Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν

 

Δεν μπορεί ο άνθρωπος όμως να επιστρέψει στο Θεό και να τον συναντήσει χωρίς προηγουμένως να συναντήσει το συνάνθρωπο, γι’ αυτό το επόμενο βήμα στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ακριβώς η συνάντηση με το συνάνθρωπο.

Θέμα της τρίτης Κυριακής του Τριωδίου είναι η κρίση που θα βασιστεί αποκλειστικά στην αγάπη που ο άνθρωπος έχει δείξει για το συνάνθρωπό του και που τελικά μεταβαίνει σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Η αγάπη είναι από το Θεό και όποιος αγαπάει το Θεό είναι παιδί του Θεού και γνωρίζει το Θεό, εκείνος που δεν αγαπά

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται

, δεν γνωρίζει το Θεό γιατί ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν. 4, 7-8). Αποκτούμε επίγνωση των μυστηρίων του Θεού όταν είμαστε ενωμένοι με την αγάπη (Κολ. 2,2). Ο Θεός μένει μέσα μας όταν αγαπιόμαστε μεταξύ μας (Α΄ Ιωάν. 4, 12). Μόνο ενωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο του Θεού (Εφ. 2,22). Αν το να μείνουμε στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη και η αγάπη από την τήρηση των εντολών και η εντολή είναι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, το να μείνουμε κοντά στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.[1]

«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τήν καρδίαν του».[2]

Υπάρχουν πολλά χωρία στη Γραφή όπου φαίνεται να απαιτείται για την τελειότητα μόνο η αγάπη για τον πλησίον ενώ η αγάπη για το Θεό παρασιωπάται, αν και ο νόμος και οι προφήτες κρέμονται και από τις δυο αυτές εντολές. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτός που αγαπάει τον πλησίον πρέπει πάνω από οτιδήποτε άλλο να αγαπάει αυτή την ίδια την αγάπη. Όμως η αγάπη είναι ο Θεός «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]

Αγκάλιασε την αγάπη του Θεού και αγκαλιάζοντας την αγάπη αγκαλιάζεις τον ίδιο το Θεό.[4]

Η αγάπη για το Θεό δεν μπορεί να τελειωθεί παρά μόνο όταν ο άνθρωπος αγαπάει τον πλησίον του και πλησίον δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι φίλοι μας ή οι γνωστοί μας, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κοινή φύση, είτε είναι εχθροί, είτε είναι σύμμαχοι, είτε ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με μας, είτε όχι, γιατί μας έφτιαξε ο ίδιος δημιουργός και μας έδωσε πνοή ζωής, γιατί όλοι χαιρόμαστε τον ίδιο ουρανό και την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες ημέρες και τις ίδιες νύχτες, και αν και μερικοί είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, μερικοί δικαιότεροι και άλλοι λιγότερο δίκαιοι, ο Θεός είναι πλουσιοπάροχος και καλός σε όλους.[5] Όταν αγαπάει κανείς πραγματικά δεν εξαρτάται η διάθεσή του για τους ανθρώπους από τις απόψεις τους αλλά, αποβλέποντας στην ανθρώπινη φύση που όλοι έχουμε κοινή, αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους.[6]

Εκείνος που αγαπάει το Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του.[7] Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη.[8]

Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει το Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.[9]

Φαντάσου έναν κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο Δωρόθεος. Υπόθεσε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.

Δείχνουμε αγάπη στο συνάνθρωπο όταν του δίνουμε κάτι που έχουμε εμείς και που εκείνος το έχει ανάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 35).

«Εγώ έχω ένα ψωμί να φάω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και εσένα όπου δεν έχεις, ε, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; φανερώνω πως η αγάπη όπου έχω εις εσένα είναι ψεύτικη. Έχω δυο ποτήρια κρασί να πιω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και εσένα, από αυτό να πιεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Αμή εγώ να έχω τα φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα να τα τρώγει το σκουλήκι και εσύ να περιπατείς γυμνός, είναι κάλπικη η αγάπη. Εσύ είσαι λυπημένος, απέθανε η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή το παιδί σου ή άρρωστος είσαι. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη. Αμή ανίσως εσύ κλαίης και θρηνείς, και εγώ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδώ, ξεφαντώνω, είναι ψεύτικη η αγάπη».[10]

«Δεν περιγράφεται το ύψος στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη· η αγάπη μας ενώνει με το Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε. Στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτε δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μάς προσέλαβε στον εαυτό του ο Δεσπότης».[11]

Αυτός που έχει κάποιο ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για κάποιον άλλο εξαιτίας κάποιου λάθους του είναι απόλυτα αποξενωμένος από το Θεό.[12] Δεν μπορεί να έχει ειρήνη με το Θεό εκείνος που εξαιτίας μιας φθονερής διαμάχης δεν έχει ειρήνη με το συνάνθρωπό του.[13]

«Όθεν πρέπει και ημείς, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι και να χαροποιούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Είδε και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον».[14]

Όταν αγαπούμε ένα ή δυο φίλους μας ή τους δικούς μας ανθρώπους, δεν αγαπούμε για χάρη του Θεού, αλλά για να αγαπηθούμε κι εμείς απ’ αυτούς. Θα μοιάσουμε πραγματικά με το Θεό όχι όταν κάνουμε θαύματα, αλλ’ όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας.[15]

Επειδή πρέπει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με το ίδιο μέτρο, είναι απαράδεκτο να σχηματίζουμε φατρίες και κλίκες. Γιατί εκείνος που αγαπάει τον ένα πιο πολύ από τους άλλους κατηγορεί τον ίδιο τον εαυτό του ότι για τους άλλους δεν έχει πραγματική αγάπη.[16]

Όπως η ανάμνηση της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δε φέρνει το φως της γνώσεως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.[17]

«Χιλιάδες καλά και αρετές να κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού», αν δεν έχουμε αγάπη για το συνάνθρωπο «όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτε και εις την κόλασιν πηγαίνομεν».[18]

«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἁγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου οὐκ ἕστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]

Όπως το σώμα είναι ένα αν και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά είναι ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός (Α΄ Κορ. 12, 12). Ο Χριστός συνηθίζει να αναλαμβάνει τη μορφή των μελών Του και να αποδίδει στον ίδιο τον εαυτό Του ό,τι λέγεται για εκείνα, γιατί το κεφάλι και το σώμα είναι ένας Χριστός.[20]

Ο πραγματικός ναός του Κυρίου, είναι η ψυχή του πιστού. Ας τον λατρεύσουμε αυτόν το ναό, ας τον διακοσμήσουμε, ας προσφέρουμε σ’ αυτόν δώρα, ας υποδεχτούμε σ’ αυτόν το Χριστό.[21] Τι καλύτερους θησαυρούς έχει ο Χριστός από εκείνους δια των οποίων θέλει να παρουσιάζεται;[22]

Να φοβάσαι το Χριστό επάνω, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω. Έχε το Χριστό επάνω παρέχοντα τις πλούσιες δωρεές Του, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω δυστυχούντα. Εδώ είναι φτωχός, εκεί είναι πλούσιος.[23]

Ο Χριστός πέθανε και τάφηκε μια φορά αλλά θέλει να χύνεται καθημερινά μύρο στα πόδια Του. Τι είναι λοιπόν αυτοί στους οποίους χύνουμε το μύρο; Είναι τα πόδια του Χριστού και γι’ αυτούς λέει αυτός ο ίδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αυτά τα πόδια που η γυναίκα του Ευαγγελίου τα ξεκουράζει και τα δροσίζει με τα δάκρυά της, αυτά τα πόδια ραίνει με μύρο εκείνος που προσφέρει τη γλυκύτητα της καλοσύνης του ακόμη και στον πιο αδύνατο. Σ’ αυτά οι μάρτυρες, σ’ αυτά οι απόστολοι, σ’ αυτά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δηλώνει ότι τιμάται.[24]

«Έτσι ξέρουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού» λέει ο Ιωάννης (Α΄Ιωάν. 5,2). Τι σημαίνει αυτό; Προηγουμένως μιλούσε για το γιο του Θεού, μας πρόβαλε το Χριστό και είπε· «όποιος πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός γεννιέται από το Θεό και όποιος αγαπάει Εκείνον που γέννησε, δηλαδή τον Πατέρα, αγαπάει επίσης και Εκείνον που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, δηλαδή το Γιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» και συνεχίζει: «Έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε τα παιδιά του Θεού», σαν να επρόκειτο να πει «έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε το Γιο του Θεού». Είπε τα παιδιά του Θεού ενώ μιλούσε ακριβώς πριν για το Γιο του Θεού, επειδή τα παιδιά του Θεού είναι το σώμα του μόνου Γιου του Θεού, και αφού Εκείνος είναι το κεφάλι και εμείς τα μέλη, είναι ένας Γιος του Θεού. Γι’ αυτό όποιος αγαπάει τα παιδιά του Θεού, αγαπάει το Γιο του Θεού και όποιος αγαπάει το Γιο του Θεού, αγαπάει τον Πατέρα.[25]

Αν λοιπόν μας πει κάποιος, δείξε μου Εκείνον για να τον αγαπήσω, τι άλλο θα πρέπει να απαντήσουμε παρά αυτό που είπε ο Ιωάννης: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό» (Ιωάν. 1, 18) και για να μη νομίσει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καθόλου το Θεό, είπε «ο Θεός είναι αγάπη» και «όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό» (Α΄ Ιωάν. 4,16). Γι’ αυτό αγάπα τον πλησίον σου, εκεί θα δεις, όσο μπορείς, το Θεό.[26]

Πόσοι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα δεν θα εύχονταν να ζούσαν εκείνη την εποχή που ο Χριστός βρισκόταν στη γη, ώστε να κάθονται και να συντρώγουν μαζί Του στο ίδιο τραπέζι. Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. Μπορούμε και τώρα να Tον καλέσουμε για φαγητό και να φάμε μαζί Του και μάλιστα με περισσότερη ωφέλεια, γιατί πολλοί από εκείνους που έφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (όπως ο Ιούδας και άλλοι παρόμοιοί του) ενώ ο καθένας απ’ αυτούς που Tον προσκαλούν σήμερα στο σπίτι τους και του προσφέρουν στέγη και φαγητό θα απολαύσει μεγάλη ευλογία.[27]

Γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λέει, ευλογημένοι εκείνοι που δέχθηκαν τη χάρη να έχουν το Χριστό στο σπίτι τους. Δεν θα πρέπει να λυπόμαστε και να παραπονιόμαστε που δεν είχαμε γεννηθεί τότε, γιατί δεν μας έχει αποστερήσει αυτής της ευλογίας. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)[28] και συνεχίζει «σας λέω ότι όποιος δέχεται εκείνον που θα στείλω εγώ, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα δέχεται Εκείνον που με έστειλε» (Ιωάννης 13,20) και «εάν δεχθείτε στο όνομά μου ένα απ’ αυτά τα παιδιά, δέχεστε εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά Εκείνον που με έστειλε» (Μαρκ. 9, 37).

Ό,τι κάνετε σ’ έναν απ’ αυτούς τους ελαχίστους το κάνετε σε μένα. Και αν αυτός δεν είναι ο Παύλος, όμως είναι κάποιος πιστός, κι αν ακόμα είναι ασήμαντος, όμως «ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ παραγίνεται».[29]

Όποιος δέχεται αυτούς τους ελάχιστους για το Χριστό και όχι για κάποιον άλλο λόγο, δέχεται το Χριστό.[30]

Όποιος λοιπόν πέφτει στα πόδια των αδελφών, αγγίζει το Χριστό, παρακαλεί το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, όταν εκείνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αυτόν είναι ο Χριστός που υποφέρει και που προσεύχεται γι’ αυτόν στον Πατέρα.[31]

Ο Αβραάμ αναζητώντας ξένους να τους φιλοξενήσει δέχθηκε και περιποιήθηκε αυτόν τον ίδιο το Θεό και ο Λωτ δέχθηκε τους αγγέλους και εμείς αν θα δεχθούμε τους ανθρώπους, θα δεχθούμε το Χριστό.[32]

Οι μοναχοί που γνώριζαν καλά πvς θα συναντούσαν ασφαλώς το Χριστό αν πλησίαζαν με αγάπη το συνάνθρωπο, όταν τους ρωτούσαν πώς κατόρθωναν να υπηρετούν με τόση προθυμία τους ανθρώπους, απαντούσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλά τῷ Θεῶ».[33] Αυτοί λένε και σε μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]

Πραγματικά, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Πολύ συχνά εμείς «οι χριστιανοί» όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που αρνιούνται ή αμφιβάλλουν για την Ανάσταση του Χριστού τους βομβαρδίζουμε με διαλεκτικά πυροτεχνήματα χωρίς να υποπτευόμαστε πόσο είμαστε, όταν το κάνουμε αυτό, κύμβαλα αλαλάζοντα, χωρίς να υποπτευόμαστε ακόμη ότι αυτό που τους παρουσιάζουμε ως τον αναστημένο Χριστό δεν είναι παρά ένα αξιοθρήνητο διανοητικό σχήμα, ένα παιδικό δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα θλιβερό είδωλο, γιατί τον πραγματικό Χριστό δεν Τον έχουμε δει, και δεν Τον έχουμε δει γιατί δεν έχουμε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια το συνάνθρωπό μας. Τα διανοητικά μας επιχειρήματα είναι η αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν έχουμε πραγματικά συναντήσει το Χριστό, γιατί αν Τον είχαμε πραγματικά συναντήσει θα Τον συναντούσαμε και πάλι στο πρόσωπο αυτού του αρνητή ή του αμφισβητία και αντί να τον αντιμετωπίζουμε σαν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσουμε θα τον αποκαλούσαμε, σαν τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, «χαρά μου» και τότε αυτός θα ένιωθε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον αναστημένο Χριστό και θα Τον έβλεπε και εκείνος.

[1] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τομ. 14, σελ. 476.

[2] Κοσμά αιτωλού, Διδαχή Α 2, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 155.

[3] Αυγουστίνου, On Trinity, κεφ. 7, §10.

[4] Όπου παραπάνω, κεφ. 8, §10.

[5] Leo the Great Sermons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. XII, σελ. 122.

[6] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, Ο΄, ΟΑ΄.

[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, ΙΓ΄.

[8] Ιωάννου της Κλιμακος, Migne 88, 1157.

[9] Αυγουστίνου, The City of God, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 476.

[10] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 1, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 124.

[11] Κλήμεντος Ρώμης, Προς Κορινθίους Α΄ XLIX, 4-6.

[12] Μαξίμου, όπου παραπάνω, ΙΕ΄.

[13] Cyprian Treatises Ante Nicene Fathers, vol. V, σελ. 425

[14] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 2, όπου παραπάνω, σελ. 155.

[15] Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Ομιλ. ΙΙΙ,§ 10.

[16] Βασιλείου, Migne 31, 885.

[17] Μαξίμου, όπου παραπάνω, λα΄.

[18] Κοσμά Αιτωλού, όπου παραπάνω, σελ. 154.

[19] Ιωάννου Κασσιανού, Διαλέξεις Πατέρων, εκδ. Κ. Δυοβουνιώτου (ανατύπωση από το περιοδ. «Εκκλησιαστικός Φάρος» ΙΑ΄, 1913). σελ. 11-13.

[20] Αυγουστίνου, The City of God, όπου παραπάνω, σελ. 356.

[21] Jerome’s letter LVIII to Paulinus, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI.

[22] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, book II, chapter XXVII.

[23] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons LXXII, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 473.

[24] Αμβροσίου, Επιστολή XLI, § 23.

[25] Αυγουστίνος, Homily X on the Epistle of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 521.

[26] Αυγουστίνου, On the gospel of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 114.

[27] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σελ. 112.

[28] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 427.

[29] Χρυσοστόμου, Migne 60, σελ. 317.

[30] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις το κατά Μάρκον, Catenae, τομ. 1, σ. 365.

[31] Τερτυλλιανού, On Repentance, chapter X, Ante Nicene Fathers, vol. VIII.

[32] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, chapt. XXI, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. X, σελ. 60.

[33] Ιωάννου Κλίμακος, Migne 88, σελ. 685.

[34] Société des Bollandistes, Subsidia Hagiographica, Historia Monachorum in Aegypto, caput VIII, § 55, σελ. 68.

π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και άλλοι πατέρες, διαιρούν την αγάπη σε πέντε είδη. Αυτά είναι:

1) Η πνευματική, δηλαδή η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, η οποία είναι η ανώτερη από όλες και η μοναδική για την σωτηρία της ψυχής.

2) Η φυσική αγάπη, δηλαδή η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά τους και των παιδιών προς τους γονείς, η οποία μπορεί να οδηγεί στη σωτηρία όταν είναι κατά Θεόν.

3)Η αγάπη που προέρχεται από υπερηφάνεια και κενοδοξία, όταν κάποιος αγαπά αυτούς που τον επαινούν και τον εγκωμιάζουν.

4) Η αγάπη που προέρχεται από συμφέρον, όταν κάποιος αγαπά τον πλησίον του, είτε για χρήματα, είτε για δώρα, είτε από εκδούλευση, ή από άλλη οποιαδήποτε ανθρώπινη αιτία.

5) Η σαρκική αγάπη, όταν κάποιος αγαπά τους ανθρώπους ή τις γυναίκες χάριν σωματικής απολαύσεως και αμαρτίας με τη μέθη η οποία οδηγεί στην ακολασία.

Οι τρεις τελευταίες αγάπες, είναι εμπαθείς και οδηγούν στην αιώνια τιμωρία, εάν δεν μετανοήσει και δεν τις εγκαταλείψει ο χριστιανός.

Γέρων Κλεόπας Ηλίε

*Από το «Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων» – Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Η αγάπη του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου

 

Ιερομ. Φιλόθεου Γρηγοριάτη

Ο Θεός αγάπη εστί μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και όντως αυτός είναι ο καλύτερος χαρακτηρισμός του Θεού. Για να καταλάβουμε εμείς οι άνθρωποι, τι είναι ο Θεός.

Κατά τον Ιερό Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη βέβαια, και σύμφωνα με την αποφατική θεολογία της Εκκλησίας, ο Θεός υπερβαίνει κάθε έννοια ανθρώπινη. Δεν είναι ούτε ψυχή, ούτε λόγος, ούτε δύναμη, ούτε φως, ούτε ζωή, ούτε ουσία, ούτε χρόνος, ούτε επιστήμη, ούτε αλήθεια, ούτε βασιλεία, ούτε σοφία, ούτε αγαθότης…

Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να πω, θα μπορούσε να γίνει κάποια εξαίρεση για το όνομα “αγάπη”. Ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά Αγάπη.

Και πράγματι ο Θεός, ο Θεός των Πατέρων μας, ο μόνος αληθινός Θεός, δεν είναι ένας τιμωρός Θεός, ή έστω ένας “δίκαιος”, κατά τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Όχι, ένας δίκαιος αστυνόμος που οφείλει να επιβάλλει την τάξη καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις παραβάσεις μας. ΄Η όπως κάποιος δίκαιος δικαστής που έργο του είναι να κρίνει αμερόληπτα, για να φανερώσει και τιμωρήσει τον ένοχο και παραδειγματίζοντας τον να επιφέρει δικαιοσύνη και ικανοποίηση στην έννομο τάξη.

Αλλά ο Θεός μας δεν είναι έτσι “δίκαιος”. Αλλοίμονο μας αν ήταν! Ο Θεός μας είναι ο Πατέρας μας. Ο Θεός μας “αγάπη εστί”.

Υποβάλλεται όμως από πολλούς η ερώτηση – απορία της ανθρώπινης αδυναμίας:

Γιατί τότε να υπάρχουν τόσες θλίψεις, τόσες αδικίες και δυστυχίες στον κόσμο, αφού ο Θεός είναι αγάπη;

Σε απάντηση θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τα λόγια του μακαριστού π.Επιφανείου Θεοδωροπούλου:

“… Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; γιατί; γιατί; Χιλιάδες πελώρια “γιατί”. κατάλαβε το. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει, με την πεπερασμένη λογική του, την απάντηση όλων αυτών των “γιατί”.

Μόνο με τον Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει να πάρουμε απάντηση σε μερικά “γιατί”…

Αγάπη λοιπόν ο Θεός και αγαπά τον άνθρωπο, το δημιούργημα Του. Έτσι επιθυμεί και την κοινωνία μαζί Του: Κοινωνία αγαπητική αγαπωμένων προσώπων. Και ο άνθρωπος, μπορεί να αγαπήσει τον Προσωπικό Θεό, εφ’ όσον αληθινή αγάπη μόνο σε πρόσωπα μπορεί να κατευθυνθεί και να υπάρξει. Ζώα, αντικείμενα, ιδέες ή φιλοσοφίες, το μερικό ενδιαφέρον του ανθρώπου μπορούν και πρέπει να ελκύουν κι όχι τον όλο άνθρωπο. Γι’ αυτό και κάθε περίπτωση που υπερβαίνει το μέτρο αυτής της απλής συμπάθειας και ενδιαφέροντος προς αυτά, εκφυλίζεται και καταλήγει σε πάθος, αδυναμία ψυχής, αλλά ποτέ δεν είναι αγάπη αληθινή. Αγάπη αληθινή, προσωπική, δονεί τον όλο άνθρωπο ως τα βαθύτατα του είναι του, και τον ελκύει προς το αγαπημένο πρόσωπο.

Και ο προσωπικός Θεός μας, δεν είναι ο θεός των φιλοσόφων, των σκεπτικιστών, αλλά ο Θεός των Πατέρων μας, που είναι Πρόσωπο και όχι ιδέα.

Αυτός ο Θεός από την εκστατική Του αγάπη προς το προσωπικό Του δημιούργημα, τον άνθρωπο, εξέρχεται με τις άκτιστες ενέργειες Του και κοινωνεί μαζί του σε μια κοινωνία αγάπης, εν Χριστώ, στην Εκκλησία Του.

Προϋπόθεση αληθινής και βαθιάς αγάπης είναι η ελευθέρα προαίρεσης. Δεν είναι δυνατόν να αγαπήσει κανείς κάποιο άλλο πρόσωπο, πιεζόμενος να το κάνει αυτό, από κάποια ανάγκη η βία.

Ο άγιος Θεός, από σεβασμό και πατρική εκτίμηση και αγαπητική διάθεση προς τον άνθρωπο, τον θέλει ελεύθερο, δεν του επιβάλλεται, αλλά περιμένει την ελεύθερα προσωπική του εκλογή. Το να αποδεχθεί δηλ. το Θεό στην ζωή του ή να Τον απορρίψει.

Ο Θεός λοιπόν, έρχεται προς ημάς και αποκαλύπτει τον Εαυτό Του, αφού με ελευθερία αγάπης Τον δεχθούμε στην ζωή μας. Και μας φανερώνεται η δόξα και η Χάρις Του και εμείς απολαμβάνουμε την ευλογημένη παρουσία Του. Και εκ πείρας μαθαίνουμε τι σημαίνει ζωή με το Θεό, και πως είναι η κοινωνία με το Θεό. Εφ’ όσον, αν δεν μας αποκαλυφθεί από Εκείνον, δεν μπορούμε μόνοι μας να Τον εύρουμε, να Τον γνωρίσουμε, τον Δημιουργό και Κτίστη μας.

Αντιθέτως τον απορρίπτουμε από την ζωή μας και δεν Τον αγαπούμε, όταν αδιαφορούμε για τις εντολές Του, σύμφωνα και με τον λόγο Του: “Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με” (Ιωάν. δ’, 21). Κλείνουμε έτσι τα αυτιά μας στην πρόσκληση Του και μένουμε μόνοι μας χωρίς Θεό, ανίκανοι να αγαπήσουμε, γευόμενοι την απελπιστικά πικρή οδύνη της φιλαυτίας μας.

Μας αφήνει ο Θεός να διαλέξουμε μόνοι μας και δεν μας επιβάλλει την παρουσία Του. Όμως διακριτικά μας βοηθεί να ξεπεράσουμε την ανθρώπινη αδυναμία μας και να εκλέξουμε το συμφέρον σε μας.

Και το συμφέρον μας, άσχετα αν το καταλαβαίνουμε ή όχι, είναι να Τον εύρουμε, να Τον γνωρίσουμε, να ενωθούμε και να μείνουμε μαζί Του. Αυτός είναι κι ο σκοπός της ζωής μας, γι’ αυτό πλασθήκαμε απ’ Αυτόν.

“Αυτή δε έστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε, τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν” (Ιωάν. ιζ’, 3)

Έχει τους τρόπους Του να πλησιάζει ο Θεός την κάθε ψυχή, να την ελκύει προς τον Εαυτό Του. Να την πληροφορεί για την παρουσία Του, να της ομιλεί, να της δίδει ευκαιρίες, αφορμές και δυνατότητες για να Τον πλησιάσει κι αυτή και να Τον γνωρίσει, για να χαρεί και να ζητήσει ο άνθρωπος να μείνει ο Θεός μαζί του.

Αν η ψυχή, δεκτική στην Χάρη του Θεού, Τον πλησιάζει και ποθήσει την κοινωνία Του, τότε ο Θεός αρχίζει ένα άγιο “παιχνίδι” μαζί της.

Πότε της ομιλεί με γλυκύτητα και τρυφερότητα, και τότε η ψυχή φτερουγίζει στα ουράνια από ένα ιερό, θείο έρωτα, λησμονώντας όλα τα επίγεια.

Πότε της κρύβεται και εκείνη τρομαγμένη από την φαινομενική μοναξιά της Τον ψάχνει λυπητερά και υπομένει ένα άγιο μαρτύριο.

Ώσπου και πάλι της φανερώνεται, αυξάνοντας έτσι τον εράσμο γι’ Αυτόν πόθο της και καθαίροντας την καλύτερα. Για να μεγαλώσει την ένωση και κοινωνία μαζί της και να την οδηγήσει σε μεγαλύτερες χαρές και ευλογίες από δόξα σε δόξα.

Και τούτο συνεχίζεται μέχρι το τέλος της ζωής του ανθρώπου, και αναλόγως της δεκτικότητας της κάθε ψυχής μετέχει στην χαρά της αγαπητικής αυτής κοινωνίας με τον Κύριο της.

Η αγάπη προς τον Θεό κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής Κωνσταντίνος Κίνας, Θεολόγος – Νομικός

 

Όταν ένας άγιος μιλά για την αγάπη προς τον Θεό μας αποκαλύπτει το κρυμμένο μυστικό του, το αγαλλίαμα και εντρύφημα της καρδιάς του. Είναι σαν να ανοίγει απαλά το παράθυρο, για να μας δείξει για λίγο έστω από αγάπη προς τους αδελφούς του τον κρυφό θησαυρό του. Με δέος αντικρίζουμε οι πιστοί την τολμηρή αυτή αποκάλυψη, μας πλημμυρίζει η πνευματική ευωδία και μας εμπνέει να μιμηθούμε κατά το δυνατό την αγάπη του. Ασφαλώς στη χριστιανική ζωή η αγάπη προς τον Θεό δεν έχει καμιά σχέση με γλυκερούς συναισθηματισμούς, αλλά εκδηλώνεται με την τήρηση των εντολών του Θεού. Επίσης, σε καμιά περίπτωση  η αγάπη προς τον Θεό δεν αυτονομείται, αλλά σύμφωνα με την ευαγγελική διδασκαλία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αγάπη προς τον πλησίον. «Γιατί αν δεν αγαπάμε τον αδελφό μας που τον βλέπουμε, πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θεό που δεν τον βλέπουμε»; Ακόμη αξίζει να τονιστεί  ότι ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει τον Θεό μέχρι ενός βαθμού. Η τέλεια αγάπη όμως αποτελεί δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον αγωνιζόμενο πιστό.

Ο άγιος Διάδοχος έζησε κατά τον 5ο αιώνα και υπήρξε επιφανής επίσκοπος της Φωτικής της Ηπείρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι από τους λιγοστούς κλασικούς Πατέρες που δραστηριοποιήθηκαν στα όρια του σημερινού ελλαδικού χώρου. Ήταν λόγιος ιεράρχης και τα κείμενα του διαθέτουν λογοτεχνικές αρετές. Το έργο του «Εκατό Πρακτικά Κεφάλαια» περιλαμβάνεται  στην Φιλοκαλία , που αποτελεί κλασική συλλογή της Ορθόδοξης πατερικής γραμματείας. Διαπιστώνεται ότι το έργο του αγίου Διαδόχου δεν έχει μελετηθεί ακαδημαϊκά επαρκώς ούτε έχει αξιοποιηθεί ποιμαντικά  ανάλογα με την αξία του. Τα διασωθέντα έργα του εκδόθηκαν πρόσφατα από την Ιερά Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους και έτσι έχουμε ευκολότερη πρόσβαση στην διδασκαλία του. Η διήκουσα έννοια που διαποτίζει όλα τα κείμενα του αγίου Διαδόχου είναι η αγάπη προς τον Θεό. Παρακάτω παρατίθενται αυτούσια  αποσπάσματα σε μετάφραση από την προαναφερθείσα έκδοση, που ευθέως αναφέρονται στην έννοια αυτή.

«Όποιος λατρεύει τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό. Εκείνος που ξεπερνά την αγάπη προς τον εαυτό του εξαιτίας του υπέρμετρου πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά τον Θεό. Γι’ αυτό κι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί ο φίλαυτος επιζητεί τη δική του δόξα. Όποιος όμως αγαπά τον Θεό, επιδιώκει την δόξα του Πλάστη του. Διότι είναι γνώρισμα της ευαίσθητης διορατικής ψυχής που αγαπά τον Θεό, από τη μια το να επιζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που εκτελεί και από την άλλη να ευφραίνεται με την δική της ταπείνωση. Στον Θεό πρέπει η δόξα για την μεγαλοσύνη του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση, για να γινόμαστε μέσω αυτής οικείοι με τον Θεό. Εάν το κατορθώσουμε, ας αρχίσουμε να επαναλαμβάνουμε ακαταπαύστως κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Κυρίου μας αυτό που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να εξυψώνεται, ενώ εμείς να χαμηλώνουμε».

Γνωρίζω εγώ κάποιον που ενώ αγαπά τόσο πολύ τον Θεό, εντούτοις πενθεί επιπλέον γιατί δεν Τον αγαπά όσο θα ήθελε. Έτσι  η ψυχή του ακατάπαυστα  βρίσκεται σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει, στο πρόσωπό του να δοξάζεται ο Θεός. Ο ίδιος βέβαια ούτε που γνωρίζει ότι είναι τόσο φιλόθεος, ακόμη κι όταν ακούει επαινετικά λόγια. Γιατί από τη μεγάλη επιθυμία της ταπείνωσης δεν υπολογίζει την αξία του παρά υπηρετεί τον Θεό, όπως ορίζει ο νόμος για τους ιερείς. Κι από την απλόχερη διάθεσή του για αγάπη προς τον Θεό λησμονεί την αξία του εαυτού  του, κρύβοντας στο βάθος της θείας αγάπης το καύχημά του γι’ αυτήν με πνεύμα ταπείνωσης. Έτσι φαίνεται συνεχώς στον εαυτό του σαν αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από τη θέλησή του για ταπείνωση. Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς: να αποφεύγουμε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπέρμετρου πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο υπερβαλλόντως μας αγάπησε.

Όποιος με καρδιακή επίγνωση αγαπά τον Θεό, εκείνος είναι γνώριμός Του. Γιατί όσο περισσότερο αποδέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο δίνεται στην αγάπη Του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος αυτός δεν θα πάψει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να λαχταρά τον φωτισμό της γνώσης Του, μέχρι να αισθανθεί την εμπειρία αυτή ακόμη και με την ίδια την αίσθηση των οστών του, μη νιώθοντας πλέον τον εαυτό του, αλλά έχοντας ολόκληρος αλλοιωθεί από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος συγχρόνως και βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο και δεν βρίσκεται. Βρίσκεται δηλαδή με το σώμα του, αλλά ταξιδεύει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του ακατάπαυστα κινείται προς τον Θεό. Καθώς λοιπόν πυρπολείται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, ορμητικός πόθος τον εξωθεί σε προσκόλληση στον Θεό, μια και αποδεσμεύτηκε από τη φιλαυτία του  εξαιτίας της αγάπης προς τον Θεό. Το  λέει κι ο Απόστολος: «Εάν καταντήσαμε στην τρέλα αυτοεπαινούμενοι, το κάναμε για τη δόξα του Θεού. Εάν μιλάμε ταπεινά και μετρημένα για τη δική σας ωφέλεια».

Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη την οποία προβάλλουν όλες οι Γραφές. Γιατί η σαρκική φιλία πολύ εύκολα διαλύεται με κάποια ασήμαντη αφορμή, επειδή δεν είναι στερεωμένη με την πνευματική αίσθηση. Γι’ αυτό λοιπόν στον άνθρωπο στου οποίου την ψυχή ενεργεί ο Θεός, κι αν ακόμη επέλθει κάποιος ερεθισμός, δεν διαλύεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με τη ζέση της θείας αγάπης η ψυχή ξαναθερμαίνεται προς το αγαθό και γρήγορα επαναφέρει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη κι αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν. Διότι με τον θείο γλυκασμό εξουδετερώνει εντελώς την πίκρα της φιλονικίας.

Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό με όλη του την καρδιά, αν προηγουμένως δεν Τον φοβηθεί με πλήρη καρδιακή επίγνωση. Γιατί η ψυχή φτάνει σε αυτή τη ζωντανή αγάπη, αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιον τρόπο, με την ενέργεια του θείου φόβου. Δεν μπορεί ωστόσο κάποιος να φτάσει εξ ολοκλήρου στον θείο φόβο με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνησία, τότε τον αγγίζει ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει βαθιά από κάθε γήινη αίσθηση παχύτητας, για να τον οδηγήσει έτσι στην πολλή αγάπη της θεϊκής αγαθότητας. Επομένως, ο φόβος χαρακτηρίζει εκείνους τους δικαίους που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της κάθαρσης από την αμαρτία και διαθέτουν χλιαρή αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σε όσους έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν πλέον φόβο. «Γιατί η τέλεια αγάπη, όπως αναφέρει η Γραφή, διώχνει πέρα τον φόβο». Και τα δύο- ο φόβος και η αγάπη-είναι μόνο για τους δικαίους, οι οποίοι καλλιεργούν τις αρετές με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Στους δίκαιους που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του καθαρισμού ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, ενώ η τέλεια αγάπη σε όσους έχουν ήδη καθαριστεί. Σε αυτούς δεν διακρίνεται ίχνος κανενός φόβου, παρά ασίγαστος φλογερός πόθος και προσκόλληση της ψυχής στον Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

  Όπως τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και εκτραχυνθούν, δεν επηρεάζονται από τα φάρμακα που συνταγογραφούν γι’ αυτά οι γιατροί, ενώ αν καθαριστούν, γίνονται επιδεκτικά της ενέργειας του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο παραμένει ανεπιμέλητη και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί τον φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς της επισείει ασταμάτητα σαν απειλή το φοβερό και συγκλονιστικό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει να καθαρίζεται με μεγάλη προσοχή, τότε αισθάνεται τον θείο φόβο σαν ζωοποιό φάρμακο να την καυτηριάζει, όπως με τους ελέγχους της συνείδησης στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά σιγά καθαρίζεται, ώσπου να φθάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο αυξάνει η αγάπη της, μέχρι να φθάσει στην τέλεια αγάπη, όπου δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια ολοκληρωμένη που την απεργάζεται η δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σε εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.

Εκείνη η ψυχή που δεν έχει αποδεσμευτεί από τις βιοτικές μέριμνες ούτε τον Θεό μπορεί να αγαπήσει ειλικρινά ούτε τον διάβολο να βδελυχθεί όσο του αξίζει, γιατί φέρει πάνω της τη μέριμνα του βίου, που την καταπλακώνει με το βάρος της. Γι’ αυτό και ο νους δεν μπορεί να σχηματίσει ο ίδιος ορθή κρίση, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν είναι χρήσιμη η αναχώρηση.

Το ιδιαίτερο γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι ο λόγος χωρίς φθόνο, ο ζήλος χωρίς κακία και ο ακατασίγαστος έρωτας του Κυρίου της δόξας. Τότε και ο νους με ακρίβεια διευθετεί τις δικές του πλάστιγγες, παραμένοντας μέσα στη διάνοια του που έχει γίνει σαν ένας ολοκάθαρος γνώμονας κρίσεως.

Όποιος αγαπά τον Θεό, και ειλικρινά πιστεύει και τα έργα της πίστης με ευσέβεια επιτελεί. Όποιος όμως μόνο πιστεύει χωρίς να διαθέτει αγάπη, δεν έχει καν αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει. Πιστεύει δηλαδή με κάποια ελαφρότητα του νου, γιατί δεν διαθέτει το βάρος του μεγαλείου της αγάπης. Επομένως, η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη είναι η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών.

Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν  έχει κατήγορο του εαυτού του τη συνείδησή του.  Σε συνείδηση υπόλογη λόγω της ταραχής των ελέγχων της, ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκόσμιων αγαθών, αλλά αμέσως διασπάται με την αμφιβολία. Έχει μεν θερμή επιθυμία γι’ αυτά λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστης, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με καρδιακή επίγνωση εξαιτίας των πολλαπλών τύψεων της συνείδησης που τον ανακρίνει. Εντούτοις, αφού καθαρίσουμε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού θα επιτύχουμε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα».

Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία ο  Θεός επιζητά την ολοκληρωτική προσφορά του ανθρώπου. Γι’ αυτό  η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή είναι η αγάπη προς τον Θεό με όλη την ύπαρξη του. Με την απόκτηση της αγάπης θεραπεύεται πνευματικά και καταξιώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό βέβαια αποτελεί κοινό τόπο όλων των αγίων,  όμως χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του αββά Ισαάκ του Σύρου ότι όποιος βρήκε την αγάπη γεύεται τον Χριστό κάθε μέρα και ώρα και γίνεται αθάνατος, ενώ  η αγάπη προς τον Θεό είναι ο παράδεισος, που περικλείει την απόλαυση όλων των μακαρισμών. Άριστο μυσταγωγό προς τον σκοπό αυτό αποτελεί η διδασκαλία του αγίου Διαδόχου, στον πυρήνα της οποίας έγκειται  η έννοια της αγάπης. Όποιος μελετά τις σκέψεις του αγίου για την αγάπη  γεύεται ταυτόχρονα την επιτομή του Ευαγγελίου με έναν απαράμιλλο εκφραστικό τρόπο.

Η μνήμη του θανάτου Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος

 

Αν και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, οι άνθρωποι δεν θέλουν να τον σκέφτονται. Η «μνήμη του θανάτου» είναι στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας γι’ αυτό η Εκκλησία συμβουλεύει τους πιστούς να σκέφτονται τον θάνατο γιατί «ο χρόνος του βίου τρέχει» και κάθε μέρα τον συναντάμε. Στη Π. Διαθήκη αναφέρεται: «Εν πάσι τοις έργοις σου, μιμνήσου τα έσχατά σου και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις», δηλαδή για κάθε πράγμα που πρόκειται να κάνεις σ’ αυτή την ζωή, να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις και τότε δεν πρόκειται ποτέ να αμαρτήσεις.

Λέει ο Μ. Βασίλειος: «Ο ενθυμούμενος τον θάνατο ή κα­θόλου δεν θα αμαρτήσει στην ζωή του, ή ελάχιστα». «Ουδείς μνήμην θα­νάτου εσχηκώς δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ» δηλαδή «κανένας από εκείνους που θυμούνται τον θάνατο δεν πρόκειται να αμαρτήσει». (μοναχός Ησύχιος). Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για να μην αμαρτάνουμε είναι η σκέψη ότι θα πεθάνουμε. Η γη δεν είναι η μόνιμη κατοικία μας. Είμαστε περαστικοί και πορευόμαστε προς την Αιωνιότητα. Οι Άγιοι Πατέρες μας προσφέρουν και πρακτικούς τρόπους για να συμφιλιωθούμε με την έννοια του θανάτου. Μας συμβουλεύουν να κάνουμε τακτικές επισκέψεις στο κοιμητή­ριο της πόλεώς μας.

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας χαρακτήρισε τα δύο κοιμητήρια μιας πόλης ότι είναι ο καλύτερος ιεροκήρυκας που έχουν οι πιστοί, γιατί διδάσκουν την ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, την σωστή τοποθέτηση απέναντι στο φαινόμενο της ζωής.

Και ο Άγιος Ιωάν­νης ο Χρυσόστομος έλεγε: «Ας πάμε εκεί που είναι τα μνήματα όσο μέσα στο σώμα μας υπάρχει η ψυχή μας. Ας δούμε την ματαιότητα που κρύ­βεται μέσα μας και που πρόκειται να καταλήξει. Ας παρατηρήσουμε τί πρόκειται να γίνουμε ύστερα από λίγο, ώστε να μην τρέφουμε αυταπάτες. Ας δούμε ότι πρόκειται να διαλυθεί το σώμα μας, ώστε να διορθώ­σουμε τον εαυτό μας όσον καιρό μας μένει να ζήσουμε. Ας δούμε που καταλήγουμε ώστε να φροντίσουμε γι’ αυτό»· για την διόρθωση της πνευμα­τικής μας πορείας.

 Λέει πάλι ο ιερός Χρυσόστομος: «Βασιλείς που λόγω της θέσεώς σας κινδυνεύετε να υπερηφανευθείτε, πηγαίνετε και κοιτάξτε στους τάφους, και τότε δεν πρόκειται να σκεφτείτε πράγματα εγωκεντρικά, που φέρνουν την έπαρση στην καρδιά σας. Άρχοντες που και εσείς διατρέχετε τον ίδιο κίνδυνο κι’ εσείς πηγαίνετε εκεί να δείτε. Τότε θα ταπεινωθείτε, θα εγκαταλείψετε την υπερήφανη σκέψη σας και θα γίνετε άνθρωποι του Θεού». Η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος ισοπεδώνει όλους τους ανθρώπους. Ο ιερός Δαμασκηνός σ’ ένα από τα νεκρώσιμα τροπάρια χαρακτηριστικά λέει: «Ας βγούμε  και ας επισκεφθούμε τους τάφους και να δούμε τα γυμνά οστά. Τότε θα διερωτηθούμε… Άρα «τις εστίν, βασιλεύς ή στρατιώ­της, πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Και αλλού σημειώνει «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα». Σ’ ένα άλλο τροπάριό του ο ίδιος αναρωτιέται: «Πού εστίν η του κό­σμου προσπάθεια, πού εστίν η των πρόσκαιρων φα­ντασία; Πού εστίν ο χρυσός και ο άργυρος, πού εστίν των ικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος. Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Όσο κι’ αν η παρούσα ζωή μας καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας, η αλήθεια όμως είναι μία και μοναδική. Είμαστε οδοι­πόροι.

Αυτή την αλήθεια, οι πιστοί δεν την ξεχνούν, αλλά αντίθετα την αξιοποιούν.  Γνω­ρίζουν ότι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της γης, ξέρουν ότι απλώς από αυτόν τον  κόσμο περνάμε και προσπερνάμε. Είμαστε οδοιπόροι οι οποίοι πηγαίνουμε σε μίαν άλλη πόλη για την οποία μιλά ο Απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο ίδιος προβάλλει το πρόσωπο του πατριάρ­χη Αβραάμ, ο οποίος πίστευε στην μέλλουσα πραγ­ματικότητα, γι’ αυτό και ποτέ δεν έκτισε μόνιμη κα­τοικία, αλλά έμενε σε σκηνή. Κι’ αυτό διότι περίμενε να ζήσει σε μία άλλη πόλη της οποίας τεχνίτης και δημιουργός θα ήταν ο Θεός, δηλαδή η επουράνια βασιλεία.

Ο θάνατος είναι η πύλη προς την αιωνιότητα, γι’ αυτό και ο χριστιανός πρέπει να ενδιαφέρεται  να βρεθεί έτοιμος για την ώρα εκείνη, προκειμένου να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού. Πιστεύει ότι σε εκείνη την πορεία, ακολουθούν τον άνθρωπο μόνο τα έργα του και τίποτε άλλο. Ο τρόπος της ζωής μας πρέπει να είναι ευσεβής, γεμάτος ευλάβεια, γιατί όπως λέει ο Απ. Παύ­λος «η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστίν επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης».

Έτσι λοιπόν διδασκόμαστε να μην φοβόμαστε τον θάνατο, αλλά να τον σκεφτόμαστε και να συμφιλιωνόμαστε με αυτόν, όπως έκαναν και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που έλεγαν ότι γι’ αυτούς ο θάνατος ήταν κέρδος, γιατί πίστευαν ότι διά του θανάτου οδηγούνταν μία ώρα νωρίτερα κοντά στην αγκαλιά του Θεού. Οι Άγιοι πιστεύοντας στο έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού εύχονταν να έλθει το συντομότερο ο θάνατος, όπως ο Απ. Παύλος που έγραφε «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», δηλ. επιθυμώ να φύγω από αυτό τον κόσμο για να είμαι μαζί με τον Χριστό. Με αυτό το φρόνημα, χωρίς να απομακρυνόμαστε από τα καθημερινά μας έργα, συντηρούμε μέσα μας την πίστη  στην μακαρία ζωή, δηλαδή στην αιωνιότητα.

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Ἀκολουθία Προφήτου ΔΑΝΙΗΛ καί Ἁγίων ΤΡΙΩΝ ΠΑΙΔΩΝ Ψαλλομένη τῇ 17η Δεκεμβρίου

 


 
Ἧς τά ἐλλείποντα ἀνεπληρώθησαν ἐκ χειρογράφων τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, ὑπό τοῦ Διονυσίου Ἁνατολικιώτου.
 
ΜΙΚΡΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Ἱστῶμεν στίχους δ΄ και ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια. Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων Ταγμάτων.
Προφητικὴ πανδαισία, νῦν παρατίθεται, δεῦτε συμφώνως πάντες, κορεσθῶμεν τοῖς ὕμνοις, φιλέορτοι τιμῶντες χαρμονικῶς, τοὺς ἡμᾶς συγκαλέσαντας, Δανιὴλ τὸν Προφήτην ἅμα τοὺς Τρεῖς, Παῖδας θείους γενναιόφρονας.
Τῆς θαυμαστῆς βιωτῆς σου, τὰ κατορθώματα, οἱ πόθῳ συσχεθέντες, ἐπὶ σὲ ἐξαιρέτῳ, συνήλθομεν ὑμνῆσαι σοφὲ Δανιήλ, ἐν ναῷ τῷ ἁγίῳ σου, ὁμοῦ τῶν θείων Παίδων τε τῶν Τριῶν, παρ’ ὑμῶν ἰσχὺν αἰτούμενοι.
Ὥσπερ ποτὲ ἐν τῷ λάκκῳ, συγκλεισθεὶς ἔνδοξε, θηρσὶν ἀγριωτάτοις, ἐτιθάσευσας τούτους, θείᾳ σου δεήσει σοφὲ Δανιήλ, οὕτω νῦν καθημέρωσον, τῶν σὲ τιμώντων τὰ πάθη τῶν καρδιῶν, ταῖς πρὸς Κύριον πρεσβείαις σου.
Ὡς τῆς καμίνου τὴν φλόγα, ποτὲ πανεύφημοι, τῇ πρὸς Θεὸν δεήσει, μετηγάγετ’ εἰς δρόσον, Παῖδες Τρεῖς θεόπται, οὕτω καὶ νῦν, παθῶν τὴν κάμινον ψύξατε, τῶν γεραιρόντων πανήγυριν τὴν ὑμῶν, ταῖς πρεσβείαις ὑμῶν Ἅγιοι.
Δόξα. Ἦχος α΄.
Τὴν τοῦ Σωτῆρος ἐκ Παρθένου γέννησιν, εὐσεβῶς προεορτάζοντες, τὴν μνήμην ὑμῶν χαρμονικῶς ἐπιτελοῦμεν, ὡς ταύτην ὑμεῖς πόῤῥωθεν προτυπώσαντες, Προφῆται πανεύφημοι· ὁ μὲν διὰ τῆς τοῦ λίθου ὁράσεως, τοῦ ἄνευ χειρὸς ἐξ ὄρους ἀποτμηθέντος· οἱ δὲ διὰ τῆς πυριφλέκτου καὶ δροσοβολούσης καμίνου· δι’ ὅ καὶ τὴν πρεσβείαν ὑμῶν αἰτοῦμεν, ἵνα ὧσπερ τὴν ὑμετέραν πανήγυριν ὑμνοῦμεν, οὕτω κἀκείνην χαρμονικῶς ἑορτάσωμεν.
Καὶ νῦν. Προεόρτιον. Ἦχος ὁ αὐτός.
Δεῦτε πιστοὶ ἐπαρθῶμεν ἐνθέως, καὶ κατίδωμεν συγκατάβασιν θεϊκὴν ἄνωθεν, ἐν Βηθλεὲμ πρὸς ἡμᾶς ἐμφανῶς· καὶ νοῦν καθαρθέντες, τῷ βίῳ προσενέγκωμεν, ἀρετὰς ἀντὶ μύρου, προευτρεπίζοντες πιστῶς, τῶν Γενεθλίων τὰς εἰσόδους, ἐπὶ τῶν ψυχικῶν θησαυρισμάτων, κράζοντες· ἐν ὑψίστοις δόξα Θεῶ τῷ ἐν Τριάδι· δι’ Οὗ ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίᾳ ἐπεφάνη, τὸν Ἀδὰμ ἐκλυτρώσασθαι τῆς ἀρχεγόνου ἀράς, ὡς Φιλάνθρω-πος.
 
Εἰς τὸν Στίχον. Ἦχος β΄. Οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ.
Δεῦτε τὴν Δανιήλ, Τριῶν τε Παίδων μνήμην, τελέσωμεν ὑμνοῦντες, τὴν τούτων πολιτείαν, δι’ ἧς ἐμεγαλύνθησαν.
Στ. Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ. 
Λάκκῳ κατακλεισθείς, θηρσὶ συνῳκισμένος, Δανιὴλ ὁ Προφήτης, ἀμέτοχος τῆς τούτων, ἐδείκνυτο κακώσεως.
Στ. Τοῖς Ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος. 
Ἔσβεσαν τοῦ πυρός, τὴν δύναμιν οἱ Παῖδες, χορεύοντες ἐν μέσῳ, καμίνου καὶ ὑμνοῦντες, Θεὸν τὸν Παντοδύναμον.
Δόξα. Καὶ νῦν. Προεόρτιον, αὐτομέλον.
Οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ἡ πόλις ἡ ἁγία, τῶν Προφητῶν ἡ δόξα, εὐτρέπισον τὸν οἶκον, ἐν ὧ τὸ θεῖον τίκτεται.
 
Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, Τρισάγιον, Ἀπολυτίκιον. ῏Ηχος β΄.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ Σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ ἐσφραγισμένῃ, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένῃ, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν τεκοῦσα ἀληθινόν· Αὐτὸν ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
 
Ἀπόλυσις.
 
ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Εὐλογήσαντος τοῦ Ἱερέως ὁ Προοιμιακός καί τό Μακάριος ἀνήρ· εἰς δέ τό Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους η΄ καί ψάλλομεν Στιχηρά Προσόμοια.
Τοῦ Προφήτου. Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσιν.
Ὁ λαμπρότατος ἥλιος, Προφητῶν ὁ περίδοξος, εὐφημείσθω σήμερον θείοις ᾄσμασι, τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, θεῖον ἐνδιαίτημα, ἡ ἀείῥυτος πηγή, ἡ διόπτρα τοῦ Πνεύματος, ὁ ὑπέρτιμος, καί πανάριστος στῦλος τῶν δογμάτων, ἡ κρηπίς τῆς οἰκουμένης, τό ἀκατάσειστον ἔρεισμα.
Ὡς ἀστέρα φανότατον, ἑωσφόρον ὡς μέγιστον, ἐπιθυμιῶν τε ἄνδρα τιμῶμεν σε, τῶν ἀρετῶν ταῖς λαμπρότησι, φαιδρῶς ἀποστίλβοντα, καί φωτίζοντα πιστῶν, τάς ψυχάς καί τά σώματα, καί βοῶμέν σοι· Δανιήλ ὑποφήτα τόν Σωτῆρα, ἐκδυσώπει τοῦ σωθῆναι, τούς εὐσεβῶς ἀνυμνοῦντας σε.
Σοῦ ἡ γλῶσσα ὡς κάλαμος, γραμματέως πολύσοφε, ὀξυγράφου γέγονε, ῥητορεύουσα· νόμος Θεοῦ γάρ ἐγκάρδιος, ἐν σοί πεπολίτευται, καί τό στόμα σου λαλοῦν, κρίσιν ἔνδικον δέδεικται· ἐν οἷς ᾔσχυνας, παρανόμους πρεσβύτας καί Σωσάνναν, ἐκ θανάτου ἐλυτρώσω, τῶν Προφητῶν τό ἀγλάϊσμα.
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ὁ αὐτός. Ἔδωκας σημείωσιν.
    Νόμων ἀντεχόμενοι, τῶν θεοσδότων πανόλβιοι, μιαραῖς οὐκ ἐχράνθητε, τροφαῖς ἀλλ’ ἀκήρατον, τῆς ψυχῆς τό κάλος, διασεσωκότες, διετηρήσατε σαφῶς, ἀδιαλώβητον καί ἀμάραντον, τό ἄνθος τό θαυμάσιον, καί τήν τερπνήν ὡραιότητα, τοῦ Δεσπότου δοξάζοντες, τούς Αὐτόν θεραπεύοντας.
Θείῳ πυρακτούμενοι, οἱ Νεανίαι πυρσεύματι, τοῦ πυρός κατεφρόνησαν, ἐν ᾧ δροσιζόμενοι, οἱ σεπτοί χορείαν, ἐκλελαμπρυσμένην, διατυπώσαντες ᾠδήν, τήν πολυΰμνητον ᾖδον ψάλλοντες· τήν ὄντως ἀδιάδοχον, καί ἀμετάπτωτον πάνσοφοι, Βασιλείαν ποθήσαντες, τήν οὐράνιον ἔνδοξοι.
    Λόγον τῆς σοφίας σου, καταπλαγέντες οἱ τύραννοι, Δανιήλ ἀξιάγαστε, καί Παίδων τήν σύνεσιν, τῆς Χαλδαίων χώρας, ἄρχειν καί δεσπόζειν, ὑμᾶς κατέστησαν σεπτοί· τήν ἀρεττήν γάρ οἶδε σαφέστατα, θαυμάζειν καί πολέμιος, καί πολιτείας λαμπρότητα· τῶν παθῶν γάρ κρατήσαντες, ἡγεμόνες γεγόνατε.
Ἕτερα, ὅμοια.
Σάκκῳ καθειργνύμενος, τὴν ἀρετὴν εἶχες σύνοικον, Δανιὴλ ἱερώτατε, Προφήτῃ τρεφόμενος, ὡς Προφήτης μάκαρ, καὶ τὰς τῶν λεόντων σαφῶς ἐπέδησας ὁρμάς, ὡς οἱ Τρεῖς Παῖδες κάμινον ἔσβεσαν, τὴν δρόσον τὴν οὐράνιον, παρὰ Θεοῦ εἰσδεξάμενοι, δι’ Ἀγγέλου τοῦ ἄνωθεν, ἐκπεμφθέντος οἱ ἔνδοξοι.
Προφήτης παμμέγιστος, ἀνηγορεύθης καὶ πάντιμος, Δανιὴλ παναοίδιμε, τὴν δόξαν τὴν ἄφραστον, ἀποφήνας ὄντως, τηλαυγῶς παμμάκαρ, ὡς τοῦ ἁγίου γεγονώς, Πνεύματος σκεῦος τὸ χρυσαυγέστατον, προβλέπεις τε τὰ μέλλοντα, καὶ προκηρύττεις τρανότατα, τῶν κρυφίων τὴν δήλωσιν, πρεσβευτὰ τῶν ὑμνούντων σε.
Δόξα. Ἦχος β΄. Ἀνατολίου.
Πνευματικῶς ἡμᾶς πιστοί, συνήγαγε σήμερον ὁ Προφήτης Δανιήλ· καί τράπεζαν προτίθησιν ἀρετῶν δαψιλῶς, πλουσίοις καί πένησι καί ξένοις καί αὐτόχθοσι· καί κρατῆρα νοητόν, προχέοντα νᾶμα εὐσεβείας, καί εὐφραίνοντα καρδίας πιστῶν, καί Πνεύματος ἁγίου χάριν παρέχοντα. Οὗτος γάρ ὁ Προφήτης, ὁ φανότατος λύχνος, ὁ λάμψας ἐν τῷ κόσμῳ, τά σεβάσματα πάντα τῶν Ἀσσυρίων καθεῖλε, καί θηρῶν στόματα ἔφραξε. Σύν τούτῳ καί οἱ Τρεῖς Παῖδες εὐφημείσθωσαν, οὐ χρυσοῖ τῇ φύσει ὄντες, χρυσίου δέ δοκιμώτεροι δεικνύμενοι· οὐ γάρ ἐχώνευσεν αὐτούς τό πῦρ τῆς καμίνου, ἀλλ’ ἐφύλαξεν ἀκεραίους, οὕς νάφθα καί πίσσα καί κλιματίδες ἔστεψαν. Ὁ δέ ἀγαγών ἡμᾶς, εἰς τήν περίοδον τοῦ χρόνου Κύριος, ἀξιώσαι ἡμᾶς φθᾶσαι, καί ἐπί τήν κυρίαν καί σεβασμίαν ἡμέραν, τῶν Γενεθλίων Χριστοῦ, τοῦ παρέχοντος ἡμῖν ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἱλασμόν ἁμαρτιῶν, καί τέ μέγα ἔλεος.
Καί νῦν. Προεόρτιον. Ὁ αὐτός.
Δεῦτε ἅπαντες Χριστοῦ τά Γενέθλια, πιστῶς προεορτάσωμεν· καί νοητῶς τόν ὕμνον, ὡς ἀστέρα προβαλλόμενοι, μαγικάς δοξολογίας, μετά ποιμένων βοήσωμεν· ἦλθεν ἡ σωτηρία τῶν βροτῶν, ἐκ παρθενικῆς νηδύος, βροτούς ἀνακαλέσασθαι.
 
Εἴσοδος, Φῶς ἱλαρόν, Προκείμενον τῆς ἡμέρας, Ἀναγνώσματα.
Προφητείας Δανιὴλ τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. 2, 31-36, 44-45).
Εἶπε Δανιὴλ τῷ Ναβουχοδονόσορ· σῦ, βασιλεῦ ἐθεώρεις, καὶ ἰδοὺ εἰκὼν μία· μεγάλη ἡ εἰκὼν ἐκείνη καὶ ἡ πρόσοψις αὐτῆς ὑπερφερῆς, ἑστῶσα πρὸ προσώπου σου, ἡ ὅρασις αὐτῆς φοβερά. Εἰκὼν ἧς ἡ κεφαλὴ χρυσίου καθαροῦ, αἱ χεῖρες καὶ τὸ στῆθος καὶ οἱ βραχίονες αὐτῆς ἀργυροί, ἡ κοιλία καὶ οἱ μηροὶ χαλκοί, αἱ κνῆμαι σιδηραῖ, οἱ πόδες μέρος μέν τι σιδηροῦν, μέρος δέ τι ὀστράκινον. Ἐθεώρεις, ἕως ὅτου ἀπετμήθη λίθος ἀπὸ ὄρους ἄνευ χειρός καὶ ἐπάταξε τὴν εἰκόνα ἐπὶ τοὺς πόδας τοὺς σιδηροῦς καὶ ὀστρακίνους καὶ ἐλέπτυνεν αὐτοὺς εἰς τέλος. Τότε ἐλεπτύνθησαν εἰς ἅπαξ, τὸ ὄστρακον, ὁ σίδηρος, ὁ χαλκός, ὁ ἄργυρος, ὁ χρυσός, καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ κονιορτὸς ἀπὸ ἅλωνος θερινῆς· καὶ ἐξῆρεν αὐτὰ τὸ πλῆθος τοῦ πνεύματος καὶ τόπος οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς. Καὶ ὁ λίθος ὁ πατάξας τὴν εἰκόνα ἐγένετο εἰς ὄρος μέγα καὶ ἐπλήρωσε πᾶσαν τὴν γῆν. Τοῦτό ἐστι τὸ ἐνύπνιον καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ ἐροῦμεν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥ τις εἰς τὸν αἰῶνα οὐ διαφθαρήσεται καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ λαῷ ἑτέρῳ οὐχ ὑπολειφθήσεται· καὶ λεπτυνεῖ καὶ ἐκλικμήσει πάσας τὰς βασιλείας· καὶ αὐτὴ ἀναστήσεται εἰς τοὺς αἰῶνας, ὧν τρόπον εἶδες, ὅτι ἀπὸ ὄρους ἐτμήθη λίθος ἄνευ χειρῶν, καὶ ἐλέπτυνε τὸ ὄστρακον, τὸν σίδηρον, τὸν χαλκόν, τὸν ἄργυρον, τὸν χρυσόν. Ὁ Θεὸς ὁ μέγας ἐγνώρισε τῷ βασιλεῖ ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα· καὶ ἀληθινὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ πιστὴ ἡ σύγκρισις αὐτοῦ.
Προφητείας Δανιὴλ τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. 10, 1-3, 7-12, 16-19).
Ἐν ἔτει τρίτῳ Κύρου τοῦ βασιλέως Περσῶν, λόγος ἀπεκαλύφθη τῷ Δανιήλ, οὐ τὸ ὄνομα ἐπεκλήθη Βαλτάσαρ· καὶ ἀληθινὸς ὁ λόγος καὶ δύναμις μεγάλη καὶ σύνεσις ἐδόθη αὐτῷ ἐν ὀπτασίᾳ. Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγὼ Δανιὴλ ἧμιν πενθῶν τρεῖς ἑβδομάδας ἡμερῶν. Καὶ ἄρτον ἐπιθυμιῶν οὐκ ἔφαγον καὶ κρέας καὶ οἶνος οὐκ εἰσῆλθεν ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἄλειμμα οὐκ ἠλειψάμην, ἕως πληρώσεως τριῶν ἑβδομάδων ἡμερῶν. Καὶ εἶδον ἐγὼ Δανιὴλ μόνος τὴν ὁπτασίαν καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ’ ἐμοῦ οὐκ εἶδον, ἀλλ’ ἔκστασις μεγάλη ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτούς καὶ ἔφυγον ἐν φόβῳ. Καὶ ἐγὼ ὑπελείφθην μόνος καὶ εἶδον τὴν ὁπτασίαν τὴν μεγάλην ταύτην καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοὶ ἰσχύς καὶ ἡ δόξα μου μετεστράφη εἰς διαφθοράν καὶ οὐκ ἐκράτησα ἰσχύος. Καὶ ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ ἀκοῦσαί με φωνὴν ῥημάτων αὐτοῦ ἧμιν κατανενυγμένος ἐπὶ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ ἰδοὺ χεὶρ ἁπτομένη μου καὶ ἤγειρέ με ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ταρσοὺς χειρῶν μου. Καὶ εἶπε πρὸς μέ· Δανιήλ, ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, σύνες ἐν τοῖς λόγοις, οἷς ἐγὼ λαλῶ πρὸς σέ καὶ στῆθι ἐπὶ τῇ στάσει σου, ὅτι νῦν ἀπεστάλην πρὸς σέ. Καὶ ἐν τῷ λαλήσαι αὐτὸν πρὸς μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἀνέστην ἔντρομος. Καὶ ἰδοὺ ὡς ὁμοίωσις υἱοῦ ἀνθρώπου ἥψατο τῶν χειλέων μου καὶ ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἐλάλησα καὶ εἶπα πρὸς τὸν ἑστῶτα ἐναντίον μου· Κύριε, ἐν τῇ ὁπτασίᾳ σου ἐστράφη τὰ ἐντός μου ἐν ἐμοί καὶ οὐκ ἔσχον ἰσχὺν καὶ πῶς δυνήσεται ὁ παῖς σου, Κύριε, λαλήσαι μετὰ τοῦ Κυρίου μου τούτου; Καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ στήσεται ἐν ἐμοὶ ἰσχύς, καὶ πνοὴ οὐχ ὑπελείφθη ἐν ἐμοί. Καὶ προσέθετο καὶ ἤψατό μου ὡς ὅρασις ἀνθρώπου καὶ ἐνίσχυσέ με καὶ εἶπέ μοι· μὴ φοβοῦ, ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν, εἰρήνη σοι, ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν μετ’ ἐμοῦ, ἴσχυσα καὶ εἶπα· λαλείτω ὁ Κύριός μου, ὅτι ἐνίσχυσάς με.
Προφητείας Δανιὴλ τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. γ΄ 7-23).
Ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου ἐγένετο, ὅταν ἤκουον οἱ λαοὶ τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πίπτοντες πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι, προσεκύνουν τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεύς. Τότε προσήλθοσαν ἄνδρες Χαλδαῖοι καὶ διέβαλον τοὺς Ἰουδαίους τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ. Βασιλεῦ, εἰς τοὺς αἰῶνας ζῆθι. Σῦ, βασιλεῦ, ἔθηκας δόγμα πάντα ἄνθρωπον, ὃς ἂν ἀκούση τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν καὶ μὴ πεσὼν προσκυνήσῃ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἐμβληθήσεται εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. Εἰσὶν οὖν ἄνδρες Ἰουδαῖοι, οὖς κατέστησας ἐπὶ τὰ ἔργα τῆς χώρας Βαβυλῶνος, Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ, οἱ οὐχ ὑπήκουσαν, βασιλεῦ, τῷ δόγματί σου, τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύουσι καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησας, οὗ προσκυνοῦσι. Τότε Ναβουχοδονόσορ ἐν θυμῷ καὶ ὀργῇ εἶπεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ. Καὶ ἤχθησαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως. Καὶ ἀπεκρίθη Ναβουχοδονόσορ καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰ ἀληθῶς, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; Νῦν οὖν ἔχετε ἑτοίμως, ἵνα ὡς ἂν ἀκούσητε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος, σύριγγός τε καὶ κιθάρας, σαμβύκης τε καὶ ψαλτηρίου καὶ συμφωνίας καὶ παντὸς γένους μουσικῶν, πεσόντες προσκυνήσατε τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἐποίησα· ἐὰν δὲ μὴ προσκυνήσητε, αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. Καὶ τίς ἐστι θεός, ὃς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; Ἀπεκρίθησαν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ λέγοντες τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ· οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἀποκριθῆναί σοι· ἐστὶ γὰρ ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ὦ ἡμεῖς λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς. Καὶ ἐὰν μή, γνωστὸν ἔστω σοί, βασιλεῦ, ὅτι τοῖς θεοῖς σου οὐ λατρεύομεν καὶ τῇ εἰκόνι, ᾗ ἔστησας, οὐ προσκυνοῦμεν. Τότε Ναβουχοδονόσορ ἐπλήσθη θυμοῦ καὶ ἡ ὄψις τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἠλλοιώθη ἐπὶ Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ καὶ εἶπεν ἐκκαῦσαι τὴν κάμινον ἑπταπλασίως, ἕως οὗ εἰς τέλος ἐκκάῃ καὶ ἄνδρας ἰσχυροὺς ἰσχύϊ εἶπε πεδήσαντας τὸν Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ ἐμβαλεῖν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην. Τότε οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι ἐπεδήθησαν σὺν τοῖς σαραβάροις αὐτῶν καὶ τιάραις καὶ περικνημῖσι καὶ ἐβλήθησαν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, ἐπεὶ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινος ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. Καὶ οἱ τρεῖς οὗτοι, Σεδράχ, Μισὰχ καὶ Ἀβδεναγῶ, ἔπεσον εἰς μέσον τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης πεπεδημένοι. Καὶ περιεπάτουν ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Κύριον.
 
Εἰς τήν Λιτήν, Ἰδιόμελα.
Ἦχος α΄.
Ἱερὰν πανήγυριν προφητικήν, σήμερον ἀδελφοὶ συγκροτήσωμεν, Δανιὴλ τὸν σοφώτατον, ἄνδρα ἐπιθυμιῶν ὄντα, καὶ τοὺς σύν αὐτῷ ἅμα Τρεῖς Παῖδας, ἐγκωμίων ἐπαινοῖς στέφοντες· οὗτοι γὰρ τὰς αὐγὰς τῆς τρισηλίου Θεότητος εἰσδεχόμενοι, τοὺς αὐτοὺς ἀνευφημοῦντας, εὐχαῖς αὐτῶν καταυγάζουσιν εὐφροσύνης καὶ ἀγαλλιάσεως, τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἐμπιπλῶντες· δι’ ὃ βοήσωμεν· Φιλάνθρωπε Κύριε, ὁ δι’ αὐτῶν τὰ μέλλοντα ὡς παρόντα ὑποδείξας τοῖς ἀγαπῶσί σε, καὶ ἡμᾶς ἀξίωσον, τῆς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀπολαύσεως τυχεῖν, εὐχαῖς αὐτῶν διὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος.
Ὁ αὐτός.
Προφήτης χρηματίσας τῶν θείων χρησμῶν, Δανιὴλ θεόληπτε, τὰ τῶν κρατούντων ἐνύπνια διέλυσας, καὶ τὴν ἐκ Παρθένου σάρκωσιν τοῦ Σωτῆρος προηγόρευσας, ὡς λίθον ἄνευ χειρὸς τμηθέντα, καὶ τὰ διεστῶτα συνάψαντα· ὅθεν προδήλων τῶν σῶν προῤῥήσεων, καθορῶντες τὸ πέρας, καὶ σὲ ἐν οὐρανοῖς ἐμφανέστερον κλεϊζόμενον, τῇ θεωρίᾳ τῶν προφητευθέντων, δυσωποῦμεν τοῦ πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμῶν, τῶν τελούντων τὴν μνήμην σου, τοῦ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἦχος β΄.
Ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν ὑπὸ Ἀγγέλου κληθείς, Δανιὴλ θεσπέσιε, νεφέλη καθάπερ μυστική, πρώϊμον ὄμβρον τῇ γῆ ἐπιστάξασα, τὸν οὐράνιον ἄρτον ὡς ὄψιμον ὑετόν, ἐν ὑστέροις χρόνοις τῷ κόσμῳ παραγενέσθαι προηγόρευσας, ἐν προσευχαῖς σχολάζων διηνεκῶς· ὅθεν οἱ φθονοῦντές σε, ἐν λάκκῳ λεόντων ἐνέβαλον, συννηστευτὰς δὲ τοὺς θήρας ἔσχες ἀοίδιμε· καὶ δι᾿ Ἀββακοὺμ παραδόξως τροφὴν λαβών, ἀβλαβὴς διετηρήθης, καὶ παρὰ πάντων δεδόξασαι. Διὸ τὴν φωσφόρον σου μνήμην γεραίρομεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον.
Ἦχος δ΄.
Συνελθόντες οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ ψυχῆς, τὴν εὔσημον μνήμην, Δανιὴλ τοῦ Προφήτου τιμήσωμεν· οὗτος γὰρ ὁ πανένδοξος, τὰ σεβάσματα τῶν Ἀσσυρίων καθεῖλε, καὶ θηρῶν ἀτιθάσων τὰ στόματα ἔφραξε· δράκοντα δὲ διαβολῶν ἐνέκρωσε, καὶ Σωσάνναν σώφρονα συκοφαντουμένην διέσωσε· καὶ γνώστης τῶν κρυφίων παρὰ Θεοῦ γεγονώς, τρανῶς τὴν ἐκ Παρθένου σωτήριον σάρκωσιν προηγόρευσε· καὶ οἵα μύστης τῶν ἀῤῥήτων, καὶ θεηγόρος θεόπνευστος, πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ὁ αὐτός.
Δαυϊτικῶς σήμερον πιστοί, τὸν Προφήτην Κυρίου ὕμνοις τιμήσωμεν, Δανιὴλ τὸν σοφώτατον, τῶν χαρισμάτων ὄντα τοῦ Πνεύματος ἐμπλέων, παρ’ ὧν αὐγαζόμενος, τρανῶς τῶν κρατούντων, τὰ κεκρυμμένα ἐνύπνια ἐσαφήνισεν· ἀλλὰ καὶ ὡς Προφήτῃ ὄντι, Προφήτης αὐτῷ παρέστη, ἐν λάκκῳ καθειργμένῳ, μεταρσίως τροφὴν κομίζων. Τοῦτον οὖν σὺν τοῖς Τρισὶν Νεανίαις, τοῖς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς σβέσασι, πρέσβεις θερμοὺς προβάλλομεν, πρὸς τὸν Σωτῆρα Κύριον, τὸν ἀναμάρτητον.
Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.
Ὄργανον τοῦ Πνεύματος ἀναδειχθείς, Δανιὴλ θεσπέσιε, τὰς τῶν μελλόντων γενήσεσθαι εἰκόνας, ὡς ἔσοπτρον διαφανέστατον, σοῖς ῥήμασι προηγόρευσας, Θεοῦ σὲ δοξάζοντος, καὶ τὰ μέλλοντα ὡς παρόντα ὑπέδειξας· τὰ τῆς φρικτῆς παρουσίας τοῦ Δεσπότου μυστήρια προϊδών, ἐνδελεχισμοῦ τε τὴν παῦσιν καὶ θυσιῶν, ἀναίμακτου δὲ θυσίας τὴν ἀνάδειξιν· ὅθεν ὡς κήρυκα καὶ Προφήτην, πάντων τῶν μυστηρίων σέβοντες, ἐκτελοῦμεν τὴν μνήμην σου, μετὰ τῶν συνόντων σοι Τριῶν Παίδων· πρεσβεύσατε οὖν πρὸς Κύριον, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Προεόρτιον. Ἦχος ὁ αὐτός.
Σιὼν πανηγύριζε, Ἱερουσαλὴμ εὐφραίνου, πόλις Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὑπόδεξαι τὸν Κτίστην, ἐν σπηλαίῳ καὶ φάτνῃ χωρούμενον· ἀνοί-ξατέ μοι πύλας, εἰσελθὼν ἐν αὐταῖς, ὄψομαι τὸν ὡς βρέφος σπαργανούμενον, καὶ τὸν δρακὶ συνέχοντα τὴν κτίσιν, Ὅν ὑμνοῦσιν Ἄγγελοι ἀκαταπαύστῳ φωνῇ, Ζωοδότην Κύριον, τὸν σῴζοντα τὸ γένος ἡμῶν.
 
Εἰς τόν Στίχον. Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσι.
Δανιήλ ὁ θαυμάσιος, τήν καρδίαν κτησάμενος, καθαρόν τοῦ Πνεύματος καταγώγιον, καί παρ’ Αὐτοῦ φωτιζόμενος, μελόντων τήν δήλωσιν, προθεσπίζει προφανῶς, προφητείας λαμπρότητι, καλλυνόμενος, καί τρανῶς σαφηνίζων τῶν κρατούντων, παρανόμων βασιλέων, τά κεκρυμμένα ἐνύπνια.
Στ. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.
Προστομώσας τό σῶμα σου, τῇ νηστείᾳ ἀδάμαστον, τῶν λεόντων στόμασιν ἀπετέλεσας· μέσον γάρ τούτων ἱστάμενος, Προφῆτα θεσπέσιε, καί Θεῷ τῷ ἀγαθῷ, ἀτενίζων διέμεινας, ἀπαράτρωτος, ἀποῤῥήτῳ δυνάμει τοῦ τά πάντα, ἐνεργοῦντος παραδόξως, τοῦ Λυτρωτοῦ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Στ. Τοῖς Ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος.
Ἐπί θρόνου καθήμενον, καί Ἀγγέλοις κυκλούμενον, τόν ὑπέρ κατάληψιν ἐθεώρησας, Κριτήν ὑπάρχοντα δίκαιον, Προφῆτα θαυμάσιε· ἐκπλαγείς δέ τό φρικτόν, τῆς ἐμφόβου ὁράσεως, διεσήμανας, τοῖς μετέπειτα πᾶσιν ὑπογράψας, τήν Δευτέραν Παρουσίαν, τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ ἡμῶν.
Δόξα. Τῶν Τριῶν Παίδων. Ἦχος πλ. β΄.
Ἐν ψυχῇ συντετριμμένῃ, καί πνεύματι ταπεινώσεως, ἐν μέσῳ τῆς καμίνου τοῦ πυρός, τόν παγκόσμιον ὕμνον ἐμελωδήσατε, Παῖδες τρισόλβιοι· καί τῆς φωνῆς ὑμῶν εἰσήκουσεν, ὁ ὤν ἐγγύς Κύριος, τοῖς συντετριμμένοις τήν καρδίαν, καί τούς ταπεινούς τῷ πνεύματι σώζων· καί διατηρήσας ἀσινεῖς, προσεδέξατο ὑμᾶς, ὡς θυσίαν καθαράν· δι’ ὅ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ τυγχάνοντες, παῖδες Θεοῦ γενέσθαι ἠξιώθητε. Παῤῥησίαν οὖν ἔχοντες πρός Αὐτόν, ἐκτενῶς πρεσβεύσατε, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καί νῦν. Τοῦ Προφήτου. Ὁ αὐτός.
Δανιήλ ἀνήρ ἐπιθυμιῶν, λίθον ἄνευ χειρός τμηθέντα, θεωρήσας Σε Κύριε, βρέφος ἄνευ σπορᾶς τεχθῆναι προηγόρευσαι, Σέ τόν ἐκ Παρθένου σαρκωθέντα Λόγον, τόν ἀναλλοίωτον Θεόν, καί Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
 
Νῦν ἀπολύεις, Τρισάγιον, Ἀπολυτίκιον. ῏Ηχος β΄.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! Ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι Τρεῖς Παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντων ποιμήν, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Πάντα ὑπὲρ ἔννοιαν, πάντα ὑπερένδοξα, τὰ Σὰ Θεοτόκε μυστήρια· τῇ ἁγνείᾳ ἐσφραγισμένῃ, καὶ παρθενίᾳ φυλαττομένῃ, Μήτηρ ἐγνώσθης ἀψευδής, Θεὸν τεκοῦσα ἀληθινόν· Αὐτὸν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
 
Ἀπόλυσις.
 
ΟΡΘΡΟΣ
Μετά τήν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος α΄. Τόν τάφον Σου, Σωτήρ.
Ὁ θεῖος Δανιήλ, Προφητῶν ἡ ἀκρότης, διόπτρα μυστική, ἐκ Θεοῦ ἀνεφάνη, καὶ πᾶσαν τὴν σάρκωσιν, τοῦ Σωτῆρος προήγγειλεν· ἧν νῦν βλέποντες, τοῦτον ἀξίως τιμῶμεν, σὺν θεόφροσι, Παισὶ Τρισὶν ἐν αἰνέσει, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Δόξα. Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν Προφήτην Κυρίου ὕμνοις τιμήσωμεν, τὸν ἐν νόμῳ τὴν χάριν προαγορεύσαντα, Δανιὴλ τὸν θαυμαστόν, καὶ τοὺς θεόφρονας, Τρεῖς Νεανίας σὺν αὐτῷ, τοὺς ἐν καμίνῳ τοῦ πυρός, ἀφλέκτους διασωθέντας· πρεσβεύουσι γὰρ τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ τῶν πίστει εὐφημούντων αὐτούς.
Καί νῦν. Προεόρτιον. Ὅμοιον.
Βηθλεὲμ ἑτοιμάζου τὰ πρὸς ὑπάντησιν, τῆς Παρθένου Μαρίας καὶ Θεομήτορος· ἰδοὺ γὰρ ἔρχεται πρὸς σέ, ἔμβρυον φέρουσα, τὸν συνάναρχον Πατρί, καὶ τῷ Πνεύματι ἀεί, Υἱὸν Ὅν ἐν τῷ σπηλαίῳ, γεννήσει καὶ μετὰ τόκον, πάλιν Παρθένος ὀφθήσεται.
 
Μετά τήν β΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Προφήτα θεόσοφε, καὶ ἱερὲ Δανιήλ, τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ἀναλαβὼν δαψιλῶς, ἐνύπνια ἔλυσας· στόματα δὲ λεόντων, ἔφραξας ἐν τῷ λάκκῳ· σάρκωσιν Θεοῦ Λόγου, ἀριδήλως προέφης. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Δόξα. Ὁ αὐτός. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Δανιὴλ σὲ τὸν σοφὸν, καὶ ἄνδρα ἐπιθυμιῶν, καὶ τοὺς Παῖδας νῦν τοὺς Τρεῖς, ἀνευφημοῦμεν οἱ πιστοί· μανίαν γὰρ οὐκ ἐπτήξατε τῶν κρατούντων, Θεὸν ἀληθινὸν, λαμπρῶς κηρύττοντες· λεόντων τὰς ὁρμὰς, ἐπεδήσατε, καὶ καιομένην ἐσβέσατε κάμινον, τῇ πίστει ἐνδυναμουμένοι. Ὅθεν βοῶμεν· μνείαν ποιεῖτε, τῶν ὑμᾶς εὐφημούντων.
Καὶ νῦν. Προεόρτιον ὅμοιον.
Ὁ ἔχων θρόνον οὐρανὸν, καὶ ὑποπόδιον τὴν γῆν, ἐσαρκώθη δι᾿ ἡμᾶς, ὁ προαιώνιος Θεός, καὶ ἐτέχθη παραδόξως ἐκ τῆς Παρθένου· σπήλαιον Αὐτοῦ οἶκος ἐγένετο, φάτνη πενιχρὴ ἀνακλίνεται· διὰ τοῦτο καὶ ἐξ ὕψους αἰνοῦσι, μεγαλοφώνως Αὐτὸν οἱ Ἄγγελοι· Θεῷ ἡ δόξα, ἐν τοῖς ὑψίστοις, ἐπὶ γῆς δὲ εἰρήνη.
 
Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα. Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοὺς τὴν θείαν μνήμην σου, ἐπιτελοῦντας, Δανιὴλ πανεύφημε, καὶ ἄνερ ἐπιθυμιῶν, σκέπασον πάντας καὶ φύλαττε, ταῖς πρὸς τὸν Κτίστην, θερμαῖς ἱκεσίαις σου.
Δόξα. Ὅμοιον.
Παῖδες οἱ τρισάριθμοι, Ἀβραμιαῖοι, Ἀνάνια πάνσοφε, σὺν Ἀζαρία Μισαήλ, ἡμᾶς φρουρήσατε μέλποντας, τὴν σεβασμίαν, ὑμῶν νῦν πανήγυριν.
Καὶ νῦν. Προεόρτιον, ὅμοιον.
Βηθλεὲμ εὐτρέπισον, σπήλαιον θεῖον, ἡ Παρθένος ᾔκει γάρ, Χριστὸν μολοῦσα τοῦ τεκεῖν, καὶ Μάγοι δῶρα προσφέροντες, μετὰ Ποιμένων, Αὐτὸν προσκυνήσουσιν.
 
Οἱ Ἀναβαθμοί· τὸ α΄ Ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου.
Προκείμενον. Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ.
Στ. Τοῖς Ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ Σὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος.
Εὐαγγέλιον ἐκ τοῦ κατὰ Μᾶρκον.
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ὅταν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ Προφήτου, ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ, ὁ ἀναγινώσκων νοείτω, τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὅρη· ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτῳ εἰς τὴν οἰκίαν, μηδὲ εἰσελθέτω ἄραι τὶ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ· καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὧν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω, ἄραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. Οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. Προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. Ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. Καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὖς ἐξελέξατο, ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. Καὶ τότε ἐὰν τὶς ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. Ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανάν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα.
Ὁ Ν΄ (50) Ψαλμὸς.
Δόξα. Ταῖς τῶν Προφητῶν Σου…  
Καὶ νῦν. Ταῖς τῆς Θεοτόκου… 
Ἰδιόμελον. Ἦχος β´. Στ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός...
Χαίρετε Προφῆται τίμιοι, οἱ τὸν νόμον Κυρίου, καλῶς διαταξάμενοι, καὶ τῇ πίστει φανέντες, ἀπόρθητοι στῦλοι ἀκλινεῖς· ὑμεῖς γὰρ καὶ μεσῖται ὤφθητε, τῆς Νέας Διαθήκης Χριστοῦ· καὶ μεταστάντες πρὸς οὐρανόν, Αὐτὸν ἱκετεύσατε, εἰρηνεῦσαι τὸν κόσμον, καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
 
Οἱ Κανόνες· τῆς Θεοτόκου, τοῦ Προφήτου Δανιήλ καὶ τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων.
Τοῦ Προφήτου Δανιήλ, οὗ ἡ ἀκροστιχίς· Σοφόν Δανιήλ ᾄσμασι περιστέφω. Θεοφάνους.
ᾨδή α΄. Ἦχος πλ. δ΄. ᾎσμα ἀναπέμψωμεν λαοί.
Σῶτερ εὐεργέτα τοῦ παντός, τῶν ἀγαθῶν ὁ αἴτιος, τῇ φωτοφόρῳ Σου, τήν ἔννοιάν μου αἴγλῃ, φωτίζοις Φιλάνθρωπε, ὅπως τοῦ Σοῦ Προφήτου, εὐφημήσω τήν ἔνδοξον μνήμην.
Ὄρθρος ὡς ἀνέτειλας σοφέ, τῆς σωφροσύνης σώφρονα, προκινδυνεύουσαν Σωσάναν διέσωσας· Θεός γάρ σε ἤγειρε, γνώστης ὁ τῶν κρυφίων, πρεσβυτέρους δεινούς κατακρῖναι.
Φόβῳ στοιχειούμενοι Θεοῦ, οἱ Ἀβραάμ ἀπόγοινοι, τροφήν παράνομον, ἀπώσαντο γενναίως, καί θείῳ τρεφόμενοι, πόθῳ τῆς εὐσεβείας, πρός μεγίστην ἐπήρθησαν δόξαν.
Θεοτοκίον.
Ὄρος ἐθεώρεις νοητόν, Δανιήλ ἱερώτατε, τήν μόνην Ἄχραντον, Ἀειπάρθενον Κόρην, ἐξ Ἧς περ ἐκτέτμηται, λίθος ὁ ἀκρογωνιαῖος, καί τήν πλάνην συνέτριψε πᾶσαν.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων, οὗ ἡ ἀκριστιχίς· Τρεῖς Παῖδας ὑμνῶ Δανιήλ τε τόν μέγαν. Θεοφάνους.
ᾨδή α΄. Ἦχος ὁ αὐτός. Ὑγράν διοδεύσας.
Τόν ἄναρχον Λόγον τόν ἐκ Πατρός, πρό πάντων αἰώνων, γεννηθέντα θεοπρεπῶς, τόν ἐν τῇ καμίνῳ Νεανίας, συμβολικῶς ὁραθέντα δοξάσωμεν.
Ῥημάτων τυῤῥάνου τοῦ δυσεβοῦς, οἱ εὐγενεῖς Παῖδες, καταπτύσαντες καρτερῶς, τροφαῖς πανανόμων μή χρανθῆναι, χαλδαϊκῶς οὐ κατηξίωσαν.
Ἐτρέφεσθε λόγῳ μέν ψυχικῶς, τροφαῖς αὐτομάτοις, κεχρημένοι δέ σαρκικῶς, τῶν ἁβροδιαίτων τάς ἰδέας, τῷ βασιλεῖ ὡραιότεροι δείκνυσθε.
Θεοτοκίον.
Ἰόν τόν τοῦ ὄφεως ἀκοαῖς, πικρῶς ἐμπαρέντας, ταῖς τῆς Εὔας ἡ ἐκ Δαβίδ, βλαστήσασα Κόρη θεραπεύει, τόν Λυτρωτήν κυοφορήσασα.
 
ᾨδή γ΄. Τοῦ Προφήτου. Σύ εἰ τό στεῥέωμα.
Νόσησιν καί σύνεσιν, παρά Θεοῦ λαβών ἔλυσας, φωτοφανῶς, τά ἐσκιασμένα τῶν κρατούντων ἐνύπνια.
Δράκοντα ἐνέκρωσας, διὰ τροφῆς βαλὼν ἔνδοξε, τὸν αἰσθητόν· τοὺς πρὶν ἀοράτους, ἐτροπώσω γὰρ δαίμονας.
Χαίροις παμμακάριστε, Θεοῦ Προφῆτα θεσπέσιε, ὦ Δανιήλ· σὺ γὰρ τοῦ Δεσπότου, παρουσίαν προήγγειλας.
Θεοτοκίον.
Αἴγλῃ φωτιζόμενος, τό ἐμφανές ὁρᾷς ἔνδοξε, ὄρος Θεοῦ, τήν Εὐλογημένην, βροτῶν τό ἐγκαλλώπισμα.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ὁ αὐτός.
Σύνεσιν κτησάμενοι, τήν θεοδίδακτον Δέσποτα, Παῖδες Δαυΐδ, νόμους τούς πατρώους, θεοφρόνως ἐτήρησαν.
Πῦρ οὐ κετεφλόγισε, τά καθαρώτατα σώματα, τῶν εὐσεβῶν· διά γάρ νηστείας, ψυχοτρόφου ἠρδεύοντο.
Αἶνον τόν παγκόσμιον, καί πολυΰμνητον ᾄδουσι, Παῖδες οἱ Τρεῖς, μέσον τῆς καμίνου, θαυμαστῶς δροσιζόμενοι.
Θεοτοκίον.
Ἵνα τόκον Δέσποινα, ἐκ παρθενεύοντος σώματος, δείξῃς ἡμῖν, σώζεις ἐν καμίνῳ, παρθενεύοντα σώματα.
 
Κοντάκιον τῶν Τριῶν Παίδων. ῏Ηχος πλ. β΄. Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ᾿ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέντες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογὸς ἀνυποστάτου ἱστάμενοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
Ὁ Οἶκος.
Ἔκτεινόν Σου τὴν χεῖρα, ἧς πάλαι ἔλαβον πεῖραν Αἰγύπτιοι πολεμοῦντες καὶ Ἑβραῖοι πολεμούμενοι· μὴ καταλίπῃς ἡμᾶς καὶ καταπίῃ ἡμᾶς θάνατος, ὁ διψῶν ἡμᾶς, καὶ σατὰν ὁ μισῶν ἡμᾶς· ἀλλ᾿ ἔγγισον ἡμῖν καὶ φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς ἐφείσω ποτὲ τῶν Παίδων Σου, τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἀπαύστως ἀνυμνούντων Σε καὶ βληθέντων ὑπὲρ Σοῦ εἰς τὴν κάμινον καὶ ἐκ ταύτης κραυγαζόντων Σοι· τάχυνον ὁ Οἰκτίρμων καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμων, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.
 
Κάθισμα τοῦ Προφήτου Δανιήλ. ῏Ηχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Προφητείας τὴν χάριν πεπλουτηκώς, τῆς Παρθένου τὸν τόκον σκιαγραφεῖς, καὶ λύεις ὀνείρατα, τῶν κρατούντων σαφέστατα· ἐμβληθεὶς δὲ λάκκῳ ὡς Μάρτυς ἐδίδαξας, παραδόξως μάκαρ, νηστεύειν τοὺς λέοντας· ὅθεν καταστρέψας, τῶν ἀθέων τὸ σέβας, τὸν δράκοντα ἔκτεινας, ἀριστεύσας λαμπρότατα, Δανιὴλ ἀξιάγαστε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Δόξα. Τῶν Τριῶν Παίδων.
Τῆς Τριάδος εἰκόνα προφητικῶς, ἐξ ἀΰλων χρωμάτων ἐν τῇ φλογί, Τρεῖς Νέοι διέγραψαν, τῷ καλάμῳ τῆς πίστεως· καὶ τὴν τοῦ Λόγου ἄκραν, εἰς γῆν συγκατάβασιν, μυστικῶς κατεῖδον, καὶ πᾶσιν ἐκήρυξαν· ὅθεν καὶ τὴν δρόσον, οὐρανόθεν λαβόντες, τοῦ Πνεύματος βρύουσι, τοῖς πιστοῖς τὰ χαρίσματα. Διὰ τοῦτο βοήσωμεν· δώρησαι Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν τοῖς δούλοις Σου, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην αὐτῶν.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Χαῖρε θρόνε πυρίμορφε τοῦ Θεοῦ· χαῖρε Κόρη καθέδρα βασιλική, κλίνη πορφυρόστρωτε, χρυσοπόρφυρε θάλαμε, χλαμὺς ἀλουργόχροε, τιμαλφέστατον τέμενος, ἀστραπηφόρον ἅρμα, λυχνία πολύφωτε· χαῖρε Θεοτόκε, δωδεκάτειχε πόλις, καὶ πύλη χρυσήλατε, καὶ παστὰς ἀγλαόμορφε, ἀγλαόχρυσε τράπεζα, θεοκόσμητον σκήνωμα· χαῖρε ἔνδοξε νύμφη ἡλιοστάλακτε· χαῖρε μόνη ψυχῆς μου εὐπρέπεια.
 
ᾨδὴ δ΄. Τοῦ Προφήτου. Ἐξ ὅρους κατασκίου.
Νόμον εὐσεβῶς, φυλάξας ὦ Προφῆτα, τῆς ὄντως σοφίας, ἔγνως τὸν Δοτῆρα, τὰ μυστικά σε διδάσκοντα καὶ βαθέα, καὶ τὰ ἐν σκότει σε φωτίζοντα.
Ἱερὰν ζωήν, βιώσας θεοφάντορ, ἐπιθυμιῶν ἀνὴρ προσηγορεύθης· ἀρρενωπῶς γὰρ τὰ πάθη καταπατήσας, πρὸς τὴν ἀγήρω μετετέθης ζωήν.
Ἡ ἐνοικοῦσα ἐν σοί, τοῦ Παρακλήτου χάρις, Δανιήλ σε δεικνύει ὅλον φωτοφόρον, καὶ νικητὴν τῶν τυράννων καὶ βασιλέων, καὶ τῆς σοφίας καταγώγιον.
Θεοτοκίον.
Λίθον Σε χειρός, τμηθέντα ἄνευ Λόγε, ὄρους προορᾷ, Παρθένου Θεοτόκου, Δανιὴλ ὁ Προφήτης ἀνακραυγάζων, καὶ ἀνυμνῶν Σου τὴν θεότητα.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Εἰσακήκοα Κύριε.
Δανιὴλ ὁ σοφώτατος, ἐνθεαστικῶς τὸν νοῦν φωτιζόμενος, τὰ ἐνύπνια διέλυσε, τῶν αὐτοκρατόρων θείᾳ χάριτι.
Ἀπαστράπτει τοῖς θαύμασιν, ἡ ἐν τῇ καμίνῳ τῶν Παίδων ἄθλησις· τὸν γὰρ τύραννον ἐζώγρησαν, πρὸς ἐπίγνωσίν Σου Παντοδύναμε.
Συμφωνίας τὰ ὄργανα, καὶ τῆς μουσικῆς μέλη παναρμόνια, τοὺς γενναίους οὐ κατέθελξαν, καὶ χρυσῇ εἰκόνι οὐχ ὑπέκυψαν.
Θεοτοκίον.
Ὑμνῳδίαις Πανύμνητε, οἱ ἐν Βαβυλῶνι Παῖδες γεραίρουσι, τὸν Υἱόν Σου τὸν Ὑπέρθεον, Ὅν ἐν τῇ καμίνῳ ἐπεγίνωσκον.
 
ᾨδὴ ε΄. Τοῦ Προφήτου. Ὁ ἐκ νυκτὸς ἀγνοίας.
Ἀθλητικοὺς ἀγῶνας, τῆς προφητείας φαιδρύνας κηρύγματι, λάμπεις δι’ ἀμφοτέρων, θείας ἐπιπνοίας ἀνάπλεως.
Σοφὸς ἐδείχθης μάκαρ, ταῖς ὑπὲρ νοῦν τῆς σοφίας ἐλλάμψεσι, μέγιστε θεορρῆμον, Δανιὴλ καὶ πάντας ἐφώτισας.
Ὡς συνετὸς τρισμάκαρ, τοῦ βασιλέως ἐνύπνια ἄδηλα, μόνος διερμηνεύσω, Δανιὴλ καὶ τοῦτον ἐξέπληξας.
Θεοτοκίον.
Μυσταγωγεῖ τοὺς τύπους, τῆς ἀπορρήτου σαρκώσεως Ἄχραντε, τῆς ἐκ Σοῦ τοῦ Ὑψίστου, Δανιὴλ ὁ Προφήτης ὁ ἔνδοξος.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ἵνα τί με ἀπώσω.
Μυηθέντες τὸν νόμον, Σῶτερ οὐκ ἠρνήσαντο οἱ Σοὶ θεράποντες, Δανιὴλ ὁ μέγας, σὺν Τρισὶ Νεανίαις θεόφροσιν· ἀλλ᾿ ἰσχὺν λαβόντες, τὴν παρὰ Σοῦ τοῦ Εὐεργέτου, τοὺς τυράννους ἀνδρείως ἐτρέψαντο.
Νοερῶς ἐμυεῖτο, Δανιὴλ Φιλάνθρωπε, τὰ Σὰ μυστήρια· ἐπὶ γὰρ νεφέλης, ὡς υἱόν Σε ἀνθρώπου ἐρχόμενον, τῶν ἐθνῶν ἁπάντων, οἷα Κριτὴν καὶ Βασιλέα, ἐθεώρει νοὸς καθαρότητι.
Ὡραιώθη ὦ Παῖδες, ὑπὲρ λίθον σάπφειρον ὑμῶν τὰ σώματα· ὡς αὐγὴ χρυσίου, εὐσεβείας τῷ ζήλῳ πυρσεύετε, ἐμπεριπατοῦντες, χαρμονικῶς ἐν τῇ καμίνῳ, καὶ κροτοῦντες χορείαν τρισάριθμον.
Θεοτοκίον.
Δανιήλ Σε Παρθένε, ὄρος προδιέγραφε σαφῶς ὁ ἔνθεος· οἱ τριττοὶ δὲ Παῖδες, καθορῶντες τὴν φλόγα δροσίζουσαν, τὸν Σὸν θεῖον τόκον, μελῳδικῶς ἀνευφημοῦσιν, ὡς Σωτῆρα καὶ Κτίστην καὶ Κύριον.
 
ᾨδὴ στ΄. Τοῦ Προφήτου. Ὡς τὸν Προφήτην ἐρρύσω.
Ἀγγελικὰς σὺ χορείας, ἐν φωτὶ λαμπροτάτῳ θεώμενος, μιμητὴς πανάριστος, τούτων ἐχρημάτισας, τοῦ Παντάνακτος, ἐντρυφῶν ἐλλάμψεσι.
Σωτηριώδη τοῦ Λόγου, παρουσίαν μηνύων προήγγειλας, καὶ ναοῦ καθαίρεσιν, Νόμου τε τὴν πλήρωσιν, καὶ τῆς χάριτος, ὑπὲρ νοῦν δωρήματα.
Θεοτοκίον.
Ἰδοὺ Παρθένος ἐν μήτρᾳ, ἐμφανῶς συλλαμβάνει Χριστὸν τὸν Θεόν· ἧς περ τὴν προτύπωσιν, ἐλλαμφθεὶς τῷ Πνεύματι, προεώρακε Δανιὴλ ὁ ἔνδοξος.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ἄβυσσος ἁμαρτιῶν.
Ἄρξαντες τῶν ψυχικῶν, παθημάτων τῇ δυνάμει τοῦ Λόγου, χώρας ἐθνῶν Χαλδαίων, ἡγεμόνες γεγόνατε· οἶδε γὰρ ἡ ἀρετή, γέρα χαρίζεσθαι κεκτημένοις, ὦ τοῦ Δαυὶδ σοφοὶ ἀπόγονοι.
Νέκρωσιν ὁ Δανιήλ, ζωηφόρον ἐνδυσάμενος πάλαι, τὸν ὡς θεὸν Χαλδαίοις, δυσσεβῶς νομιζόμενον, ἀναιρεῖ διὰ τροφῆς, δράκοντα κάκιστον Ἱερεῖς τε, τοὺς δυσμενεῖς σοφῶς ἀπέκτεινε.
Θεοτοκίον.
Ἵλεών μοι τὸν Κριτήν, ὡς Υἱόν Σου Θεοτόκε Παρθένε, ταῖς Σαῖς λιταῖς γενέσθαι, ἐν ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, Λυτρωτήν τε τῶν δεινῶν, Μῆτερ δυσώπησον· Σοὶ γὰρ μόνῃ, τὰ τῆς ἐλπίδος ἀνατίθημι.
 
Κοντάκιον τοῦ Προφήτου Δανιήλ. ῏Ηχος γ΄. ῾Η Παρθένος σήμερον.
Καθαρθεῖσα Πνεύματι ἡ καθαρά σου καρδία, προφητείας γέγονε φαεινοτάτης δοχεῖον· βλέπεις γάρ, ὡς ἐνεστῶτα τὰ μακρὰν ὄντα· λέοντας ἀποφιμοῖς δὲ βληθεὶς ἐν λάκκῳ· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Προφῆτα μάκαρ Δανιὴλ ἔνδοξε.
Ὁ Οἶκος.
Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀληθῆ Θεὸν ἡμῶν, Οὗ τὴν θείαν ἔλευσιν τρανῶς προηγόρευσας, δυσώπει ἀπαύστως, τοὺς ἐν εὐφροσύνῃ τὴν θείαν ταύτην τελοῦντας μνήμην σου καὶ πίστει τιμῶντάς σε, πειρατηρίων παντοίων ῥύσασθαι καὶ ἁμαρτιῶν καὶ περιστάσεων, ὡς παῤῥησίαν θεόφρον ἔχων καὶ ἐν ἀνοίξει τῶν ἐμῶν δίδου χειλέων, σὲ ὑμνεῖν ἀκατάγνωστον λόγον, καὶ μηδόλως βδελύξει, Προφῆτα μάκαρ, Δανιὴλ ἔνδοξε.
 
Συναξάριον.
Τῇ ΙΖ´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς, μνήμη τῶν ἁγίων Τριῶν Παίδων καὶ Δανιὴλ τοῦ Προφήτου.
Στίχοι·
Ὕπαρ, Θεέ, βλέπει Σε νῦν ἐπί θρόνου,
τμηθείς Δανιήλ, οὐκ ὄναρ, καθώς πάλαι.
Εἰ μή θανεῖν τρεῖς Παῖδες ἤρων ἐκτόπως,
ὡς τοῦ πυρός πρίν ἦρχον ἄν καί τοῦ ξιφους.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Δανιήλ τάμον, ὅς βλέπει μέλλον.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
 
ᾨδὴ ζ΄. Τοῦ Προφήτου. Παῖδες Ἑβραίων ἐν καμίνῳ.
Νόμῳ Προφῆτα πεφραγμένος, οὐκ ἠνέσχου τοῦ χρανθῆναι παρανόμως· ἀλλ᾿ ἐνθέως τὸν νοῦν, λαμπόμενος ἐβόας· εὐλογητὸς εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.
Πάντας ἐκπλήττει σου τὸ θαῦμα· ὡς Προφήτῃ γὰρ Προφήτης σοι παρέστη, μεταρσίως τροφήν, κομίζων σοι καὶ μέλπων· εὐλογητὸς εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἔνδον τοῦ λάκκου καθειργμένος, καὶ τοῖς λέουσι πρὸς βρῶσιν τεθειμένος, διεσώθης Θεοῦ, σκεπάσαντός σε μάκαρ, εὐλογητὸς εἶ μέλποντα, ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας.
Θεοτοκίον.
Ῥεῖθρα ἀφθόνως ἀναβλύζεις, ἰαμάτων ὦ Παρθένε Θεοτόκε· Δανιὴλ γὰρ τρανῶς, ἑώρακέ Σε ὄρος, ἐξ οὗ Σωτὴρ ἀνέτειλεν, ὁ Θεὸς εἰς αἰῶνας.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Παῖδες θεοσεβεῖς ἐν Βαβυλῶνι.
Ἦχος θεοφιλὴς ἐμελῳδεῖτο, ἐκ μέσου πυρὸς τῷ Παντοκράτορι· Ἀζαρίας γὰρ θεῖον χορὸν συστησάμενος, τὴν ᾠδὴν σὺν τούτοις ἀνέμελπεν· εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Λύρα Νεανιῶν ἐθεολόγει, τὸν πάντων Θεὸν καὶ Παντοκράτορα, τὸν αὐτοῖς ἐν καμίνῳ, τρανῶς ὀπτανόμενον, καὶ ᾠδὴν ἀνέμελπον λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν.
Τρεῖς τοὺς ἐν τῇ καμίνῳ βεβλημένους, εἰδὼς ὁ κρατῶν ὡς ἐθεάσατο, τοῦ τετάρτου τὴν θέαν, Υἱὸν προηγόρευσε, τοῦ Θεοῦ, καὶ πᾶσιν ἐτράνωσεν, εὐλογητὸς ἐκβοῶν, ὁ τῶν Πατέρων Θεός.
Θεοτοκίον.
Ἔχων λελαμπρυσμένον θείᾳ αἴγλῃ, τὸν νοῦν Δανιὴλ θεομακάριστε, τῆς Παρθένου τὸν τόκον, σαφῶς προτεθέασαι, μυστικαῖς εἰκόσι μορφούμενον, εὐλογητὸς ἐκβοῶν, ὁ τῶν Πατέρων Θεός.
 
ᾨδὴ η΄. Τοῦ Προφήτου. Οἱ θεορρήμονες Παῖδες.
Ἱεροφάντωρ ἐδείχθης ὦ Προφῆτα, καὶ πρακτικῇ θεωρίᾳ τοῖς Ἀσωμάτοις συνέψαλλες· εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Σὲ παμμακάριστε πάντες εὐφημοῦμεν, καὶ τῇ σεπτῇ πανηγύρει, σοῦ γεγηθότες κραυγάζομεν· εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
Θεοτοκίον.
Τὴν ὑπερθαύμαστον Κόρην θεηγόρε, τυπικοῖς ἐν συμβόλοις, κατανοήσας ἐκραύγαζες· εὐλογεῖτε τὰ ἔργα Κυρίου τὸν Κύριον.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ἑπταπλασίως κάμινον.
Τὴν Ἀβραὰμ εὐγένειαν, διασῴζειν σπουδάζοντες, τὴν οἰκειοτάτην, πρὸς αὐτὸν ἐκτήσασθε, κρηπῖδα τῆς πίστεως, καὶ τῆς ἐλπίδος Ὅσιοι, καὶ ὑπομονὴν καὶ πειρασμῶν καρτερίαν, βοῶντες ἀνενδότως· Ἱερεῖς εὐλογεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Οἱ ὡς φωστῆρες λάμποντες, καὶ τὴν γῆν οὐρανώσαντες, καὶ τῆς εὐσεβείας φωτισμῷ πυρσεύοντες, παγκόσμιον στήσαντες, χοροστασίαν ᾄδουσι, Σοὶ τῷ εὐεργέτῃ, καὶ Δεσπότῃ τῶν ὅλων· οἱ Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Νεανικῶς οἱ σβέσαντες, ἐπηρμένην τὴν κάμινον, καὶ τὰς τῶν λεόντων ἀκωκὰς πεδήσαντες, Δαυὶδ οἱ ἀπόγονοι, νῦν γεγηθότες ψάλλουσι· τὸν ἐκ πειρασμῶν, ἐκσεσωκότα Δεσπότην, οἱ Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Θεοτοκίον.
Μυσταγωγεῖται Πάναγνε, Δανιὴλ ὁ σοφώτατος, καὶ προζωγραφοῦσι Παῖδες Τρεῖς τὴν γέννησιν, τὴν Σὴν οἱ θεόφρονες, διὰ συμβόλων βλέποντες, τὸν ἐκ τῆς γαστρός Σου, προελθόντα ἀφράστως· Ὅν Παῖδες εὐλογοῦσιν, Ἱερεῖς ἀνυμνοῦσι, λαοὶ ὑπερυψοῦσιν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
 
ᾨδὴ θ΄. Τοῦ Προφήτου. Κυρίως Θεοτόκον.
Ἐδρέψω σου τῶν πόνων, τὰς ἐπικαρπίας, ἐν οὐρανοῖς σὺν Προφήταις χορεύων ἀεί, περὶ τὸν ὕψιστον θρόνον, τοῦ Παντοκράτορος.
Φωτὶ τῷ τρισηλίῳ, νῦν στεφανηφόρος, τῶν ἐφετῶν ἀκροτάτῳ παρίστασαι, ταῖς Ἀσωμάτων χορείαις συναγαλλόμενος.
Συνήφθης ταῖς χορείαις, Προφητῶν Δικαίων, τῶν πρὸ νόμου καὶ ἐν νόμῳ καὶ χάριτι, ὦ Δανιὴλ ὡς Προφήτης πανάριστος.
Θεοτοκίον.
Ὡραῖόν σου τὸ κάλλος, οὗ νῦν ἀπολαύεις· τὴν γὰρ Πανύμνητον Κόρην Προφῆτα σοφέ, διὰ συμβόλων μηνύειν πᾶσιν ἠξίωσαι.
 
Τῶν Τριῶν Παίδων. Ὁ αὐτός.
Ἐφθάσατε τὸ τέλος, τὸ πεποθημένον, καὶ ὀρεκτῶν ἀκροτάτῳ παρέστητε, ἐν οὐρανίοις θαλάμοις, Παῖδες πανόλβιοι.
Γηθόμενοι τὸ δράγμα, τῆς μετὰ δακρύων, καλῆς ὑμῶν γεωργίας κομίζεσθε, τῆς ἀφθαρσίας τὸν στάχυν καρποφορήσαντες.
Ἀνέτειλε λαμπρότης, νῦν ὑμῖν ἀξίως, καὶ εὐφροσύνη καρδίας ἐξήνθησεν· ἔνθεν ἀπέδρα γὰρ λύπη κατεσκηνώσατε.
Θεοτοκίον.
Νομὴν τὴν τοῦ θανάτου, ἔστησας Παρθένε, τὸν Ζωοδότην τεκοῦσα καὶ Κύριον, ζωοποιοῦντα τοὺς πίστει Σὲ μεγαλύνοντας.
 
Ἐξαποστειλάρια.
Τοῦ Προφήτου. Ἦχος γ΄. Ἐν Πνεύματι τῷ Ἱερῷ.
Ἀνὴρ τῶν ἐπιθυμιῶν, ἐχρημάτισας ὄντως· τοῦ Λόγου γὰρ τὴν σάρκωσιν, προκατήγγειλας πρῶτος, τοὺς θήρας καθυπέταξας, καὶ τὴν πλάνην ἔπαυσας, τῆς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσαν, τῶν δαιμόνων τὴν ὀφρύν, κατηδάφισας, Χριστοῦ τῇ συμμαχίᾳ Προφῆτα.
Ἕτερον τῶν Τριῶν Παίδων. Ὅμοιον. 
Τὸν τόκον τὸν ἀπόῤῥητον, τῆς Παναγνοῦ Παρθένου, τυποῦντες οἱ τρισάριθμοι, τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὴν φλόγα κατεπάτησαν, τοῦ πυρὸς δροσούμενοι, Ἀγγέλου συγκαταβάσει, ὁ κλεινὸς Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ· οὗς πίστει ἀνευφημοῦμεν.
Ἕτερον κοινόν τῶν Ἁγίων. Ἦχος β΄. Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν.
Ὁ ἐν Προφήταις μέγιστος, Δανιὴλ νῦν τιμάσθω· Χριστὸν γὰρ τὸν Θεὸν ἡμῶν, εἶδε λίθον τμηθέντα, ἄνευ χειρῶν ἀπὸ ὄρους, τῆς ἁγνῆς Θεοτόκου· σὺν τούτῳ εὐφημείσθωσαν, καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες οὕς περ, σῴζει πυρός, ἀβλαβεῖς καμίνου τύπος Παρθένου, ὁ θεῖος καὶ ἀπόρρητος, δι᾿ οὗ σέσωσται κόσμος.
Θεοτοκίον. Ὅμοιον.
Μυσταγωγεῖται Πάναγνε, διὰ Πνεύματος θείου, Δανιὴλ ὁ σοφώτατος· καὶ προγράφουσι πίστει, Ἀβραμιαῖοι Τρεῖς Παῖδες, Σοῦ τὸν ἄσπορον τόκον· ὁ ὢν γὰρ τῇ Θεότητι, ἀπερίγραπτος Λόγος, ἐκ Σοῦ σαρκί, θέλων περιγράφεται Θεοτόκε, ἐν Βηθλεὲμ τικτόμενος, εἰς βροτῶν σωτηρίαν.
 
Εἰς τούς Αἴνους ἱστῶμεν στίχους στ΄ καί ψάλλομεν Στιχηρά, Προσόμοια. Ἦχος πλ. δ΄. Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος.
Ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Πνεύματος θείου πλησθείς, ἐκ παιδὸς ὁ θαυμάσιος, Δανιὴλ διήλεγξε, τοὺς πρεσβύτας καὶ ἔσωσεν, ἀδίκου δίκης, Σωσάνναν σώφρονα, κρίσει δικαίᾳ καὶ ἐπανέστρεψε, πόνον ὡς γέγραπται, ἀδικίας δόλον τε, τὸν ἑαυτοῦ, σφῶν ταῖς κάραις ἄριστα, καὶ ἐνδικώτατα.
Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! Τῇ τῶν σπερμάτων τροφῇ, Ἀβραὰμ οἱ ἀπόγονοι, Δανιὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Τρεῖς Παῖδες τρισόλβιοι, ἁβροδιαίτων σαφῶς ἐδείχθησαν, Βαβυλωνίων πάντων λαμπρότεροι, ὄντες αἰχμάλωτοι, δόξῃ τιμιώτεροι τῶν δεσποτῶν, καὶ σεβασμιώτεροι, αὐτῶν γεγόνασιν.
Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! Προαγνισθέντες ψυχάς, ἀρεταῖς καὶ τὰ σώματα, Παῖδες Τρεῖς οἱ Ἅγιοι, Δανιήλ τε ὁ πάνσοφος, οἱ μὲν τὴν φλόγα πυρὸς ἐπάτησαν, ὁ δὲ θηρίων στόματα ἔφραξε· καὶ προεδήλωσαν τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, ἐν τῷ πυρί, τῷ ἀχειροτμήτῳ τε λίθῳ σαφέστατα.
Στόματα λεόντων ἔφραξας, καὶ πονηρὰς τῶν ἐχθρῶν, μηχανὰς ἀπεσκεύασας, καὶ γλώσσας ἐπέδησας, δυσφημούντων πρὸς Κύριον, καὶ εἰς ἀγάπην τούτους διήγειρας, τῶν εὐσεβούντων Δανιὴλ στόματα· ὅθεν ὡς κήρυκα καὶ Προφήτην ἅπαντες τῶν τοῦ Θεοῦ, μυστηρίων σέβοντες, πιστῶς γεραίρομεν.
Μῦστα Δανιὴλ φερώνυμε, ἐν θεοπτίᾳ ὁρῶν, ἐπὶ θρόνου καθήμενον, ἡμέρων ὑπάρχοντα, Παλαιὸν Παντοκράτορα, ἐκ μυριάδων περικυκλούμενον, ἐκ χιλιάδων τε λατρευόμενον, ὑμνῶ ὡς Ἅγιον, τρὶς ἀνευφημούμενον, ὡς Ποιητήν, χρόνῳ δὲ ὑπέρτερον, καὶ τῶν αἰώνων Θεόν.
Λίθον ἐξ ὄρους ἐρχόμενον, ἄνευ χειρὸς τὸν Χριστόν, ἐκ Παρθένου προήγγειλας, Δανιὴλ φερόμενον, καὶ εἰς νοῦν κατενόησας, τὴν Αὐτοῦ θείαν Δευτέραν ἔλευσιν, ὁρᾷς ἐκ θρόνου πῦρ προερχόμενον, τὸ καταφλέγον φεῦ, τοὺς ἀνόμους ἅπαντας· τοὺς δὲ πιστούς, θείαν πρὸς ἀπόλαυσιν ἄγει ὁ Δίκαιος.
Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.
Πλουσίως παρὰ Θεοῦ, ἐκχυθεῖσά σοι χάρις, Δανιὴλ θεόπνευστε, τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἑβραίων διήλεγξε, τοὺς βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν ἐξέπληξε, τοὺς σοφοὺς τῆς Βαβυλῶνος κατῄσχυνε, τῶν Περσῶν καὶ Μηδῶν τὰ βδελύγματα ἠφάνισε, τοὺς ἀπατεῶνας ἐξωλόθρευσε, τῶν λεόντων τὰ στόματα ἔφραξε, Προφήτην ἀεροβάτην ἀνέδειξε, τοῖς τοῦ κόσμου τὰ ἐν κόσμῳ γενησόμενα ἐδήλωσε, τοῖς δὲ πιστοῖς, ἀμφοτέρων τὰ μυστήρια, τῶν ἐπιφανειῶν τοῦ Χριστοῦ, σαφέστατα προεκήρυξε. Διό περ νῦν ἐν τῇ πρώτῃ Παρουσίᾳ προϋπαντῶντες Αὐτῷ διὰ τῆς σῆς πανηγύρεως, αἰτοῦμέν σε πρεσβεύειν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ὡς ἀξιωθείημεν, ὑπαντῆσαι Αὐτῷ ἐν νεφέλαις, ἐν τῇ Δευτέρᾳ φρικτῇ ἐλεύσει Αὐτοῦ, καὶ δοξάξομεν Αὐτῷ εἰς τοὺς αἰῶνας.
    Καί νῦν. Προεόρτιον. Ἦχος ὁ αὐτός.
Τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, ἐκ παρθενικῆς νηδύος ἀνίσχειν μέλλοντος, ὡς ἀστέρες παμφαεῖς προλάμπουσιν ἡμῖν, ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρός, οἱ τῆς Τριάδος ἰσάριθμοι Νεανίαι, τὸ ξένον τοῦ μυστηρίου ἐν ἑαυτοῖς προτυπώσαντες· σὺν τούτοις δὲ καὶ Δανιήλ, ὁ λαμπρότατος Προφήτης, προαυγάζει τοῖς πέρασι, τῷ προῤῥήσεως φωτί, τὸν Χριστὸν προενδεικνύμενος λίθον ἀχειρότμητον, ἐκ τῆς Παρθένου προερχόμενον, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
 
Δοξολογία Μεγάλη καί Ἀπόλυσις.