Δημήτριος Πάλλης**
Η εν λόγω σχηματική παρουσίαση επιδιώκει να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς. Πρώτον, να διαγράψει και να αξιολογήσει τα στάδια στην πρόσληψη των αρεοπαγιτικών κειμένων στην εγχώρια θεολογική συγγραφική παραγωγή με ιδιαίτερη έμφαση στη γενιά του ’60. Δεύτερον, να συμπληρώσει και να προεκτείνει την πρόσφατη εργασία του ιεροδιακόνου Καθηγητή Paul Gavrilyuk[1] με την προσθήκη της νεοελληνικής αφομοίωσης του διονυσιακού corpus και της θεολογίας του.
Η αξιοποίηση των συγγραμμάτων αυτών σε συστηματικές θεολογικές μελέτες, καθώς και η εμβάθυνση μονογραφιών αποκλειστικά επικεντρωμένων στην αρεοπαγιτική θεολογία, προσέδωσε στη νεότερη ελληνική θεολογία συνολικά «ώθηση» και την οδήγησε σε μία αναγέννηση σε σύγκριση προς τα πρωιμότερα στάδιά της. Μέσα από αυτά τα πυκνά σε φιλοσοφικούς και θεολογικούς όρους και έννοιες κείμενα, ανακαλύφθηκαν εκ νέου θεμελιώδεις διαστάσεις της ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης, ενώ, όχι σπάνια, λόγω της ασυνείδητης αλλοτρίωσης, αντιμετωπίστηκαν από εκπροσώπους των πανεπιστημιακών θεολογικών κύκλων με δυσπιστία και επιφύλαξη μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στον βαθμό που το αρεοπαγιτικό έργο αφομοιωνόταν σταδιακά από τη νεοελληνική θεολογική διανόηση, εκείνη αναδιαμόρφωνε με γόνιμο τρόπο την πνευματική της αυτοσυνειδησία.
Η ακαδημαϊκή θεολογική ενασχόληση με το έργο των Πατέρων στον ελλαδικό χώρο φαίνεται να παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες ως προς τον τρόπο, με τον οποίον εκλαμβανόταν, και τα κριτήρια, μετα οποία προσεγγιζόταν, η πατερική παράδοση έως και τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Δεν ήταν ασυνήθιστο να εστιάζεται το ερευνητικό ενδιαφέρον αποκλειστικά σε επιλεγμένα πρόσωπα ή γεγονότα από την ιστορία της Εκκλησίας ή ακόμη να αφιερώνονται ολόκληρες μελέτες σε ζητήματα δευτερεύοντος χαρακτήρα υπό ένα αυστηρά «ακαδημαϊκό» πρίσμα και ερμηνευτικά κριτήρια, τα οποία καθιστούσαν τις προσεγγίσεις αυτές ενδεείς υπαρξιακού βάθους. Μια τέτοια άκαμπτη «επιστημοσύνη» αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό της πλειονότητας των θεολογικών προσεγγίσεων του 19ου αιώνα και του μεγαλύτερου μέρους του 20ου. Πολύ ενδεικτικά, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει την ενασχόληση με τις προσωπικότητες του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και του Μαξίμου του Ομολογητή, οι οποίες, μεελάχιστες εξαιρέσεις, μελετήθηκαν με πιο συστηματικό και εμβριθή τρόπο όχι νωρίτερα από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα[2].
Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό στη μελέτη των Πατέρων, το οποίο δεν μπορεί να παραβλεφθεί, είναι ο άρρηκτος δεσμός των ερμηνευτών με ιδεολογικά ρεύματα της δυτικής διανόησης –συχνά με μεταπρατικό πνεύμα και άκριτο ενστερνισμό των απόψεών τους–, ο οποίος απέτρεψε την αντικειμενική εκτίμηση της πνευματικής αξίας και του υπαρξιακού βάθους πολλών πατερικών έργων.  Συνεπώς, οδηγήθηκαν, αναπόφευκτα, σε μια άκαρπη ερμηνεία, η οποία απείχε κατά πολύ από τον φιλοσοφικό και θεολογικό πλούτο της σκέψης, λόγου χάριν, ενός Διονυσίου Αρεοπαγίτη, Μαξίμου Ομολογητή ή Ιωάννη Δαμασκηνού.
Ειδικότερα σε σχέση με τη θεολογική γενιά του ’30, παρατηρείται μια «αιχμαλωσία», σε μικρότερο ήμεγαλύτερο βαθμό, ανάλογα με την προσωπική περίπτωση πάντοτε, σε ανεπεξέργαστα δάνεια σχημάτων σκέψης από αλλότριες φιλοσοφικές και θεολογικές τάσεις και ρεύματα, όπως π.χ. ο θετικιστικός απολογητισμός, ο νεοκαντιανός ιδεαλισμός και η αξιολογική εκδοχή του, καθώς και η νεοσχολαστική δομή σκέψης. Με ένα σύντομο σχόλιο στο σημείο αυτό, το ίδιο δύναται να ειπωθεί, σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό, για τους προκατόχους της γενιάς αυτής στον χώρο των γραμμάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσίαζαν τα ρωμαλέα πνευματικά αναστήματα, τα οποία επιδόθηκαν, κυρίως, στον θρησκειοφιλοσοφικό στοχασμό και στη φιλοσοφική θεολογία[3].
Για να επανέλθουμε στην ελλαδική πανεπιστημιακή θεολογία, ως μήτρα των πνευματικών αυτών επιρροών, θα πρέπει να θεωρηθεί η Γερμανία[4]. Χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, οι οποίοι σταδιοδρόμησαν κατόπιν ως Καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατά την πρώτη εκατονταετία από την ίδρυση του (1837-1935), ήταν κάτοχοι διδακτορικών τίτλων από γερμανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, πλην μερικών εξαιρέσεων Καθηγητών με σπουδές στη Ρωσία[5]. Ωστόσο, εξίσου δέσμια στον εκδυτικισμό της, η ρωσική πνευματική αυτοσυνειδησία δεν θαμπορούσε να διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη γενικευμένη, ωστόσο ρεαλιστική, παρατήρηση[6].  Διόλου άσχετη προς την ελληνική προβληματική ήταν και η εγγενής δυσκολία της διοικούσας Εκκλησίας να διαλεχθεί με τις πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές προκλήσεις της περιόδου του μεσοπολέμου και να διανοίξει νέους ορίζοντες. Την ίδια εποχή, παράλληλα με τους εκκλησιαστικούς φορείς, αναπτύχθηκε και η δραστηριότητα των νεοπαγών χριστιανικών σωματείων, γνωστών ως «αδελφοτήτων», γεγονός το οποίο λειτούργησε ως αποπροσανατολιστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας του Νεοέλληνα[7].