΣ 2010

ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΟΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ «ΓΥΜΝΗ ΤΗ ΚΕΦΑΛΗ» ΑΙΡΕΣΙΝ;

Με την παύση του μνημοσύνου του ονόματος τού κακοξουντος Επισκόπου δέν γίνεται παρατροπή από την «κανονική εκκλησιαστική οδό», για τους εξής λόγους. Την «κανονική εκκλησιαστική οδό» ορίζει η Αγία Γραφή, και οι Πατέρες οι οποίοι λένε τά ἑξῆς:

α. Ο Απόστολος Παύλος μιλώντας στους πρεσβυτέρους της Εφέσου λέει μεταξύ άλλων και τα εξής: «εγώ οίδα τούτο ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου. Και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών». Δηλ. μέσα από την Εκκλησία, από τους ηγέτες της Εκκλησίας, θα ξεπηδήσουν άτομα, που θα λαλούν διεστραμμένα, που θα είναι αιρετικοί. Και πράγματι οι περισσότεροι αιρετικοί στην ιστορία της Εκκλησίας ήταν κληρικοί, πρεσβύτεροι, επίσκοποι, Πατριάρχες!

β. Ο άγιος Ιγνάτιος στην επιστολή προς τον άγιο Πολύκαρπο γράφει: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα καν αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος φαινέσθω εν προβάτου δορά, προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»! Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν κληρικοί, οι οποίοι θα είναι «λύκοι βαρείς»! Θα μιλούν διεστραμμένα, δηλαδή κακόδοξα. Όταν οι κληρικοί αυτοί είναι επίσκοποι, τότε και οι πιστοί που τους ακολουθούν, καθίστανται και αυτοί κακόδοξοι, καίτοι μπορεί οι ίδιοι να έχουν ορθόδοξο φρόνημα.. Εάν όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας καταστούν κακόδοξοι, τότε η Εκκλησία αυτή παύει να είναι Ορθόδοξη. Γίνεται αιρετική! Για το λόγο αυτό ο Κύριος είπε το φοβερό εκείνο λόγο «άρα ελθών ο υιός του ανθρώπου ευρήσει την πίστιν επί της γης;»

3. Πρέπει να σημειωθεί ότι κακόδοξος καθίσταται κάποιος, όχι μόνο πρωτογενώς, όταν δηλ. ο ίδιος κηρύττει, ή αποδέχεται κάποια αιρετική διδασκαλία, αλλά και όταν «κοινωνεί» με αιρετικούς, όπως είναι οι ποιμένες του.

α. Το μνημόσυνο του ονόματος του επισκόπου από κληρικό υποδηλώνει την μεταξύ τους «κοινωνία». Γι’ αυτό, ο Άτλας της Ορθοδοξίας, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, λέει: «…πολύς εστιν ο του μνημοσύνου λόγος και ουχί μικρός, διότι εκείνοι μνημονεύονται επ’ εκκλησίαις, όσοι εισί Ορθόδοξοι και κοινωνικοί προς την αυτήν εκκλησίαν. Οι δε ακοινώνητοι ούτε μνημονεύονται, ούτε γαρ έχει άδεια τις των ιερωμένων εύχεσθαι επ’ εκκλησίαις»! Ο ίδιος δε άγιος Μάρκος, πιεζόμενος να μνημονεύσει τον Λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη, είπε: «Εκφεύγειν άπασι τρόποις την κοινωνίαν αυτού ( του Πατριάρχου) και μήτε συλλειτουργείν αυτώ, μήτε μνημονεύειν όλως αυτού, μήτε αρχιερέα τούτον αλλά λύκον και μισθωτόν ηγείσθαι».

β. Οι αγιορείτες Πατέρες τον 13ο αιώνα, όταν πιέζονταν να μνημονεύσουν τον Λατινόφρονα Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο, σε επιστολή τους προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, έγραψαν: «μολυσμόν έχει η κοινωνία, εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν, καν ορθόδοξος είη ο αναφέρων»!

γ. Αλλά, και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας ομόφωνα παραγγέλλουν, λέγοντας «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι, πάσαι αι θείαι γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διϊστασθαι» (P.G. 160, 105C).

δ. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος αποφαίνεται: «Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει (τοις αιρετικοίς) ανάθεμα» ( P.G. .13, 128)

ε. Οι Αποστολικές Διαταγές προτρέπουν: «Ώσπερ γαρ τω καλώ ποιμένι το μη ακολουθούν πρόβατον λύκοις έκκειται εις διαφθοράν. Ούτω τω πονηρώ ποιμένι το ακολουθούν πρόδηλον έχει τον θάνατον ότι κατατρώξεται αυτό. Διό φευκτέον από των φθορέων ποιμένων (Αποστολικαί Διαταγαί Β΄ ιθ΄)

στ. Ο Μέγας Αθανάσιος συμβουλεύει: «Βαδίζοντες την απλανή και ζωηφόρον οδόν , οφθαλμόν μεν εκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μη τον αισθητόν…αλλά τον νοητόν. Οίον εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας, κακώς αναστρέφωνται, και σκανδαλίζωσι τον λαόν, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ εστιν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ’ αυτούς εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα, εις την γέεναν του πυρός…ίνα η Εκκλησία ασκανδαλίστως συναγομένη διαφυλαχθήσεται»( ΒΕΠΕΣ 31, 311)

ζ. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Κρείττον γαρ ουδενός άγεσθαι. Πως ουν ο Παύλος φησί “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών” ανωτέρω ειπών, “:ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής, μιμείσθε την πίστιν”, τότε είπε “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε;” Τι ουν φησίν; Όταν πονηρός ή, μη πειθώμεθα; Πονηρός πώς λέγεις; Ει μεν πίστεως ένεκεν, φύγε αυτόν και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά και άγγελος εξ ουρανού κατιών» (P.G. 63 , σελ.231 επ.).

η. Ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης ορίζει: «Εχθρούς γαρ Θεού ο Χρυσόστομος ου μόνον τους αιρετικούς, αλλά και τους τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη τη φωνή απεφήνατο» (P.G. 99, 1049A) !
Ο αυτός άγιος Θεόδωρος Στουδίτης θεωρεί «προδοσίαν της Ορθοδόξου Ομολογίας» το να παραμένει κάποιος εν κοινωνία με τον κακοδοξούντα επίσκοπόν του ( P.G. 99, 1365)!

Ο ίδιος πάλι άγιος Θεόδωρος Στουδίτης λέει: «Έχουμε παραγγελία από τον Απ. Παύλο να θεωρούμε απαραδέκτους στον άγιο κλήρο αυτούς τους ποιμένες, που διδάσκουν διαφορετικά από όσα παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες και τις άγιες Συνόδους»!

θ. Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος, ιστορικός της ψευδο-συνόδου Φλωρεντίας –Φεράρας, μετέπειτα Πατριάρχης λέει: «Εκείνοι γαρ μνημονεύονται επ’ εκκλησίαις, όσοι εισίν ομόδοξοι και κοινωνικοί προς την αυτήν Εκκλησίαν. Οι δε ακοινώνητοι, ουδέ μνημονεύονται ουδέ έχει άδειαν τις των ιερωμένων εύχεσθαι επ’ εκκλησίαις υπέρ ακοινωνήτου... Πώς ουν μνημονευθήσεται ο ακοινώνητος μετά των κοινωνικών»;

ι. Ο Μέγας Φώτιος λέει: «αιρετικός εστίν ο ποιμήν; λύκος εστίν. φεύγειν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει μην απατηθήναι προσέλθειν καν ήμερον αυτού παρισαίνειν δοκεί, φύγε την κοινωνίαν και την προς αυτόν ομιλίαν ως ιόν όφεως», (δηλ. Όταν ο ποιμένας είναι αιρετικός τότε γίνεται λύκος, και πρέπει να φεύγουμε και να απομακρυνόμαστε, και μη μας ξεγελάσει καν παρουσιάζεται ως ήρεμος, φύγε την επικοινωνίαν και την ομιλίαν, ωσάν το δηλητήριον του όφεως).

ια. Ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης ΚΠόλεως, σημειώνει : «Όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια φεύγειν όλω ποδί τη Λατινική υποταγή και μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών λαμβάνειν την τυχούσαν. Κρείσσον γαρ εστίν εν τοις οίκοις υμών τω Θεώ προσεύχεσθαι κατά μόνας, ή επ’ εκκλησίαις συνάγεσθαι μετά λατινοφρόνων».

ιβ. Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, προσθέτει: « Φεύγετε αυτούς, αδελφοί, και την προς αυτούς κοινωνίαν». Οι γαρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, μετασχηματιζόμενοι εις αποστόλους Χριστού. Και ου θαυμαστόν. «Αυτός γαρ ο σατανάς μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» Ου γαρ ουν, ει και οι διάκονοι αυτού μετασχηματίζονται ω ς διάκονοι δικαιοσύνης, ων το τέλος έσται κατά τα έργα αυτών… Στήκετε, κρατούντες τας παραδόσεις, ας παρελάβατε, τας τε εγγράφους και αγράφους, ίνα μη τω των αθέσμων πλάνη συναπεχθέντες εκπέσητε του ιδίου στηριγμού» Ι. Καρμίρη, ΔΣΜ. Α΄ σ. 361, 362)

ιγ. Ο 31ος Αποστολικός Κανόνας προβλέπει την απομάκρυνση των πιστών από κακοδόξους επισκόπους!

ιδ. Ο 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, απόσπασμα του οποίου παραθέτω σε μετάφραση, λέει: «... όσοι απομακρύνονται από την “κοινωνία” με τον επικεφαλής τους εξαιτίας κάποιας αίρεσης .... αυτοί όχι μόνο δεν θα υποβληθούν στην προβλεπόμενη από τους κανόνες ποινή .... , αλλά και θα θεωρηθούν από τους Ορθοδόξους άξιοι τιμής που τους αρμόζει. Γιατί δεν καταδίκασαν επισκόπους, αλλά ψευτοεπισκόπους και ψευτοδιδασκάλους και δεν κατατεμάχισαν την ενότητα της Εκκλησίας με σχίσμα, αλλά φρόντισαν με ζήλο να σωθεί η Εκκλησία από σχίσματα και διαιρέσεις»!

Ερμηνεύων τον κανόνα αυτό ο διαπρεπής κανονολόγος Νικόδημος Μίλας γράφει: «Εάν Επίσκοπός τις ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξηται να διακηρύττη δημοσία επ’ εκκλησίας αιρετικήν τινά διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα άμα και χρέος ν’ αποσχοινισθώσι πάραυτα του επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου εκείνου, διό ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσιν υποβληθή κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και επαινεθή εισέτι, καθ΄ όσον δια τούτου δεν κατέκριναν και δεν επανεστάτησαν εναντίον των νομίμων επισκόπων, αλλ’ εναντίον ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων, ούτε και εγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ’ αντιθέτως απήλλαξαν την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν, του σχίσματος της διαιρέσεως» (Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεθ’ ερμηνείας, Ι Ι, Novi Sad, σ. 290 – 291, μτφρ. εκ της Σερβικής υπό Ιερομ. – νυν επισκόπου- Ειρηναίου Μπούλοβιτς).

Συμβολή στο θέμα της διακοπής μνημοσύνου



Ἐν Πειραιεῖ                                         Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος         
   10-1-2018                                                    ἐφημ. Ἱ. Ν. Εἰσοδίων Θεοτόκου                                
                                                                             Παναγίας Ὀδηγητρίας 
                                                                            Λόφου Βώκου Πειραιῶς
Τό πιό φλέγον, καυτό καί ἐπίκαιρο θέμα, πού ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα τόν τελευταῖο καιρό, καί ἰδίως μετά τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), εἶναι αὐτό τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἱεροκανονικῆς καί ἁγιοπατερικῆς ὁδοῦ τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων στίς ἱερές ἀκολουθίες καί στήν Θεία Λειτουργία. Γύρω ἀπ’αὐτό θά θέλαμε νά σημειώσουμε τά ἑξῆς:
Α) Ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ὀφείλει νά ἐφαρμόζεται σύμφωνα μέ τήν ὀρθοδόξως ἑρμηνευόμενη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθῶς ἑρμηνευόμενη πράξη τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόν ὀρθῶς ἑρμηνευόμενο 31ο Ἀποστολικό Ἱερό Κανόνα καί τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας (ΑΒ΄) Συνόδου.
Θά ρωτοῦσε κανείς˙ γιατί σέ ἕνα τόσο σοβαρό θέμα δέν ἐκδόθηκαν ἰδιαίτεροι Κανόνες, παρά μόνο οἱ ἀνωτέρω δύο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ ἁπλή. Δέν χρειαζόταν κάτι τέτοιο, διότι ἀπό τα πρῶτα χριστιανικά χρόνια, ἡ διακοπή κάθε πνευματικῆς σχέσεως μέ οἱονδήποτε κήρυσσε αἵρεση ἦταν δεδομένη. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, αὐτός ὁ μεγάλος πρόμαχος της Ὀρθοδοξίας, σ’ ἕνα θαυμάσιο χωρίο του ἀναφέρει σχετικά : «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι, καί πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσιν καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι». Αὐτό εἶναι τό γενικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας, καί γι’αὐτό δέν ἀσχολήθηκαν εἰδικότερα οἱ ἱεροί Κανόνες.  
Β) Ὁ 31ος Ἱερός Ἀποστολικός Κανών διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω»[1].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Τάξις συνέχει καί τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον. Πρέπει, λοιπόν, ἡ εὐταξία πανταχοῦ μέν να φυλάττηται ὡς συνεκτική και συστατική, καί μάλιστα δέ εἰς τούς ἐκκλησιαστικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χρέος νά γνωρίζωσιν ὁ καθείς τά ἰδικά των μέτρα, καί τά ὅρια τῆς οἰκείας τάξεως νά μή ὑπερβαίνουσιν. Ἀλλ’ οἱ μέν Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι καί κληρικοί πάντες νά ὑποτάσσωνται εἰς τόν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπον˙ οἱ δέ Ἐπίσκοποι εἰς τόν ἰδικόν τους Μητροπολίτην˙ οἱ δε Μητροπολῖται εἰς τόν ἰδικόν τους Πατριάρχην. Διά τοῦτο καί ὁ παρών Ἀποστολικός κανών διορίζεται οὕτως ˙ Ὅποιος Πρεσβύτερος ἤθελε καταφρονήσῃ τόν ἰδικόν του Ἐπίσκοπον, καί χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πῶς σφάλλει φανερά ἤ εἰς τήν εὐσέβειαν ἤ εἰς τήν δικαιοσύνην˙ ταὐτόν εἰπεῖν, χωρίς νά γνωρίση αὐτόν πῶς εἶναι φανερά ἤ αἱρετικός ἤ ἄδικος, ἤθελε νά συμμαζώνῃ κατ’ἰδίαν τούς Χριστιανούς, καί κτίσας ἄλλην ἐκκλησίαν, ἤθελε λειτουργῇ εἰς αὐτήν ξεχωριστά, χωρίς τήν ἄδειαν καί γνώμην τοῦ Ἐπισκόπου του, ὁ τοιοῦτος ὡς φίλαρχος, ἄς καθαίρηται˙ ἐπειδή ὡς τύραννος μέ βίαν καί τυραννίαν, ζητεῖ νά σφετερίσῃ τήν ἀνήκουσαν ἐξουσίαν τῷ Ἐπσικόπῳ του. Ἀλλά καί ὅσοι μέν ἄλλοι κληρικοί συμφωνήσουν μέ αὐτόν εἰς τήν τοιαύτην ἀποστασίαν, ἄς καθαίρωνται παρομοίως καί αὐτοί˙ ὅσοι δέ λαϊκοί, ἄς ἀφορίζονται. Ταῦτα ὅμως νά γίνωνται, ἀφ’ οὗ ὁ Ἐπίσκοπος παρακινήσῃ μέ γλυκάδα καί ἡμερότητα τρεῖς φοραῖς τούς ἀπ’αὐτοῦ χωρισθέντας νά λείψουν ἀπό τοιοῦτον κίνημα, καί αὐτοί σταθοῦν εἰς τό πεῖσμα των. Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ κᾀμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς Ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται, κατά τόν ιε΄ τῆς α΄ καί β΄».       
Γ) Ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Κων/λεως (861 μ.Χ.) διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»[2].
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον». Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τόν Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν».
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανών εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀποτελεῖται ἀπό δύο μέρη.
Τό πρῶτο μέρος ἀρχίζει ἀπό τήν φράση «Τά ὁρισθέντα…» καί καταλήγει στήν φράση «…Ἐκκλησίας διασπώντων». Αὐτό τό μέρος εἶναι συνέχεια τῶν δύο προηγουμένων Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ 13ου καί τοῦ 14ου, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά τήν ἀπαγόρευση διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Μητροπολίτου ἀπό τούς διακόνους καί πρεσβυτέρους καί τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τόν Μητροπολίτη. Ὁ 15ος Κανών τώρα ἀναφέρεται στήν ἀπαγόρευση διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου ἀπό τούς Μητροπολίτες καί τούς Ἐπισκόπους. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή ἰσχύει «περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων» καί «πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως». Δηλ. ἀπαγορεύει ὁ Κανών τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατριάρχου γιά θέματα διοικητικά καί ἠθικά πρό συνοδικῆς κατακρίσεώς του, διότι οἱ διακόπτοντες τήν μνημόνευση σχίσμα ποιοῦν καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διασποῦν.
Τό δεύτερο μέρος ἀρχίζει ἀπό την φράση «Οἱ γάρ δι'αἵρεσιν…» καί τελειώνει στήν φράση «...ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Δ) Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Βαλσαμῶνος, ἐκεῖνα πού διόρισαν οἱ ἀνωτέρω 13ος καί 14ος Κανόνες περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά ἴδια διορίζει καί πολύ περισσότερο ὁ παρών Κανών (15ος) περί Πατριαρχῶν, λέγοντας ὅτι ὅποιος Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης τολμήσει νά χωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ Πατριάρχου του καί δέν μνημονεύει τό ὄνομά του κατά τό σύνηθες, προτοῦ φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου τους στή Σύνοδο καί ἀπό τήν Σύνοδο αὐτός νά καταδικασθεῖ, αὐτοί, λέγει, ὅλοι νά καθαιροῦνται παντελῶς. Τότε ρώτησε κάποιος ἀπό τούς Πατέρες˙ ἐάν γιά εὔλογη αἰτία, π.χ. γιά πρόφαση αἱρέσεως, κόψει κάποιος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν ἀναμείνει τήν συνοδική ἀπόφαση, γιατί αὐτός νά τιμωρεῖται μέ καθαίρεση; Τότε, εἶπαν οἱ Πατέρες ὅτι ὅλ’αὐτά, πού ὀρίσαμε, ἐννοοῦνται, ὅταν πρόκειται γιά κάποια ἐγκληματική ὑπόθεση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας κάποιος ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν ἀνώτερό του καί μ’αὐτόν τόν τρόπο διαρρήξει τήν ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν, ὅμως, ὄχι γιά ἐγκληματική αἰτία, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, γιά αἱρεση, πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρισθεῖ κάποιος ἀπό τόν ἀνώτερό του, κόπτοντας τό μνημόσυνό του, ὁ ὁποῖος (ἀνώτερος) ἀνερυθριάστως διδάσκει διδάγματα ἀλλότρια ἀπό τό ὀρθό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σ’αὐτόν ἐπιτρέπεται, ἐάν θέλει, νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τήν συγκοινωνία τοῦ ἀνωτέρου του, καί πρίν νά ἐκδοθεῖ συνοδική καταδικαστική ἀπόφαση, πολύ δέ περισσότερο καί μετά ἀπό αὐτήν˙ ὁπότε αὐτός, ὄχι μόνο δεν τιμωρεῖται μέ καθαίρεση, σύμφωνα μέ τήν γενική διάταξη τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, ἀλλά θά τιμηθεῖ μάλιστα κτλ. Ἐν ὀλίγοις, λοιπόν, ὁ παρών κανών λέγει τά ἐξῆς :
 Ἀπαγορεύεται στό ἑξῆς, γιά πρόληψη σχισμάτων, νά ἀποκόπτει ὁ κατώτερος τό μνημόσυνο τοῦ ἀνωτέρου του, πρίν γίνει Συνοδικό δικαστήριο καί ἐκδοθεῖ καταδικαστική ἀπόφαση κατά τοῦ ἀνωτέρου. Αὐτόν δέ, πού τολμᾶ νά παραβεῖ τήν διάταξη αὐτή, τιμωρεῖ μέ καθαίρεση. Ἐξαιρετικῶς τότε ἀφήνεται ἀτιμωρητί ἐλεύθερος στήν προαίρεσή του νά πράξει κατά τό δοκοῦν σ’αὐτόν, καί, ἐάν θέλει νά κόψει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ὅταν πρόκειται γιά αἵρεση, ἀναγνωρισμένη ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατεγνωσμένην ὑπό τῶν Ἁγίων Συνόδων), τήν ὁποία διδάσκει ὁ ἀνώτερος αὐτός, ὁπότε αὐτός, πού στην περίπτωση αὐτή ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, ὄχι μόνο δέν τιμωρεῖται, ἀλλά καί ἄξιος τιμῆς εἶναι˙ τό «ἐάν αὐτόν ἀποτειχίσῃ, ἤγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ», σημαίνει τήν προαίρεση, δηλ. ἐάν θελήσει, καί ὄχι ἐπιβολή ἐκκοπῆς τοῦ μνημοσύνου. Ἑπομένως, σέ περίπτωση αἱρέσεως, ὅπου ἀφήνεται στήν προαίρεση τοῦ καθενός, αὐτός πού ἀκολουθεῖ τόν γενικό κανόνα, δηλ. αὐτός πού μνημονεύει μέχρι νά ἐκδοθεῖ Συνοδική ἀπόφαση, ἐντάξει εἶναι, καί αὐτός πού ἀποκόπτει τό μνημόσυνο, χωρίς νά ἀναμείνει τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. πρίν ἐκδοθεῖ ἀπόφαση Συνοδική, καί αὐτός ἐντάξει εἶναι˙ μάλιστα ὁ τελευταῖος αὐτός καί τιμῆς ἄξιος εἶναι. Ὅλ’αὐτά γίνονται ἐξαιρετικῶς μόνο ὅταν πρόκειται γιά γνωστή αἵρεση, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθεῖ ὡς τέτοια ἀπό τήν Ἐκκλησία. 
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ δέν διορίζει πουθενά ἀπαγορεύσεις μνημοσύνων καί αἰωνίους κολάσεις γιά ὅσους δέν διακόπτουν τήν μνημόνευση. Ὁ Κανών δέν θά μποροῦσε νά εἶναι τόσο ἄδικος καί νά ἀπειλεῖ αὐτομάτως, ἅμα τῇ παραβάσει, μέ καθαίρεση καί αἰώνια κόλαση, καί νά μήν λαμβάνει ὑπ’όψιν τήν ὡς ἐπί τό πλεῖστον μικρή παιδεία τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας τίς δέουσες θεολογικές γνώσεις, γιά νά διακρίνουν, ἄν ὁ ἀνώτερός τους, τόν ὁποῖο ἐξακολουθοῦν καί μνημονεύουν, ἀναμένοντας τήν κρίση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πράγματι αἱρετικός ἤ ὄχι. Σέ κανένα μέρος τοῦ Κανόνος αὐτοῦ δέν ὁρίζεται ἀπαγόρευση τοῦ μνημοσύνου καί αἰώνια κόλαση στούς μνημονεύοντες, ἔστω καί ἄν εἶναι αἱρετικός ὁ ἀνώτερός τους, πρίν ἡ Ἐκκλησία ἐκφέρει τήν ἀπόφασή της. Τότε, βέβαια, οἱ μνημονεύοντες θά ἦταν ὑπεύθυνοι, ἄν, μετά τήν καταδικαστική ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, ἐξακολουθοῦσαν νά μνημονεύουν[3].
 Σκόπιμο κρίνουμε ν΄ ἀναφέρουμε ἐδῶ τά ὅσα ὁ γνωστός Σέρβος κανονολόγος Ἐπίσκοπος Μίλας, μέ εἰδική μελέτη του στόν ἀνωτέρω Κανόνα καί ἐπί του σημείου αὐτοῦ, τονίζει : «Ἐάν ὁ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤ Πατριάρχης ἄρξηται νά διακηρύττῃ δημοσίᾳ ἐπ'ἐκκλησίας αἱρετικήν τινά διδαχήν, ἀντικειμένην πρός τήν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ ὑποτασσόμενοι αὐτῷ κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καί χρέος νά ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα ἐκείνων, διό οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσι ὑποβληθῆ κανονικήν ποινήν, ἀλλά θέλουσι καί ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ'ὅσον διά τούτου, δέν κατέκριναν καί δέν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων Ἐπισκόπων, ἀλλ'ἐναντίον ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων˙ οὔτε ἐδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ'ἀντιθέτως ἀπήλλαξαν τήν Ἐκκλησίαν, ἐν ὅσῳ ἠδυνήθησαν μέτρῳ, τοῦ σχίσματος καί τῆς διαιρέσεως»[4].         
Ε) Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861), θέλοντας νά δώσουν ἕνα τέλος στά σχίσματα, πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία κατά τόν 8ο καί 9ο αἰώ., νομοθέτησαν τούς Ἱερούς Κανόνες 13ο, 14ο καί 15ο, διά τῶν ὁποίων ἀπαγόρευαν αὐστηρά στούς Ὀρθοδόξους νά διακόπτουν τήν μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένων τους πρό συνοδικῆς κρίσεώς τους. Γιά νά μήν ἐννοηθεῖ, ὅμως, ὅτι, διά τῆς ἀπαγορεύσεως αὐτῆς, ἀφαιρεῖται τό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων νά διακόπτουν τήν μνημόνευση πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ὅσους κηρύσσουν κάποια αἵρεση, οἱ σοφοί Πατέρες ἔθεσαν στό τέλος τοῦ 15ου Ἱεροῦ Κανόνος τήν ἑξῆς ἐπεξήγηση : Στά ἐπιτίμια τῶν Ἱερῶν Κανόνων δέν ὑπόκειται, ὅποιος ἀποσχίζεται πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό ἐπίσκοπο, πού κηρύσσει κάποια αἵρεση· ἀντιθέτως, εἶναι ἀξιέπαινος.
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἀποτείχισις» παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα «ἀποτειχίζω», τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ καί τό Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας τῶν Liddell - Scott, σημαίνει «ὀχυρώνω, ἀποκλείω διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον». Ἑπομένως, καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις» σημαίνει «ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις». Τὸ δὲ τεῖχος, ποὺ ὑψώνει κανεὶς, γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ, καλεῖται ἀποτείχισμα. Ἀποτείχισις δέν σημαίνει τὸ νὰ βγεῖ κάποιος ἐκτός τοῦ τείχους, ἐν προκειμένω τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐσφαλμένα πιστεύουν οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀποτειχισθείς κληρικός, ἕνεκα τῆς φανερῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκόπου του, φτιάχνει ἕνα τεῖχος ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, μέχρι νὰ ἔρθει Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νὰ καθαιρέσει τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ χρήση τῆς λέξεως «ἀποτείχιση» προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Στὴν περίπτωση, λοιπόν, αὐτή παρέχεται ἡ δυνατότητα στόν κληρικό καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθεῖ, νὰ ὑψώσει τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσει τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθεῖ. Δεν ὑπάρχει, λοιπὸν, καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ἐπισκόπους. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δεν βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὁδηγεῖ σὲ σχίσμα.
Σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν ὁμόφωνη ἁγιοπατερική διδασκαλία ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τοῦ μνημοσύνου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους ἐπιτρέπεται μόνο ὅταν ὑπάρχουν δογματικοί λόγοι, δηλαδή κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δημόσια, μέ παρρησία, χωρίς ντροπή καί ἀνερυθριάστως στήν Ἐκκλησία κάποια αἵρεση. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἶχαν ἐπιτρέψει τήν διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας γιά λόγους «εὐσεβείας καί δικαιοσύνης». Ἡ λέξη «δικαιοσύνη» φυσικά μποροῦσε εὔκολα νά παρερμηνευθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβοῦν διάφορα σχίσματα γιά «ἰάσιμα» ζητήματα, καί ὄχι ἕνεκα δογματικῶν λόγων. Τελικά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861) ἐπί Ἁγίου Φωτίου νομοθέτησαν τρεῖς ἀλλεπάλληλους κανόνες (ιγ΄, ιδ΄ καί ιε΄), διά τῶν ὁποίων ἀπαγόρευαν αὐστηρά τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ὑπέπεσαν σέ ὁποιοδήποτε «ἔγκλημα», παρεκτός διακηρύξεως κάποιας αἱρέσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Πατέρες ἑρμήνευσαν τόν λα΄ Ἀποστολικό Κανόνα καί ἐξέφρασαν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα, τό ὁποῖο κατά καιρούς διακηρυσσόταν μέ πλήρη ὁμοφωνία ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες.
Ἑπομένως, διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται μόνον, ὅταν ὑπάρχει αἵρεση, μόνο γιά δογματικά ἐγκλήματα, καί ὄχι γιά ἠθικά (π.χ. πορνεία, ἱεροσυλία κ.ἄ.). Ἀπαγορεύεται ἡ διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἄνευ λόγων πίστεως. Βέβαια, ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών δίνει τό δικαίωμα ἀκόμη καί γιά θέματα δικαιοσύνης νά παύει ὁ ἱερεύς τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου του. Τόν τελευταῖο Κανόνα ἐφήρμοσε ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στήν γνωστή περίπτωση τῆς μοιχειανικῆς ἔριδος, καί μέ βάση αὐτόν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Κων/λεως Ἰωσήφ. Πολύ ὀρθά ἔπραξε ὁ Ὅσιος, διότι στήν ἐποχή του ὑπῆρχε καί ἴσχυε μόνο ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών. Ὁ Ὅσιος γεννήθηκε τό 759 καί ἐκοιμήθη τό 826. Δέν εἶχε συγκληθεῖ ἀκόμη ἡ ΑΒ΄ Σύνοδος, γιά νά ἐκδώσει τόν 15ο Κανόνα της. Αὐτή συγκλήθηκε μετά ἀπό 35 χρόνια, τό 861. Ὁ Ὅσιος ἐφήρμοσε τήν ἀκρίβεια τοῦ πράγματος. Ὅμως, σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου ἦταν καί ὁ ἅγιος Νικηφόρος μετέπειτα Πατριάρχης Κων/λεως, ὁ ὁποῖος ἐφήρμοσε τήν οἰκονομία τοῦ πράγματος καί δέν διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ, ἀλλά εἶχε κοινωνία μαζί του. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι στό θέμα τῆς διακοπῆς μνημοσύνου γιά θέματα δικαιοσύνης την ἐποχή ἐκείνη ἐφαρμόστηκαν καί ἡ ἀκρίβεια καί ἡ οἰκονομία, πού εἶναι τά δύο κουπιά, μέ τά ὁποία προχωρᾶ τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντως κανέναν ἀπό τούς δύο δέν ἐκάκισε, οὔτε τούς ἐπέβαλε ἐπιτίμια, ἀλλά ἀνεκήρυξε καί τούς δύο ὡς ἁγίους της. Σήμερα, πάντως, ἰσχύει ἡ πάγια θέση τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ὅτι διακοπή μνημοσύνου ἐπιτρέπεται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά θέματα αἱρέσεως.
Θά πρέπει νά εἰπωθεῖ ὅτι κατ’ἀκρίβειαν ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων θά ἔπρεπε νά εἶναι γεγονός ἐδῶ καί καιρό, ἐξαιτίας τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση, μέσῳ τῶν συνεχῶν καί πυκνουμένων συμπροσευχῶν καί ἡμισυλλειτούργων. Κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς μνημονεύσεως εἶναι ἡ αἵρεση. Ἕνεκεν, ὅμως, τῆς ἀγνοίας, τῆς ἀμαθείας, τῆς ὀλιγωρίας, τῆς ἀπροθυμίας καί τοῦ φόβου, μέχρι τώρα ἐφαρμόζεται ἡ οἰκονομία κατ’ ἄκραν ἀνοχήν. Ἡ κόκκινη γραμμή, πού μέχρι πρότινος εἶχε τεθεῖ, ἡ σταγόνα, πού θά ξεχείλιζε τό ποτήρι γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἄνευ ἄλλης ἀναβολῆς, ἦταν τό κοινό συλλείτουργο καί τό κοινό ποτήριο Πάπα καί Πατριάρχη, δηλ. ἡ διαμυστηριακή κοινωνία, ἡ intercommunion. Σήμερα, ὅμως, μετά τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί τήν ἀποδοχή της ἀπό πλείστους ὅσους Ἐπισκόπους ἡ κόκκινη γραμμή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἔχει μετατεθεῖ καί κατεβεῖ καί εἶναι ἡ συνοδική ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στούς αἱρετικούς, ἑτεροδόξους, πρᾶγμα πού ἔκανε ἡ Κολυμπάρια ψευδοσύνοδος. Ἡ μή καταδίκη τῶν αἱρέσεων εἶναι τό κακούργημα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
ΣΤ) Σύμφωνα μέ τόν ἔγκριτο καί ἐξαίρετο κανονολόγο μακαριστό ἀρχιμανδρίτη π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλοὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου εἶναι δυνητικός καί ὄχι ὑποχρεωτικός. Δέν ἀξιώνει δηλ. ἀπαραιτήτως ἀπό τούς Κληρικούς νά παύσουν τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου, πού διδάσκει αἱρετικά, πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει σ’αὐτούς τήν δυνατότητα. Ἄν κάποιος Κληρικός, λέγει ὁ Κανών, ἀποκοπεῖ ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», καθόλου δέν παρανομεῖ, γι’αὐτό καί δέν ὑπόκειται σέ ἐπιτίμηση, ἀλλά μᾶλλον εἶναι ἄξιος ἐπαίνου. Ἄν, ὅμως, ἄλλος Κληρικός δέν τό πράξει αὐτό, ἀλλά, χωρίς νά ἀσπάζεται τίς διδασκαλίες τοῦ Ἐπισκόπου, συνεχίσει τό μνημόσυνό του, ἀναμένοντας συνοδική διάγνωση καί καταδίκη, καθόλου δέν κατακρίνεται ἀπό τόν Ἱερό Κανόνα. Ὁ Κανών δέν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλά ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Πουθενά δέν λέγει ὅτι ὀφείλουν οἱ Κληρικοί νά ἀποχωρίζονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο πρίν ἀπό τήν καταδίκη του, οὔτε ὁμιλεῖ γιά κάποια τιμωρία ἤ καί ἁπλῶς ἔστω γιά μέμψη ἐναντίον αὐτῶν, πού δέν ἀποχωρίζονται, παρ’ὅλο πού εἶναι συνήθη στούς Ἱερούς Κανόνες τά «καθαιρείσθω» προκειμένου περί Κληρικῶν, πού δέν ἐκπληρώνουν στό ἀκέραιο τίς ὑποχρεώσεις τους. Ἁπλῶς λέγει ὅτι αὐτοί οἱ Κληρικοί, πού ἀποκόβονται ἀπό τέτοιο Ἐπίσκοπο, δέν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθές πείθει καί τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ στήν μακρά ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθαιρέθηκαν ἀμέτρητοι Ἐπίσκοποι γιά αἵρεση, οὐδέποτε καθαιρέθηκε κάποιος Κληρικός ἤ καί ἁπλῶς ἐπιτιμήθηκε γιά τόν λόγο ὅτι δέν ἔσπευσε νά ἀποσχισθεῖ πάραυτα ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀνέμενε τήν καταδίκη του ἀπό Σύνοδο[5].    
Ζ) Εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι καὶ πατριάρχες αἱρετικοί, διότι ἡ Ἀλήθεια εἶναι πρόσωπο, ὁ Χριστός, πού εἶπε «ἐγώ εἰμί ἡ ἀλήθεια, ἡ ὀδός καί ἡ ζωή»[6]γι’αὐτό καί ἡ Ἀλήθεια καί εἷς στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ πλειοψηφία.
Παραθέτουμε δύο μόνο μαρτυρίες ἐπιφανῶν Ἁγίων, Πατέρων, Διδασκάλων καὶ Ὁμολογητῶν, γιὰ νὰ φανεῖ ποῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ποιοί φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὥστε οἱ μὲν αἱρετίζοντες Οἰκουμενισταὶ νὰ κλείσουν τὰ ἀπύλωτά τους στόματα καὶ τὴν τρομοκράτηση τῶν ἀγνοούντων μὲ τὸ φόβητρο τοῦ σχίσματος, οἱ δὲ ἡμέτεροι ὀπαδοὶ τῆς σιγῆς καὶ τοῦ ἐφησυχασμοῦ νὰ σκεφθοῦν καλύτερα καὶ νὰ ἐνεργήσουν τολμηρότερα καὶ πατερικώτερα, νὰ φοβοῦνται, ὄχι τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὴν ἀπομόνωση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς τὸν 7ο αἰώνα, ἁπλὸς μοναχός, ἀλλὰ, λόγῳ τῆς τεράστιας μόρφωσης καὶ τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ, ὑπεροχώτερος καὶ ὑψηλότερος πολλῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων[7], σήκωσε σχεδὸν μόνος τὸ βάρος τῆς ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἡ ὁποία εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ πατριαρχεῖα, γιὰ κάποιο διάστημα καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ὅπως τώρα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλάβει τὴν πλειονότητα τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ συνοδική του κατοχύρωση στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. Ἀκόμη καὶ οἱ αὐτοκράτορες εἶχαν πεισθῆ ὅτι, γιὰ νὰ ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ ἑνότητα καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸ κράτος ἔπρεπε νὰ παύσει νὰ ἀντιδρᾶ ὁ Ὅσιος Μάξιμος, τὴν θεολογικὴ γραμμὴ τοῦ ὁποίου ἀκολουθοῦσε μεγάλο μέρος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔπρεπε εἴτε μὲ τὴν πειθὼ εἴτε μὲ τὴν βία νὰ δεχθεῖ τὸ συμβιβαστικὸ καὶ διπλωματικὸ κείμενο τοῦ «Τύπου», ὅπως ὀνομάσθηκε τὸ ἔγγραφο, ποὺ ἑτοίμασαν οἱ θεολόγοι τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´, ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, στὶς αὐλὲς τῶν ἀνακτόρων καὶ τοῦ Πατριαρχείου, σὰν τὰ διπλωματικὰ κείμενα, ποὺ ἑτοίμασε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε, ὄχι μὲ μία αἵρεση, ἀλλὰ συλλήβδην μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικούς. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς τότε διπλωματικῆς θεολογίας σταλμένοι ἀπὸ τὸν πατριάρχη στὸν τόπο φυλακίσεως τοῦ Ὁσίου Μαξίμου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐκφοβίσουν ὅτι μὲ τὴν ἄκαμπτη καὶ ἀνυποχώρητη στάση του ἀπέναντι σὲ ὅ,τι ἀποφάσισαν ὅλες οἱ τοπικὲς ἐκκλησίες, μὲ τὴν διακοπὴ κοινωνίας, βγάζει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς Ἐκκλησίας, φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ διαχρονικὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μεγάλου Θεολόγου καὶ Ὁμολογητοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται ἐκεῖ, ποὺ βρίσκονται αὐτοὶ, οἱ ὁποῖοι τὴν διοικοῦν, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἀλλὰ ἐκεῖ, ποὺ ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὶς συνόδους δὲν τὶς νομιμοποιεῖ ὁ συγκαλῶν καὶ οἱ συγκαλούμενοι, ἀλλά «ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης». Παραθέτουμε τὸ ἡρωϊκὸ ὁμολογητικὸ κείμενο : «Ἔφασκον δ᾽ οἱ ἀφιγμένοι πρὸς τοῦ πατριάρχου ἐστάλθαι· οἳ καὶ ταῦτα, ὡς εἶχον, προὔτειναν τῷ ἁγίῳ· “Ποίας εἶ, φασίν, ὦ οὗτος, Ἐκκλησίας;”. Αὐτοῖς γὰρ τοῖς ἐκείνων χρήσομαι ρήμασι· “Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδοὺ πᾶσαι μετὰ τῶν ὑπ᾽ αὐτὰς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἶ τοίνυν εἶ τῆς Καθολικῆς καὶ αὐτὸς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδὸν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς”. Πρὸς οὓς ὁ μακάριος πῶς ἂν εἴποις ἐπικαίρως καὶ συνετῶς ἀποκρίνεται: “Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ὀρθὴν καὶ σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπὶ τούτῳ καὶ Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα, ἐμακάρισεν”»[8]. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἀνακρίσεως, λόγου γενομένου περὶ συνόδων καὶ περὶ τῆς κανονικῆς ἢ μὴ κανονικῆς συγκλήσεώς τους, ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἔθεσε τὸ οὐσιαστικὸ κριτήριο, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ μία σύνοδος ὀρθόδοξη. Εἶπε ὅτι ὁ εὐσεβὴς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖ ἅγιες καὶ ἔγκυρες συνόδους ἐκεῖνες, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανὼν, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»[9]. Στὴν κατηγορία ὅτι μὲ τὴ στάση του προκαλεῖ σχίσμα, ὅπως κατηγοροῦν σήμερα ὅσους ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀπήντησε λέγοντας μὲ ἐρωτηματικὸ λόγο : «Ἂν αὐτὸς, ποὺ λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες, σχίζει τὴν Ἐκκλησία, τί θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι διαπράττει εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸς, ποὺ ἀναιρεῖ τὰ δόγματα τῶν Ἁγίων, ἄνευ τῶν ὁποίων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία»[10];
Στὴν ἴδια γραμμὴ βαδίζει μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, τὸν 14ο αἰώνα, ὁ μεγάλος Ἡσυχαστὴς καὶ Ὁμολογητής, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος θεολόγος τῆς δεύτερης χιλιετίας. Μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμούς, χωρὶς τὶς φράγκικες δυτικὲς ψευτοευγένειες, ἐπικρίνει ὡς ψεύτη τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἕνα γράμμα πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ὅπου ἐπιβεβαίωνε τὴν ἀντίθεσή του πρὸς τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, γεμᾶτο ἀπὸ ἀνακρίβειες καὶ ψεύδη. Στὸ γράμμα του ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος, ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στὴν ἐκκλησία του, στὴν Ἀντιόχεια, τὴν ὁποία ἔλαβε ὡς κλῆρο, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως νομίζουν καὶ ἰσχυρίζονται καὶ σήμερα ὅσοι καταλαμβάνουν ἐπισκοπικούς, ἀρχιεπισκοπικοὺς καὶ πατριαρχικοὺς θρόνους. Ἔγραφε : «Ἀπέρχεται ἡ μετριότης ἡμῶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἣν Χριστοῦ Χάριτι γνησίως κεκλήρωται». Θυμωμένος ὁ Ἅγιος Γρηγόριος γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα καὶ τὶς ἐναντίον του ἀβάσιμες καὶ ἀθεολόγητες κατηγορίες, διερωτᾶται κατ᾽ ἀρχὴν ποιά σχέση, ποιά μερίδα στὴν Ἐκκλησία, ποιά διαδοχὴ καὶ κληρονομιὰ στὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτός «ὁ συνήγορος τοῦ ψεύδους», διαδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καὶ ποὺ διαμένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς καὶ ἀκράδαντη, στηριγμένη σταθερὰ πάνω σὲ ἐκεῖνα, ποὺ ἔχει στηριχθῆ ἡ ἀλήθεια. Ἀποφθεγματικὰ λέγει στὸν αἱρετίζοντα πατριάρχη ὅτι εἶναι ξένος πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί». Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Διαψεύδουν, λοιπὸν, τοὺς ἑαυτούς τους, λένε ψέμματα, ὅσοι ἀποκαλοῦν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἀλληλοεπικαλοῦνται ποιμένες καὶ ἀρχιποιμένες, ὅταν δὲν ὀρθοδοξοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς δὲν λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τὰ πρόσωπα, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως : «Μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα»[11].
Εἶναι παραδειγματικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ παρρησία, ἡ τόλμη, ἡ σταθερὴ καὶ ἀνυποχώρητη στάση ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου, καὶ ἑνὸς ἁπλοῦ παπᾶ, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πρὶν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ἀπέναντι στὴν πανίσχυρη ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἡγεσία. Δέν ἀμφέβαλλαν καθόλου γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὸ ποιὸς φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ποιὸς προκαλεῖ σχίσματα. Πίστευαν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἐκφράσει, νὰ ἐκπροσωπήσει ἀκόμη καὶ ἕνας μοναχός, ἀκόμη καὶ ἕνας παπᾶς, ὅταν ἐκφράζουν καὶ ἐκπροσωποῦν τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Η) Διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στίς ἱερές ἀκολουθίες καί δή στήν κορωνίδα τῶν θεουργῶν μυστηρίων, τήν Θεία Λειτουργία, μπορεῖ νά κάνει μόνον ὁ ἱερεύς, καί ὄχι ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός, διότι ὁ ἱερεύς ἔχει, διά τῆς χειροτονίας, τήν μυστηριακή ἱερωσύνη. Ὁ ἱερεύς εἶναι αὐτός, πού τελεῖ ἀκολουθίες, ἱερά μυστήρια καί μνημονεύει τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο˙ ὁπότε μόνον αὐτός μπορεῖ νά διακόψει τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου του στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τίς Θεῖες Λειτουργίες. Ἐπίσης, οἱ μή μνημονεύοντες ἱερεῖς ὄφείλουν νά μήν συλλειτουργοῦν καί νά μήν συμπροσεύχονται μέ Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς, νά μήν ἀσπάζονται τά χέρια τους, νά μήν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀλλά νά κρατοῦν ἀποστάσεις ἀπ’αὐτούς.
Ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός ἀνήκει μέν στό «βασίλειον ἱεράτευμα»[12], ὅμως δέν ἔχει τήν μυστηριακή ἱερωσύνη, δέν τελεῖ ἀκολουθίες, ἱερά μυστήρια, δέν μνημονεύει, ὁπότε δέν μπορεῖ νά κάνει διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου. Τό μόνο, πού μπορεῖ νά κάνει ὁ μοναχός ἤ ὁ λαϊκός, εἶναι ἡ διακοπή κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, μοναχούς καί λαϊκούς. Αὐτό γίνεται α) μέ τό νά μήν ἐκκλησιάζεται ἐκεῖ, ὅπου λειτουργοῦν φιλοαιρετικοί, λατινόφρονες καί Οἰκουμενιστές ψευδεπίσκοποι ἤ ὁμόφρονές τους κληρικοί, ἀλλά νά ἐκκλησιάζεται, ὅπου ὑπάρχουν ὑγιεῖς, ὀρθοφρονοῦντες καί ὄντως Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, β) μέ τό νά μήν παίρνει τήν εὐχή τους, οὔτε νά ἀσπάζεται τά χέρια τους, γ) μέ τήν ἄμεση εἰρηνική ἀποχώρηση ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς ἅμα τῇ ἐμφανίσει καί παρουσία Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καί λαϊκῶν, καί βεβαίως μέ τό νά ἐλέγχει αὐστηρά γραπτῶς καί προφορικῶς τούς αἱρετίζοντες Οἰκουμενιστές.
Γιά καθαρά ποιμαντικούς λόγους συνιστᾶται στούς πιστούς νά ἀποφεύγουν νά ἐκκλησιάζονται, ὅπου λειτουργοῦν ἤ μνημονεύονται φανεροί αἱρετικοί οἰκουμενιστές ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς. Νά προτιμοῦν νά πηγαίνουν ἐκεῖ, πού λειτουργοῦν ὀρθόδοξοι στό φρόνημα ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς, ἔστω καί ἄν γιά κάποιους λόγους δέν ἔχουν κόψει τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων, καί αὐτό κατ’οἰκονομίαν. Τό ἄριστο καί ἐπαινούμενο κατά τήν κανονική ἀκρίβεια εἶναι νά ἐκκλησιάζονται ἐκεῖ, πού δέν μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες, ἐκεῖ δηλαδή πού οἱ ἱερεῖς ἔχουν προχωρήσει σέ διακοπή μνημοσύνου.
Θ) Ὁ ἱερεύς μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος, ὄχι ὁποιουδήποτε ἄλλου Ἐπισκόπου, ἀλλά μόνο τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, γιατί μόνο αὐτόν μνημονεύει στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τή Θεία Λειτουργία. Δηλ. δέν μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος κάποιου ἄλλου Ἐπισκόπου, στόν ὁποῖο δέν ἀνήκει ἐκκλησιαστικά, ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων δέν τόν μνημονεύει. Ὁ Μητροπολίτης μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος μόνο τοῦ οἰκείου Πατριάρχου ἤ Ἄρχιεπισκόπου ἤ τῆς οἰκείας Ἱερᾶς Συνόδου, στήν ὁποία ἀνήκει. Ὁ Ἐπίσκοπος μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος μόνο τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου. Ὁ ἱερεύς μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος μόνο τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου ἤ Ἐπισκόπου. Ὁ Πατριάρχης ἤ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος ἄλλου Πατριάρχου ἤ Ἀρχιεπισκόπου, μή μνημονεύοντας τό ὄνομά του στά δίπτυχα.
Οἱ Ἀρχιεπίσκοποι καί Μητροπολίτες, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο καί μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν Ἱερά Σύνοδο (ὅπως π.χ. οἱ Ἀρχιεπισκοπές καί Μητροπόλεις τῆς Διασπορᾶς καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης) μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ ἱερεῖς, που διακονοῦν σέ Μητροπόλεις, πού ἀνήκουν ἐκκλησιαστικῶς στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅπου οἱ Ἐπίσκοποι μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου τους.
Το ἴδιο ἰσχύει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, καί γιά τούς Μητροπολίτες καί ἱερεῖς, πού ἀνήκουν στά ἄλλα πρεσβυγενῆ ἤ νεώτερα Πατριαρχεία.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπος μπορεῖ νά διακόψει τήν μνημόνευση ἄλλου Πατριάρχου ἤ Ἀρχιεπισκόπου, μή μνημονεύοντας τό ὄνομά του στά δίπτυχα. Οἱ Μητροπολίτες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ Μητροπολίτες τῆς λεγομένης παλαιᾶς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνωστόν, μνημονεύουν τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ ἱερεῖς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, πού μνημονεύουν τόν ἑκάστοτε Ἀρχιεπίσκοπο, μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του. Οἱ ὑπόλοιποι ἱερεῖς μποροῦν νά διακόψουν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος μόνο τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου τους.  
Ι) Σέ περίπτωση, πού ὁ ἱερεύς διακόψει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, δέν θά πρέπει στή θέση του νά μνημονεύσει ἄλλον Ἐπίσκοπο ἤ τήν Ἱερά Σύνοδο ἤ τόν Χριστό ἤ ὁποιουσδήποτε ἄλλους. Ὁ 15ος Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου πουθενά δέν λέγει ὅτι αὐτός, πού παύει τό μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου του, προσκολλᾶται στόν πρῶτο τυχόντα Ἐπίσκοπο. Πολλῷ μᾶλλον δέν λέγει ὅτι προσκολλᾶται σέ Ἐπισκόπους, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐξεγείρονται δεινῶς οἱ Ἱεροί Κανόνες. Ὁ Κληρικός, πού παύει τό μνημόσυνο τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἀρκεῖται σ’αὐτό, ἀποφεύγει νά μνημονεύσει κάποιον ἄλλον καί ἀναμένει μέ ἡρεμία συνειδήσεως τήν κρίση τῆς Συνόδου. Αὐτό καί μόνο εἶναι τό νόημα τοῦ Κανόνος[13].
ΙΑ) Ἡ παύση μνημοσύνου τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου εἶναι τό ἔσχατο ὄριο, τό ὁποῖο ἐπιτρέπουν οἱ Ἱεροί Κανόνες. Δέν πρέπει ὁ Κληρικός, πού τό ἐφαρμόζει νά προχωρήσει περαιτέρω (δηλ. στήν ἀποδοχή μνημοσύνου ἄλλων Ἐπισκόπων), διότι τότε προσχωρεῖ σέ σχίσμα. Ἐφ΄ὅσον ἀρκεῖται σ’αὐτό καί συνεχίζει νά κοινωνεῖ μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία καί μέ ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στέκεται σέ ἔδαφος ἐκκλησιαστικῶς ἀσφαλές. Πρέπει νά προσέχει μόνο νά μήν σημειωθεῖ κι ἄλλο βῆμα. Ἐφ’ὅσον ἀρκεῖται σ’αὐτό καί δέν προβαίνει στήν ἀποκήρυξη τοῦ οἰκείου αἱρετίζοντος Ἐπισκόπου, δηλ. στήν διακήρυξη ὅτι αὐτός εἶναι πλέον ἔκπτωτος, ὅτι εἶναι καθηρημένος, ὅτι στερήθηκε τῆς Χάριτος, δέν τελεῖ ἔγκυρα Μυστήρια κλπ, δέν εἶναι δυνατόν νά κατηγορηθεῖ γιά Προτεσταντισμό. Ὁ 15ος Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπιτρέπει μέν στά ἄτομα τήν παύση τοῦ μνημοσύνου πρό Συνοδικῆς διαγνώσεως, δέν ἀναθέτει, ὅμως, στά ἄτομα τίς δίκες καί καταδίκες τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων. Αὐτό εἶναι ἔργο, ὄχι ἀτόμων, ἀλλά Συνόδου[14].
ΙΒ) Στίς ἱερές ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία ἀντί τῆς αἰτήσεως «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …», πρέπει νά λέει «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ ἐκφώνηση τῆς Θείας Λειτουργίας «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν … ὅν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις σῶον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καί ὀρθοτομοῦντα τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», πρέπει νά λέγεται ὡς ἐξῆς : «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομοῦντων τόν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Ἀντικαθίσταται δηλ. τό «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν …» μέ τό «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς ὀρθοδόξων…». Κατ’αὐτόν τόν τρόπο τελοῦσαν τίς ἱερές ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῶν σκητῶν καί τῶν κελιῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθώς καί οἱ τρεῖς μακαριστοί Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, οἱ Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος Καντιώτης[15], Παραμυθίας κυρός Παῦλος καί Ἐλευθερουπόλεως κυρός Ἀμβρόσιος, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ μασόνου καί μεγάλου Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, τήν τριετία 1970-1973[16].
Τὸ «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, … ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δὲν ἔχει τὴν ἔννοια τῆς βεβαιώσεως ὅλων αὐτῶν· ἐκφράζει εὐχή, ὁ Κύριος νὰ χαρίζῃ στὸν ἐπίσκοπο ἢ στὸν πατριάρχη εἰρήνη, σωματικὴ ὑγεία, ἐντιμότητα, πνευματική ὑγεία, μακροημέρευση καὶ ὀρθοτόμηση τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας τοῦ Κυρίου, δηλ. διδασκαλία κατὰ πάντα ὀρθόδοξη. Ἡ λέξη «χάρισαι» εἶναι εὐκτική, μὲ -αι· δὲν λέμε ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ παρακαλοῦμε τόν Θεό, γιά νὰ ὀρθοτομεῖ· εὐχόμαστε νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως, δὲν παρουσιάζουμε τόν Ἐπίσκοπο ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἀλλὰ, σὲ ἄλλες δύο περιπτώσεις παρουσιάζουμε τους Ἐπισκόπους ὡς ὀρθοτομοῦντας· α) ὅταν στὴν Μεγάλη Εἴσοδο βγαίνει ὁ Ἐπίσκοπος καὶ λέει «τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν (τάδε) ἤ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» και β) ὅταν ὁ ἱερεύς ἐκφωνεῖ τήν αἵτηση «Ὑπέρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τάδε)…».
Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273), τοὺς πίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντας αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση, ἀντιτείνουν : «Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλοψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων»[17]; Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ, χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ, γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως, γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων μυστηρίων[18].
ΙΓ) Σύμφωνα μέ τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ὁ ἱερεύς, πού διακόπτει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, δέν πρέπει νά κατηγορηθεῖ ὡς σχισματικός καί ὑπαίτιος σχίσματος στήν Ἐκκλησία, οὔτε ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, διότι γλίτωσε τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα. Ἄς τό ἀκούσουν αὐτό καί ἄς τό βάλουν καλά στό μυαλό τους, ὅσοι οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι κατηγοροῦν τούς ὀρθῶς διακόψαντας τήν μνημόνευση τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ὡς σχισματικούς καί ὑπαιτίους σχίσματος.    
ΙΔ) Ὁ ἱερεύς, πού ἐφαρμόζει τήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, δέν θά πρέπει νά ἀποδεχθεῖ τίς ποινές καί τά ἐπιτίμια (ἀργία, δίωξη ἀπό τό ναό, ἀπαγόρευση τελέσεως Θείας Λειτουργίας, στέρηση μισθοῦ, ἐπισκοπικά και συνοδικά δικαστήρια, καθαίρεση), πού σίγουρα, ἀλλά ἀντικανονικά, θά τοῦ ἐπιβληθοῦν ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του καί τήν Σύνοδο, ἀλλά νά συνεχίσει νά τελεῖ τή Θεία Λειτουργία, ἀκόμη καί σέ κάποιο σπίτι ἤ αἴθουσα, ἀφοῦ θά τοῦ ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ χρήση Ἱεροῦ Ναοῦ.           
ΙΕ) Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι εἶναι ἄκυρα τά ἱερά μυστήρια καί ἡ Θεία Λειτουργία ὅσων ἱερέων προχωροῦν σέ ὀρθή ἐφαρμογή διακοπῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου Ἀρχιερεώς, δεν ἰσχύει. 
ΙΣΤ) Πρότυπο καί πηγή γιά τήν διακοπή μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων εἶναι οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες μας, ὅπως ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, οἱ Ἁγιορείτες Πατέρες ἐπί λατινόφρονος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός[19] καί οἱ Ἁγιορείτες Πατέρες ἐπί μασόνου καί μεγάλου Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα. Ἀπ’ὅλ’αὐτά τά παραδείγματα, θά σταθοῦμε μόνο σέ τρία. Στό παράδειγμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου καί τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί Ἀθηναγόρα καί τῶν τριῶν Μητροπολιτῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Φλωρίνης κυροῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ Ἐλευθερουπόλεως κυροῦ Ἀμβροσίου καί τοῦ Παραμυθίας κυροῦ Παύλου.
Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί διακοπή μνημοσύνου
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα, πρό συνοδικῆς κρίσεως, λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του. Αὐτό μᾶς τό πληροφορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Καλέκας στό μικρό κείμενο Ἀφορισμοῦ, πού ἐξέδωσε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί τῶν ὁμοφρόνων του «ὡς τολμήσαντας ἀκανονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου». Τόν ἀφορισμό ὑπογράφει μόνο ὁ Καλέκας : «Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ῥώμης καί οἰκουμενικός πατριάρχης». Κατά τόν Καθηγητή Π. Χρήστου, ὁ Ἀφορισμός «ἐξηνέχθη ὑπό μόνου τοῦ Πατριάρχου, θεωροῦντος ἑαυτόν ὡς ἐντεταλμένου εἰς τοῦτο ὑπό τῶν κατά τό 1342 καί 1343 συγκροτηθεισῶν κλειστῶν συνόδων, αἱ ὁποῖαι εἶχον καταδικάσει τά συγγράμματα τοῦ Παλαμᾶ καί αὐτόν δέ τόν ἴδιον πιθανῶς ὑπό τήν προϋπόθεσιν τῆς ἐμμονῆς εἰς τήν τακτικήν του». Κατόπιν ὁ Ἀφορισμός ὑπεγράφη καί ἀπό ἄλλους[20]. Ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ καί πάλι σέ σχέση μέ τήν σημερινή ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα ὅτι, ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου, αὐτός (ὁ Πατριάρχης) δέν εἶχε καταδικασθεῖ ἀπό σύνοδο, ὁ δέ Ἅγιος Γρηγόριος δέν ἦταν τότε Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἕνας ἁπλός ἱερομόναχος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καί τό πολύ σημαντικό ἐπίσης γιά τά σημερινά˙ τό ὅτι αὐτές τίς ποινές, πού τοῦ ἐπεβλήθησαν ἀπό τήν ἐπίσημη αἱρετική «Ἐκκλησία», δέν τίς ἐτήρησε, ἀλλά ἐξακολούθησε νά λειτουργεῖ κρυφά, ὅπως προκύπτει ἐπίσης ἀπό Ἐγκύκλιο, πού ἔστειλε ὁ Καλέκας πρός τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνημερώνοντάς το γιά τίς δῆθεν βλάσφημες διδασκαλίες καί τήν ἀπείθεια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου : «Ὁ δέ γε ἀρχηγός καί προστάτης τῶν βλασφημιῶν Παλαμᾶς, τά ἴσα καί αὐτός μετά τῆς ἑταιρείας αὐτοῦ καταψηφισθείς (οὔτε γάρ τῆς ἐνστάσεως ἐνεδίδου, οὐθ’ὁπωσοῦν καθυφίει τῆς ἀλόγου ἀδολεσχίας), ἐκκήρυκτος καί Ἐκκλησίας Θεοῦ καί ἱερωσύνης γίνεται, ὥς γε διέξεισι τά κατ’ αὐτόν ὑπομνήματα, σεσημασμένα ὑπό τε τοῦ τότε πατριαρχοῦντος τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων, ὑπό τε τοῦ Θεουπόλεως Ἀντιοχείας, καί τῶν καθ’ ἕκαστον ἀρχιερέων, τῶν τε νῦν ἐνθάδε παρόντων, καί τῶν εἰς τάς λαχούσας ἰόντων. Γίνεται μέν οὕτως ἡ τούτων ἐπίσχεσις καί ἀργία, εἰ καί, μηδέν ἡγησάμενοι τήν ἐπιτίμησιν, ἀντείχοντο τῆς ἱερωσύνης, τολμηρῶς ἀναφέροντες τάς μυστικάς θυσίας ἐν ἀποκρύφῳ»[21].
Ὅσιος Παΐσιος καί διακοπή μνημοσύνου
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἔγραψε δύο ἐπιστολές μαζί μέ ἄλλους δύο ἱερομονάχους, ὅταν μόναζε στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους. Τήν πρώτη στίς 21-11-1968 καί τήν δεύτερη στίς 23-1-1969.
Στήν δεύτερη ἐπιστολή ὁ Ὅσιος Παΐσιος μιλᾶ μεταξύ ἄλλων καί γιά τόν ὀλέθριο κίνδυνο ἀποσχίσεως ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἱδρύσεως ἰδίας Ἐκκλησίας, ἐξαιτίας τῶν φιλενωτικῶν ἀνοιγμάτων, ὅπως ἔκαναν τό 1924 οἱ σχισματικοί Γ.Ο.Χ., Ζηλωτές τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Λέει, λοιπόν : «Εἰς τούς καιρούς μας βλέπομεν ὅτι πολλά πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, Μοναχοί καί λαϊκοί, ἔχουν δυστυχῶς ἀποσχισθῆ ἀπό αὐτήν ἐξ αἰτίας τῶν φιλενωτικῶν. Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης˙ ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον ὁ καθένας ν' ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἱδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ, ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον. Ἐάν διά τήν α' ἤ β' λοξοδρόμησι τῶν κατά καιρούς Πατριαρχῶν χωριζώμεθα καί κάνωμε δικές μας Ἐκκλησίες - Θεός φυλάξοι! - , θά ξεπεράσωμε καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη. Εὔκολα χωρίζει κανείς καί δύσκολα ἐπιστρέφει. Δυστυχῶς, ἔχουμε πολλές «Ἐκκλησίες» στήν ἐποχή μας. Δημιουργήθηκαν εἴτε ἀπό μεγάλες ὁμάδες ἤ καί ἀπό ἕνα ἄτομο ἀκόμη...». Καί καταλήγει ὁ Ὅσιος Παΐσιος αὐτή τήν δεύτερή του ἐπιστολή ὡς ἑξῆς : «Ἄς εὐχηθοῦμε νά δώση ὁ Θεός τόν φωτισμόν Του σέ ὅλους μας καί εἰς τόν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διά νά γίνει πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν», νά πραγματοποιηθῆ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στό σκανδαλισμένο Ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καί κατόπιν ἄς γίνη σκέψις διά τήν ἕνωσιν μετά τῶν ἄλλων «Ὀμολογιῶν», ἐάν καί ἐφ' ὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν ν' ἀσπασθοῦν τό Ὀρθόδοξον Δόγμα»[22].
Τελικά, ὅμως, ὁ Ὅσιος Παΐσιος ἀπαίτησε καί ἐπέβαλε τή διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου καί στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα. Αὐτή τή θέση καί στάση τήρησε ὁ Ἅγιος, μολονότι στήν ἀνωτέρω ἐπιστολή του δέν συνιστοῦσε στίς ἀρχές τοῦ 1969, τήν διακοπή τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο ἀγώνα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν ἐπεκτείνονται τά ἤδη ζηλωτικά σχίσματα. Στό σημεῖο αὐτό διαπιστώνουμε ὅτι οὐδέποτε ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὑποστήριξε τίς αἱρετικές καί βλάσφημες γνῶμες ὅτι δῆθεν τά ἱερά Μυστήρια εἶναι «ἄκυρα» χωρίς τό ἐπισκοπικό μνημόσυνο, ὅταν μάλιστα ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττει αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Ἀντίθετα, γνώριζε καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ λα΄ Ἀποστολικοῦ καί μάλιστα τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Ἁγίου καί Μεγάλου Φωτίου. Ὅπως ἀκόμη γνώριζε καί τίς θέσεις, στάσεις καί πράξεις τῶν μεγάλων ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Πολύ ὀρθά ἔπραξαν τόσο ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὅσο καί ἄλλοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα τήν τριετία 1970-1973. Εἶχαν ἄλλωστε ὁδοδεῖκτες τίς ἀντιπαπικές συνόδους, τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, καί τόσους ἁγίους Πατέρες. Ἐκτός ἀπό τούς Ἁγιορεῖτες, τό πατριαρχικό μνημόσυνο διέκοψαν τότε καί τρεῖς Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος˙ ὁ Φλωρίνης κυρός Αὐγουστίνος Καντιώτης, ὁ Ἐλευθερουπόλεως κυρός Ἀμβρόσιος καί ὁ Παραμυθίας κυρός Παῦλος. Τό σημαντικό εἶναι ὅτι κανείς, ἀπ' ὅσους διέκοψαν καί ἔπαυσαν τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, δέν ἀποκόπηκε εἴτε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ἐπέβαλαν τήν διακοπή μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου στούς ἄλλους ἐπισκόπους, καταδικάζοντάς τους ὡς αἱρετικούς, οὔτε διακόπηκε ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί διακοπή μνημοσύνου
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ἡ περίοδος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἰστορίας τῶν ἐτῶν 1970-1973, κατά τήν ὁποία οἱ Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ σκῆτες καί τά κελιά, μέ τή σύμφωνη γνώμη καί παρακίνηση τοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου[23], καί τρεῖς Μητροπολῖτες τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν, οἱ μακαριστοί Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῑνος Καντιώτης, Παραμυθίας κυρός Παῦλος καί Ἐλευθερουπόλεως κυρός Ἀμβρόσιος, τόλμησαν καί προχώρησαν στή διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ μασόνου καί μεγάλου Οἰκουμενιστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου, ὁ ὁποῖος προχώρησε στήν ἀντικανονική ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τό 1965, συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ στά Ἱεροσόλυμα καί γενικῶς τηροῦσε φιλοπαπική στάση. Κατά τήν προαναφερομένη τριετία, οἱ διακόψαντες τό μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα συνέχισαν τήν λειτουργική τους ζωή, μή μνημονεύοντας τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, παρά μόνο τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου.
Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος καί διακοπή μνημοσύνου
Ἄς δοῦμε τί γράφει τὸ ἱστορικὸ τηλεγράφημα τοῦ Μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως κυροῦ Ἀμβροσίου γιὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Γράφει, λοιπόν, πρὸς τὴν Σύνοδο. Ἡ Σύνοδος δὲν τόλμησε νὰ τιμωρήσει τούς τρεῖς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, καί μνημόνευαν μόνο τήν Ἱερά Σύνοδο. Αὐτό τό ἐπισημαίνουμε, γιατί σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές φοβίζουν τους κληρικούς πὼς, ἂν διακόψουν τὸ μνημόσυνό τους, θὰ τούς καθαιρέσουν, ὅτι θά εἶναι σχισματικοί, ὅτι θὰ τούς διώξουν! Γιατί δὲν καθαιρέσανε τότε κι αὐτούς; Διότι, δὲν ὑπάρχει Κανονικὸ ἔρεισμα, δὲν ὑπάρχει Κανονικὴ βάση, καὶ πρέπει νὰ βροῦν ἄλλες κατηγορίες ἀνυπόστατες, γιὰ νὰ καθαιρέσουν τούς μή μνημονεύοντες. Γι’αὐτό δὲν καθαίρεσαν τότε τούς τρεῖς Ἀρχιερεῖς καὶ ὅλους τούς Ἁγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὸ Μνημόσυνο. Ἄς δοῦμε, λοιπὸν, τὸ τηλεγράφημα τοῦ κυροῦ Ἀμβροσίου.
«Πρὸς τὴν Σύνοδο.
Μετὰ πικρίας ἀνέγνωμεν βλασφήμους δηλώσεις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καταχωρισθείσας εἰς ἀπογευματινὴν ἐφημερίδα Ἀθηνῶν δι ὧν ἐδονήθησαν θεμέλια Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπίθεσις καὶ δὴ ἀκριβῶς μίαν ἑβδομάδα πρὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς νηστειῶν, καθ’ ἣν τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων ἑορτάζουν τὸν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὑπῆρξε καθ’ ὅλας τὰς ἐνδείξεις προμελετημένη καὶ ἐπίβουλος.
Τὸ Φανάριον, ὅπερ μέχρι καὶ τῆς προχθὲς ἀπετέλει ἔνδοξον ἔπαλξιν τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀτρύτων ἀγώνων, οἱ ἡγέται τοῦ ὁποίου σθεναρῶς ἠγωνίσθησαν καὶ ἐθυσιάσθησαν ὑπὲρ τῆς πανσέπτου Ὀρθοδοξίας, σήμερον μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τινας εὐαρίθμους ὁμόφρονας αὐτῷ κληρικούς, ἐξεστράτευσε διὰ νὰ τὴν πλήξη θανασίμως.
Ἐφ’ ᾧ καὶ ἐπεστρατεύθη ἡ πρώτου μεγέθους, κατὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔκφρασιν φυσιογνωμία, ὁ μητροπολίτης δηλονότι Χαλκηδόνος κ. Μελίτων, ἡ φωνὴ τοῦ Φαναρίου -κατὰ τὸν πατριάρχην- ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει πολλοὺς τὸ Φανάριον καὶ τὸν ὁποῖον ἀσφαλῶς θὰ ἀπεθαύμαζε τὴν Κυριακήν της Τυροφάγου, [ὁ Πατριάρχης] ὅταν ἡδέως ἤκουεν αὐτοῦ, ἐξ Ἀθηνῶν ὁμιλοῦντος περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, περὶ μεταμορφώσεως τῆς Ἐκκλησίας, περὶ καρναβάλου, ἀλλὰ (ἄκουσον-ἄκουσον) καὶ περὶ ὑποκρισίας. 
Μὲ ποῖον, ὅμως, κῦρος ὁ κ. Μελίτων ἐτόλμησε νὰ στηλιτεύση ὑποκριτὰς καὶ ὑποκρισίαν, ὅταν ὁ ἴδιος καὶ δὴ ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μυρίους ὑποκριτικοὺς φωνητικοὺς ἀττικισμοὺς μετελθῶν καὶ διὰ χειρονομιῶν καὶ ποικίλων τοῦ σώματος κινήσεων, ἥκιστα σοβαρῶν καὶ σεμνῶν, κατὰ τὰς μαρτυρίας ἀκηκοότων καὶ ἑωρακότων, οὐχὶ εἰς λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου ἀλλ΄ εἰς ἠθοποιοὺς καὶ μίμους προσιδιαζουσῶν, ἐπέτυχε νὰ πείση τοὺς πάντας ὅτι ὄντως διαθέτει ἀξιόλογον τάλαντον ὑποκριτικῆς ἱκανότητος καὶ τέχνης;
Κατόπιν, λοιπόν, τῶν  δημοσιευθεισῶν δηλώσεων τοῦ Πατριάρχου, δι’ ὧν οὗτος φέρεται προσχωρῶν ἀνεπιφυλάκτως εἰς αἵρεσιν, ἐξαντληθείσης τῆς ὑπομονῆς μου καὶ μὴ ὑπάρχοντος περαιτέρω περιθωρίου ἀναμονῆς, ἔπαυσα ἀπὸ σήμερον ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, κατ’ ἐφαρμογὴν ΙΕ΄ Κανόνος Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Τοῦ λοιποῦ θὰ μνημονεύωμεν ἁγίας καὶ ἱερᾶς ἡμῶν συνόδου, ἐπιφυλασσόμενος ἐπαναλάβω μνημόσυνον αὐτοῦ, εὐθὺς ὡς οὗτος ἀποδοκιμάση ἢ διαψεύση ἀντορθοδόξους δηλώσεις του, καθ’ ἃς αἱ ἐκθεμελιωτικαὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ σατανικῆς ἐμπνεύσεως αἱρέσεις Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα καὶ ἀσημάντους διαφοράς.
Σήμερον (τό 1970) σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία γεραίρει τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, προχθὲς ἑώρτασεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ μεγάλου Φωτίου, [6 Φεβρουαρίου] ἐπανηγύρισεν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ [19 Ἰανουαρίου].
Ἐὰν συνταχθῶμεν τοῖς ἀντορθοδόξοις φρονήμασι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐ μόνον τὰ ὀνόματα τῶν διαληφθέντων ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἁπάντων τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀγωνισθέντων καὶ ἀναιρεθέντων μαρτύρων.
Λυποῦμαι βαθύτατα διὰ τὴν ἣν ἔλαβον αὐστηρὰν θέσιν, ἔναντι ἀνακύψαντος σοβαροτάτου ζητήματος.
Ἡ ἀρχιερατική μου συνείδησις μὲ ὑποχρεοῖ, ἵνα μὴ σιωπήσω περαιτέρω. Καιρὸς ὅπως ὑψωθοῦν φραγμοὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνυπέρβατοι κατὰ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ ἐπεκτατικῶν αὐτοῦ σχεδίων, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν ὁποίων ἀνεδείχθη -ἀτυχῶς- ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀσθενεῖς τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει Οἰκουμενισταί.
Πιστεύομεν ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας οὐ μόνον θὰ κατανοήση ἀπόφασίν μου, εἰς ἣν μὲ ὁδηγεῖ ἐπιταγὴ συνειδήσεώς μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐφαρμόση ἔναντι δογματικῶς ἐκτροχιασθέντος Πατριάρχου, ὅ,τι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὑποδεικνύουν καὶ ἐπιτάσσουν».
Φλωρίνης Αὐγουστῖνος Καντιώτης καί διακοπή μνημοσύνου
Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος Καντιώτης διέκοψε τη μνημόνευση τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα μετὰ τὸν Μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως κυρό Ἀμβρόσιο. Σέ κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς δηλώσεις του λέγει :
«Μόλις ἔγινα ἐπίσκοπος ὡρισμένοι παλαιοημερολογῖται μὲ κατηγοροῦσαν, ὅτι δὲν ἔπαυσα τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ποὺ δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν τὸν ἀπεκήρυξα ὡς αἱρετικό. Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας χωρὶς ἀμφιβολία εἶχε προβῆ σὲ ἐνέργειες, ποὺ τὸν ἔφεραν μακριὰ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα· μοῦ ζητοῦσαν, λοιπὸν, νὰ τὸν κηρύξω γι᾿ αὐτὲς αἱρετικό, νὰ τὸν διαγράψω ἀπὸ τὰ δίπτυχα καὶ νὰ παύσω τὸ μνημόσυνό του. Τοὺς ἀπήντησα ὅτι ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου ἦταν παραβάσεις Ἱ. Κανόνων πού, ἂν ἀποδειχθοῦν ἀληθινές, συνεπάγονται καθαίρεσι. Ἀλλὰ, ποιός θὰ τοῦ ἐπιβάλῃ τὴν καθαίρεσι; Τὸ ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ κληρικοὺς εἶναι ἡ Σύνοδος, καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλὰ, δυστυχῶς, δὲν κατέστη ὑπόδικος ἐνώπιον αὐτῆς, καὶ ἔτσι παρέμενε στὸ θρόνο.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρός Χρυσόστομος Καβουρίδης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». Κληρικὸς, ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο «δυνάμει» καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ «ἐνεργείᾳ». Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του, ποὺ ἔθιγαν δόγματα. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει καὶ εἶχα ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη. Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ἴδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις : Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω, ὅμως, ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ Ἱ. Κανόνων. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, τρέμω καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια, ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.. Ἐρευνῶ, λοιπὸν, καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας..  Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἴθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Εἴθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν πάσῃ, ὅμως, περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου, ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας».
Τελικῶς, ὅμως, ἔκαμε τὴν παύση λίγο ἀργότερα, μερικοὺς μῆνες μετὰ ἀπὸ αὐτά.
«Ἐπικροτῶ [Μάρτιος τοῦ ΄70] τὴν πρᾶξι τοῦ μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ποὺ ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ἐξ αἰτίας τῶν νεωτέρων δηλώσεών του περὶ κοινοῦ ποτηρίου, πρωτείου, ἀλαθήτου καὶ φιλιόκβε. Ἡ παῦσις ὁπωσδήποτε θὰ ἐπεκταθῇ. Καὶ ἄλλοι ἱεράρχαι ἑτοιμάζονται νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ἡ κατάστασι ἐκτραχύνεται. Τὸ σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Τὸ γόητρο τοῦ Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτικὴ διάσπασις τῆς ἑνότητος τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου· θὰ ἐπακολουθήσῃ πνευματικὸς ὄλεθρος.
Νά, τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ διαλόγου, ποὺ ἄρχισαν πάπας καὶ πατριάρχης. Ὁ διάλογος εἶναι πονηρὴ παγίδα τοῦ παπισμοῦ, γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ὅπως παρετήρησαν καὶ ἄλλοι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κατάστασι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία στὸ κεφαλαιῶδες τοῦτο ζήτημα εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα θὰ στηλιτεύσῃ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θ᾿ ἀπευθύνῃ διάγγελμα πρὸς ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ποὺ εἶναι ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως ὁ πατριάρχης, πρὸ τοῦ κινδύνου καταδίκης του ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, ν᾿ ἀνανήψῃ.
Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη, ἂν εἶναι ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθόδοξο λαό. Ἱεράρχαι, ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων, πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας».
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ Πατριάρχου (Φεβρουάριος 1973).
«Μᾶς κατηγοροῦν ὅτι δὲν σεβόμεθα τὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὅλως αὐθαιρέτως διεκόψαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶναι τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως», ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ., «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ, δυστυχῶς, ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς».
ΙΖ) Ἡ καταπολέμηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤδη γίνεται μέ τήν ἐνημέρωση κλήρου καί λαοῦ γιά τήν μεγάλη ἀπομείωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού ἔγινε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, μέ τήν συγγραφή ἀντιοικουμενιστικῶν βιβλίων, κειμένων καί ἄρθρων, μέ αὐστηρό ἔλεγχο, μέ ἀνασκευή τῶν πεπλανημένων θεωριῶν καί μέ θεολογικά συνέδρια καί ἡμερίδες.
ΙΗ) Στό 22ο σημεῖο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης γράφεται : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Εἶναι σαφῆς ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς διώξεων, καθαιρέσεων καί ἀφορισμῶν τῶν ἀντιδρώντων στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης ἐκ μέρους τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στήν σίγουρη αὐτή περίπτωση διώξεως ὅσων διακόψουν τή μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων ἀπό τήν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, θά πρέπει να καταστεῖ γνωστό καί σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά διασωθεῖ καί θά ὑφίσταται μόνο σέ ὅσους διακόψουν τή μνημόνευση τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, καί ὄχι στήν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, διά τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέσῳ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, θά ἔχει καταστεῖ αἱρετική καί οἰκουμενιστική.
ΙΘ) Οἱ Οἰκουμενιστές κληρικοί, ποὺ ξέφυγαν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθοῦν ἀπὸ Σύνοδο, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν δυνάμει καθῃρημένοι. Ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι καθίστανται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίση. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέει ὅτι οἱ Κανόνες προστάζουν τήν Σύνοδο τῶν ζώντων Ἐπισκόπων νά καθαιροῦν τούς ἱερεῖς ἤ νά ἀφορίζουν ἤ νά ἀναθεματίζουν τούς λαϊκούς, πού παραβαίνουν τούς Κανόνες. Ἐάν ἡ Σύνοδος δέν ἐνεργήσει ἐμπράκτως τήν καθαίρεση αὐτῶν τῶν ἱερέων ἤ τόν ἀφορισμό ἤ άναθεματισμό τῶν λαϊκῶν, τότε αὐτοί οἱ ἱερεῖς καί οἱ λαϊκοί δέν εἶναι καθηρημένοι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφορισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι. Εἶναι, ὅμως, ὑπόδικοι στήν μέν παροῦσα ζωή στήν καθαίρεση καί στόν ἀφορισμό ἤ ἀναθεματισμό, στήν δέ τελική Κρίση εἶναι ὑπόδικοι στήν Θεία Δίκη[24]. Ὁ πύρινος καί φλογερός Ἱεράρχης, Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αὐγουστῖνος Καντιώτης[25], ὁ ὁποῖος διέκοψε τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί μασόνου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου στήν Θεία Λειτουργία τήν τριετία 1970-1973, συμπληρώνοντας τά ἀνωτέρω, ἔλεγε ὅτι αὐτά ἰσχύουν μόνο γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τῶν κληρικῶν. Γιὰ παραβάσεις δηλ. τῶν Ἰερῶν Κανόνων θεωροῦνται δυνάμει καθῃρημένοι, δὲν εἶναι, ὅμως, καὶ ἐνεργείᾳ. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ ἐνέργειες κληρικῶν, ποὺ θίγουν τά δόγματα. Στὴν περίπτωση αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει ὁ κληρικός διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφαση καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο[26].
Κ) Οἱ μή μνημονεύοντες κόπτουν τήν μνημόνευση καί τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τόν αἱρετίζοντα Ἐπίσκοπο. Δέν παύουν, ὅμως, τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία οὔτε μέ τήν Τοπική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκουν, οὔτε πολύ περισσότερο μέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. 
ΚΑ) Ὁ μακαριστός ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος προτρέπει «ὁ μνημονεύων τόν μή μνημονεύοντα μή ἐξουθενείτω, καί ὁ μή μνημονεύων τόν μνημονεύοντα μή κρινέτω». Δηλ. ὁ κληρικός, πού μνημονεύει, νά μήν ἐξουθενώνει τόν κληρικό, πού δέν μνημονεύει, καί ὁ κληρικός, πού δέν μνημονεύει, νά μήν κρίνει τόν κληρικό, πού μνημονεύει.
ΚΒ) Μεταξύ μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων πρέπει νά ὑπάρχει ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἀρκεῖ οἱ μνημονεύοντες νά μνημονεύουν ὀρθόδοξο ὡς πρός τό φρόνημα Ἐπίσκοπο, νά εἶναι ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νά εἶναι πολέμιοι τῆς ληστρικῆς, αἱρετικῆς καί οἰκουμενιστικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης καί ὑπέρμαχοι τῆς ὀρθῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἱεροκανονικοῦ δικαιώματος τῆς ἀποτειχίσεως. Εἶναι λανθασμένη ἡ θεωρία τῆς μή ἐπικοινωνίας μνημονευόντων καί μή μνημονευόντων. Δέν πρέπει νά ἀποφεύγεται ἡ ἐπικοινωνία μεταξύ συναδέλφων καί συναγωνιστῶν.
ΚΓ) Ἡ διακοπή μνημοσύνου εἶναι τό ἔσχατο ὅριο, ἡ ἔσχατη διαμαρτυρία, τό ἔσχατο μέσο, γιά νά ἀντισταθεῖ ἕνας κληρικός στήν αἵρεση. Δέν εἶναι, ὅμως, αὐτοσκοπός, οὔτε καί ὁ τελικός σκοπός. Τελικός σκοπός, ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς ἀποτείχισης, εἶναι ἡ σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, πού θά καταδικάσει και θά ἀποκηρύξει τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης. 
ΚΔ) Ἀπό ὅσα μέχρι τώρα παραθέσαμε, ἱερούς Κανόνες, διδασκαλίες καί παραδείγματα ἁγίων, ἕνα καί μοναδικό συμπέρασμα ἐξάγεται : Ὅτι ἐπαίνου ἄξιον εἶναι τό νά διακόπτει κάθε πιστός κληρικός τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί τή μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του, ὅταν αὐτός δημοσίως κηρύττει κάποια αἵρεση ἤ κάποιο εἶδος νέας θρησκείας, ὡς γίνεται δυστυχῶς σήμερα˙ καί ὄχι νά περιμένει, ὅπως διατείνονται οἱ οἰκουμενιστές τήν καταδίκη του «ὑπό τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας».                                                                  
 Ἴσως διερωτηθεῖ κάποιος˙ οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, τί νόημα ἔχουν οἱ σύνοδοι στήν Ἐκκλησία; Ἀπαντοῦμε. Ἐμεῖς, ὡς πιστά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ ὅλα αὐτά, πού γράφουμε, δέν ἔχουμε καθόλου πρόθεση ἀμφισβητήσουμε τόν Συνοδικό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας. Σκοπός μας εἶναι νά καταδείξουμε τό δικαίωμα τῶν κληρικῶν νά διακόπτουν τή μνημόσυνευση καί ἐπικοινωνία τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τοῦ Μητροπολίτου ἤ τοῦ Πατριάρχου τους, πού κηρύττει δημοσίως διδαχή, πού εἶναι ἀντικείμενη πρός την Ὀρθοδοξία, καί ὄχι, ἐπαναλαμβάνουμε, νά ἀμφισβητήσουμε τόν Συνοδικό θεσμό. Μή γένοιτο!                                                          
Στούς κατωτέρους κληρικούς μόνο αὐτό τό δικαίωμα παρέχεται καί τίποτε περισσότερο. Ἐναπόκειται πλέον στό ἐπισκοπικό σῶμα, πού συνέρχεται σέ Σύνοδο νά λάβει τά ἐνδεικνυόμενα μέτρα, κατά τοῦ λαλοῦντος διεστραμμένα. Νά τόν καλέσει δηλαδή σέ ἀπολογία, νά τόν νουθετήσει, νά τοῦ παράσχει χρόνο μετανοίας, νά τόν καταστήσει ἀργό, νά τόν καθαιρέσει καί νά τόν ἀναθεματίσει, ἄν δέν μετανοήσει καί δέν ἀποκηρύξει τίς πεπλανημένες δοξασίες του. Συνάμα δέ καί νά ἐνημερώσει ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά τόν ἀποφεύγει ὡς «ἐθνικόν καί τελώνην», κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, ὡς φορέα θανατικῆς πνευματικῆς λοιμικῆς νόσου. Ὅλα αὐτά εἶναι ἁρμοδιότητες τῶν ἐπισκοπικῶν συνόδων καί ὄχι τῶν κατωτέρων κληρικῶν.
ΚΕ) Οἱ μόνοι κληρικοί, πού ἐφαρμόζουν ὀρθά τήν διακοπή μνημοσύνου στόν Ἑλλαδικό χῶρο, εἶναι ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Νικόλαος Μανώλης, ἀμφότεροι κληρικοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης καί ὁ Αἰδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Φώτιος Βεζύνιας, κληρικός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λαγκαδᾶ, Λητῆς καί Ρεντίνης.
ΚΣΤ) Γιά τούς σχισματικούς Ζηλωτές-Παλαιοημερολογῖτες ἰσχύουν ὅσα μᾶς εἶπε παραπάνω ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης. Αὐτοί διέκοψαν τό μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, ἀποσχίσθηκαν καί δημιούργησαν δικές του «Ἐκκλησίες»-παρατάξεις, ξεπερνώντας καί τούς Προτεστάντες ἀκόμη, καί ἐξακολουθοῦν νά ὁμιλοῦν, ὑβρίζοντας τούς πάντες, πρᾶγμα παράλογο.
Ὁ ἀρχηγός τῶν καλουμένων «Ἀποτειχισμένων», π. Εὐθύμιος Τρικαμηνάς, καθαιρέθηκε τό 2007, ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, ἀπό τό Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο τῆς Εκκλησίας τῆς Ελλάδος, ἐπειδή ἀρχικά ἀποτειχίστηκε ἀπό τόν Τοπικό του Ἐπίσκοπο Σεβ. Μητρ. Λαρίσης καί Τυρνάβου κ. Ἰγνάτιο, ὄχι γιά θέματα Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά γιά θέματα δικαιοσύνης καί κανονικῆς τάξεως, δηλαδή ἐξαιτίας τῆς μή ἀναγνωρίσεως καί μή μνημονεύσεως τοῦ Μητροπολίτη Λαρίσης, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐκλεγεῖ, ἐνῶ ὁ κανονικός καί νόμιμος Μητροπολίτης Λαρίσης κυρός Θεολόγος βρισκόταν στή ἐπίγεια ζωή του, πράγμα τό ὁποῖο συνιστοῦσε περίπτωση μοιχεπιβασίας μητροπολιτικοῦ θρόνου. Ἀφοῦ, δέχθηκε τήν καθαίρεσή του γιά πολλά χρόνια, ξαφνικά τά τελευταῖα 3-4 χρόνια, βρίσκοντας ὡς ἀφορμή τόν Οἰκουμενισμό πολλῶν Ἐπισκόπων καί δεικνύοντας ἕνα ἀντιοικουμενιστικό πρόσωπο, ἄρχισε νά λειτουργεῖ ἀπό μόνος του, χωρίς νά τοῦ ἀρθεῖ ἡ καθαίρεση καί λάβει κανονική ἄδεια, σ’ἕνα παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στίς Σταγιάτες τοῦ Βόλου καί στό ἰδιωτικό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ στά Βασιλικά Θεσ/κης, πού ἀνήκει στόν ἐπίσης «ἀποτειχισμένο» κ. Ὀδυσσέα Τσολογιάννη, μέ τόν ὁποῖο ἐσχάτως ἔχουν ἔλθει σέ ρήξη. Γιά νά εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος καλυμμένος Ἐπισκοπικά, προσέτρεξε, ἄν καί κληρικός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στόν ἀδίκως καθηρημένο καί ἀποτειχισμένο ἀπό τήν Σερβική Ἐκκλησία Σεβ. Μητρ. πρώην Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτέμιο, μέ τόν ὁποῖο συλλειτούργησε ἀρκετές φορές. Ὁ Σεβ. Ἀρτέμιος μέ ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ παρεῖχε τήν ἄδεια νά λειτουργεῖ καί νά μνημονεύει «Ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Πέραν πάσης ἀσκήσεως σοβαρῆς κριτικῆς εἶναι καί οἱ συμβουλές τοῦ π. Εὐθυμίου πρός τούς Ἀποτειχισμένους νά μήν κοινωνοῦν καί νά μήν μεταλαμβάνουν στήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία, ἐπειδή εἶναι οἰκουμενιστική καί τά μυστήριά της ἄκυρα. Ἐνῶ, λοιπόν, διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἐγκυρότητος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας μόνο στή δική του ἀποτειχισμένη Θεία Λειτουργία καί μόνο ἀπό τά δικά του ἀποτειχισμένα χέρια, ἐντούτοις ἐπιτρέπει στούς ἀκολούθους του νά συμμέτεχουν καί νά τελοῦν τά ὑπόλοιπα μυστήρια σέ Ναούς τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Ἄς θαυμάσουμε τήν  Κανονικότητα καί τήν Ἐκκλησιολογία τῶν «ἀποτειχισμένων»!
Ἐπίσης, ὁ π. Ευθύμιος ἔχει γράψει : «Πάντως εἶναι προτιμότερο νά ἀνήκει κανείς σέ σχίσματα καί παρατάξεις (ἄν βεβαίως ἐντός αὐτῶν δέν ἐμφιλοχωροῦν αἱρετικές δοξασίες) παρά σέ αἱρετικούς Ἐπισκόπους, διότι σύμφωνα μέ τούς Πατέρες ἡ αἵρεσις σέ χωρίζει ἀμέσως ἀπό τόν Θεό»[27]. 
Ἡ ἀνωτέρω ὁμάδα τῶν καλουμένων «Ἀποτειχισμένων» ἔχει ἐσφαλμένες θέσεις περί ἀποτειχίσεως καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Δέχονται α) τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, β) τήν θεωρία τῶν συγκοινωνοῦντων δοχείων, γ) τήν θεωρία τοῦ μολυσμοῦ τῶν μυστηρίων, λόγῳ μνημόνευσης, δ) θεωροῦν ὅτι τά μυστήρια, πού τελοῦν οἱ μνημονεύοντες, εἶναι ἄκυρα, ε) ὅτι οἱ μνημονεύοντες δεν ἔχουν Χάρη, ἱερωσύνη, μυστήρια, στ) ἔχουν ὡς αὐτοσκοπό τήν διακοπή μνημοσύνου, ζ) κατηγοροῦν, κρίνουν καί ἐξουθενώνουν τούς μνημονεύοντες, ἀκόμη καί τούς μή μνημονεύοντες, πού δέν ἀκολουθοῦν τήν δική τους ἀποτείχιση, η) ἔχουν διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλ. βρίσκονται σε ἀκοινωνησία, μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, τούς ὁποίους θεωροῦν αἱρετικούς καί οἰκουμενιστές, ἐπειδή δέν προχωροῦν στή διακοπή μνημοσύνου, θ) θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι σ’αὐτούς καί μόνο διασώζεται πλέον ἡ Ἐκκλησία, ι) προσεγγίζουν ζηλωτές- παλαιοημερολογῖτες, ὥστε νά ἑνωθοῦν σέ μία μεγαλύτερη ὁμάδα, ια) ἀμφισβητοῦν ἀκόμη καί ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πού δέν προχώρησαν στήν διακοπή μνημοσύνου, ἤ πού προχώρησαν καί ἔπειτα τό ἐπανέφεραν, ιβ) συλλειτουργοῦν μέ καθηρημένους, καί ιγ) ἀντιμετωπίζουν τήν τωρινή ἐκκλησιαστική κατάσταση, ὅπου δέν ἔχει συγκληθεῖ μέχρι σήμερα καταδικαστική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου Πανορθόδοξη Σύνοδος, με κριτήρια πού πρέπει νά ἰσχύουν μετά τήν σύγκληση τέτοιας Συνόδου. Ἄλλα εἶναι τά κριτήρια πρίν τήν σύγκληση Συνόδου καί ἄλλα μετά ἀπ’αὐτήν.
Ἐπειδή, ἡ ἀνωτέρω ὁμάδα, πού λανθασμένα ἐφαρμόζει τήν ἀποτείχιση, ἔχει κερδίσει τά τελευταῖα χρόνια πολύ ἔδαφος, γι’αὐτό καί ἡ ἱεροκανονική ἀποτείχιση ἔχει, δυστυχῶς, ταυτιστεῖ μέ τήν ἐσφαλμένη ἀποτείχιση αὐτῆς τῆς ὁμάδος, καί γι’αὐτό πολλοί θεωροῦν τήν ἀποτείχιση ὡς κάτι κακό, ἀποκρουστικό, ἀπευκταῖο καί ὡς σχίσμα. Ἐν μέρει ἔχουν δίκαιο, διότι ὄντως ἡ ἐσφαλμένη ἀποτείχιση ἔχει λανθασμένες θεωρίες καί σχισματικές, ζηλωτικές τάσεις. Ὅμως, σύμφωνα μέ τά ὅσα ἀναπτύξαμε πιό πάνω, εἶναι σαφέστατη ἡ διάκριση μεταξύ τῆς σωστῆς καί τῆς ἐσφαλμένης ἐφαρμογῆς τῆς ἀποτείχισης.
Πρέπει νά γίνει ἀπολύτως ἡ ἀπαραίτητη διάκριση μεταξύ τῆς ὀρθῆς ἱεροκανονικῶς καί ἁγιοπατερικῶς διακοπῆς μνημοσύνου ὑπό τίς προϋποθέσεις, πού ἀναφέραμε προηγουμένως, καί τῆς ἑσφαλμένης ζηλωτικῆς ἀποτειχίσεως, χωρίς νά συντρέχουν οἱ ἀπαραίτητες ἱεροκανονικές προϋποθέσεις, πού ἐφαρμόζουν ἀρκετές ὁμάδες κληρικῶν. Ἡ τελευταία, δυστυχῶς, δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀπομειώνει καί ζημιώνει τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως, καί καταλήγει σέ σχισματικές καταστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά χλευάζεται ἡ ἀποτείχιση καί ὅσοι ὀρθῶς καί κανονικῶς τήν ἐφαρμόζουν.       
Ἀπαραίτητη διευκρίνηση
Ἐάν κάποιος ρωτοῦσε τήν ἐλαχιστότητά μας, γιατί δέν προβαίνουμε σέ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, θά τοῦ ἀπαντούσαμε ὡς ἑξῆς : Δέν προβαίνουμε στήν διακοπή μνημονεύσεως τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου μας, διότι θεωροῦμε ὅτι στήν περίπτωσή του δέν συντρέχουν οἱ ἀπαραίτητοι λόγοι καί ὅροι, πού θέτει ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου περί διακοπῆς μνημοσύνου. Καί οἱ ἀναγκαῖοι αὐτοί ὅροι εἶναι τό νά κηρύττει συνεχόμενα καί ἀμετανοήτως, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, δημοσίᾳ, παρρησίᾳ, ἀνερυθριάστως καί χωρίς ντροπή, αἵρεση, πού εἶναι κατεγνωσμένη ἀπό τίς ἅγιες Συνόδους ἤ ἀπό Πατέρες, ἐπ’Ἐκκλησίαις. Αὐτό - δόξα τῷ Θεῷ - δέν τό ἔχει κάνει ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς. Ἄντιθέτως, ὡς γνωστόν, εἶναι Ὀρθόδοξος ὡς πρός τό φρόνημα καί ὄχι αἱρετικός. Εἶναι ἐνάντιος καί πολέμιος τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, στήν ὁποία οὔτε συμμετεῖχε, οὔτε ὑπέγραψε τά ἀντορθόδοξα κείμενά της. Ἔργοις, λόγοις καί συγγραφαῖς ἔχει ἀντιταχθεῖ στήν Μασονία καί τόν φρικώδη διεθνῆ Σιωνισμό. Μνημειώδεις καί ἱστορικές εἶναι οἱ ἐπιστολές του πρός τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Φραγκίσκο, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, τόν Μονοφυσίτη-Κόπτη ψευδοπατριάρχη κ.  Θεόδωρο, τόν Πρόεδρο τῆς Τουρκίας κ. Ρ. Τ. Ἐρντογάν. Ἔχει διοργανώσει πλεῖστα ὅσα θεολογικά καί ἐπιστημονικά συνέδρια καί ἡμερίδες. Ὁ Σεβ. Πειραιῶς, ὡς Μητροπολίτης τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, πού ἀνήκει στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί δή στίς λεγόμενες Παλαιές Χῶρες, ὅταν λειτουργεῖ, δέν μνημονεύει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, λέγοντας «…τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου…». Ἄρα, οὐδόλως ἰσχύει αὐτό, πού τοῦ καταμαρτυροῦν, ὅτι δηλ. εἶναι αἱρετικός καί μολυσμένος, ἐπειδή δῆθεν μνημονεύει οἰκουμενιστές. Ἑπομένως, δέν συντρέχουν πρός τό παρόν λόγοι διακοπῆς μνημονεύσεώς του, διότι σέ ἀντίθετη περίπτωση θά προκαλέσουμε, δυστυχῶς, σχίσμα στήν Ἐκκλησία, πράγμα ἀξιοκατάκριτο. Ἐάν, καθ’ὑπόθεσιν, στό μέλλον ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς καταστρατηγήσει τίς παραπάνω προϋποθέσεις καί γίνει διαπρύσιος κήρυξ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἤ κάποιας ἄλλης αἱρέσεως, - ὅ μη γένοιτο! - τότε βεβαίως καί θά ἔχουμε τήν δυνατότητα νά ἐφαρμόσουμε σωστά τόν 15ο Κανόνα.
Θά ἐπιθυμούσαμε βέβαια ὁ Σεβ. Μητρ. Πειραιῶς νά εἶναι ἐπιφυλακτικότερος στίς σχέσεις του μέ φανερούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί, ὡς μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς περιόδου 2016-7, νά μήν εἶχε συμφωνήσει στήν κυκλοφόρηση τοῦ κειμένου «Πρός τόν λαό» (Ἰανουάριος 2017), τό ὁποῖο ἀποδέχεται καί ἐπαινεῖ τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, παρ’ὅλο πού ὀνομάζει τούς αἱρετικούς ὡς «ἑτεροδόξους χριστιανούς» καί τίς αἱρέσεις ὡς «ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες - αἱρέσεις» καί ὄχι ὡς «ἐκκλησίες», καί κάνει λόγο γιά ἀναγνώριση ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν Συνόδων ἐπί Μ. Φωτίου καί ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί ἄλλων Συνόδων, σέ ἄλλη κατεύθυνση ἀπό τή γραμμή τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Πάντως, ἐπανειλημμένως, τόσο ὁ ἴδιος πρό τῆς ψευδοσυνόδου, ὅσο καί μετά τήν ψευδοσύνοδο, διά τοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, καί μέ κείμενά του, κατεδίκασε καί ἀποδοκίμασε τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου γιά τό ἔγκλημά της νά μήν καταδικάσει τίς ἐν χρόνῳ και χώρῳ αἱρέσεις.   

[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 39-40.
[2] Ὅ. π., σ. 358.
[3] Οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει μνημονεύοντες καί οἱ Ζηλωταί, ἤτοι πηγή διαφωτιστική περί Μνημοσύνου, ἀποδεικνυομένη διά τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων καί δικαιωμάτων τῆς στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ε. Ι. Στουγιαννάκη, Παπαμάρκου 46, Θεσ/κη 1933, σσ. 50-53.
[4] ἐν : PRAVILA PRAVOSLAVNE CZORYES TUMACENJIMA, II, NOVI SAD 189, 66, 290, 291. Σχ. βλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Τά σαθρά ἐπιχειρήματα τῶν φιλοοικουμενιστῶν, ἤτοι ἀπαντήσεις εἰς σα λέγουν, διαδίδουν καί γράφουν οἱ Φιλοοικουμενισταί ἐναντίον τῶν σημερινῶν Ὁμολογητῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν τῆς Ὀρθοδόξου ΠίστεωςΚαψάλα Ἁγίου ρους 1995, σ. 13.
[5] ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἔκδ. Ἱερόν Ἠσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Ἀθήνα 1997, σσ. 75-76.
[6] Ἰω. 14, 6.
[7] Εἰς τὸν βίον καὶ τὴν ἄθλησιν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Μαξίμου, 14, PG 90, 81-84 : «Διὰ τοῦτο παντὶ τρόπῳ ἐκείνους παρέθηγε· συνεκρότει, λόγοις ἤλειφε πρὸς ἀνδρείαν, γενναιοτέρου ἐνεπίπλα φρονήματος. Εἰ γὰρ καὶ τῷ θρόνῳ ὑπερεῖχον, ἀλλὰ τήν γε σοφίαν καὶ σύνεσίν, ἐλάττους ἦσαν καὶ ἀποδέοντες· ἵνα μὴ τὴν ἄλλην ἀρετὴν λέγω καὶ τὴν ἐν ἅπασι τοῦ ἀνδρὸς εὔκλειαν. Ὅθεν καὶ λόγοις τε ἦσαν τοῖς ἐκείνου ὑπείκοντες καὶ παραινέσεσιν ἄλλαις καὶ συμβουλαῖς οὕτω πολὺ τὸ ὠφέλιμον ἐχούσαις, ἀναντιρρήτως πειθόμενοι».
[8] Αὐτόθι, 24, PG 90, 93.
[9] Ἐξήγησις τῆς κινήσεως, γενομένης μεταξὺ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ καὶ τῶν ἀρχόντων ἐπὶ σεκρέτου 12, PG 90, 148.
[10] Αὐτόθι 5, PG 90, 117: «Ταῦτα αὐτοῦ λέγοντος κράζει ὁ Μηνᾶς· «Ταῦτα λέγων ἔσχισας τὴν Ἐκκλησίαν». Καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· «Εἰ ὁ λέγων τὰ τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων σχίζει τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ ἀναιρῶν τὰ τῶν Ἁγίων δόγματα, τὶ δειχθήσεται τῇ Ἐκκλησίᾳ ποιῶν, ὧν χωρὶς οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο, Ἐκκλησίαν εἶναι δυνατόν»;
[11] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου Παλαμᾶ Συγγράμματα, τόμ. Β´, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 627. Αὐτά ἀναπτύσσονται ἐκτενέστερα είς ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, Δέν εἶναι σχίσμα ἡ ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Θεσ/κη 2017, σ. 16 ἐ.
[12] Α΄ Πέτρ. 2, 5, 9.
[13]ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 76.
[14] Ὅ. π., σ. 81.
[16] Σχ. βλ. Θεοδρομία ΙΑ΄1 (Ἰανουάριος - Μάρτιος 2009) 75-81.
[17] Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277, Paris 1976, σσ. 397-399.
[18] Αὐτόθι, σ. 399 : «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». Θεοδωρου ἐπισκόπου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαι-ώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».
[19] Σχ. βλ. Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003.
[20] Σχ. βλ. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Συγγράμματα, τ. Β΄, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσ/κη 1966, σ. 37. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ ἀφορισμοῦ ἔχει ὡς ἑξῆς ἐν PG 150, 863-864 : «Τόν Παλαμᾶν καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ, καί πάντα τά ἀσεβῆ αὐτῶν δόγματα, οἰκειότερον δέ εἰπεῖν παραληρήματα, τούς τε ἐκδικοῦντας, καί ἐκλαμβάνοντας, καί ἐκδεχομένους τά ἐν τῷ Τόμῳ κατά τήν αὐτῶν ἐξήγησιν, μᾶλλον δέ φλυαρίαν, καί οὐ κατ’ἔννοιαν θεοπρεπῆ, καί ὀρθόδοξον, καί καθῶς οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι, οἷς καί ἡμεῖς ἑπόμενοι καί ἀκολουθοῦντες τά τῶν ἁγίων ῥητά ἐνεγράψαμεν ἐν τῷ Τόμῳ, καί πάντας τούς δι’αὐτό τοῦτο, ἥγουν ὅτι μή παραδεχόμεθα τά τοιαῦτα αὐτῶν παραληρήματα, ὧν τά μέν ἀπεστάλησαν ἡμῖν παρ’αὐτῶν, τά δέ καί παρ’ἑτέρων ἐνεφανίσθησαν, τολμήσαντας ἀκονονίστως καί ἀκρίτως ἀποκόψαι τό μνημόσυνόν μου, τῷ ἀπό τῆς ζωαρχικῆς καί ἁγίας Τριάδος δεσμῷ καθυποβάλλομεν, καί τῷ ἀναθέματι παραπέμπομεν. Ἡ ὑπογραφή˙  Ἰωάννης ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ῥώμης και οἰκουμενικός πατριάρχης»
[21] P.G. 150, 880D.
[22] ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, Ἁγιορείτης μοναχός, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5.
[24] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ.π., σσ. 4-5.
[25] ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ, Περί διακοπῆς μνημοσύνου σε πατριάρχη, Πῶς φθάσαμε στήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα τό 1970. Ἀπαντήσεις ἐπί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, Ἀθήναι 1973, σσ. 49-50 http://www.ekklisiaonline.gr/ekklisisiaellados/episkopos-avgoustinos-kantiotis-peri-diakopis-mnimosynou-se-patriarxi/
[26] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, ὅ.π, σ. 358.
[27] ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ, Ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου κηρύσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν, ἐκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σσ. 257-258.