Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν

 

Δεν μπορεί ο άνθρωπος όμως να επιστρέψει στο Θεό και να τον συναντήσει χωρίς προηγουμένως να συναντήσει το συνάνθρωπο, γι’ αυτό το επόμενο βήμα στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ακριβώς η συνάντηση με το συνάνθρωπο.

Θέμα της τρίτης Κυριακής του Τριωδίου είναι η κρίση που θα βασιστεί αποκλειστικά στην αγάπη που ο άνθρωπος έχει δείξει για το συνάνθρωπό του και που τελικά μεταβαίνει σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Η αγάπη είναι από το Θεό και όποιος αγαπάει το Θεό είναι παιδί του Θεού και γνωρίζει το Θεό, εκείνος που δεν αγαπά

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται

, δεν γνωρίζει το Θεό γιατί ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν. 4, 7-8). Αποκτούμε επίγνωση των μυστηρίων του Θεού όταν είμαστε ενωμένοι με την αγάπη (Κολ. 2,2). Ο Θεός μένει μέσα μας όταν αγαπιόμαστε μεταξύ μας (Α΄ Ιωάν. 4, 12). Μόνο ενωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο του Θεού (Εφ. 2,22). Αν το να μείνουμε στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη και η αγάπη από την τήρηση των εντολών και η εντολή είναι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, το να μείνουμε κοντά στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.[1]

«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τήν καρδίαν του».[2]

Υπάρχουν πολλά χωρία στη Γραφή όπου φαίνεται να απαιτείται για την τελειότητα μόνο η αγάπη για τον πλησίον ενώ η αγάπη για το Θεό παρασιωπάται, αν και ο νόμος και οι προφήτες κρέμονται και από τις δυο αυτές εντολές. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτός που αγαπάει τον πλησίον πρέπει πάνω από οτιδήποτε άλλο να αγαπάει αυτή την ίδια την αγάπη. Όμως η αγάπη είναι ο Θεός «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]

Αγκάλιασε την αγάπη του Θεού και αγκαλιάζοντας την αγάπη αγκαλιάζεις τον ίδιο το Θεό.[4]

Η αγάπη για το Θεό δεν μπορεί να τελειωθεί παρά μόνο όταν ο άνθρωπος αγαπάει τον πλησίον του και πλησίον δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι φίλοι μας ή οι γνωστοί μας, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κοινή φύση, είτε είναι εχθροί, είτε είναι σύμμαχοι, είτε ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με μας, είτε όχι, γιατί μας έφτιαξε ο ίδιος δημιουργός και μας έδωσε πνοή ζωής, γιατί όλοι χαιρόμαστε τον ίδιο ουρανό και την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες ημέρες και τις ίδιες νύχτες, και αν και μερικοί είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, μερικοί δικαιότεροι και άλλοι λιγότερο δίκαιοι, ο Θεός είναι πλουσιοπάροχος και καλός σε όλους.[5] Όταν αγαπάει κανείς πραγματικά δεν εξαρτάται η διάθεσή του για τους ανθρώπους από τις απόψεις τους αλλά, αποβλέποντας στην ανθρώπινη φύση που όλοι έχουμε κοινή, αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους.[6]

Εκείνος που αγαπάει το Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του.[7] Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη.[8]

Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει το Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.[9]

Φαντάσου έναν κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο Δωρόθεος. Υπόθεσε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.

Δείχνουμε αγάπη στο συνάνθρωπο όταν του δίνουμε κάτι που έχουμε εμείς και που εκείνος το έχει ανάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 35).

«Εγώ έχω ένα ψωμί να φάω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και εσένα όπου δεν έχεις, ε, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; φανερώνω πως η αγάπη όπου έχω εις εσένα είναι ψεύτικη. Έχω δυο ποτήρια κρασί να πιω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και εσένα, από αυτό να πιεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Αμή εγώ να έχω τα φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα να τα τρώγει το σκουλήκι και εσύ να περιπατείς γυμνός, είναι κάλπικη η αγάπη. Εσύ είσαι λυπημένος, απέθανε η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή το παιδί σου ή άρρωστος είσαι. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη. Αμή ανίσως εσύ κλαίης και θρηνείς, και εγώ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδώ, ξεφαντώνω, είναι ψεύτικη η αγάπη».[10]

«Δεν περιγράφεται το ύψος στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη· η αγάπη μας ενώνει με το Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε. Στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτε δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μάς προσέλαβε στον εαυτό του ο Δεσπότης».[11]

Αυτός που έχει κάποιο ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για κάποιον άλλο εξαιτίας κάποιου λάθους του είναι απόλυτα αποξενωμένος από το Θεό.[12] Δεν μπορεί να έχει ειρήνη με το Θεό εκείνος που εξαιτίας μιας φθονερής διαμάχης δεν έχει ειρήνη με το συνάνθρωπό του.[13]

«Όθεν πρέπει και ημείς, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι και να χαροποιούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Είδε και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον».[14]

Όταν αγαπούμε ένα ή δυο φίλους μας ή τους δικούς μας ανθρώπους, δεν αγαπούμε για χάρη του Θεού, αλλά για να αγαπηθούμε κι εμείς απ’ αυτούς. Θα μοιάσουμε πραγματικά με το Θεό όχι όταν κάνουμε θαύματα, αλλ’ όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας.[15]

Επειδή πρέπει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με το ίδιο μέτρο, είναι απαράδεκτο να σχηματίζουμε φατρίες και κλίκες. Γιατί εκείνος που αγαπάει τον ένα πιο πολύ από τους άλλους κατηγορεί τον ίδιο τον εαυτό του ότι για τους άλλους δεν έχει πραγματική αγάπη.[16]

Όπως η ανάμνηση της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δε φέρνει το φως της γνώσεως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.[17]

«Χιλιάδες καλά και αρετές να κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού», αν δεν έχουμε αγάπη για το συνάνθρωπο «όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτε και εις την κόλασιν πηγαίνομεν».[18]

«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἁγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου οὐκ ἕστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]

Όπως το σώμα είναι ένα αν και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά είναι ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός (Α΄ Κορ. 12, 12). Ο Χριστός συνηθίζει να αναλαμβάνει τη μορφή των μελών Του και να αποδίδει στον ίδιο τον εαυτό Του ό,τι λέγεται για εκείνα, γιατί το κεφάλι και το σώμα είναι ένας Χριστός.[20]

Ο πραγματικός ναός του Κυρίου, είναι η ψυχή του πιστού. Ας τον λατρεύσουμε αυτόν το ναό, ας τον διακοσμήσουμε, ας προσφέρουμε σ’ αυτόν δώρα, ας υποδεχτούμε σ’ αυτόν το Χριστό.[21] Τι καλύτερους θησαυρούς έχει ο Χριστός από εκείνους δια των οποίων θέλει να παρουσιάζεται;[22]

Να φοβάσαι το Χριστό επάνω, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω. Έχε το Χριστό επάνω παρέχοντα τις πλούσιες δωρεές Του, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω δυστυχούντα. Εδώ είναι φτωχός, εκεί είναι πλούσιος.[23]

Ο Χριστός πέθανε και τάφηκε μια φορά αλλά θέλει να χύνεται καθημερινά μύρο στα πόδια Του. Τι είναι λοιπόν αυτοί στους οποίους χύνουμε το μύρο; Είναι τα πόδια του Χριστού και γι’ αυτούς λέει αυτός ο ίδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αυτά τα πόδια που η γυναίκα του Ευαγγελίου τα ξεκουράζει και τα δροσίζει με τα δάκρυά της, αυτά τα πόδια ραίνει με μύρο εκείνος που προσφέρει τη γλυκύτητα της καλοσύνης του ακόμη και στον πιο αδύνατο. Σ’ αυτά οι μάρτυρες, σ’ αυτά οι απόστολοι, σ’ αυτά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δηλώνει ότι τιμάται.[24]

«Έτσι ξέρουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού» λέει ο Ιωάννης (Α΄Ιωάν. 5,2). Τι σημαίνει αυτό; Προηγουμένως μιλούσε για το γιο του Θεού, μας πρόβαλε το Χριστό και είπε· «όποιος πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός γεννιέται από το Θεό και όποιος αγαπάει Εκείνον που γέννησε, δηλαδή τον Πατέρα, αγαπάει επίσης και Εκείνον που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, δηλαδή το Γιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» και συνεχίζει: «Έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε τα παιδιά του Θεού», σαν να επρόκειτο να πει «έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε το Γιο του Θεού». Είπε τα παιδιά του Θεού ενώ μιλούσε ακριβώς πριν για το Γιο του Θεού, επειδή τα παιδιά του Θεού είναι το σώμα του μόνου Γιου του Θεού, και αφού Εκείνος είναι το κεφάλι και εμείς τα μέλη, είναι ένας Γιος του Θεού. Γι’ αυτό όποιος αγαπάει τα παιδιά του Θεού, αγαπάει το Γιο του Θεού και όποιος αγαπάει το Γιο του Θεού, αγαπάει τον Πατέρα.[25]

Αν λοιπόν μας πει κάποιος, δείξε μου Εκείνον για να τον αγαπήσω, τι άλλο θα πρέπει να απαντήσουμε παρά αυτό που είπε ο Ιωάννης: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό» (Ιωάν. 1, 18) και για να μη νομίσει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καθόλου το Θεό, είπε «ο Θεός είναι αγάπη» και «όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό» (Α΄ Ιωάν. 4,16). Γι’ αυτό αγάπα τον πλησίον σου, εκεί θα δεις, όσο μπορείς, το Θεό.[26]

Πόσοι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα δεν θα εύχονταν να ζούσαν εκείνη την εποχή που ο Χριστός βρισκόταν στη γη, ώστε να κάθονται και να συντρώγουν μαζί Του στο ίδιο τραπέζι. Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. Μπορούμε και τώρα να Tον καλέσουμε για φαγητό και να φάμε μαζί Του και μάλιστα με περισσότερη ωφέλεια, γιατί πολλοί από εκείνους που έφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (όπως ο Ιούδας και άλλοι παρόμοιοί του) ενώ ο καθένας απ’ αυτούς που Tον προσκαλούν σήμερα στο σπίτι τους και του προσφέρουν στέγη και φαγητό θα απολαύσει μεγάλη ευλογία.[27]

Γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λέει, ευλογημένοι εκείνοι που δέχθηκαν τη χάρη να έχουν το Χριστό στο σπίτι τους. Δεν θα πρέπει να λυπόμαστε και να παραπονιόμαστε που δεν είχαμε γεννηθεί τότε, γιατί δεν μας έχει αποστερήσει αυτής της ευλογίας. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)[28] και συνεχίζει «σας λέω ότι όποιος δέχεται εκείνον που θα στείλω εγώ, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα δέχεται Εκείνον που με έστειλε» (Ιωάννης 13,20) και «εάν δεχθείτε στο όνομά μου ένα απ’ αυτά τα παιδιά, δέχεστε εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά Εκείνον που με έστειλε» (Μαρκ. 9, 37).

Ό,τι κάνετε σ’ έναν απ’ αυτούς τους ελαχίστους το κάνετε σε μένα. Και αν αυτός δεν είναι ο Παύλος, όμως είναι κάποιος πιστός, κι αν ακόμα είναι ασήμαντος, όμως «ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ παραγίνεται».[29]

Όποιος δέχεται αυτούς τους ελάχιστους για το Χριστό και όχι για κάποιον άλλο λόγο, δέχεται το Χριστό.[30]

Όποιος λοιπόν πέφτει στα πόδια των αδελφών, αγγίζει το Χριστό, παρακαλεί το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, όταν εκείνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αυτόν είναι ο Χριστός που υποφέρει και που προσεύχεται γι’ αυτόν στον Πατέρα.[31]

Ο Αβραάμ αναζητώντας ξένους να τους φιλοξενήσει δέχθηκε και περιποιήθηκε αυτόν τον ίδιο το Θεό και ο Λωτ δέχθηκε τους αγγέλους και εμείς αν θα δεχθούμε τους ανθρώπους, θα δεχθούμε το Χριστό.[32]

Οι μοναχοί που γνώριζαν καλά πvς θα συναντούσαν ασφαλώς το Χριστό αν πλησίαζαν με αγάπη το συνάνθρωπο, όταν τους ρωτούσαν πώς κατόρθωναν να υπηρετούν με τόση προθυμία τους ανθρώπους, απαντούσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλά τῷ Θεῶ».[33] Αυτοί λένε και σε μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]

Πραγματικά, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Πολύ συχνά εμείς «οι χριστιανοί» όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που αρνιούνται ή αμφιβάλλουν για την Ανάσταση του Χριστού τους βομβαρδίζουμε με διαλεκτικά πυροτεχνήματα χωρίς να υποπτευόμαστε πόσο είμαστε, όταν το κάνουμε αυτό, κύμβαλα αλαλάζοντα, χωρίς να υποπτευόμαστε ακόμη ότι αυτό που τους παρουσιάζουμε ως τον αναστημένο Χριστό δεν είναι παρά ένα αξιοθρήνητο διανοητικό σχήμα, ένα παιδικό δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα θλιβερό είδωλο, γιατί τον πραγματικό Χριστό δεν Τον έχουμε δει, και δεν Τον έχουμε δει γιατί δεν έχουμε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια το συνάνθρωπό μας. Τα διανοητικά μας επιχειρήματα είναι η αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν έχουμε πραγματικά συναντήσει το Χριστό, γιατί αν Τον είχαμε πραγματικά συναντήσει θα Τον συναντούσαμε και πάλι στο πρόσωπο αυτού του αρνητή ή του αμφισβητία και αντί να τον αντιμετωπίζουμε σαν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσουμε θα τον αποκαλούσαμε, σαν τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, «χαρά μου» και τότε αυτός θα ένιωθε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον αναστημένο Χριστό και θα Τον έβλεπε και εκείνος.

[1] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τομ. 14, σελ. 476.

[2] Κοσμά αιτωλού, Διδαχή Α 2, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 155.

[3] Αυγουστίνου, On Trinity, κεφ. 7, §10.

[4] Όπου παραπάνω, κεφ. 8, §10.

[5] Leo the Great Sermons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. XII, σελ. 122.

[6] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, Ο΄, ΟΑ΄.

[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, ΙΓ΄.

[8] Ιωάννου της Κλιμακος, Migne 88, 1157.

[9] Αυγουστίνου, The City of God, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 476.

[10] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 1, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 124.

[11] Κλήμεντος Ρώμης, Προς Κορινθίους Α΄ XLIX, 4-6.

[12] Μαξίμου, όπου παραπάνω, ΙΕ΄.

[13] Cyprian Treatises Ante Nicene Fathers, vol. V, σελ. 425

[14] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 2, όπου παραπάνω, σελ. 155.

[15] Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Ομιλ. ΙΙΙ,§ 10.

[16] Βασιλείου, Migne 31, 885.

[17] Μαξίμου, όπου παραπάνω, λα΄.

[18] Κοσμά Αιτωλού, όπου παραπάνω, σελ. 154.

[19] Ιωάννου Κασσιανού, Διαλέξεις Πατέρων, εκδ. Κ. Δυοβουνιώτου (ανατύπωση από το περιοδ. «Εκκλησιαστικός Φάρος» ΙΑ΄, 1913). σελ. 11-13.

[20] Αυγουστίνου, The City of God, όπου παραπάνω, σελ. 356.

[21] Jerome’s letter LVIII to Paulinus, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI.

[22] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, book II, chapter XXVII.

[23] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons LXXII, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 473.

[24] Αμβροσίου, Επιστολή XLI, § 23.

[25] Αυγουστίνος, Homily X on the Epistle of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 521.

[26] Αυγουστίνου, On the gospel of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 114.

[27] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σελ. 112.

[28] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 427.

[29] Χρυσοστόμου, Migne 60, σελ. 317.

[30] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις το κατά Μάρκον, Catenae, τομ. 1, σ. 365.

[31] Τερτυλλιανού, On Repentance, chapter X, Ante Nicene Fathers, vol. VIII.

[32] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, chapt. XXI, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. X, σελ. 60.

[33] Ιωάννου Κλίμακος, Migne 88, σελ. 685.

[34] Société des Bollandistes, Subsidia Hagiographica, Historia Monachorum in Aegypto, caput VIII, § 55, σελ. 68.

π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 


Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και άλλοι πατέρες, διαιρούν την αγάπη σε πέντε είδη. Αυτά είναι:

1) Η πνευματική, δηλαδή η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, η οποία είναι η ανώτερη από όλες και η μοναδική για την σωτηρία της ψυχής.

2) Η φυσική αγάπη, δηλαδή η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά τους και των παιδιών προς τους γονείς, η οποία μπορεί να οδηγεί στη σωτηρία όταν είναι κατά Θεόν.

3)Η αγάπη που προέρχεται από υπερηφάνεια και κενοδοξία, όταν κάποιος αγαπά αυτούς που τον επαινούν και τον εγκωμιάζουν.

4) Η αγάπη που προέρχεται από συμφέρον, όταν κάποιος αγαπά τον πλησίον του, είτε για χρήματα, είτε για δώρα, είτε από εκδούλευση, ή από άλλη οποιαδήποτε ανθρώπινη αιτία.

5) Η σαρκική αγάπη, όταν κάποιος αγαπά τους ανθρώπους ή τις γυναίκες χάριν σωματικής απολαύσεως και αμαρτίας με τη μέθη η οποία οδηγεί στην ακολασία.

Οι τρεις τελευταίες αγάπες, είναι εμπαθείς και οδηγούν στην αιώνια τιμωρία, εάν δεν μετανοήσει και δεν τις εγκαταλείψει ο χριστιανός.

Γέρων Κλεόπας Ηλίε

*Από το «Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων» – Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».

Η αγάπη του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου

 

Ιερομ. Φιλόθεου Γρηγοριάτη

Ο Θεός αγάπη εστί μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και όντως αυτός είναι ο καλύτερος χαρακτηρισμός του Θεού. Για να καταλάβουμε εμείς οι άνθρωποι, τι είναι ο Θεός.

Κατά τον Ιερό Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη βέβαια, και σύμφωνα με την αποφατική θεολογία της Εκκλησίας, ο Θεός υπερβαίνει κάθε έννοια ανθρώπινη. Δεν είναι ούτε ψυχή, ούτε λόγος, ούτε δύναμη, ούτε φως, ούτε ζωή, ούτε ουσία, ούτε χρόνος, ούτε επιστήμη, ούτε αλήθεια, ούτε βασιλεία, ούτε σοφία, ούτε αγαθότης…

Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να πω, θα μπορούσε να γίνει κάποια εξαίρεση για το όνομα “αγάπη”. Ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά Αγάπη.

Και πράγματι ο Θεός, ο Θεός των Πατέρων μας, ο μόνος αληθινός Θεός, δεν είναι ένας τιμωρός Θεός, ή έστω ένας “δίκαιος”, κατά τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Όχι, ένας δίκαιος αστυνόμος που οφείλει να επιβάλλει την τάξη καταγράφοντας με λεπτομέρεια τις παραβάσεις μας. ΄Η όπως κάποιος δίκαιος δικαστής που έργο του είναι να κρίνει αμερόληπτα, για να φανερώσει και τιμωρήσει τον ένοχο και παραδειγματίζοντας τον να επιφέρει δικαιοσύνη και ικανοποίηση στην έννομο τάξη.

Αλλά ο Θεός μας δεν είναι έτσι “δίκαιος”. Αλλοίμονο μας αν ήταν! Ο Θεός μας είναι ο Πατέρας μας. Ο Θεός μας “αγάπη εστί”.

Υποβάλλεται όμως από πολλούς η ερώτηση – απορία της ανθρώπινης αδυναμίας:

Γιατί τότε να υπάρχουν τόσες θλίψεις, τόσες αδικίες και δυστυχίες στον κόσμο, αφού ο Θεός είναι αγάπη;

Σε απάντηση θα μπορούσαμε να παραθέσουμε τα λόγια του μακαριστού π.Επιφανείου Θεοδωροπούλου:

“… Χωρίς Χριστό ο κόσμος είναι θέατρο του παραλόγου. Χωρίς Χριστό δεν μπορείς να εξηγήσεις τίποτε. Γιατί οι θλίψεις, γιατί οι αδικίες, γιατί οι αποτυχίες, γιατί οι ασθένειες, γιατί; γιατί; γιατί; Χιλιάδες πελώρια “γιατί”. κατάλαβε το. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει, με την πεπερασμένη λογική του, την απάντηση όλων αυτών των “γιατί”.

Μόνο με τον Χριστό όλα εξηγούνται. Μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Ίσως εκεί μας αξιώσει να πάρουμε απάντηση σε μερικά “γιατί”…

Αγάπη λοιπόν ο Θεός και αγαπά τον άνθρωπο, το δημιούργημα Του. Έτσι επιθυμεί και την κοινωνία μαζί Του: Κοινωνία αγαπητική αγαπωμένων προσώπων. Και ο άνθρωπος, μπορεί να αγαπήσει τον Προσωπικό Θεό, εφ’ όσον αληθινή αγάπη μόνο σε πρόσωπα μπορεί να κατευθυνθεί και να υπάρξει. Ζώα, αντικείμενα, ιδέες ή φιλοσοφίες, το μερικό ενδιαφέρον του ανθρώπου μπορούν και πρέπει να ελκύουν κι όχι τον όλο άνθρωπο. Γι’ αυτό και κάθε περίπτωση που υπερβαίνει το μέτρο αυτής της απλής συμπάθειας και ενδιαφέροντος προς αυτά, εκφυλίζεται και καταλήγει σε πάθος, αδυναμία ψυχής, αλλά ποτέ δεν είναι αγάπη αληθινή. Αγάπη αληθινή, προσωπική, δονεί τον όλο άνθρωπο ως τα βαθύτατα του είναι του, και τον ελκύει προς το αγαπημένο πρόσωπο.

Και ο προσωπικός Θεός μας, δεν είναι ο θεός των φιλοσόφων, των σκεπτικιστών, αλλά ο Θεός των Πατέρων μας, που είναι Πρόσωπο και όχι ιδέα.

Αυτός ο Θεός από την εκστατική Του αγάπη προς το προσωπικό Του δημιούργημα, τον άνθρωπο, εξέρχεται με τις άκτιστες ενέργειες Του και κοινωνεί μαζί του σε μια κοινωνία αγάπης, εν Χριστώ, στην Εκκλησία Του.

Προϋπόθεση αληθινής και βαθιάς αγάπης είναι η ελευθέρα προαίρεσης. Δεν είναι δυνατόν να αγαπήσει κανείς κάποιο άλλο πρόσωπο, πιεζόμενος να το κάνει αυτό, από κάποια ανάγκη η βία.

Ο άγιος Θεός, από σεβασμό και πατρική εκτίμηση και αγαπητική διάθεση προς τον άνθρωπο, τον θέλει ελεύθερο, δεν του επιβάλλεται, αλλά περιμένει την ελεύθερα προσωπική του εκλογή. Το να αποδεχθεί δηλ. το Θεό στην ζωή του ή να Τον απορρίψει.

Ο Θεός λοιπόν, έρχεται προς ημάς και αποκαλύπτει τον Εαυτό Του, αφού με ελευθερία αγάπης Τον δεχθούμε στην ζωή μας. Και μας φανερώνεται η δόξα και η Χάρις Του και εμείς απολαμβάνουμε την ευλογημένη παρουσία Του. Και εκ πείρας μαθαίνουμε τι σημαίνει ζωή με το Θεό, και πως είναι η κοινωνία με το Θεό. Εφ’ όσον, αν δεν μας αποκαλυφθεί από Εκείνον, δεν μπορούμε μόνοι μας να Τον εύρουμε, να Τον γνωρίσουμε, τον Δημιουργό και Κτίστη μας.

Αντιθέτως τον απορρίπτουμε από την ζωή μας και δεν Τον αγαπούμε, όταν αδιαφορούμε για τις εντολές Του, σύμφωνα και με τον λόγο Του: “Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με” (Ιωάν. δ’, 21). Κλείνουμε έτσι τα αυτιά μας στην πρόσκληση Του και μένουμε μόνοι μας χωρίς Θεό, ανίκανοι να αγαπήσουμε, γευόμενοι την απελπιστικά πικρή οδύνη της φιλαυτίας μας.

Μας αφήνει ο Θεός να διαλέξουμε μόνοι μας και δεν μας επιβάλλει την παρουσία Του. Όμως διακριτικά μας βοηθεί να ξεπεράσουμε την ανθρώπινη αδυναμία μας και να εκλέξουμε το συμφέρον σε μας.

Και το συμφέρον μας, άσχετα αν το καταλαβαίνουμε ή όχι, είναι να Τον εύρουμε, να Τον γνωρίσουμε, να ενωθούμε και να μείνουμε μαζί Του. Αυτός είναι κι ο σκοπός της ζωής μας, γι’ αυτό πλασθήκαμε απ’ Αυτόν.

“Αυτή δε έστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε, τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν” (Ιωάν. ιζ’, 3)

Έχει τους τρόπους Του να πλησιάζει ο Θεός την κάθε ψυχή, να την ελκύει προς τον Εαυτό Του. Να την πληροφορεί για την παρουσία Του, να της ομιλεί, να της δίδει ευκαιρίες, αφορμές και δυνατότητες για να Τον πλησιάσει κι αυτή και να Τον γνωρίσει, για να χαρεί και να ζητήσει ο άνθρωπος να μείνει ο Θεός μαζί του.

Αν η ψυχή, δεκτική στην Χάρη του Θεού, Τον πλησιάζει και ποθήσει την κοινωνία Του, τότε ο Θεός αρχίζει ένα άγιο “παιχνίδι” μαζί της.

Πότε της ομιλεί με γλυκύτητα και τρυφερότητα, και τότε η ψυχή φτερουγίζει στα ουράνια από ένα ιερό, θείο έρωτα, λησμονώντας όλα τα επίγεια.

Πότε της κρύβεται και εκείνη τρομαγμένη από την φαινομενική μοναξιά της Τον ψάχνει λυπητερά και υπομένει ένα άγιο μαρτύριο.

Ώσπου και πάλι της φανερώνεται, αυξάνοντας έτσι τον εράσμο γι’ Αυτόν πόθο της και καθαίροντας την καλύτερα. Για να μεγαλώσει την ένωση και κοινωνία μαζί της και να την οδηγήσει σε μεγαλύτερες χαρές και ευλογίες από δόξα σε δόξα.

Και τούτο συνεχίζεται μέχρι το τέλος της ζωής του ανθρώπου, και αναλόγως της δεκτικότητας της κάθε ψυχής μετέχει στην χαρά της αγαπητικής αυτής κοινωνίας με τον Κύριο της.

Η αγάπη προς τον Θεό κατά τον άγιο Διάδοχο Φωτικής Κωνσταντίνος Κίνας, Θεολόγος – Νομικός

 

Όταν ένας άγιος μιλά για την αγάπη προς τον Θεό μας αποκαλύπτει το κρυμμένο μυστικό του, το αγαλλίαμα και εντρύφημα της καρδιάς του. Είναι σαν να ανοίγει απαλά το παράθυρο, για να μας δείξει για λίγο έστω από αγάπη προς τους αδελφούς του τον κρυφό θησαυρό του. Με δέος αντικρίζουμε οι πιστοί την τολμηρή αυτή αποκάλυψη, μας πλημμυρίζει η πνευματική ευωδία και μας εμπνέει να μιμηθούμε κατά το δυνατό την αγάπη του. Ασφαλώς στη χριστιανική ζωή η αγάπη προς τον Θεό δεν έχει καμιά σχέση με γλυκερούς συναισθηματισμούς, αλλά εκδηλώνεται με την τήρηση των εντολών του Θεού. Επίσης, σε καμιά περίπτωση  η αγάπη προς τον Θεό δεν αυτονομείται, αλλά σύμφωνα με την ευαγγελική διδασκαλία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αγάπη προς τον πλησίον. «Γιατί αν δεν αγαπάμε τον αδελφό μας που τον βλέπουμε, πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε τον Θεό που δεν τον βλέπουμε»; Ακόμη αξίζει να τονιστεί  ότι ο άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει τον Θεό μέχρι ενός βαθμού. Η τέλεια αγάπη όμως αποτελεί δωρεά του Αγίου Πνεύματος στον αγωνιζόμενο πιστό.

Ο άγιος Διάδοχος έζησε κατά τον 5ο αιώνα και υπήρξε επιφανής επίσκοπος της Φωτικής της Ηπείρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι από τους λιγοστούς κλασικούς Πατέρες που δραστηριοποιήθηκαν στα όρια του σημερινού ελλαδικού χώρου. Ήταν λόγιος ιεράρχης και τα κείμενα του διαθέτουν λογοτεχνικές αρετές. Το έργο του «Εκατό Πρακτικά Κεφάλαια» περιλαμβάνεται  στην Φιλοκαλία , που αποτελεί κλασική συλλογή της Ορθόδοξης πατερικής γραμματείας. Διαπιστώνεται ότι το έργο του αγίου Διαδόχου δεν έχει μελετηθεί ακαδημαϊκά επαρκώς ούτε έχει αξιοποιηθεί ποιμαντικά  ανάλογα με την αξία του. Τα διασωθέντα έργα του εκδόθηκαν πρόσφατα από την Ιερά Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους και έτσι έχουμε ευκολότερη πρόσβαση στην διδασκαλία του. Η διήκουσα έννοια που διαποτίζει όλα τα κείμενα του αγίου Διαδόχου είναι η αγάπη προς τον Θεό. Παρακάτω παρατίθενται αυτούσια  αποσπάσματα σε μετάφραση από την προαναφερθείσα έκδοση, που ευθέως αναφέρονται στην έννοια αυτή.

«Όποιος λατρεύει τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά τον Θεό. Εκείνος που ξεπερνά την αγάπη προς τον εαυτό του εξαιτίας του υπέρμετρου πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά τον Θεό. Γι’ αυτό κι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί ο φίλαυτος επιζητεί τη δική του δόξα. Όποιος όμως αγαπά τον Θεό, επιδιώκει την δόξα του Πλάστη του. Διότι είναι γνώρισμα της ευαίσθητης διορατικής ψυχής που αγαπά τον Θεό, από τη μια το να επιζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που εκτελεί και από την άλλη να ευφραίνεται με την δική της ταπείνωση. Στον Θεό πρέπει η δόξα για την μεγαλοσύνη του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση, για να γινόμαστε μέσω αυτής οικείοι με τον Θεό. Εάν το κατορθώσουμε, ας αρχίσουμε να επαναλαμβάνουμε ακαταπαύστως κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Κυρίου μας αυτό που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να εξυψώνεται, ενώ εμείς να χαμηλώνουμε».

Γνωρίζω εγώ κάποιον που ενώ αγαπά τόσο πολύ τον Θεό, εντούτοις πενθεί επιπλέον γιατί δεν Τον αγαπά όσο θα ήθελε. Έτσι  η ψυχή του ακατάπαυστα  βρίσκεται σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει, στο πρόσωπό του να δοξάζεται ο Θεός. Ο ίδιος βέβαια ούτε που γνωρίζει ότι είναι τόσο φιλόθεος, ακόμη κι όταν ακούει επαινετικά λόγια. Γιατί από τη μεγάλη επιθυμία της ταπείνωσης δεν υπολογίζει την αξία του παρά υπηρετεί τον Θεό, όπως ορίζει ο νόμος για τους ιερείς. Κι από την απλόχερη διάθεσή του για αγάπη προς τον Θεό λησμονεί την αξία του εαυτού  του, κρύβοντας στο βάθος της θείας αγάπης το καύχημά του γι’ αυτήν με πνεύμα ταπείνωσης. Έτσι φαίνεται συνεχώς στον εαυτό του σαν αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από τη θέλησή του για ταπείνωση. Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς: να αποφεύγουμε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπέρμετρου πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο υπερβαλλόντως μας αγάπησε.

Όποιος με καρδιακή επίγνωση αγαπά τον Θεό, εκείνος είναι γνώριμός Του. Γιατί όσο περισσότερο αποδέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο δίνεται στην αγάπη Του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος αυτός δεν θα πάψει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να λαχταρά τον φωτισμό της γνώσης Του, μέχρι να αισθανθεί την εμπειρία αυτή ακόμη και με την ίδια την αίσθηση των οστών του, μη νιώθοντας πλέον τον εαυτό του, αλλά έχοντας ολόκληρος αλλοιωθεί από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος συγχρόνως και βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο και δεν βρίσκεται. Βρίσκεται δηλαδή με το σώμα του, αλλά ταξιδεύει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του ακατάπαυστα κινείται προς τον Θεό. Καθώς λοιπόν πυρπολείται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, ορμητικός πόθος τον εξωθεί σε προσκόλληση στον Θεό, μια και αποδεσμεύτηκε από τη φιλαυτία του  εξαιτίας της αγάπης προς τον Θεό. Το  λέει κι ο Απόστολος: «Εάν καταντήσαμε στην τρέλα αυτοεπαινούμενοι, το κάναμε για τη δόξα του Θεού. Εάν μιλάμε ταπεινά και μετρημένα για τη δική σας ωφέλεια».

Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη την οποία προβάλλουν όλες οι Γραφές. Γιατί η σαρκική φιλία πολύ εύκολα διαλύεται με κάποια ασήμαντη αφορμή, επειδή δεν είναι στερεωμένη με την πνευματική αίσθηση. Γι’ αυτό λοιπόν στον άνθρωπο στου οποίου την ψυχή ενεργεί ο Θεός, κι αν ακόμη επέλθει κάποιος ερεθισμός, δεν διαλύεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με τη ζέση της θείας αγάπης η ψυχή ξαναθερμαίνεται προς το αγαθό και γρήγορα επαναφέρει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη κι αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν. Διότι με τον θείο γλυκασμό εξουδετερώνει εντελώς την πίκρα της φιλονικίας.

Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό με όλη του την καρδιά, αν προηγουμένως δεν Τον φοβηθεί με πλήρη καρδιακή επίγνωση. Γιατί η ψυχή φτάνει σε αυτή τη ζωντανή αγάπη, αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιον τρόπο, με την ενέργεια του θείου φόβου. Δεν μπορεί ωστόσο κάποιος να φτάσει εξ ολοκλήρου στον θείο φόβο με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνησία, τότε τον αγγίζει ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει βαθιά από κάθε γήινη αίσθηση παχύτητας, για να τον οδηγήσει έτσι στην πολλή αγάπη της θεϊκής αγαθότητας. Επομένως, ο φόβος χαρακτηρίζει εκείνους τους δικαίους που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της κάθαρσης από την αμαρτία και διαθέτουν χλιαρή αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σε όσους έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν πλέον φόβο. «Γιατί η τέλεια αγάπη, όπως αναφέρει η Γραφή, διώχνει πέρα τον φόβο». Και τα δύο- ο φόβος και η αγάπη-είναι μόνο για τους δικαίους, οι οποίοι καλλιεργούν τις αρετές με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Στους δίκαιους που βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του καθαρισμού ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, ενώ η τέλεια αγάπη σε όσους έχουν ήδη καθαριστεί. Σε αυτούς δεν διακρίνεται ίχνος κανενός φόβου, παρά ασίγαστος φλογερός πόθος και προσκόλληση της ψυχής στον Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

  Όπως τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και εκτραχυνθούν, δεν επηρεάζονται από τα φάρμακα που συνταγογραφούν γι’ αυτά οι γιατροί, ενώ αν καθαριστούν, γίνονται επιδεκτικά της ενέργειας του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο παραμένει ανεπιμέλητη και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί τον φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς της επισείει ασταμάτητα σαν απειλή το φοβερό και συγκλονιστικό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει να καθαρίζεται με μεγάλη προσοχή, τότε αισθάνεται τον θείο φόβο σαν ζωοποιό φάρμακο να την καυτηριάζει, όπως με τους ελέγχους της συνείδησης στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά σιγά καθαρίζεται, ώσπου να φθάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο αυξάνει η αγάπη της, μέχρι να φθάσει στην τέλεια αγάπη, όπου δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια ολοκληρωμένη που την απεργάζεται η δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σε εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.

Εκείνη η ψυχή που δεν έχει αποδεσμευτεί από τις βιοτικές μέριμνες ούτε τον Θεό μπορεί να αγαπήσει ειλικρινά ούτε τον διάβολο να βδελυχθεί όσο του αξίζει, γιατί φέρει πάνω της τη μέριμνα του βίου, που την καταπλακώνει με το βάρος της. Γι’ αυτό και ο νους δεν μπορεί να σχηματίσει ο ίδιος ορθή κρίση, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν είναι χρήσιμη η αναχώρηση.

Το ιδιαίτερο γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι ο λόγος χωρίς φθόνο, ο ζήλος χωρίς κακία και ο ακατασίγαστος έρωτας του Κυρίου της δόξας. Τότε και ο νους με ακρίβεια διευθετεί τις δικές του πλάστιγγες, παραμένοντας μέσα στη διάνοια του που έχει γίνει σαν ένας ολοκάθαρος γνώμονας κρίσεως.

Όποιος αγαπά τον Θεό, και ειλικρινά πιστεύει και τα έργα της πίστης με ευσέβεια επιτελεί. Όποιος όμως μόνο πιστεύει χωρίς να διαθέτει αγάπη, δεν έχει καν αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει. Πιστεύει δηλαδή με κάποια ελαφρότητα του νου, γιατί δεν διαθέτει το βάρος του μεγαλείου της αγάπης. Επομένως, η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη είναι η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών.

Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν  έχει κατήγορο του εαυτού του τη συνείδησή του.  Σε συνείδηση υπόλογη λόγω της ταραχής των ελέγχων της, ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκόσμιων αγαθών, αλλά αμέσως διασπάται με την αμφιβολία. Έχει μεν θερμή επιθυμία γι’ αυτά λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστης, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με καρδιακή επίγνωση εξαιτίας των πολλαπλών τύψεων της συνείδησης που τον ανακρίνει. Εντούτοις, αφού καθαρίσουμε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού θα επιτύχουμε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα».

Σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία ο  Θεός επιζητά την ολοκληρωτική προσφορά του ανθρώπου. Γι’ αυτό  η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή είναι η αγάπη προς τον Θεό με όλη την ύπαρξη του. Με την απόκτηση της αγάπης θεραπεύεται πνευματικά και καταξιώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό βέβαια αποτελεί κοινό τόπο όλων των αγίων,  όμως χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του αββά Ισαάκ του Σύρου ότι όποιος βρήκε την αγάπη γεύεται τον Χριστό κάθε μέρα και ώρα και γίνεται αθάνατος, ενώ  η αγάπη προς τον Θεό είναι ο παράδεισος, που περικλείει την απόλαυση όλων των μακαρισμών. Άριστο μυσταγωγό προς τον σκοπό αυτό αποτελεί η διδασκαλία του αγίου Διαδόχου, στον πυρήνα της οποίας έγκειται  η έννοια της αγάπης. Όποιος μελετά τις σκέψεις του αγίου για την αγάπη  γεύεται ταυτόχρονα την επιτομή του Ευαγγελίου με έναν απαράμιλλο εκφραστικό τρόπο.

Η μνήμη του θανάτου Αλέξανδρος Χριστοδούλου, Θεολόγος

 

Αν και ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός, οι άνθρωποι δεν θέλουν να τον σκέφτονται. Η «μνήμη του θανάτου» είναι στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας γι’ αυτό η Εκκλησία συμβουλεύει τους πιστούς να σκέφτονται τον θάνατο γιατί «ο χρόνος του βίου τρέχει» και κάθε μέρα τον συναντάμε. Στη Π. Διαθήκη αναφέρεται: «Εν πάσι τοις έργοις σου, μιμνήσου τα έσχατά σου και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις», δηλαδή για κάθε πράγμα που πρόκειται να κάνεις σ’ αυτή την ζωή, να θυμάσαι ότι θα πεθάνεις και τότε δεν πρόκειται ποτέ να αμαρτήσεις.

Λέει ο Μ. Βασίλειος: «Ο ενθυμούμενος τον θάνατο ή κα­θόλου δεν θα αμαρτήσει στην ζωή του, ή ελάχιστα». «Ουδείς μνήμην θα­νάτου εσχηκώς δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ» δηλαδή «κανένας από εκείνους που θυμούνται τον θάνατο δεν πρόκειται να αμαρτήσει». (μοναχός Ησύχιος). Ο καλύτερος λοιπόν τρόπος για να μην αμαρτάνουμε είναι η σκέψη ότι θα πεθάνουμε. Η γη δεν είναι η μόνιμη κατοικία μας. Είμαστε περαστικοί και πορευόμαστε προς την Αιωνιότητα. Οι Άγιοι Πατέρες μας προσφέρουν και πρακτικούς τρόπους για να συμφιλιωθούμε με την έννοια του θανάτου. Μας συμβουλεύουν να κάνουμε τακτικές επισκέψεις στο κοιμητή­ριο της πόλεώς μας.

Κάποτε ένας ιεροκήρυκας χαρακτήρισε τα δύο κοιμητήρια μιας πόλης ότι είναι ο καλύτερος ιεροκήρυκας που έχουν οι πιστοί, γιατί διδάσκουν την ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, την σωστή τοποθέτηση απέναντι στο φαινόμενο της ζωής.

Και ο Άγιος Ιωάν­νης ο Χρυσόστομος έλεγε: «Ας πάμε εκεί που είναι τα μνήματα όσο μέσα στο σώμα μας υπάρχει η ψυχή μας. Ας δούμε την ματαιότητα που κρύ­βεται μέσα μας και που πρόκειται να καταλήξει. Ας παρατηρήσουμε τί πρόκειται να γίνουμε ύστερα από λίγο, ώστε να μην τρέφουμε αυταπάτες. Ας δούμε ότι πρόκειται να διαλυθεί το σώμα μας, ώστε να διορθώ­σουμε τον εαυτό μας όσον καιρό μας μένει να ζήσουμε. Ας δούμε που καταλήγουμε ώστε να φροντίσουμε γι’ αυτό»· για την διόρθωση της πνευμα­τικής μας πορείας.

 Λέει πάλι ο ιερός Χρυσόστομος: «Βασιλείς που λόγω της θέσεώς σας κινδυνεύετε να υπερηφανευθείτε, πηγαίνετε και κοιτάξτε στους τάφους, και τότε δεν πρόκειται να σκεφτείτε πράγματα εγωκεντρικά, που φέρνουν την έπαρση στην καρδιά σας. Άρχοντες που και εσείς διατρέχετε τον ίδιο κίνδυνο κι’ εσείς πηγαίνετε εκεί να δείτε. Τότε θα ταπεινωθείτε, θα εγκαταλείψετε την υπερήφανη σκέψη σας και θα γίνετε άνθρωποι του Θεού». Η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος ισοπεδώνει όλους τους ανθρώπους. Ο ιερός Δαμασκηνός σ’ ένα από τα νεκρώσιμα τροπάρια χαρακτηριστικά λέει: «Ας βγούμε  και ας επισκεφθούμε τους τάφους και να δούμε τα γυμνά οστά. Τότε θα διερωτηθούμε… Άρα «τις εστίν, βασιλεύς ή στρατιώ­της, πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;». Και αλλού σημειώνει «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον. Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα». Σ’ ένα άλλο τροπάριό του ο ίδιος αναρωτιέται: «Πού εστίν η του κό­σμου προσπάθεια, πού εστίν η των πρόσκαιρων φα­ντασία; Πού εστίν ο χρυσός και ο άργυρος, πού εστίν των ικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος. Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Όσο κι’ αν η παρούσα ζωή μας καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας, η αλήθεια όμως είναι μία και μοναδική. Είμαστε οδοι­πόροι.

Αυτή την αλήθεια, οι πιστοί δεν την ξεχνούν, αλλά αντίθετα την αξιοποιούν.  Γνω­ρίζουν ότι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της γης, ξέρουν ότι απλώς από αυτόν τον  κόσμο περνάμε και προσπερνάμε. Είμαστε οδοιπόροι οι οποίοι πηγαίνουμε σε μίαν άλλη πόλη για την οποία μιλά ο Απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του, «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο ίδιος προβάλλει το πρόσωπο του πατριάρ­χη Αβραάμ, ο οποίος πίστευε στην μέλλουσα πραγ­ματικότητα, γι’ αυτό και ποτέ δεν έκτισε μόνιμη κα­τοικία, αλλά έμενε σε σκηνή. Κι’ αυτό διότι περίμενε να ζήσει σε μία άλλη πόλη της οποίας τεχνίτης και δημιουργός θα ήταν ο Θεός, δηλαδή η επουράνια βασιλεία.

Ο θάνατος είναι η πύλη προς την αιωνιότητα, γι’ αυτό και ο χριστιανός πρέπει να ενδιαφέρεται  να βρεθεί έτοιμος για την ώρα εκείνη, προκειμένου να κερδίσει την Βασιλεία του Θεού. Πιστεύει ότι σε εκείνη την πορεία, ακολουθούν τον άνθρωπο μόνο τα έργα του και τίποτε άλλο. Ο τρόπος της ζωής μας πρέπει να είναι ευσεβής, γεμάτος ευλάβεια, γιατί όπως λέει ο Απ. Παύ­λος «η δε ευσέβεια προς πάντα ωφέλιμός εστίν επαγγελίας έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης».

Έτσι λοιπόν διδασκόμαστε να μην φοβόμαστε τον θάνατο, αλλά να τον σκεφτόμαστε και να συμφιλιωνόμαστε με αυτόν, όπως έκαναν και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, που έλεγαν ότι γι’ αυτούς ο θάνατος ήταν κέρδος, γιατί πίστευαν ότι διά του θανάτου οδηγούνταν μία ώρα νωρίτερα κοντά στην αγκαλιά του Θεού. Οι Άγιοι πιστεύοντας στο έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού εύχονταν να έλθει το συντομότερο ο θάνατος, όπως ο Απ. Παύλος που έγραφε «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», δηλ. επιθυμώ να φύγω από αυτό τον κόσμο για να είμαι μαζί με τον Χριστό. Με αυτό το φρόνημα, χωρίς να απομακρυνόμαστε από τα καθημερινά μας έργα, συντηρούμε μέσα μας την πίστη  στην μακαρία ζωή, δηλαδή στην αιωνιότητα.