Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Περί πολυθεΐας, αστρολογίας, ειμαρμένης και τύχης (Άγιος Συμεών Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης)

 




Διάλογος αρχιερέως και κληρικού

Κληρικός: Αρκετά είναι αυτά, Δέσποτα, προς ανατροπήν των αθέων, και νομίζω ότι κανείς δεν θέλει αντειπή εις αυτά, ειμή αν είναι χειρότερος και από αυτούς τους δαίμονας, επειδή και αυτοί οι ίδιοι ομολόγησαν, και μη θέλοντες, τον Υιόν του Θεού του ζώντος. Τι δε όμως πάλιν θέλομεν ειπή και προς εκείνους όσοι είναι παραδεδομένοι εις την πολυθεΐαν και πλανώνται εις την Αστρολογίαν και Γένεσιν των Αστέρων, και Ειμαρμένην και Τύχην;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε.

Κατά των πολυθέων Ελλήνων.

Αρχιερεύς: Είναι προφανής η απάτη αυτών και εύκολος να ελεχθή, η οποία και κατεβλήθη ήδη λαμπρώς με την δύναμιν του Χριστού, και κανείς την σήμερον δεν διαμάχεται μήτε αγωνίζεται δι’ αυτήν. Διότι με αλιείς εκρήμνισε την μωράν σοφίαν των Ελλήνων, Εκείνος ο οποίος εσταυρώθη υπέρ ημών, η ζώσα και ενυπόστατος Σοφία του Πατρός. Όμως από εκείνα τα οποία γράφει και ο Παύλος, και από την Κτίσιν αυτήν, ημπορεί τις να μάθη ότι Εις είναι ο εν Τριάδι μόνος Θεός, και ουδείς άλλως έξω από Αυτόν. Επειδή αν είναι πολλοί και διάφοροι οι θεοί, καθώς οι έλληνες λέγουσιν, ακολουθεί να είναι και αι δυνάμεις των, και ενέργειαι διάφοροι, και μήτε θέλουν είναι δυνατοί να συνέχουν και να διοικούν το Παν. Αλλά, όντες αυτοί εν πλήθος, θέλουν είναι και στασιώδεις και ασύμφωνοι και εναντίοι μεταξύ των, κατά την δύναμιν, και όχι θεοί. Διότι Θεός αληθινός και πάντων Δεσπότης είναι ο Δημιουργός του Παντός, όστις ημπορεί να διακυβερνά πανσόφως τα πάντα. Ακολουθεί προσέτι να είναι και περιγραπτοί οι θεοί, αν είναι πολλοί και διάφοροι. Και αν είναι περιγραπτοί, ακολούθως πρέπει να είναι και ασθενείς. Και αν ασθενείς, δεν είναι άρα και παντοδύναμοι. Διότι και το να έχωσι διαφόρους δυνάμεις, και αυτό δεν μας παριστά παντοδυνάμους, αλλά εναντίους μεταξύ των και μαχομένους, κατά την διαφοράν της δυνάμεως.

Αλλά αν είναι και άρρενες και θήλειαι οι θεοί, καθώς λέγουν οι έλληνες, διαφέρουσι και κατά το γένος. Ακολουθεί λοιπόν να είναι και σώματα. Επειδή σωμάτων είναι το άρρεν και το θήλυ. Και εμπαθείς, και εκ τούτου ακολουθεί εις αυτούς και τομή και ρεύσις και φθορά και ακαθαρσία και μολυσμός. Διότι έκαστος θα κινείται, θα πάσχη δηλαδή και θα ενεργεί, κατά το γένος του, το άρρεν δηλαδή τα του άρρενος, και το θήλυ τα του θήλεως. Αλλά αν είναι εις αυτούς και αρχαί και πρώτοι και μεταγενέστεροι, και άλλοι μετά τούτους, καθώς οι έλληνες φλυαρούσι, δεν είναι λοιπόν άναρχοι. Πώς λοιπόν ημπορούν οι τοιούτοι να είναι άρχοντες ή διοικηταί των του Κόσμου; Και αν ο Ουρανός είναι άναρχος, καθώς οι έλληνες ληρούσι, πώς λοιπόν εξουσιάζουν τον ουρανόν και τον κατοικούν αυτοί που είναι μεταγενέστεροι του Ουρανού; Από αυτά και τα όμοια ημπορεί τις να ελέγξη και να περιπαίξη τους δοξάζοντας πολυθεΐαν.

Ακόμη καταγελαστότεροι είναι οι έλληνες, οι οποίοι ενόμισαν και τα κτίσματα θεούς. Διότι αυτά είναι με τας ενεργείας, και δυνάμεις των μαρτυρούσιν ότι είναι δούλα, και μερικά και ασθενή, και άλλοθεν έχουσι την δύναμιν και την κίνησίν των, και μάλιστα επειδή η δύναμις και η κίνησίς των είναι και εις ημάς τους ανθρώπους γνωστή. Διότι οι άνθρωποι ηξεύρουσι την κίνησιν και του Ουρανού και των Αστέρων. Δεν είναι λοιπόν Θεός ο Ουρανός μήτε οι Αστέρες μήτε κανέν άλλο από τα φαινόμενα, αλλά είναι του Θεού των όλων κτίσματα, και έλαβον από Αυτόν το είναι και την δύναμιν. Αλλά μήτε άλλαι τινές νοηταί δυνάμεις είναι θεοί, αλλά κτίσματα Θεού νοερά. Και άλλα μεν από αυτά βλέπουσι τον Θεόν και τον υμνούσι, τα οποία λέγονται και είναι λειτουργοί Θεού. Άλλα δε, κινούμενα από προαίρεσιν κακίστην, απεστάτησαν από αυτόν τον Θεόν, τα οποία και δαιμόνια ωνομάσθηκαν, και την πλάνην εις τους έλληνας επροξένησαν.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ.

Εναντίον εκείνων οι οποίοι δοξάζουσιν

Ειμαρμένην, Τύχην και Αστρολογίαν

Αλλά το να φλυαρούν και περί Τύχης και Ειμαρμένης και Γενεθλιαλογίας και Αστρολογίας, και αλογώτατον είναι και αθεώτατον. Διότι πρώτον μεν αυτή η φλυαρία αναιρεί το αυτεξούσιον του Δημιουργού, ο οποίος εποίησεν αυτά εκ του μη όντος και τα διοικεί ως βούλεται, και αληθώς και δικαίως. Έπειτα αναιρεί και το αυτεξούσιον του ανθρώπου, διότι αν ο άνθρωπος είναι ζώον λογικόν και αυτεξούσιον, αυτά δε τα φαινόμενα και άλογα και άψυχα, πώς λοιπόν θέλει διοικείται από αυτάς και πώς με την κίνησίν των θα συνδιατίθεται και θα κινείται; Επειδή το άλογον βέβαια δεν θα κινήση το λογικόν. Ειδέ και αφρόνως υποθέσωμεν εν τοιούτον, θέλει είναι δυναστεία και βία, και λοιπόν δεν είναι ούτε αρετή ούτε κακία, και εις μάτην οι Νόμοι, εις μάτην αι διδασκαλίαι, εις μάτην αι προφητείαι, εις μάτην η Παλαιά και η Νέα Διαθήκη, εις μάτην τέλος πάντων και η του Θεού Λόγου Σάρκωσις εις ανακαινισμόν των ανθρώπων και της Κτίσεως, και ούτε κόλασις θέλει είναι ούτε τιμωρία, τα οποία ο Σωτήρ ημών αποφαίνεται ότι θέλουν είναι αιώνια. Και τούτο είναι ανατροπή των καθόλου και δόξα ασεβείας και αθεΐας.

Ειδέ και μερικοί εθνικοί αλόγως λέγουν αυτά έμψυχα και λογικά, ο λόγος πάντη άλογος και ψευδής είναι, και ελέγχεται πρώτον μεν από την Αγίαν Γραφήν, η οποία μόνον τους Αγγέλους και τους ανθρώπους λέγει λογικά. Έπειτα δε και από τας ενεργείας των και από την κίνησιν του Ουρανού. Διότι αν είναι κατά τους έλληνας κτίσματα λογικά οι Αστέρες, έκαστον δε λογικόν είναι και αυτεξούσιον, αυτά δεν κινούνται πάντοτε την αυτήν και ομοίαν κίνησιν, πώς λοιπόν είναι προαιρετικά, όντα υποκείμενα εις τοιαύτην ανάγκην;

Ειδέ και λέγουσιν ότι το να κινώνται ούτω, αυτό είναι η καλή και απλή κίνησις, πώς λοιπόν η ενέργεια αυτής της καλής και απλής κινήσεως προξενεί και ενεργεί και τα πονηρά και κακοποιά, κατά την δόξαν αυτών και κατά την γνώμην, την οποίαν έχουν οι πολλοί δι’ αυτούς τους Αστέρας; Διότι αν τα λέγωσι θεούς, οι περισσότεροι όμως των ανθρώπων δεν τα ενόμισαν θεούς. Οι δε έλληνες λέγουν ότι η Πίστις των ανθρώπων και η Θρησκεία εξήρτηται από την κίνησιν των Αστέρων. Λοιπόν αυτά κινούνται εναντίον εαυτών και δίδουν εις τους ανθρώπους γνώσιν εναντίαν αυτών. Και ότι δεν είναι προαιρετικά ουδέ λογικά, είναι φανερόν από τούτο. Έκαστον προαιρετικόν και δυνάμενον, εξ ιδίας του προαιρέσεως κινείται. Επειδή δε κινούνται, καθώς οι έλληνες λέγουν, και καλήν κίνησιν και προαιρετικήν. Η δε κίνησίς των εις πολλά ενεργεί κακίαν και αναιρεί την αρετήν και προξενεί βλάβην (διότι κατά την δόξαν των ελλήνων, από τους Αστέρας κρέμαται να είναι τις ενάρετος και σώφρων, άδικος και δίκαιος) και θανάτους εθνών και αυξήσεις, διωγμούς και υψώσεις και μύρια άλλα συμβεβηκότα, τα οποία είναι εναντία και τα περισσότερα βλαπτικά.

Εάν όλα αυτά κρέμωνται, κατά την δόξαν των, από τους Αστέρας, ακολουθεί άρα να είναι της κακίας εργάται, και πονηρίας και φόνου και βλάβης, και αναιρέται αρετής, και διά να είπω συντόμως, ουκ αγαθοί. Όμως, αυτά μεν είναι φλυαρίαι των βλασφήμων και των αθέων, τα δε κτίσματα του Θεού είναι αγαθά, ως αγαθού κτίσματα. Επειδή είδε τα πάντα, φησί, και ιδού καλά λίαν, και έκαστον κινείται καλώς ως εκείνο, το οποίον έλαβε δύναμιν, και δεν είναι λογικά, αλλά σώματα μόνον άψυχα, τα οποία κινούνται την κίνησιν αυτήν την οποίαν βλέπομεν, μόνον δια να εκτελέσουν αυτό το ορώμενον, και είναι δήλον από αυτά τα αισθητά τα οποία ενεργούνται από αυτά. Η δε ιδική μας κακία, και αρετή γίνεται από το αυτεξούσιόν μας. Και η μεν αρετή είναι εσπαρμένη από Θεού εις την φύσιν μας, η δε κακία δεν είναι, αλλά εφευρέθη από τον Πονηρόν διά της αργίας και αμελείας της αρετής. Και όσα γίνονται εις τον Κόσμον και εις ημάς, όλα γίνονται βουλήσει Θεού, άλλα μεν με το να ευδοκεί και άλλα με το να παραχωρή εξ αιτίας πάλιν ιδικής μας.

Διά τούτο πρέπει να αποβάλλωμεν τας τοιαύτας μωράς συζητήσεις και να δοξάζωμεν ότι οι αστέρες και ο ήλιος και η Σελήνη έγιναν, κατά την Αγίαν Γραφήν, από τον Θεόν διά να φωτίζουν την Γην. Και ο μεν ήλιος διά να άρχη της ημέρας, η δε Σελήνη της νυκτός, και να κινώνται εις εξοικονόμησιν των φυτών και των σωμάτων, και διά να αποτελούν τους καιρούς, το Έαρ δηλαδή, το Θέρος, το Φθινόπωρον και τον Χειμώνα, να σημαίνουν όμβρους και ανέμους, και τα λοιπά αισθητά. Επειδή και αυτά ομοίως σώματα είναι και αισθητά. Και διά να δηλούν ενιαυτούς, δηλαδή, αφού γεμίσει το έτος, πάλιν διά της κινήσεως τούτων λαμβάνει αρχήν, και με αυτόν τον τρόπον διοικούνται τα φαινόμενα, θελήσει και προστάγμασι Θεού συμφερόντως. Δεν έχουσιν όμως καμμίαν εξουσίαν τα κτίσματα, μήτε επιφέρουσι δυναστείαν και βίαν εις τας γνώμας και προαιρέσεις, μήτε εξουσιάζουσι ψυχήν, μήτε αναγκάζουσι να αμαρτάνωμεν ή να ενεργώμεν την αρετήν, μήτε ημπορούν να αποκαταστήσουν βασιλείς ή άρχοντας, πτωχούς, πλουσίους, υγιείς ή αρρώστους, αποθαμένους ή ζώντας, ατίμους ή εντίμους, φρονίμους ή άφρονας, αγαθούς ή πονηρούς. Διότι είναι αθεΐα να δοξάζη τις ότι η Γένεσις και οι αστέρες έχουν δύναμιν να κάμνουν τα τοιαύτα.

Η γαρ Αγία Γραφή λέγει: «Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί», και τα καθ’ εξής. «Και ο Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις Άδου και ανάγει». Τούτο δε δικαίως και κατά την προαίρεσιν εκάστου, και κίνησιν, και όχι κατά βίαν, ότι «Δίκαιος ο Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε». «Και δι’ ου αποδώσει εκάστω, λέγει, κατά τα έργα αυτού». Πώς λοιπόν θέλει αποδώσει ο Θεός, αν ο άνθρωπος όχι εκ προαιρέσεως αλλά κατά βίαν αμαρτάνη ή κατορθώνη; Διότι εκείνος ο οποίος πράττει με βίαν, μήτε άδικος είναι, αν αμαρτάνη, μήτε δίκαιος, αν κατορθώνη, και μήτε ο φονεύσας είναι φονεύς, μήτε ο μοιχεύσας μοιχός, μήτε ο αρπάσας άρπαξ, μήτε ο σώζων σωτήρ, μήτε ο παρθενεύσας παρθένος, μήτε σώφρων ο σώφρων, μήτε δίκαιος ο δίκαιος.

Πώς λοιπόν κολάζει ο Θεός και πώς δικαιοί; Διότι βλέπομεν πολλά παραδείγματα, τόσον εις την Παλαιάν όσον και εις την Νέαν. Ημείς όμως οι πιστοί, όχι μόνον το να κινώνται κατά φύσιν τα φαινόμενα δοξάζομεν δίκαιον, αλλά και το υπέρ φύσιν. Επειδή εκείνος ο οποίος έκτισε την κτίσιν δύναται και να τη μεταβάλη καθώς θέλει. Διά τούτο έκαμε και τέρατα υπέρ φύσιν διά των προσευχών των Δικαίων, και πριν του Νόμου και εν τω Νόμω και ύστερον από τον Νόμον. Έκαμε τέλος πάντων το μέγα έργον, το υπέρ πάντα λόγον και νουν, το να σαρκωθεί ο Θεός Λόγος διά ημάς, και να πολιτευθεί εις τον βίον και να πάθη κατά τη σάρκα και να αναστηθή. Και να φανή ύστερον από την Ανάστασιν και να ψηλαφηθή και να τραφή και να αναβή μετά σαρκός εις τους Ουρανούς, και να εμπλήση την ανθρώπινον φύσιν από Πνεύμα Άγιον διά μέσου των Αποστόλων, να ενεργήση σημεία και τέρατα, να ελκύση εις την Πίστιν όλην την Οικουμένην, με μόνον το κήρυγμα και τα θαύματα, και έως την σήμερον να ενεργή διά θαυμάτων και να τερατουργεί διά νεκρών λειψάνων και δι’ ευχών των Αγίων, και τέλος να φανερώνηται η δύναμις του λύειν και δεσμείν, τα οποία όλα είναι πράγματα υπέρ φύσιν και έργα του παντοδυνάμου Θεού.

Διά τούτο και όταν αρρωστώμεν ευχόμεθα να εύρωμεν υγείαν, όντες εις περιστάσεις να λυτρωθώμεν από τα δυσχερή και κακά, και όταν τα στοιχεία κινώνται παραλόγως, παρακαλούμεν να κινώνται ευφόρως, και πολλά άλλα γίνονται διά των ευχών των δικαίων ανδρών, καθώς βροχή από ανομβρίαν, καταστροφή και αφανισμός των πολεμίων, λύσις πείνης και πανώλους, αναρρώσεις αρρώστων, ελευθερία των λυπηρών και πολλά άλλα, δια τα οποία και η Εκκλησία προσεύχεται. Η Τύχη λοιπόν και η γένεσις ανατρέπει την εις Θεόν ελπίδα και αθετεί και αυτόν τον Θεόν και την θείαν αυτού δύναμιν και όλην την Αγίαν Γραφήν και Κόλασιν αδίκων και απόλαυσιν Δικαίων, και συντόμως αναιρεί και αθετεί όλα τα μυστήρια του Θεού.

Διά τούτο κανείς ας μη νομίζη Χριστιανόν εκείνον ο οποίος καταγίνεται περί Γένεσιν και Αστρολογίαν και τα τοιαύτα. Και αν ίσως τις ήθελεν ειπεί ότι αυτά μανθάνει, ο τοιούτος είναι ηπατημένος, απόβλητος, ξένος της Εκκλησίας και απατεών. Και έκαστος ευσεβής, επειδή είναι του Χριστού, της δυνάμεως του Πατρός, της αληθείας, του παντοδυνάμου Λόγου, ελπισάτω επί Κύριον από του νυν και έως του αιώνος. Διότι το σχήσμα του Κόσμου τούτου περνά, και η Κτίσις είναι φθαρτή και θέλει αλλοιωθεί. Και ημείς οι εν Χριστώ «ουκ εσμέν υπό τα στοιχεία του Κόσμου δεδουλωμένοι», καθώς λέγει ο Παύλος, αλλά εγείναμεν υπέρτεροι από την φθοράν και κατά την ψυχήν, και το σώμα διά της χάριτος του αφθάρτου Πνεύματος. Όλα λοιπόν είναι δημιουργήματα και κτίσματα του Θεού, και κανέν από αυτά δεν είναι Θεός.

 

(Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, “Τα Άπαντα”. Εκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2001, ακριβής ανατύπωσις εκ της εν έτει 1882 γενομένης τετάρτης εκδόσεως. Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς)

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)


Λόγος Β΄: Διάλογος της ψυχής με τον νου, με την μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων σχετικά με την προέλευση των παθών μέσα μας. Επίσης λόγος περί θείας πρόνοιας και κατά των αστρολόγων (Άγιος Μάξιμος Γραικός)

 

 


 Ψυχή: Αγαπημένε νου μου! Προς σε στρέφω τώρα τούτα τα απλά μου λόγια. Μου προκαλεί μεγάλη απορία το γεγονός ότι εσύ που ορίστηκες από τον Δημιουργό ως κυβερνήτης όλων των δυνάμεών μου, κυβερνάς το σώμα ολάκερο με τις πιο ευέλικτες νοητικές κινήσεις, ως βασιλέας που κυβερνάει μια περιτειχισμένη πόλη ή ως ένας έμπειρος πηδαλιούχος, όταν σε κυριεύει κάποιο σκοτεινό πάθος, είτε φθόνος, είτε οργή, είτε θλίψη, παθαίνεις αμέσως δυνατή σύγχυση και πέφτεις σε βαθειά θλίψη και μοιάζεις με ιππέα, που, όταν τον ρίξει κάτω το ατίθασο άλογό του, χάνει την νίκη. Τότε όλοι οι συλλογισμοί σου και τα λόγια σου γίνονται απρεπή και, με λίγα λόγια, δεν αναγνωρίζεις κανέναν, ούτε τους συγγενείς ούτε τους πιο αγαπημένους φίλους σου. Εκστομίζεις τότε τις πιο άνομες βλασφημίες εναν­τίον εκείνου που είναι ο μόνος αγαθός. Πες μου, σε παρακαλώ, γιατί συμβαίνουν αυτά σε εμένα και σε εσένα; Θα ήθελα πολύ, αγαπημένε μου, να μου το έλεγες.

Νους: Θέλεις να μάθεις από μένα, ψυχή, κάτι εξαιρετικά ακατάληπτο και ασύλληπτο για την σκέψη. Γι’ αυτό θα προτιμούσα με μεγάλη ευχαρίστηση την απόλυτη σιωπή, αν δεν είχα τύψεις μπροστά στον θείο ευαγγελιστή, που απαιτεί να είμαστε «έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου»[Α΄ Πέτρ. 3, 15]. Θα σου δώσω λοιπόν, με την βοήθεια του Θεού, μία σύντομη απάντηση σε αυτά που ρωτάς.

Τρομερή, πολύ τρομερή αρρώστια είναι, ψυχή μου, ο εγωισμός που έχει ριζωθεί στις ψυχές μας και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και πολλούς αγώνες για να εκδιωχθεί από μέσα μας. Κάποτε εμείς οι δύο ήμασταν ελεύθεροι από αυτά τα πάθη και ζούσαμε μία ζωή πολύ ήσυχη και γαλήνια, με υψηλές και καθαρές σκέψεις και θείες επιθυμίες. Τότε δεν μας αναστάτωναν ματαιοδοξίες, μήτε φιλονικίες, φθόνος και υπερηφάνεια, αλλά κατευθυνόμασταν πάντοτε προς τα υψηλά με απλή, ήρεμη και σταθερή σκέψη, αφού μας έδινε θάρρος η επιθυμία του πιο τέλειου αγαθού.

Ο Δημιουργός μας είναι απλός, ψυχή μου, και δεν μετέχει ούτε κατ᾽ ελάχιστον στην κακία και την πονηρία. Είναι ο μόνος αγαθός, η μόνη σοφία και η μόνη αλήθεια. Είναι φιλεύσπλαγχνος, γενναιόδωρος, πανάγιος και δίκαιος. Από Αυτόν πηγάζει πλούσια η αγιότητα, η αγαθότητα και όλα τα πνευματικά αγαθά. Αυτός, ως πανάγαθος, έδωσε τις θείες εντολές, από επιθυμία να οδηγήσει εξαρχής σε αυτήν την τελειότητα και το κατά την θεία εικόνα Του δημιούργημά Του. Αν ο άνθρωπος είχε τηρήσει τις θείες αυτές εντολές, θα ήταν αληθινά μακάριος και θα απολάμβανε την συνομιλία με τον ίδιο τον Θεό πάντοτε καθαρά και χωρίς πάθος. Με την ίδια την θεία πνοή Του έδωσε στον άνθρωπο όλες τις αρετές που βρίσκονται στην θεία και πανάγια φύση Του και αυτές είναι η αγαθότητα, η ευσπλαγχνία, η πραότητα, η αλήθεια, και η αγάπη. Όμως δεν του έδωσε αμέσως και την απόλυτη ευτυχία, αφ’ ενός για να μην υπερηφανευθεί για τα πολλά χαρίσματά του και χάσει εντελώς την θεία αγάπη και αφ’ ετέρου για να παρακινηθεί από την επιθυμία του τελειοτάτου και καθαροτάτου αγαθού και να επιδιώκει όλο και περισσότερο να το αποκτήσει. Έτσι αντιλαμβάνομαι το γεγονός, ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να κρατηθεί για πολύ χρόνο μακριά από την παράβαση της θείας εντολής. Αν είχε πίστη σταθερή, θα χαιρόταν και την διαρκή ευτυχία, επειδή η πίστη γεννάει το μυαλό, όπως το λέγει σαφώς το σοφό ρητό της Αγίας Γραφής: «Εάν μή πιστεύσητε, ουδέ μη συνιήτε»[Ησ. 7, 9]. Επομένως η αιτία της πτώσεώς του υπήρξε η ατέλεια της πίστεως και της αγάπης για τον Δημιουργό. Ικανοποιήθηκε τώρα η επιθυμία σου, ψυχή, ή ακόμη θέλεις να πω περισσότερα;

Ψυχή: Αν δεν σου κάνει πολύ κόπο, θα σε παρακαλούσα να τα πεις σαφέστερα. Πες μου επίσης με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα.

Νους: Με χαρά θα κάνω και αυτό για εσένα, αν με φωτίσει η Χάρη του Θεού. Όπως σου είπα προηγουμένως, η αιτία της πτώσεώς μας υπήρξε η αδυναμία της πίστεώς μας, που ως συνακόλουθο έχει την άγνοια του τελείου αγαθού [Δηλαδή του ιδίου τού Θεού, που είναι τέλειος και αγαθός. Πρβλ. Ματθ. 5, 48 και 19, 17]. Αυτό θολώνει πολύ τους σοφούς οφθαλμούς μας, και μας κάνει, ψυχή μου, να μοιάζουμε, αλλοίμονο, με τα άλογα κτήνη, όπως λέγει και ο θεόπνευστος Ψαλμωδός, επειδή αυτός το ύμνησε περισσότερο και πολύ καθαρά [Πρβλ. Ψαλμ. 48, 21]. Οι προπάτορές μας δεν κατάλαβαν την απάτη του κακοβούλου όφεως λόγω της ατελείας του νου τους και δέχθηκαν την συμβουλή του σαν το ψάρι, που καταπίνει το δόλωμα άφοβα, και έτσι γεύτηκαν τον καρπό του απαγορευμένου δένδρου.

Γι’ αυτό, σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού, έχασαν την μακαριότητα και την έως τότε θεία διαμονή τους στον παράδεισο. Και αφού έχασαν την προηγούμενη θεία φώτιση, υπέστησαν αμέσως εσωτερικό θάνατο και δέχθηκαν πρώτα από όλα μέσα τους τις δύο από τις πιο βλαβερές για την ψυχή νόσους, την λήθη και την άγνοια, εξαιτίας των οποίων θάμπωσαν οι σοφοί οφθαλμοί τους, ενώ οι ίδιοι δέχθηκαν ποικίλα πάθη. Έτσι εξαιτίας της λήθης στερήθηκαν, αλλοίμονο, την θεία δόξα.

Επιθυμούσαν όμως ολόψυχα την μάταιη δόξα που κυριαρχεί στην γη, γι᾽ αυτό μόλις εμείς οι άνθρωποι την φθάσουμε, υπερηφανευόμαστε και καμαρώνουμε, σαν τους κέδρους του Λιβάνου. Όταν όμως την χάσουμε, η καρδιά μας υποφέρει, λυπούμαστε και φθονούμε καθώς δεν αντέχουμε εμάς να μας περιφρονούν και στους άλλους να αποδίδουν μεγάλους επαίνους. Γι’ αυτό υποκύπτουμε στην οργή, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο τιμών. Αν όμως είχαμε θυμηθεί ότι όλοι μας υποφέρουμε εξίσου από την άγνοια και την λήθη, θα ήμασταν τουλάχιστον πράοι και δεν θα ορμούσαμε, ψυχή μου, ο ένας εναντίον του άλλου σαν άγρια θηρία. Επομένως, η λήθη είναι αυτή πού γεννάει την ματαιοδοξία και την οργή, τον φθόνο και την υπερηφάνεια. Αυτά με την σειρά τους γεννούν πολλά φοβερά πάθη, που σαν θηρία ανήμερα ορμούν εναντίον μας, μας αναστατώνουν, μας αιχμαλωτίζουν, μας παραπλανούν και μας ρίχνουν σε άπειρες δυστυχίες.

Εξάλλου, η άγνοια είναι το αρνητικό παράγωγο της απομάκρυνσής μας από το τέλειο αγαθό. Η πηγή όλων των κακών είναι η φιλαργυρία και η προερχόμενη από αυτήν τοκογλυφία, να αδικεί κανείς άσπλαγχνα, να αρπάζει την περιουσία του άλλου, να παραδίδεται σε αισχρές σαρκικές απολαύσεις, να μη γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, αλλά και να μην κατέχει ποτέ μνήμη θανάτου.

Το αποκορύφωμα όμως όλων αυτών των κακών είναι το να μη φοβάται κανείς τον Θεό, να μην τρέμει για την μέλλουσα φοβερή Κρίση, αλλά να ζει πάντοτε μόνο σαν τα άλογα ζώα, ικανοποιών­τας την κοιλία και τις σαρκικές επιθυμίες, θεωρώντας μάλιστα αυτές τις επιθυμίες του ως το τέλειο αγαθό. Οι επιθυμίες αυτές, όμως, γεννούν έχθρες και πολέμους, αιχμαλωσίες και ληστρικές επιθέσεις σε κάθε γη και κάθε θάλασσα.

Ο άνθρωπος που έχει το πάθος της οινοποσίας, όταν τον βαραίνει υπερβολικά το κρασί που έχει πιεί, ασχημονεί εκστομίζον­τας λόγια απρεπή, ενώ τους τιμίους και ευπρεπείς ανθρώπους τους θεωρεί ανέντιμους, απρεπείς και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κατά παρόμοιο τρόπο και εμείς, όταν η σκέψη μας θολώνει λόγω της αγνοίας του αληθινού αγαθού, γινόμαστε εύκολα θύματα της επιδράσεως των παθών. Άλλοτε τρελαινόμαστε από την οργή και τον θυμό, άλλοτε λιώνουμε από την ζήλεια και άλλοτε λυσσάμε από τις σαρκικές επιθυμίες. Έτσι πολλές φορές απαρνούμαστε και την ίδια μας την ζωή. Αλλά γιατί να πολυλογούμε! Το πλοίο, σαν χάσει το κατάρτι, τα σχοινιά, τα πανιά και το πηδάλιό του, είτε από τα κύματα πού το χτυπούν εξαιτίας του ισχυρού ανέμου είτε γιατί έπεσε σε κάποιον ύφαλο, καταστρέφεται από τα κύματα και καταποντίζεται. Και εμείς, ψυχή μου, δεχόμαστε συνεχώς τις επιθέσεις των παθών, επειδή καταστρέψαμε ανόητα το αρχετυπικό κάλλος μας, αφού προηγουμένως υποταχθήκαμε στις απατηλές κολακείες του όφεως. Από τότε πεθάναμε με εσωτερικό θάνατο, με τον οποίο μας ετιμώρησε ο Θεός, γιατί ποδοπατήσαμε τις εντολές Του, και η ζωή της απαθείας και της θείας έμπνευσης έφυγε μακριά μας.

 

Ο άσπονδος εχθρός του γένους μας, αφού μας υπέταξε, μας εδίδαξε κάθε κακό και κάθε ανομία. Όντας θεομάχος κατάφερε να μας απομακρύνει εντελώς από την πίστη και την αγάπη προς τον Δημιουργό μας. Αυτός ο πονηρός κατάφερε, αντί να λατρεύουμε τον μόνο άκτιστο και άναρχο Θεό, την ουσία σε τρεις υποστάσεις, να καθιερώσει την λατρεία πλήθους ψεύτικων θεών. Ο εχθρός λοιπόν αντί του δώρου της ελεύθερης βούλησης και του αυτεξουσίου που μας ξεχωρίζουν από τα άλογα ζώα, και αντί της ομοιώσεως με Εκείνον που μας δημιούργησε κατ᾽ εικόνα Του, όσο είναι δυνατόν αυτό στην αδύναμη ανθρώπινη φύση, μας υπέταξε σε ψευδή πίστη, στην επίδραση που δήθεν έχει επάνω μας η κίνηση των άστρων. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι αυτή επηρεάζει την βούλησή μας για την επιλογή του καλού και του κακού, ώστε να μην μπορούμε να κάνουμε ή να επιθυμούμε τίποτα πέρα από αυτά που μας έχει ορίσει το πεπρωμένο της σταθερής κινήσεως των άστρων. Επίσης, μας έχει πείσει ότι από την κίνηση των άστρων εξαρτάται όχι μόνο η ευτυχία μας, αλλά και η ζωή μας ολάκερη.

Έτσι βρήκε τρεις τρόπους να διαφθείρει όσους τον ακούν. Πρώτον, προσπαθεί να παρουσιάσει ως υπαίτιο κάθε κακού για τους ανθρώπους τον δημιουργό και δοτήρα όλων των αγαθών, τον μόνο αγαθό και ενάρετο κατά την ουσία Του, ο οποίος μας απομακρύνει από κάθε κακό και μας χειραγωγεί στην αγνή και θεόμορφη ζωή, άλλοτε με την υπόσχεση των θείων αγαθών και άλλοτε με την απειλή των ατελευτήτων και φοβερών βασάνων. Δεύτερον, απομακρύνει έτσι από τον εαυτό του την κατηγορία ότι είναι ο μόνος αίτιος κάθε κακού και, τρίτον, κρατάει δέσμιους πάντοτε για να εκτελούν παράνομες πράξεις, όσους ακολουθούν αυτήν την ψυχοφθόρα και ασεβή διδασκαλία, επειδή είναι βέβαιοι ότι βρίσκονται απόλυτα υπό την επίδραση των άστρων. Όταν αποκαλύπτεται κάποια παράνομη πράξη τους, τυχαίνει να ακούμε από πολλούς να λένε ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτήν, καθώς το άστρο, κάτω από την επιρροή του οποίου βρίσκονταν, τους έσπρωξε με την βία προς εκεί παρά την θέλησή τους και τους υπέταξε σε αυτό το πάθος.

Θα μπορούσε κανείς να βρει κάτι χειρότερο για να συκοφαντήσει την ίδια την θεία αλήθεια; Αν ο Θεός με τις εντολές Του μας απαγορεύει να επιθυμήσουμε την γυναίκα του άλλου ή να ψευδόμαστε και έπειτα με την ισχυρή επιρροή των άστρων μας ωθεί σε κάθε ανομία, τότε πώς μπορεί, αλλοίμονο, να θεωρείται δίκαιος, αφού ζητά από εμάς να κάνουμε κάτι εντελώς αδύνατο; Πράγματι, ποιος από τους ανθρώπους είναι σε θέση να αντιστέκεται πάν­τοτε εναντίον των τριών αυτών δυνατών εχθρών, δηλαδή των δαιμόνων, των άστρων και της ακατάπαυστης επίθεσης των φυσικών παθών, που πάντοτε τόσο βίαια επιτίθενται εναντίον μας;

Εξάλλου, φαίνεται πως ο Θεός αδίκησε φοβερά το ανθρώπινο γένος, αφού, ενώ έδωσε ως δωρεά το βασίλειό Του στις επουράνιες δυνάμεις, δηλαδή στους Αγγέλους, έκανε εμάς τους ανθρώπους υποχείριο των δαιμόνων, των άστρων και των πλανητών, που μας εμποδίζουν με κάθε τρόπο να εισέλθουμε σε αυτό. Επίσης, πώς μπορεί να φανεί αληθής ο θείος λόγος που λέγει: «ιδού δίδωμι υμίν την εξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, και ουδέν υμάς ου μη αδικήση» [Λουκ. 10, 19], αν μας ωθεί προς τα πάθη η επίδραση των άστρων; Ο Θεός μας εδίδαξε ότι δεν παρασυρόμαστε σε κακές πράξεις από την επιρροή των άστρων αλλά από τα ολέθρια δαιμόνια.

Εξαιτίας αυτών, ψυχή μου, έχουμε υποστεί την αξιοθρήνητη πτώση, όπως το μαρτυρεί σαφώς ο μεγάλος και πάμφωτος ήλιος, ο θείος Παύλος λέγοντας, ότι για τους πιστούς δεν είναι «η πάλη προς αίμα και σάρκα», δηλαδή προς την αδύναμη ανθρώπινη σάρκα, «αλλά προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου», προς τα πονηρά πνεύματα, τους εφευρέτες κάθε κακού [Εφ. 6, 12]. Η δύναμή τους δημιούργησε κατά την αρχαιότητα σε όλη την οικουμένη δαιμονικές μαγείες και από το γεγονός αυτό προήλθε η πλάνη της λατρείας των ειδώλων. Οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι και οι δυνατοί βασιλείς άκουγαν με μεγάλη ευπιστία τους εκπροσώπους κάθε δαιμονικής και αστρολογικής πλάνης. Μαθητές τους είναι οι μάγοι και οι οιωνοσκόποι. Αυτοί που τοποθετούν την μοίρα του ανθρώπου κάτω από την επιρροή του ενός ή του άλλου άστρου, χύνουν σαν όφεις στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο της κακίας τους και την πλάνη της αστρολογίας. Εξουσιάζουμε όλους αυτούς, αν υπηρετούμε πιστά τον Δημιουργό των πάν­των, τον Βασιλέα και Θεό, εκτελώντας πάντοτε με τα έργα μας τις ιερές εντολές Του. Αν όμως τις παραβιάζουμε, θα μας βρουν πολλές δυστυχίες. Οπωσδήποτε αυτά μας συμβαίνουν σύμφωνα με την πρόνοια του Θεού και όχι από την τυφλή τύχη ή από την επίδραση των άστρων, όπως εσφαλμένα ερμηνεύει η παραφροσύνη των αστρολόγων.

Τα άστρα, ψυχή μου, δημιουργήθηκαν όχι για να μας εξουσιάζουν, αλλά για να διώχνουν το νυχτερινό σκοτάδι με το φως τους, για να βοηθούν τους ναυτικούς να ταξιδεύουν την νύχτα χωρίς κίνδυνο και να δείχνουν στους γεωργούς πότε να οργώσουν την γη. Αν όμως, λόγω της εξουσιαστικής επιρροής των άστρων, άλλοι ακολουθούν την αρετή και άλλοι την κακία, ενώ η αρχή κάθε αγαθού είναι η πίστη στον αληθινό Θεό και το χειρότερο από όλα τα κακά είναι η απιστία, τότε ούτε θα καταδικασθούν όσοι ασεβούν εναντίον του Θεού ούτε θα λάβουν έπαινο από τον Θεό όσοι Τον σέβονται και Τον τιμούν. Επειδή υποτίθεται πως κανένα από τα δύο δεν συμβαίνει από μόνο του, αλλά λόγω της καταναγκαστικής επιρροής των άστρων, η οποία άλλους ωθεί στην πίστη και άλλους στην απιστία. Τι σημασία θα είχε ύστερα από αυτά ο θείος λόγος: «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» [Ματθ. 25, 46]; Επειδή ό,τι παρέχεται με την βία δεν αξίζει κανέναν έπαινο, ούτε τιμωρία, είτε είναι καλό είτε κακό, όπως θεολογεί ο τιμιότατος και θεόπνευστος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγοντας: Οι Έλληνες θεωρούν ότι το καθετί, που μας αφορά, εξαρτάται από την επίδραση των άστρων, του ήλιου και της σελήνης, της ανατολής και της δύσης, με τα οποία ασχολείται η επιστήμη της αστρολογίας [Εδώ ο όρος «αστρολογία» σημαίνει και αστρονομία, όπως και παρακάτω, επειδή την εποχή εκείνη δεν υπήρχε σαφής διάκριση των δύο όρων]. Εμείς όμως ισχυριζόμαστε ότι αυτά προαναγγέλλουν την βροχή, την λειψυδρία, το κρύο, την ζέστη, την ξηρασία, τους ανέμους, κ.λπ., ενώ για τα προσωπικά μας θέματα δεν μπορούν να μας δώσουν καμμία ένδειξη. Ο Δημιουργός μας έπλασε αυτεξουσίους και κυριάρχους των πράξεών μας. Αν κάναμε ό,τι κάνουμε υπό την επίδραση των άστρων, θα το κάναμε με την βία. Και ό,τι πράττεται με την βία, δεν θεωρείται ούτε καλό ούτε κακό. Αν όμως δεν έχουμε ούτε το καλό ούτε το κακό, τότε δεν αξίζουμε ούτε έπαινο ούτε βραβείο, ούτε μομφή ούτε τιμωρία. Γιατί έτσι ο Θεός θα φανεί άδικος, αν παρέχει, υπό την επίδραση των άστρων, σε άλλους ευημερία και σε άλλους δυστυχία.

Αν όλα κινούνται και φέρονται από την ανάγκη, τότε ο Θεός δεν κυβερνά το σύμπαν και δεν έχει καμμία μέριμνα για το δημιούργημά Του [Ιωάννου Δαμασκηνού, “Έκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως” κα´, στ. 117-130, έκδ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos II [Patristische Texte und Studien 12], Walter de Gruyter, Berlin. New York 1973, σ. 59]. Πώς τότε μπορούν να είναι αληθινά τα λόγια της Άννας, μητέρας του προφήτη Σαμουήλ, που λέγει ότι: «Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει» [Α΄ Βασ. 6, 6], αν άλλοι υψώνονται από την γη στα ύψη και άλλοι κατεβαίνουν στα τάρταρα εξαιτίας της τυφλής τύχης και της κινήσεως των άστρων; Αν είναι αληθινά τα λόγια της Άννας, τότε η πίστη στην ευτυχία και την δυστυχία είναι ψέμα και εφεύρεση των απίστων και όχι διδασκαλία και παράδοση των αγίων. Γι’ αυτό ως αληθινά πιστοί πρέπει να τακτοποιούμε την ζωή μας και να την κοσμούμε με αξιέπαινο ήθος, ακολουθώντας την διδασκαλία της ορθής πίστεως. Επίσης, αν «ο αγρός εστιν ο κόσμος· το δε καλόν σπέρμα, ούτοί εισιν οι υιοί της βασιλείας· τα δε ζιζάνιά εισιν οι υιοί του πονηρού»[Ματθ. 13, 38], δηλαδή οι δημιουργοί της κάθε ανομίας, τότε από αυτά τα θεία λόγια προκύπτει ότι: αν άλλοι αγαπούν την αρετή και άλλοι παραδίδονται στο κακό, δεν οφείλεται στην δύναμη των άστρων, αλλά εξαρτάται από το ότι άλλοι υπακούουν στον Θεό και γίνονται καλοί, ενώ άλλοι ακολουθούν τον κακόβουλο δαίμονα και γίνονται κακοί.

Ας μην αναζητούμε άλλο καλύτερο από τον προαναφερθέντα ισχυρισμό, καθώς ουδείς σοφότερος του Θεού. Επί πλέον, ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του [Πρβλ. Γέν. 1, 26], δηλαδή ελεύθερο και αυτεξούσιο, για να προσπαθεί με δική του πρωτοβουλία να ζει θεάρεστα. Και μετά, λες και μετάνιωσε ο Θεός, έθεσε τον άνθρωπο κάτω από την ισχυρή και καταναγκαστική επιρροή της κινήσεως των άστρων και έτσι, σαν τον τελευταίο ουτιδανό αιχμάλωτο, τον οδηγεί στην εκτέλεση διαφόρων απρεπών πράξεων! Γι’ αυτό ο Θεός θυμώνει πολύ μαζί μας, επειδή, διαπράττον­τας κακές πράξεις, κάνουμε έτσι, ώστε να φαίνεται ότι ο ίδιος δεν συμφωνεί με τον εαυτό Του, ενώ Αυτός είναι η πηγή κάθε σοφίας. Άρα, δεν είναι ούτε ο κύκλος της τυφλής ευτυχίας ούτε τα άστρα, αλλά ο ίδιος ο πανάγαθος και πανάμωμος Θεός, που βασιλεύει σε όλα, τακτοποιεί πάνσοφα και ενάρετα με την θεία πρόνοιά Του το καθετί που μας αφορά και κυβερνά τα πάντα με τον πιο ωφέλιμο για εμάς τρόπο. «Εγώ αποκτενώ και ζην ποιήσω» [Δευτ. 32, 39], λέγει Αυτός που βασιλεύει υπέρ των πάντων. «Πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του πατρός των φώτων» [Ιακ. 1, 17] και από τον συνάναρχό Του Υιό και το Άγιον Πνεύμα, που κυβερνά τα πάντα υπέροχα.

Ο αίτιος κάθε κακού είναι ο διάβολος καθώς και εμείς οι ίδιοι, που ανόητα τον ακούμε. Γεμάτος φθόνο και κακία, γκρεμισμένος από τον ουρανό εξαιτίας της υπερηφανείας του, ο διάβολος δεν αντέχει να μας βλέπει να ειρηνεύουμε μεταξύ μας, αλλά μαίνεται εναντίoν όλων ανεξαιρέτως, ως σκυλί λυσσασμένο που δαγκώνει οποιονδήποτε συν­αντά στον δρόμο του. Έτσι και αυτός ο ολέθριος, ο οποίος γκρεμίστηκε από τα ύψη και έπαθε μεγάλη ατίμωση: τον έβλεπε ως άνθρωπο, που τον είχε πριν υποταγμένο και τον είχε εξευτελίσει με διάφορες ακάθαρτες πράξεις. Όμως επειδή τώρα βλέπει τον Ιησού Χριστό ως ύψιστο Θεό, που δοξάζεται από όλους και κάθεται στον θρόνο εκ δεξιών του Πατρός Του, καίγεται από τον φθόνο, μαίνεται και τρίζει συν­εχώς τα δόντια του. Σαν άγριο θηρίο, βρυχάται κρυφά στις σκέψεις του εναντίον μας και, δημιουργώντας δυσκολίες, προσπαθεί μάταια με την κακία του να μας εμποδίσει να μπούμε στον δρόμο που οδηγεί στην απαθή και αιώνια ζωή. Ο φθονερός και χαιρέκακος συν­ήθως χαίρεται να βλέπει να καταστρέφονται όλοι όσους μισεί. Γι’ αυτό μας πολεμά πάντοτε με κακές σκέψεις, με τον ολέθριο φθόνο και με την υπερηφάνεια.

Ο διάβολος είναι διδάσκαλος της κλοπής και της δολοφονίας, είναι αρχηγός κάθε ψεύδους και κάθε δόλου. Είναι αυτός που ωθεί τους τυμβωρύχους να ανοίγουν τα φέρετρα των νεκρών και χωρίς φόβο να λεηλατούν τα σώματα, που ήδη βγάζουν δυσοσμία. Γιατί όμως να σε κουράζω με τον μακρύ λόγο μου; Ο διάβολος είναι ο εφευρέτης κάθε κακού και κακίας, με τα οποία γέμισε όλον τον κόσμο, επειδή ζηλεύει την Χάρη που μας δίδεται άνωθεν. Γιατί σου φαίνεται περίεργο, ψυχή μου, που παραστρατούμε πολλές φορές από την ηθική ζωή, αφού είμαστε συνεχώς αγριεμένοι σαν θηρία από τέτοια και τόσο πολλά πάθη; Είδες ποτέ κανέναν να απορεί, γιατί η θάλασσα αναταράσσεται πολλές φορές από την δυνατή επίδραση των ανέμων;

 

Σου έδωσα λοιπόν, ψυχή μου, παρά το σύντομο του λόγου μου, αρκετά νομίζω από αυτά που ήθελες. Τώρα άκουσε και με ποιόν τρόπο μπορεί να αποκτήσει κανείς την πραότητα, όπως μου το ζήτησες προηγουμένως.

«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» [Ψαλμ. 110, 10], εξυμνεί ο θεόσοφος ψαλμωδός, ο υιός του Ιεσσαί. Ως φόβο αληθινό να θεωρείς, ψυχή μου, την επιμελή εκτέλεση των θείων εντολών. Αλλά, ψυχή μου, μην θεωρείς φόβο ούτε δέος εκείνον τον φόβο, που εκφράζεται μόνο σε κούφια λόγια, αλλά παραπλάνηση της ψυχής, της ταπεινωμένης από τους αοράτους εχθρούς εξαιτίας της μεγάλης ατασθαλίας της. «Και πας ο ακούων μου τους λόγους τούτους και μη ποιών αυτούς», δηλαδή δεν εφαρμόζει ενάρετα αυτά που ακούει, «ομοιωθήσεται ανδρί μωρώ, όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον» [Ματθ. 7, 26]. Για παράδειγμα: ένας άνθρωπος έλαβε από τον κύριό του την εξουσία μιας πόλεως και έλαβε από αυτόν και τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους έπρεπε ο ίδιος να ζει καλά και τίμια και να διοικεί σωστά τους κατοίκους της. Ωστόσο αυτός, αφού εγκαταστάθηκε στην πόλη και γεύτηκε όλα τα αγαθά της, κατάντησε υπερήφανος. Δεν μεριμνά πλέον για την τήρηση των νόμων και δεν επιτρέπει να μπαίνουν φραγμοί στα όρια της εξουσίας του. Μετατρέπεται έτσι έναντι όλων σε έναν κακό, υπερήφανο και βαρύθυμο διοικητή που επιβάλλει την εξουσία του με φωνές, άγρια βλέμματα και βασανιστήρια. Τότε αυτός δεν χάνει μόνο την ίδια την εξουσία, αλλά τιμωρείται σύμφωνα με τις ατασθαλίες του. Έτσι και ο άνθρωπος, αφού ξέχασε τους θείους νόμους, δηλαδή τις δωρεές, την Χάρη, την ιερή αγάπη, την νομιμοφροσύνη, την αλήθεια, την ησυχία, την πραότητα, την σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, ταυτίζει την ορθή πίστη του με το να μην τρώει ορισμένα φαγητά και με το να ακούει την Αγία Γραφή. Έχουν τυφλωθεί τα μάτια της ψυχής του και έχει απομακρυνθεί από την ιερά σύνοδο των αγίων. Όπως λέγει ο άγιος ευαγγελιστής του Θεού, δεν αγαπά ο Θεός τους ακροατές του νόμου [Πρβλ. Ιακ. 1, 22], αλλά όσους τον εφαρμόζουν σωστά.

Γι’ αυτό να αποκτήσεις ως βάση τον φόβο του Θεού, επειδή χωρίς αυτόν όλα τα άλλα είναι άχρηστα, ακόμη και η στέρηση των φαγητών και η πολύωρη προσευχή. Πολύ αυστηρά μας παρατηρεί ο Κύριος λέγοντας: «Τι δε με καλείτε Κύριε, Κύριε» [Λουκ. 6, 46], αφού ό,τι σας διατάζω δεν θέλετε να το εκτελείτε; Επάνω σε αυτό το στερεό και ακλόνητο θεμέλιο –στον φόβο του Θεού– προσπάθησε να κρατάς γερά το χαλινάρι της σάρκας και της κοιλιάς, πού επαναστατεί εναντίον μας με τις ασυγκράτητες ορμές της και μαίνεται με τις επιθυμίες της. Όσο αυτή μεγαλώνει, εμείς καταστρεφόμαστε και, αντιθέτως, όσο αυτή ξηραίνεται, ζούμε την ενάρετη ζωή. Όπως η φωτιά, όταν καίει λίγα και κακής ποιότητας ξύλα, καίει ήσυχα, χωρίς θόρυβο και με μέτρο, ενώ, αν της βάλουμε πολλά και χοντρά ξύλα, πετάγεται αμέσως επάνω κάνοντας φοβερό θόρυβο. Έτσι και εμείς, όσο η κοιλιά φουσκώνει από την έλλειψη εγκρατείας, όλο και περισσότερο γινόμαστε βλοσυροί, άγριοι και θυμώνουμε με τον καθένα σαν θηρία και χωρίς πραότητα παρασυρόμαστε σε φωνές και οργή. Όταν όμως η εγκράτεια ξηραίνει την σάρκα μας, τότε εντός μας εγκαθίσταται η πραότητα και η ησυχία. Σε αυτό μας βοηθάει σε μεγάλο βαθμό το να ζούμε με ανθρώπους του ίδιου ήθους. Ο κοινός βίος με πολλούς δίδει συχνά αφορμή να οργιζόμαστε ακόμη και εναντίον της θελήσεώς μας, όταν τύχει να ακούσουμε κάτι απρεπές ή να δούμε ανήθικες πράξεις αντίθετες με τις παραδόσεις των πατέρων μας.

Πέρα από όλα αυτά, η πραότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το αν διάγουμε τον βίο μας αφιλοκερδώς, αν ασκούμεθα καθημερινά μελετώντας τους βίους των αγίων, και αν συνηθίσουμε να έχουμε μνήμη θανάτου. Αντίθετα, τίποτα άλλο δεν μας κάνει τόσο θηριώδεις όσο το πάθος της φιλοκτημοσύνης. Η επιφάνεια της θάλασσας την ώρα της καλοκαιρίας είναι ήρεμη, όταν όμως σηκωθεί δυνατός άνεμος, φουντώνει και σηκώνει κύματα πελώρια σαν βουνά που σκάνε με μεγάλο θόρυβο. Έτσι και η ψυχή, όταν υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά της, φλέγεται από τον θυμό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, σκοτεινιάζει το μυαλό της, χάνει την χάρη της και η καρδιά της σκληραίνει σαν πέτρα. Όπου υπάρχει η επιθυμία να αποκτήσεις αγαθά, εκεί εμφανίζονται η απληστία για το χρυσάφι, η ηδυπάθεια, οι μέριμνες και οι φιλονικίες. Όλα αυτά καταπνίγουν σαν αγκάθια τον σωτήριο λόγο, που σπέρνεται από τον ουρανό στις καρδιές μας, που αφορά την έμπρακτη εκτέλεση των εντολών του Σωτήρος, την μνήμη των αιωνίων αγαθών, την μέλλουσα φοβερή Κρίση και τα πικρά βασανιστήρια. Όπου υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό τα πάθη που αναφέραμε προηγουμένως, εκεί υπάρχει και η φιλαργυρία και η επιθυμία να γίνονται τα πάντα λόγω λαιμαργίας. Έτσι χάνεται η ανθρωπιά, ενώ οι τέτοιου είδους άνθρωποι γίνονται πιο άγριοι και από τα θηρία. Από αυτό βγαίνει το συμπέρασμα ότι παρασύρονται πολύ όσοι φροντίζουν συνεχώς να αυξάνουν τον πλούτο τους και να καλλιεργούν την φιλαργυρία.

Άκουσε λοιπόν, ψυχή μου, την σύνοψη όλων αυτών που είπαμε και προσπάθησε να τα εκτελείς εμπράκτως, χωρίς οκνηρία. Όλα τα πάθη γεννήθηκαν μέσα μας λόγω του ότι λησμονήσαμε και δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το υπέρτατο, το αληθινό αγαθό. Αυτό μας προκάλεσε αναρίθμητα κακά και έτσι καταντήσαμε να μοιάζουμε με τα κτήνη. Όταν όμως θυμόμαστε συχνά αυτά που αναφέραμε προηγουμένως και όσο η προσπάθειά μας να κατανοήσουμε είναι ασταμάτητη και επιθυμούμε από βάθους καρδιάς την θεία δόξα που υπερτερεί κάθε λόγου, τότε αυτά είναι αρκετά όχι μόνο για να αποκτήσουμε την τελεία και ακλόνητη πραότητα του ήθους, αλλά και να φθάσουμε μπροστά στον ίδιο τον Βασιλεύον­τα εν υψίστοις και να γίνουμε κληρονόμοι της γης των σωζομένων, στην οποία στηρίζονται γερά τα πόδια των πράων που χαίρον­ται το θείο φως.

 

Ψυχή: Σε παρακαλώ, αγαπημένε μου, να κάνεις λίγο ακόμη κόπο και να μου εξηγήσεις αυτό πού θα σε ρωτήσω: Αν ο Κύριος δίδει θάνατο και ζωή, πτωχεία και πλούτο, ταπεινώνει και υψώνει, κατεβάζει στην κόλαση και ανεβάζει, όπως είπες προηγουμένως, και όπως λέγει Αυτός αλλού, ότι «Κύριος θανατοί και ζωογονεί, κατάγει εις άδου και ανάγει. Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί» [Α΄ Βασ. 2, 6-7], τότε πώς ο διάβολος θεωρείται αίτιος κάθε κακού;

Νους: Μη σε εξαπατούν, ψυχή μου, τέτοιου είδους ονομασίες των κακών και μην θαρρείς πως ίδιο είναι η ακολασία και η ένδεια. Το πρώτο, δηλαδή η ακολασία, αποτελεί παράβαση της εντολής του Θεού, είναι θεομίσητο και αποτρόπαιο, σκοτώνει την ψυχή, την κατεβάζει στην κόλαση και την παραδίδει σε ατελείωτα βάσανα. Αντιθέτως η ένδεια σημαίνει αφαίρεση των μέσων, που τρέφουν τα ακόλαστα πάθη, συμβαίνει δε κατά Θεία πρόνοια σε μερικούς. Ο Θεός, ως πάνσοφος και ιατρός των ψυχών, επειδή επιθυμεί να κάνει το εφήμερο ανθρώπινο γένος να μετέχει της θείας δόξας Του, δεν εφαρμόζει στον καθένα τον ίδιο τρόπο θεραπείας, αλλά ανάλογα με την νόσο εφευρίσκει σοφά το μέσον, διά του οποίου οδηγούμεθα στην θεραπεία.

Γι’ αυτό, αν ο πλούτος γίνεται αιτία υπερηφάνειας και υψηλοφροσύνης ή η δύναμη αιτία θράσους και η ομορφιά ακολασίας, ο Θεός αφαιρεί από τον άνθρωπο την ομορφιά, στέλνοντάς του κάποια αρρώστια που παραμορφώνει την εξωτερική του εμφάνιση. Το θράσος του χειροδύναμου το δαμάζει αποδυναμώνοντας τα μέλη του σώματός του με μακροχρόνιες αρρώστιες, ενώ την υπερ­ηφάνεια, που προέρχεται από τον πλούτο, την γκρεμίζει με την άκρα πενία. Κατά παρόμοιο τρόπο στέλνει ακαρπία, καταστρεπτικές αρρώστιες, απρόβλεπτες εισβολές εχθρών ή τρομακτικούς σεισμούς, για να εκριζώσει την ψυχοφθόρα κακία τόσο από τις πόλεις όσο και από ολοκλήρους λαούς, που Τον εξοργίζουν με τις άνομες πράξεις τους.

Με λίγα λόγια, Αυτός, ως αγαθός και πάνσοφος ιατρός, θεραπεύει με διαφόρους τρόπους όλα τα ψυχοφθόρα πάθη, που συνήθως κατεβάζουν τις ψυχές στην κόλαση. Άρα, ας μη θεωρεί καν­είς τον Πανάγαθο αίτιο των κακών, αφού ούτε ο γιατρός θεωρείται κακός, όταν με πυρωμένο σιδερένιο ξυράφι γιατρεύει την γάγγραινα καθώς και άλλες μεταδοτικές ασθένειες, πασπαλίζον­τας σε περίπτωση ανάγκης με σκόνες ισχυρής δράσεως. Και ο κύριος αίτιος αυτών των συμφορών, που όντως είναι συμφορές και κατεβάζουν στην κόλαση προκαλώντας βάσανα, είναι ο σατανάς, αλλά και εμείς οι ίδιοι, που τον ακούμε οι ανόητοι. Τόσο επιθυμεί την καταστροφή μας, που από την κακία του δεν παύει να εφευρίσκει νέες ιδέες δελεάζοντάς μας με κάθε τρόπο, ώστε να ενεργούμε παρά τις εντολές του Θεού, αν και γνωρίζουμε πως μας οδηγούν στα ουράνια αξιώματα. Άλλοτε κάποιους καίει με άνομους σαρκικούς πόθους και άλλους τους εγκλωβίζει στα δεσμά της φιλ­αργυρίας. Άλλον οδηγεί στον θάνατο με την οινοποσία και την λαιμαργία και άλλον τον μαθαίνει να χαίρεται με κάθε φόνο. Σε μερικούς από αυτούς δείχνει τον ανεξάντλητο και ανεξερεύνητο πλούτο της θείας γενναιοδωρίας για να τους ωθήσει στην αμαρτία, ενώ άλλους τους πείθει να μην αναμένουν την μέλλουσα Κρίση και να μην νομίζουν ότι ο Θεός μεριμνά για την ζωή μας, αλλά να θεωρούν ότι όλα τα ανθρώπινα περιστατικά ορίζονται ούτως ή άλλως από την κίνηση των άστρων και τον κύκλο της ευτυχίας. Με έναν λόγο, αυτός ο αρχέκακος μας στήνει διαρκώς παγίδες για να παραπλανά την σκέψη μας. Όπως ο έμπειρος κυνηγός δεν βάζει το ίδιο δόλωμα σε όλα τα πουλιά, αλλά ξέρει τι προτιμά το καθένα από αυτά και με αυτό ακριβώς το δελεάζει, έτσι και αυτός ο ολέθριος δαίμονας, αφού μάθει τι μας αρέσει είτε από την φυσική μας κλίση είτε από την συνήθειά μας, μας απλώνει πονηρά το δίχτυ με αυτό ακριβώς και μας τυλίγει. Γι’ αυτόν τον λόγο, ψυχή μου, ο αίτιος κάθε ολεθρίου κακού είναι για μας ο διάβολος.

Ας μην κατηγορούμε λοιπόν τα άστρα και τους πλανήτες, επειδή τάχα μας οδηγούν στην εκτέλεση παρανόμων πράξεων, και ας μη φοβούμαστε την τύχη, που δήθεν ανεβοκατεβάζει άνισα την ζωή μας. Όλα αυτά είναι μύθοι των αθέων Χαλδαίων και των Αράβων και όχι η διδασκαλία των πιστών χριστιανών. Εκείνοι άκουγαν πάντοτε μόνο τους δαίμονες και τα είδωλα και γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να μάθουν από αυτούς καμμία αλήθεια. Εξάλλου, τι σωστό μπορεί κανείς να μάθει από το ίδιο το ψεύδος; Εμείς όμως έχουμε μόνο έναν Θεό, ο οποίος τακτοποιεί όσα μας αφορούν, στηριζόμενος όχι στην τύχη, μήτε στην κίνηση των πλανητών, αλλά με σοφία και ευπρέπεια, όπως Αυτός μόνον γνωρίζει με την Θεία πρόνοιά Του. Οι κακόμοιροι απόγονοι των Ασσυρίων δεν κατανόησαν το μυστικό αυτής της προνοίας και την ασύλληπτη πολυμορφία της, αφού απέδωσαν στην τύχη και στην κίνηση των άστρων όλες τις εναλλαγές αυτής της ζωής. Ένας άπειρος γιατρός, που θέλει να γιατρεύσει έναν που πάσχει από υδρωπικία ή από πόνο στο στομάχι, αντί να δει την αιτία της νόσου στην κακοήθη φύση του άρρωστου ή στην απεριόριστη λαιμαργία του, εξαιτίας της απειρίας του αποδίδει την νόσο στην βλαβερή επίδραση του αέρα και της τροφής, ενώ η σωστή χρήση και του ενός και της άλλης είναι ωφέλιμη. Έτσι και αυτοί απέδωσαν όλες τις πράξεις στην επιρροή των άστρων και στην τύχη, αφού απάλλαξαν από κάθε ευθύνη την αυτεξούσια και αυθαίρετη επιλογή κακών ή καλών πράξεων, εξαιτίας της οποίας ο Θεός οργίζεται μαζί μας, αν ζούμε άνομα, ή μας φροντίζει εύσπλαγχνα, αν ζούμε καλά και τίμια.

Ψυχή: Άρα, πρέπει να απορρίψουμε εντελώς την αστρολογία ως εφεύρεση των αθέων Χαλδαίων;

Νους: Όχι, αγαπημένη μου ψυχή, η αστρολογία δεν πρέπει να απορριφθεί τελείως, αλλά δεν μπορεί να δεχθεί κανείς το καθετί αβασάνιστα. Αλλά και η επιστήμη του λόγου, που ονομάζουμε λογική, δεν πρέπει να απορριφθεί τελείως μόνο και μόνο επειδή μερικοί την χρησιμοποιούν για ψεύτικους και βλαβερούς συλλογισμούς. Όμως, όσο αυτή μας ωθεί να δοξάζουμε τον Θεό και κάνει την ψυχή μας να φλέγεται περισσότερο με την θεία αγάπη, χωρίς να έχει καμμία αντίρρηση με τα ιερά και θεόπνευστα λόγια της Γραφής, αλλά συμφωνεί μαζί της, και όσο είναι καλή, ψυχή μου, τόσο πρέπει να την σπουδάζουμε ως έργο αρχαίων και σεβαστών ανδρών. Αυτή η επιστήμη δεν αποτελεί εφεύρεση ασεβών ανθρώπων, αλλά μόνο ό,τι οδηγεί από αυτήν στον γκρεμό του ολέθρου, δηλαδή αν αποδίδουμε όλες τις κακές και καλές πράξεις μας, την ευημερία ή την δυστυχία μας, στην κίνηση των άστρων και στην τύχη. Αυτή μάλιστα τολμά να προφητεύει το μέλλον και επιβάλλει να θεωρούμε τις ημέρες, τις εποχές και τις ώρες άλλοτε ευνοϊκές και άλλοτε δυσοίωνες.

Όλα αυτά, ψυχή μου, είναι βλασφημίες και έρχονται σε αντίθεση με τα άγια λόγια του αποστόλου Παύλου και του προφήτη Ησαΐα. Ο απόστολος Παύλος ονομάζει ανόητους τους Γαλάτες που εξέταζαν τους μήνες, τις εποχές και τις ημέρες [Βλ. Γαλ. 3,1,3. 4, 10], ενώ ο Ησαΐας προφητεύοντας την ερήμωση της Αιγύπτου, που επρόκειτο να γίνει σύντομα λόγω της οργής του Θεού, λέγει αστειευόμενος, «πού εισι νύν οι σοφοί σου» αστρολόγοι «και αναγγειλάτωσάν σοι» τι θα σου συμβεί [Ησ. 19, 12]. Αλλοίμονό σου, αλλοίμονό σου, αυτή η τέχνη σου και η σοφία σου σε κατέστρεψαν. Πράγματι, πέφτει χαλάζι, ενσκύπτουν επιδημίες και πόλεμοι, καταστρέφεται η σοδειά, γίνονται σεισμοί και άλλα παρόμοια, όχι εξαιτίας της οργής του Θεού για τις άνομες πράξεις μας, αλλά λόγω της επιρροής ορισμένων κακών άστρων και της κινήσεως των άστρων και της τύχης. Αυτή είναι πράγματι η σκέψη των ανοήτων και αθέων, που θεωρούν ότι όλα στην γη γίνονται χωρίς την πρόνοια του Θεού. Αλάνθαστος είναι αυτός που μας απειλεί· «επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας», αν δεν ζούμε σύμφωνα με τις άγιες εντολές Του, χωρίς δηλαδή να τις τηρούμε πάντοτε έμπρακτα. Μας λέγει: «επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας αδικίας αυτών» [Ψαλμ. 88, 33]. Επίσης και ο Ησαΐας λέγει: «Και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε», δηλαδή όλα όσα αυτή γεννά με την εντολή μου, «εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς» θα εξολοθρεύσει. «Το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» [Ησ. 1, 19-20]. Επομένως ας μη θεωρούμε δημιουργό των ιδιοτήτων που αποδίδονται στα άστρα Εκείνον, που είναι πανάγαθος. Πώς μπορεί να αποκαλείται Αυτός αληθώς πανάγαθος, αν άλλα από τα δημιουργήματά Του είναι όμορφα και χρήσιμα και άλλα βλαβερά; Είναι γεγονός ότι η πηγή δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα γλυκειά και πικρή, η συκιά δεν μπορεί να βγάζει ταυτόχρονα γλυκούς και πικρούς καρπούς, όπως και η μέλισσα δεν φέρνει μέλι και χολή.

Άρα, δεν πρέπει να απορρίπτουμε εντελώς την αστρολογία, αλλά να αποφεύγουμε, ψυχή μου, μόνο όσα, όπως είπαμε, μας οδηγούν στον όλεθρο και μας απομακρύνουν από τον Ύψιστο. Ας αφήσουμε λοιπόν αυτήν την πλανεμένη και ασεβή διδασκαλία των Χαλδαίων. Εμείς, ως τέκνα του υψίστου Βασιλέως, που έχουμε ορισθεί από Αυτόν άρχοντες και έχουμε λάβει από Αυτόν την εξουσία να πατάμε επάνω σε όφεις και σκορπιούς [Πρβλ. Λουκ. 10, 19], ας μη φοβόμαστε την επιρροή των άστρων, μήτε την τύχη. Έτσι με χαρά και ελευθερία θα βαδίζουμε από το πεδίο της αληθινής ζωής στον Χριστό-Βασιλέα. Από τον θάνατό Του πήραμε την ελευθερία μας, που στερηθήκαμε λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. Επομένως, ψυχή μου, η αστρολογία είναι καλή και χρήσιμη σε όσους την αντιμετωπίζουν φρόνιμα. Δεν μπορεί να είναι αλλιώς, επειδή η επιστήμη αυτή εξετάζει την υπέροχη σοφία του Θεού Λόγου, που δημιούργησε τα πάντα. Εκτός αυτού, μεγάλο όφελος προέρχεται από αυτήν για την ανθρώπινη ζωή, επειδή μας μαθαίνει σωστά την κίνηση του ηλίου και της σελήνης, την αιτία της αλλαγής των τεσσάρων εποχών και τον υπολογισμό των ετών. Όμως, ας μην πει ένας κλέφτης ότι για τις αρπαγές του υπαίτιος είναι ο Ερμής, που παρά την θέλησή του τον οδήγησε στην κλοπή. Ομοίως ο ακόλαστος, ας μην θεωρήσει ότι φταίει για την ακολασία του η Αφροδίτη· και ο δολοφόνος, ας μην παρουσιάσει τον πλανήτη Κρόνο ή τον Αρη ως ηθικούς αυτουργούς του φονικού που διέπραξε. Μόνο να κατηγορήσει ειλικρινά ο καθένας τον εαυτό του, επειδή απομάκρυνε την μνήμη της μέλλουσας φοβερής Κρίσεως και τον φόβο του Θεού, τα οποία, σύμφωνα με την Θεία Γραφή, απομακρύνουν όλους από το κακό. «Εξόλλυσιν εαυτόν ο δωρολήπτης, ο δε μισών δώρων λήψεις σώζεται. Ελεημοσύναις και πίστεσιν αποκαθαίρον­ται αμαρτίαι, τω δε φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού» [Παρ. 15, 27] και τους κάνουν θερμούς υποστηρικτές της αρετής και κατοίκους του ουρανού.

Ψυχή: Άραγε, υπάρχει μεγάλη ζημιά για την ορθή πίστη, αν αποδίδουμε στην επιρροή των άστρων το καλό και το κακό;

Νους: Πολύ μεγάλη και πολύ τρομακτική. Αυτή η αντίληψη, όπως είπαμε προηγουμένως, παρουσιάζει τον Θεό όχι μόνο ως αίτιο του κάθε κακού για τους ανθρώπους και άδικο. Αυτός μόνος κατ’ ουσίαν είναι πανάγαθος και δίκαιος, αλλά και ως αίτιο της καταστροφής αναρίθμητου πλήθους των ανθρώπων, επειδή στην πραγματικότητα, όπως αναφέρεται στην Γραφή, μόνο ελάχιστοι σώζονται [Πρβλ. Ματθ. 7, 14]. Οι περισσότεροι άνθρωποι, εξαιτίας της άνομης και ακόλαστης συμπεριφοράς τους και των αμετρήτων κακουργημάτων τους, πεθαίνουν άτιμα και αισχρά. Όσοι ακούν πρόθυμα αυτήν την διδασκαλία, θεωρούν ότι δεν μπορούν πια να ξεφύγουν από τα αισχρά πάθη τους και ο καθένας προβάλλει ως δικαιολογία της κακίας του την επιρροή των άστρων. Γι’ αυτό υπάρχουν πολλοί, που αρρωσταίνουν στην σκέψη τους από την υπερβολική κακοπιστία. Αυτοί έχουν την αγία χριστιανική πίστη μόνο στα λόγια και επειδή φοβούνται το πυρ, με το οποίο οι υποστηρικτές της αληθινής πίστεως απειλούν τους κακοπίστους. Και τόσο πολύ τους έχει παραπλανήσει η πίστη στην κίνηση των άστρων, που σχεδόν την θεωρούν θεϊκή. Δεν έχουν μετάνοια, δεν φροντίζουν για την μέλλουσα Κρίση, και αν δεν επιδράσει η δύναμη των άστρων, θεωρούν άχρηστες και τις προσευχές και τις θυσίες. Έτσι διάγουν τον βίο τους σαν άλογα ζώα, ικανοποιώντας άπληστα την κοιλία τους και τις αισχρές επιθυμίες της σάρκας, θεωρώντας αυτήν την ηδονή ως την τέλεια μακαριότητα, ενώ όλων αυτών το τέλος είναι τα αιώνια βάσανα στο πύρ.

Όλα αυτά συμβαίνουν, επειδή δεν υπακούν στις επιταγές της αγίας Γραφής· που λέει, ότι δεν πρέπει να φοβηθείς κανέναν άλλον, εκτός από τον Κύριο και Θεό μας [Πρβλ. Παρ. 7,2]. Μόνο Αυτόν να προσκυνάς και να υπηρετείς. Αν πράγματι είχαν φοβηθεί τον Βασιλεύοντα εν υψίστοις και εκτελούσαν με ζήλο τις άγιες εντολές Του, τότε δεν θα έδιναν καμμία σημασία στα ολέθρια αυτά παραληρήματα και δεν θα υπέτασσαν την αξιοπρέπειά τους στα άστρα. Θα ήσαν οι ίδιοι, κατά την Γραφή, θεοί και υιοί του Υψίστου [Πρβλ. Ψαλμ. 81,6], υπακούοντάς Τον σε όλα με άκακη καρδιά. Θα εμφανίζονταν κοσμημένοι με την ουράνια δόξα· θα ήσαν όπως οι Άγγελοι, όπως ο Μωυσής, ο Δανιήλ και ο πάγκαλος Ιωσήφ, πλήρεις θείας χάριτος.

Επειδή όμως προτίμησαν τους αιγυπτιακούς μύθους από τις άγιες εντολές του Υψίστου και απέδωσαν όλες τις πράξεις τους και όλα τα περιστατικά της ζωής τους στην κίνηση των άστρων και στην δύναμη των πλανητών, στερήθηκαν του θείου φωτισμού και πέθαναν μολυσμένοι με κάθε αισχρή πράξη. «Οι μακρύνον­τες εαυτούς από σου απολούνται» [Ψαλμ. 72, 27]. Θα δοξάσω και Εγώ όσους προσ­παθούν να με δοξάσουν, ενώ θα τιμωρήσω όσους προσπαθούν να με καταφρονήσουν [Βλ. Α΄ Βασ. 2, 30]. Έχοντας αυτούς τους αληθινούς και σαφείς λόγους, μπορούμε να πούμε ελεύθερα και ξεκάθαρα ότι η προαναφερόμενη άθεη και ολέθρια σκέψη είναι πλάνη που απομακρύνει από τον αγαθό Θεό, ο οποίος δείχνει με κάθε τρόπο στο ανθρώπινο γένος τον αληθινό δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.

Πολλοί από τους ανθρώπους που ασπάζονται τις ιδέες για την επιρροή των άστρων στους ανθρώπους είναι τρομεροί καταστροφείς και συνεργάτες του άρχοντα της κάθε κακίας και της κάθε ανομίας, πηγή αναριθμήτων θανάτων και βασάνων, του αισχρού δαίμονος. Επειδή τίποτε άλλο δεν μπορεί να απομακρύνει τόσο πολύ από την πίστη στον Κύριο Ιησού, τίποτε άλλο δεν μπορεί να αυξήσει τόσο πολύ το κακό και να μειώσει την αρετή, όσο το να πείσει κανείς τους ανθρώπους ότι διά των άστρων γίνονται δεκτές και οι αρετές και οι κακίες. Τι άλλο μπορεί να επιθυμεί ο διάβολος από αυτό που οδηγεί τον άνθρωπο στην καταστροφή; Τέτοιου είδους άνθρωποι, αν ζουν με ευημερία, δεν ευγνωμονούν τον Θεό αλλά την τύχη. Αν όμως έλθει καιρός δυστυχίας, κατηγορούν τα άστρα, αλλά ποτέ τον εαυτό τους. Χωρίς όμως αυτομεμψία [Βλ. Αγίου Ανδρέα Κρήτης, Μέγας Κανών, Ωδή δ΄, τροπάριο 26. Πρβλ. Ιωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ, Λόγος 22, έκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1997, σ. 252.] δεν υπάρχει δυνατότητα να τους δοθεί άφεση των αμαρτιών. Εκτός αυτού, όσοι σκέπτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο κάνουν τον διάβολο να μην φταίει πουθενά. Αν τους υπερηφάνους και τους δολοφόνους, όπως λένε, τους καθοδηγεί ο Άρης, τους κλέφτες και τους κόλακες ο Ερμής, τους μοιχούς και τους κλεψίγαμους η Αφροδίτη, τους οξύθυμους, τους δολοφόνους και τους μνησίκακους ο Κρόνος, οι δε άλλες κακές πράξεις εξαρτώνται από άλλους πλανήτες, που εμφανίζονται σε γνωστά ζώδια του Ζωδιακού Κύκλου, τότε ο διάβολος, κατά τον παραλογισμό τους, δεν είναι υπεύθυνος για κανένα κακό και απαλλάσσεται από κάθε κατηγορία. Αν τούτο είναι αληθές, τότε ας μην προσεύχεται κανείς για την σωτηρία του από τις πολλές και φοβερές πλάνες του διαβόλου, αλλά ας προσεύχεται στον Θεό εναντίον των άστρων, που τον οδηγούν διά της βίας σε κάθε κακό. Γιατί όταν ο καθένας έλκεται παρά την θέλησή του να ικανοποιήσει τις σαρκικές επιθυμίες του η νηστεία και η ολονυκτία είναι άνευ νοήματος. Γιατί όμως, αφού όλα αυτά τα μέσα τα δέχτηκα από τον Θεό εναντίον αυτού του κακού, η εξολόθρευσή του δεν εξαρτάται από μένα;

Είναι προφανές ότι η διδασκαλία αυτή είναι παράλογη και θεο­μίσητη, και γι’ αυτό ας την διώξουμε μακριά από την σκέψη μας. Επειδή όλοι γενικώς οι Πατέρες της χριστιανοσύνης, που έλαμψαν με την σοφία τους και την ευσέβειά τους, την απέρριψαν και την αρνήθηκαν ως τελείως άθεη. Αυτή η διδασκαλία διώχνει εντελώς από την καρδιά τον φόβο του Θεού και δεν αφήνει ποτέ κανέναν από αυτούς που ζουν άνομα να έχει παράπονα με τον εαυτό του, επειδή τον πείθει ότι όλα αυτά του συμβαίνουν από την αναπότρεπτη δύναμη και επιρροή της κινήσεως των άστρων. Ακόμη και οι ίδιοι οι δικαστές δεν θυμώνουν ιδιαίτερα με τους εγκληματίες, επειδή θεωρούν ότι αυτά συμβαίνουν παρά την θέλησή τους.

Ο εχθρός που έσπειρε αυτές τις ιδέες στον νου όσων τον ακούν, όχι μόνο τους απομακρύνει οριστικά από κάθε αρετή, αλλά βάζει κρυφά μέσα στο ανόητο μυαλό τους ψεύτικες ιδέες για τον μόνο πανάγαθο και πάνσοφο Θεό. Έτσι πολλοί τολμούν να αναμειγνύουν ό,τι δεν μπορεί να αναμειχθεί και να ταυτίζουν την αλήθεια με το ψεύδος. Έτσι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με την θεία Του δύναμη, με το νεύμα και την σοφία Του κυβερνάει τα πάν­τα ωραία και δίκαια, κρατώντας στο χέρι Του ένα ποτήρι γεμάτο άκρατο κρασί, από το οποίο πίνουν, κατά τον θείο λόγο Του, όλες οι αμαρτωλές χώρες [Πρβλ. Ψαλμ. 74, 9]. Αυτό το ποτήρι νοείται ως η πιο θεία, πιο δίκαιη κρίση του Θεού, που μας κυβερνά όλους και αποδίδει το πρέπον σε όλους –σε εναρέτους και σε αμαρτωλούς– είτε είναι αυτό έπαινοι είτε τιμωρίες.

Οι οπαδοί όμως της ανόητης διδασκαλίας για την τύχη παριστάνουν ενώπιον του Βασιλέως των πάντων Ιησού την εικόνα της τύχης, της παραμυθένιας θεάς της ευτυχίας με μορφή γυναίκας, που με τον τροχό άλλους μεν ανεβάζει από κάτω προς τα επάνω και άλλους κατεβάζει από επάνω προς τα κάτω. Επιχειρούν να δείξουν ότι με αυτόν τον τρόπο ο Κύριος οικονομεί, άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς, την ανθρώπινη ζωή. Αποφάσισα να μην πω πολλά σε αυτόν τον Λόγο για την αθεΐα και την παραφροσύνη αυτών των ανθρώπων, αφού μάλιστα τους έχει στηλιτεύσει αρκετά ένας από τους δικούς τους σοφούς, ο Ησίοδος, ή για την ακρίβεια οι Μούσες που, όπως λέγει αυτός, είναι δωρήτριες και αιτίες κάθε σοφίας. Όταν ο Ησίοδος τις ρώτησε για ποιόν λόγο μερικοί από τους ανθρώπους είναι ένδοξοι και υψηλής καταγωγής και άλλοι άδοξοι και χαμηλής καταγωγής, του απάντησαν ότι αυτό δεν ορίζεται από την τύχη και από την επιρροή των πλανητών, αλλά από την βούληση του μεγάλου Δία, με άλλα λόγια [Πρβλ. Ησιόδου, Έργα και ημέραι 1-8. Τούτο τονίζεται πολλές φορές από τον Ησίοδο], από την άρρητη θεία πρόνοια. Το ίδιο ισχυρίζονται και η τίμια Άννα, η μητέρα του προφήτη [Πρβλ. Α´ Βασ. 2, 1-10], και ο υμνωδός βασιλέας [Πρβλ. Ψαλμ. 145, 3-10], όπως μας βεβαιώνουν τα θεία λόγια τους.

Αλλά η Αίγυπτος και η Ασσυρία δέχτηκαν αυτήν την καταστροφική διδασκαλία από τους ιδίους τους δαίμονες, επειδή άκουγαν πάντοτε πρόθυμα τους λόγους τους και έπρατταν συνεχώς άνομα, σύμφωνα με την κακία τους. Επειδή όλοι παραδέχονται τις σκέψεις και την διδασκαλία, με την οποία χαίρεται και ο διδάσκαλός της. Έτσι λοιπόν οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι ως υπάκουοι μαθητές των δαιμόνων, αποδεικνύονται ανόητοι μαζί με την πλάνη τους, όντας μαζί με τους διδασκάλους τους κληρονόμοι της κολάσεως.

Εμείς όμως ας μην σκεπτόμαστε ότι η επιρροή των άστρων μπορεί να εμποδίσει την δημιουργία των αρετών ή να ωθήσει προς αυτές, διότι έχουμε μέσα μας την βασιλεία του Θεού [Πρβλ. Λουκ. 17, 21], η οποία μας ωθεί να πράττουμε τις καλές πράξεις, με τις οποίες γινόμαστε μέτοχοι της θείας δόξας Του. Αυτός έδωσε το Πανάγιο Πνεύμα του Θεού στους αποστόλους και δημιούργησε την φύση μας κατά την άφθαρτη εικόνα Του. Έτσι δοξάζουμε με χαρά και με φόβο τον Κύριο, τηρώντας όλες τις εντολές Του, που όταν τις παραβαίνουμε, πέφτουμε πάντοτε σε δυστυχίες, ενώ όταν τις τηρούμε, απολαμβάνουμε ευημερία. Όταν λέγει κανείς ότι υφίσταται πειρασμό, ας μην κατηγορεί γι’ αυτό τον Θεό. «Ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών· έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος», λέγει ένας θεόπνευστος και ουράνιος άνδρας [Ιακ. 1, 13-14]. Και αν αυτό αληθεύει, τότε δεν είναι ευνόητο ότι συκοφαντούν τον μόνο δίκαιο και πανάγαθο όσοι σκέπτονται ότι Αυτός αναγκάζει με την δύναμη των άστρων τους ανθρώπους να υποκύπτουν σε πάθη; Γιατί, αν υπάρχει στα άστρα κάποια κακοποιός δύναμη, που ωθεί τους ανθρώπους στο κακό και στο να ακολουθούν τα πάθη τους, τότε είναι βέβαιο ότι αυτός που τα δημιούργησε έβαλε μέσα τους αυτήν την δύναμη και τα έβαλε να εξουσιάζουν τους ανθρώπους. Αυτή η άποψη όμως είναι βλασφημία, αυτή ας πέσει στα κεφάλια αυτών που βλασφημούν με τον τρόπο αυτό τον μόνο αληθινό και πανάγαθο Θεό.

Ένα και μόνο άστρο να αναγνωρίζεις, ψυχή μου, αναμάρτητα, τον φόβο του Θεού, που οδηγεί στο να πράξεις υπέροχες αρετές, χάρη στον οποίο ο καθένας αποφεύγει το κακό, όπως το λέγει η θεία Γραφή [Πρβλ. Παρ. 15, 27]. Να καθοδηγείσαι πάντοτε από αυτόν, πλέοντας κατευθείαν προς το ουράνιο γαλήνιο λιμάνι. Να ξέρεις επίσης ότι η έμπρακτη τήρηση των αγίων εντολών συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού. Να γνωρίζεις επίσης, ότι υπάρχει μόνο ένας ολέθριος πλανήτης, που με φοβερή οργή σε οδηγεί από τους γκρεμούς της κακίας και αυτός είναι ο δαίμονας, ο οποίος προ αιώνων σε έδιωξε από τον παράδεισο λόγω της γεύσεως του καρπού. Τώρα αυτός πάλι ο ίδιος προσπαθεί να σε απομακρύνει από τον Χριστό, τον Κύριο και Θεό σου, με την ολέθρια διδασκαλία του, λέγοντας ότι ο Θεός από ζήλεια σου απαγόρευσε να γευθείς τον καρπό για να μην υπάρχουν αθάνατοι θεοί. Τώρα πάλι Τον συκοφαντεί ότι διά της βίας των άστρων σε αναγκάζει να πράξεις αισχρές πράξεις. Να φυλάγεσαι με κάθε τρόπο από τις συκοφαντίες του και μη φοβάσαι τις κινήσεις των άστρων. Να προσέχεις πάντοτε το επικίνδυνο κεφάλι του, επειδή και εκείνος προσέχει πάντοτε την πτέρνα σου [Πρβλ. Γέν. 3, 15]. Η έχθρα μεταξύ των δύο σας τέθηκε από την αρχή. Να ξέρεις ότι αυτός είναι ο μόνος εχθρός σου. Ενώ τα άστρα είναι στην υπηρεσία σου, επειδή δημιουργήθηκαν για να σε υπηρετούν και όχι να σε εξουσιάζουν. Να γνωρίζεις το αυτεξούσιο που σου δόθηκε. Δεν είσαι υποταγμένος σε κανένα ζώδιο, αλλά μόνο στον Δημιουργό σου. Άρα, να Τον υπηρετείς πάντοτε με σύνεση ως Θεό και Δημιουργό, υμνώντας Αυτόν με χαρά μαζί με τον ψαλμωδό: «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου. Τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου. Από τίνος δειλιάσω;» [Ψαλμ. 26, 1]

Ποιον να φοβάμαι, όταν έχω τον Χριστό ως φύλακά μου; Προσ­κάλεσέ Τον και εσύ με θάρρος λέγοντας: «Ημέρας ου φοβηθήσομαι, εγώ δε ελπιώ επί σε» [Ψαλμ. 55, 4]. Υμνώντας πάντοτε το μεγάλο και θεσπέσιο και τιμιότατο όνομά Του με προσ­ευχή και ψαλμωδία, να δημιουργείς, να φυτεύεις, να πορεύεσαι, να καλλιεργείς την γη, στηριζόμενος γερά στην πίστη του Χριστού. Να εργάζεσαι λοιπόν άφοβα κάθε ημέρα εκτός από τις ημέρες κατά τις οποίες αυτό απαγορεύεται αυστηρά σύμφωνα με τον θείο νόμο των Πατέρων, επειδή σε αυτές τις ημέρες ο καθένας πρέπει να δοξάζει τον Βασιλέα μας ως δοτήρα όλων των αγαθών. Αυτός θα έχει πάντοτε την δόξα, την τιμή και την δύναμη, το μόνο τρισήλιο φώς.

 

Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι, Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011.

Η οίηση οδηγεί στην πλάνη (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

 




Η οίηση (κενοδοξία) είναι η βάση όπου στηρίζονται η πλάνη και η απώλεια. Αυτή ήταν ηαιτία για την οποία έπαθαν μεγάλη συμφορά οι δύο έγκλειστοι όσιοι Ισαάκιος και Νικήτας της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου. Ο δαίμονας εμφανίστηκε στον πρώτο με τη μορφή του Χριστού και στον δεύτερο με τη μορφή αγγέλου.

Πόσο αληθινά είναι τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, «Ο αντίπαλός σας ο διάβολος περιφέρεται σαν λιοντάρι που βρυχάται, ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει» (Α’ Πέτρ. 5:8)! Καταπίνει τους αδύναμους και τους πνευματικά νήπιους ανθρώπους. Δεν διστάζει να επιτεθεί ακόμα και σε μεγάλους αγωνιστές του Θεού, με την ελπίδα ότι θα τους πλανήσει και θα τους υποτάξει σε στιγμές ψυχικού νυσταγμού ή ελαττωμένης νήψεως.

***

Ο διάβολος θέλησε να πλανήσει και τον όσιο Συμεών τον Στυλίτη. Αυτόν τον όσιο επιχείρησε να τον αιχμαλωτίσει αιφνιδιαστικά και να τον κολάσει, στερώντας του τον χρόνο και τη δυνατότητα να αντιληφθεί την καλοσχεδιασμένη απάτη. Πήρε, λοιπόν, τη μορφή φωτεινού αγγέλου και εμφανίστηκε μ’ ένα άρμα και πύρινα άλογα στον Συμεών, που στεκόταν πάνω στον ψηλό στύλο του.

– Άκου, Συμεών, του είπε. Ο Θεός του ουρανού και της γης μ’ έστειλε σ’ εσένα, όπως βλέπεις, με το άρμα τούτο και τα άλογα, για να σε οδηγήσω στον ουρανό, όπως τον προφήτη Ηλία. Την αξίζεις αυτή την τιμή για την άγια ζωή σου. Ήρθε η ώρα να θερίσεις τους καρπούς των αγώνων σου και να δεχθείς το στεφάνι της δικαιοσύνης από τα χέρια του Κυρίου. Έλα χωρίς χρονοτριβή, δούλε του Κυρίου, να δεις και να προσκυνήσεις τον Πλάστη σου, που σ’ έφτιαξε σύμφωνα με την εικόνα Του. Σε περιμένουν άγγελοι, αρχάγγελοι, προφήτες, απόστολοι και μάρτυρες, που θέλουν να σε δουν.

Όσο ο διάβολος έλεγε αυτά τα λόγια και πολλά άλλα παρόμοια – γιατί είναι φλύαρος και μεγαλόστομος –, ο όσιος δεν καταλάβαινε πως είχε μπροστά του τον πονηρό. Κι αυτό γιατί τον χαρακτήριζαν μια ξεχωριστή απλότητα και μια τάση προς την απόλυτη υπακοή, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ο αναγνώστης του βίου του. Ο Συμεών, αντί ν’ αποκριθεί στον μεταμορφωμένο διάβολο, απευθύνθηκε στον Θεό, λέγοντας:

– Κύριε, θέλεις πραγματικά να πάρεις εμένα, τον αμαρτωλό, στον ουρανό;

Και μ’ αυτά τα λόγια σήκωσε το πόδι του για να το βάλει στο άρμα, ενώ με το δεξί του χέρι έκανε τον σταυρό του. Την ίδια στιγμή, μπροστά στο σημείο του σταυρού, εξαφανίστηκαν και ο διάβολος και το άρμα και τα άλογα. Μετά το όραμα εκείνο, ο όσιος Συμεών φοβήθηκε ακόμα περισσότερο την οίηση – που ήταν κρυμμένη μέσα του, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, και που παρά λίγο να τον κατέστρεφε – και βυθίστηκε στην ταπείνωση.

***

Αν οι άγιοι κινδύνευαν τόσο πολύ να πλανηθούν από τα πονηρά πνεύματα, τότε πόσο κινδυνεύουμε εμείς; Κι αν οι άγιοι δεν αντιλαμβάνονταν πάντοτε τους δαίμονες, που τους εμφανίζονταν σαν άγιοι ή και σαν τον ίδιο τον Χριστό, τότε πώς μπορούμε να διανοηθούμε εμείς ότι θα τους αντιληφθούμε, αν μας εμφανιστούν; Για ν’ αποφύγουμε κάθε κίνδυνο από τα πονηρά πνεύματα, ο καλύτερος τρόπος είναι ν’ αρνηθούμε εντελώς τα οράματα και κάθε επικοινωνία μαζί τους, αναγνωρίζοντας ότι δεν είμαστε ικανοί να αντιμετωπίσουμε σωστά τέτοιες καταστάσεις.

Οι ιεροί διδάσκαλοι του χριστιανικού ασκητισμού, έχοντας φωτιστεί και διδαχθεί από το Άγιο Πνεύμα, γνώριζαν την ευεργετική και σοφή αιτία για την οποία οι ψυχές των ανθρώπων, όσο βρίσκονται στη γη, είναι καλυμμένες με σώματα σαν με παραπετάσματα ή περιβλήματα. Έτσι, συμβουλεύουν τους ευσεβείς ασκητές να μην αποδέχονται κανένα όραμα, να μην εμπιστεύονται καμιά μορφή που θα εμφανιστεί τυχόν μπροστά τους ξαφνικά, να μην πιάνουν συζήτηση μ’ εκείνους που τους εμφανίζονται, και, κοντολογίς, να μην τους δίνουν καμιά σημασία.

Σε τέτοιες εμφανίσεις, μας παραγγέλλουν να περιφρουρούμε τον εαυτό μας με το σημείο του σταυρού και να κλείνουμε τα μάτια μας, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αναξιότητας και ανικανότητάς μας για θέαση των αγίων αγγελικών πνευμάτων, και να παρακαλάμε τον Θεό να μας προστατεύει απ’ όλες τις παγίδες και τις πλάνες των πονηρών πνευμάτων, που τρέφουν μίσος αθεράπευτο και φθόνο φαρμακερό για τους ανθρώπους.

 

(Από το βιβλίο: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Έργα 5. Λόγος για τα πνεύματα – λόγος για τον θάνατο (απόσπασμα). Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)

Ο τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών)




Ο άνθρωπος της σημερινής εποχής επιζητεί όλο και περισσότερο την αποστασιοποίησήτου από τον Δημιουργό του Θεό. Επιθυμεί να απαλλαγή από τα «δεσμά», όπως ονόμασε τις εντολές του Θεού και της Εκκλησίας Του. Η επιθυμία του αυτή, όμως, τον περιέσφιγξε με κάποια άλλα δεσμά, τα οποία, πολλές φορές αποδεικνύονται άλυτα και καταστροφικά. Και αυτά είναι τα δεσμά της ύλης, της αβεβαιότητος, του φόβου, των παθών και του πνευματικού θανάτου. Δέσμιος ο αλλοτριωμένος από τον Δημιουργό του Θεό άνθρωπος δεν μπορεί να ενεργήση αυτοβούλως, παρά μόνον κατόπιν υποδείξεως του αμαρτωλού κόσμου και του φρονήματός του, αλλά και των παθών του.

Η αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία, που είναι η πηγή της ελευθερίας και της λυτρώσεως -ως Σώμα Χριστού- δεν παύει ευαγγελιζομένη, διδάσκουσα και χορηγούσα την Άκτιστη Χάρη, μέσω των ιερών Μυστηρίων της. Όμως, σε αυτήν στην όλη σωστική προσπάθειά της χρειάζεται η συμμετοχή και η συνδρομή και του ιδίου του ανθρώπου. Και αυτή η συμμετοχή – συνδρομή είναι το «θέλω» του καθενός από εμάς.

Ένα από τα πλέον ενδεικνυόμενα μέσα μετοχής στην Άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού και συμμετοχής του ανθρώπου στο αγιαστικό έργο της Εκκλησίας είναι η προσευχή, την οποία με την έλευσή Του ο Θεάνθρώπος Κύριος μετέτρεψε από τυπικό γεγονός σε πράξη ουσίας. Πράξη, η οποία φέρνει τον άνθρωπο ενώπιον του Θεού, ώστε μέσω αυτής να αναγνωρίζη ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός του. Είναι Αυτός που προνοεί και κινεί τα πάντα. Είναι Αυτός που υπάρχει συνεχώς μέσα και έξω από τον άνθρωπο.

Η προσευχή είναι μία από τις πιο σημαντικές πράξεις επικοινωνίας του δημιουργήματος με τον Θεό Δημιουργό του. Είναι μία διανοητική υπέρβαση. Με τον νου και σταδιακά με την καρδία του, έρχεται ο πιστός σε μυστική επαφή με τον Τριαδικό Θεό. Ο Μ. Βασίλειος μας κάνει κοινωνούς της προσευχητικής εμπειρίας του και πιστοποιεί το γεγονός ότι η κατά τις προσευχές κοινωνία με τον Θεό επιφέρει ανυπολόγιστο πνευματικό κέρδος. (Βλ. Επιστ. 150, ΕΠΕ 1, 114)

Όταν μελετούμε την αγία Γραφή ή ένα Πατερικό βιβλίο, «ακούμε» τον Θεό να μας «ομιλεί», υποδεικνύοντάς μας τι επιζητεί από εμάς. Κάθε φορά, όμως, που προσευχόμαστε, ομιλούμε εμείς στον Θεό. Έτσι, η προσευχή καθίσταται η μυστική συνάντηση του ανθρωπίνου λόγου με τον Θεό Λόγο, τον Σαρκωθέντα Λόγο του Θεού Πατρός.

Σκοπός του προσευχομένου ανθρώπου είναι να οδεύση, μέσω της προσευχής, προς συνάντηση του αγαπημένου Νυμφίου της ψυχής του, του Θεανθρώπου Κυρίου κι εκεί να αναπαυθή. Αλλά και ο Θεάνθρωπος Κύριος, βλέποντας την προσπάθεια αυτή του παιδιού Του κατέρχεται προς αυτό. Σ᾽ αυτήν την ανάβαση του προσευχομένου και την κατάβαση του Θεανθρώπου πραγματοποιείται η μακαρία συνάντηση ανθρώπου – Θεανθρώπου σε μία κοινωνία αγάπης, εντός της οποίας ο άνθρωπος βρίσκει την κατά Θεόν λύση όλων των ψυχοσωματικών προβλημάτων του.

Κάθε πότε, όμως, πρέπει να κάνουμε προσευχή;

Ὁ Απόστολος των εθνών Παύλος μας προτρέπει: «Αδιαλείπτως προσεύχε- σθε» (Α´ Θεσ. 5, 17). Δηλαδή, να προσεύχεσθε πάντοτε. Πώς, όμως, να προσευχώμαστε πάντοτε; Δεν έχει ο άνθρωπος τις εργασίες του; Δεν θα τρώγη, δεν θα κοιμάται; Τι εννοεί ο Απόστολος Παύλος με την λέξη «αδιαλείπτως»; Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι είναι οι αυθεντικώς ερμηνεύοντες την Αγία Γραφή, μας εξηγούν ότι αδιάλειπτος προσευχή είναι η καθ᾽ ημέραν εν Χριστώ ζωή μας. Όταν στην εργασία και στην συνεργασία σου είσαι δίκαιος, όταν αγαπάς και δικαιώνης τον πλησίον σου, σεβόμενος την ελευθερία του, όταν προσέχης να μην ψεύδεται ούτε να αισχρολογή ούτε να βλασφημή η γλώσσα σου, όταν αγωνίζεσαι όλη την ημέρα, για να κατορθώσης -θεία δυνάμει- όλα τα πιο πάνω, τότε επιτυγχάνης το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ο όλος πνευματικός αγώνας σου, ο οποίος σε φέρνει ενώπιον του Δημιουργού σου Θεού και με τον οποίο νοιώθεις συνεχώς την παρουσία του Χριστού στην ζωή σου, γίνεται έτσι αδιάλειπτος προσευχή. Βεβαίως, εξυπακούεται, ότι δεν θα παραλείπεται η διατεταγμένη ημερήσια προσευχή, πρωϊνή και βραδυνή, προ και μετά των γευμάτων. Υπάρχει δε και η προσευχή, η επονομαζομένη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», την οποία μπορούμε να λέγουμε όπου κι αν βρισκόμαστε.

Η Ορθόδοξος Ελλάδα μας και ο κάθε Ορθόδοξος Έλληνας διερχώμεθα σήμερα μία από τις δυσκολότερες περιόδους της Ιστορίας μας. Είναι αδήριτος η ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε το κατ᾽ εξοχήν ενδεικνυόμενο και αποτελεσματικό όπλο, την προσευχή. Όλα τα μέτρα βοηθούν και συνεπικουρούν στην επίλυση των παντοίων προβλημάτων. Αυτό, όμως, που θα μας ενδυναμώση και θα μας λυτρώση από όλα τα δεινά είναι η μετά πίστεως και ορθής πνευματικής ζωής προσευχή. Διότι πάνω από όλους και όλα ευρίσκεται ο Δημιουργός μας Θεός.

Ανάγκη, λοιπόν, να γίνουμε προσευχόμενοι άνθρωποι, να επιστρέψουμε στην κοινωνία με τον Δημιουργό μας Θεό, η οποία επιτυγχάνεται μόνον δια της προσευχής.

 

 

(Πηγή: Εφημερίδα “Πελοπόννησος” των Πατρών, 31/10/2020)

Να μελετούμε τον λόγο του Θεού († Αρχ. Γεώργιος Καψάνης, Προηγούμενος Ι. Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους)

 


Είναι πολύ ωφέλιμο στην ψυχή μας να έχουμε όλοι το Ευαγγέλιο στο σπίτι μας. Και, εκτός από την προσευχή που πρέπει να κάνουμε κάθε πρωί και κάθε βράδυ, να έχουμε την καλή συνήθεια, την αγία συνήθεια να διαβάζουμε και από το Ευαγγέλιο, από την Αγία Γραφή γενικότερα, ιδίως από το Ευαγγέλιο, δυο-τρεις σελίδες κάθε μέρα, έχοντας την συνείδηση ότι αυτό που διαβάζουμε είναι ο λόγος του Θεού. Κι εμείς το διαβάζουμε για να δούμε τι θέλει ο Θεός από εμάς. Δεν διαβάζουμε για να αποκτήσουμε γνώσεις, όπως διαβάζουμε ένα άλλο βιβλίο, ή για να περάσουμε την ώρα μας, αλλά διαβάζουμε για να φωτιστούμε να δούμε τι θέλει ο Θεός, ποιο είναι για εμάς το θέλημα του Θεού.

Κι έτσι, όταν διαβάζουμε θέλοντας να μάθουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού για εμάς, η μελέτη αυτή είναι μελέτη σωτηρίας και πνευματικής μας βοηθείας. Γι’ αυτό, ας κάνουμε αυτόν τον αγώνα. Έχουμε τόση ώρα στη διάθεσή μας κάθε ημέρα. Ας αφιερώσουμε και λίγη ώρα στη μελέτη του λόγου του Θεού.

Βέβαια η μελέτη του λόγου του Θεού δεν είναι μόνο το Ευαγγέλιο, αλλά είναι και οι Βίοι των Αγίων, οι οποίοι είναι το εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο, διότι οι Άγιοι δεν έκαναν κάτι άλλο στη ζωή τους, παρά εφάρμοζαν το Ευαγγέλιο. Και όταν διαβάζουμε τους Βίους των Αγίων, τα έργα των Αγίων, βλέπουμε πώς οι Άγιοι βίωσαν το Ευαγγέλιο, τον λόγο του Θεού και παίρνουμε κι εμείς παράδειγμα να βιώσουμε έτσι τον λόγο του Θεού.

Εξαρτάται έτσι από εμάς τι ζωή θα ζήσουμε. Αν θα διαλέξουμε μία ζωή αδιαφορίας για την ψυχή μας, πνευματικής ψυχρότητος, ή θα διαλέξουμε μία ζωή αγάπης για τον Θεό, πόθου για να γνωρίσουμε το θέλημά Του.

Να μελετούμε το Ευαγγέλιό Του, τις Γραφές, τους Πατέρες, ώστε καθημερινά να έχουμε τροφή πνευματική, διότι, όπως καθημερινά δεν μπορεί να ζήσει το σώμα χωρίς υλική τροφή, έτσι δεν μπορεί να ζήσει η ψυχή χωρίς πνευματική τροφή, χωρίς λόγο Θεού. Η ψυχή, αν δεν τρέφεται από τον λόγο του Θεού, τρέφεται από τα κεράτια των χοίρων με τα οποία τρεφόταν και ο άσωτος υιός.

Η ψυχή του ανθρώπου επιποθεί να τραφεί με κάτι το πνευματικό. Κι αυτό ή θα είναι ο λόγος και η αλήθεια του Θεού, ή θα είναι τα μάταια και αμαρτωλά πράγματα αυτού του κόσμου.

Η αλήθεια είναι ότι, επειδή σήμερα δεν διαβάζουμε τον λόγο του Θεού, και όμως πρέπει κάτι να διαβάσουμε, διαβάζουμε τις εφημερίδες, τα περιοδικά· που μπορεί και να μην είναι άσχημα, να μην είναι κακά πράγματα αυτά που διαβάζουμε, αλλά δεν είναι όμως ο λόγος του Θεού.

Είναι πράγματα της ματαιότητος, που αφορούν αυτή τη ζωή, αλλά δεν αφορούν την αιώνια ζωή. Κι έτσι την «πατάμε» πολλοί, διότι μελετώντας τα επίγεια, ξεχνάμε τα ουράνια. Γινόμαστε πολυμαθείς κατά τα ανθρώπινα, αλλά ολιγομαθείς περί τα θεία. Γι’ αυτό η πνευματική ζωή των συγχρόνων χριστιανών είναι καχεκτική. Δεν είναι μία ζωή γεμάτη από τη Χάρη και τον φωτισμό του Θεού.

 

(Πηγή: koinoniaorthodoxias.org)



Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Ο πλούσιος νεανίας († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

 


(Λουκ.18,18-27)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δὲν εἶναι μόνο φοβερό, κάποιες φορὲς μοιάζει τρομακτικὸ νὰ κηρύττεις τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀπό τὰ λόγια σας θὰ κριθεῖτε».

Θὰ κριθεῖτε, γιατὶ κηρύττετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μένετε ἀργοὶ κι ὄχι δραστήριοι, σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει προστάξει καὶ σ’ ὅ,τι ξέρετε ἀρκετὰ καλὰ γιὰ νὰ κηρύξετε σὲ ἄλλους, τότε – πῶς, θὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτὸ ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ κάθε χριστιανό, ποὺ κλήθηκε νὰ γίνει μάρτυρας, ἀπόστολος, κάποιος ποὺ φέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται στὸ σκοτάδι ἤ στὸ ἡμίφως, ποὺ χρειάζεται τὸ θεῖο φῶς, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς προκαλεῖ τόσο ἔντονα.

Ξεκινάει μὲ λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους: «Ἀγαθὲ Κύριε – τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ: «Τί μὲ λέγεις “ἀγαθό”; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός». Δὲν λέει: «Εἶσαι λάθος». Δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ὀνομάσει ἀγαθό, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐκ τούτου, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν, σ’ αὐτούς ποὺ ἔχουν καρδιὰ ἱκανή νὰ διακρίνουν τὴν ἀνυπέρβλητη καλωσύνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἀνθρώπινη καλωσύνη, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὀμορφιὰ καὶ ἀλήθεια- εἶναι μιὰ μαρτυρία. Ναί, μιλᾶς στὸν Θεὸ σου, εἶναι ὁ Θεὸς σου ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση σου.

Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει δύο σημεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι: ἄν ἐπιθυμεῖς τὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς Ἐντολές. Οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο κανόνες συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὅπως ἕνας ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς τὸ λέει, πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Θὰ πρέπει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς Ἐντολές· ὄχι γιατί μᾶς τὸ προστάζουν ἐξωτερικὰ, ἀλλά ἐπειδὴ ἔχουμε δεθεί μ’ αὐτὲς μὲ δεσμὰ ἀληθείας· ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεός μᾶς τὸ εἶπε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι ἀπαντᾶμε, «Ἀμήν»! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Ὅταν ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θυμίζει αὐτὲς τὶς Ἐντολές- πού βρισκόμαστε ἐμεῖς; Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς σὲ κάθε λέξη αὐτῆς τῆς μικρῆς λίστας ποὺ ὑποδεικνύει αὐτὰ χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Ποῦ στεκόμαστε; Ἐγώ, ποὺ εἶμαι κήρυκας, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς, γιατί εἶναι τὸ ἴδιο ὑπεύθυνο νὰ ἀκοῦς, ὅσο καὶ τὸ νὰ μιλᾶς. Πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε – ὅπως ὁ νέος ἄνδρας, καὶ μὲ τόσο μικρὴ ἀφορμὴ -ἐπιθυμοῦμε τὴν τελειότητα; Θέλουμε τὴν τελειότητα χωρὶς νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῶν Ἐντολῶν.

Ἀλλὰ ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ἀρκετά καθαρά: «Ἄν θέλεις τελειότητα – δῶσε ὅλη τὴν περιουσία σου». Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε∙ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει συσσωρευμένους θησαυρούς στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά, στὴν ψυχή του, πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ σημαντικά γι’ αὐτὸν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑλικό, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός του. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἄς στραφεῖ μέσα του κι ἄς ἀναρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἰδιαίτερος θησαυρός;» Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ πέταγα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὸν Θεό;»

Ἄς μὴν θέτουμε τὰ πράγματα μ’ ἕνα τόσο σκληρὸ τρόπο, ἀλλά ἄς ἀγκαλιάσουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο πολύτιμα γιὰ ἐμᾶς, κι ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα∙ νὰ γίνουμε μ’ ὅλο μας τὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κληθήκαμε νὰ γίνουμε, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε ὅταν μᾶς ἔπλασε- καὶ δὲν ἔχει γίνει ἀλήθεια.

Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ λέει, «Ἔχω μόνο ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον σου – ξέχασες τὴν πρώτη σου ἀγάπη». Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη ἀγάπη πράγματι εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Ζωντανὸς Θεός, τὸν ὁποίο ὀνομάζουμε μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους: μπορεῖ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε «ζωή», μπορεῖ «τελείωση», μπορεῖ «εὐτυχία», μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν πληρότητα τοῦ εἶναι μας. Κάποιες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μόνο στὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτό, κάποιες φορὲς φανταζόμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ μεγαλώσουμε ἀπὸ μόνοι μας – ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη μας ἀγάπη: τὸ νὰ ὡριμάσουμε ὅσο ὁ Θεὸς ἤθελε γιὰ ἐμᾶς.

Καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὶς Ἐντολὲς γιατί σκεφτόμαστε, ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο· καὶ δὲν ἀποχωριζόμαστε ὅλα ὅσα ἔχουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχτεῖ ἐμᾶς καὶ τὸ φορτίο μας.

Ἄς συλλογιστοῦμε αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο μιὰ παραβολή, εἶναι κάτι ποὺ συνέβη στὸ νέο ἄνδρα. Συμβαίνει σ’ ὅλους μας, ὅταν ὁ Θεὸς λέει «Εἶσαι πιστὸς στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ἔχω δώσει μὲσα ἀπὸ τὶς ἐντολές μου, στοχεύοντας σ’ αὐτὲς ὅπως κάποιος σημαδεύει ἕναν δρόμο; Θέλεις νὰ πετύχεις τὴν πληρότητα – ξεκίνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Κι ἄν ἀνησυχεῖς, ἄν εἶσαι πιστὸς σ’ αὐτά, τότε κάνε στὸν ἑαυτό σου τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ θησαυρὸς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ἀφήσω, ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή;

Ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔφυγε λυπημένος. Εἶχε ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλά ἔχουμε τόσα πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὑλικά, ἀλλὰ εἶναι τὸ φορτίο, τὰ δεσμά μας.

Καὶ ἔπειτα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία ἕνα πράγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση ἐλπίδα. Ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὸν νέο ἄνδρα· τὸν ἀφήνει νὰ φύγει χωρίς οὔτε μία λέξη κατηγορίας, γιατὶ ὅ,τι εἶπε ἦταν ὅπως ἕνας σπόρος σπαρμένος στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μὲ πληγωμένη καρδιά, προβληματισμένο, καλώντας τον νὰ γίνει ὁ ἑαυτός του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἠρωϊκῆς θέλησης καὶ παραδοχῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε, νὰ τ’ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ποῦ; Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν δρόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς λέει «Ἀκολουθεῖστε με», δὲν μᾶς καλεῖ νὰ βαδίσουμε ἕνα τρομακτικό, σκοτεινὸ δρόμο· λέει: «Ἐγὼ ἔχω περπατήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, ξέρω κάθε στροφή του- μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸν ἀκολουθήσεις!». Εἶναι σὰν τὸν καλὸ βοσκὸ ποὺ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα του, ἀντιμετωπίζει ὅλους τοὺς κινδύνους ὁ ἴδιος γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς τὸ ποίμνιο του».

Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σπίτι ὅπως ὁ νέος, ἴσως λυπημένοι, γιατὶ οὔτε «φυλάξαμε τὶς Ἐντολές» οὔτε εἴμαστε ἱκανοὶ ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὴν πιὸ πολύτιμη περιουσία μας: ἀλλὰ θυμηθεῖτε – δὲν εἴμαστε καταδικασμένοι, ἔχουμε μπροστά μας μιὰ τελικὴ ἐπιλογή, κι ὅσο μποροῦμε ν’ ἀγωνιζόμαστε σ΄αὐτὴ τὴν γῆ – ὑπάρχει χρόνος.

Ἀλλὰ ἄς μὴν πλανιόμαστε ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου: ὁ Χρόνος κυλᾶ, ὁ χρόνος φεύγει- ἄς μὴν εἴμαστε τόσο ἀργοὶ, ἄς στραφοῦμε στὴν ζωή, κι ἄς γίνουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε.

Ἡ ἀπάντηση στὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ξεκάθαρη – «Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, καὶ τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἐμᾶς. Ἀμήν.

 

(Πηγή καί Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: agiazoni.gr)


Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Περί του επερωτήσαντος τον Ιησούν (Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας)

 


(Λουκ. ιη, 18 – 27)

Κεφάλαιον ΙΗ΄

«Τὸν ρώτησε κάποιος ἀπὸ τοῦς ἄρχοντες· Δάσκαλε ἀγαθέ, μὲ τί πράξεις θὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Δὲν εἶναι κανένας ἀγαθὸς παρὰ μόνο ὁ Θεός. Τίς ἐντολὲς τὶς γνωρίζεις. Μὴ μοιχέψης, μή φονεύσης, μήν κλέψης, μήν ψευδομαρτυρήσης. Νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα καὶ τή μητέρα σου. Κι ἐκείνος εἶπε· αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Ὅταν τ’ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε· Ἕνα σοῦ ἀπομένει μονάχα· πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς· ἔτσι θ’ ἀποχτήσης θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Κί ἔλα, ἀκολούθησέ με. Ἐκεῖνος ὕστερ’ ἀπ’αὐτὸ ἔπεσε σὲ λύπη, γιατὶ ἦταν πολύ πλούσιος». Μερικοὶ ἔχουν τή γνώμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν πανοῦργος καὶ τάχα ζητοῦσε νὰ παγιδέψη μὲ τοὺς λόγους του τὸν Ἰησοῦ. Δὲ φαίνεται νὰ εἶναι αὐτό· μᾶλλον ἦταν φιλάργυρος. Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς μ’ αὐτὸ τὸ νόημα τὸν κατηγόρησε. Γιατὶ ὁ Μᾶρκος λέει, ὅτι ἔτρεξε καὶ γονατιστὸς παρακαλοῦσε τὸν Ἰησοῦ κι ὅ,τι ὁ Ἰησοῦς βλέποντάς τον ἔνιωσε συμπάθεια γι’ αὐτόν. Ἀγαποῦσε ὅμως τὰ χρήματα. Πλησιάζει λοιπὸν τὸν Ἰησοῦ ἐπιθυμῶντας νὰ μάθη γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, καὶ τοῦτο σὰν φιλοχρήματος· καμμιὰ ψυχὴ δὲν ἀγαπᾶ τὴ ζωὴ τόσο, ὅσο ὁ φιλοχρήματος ἄνθρωπος. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ τοῦ ἔδειχνε ἕνα τρόπο, νὰ ζῆ στὸν αἰῶνα καὶ νὰ χαίρεται τὴν κατοχὴ τῶν χρημάτων του. Κι ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι τὸ χάσιμό τους ἴσα ἴσα προξενεῖ τὴν αἰώνια ζωή, φεύγει σὰν νὰ ἤθελε νὰ κατηγορήση τὸν ἑαυτὸ του γιὰ τὴν ἐρώτηση καὶ τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Αὐτὸς γιὰ νὰ ἔχη πολὺν καιρὸ τὰ χρήματα, εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. Ἄν ἦταν νὰ ἔχανε τὰ χρήματα, τί τοῦ χρειαζόταν ἡ αἰώνια ζωή, ἀφοῦ ὅπως ἐνόμιζε ἔμελλε νὰ ζῆ φτωχός; Πλησιάζει λοιπὸν τὸ Χριστὸ σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο, καὶ δάσκαλο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος, δείχνοντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸν πλησιάζουν σὰν νὰ ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος εἶπε· Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα. Ἀφοῦ μὲ εἶπες ἀγαθὸ τοῦ λέει, γιατὶ πρόσθεσες τὸ «δάσκαλε;» Φαίνεται ὅτι μὲ θεωρεῖς σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς. Ἄν εἶναι αὐτὸ, τότε δὲν εἶμαι ἀγαθὸς, γιατὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἀγαθὸς κατὰ ἐξουσία, παρὰ ὁ Θεὸς μονάχα. Ὥστε ἄν θέλης νὰ μὲ προσφωνῆς ἀγαθό, νὰ μὲ προσφωνῆς μὲ τὴν πίστη ὅτι εἶμαι Θεός καὶ μὴ μὲ πλησιάζεις σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο. Ἄν θεωρῆς κοινό ἄνθρωπο νὰ μὴ μὲ καλῆς μήτε ἀγαθό. Γιατὶ πραγματικά ἀγαθὸς καὶ πηγὴ ἀγαθότητος, κι ἀρχὴ τῆς αὐτοαγαθότητος εἶναι ὁ Θεὸς. Οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα κι ἄν εἴμαστε ἀγαθοί, δὲν εἴμαστε κατὰ ἐξουσία ἀλλὰ κατὰ μετοχὴ κι ἔχομε ἀγαθότητα σύμμεικτη καὶ μεταβλητή. Γνωρίζεις τίς ἐντολές. Μὴ μοιχέψης, μὴ φονεύσης, μὴ ψευδομαρτυρήσης καί τά λοιπά. Ὁ νόμος διορθώνει πρῶτα αὐτά, στὰ ὁποῖα πιὸ εὔκολα γλιστροῦμε κι ἔπειτα ἐκεῖνα ὅπου δὲν πέφτουν πολλοὶ οὔτε πολλὲς φορὲς. Στήν πρώτη περίπτωση εἶναι μοιχεία, ἐπειδή ἡ φωτιά εἶναι ζωική κι ἐσωτερική, κι ὁ φόνος, ἐπειδή ὁ θυμὸς εἷναι μεγάλο θηρίο. Ἡ κλοπή ὅμως εἶναι σφάλμα πιὸ ἐλαφρὸ καί σπάνια συμβαίνει νὰ πέφτωμε στὴν ψευδομαρτυρία. Γι’ αὐτό διορθώνει πρῶτα ἐκεῖνα, ἐπειδὴ εὔκολα γλιστροῦμε σ’ αὐτὰ κι εἶναι ἐξ ἄλλου πιό βαριὰ. Ἐνῶ τὰ δεύτερα τὴν κλοπή καὶ τὴν ψευδομαρτυρία, τὰ θέτει σὲ δεύτερη μοῖρα, ἐπειδὴ καὶ πιὸ σπάνια τὰ συναντοῦμε καὶ εἶναι πιὸ ἐλαφρὰ. Καὶ τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς, ἄν κι εἶναι μεγάλο ἁμάρτημα, ἐπειδὴ δὲ συμβαίνει ὅμως συχνὰ, γιατὶ δὲ δείχνουν συχνὰ οἱ πολλοὶ τέτοια ψυχὴ θηρίου, ὥστε νὰ παραφέρωνται πρὸς τοὺς γονεῖς ἀλλὰ πολὺ σπάνια καὶ σὲ μικρὸ βαθμὸ, τὴν ἁμαρτία πρὸς τοὺς γονεῖς τὴ θέτει ὑστερ’ αὐτά. Κι ὅταν ὁ νέος εἶπε ὅτι εἶχε φυλάξει τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν μικρός, τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἀκτημοσύνη, ποὺ εἶναι τό κεφάλαιο ὅλων. Πρόσεξε νόμους ἀληθινὰ χριστιανικῆς πολιτείας. Ὅλα ὅσα ἔχεις, λέει, πούλησέ τα. Ἄν μείνη κάτι, γίνεσαι δοῦλος σ’ αὐτό. Καὶ μοίρασέ τα ὄχι σὲ πλούσιους συγγενεῖς ἀλλὰ στοὺς φτωχοὺς. Νομίζω κι ἡ λέξη «μοίρασε» δηλώνει μ’ ἔμφαση ὅτι τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων πρέπει νὰ γίνεται μὲ σύνεση κι ὄχι ὅπως τύχη. Κι ἐπειδὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη πρέπει νὰ συνδυάζεται στὸν ἄνθρωπο κι ὅλη ἡ ἄλλη ἀρετὴ, γι’ αὐτὸ εἶπε· Κι ἔλα, ἀκολούθησέ με. Δηλαδή· καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα γίνε μαθητής μου καὶ πάντα νὰ μ’ ἀκολουθῆς ὄχι μονάχα σήμερα κι αὔριο ὄχι. Καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε τὸ θησαυρὸ τῶν οὐρανῶν, ἐπειδὴ ἦταν φιλοχρήματος· ἀλλὰ ὁ ἄρχοντας δὲν ἔδωσε προσοχή, ἐπειδὴ ἦταν δοῦλος τῶν χρημάτων. Γι’ αὐτὸ λυπήθηκε, ὅταν ἄκουσε νὰ τὸν συμβουλεύη νὰ στερηθῆ τὰ χρήματά του, ὅταν ἐκεῖνος καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ γι’ αὐτὸ τὴν ἐπιθυμεῖ, γιὰ νὰ ζῆ ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο μέσα στὴν περιουσία του, παντοτ­ινά. Κι ἡ λύπη του, φανερώνει ἄνθρωπο μ’ εὐγνωμοσύνη κι ὄχι πανοῦργο. Κανένας ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους δὲν ἔνιωθε λύπη ποτέ, ἀντίθετα, ἐρεθίζονταν περισσότερο. Καὶ δὲν ἀγνοῶ ὅτι ὁ μεγάλος Φωστῆρας τῆς οἰκουμένης, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ χρυσῆ γλῶσσα, παραδέχτηκε ὅτι ὁ νέος τοῦτος ἐπιθυμοῦσε πραγματική, αἰώνια ζωὴ καὶ τὴν ἀγαποῦσε βέβαια, κατεχόταν ὅμως ἀπὸ μεγαλύτερο πάθος, τὴ φιλαργυρία.Ἔχει ὅμως τὴ χάρη του κι αὐτὸ ποὺ τώρα πρόσθεσα, ὅτι σὰν φιλοχρήματος ἐπιθυμοῦσε τὴν αἰώνια ζωή.

«Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἔγινε περίλυπος εἶπε· Πόσο δύσκολα αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ περάσουν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πιό δύσκολο νὰ περάση τὸ παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ βελονιοῦ παρά νὰ μπῆ ὁ πλούσιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅσοι ἄκουσαν ρώτησαν· Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Τὰ ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ στὸ Θεὸ. Κι ὁ Πέτρος πρόσθεσε· Νὰ ἐμεῖς, ποῦ τὰ ἀφήσαμε ὅλα. Κι ἐκεῖνος εἶπε· Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι δὲν εἶναι κανένας ποὺ ἄφησε γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σπίτι, ἤ γονεῖς, ἤ ἀδελφοὺς, ἤ γυναῖκα, ἤ παιδιὰ καὶ δὲ θ’ ἀπολαύση πολλαπλάσια καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν αἰωνιότητα». Ἑπειδὴ λυπήθηκε ὁ πλούσιος, ὅταν ἄκουσε τὴ στέρηση τῶν ὑπαρχόντων του, λέει ὁ Κύριος μὲ θαυμαστικὸ τρόπο· Πόσο δύσκολα θὰ μποῦν οἱ πλούσιοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι ὅτι τοὺς εἶναι ἀδύνατο νὰ μποῦν ἀλλὰ δύσκολο. Δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι. Γιατὶ μπορεῖ νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ χρήματα καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὰ οὐράνια. Τοῦτο ὅμως εἶναι δύσκολο, γιατὶ στὸ χρῆμα κολλοῦν περισσότερο καὶ δύσκολα ἀποσπᾶται ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιάστηκε ἀπ’ αὐτό· λίγο πιὸ κάτω τὸ παρουσιάζει καὶ σὰν ἀδύνατο, γιατὶ λέει ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ περάση παλαμάρι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ βελονιοῦ παρὰ νὰ σωθῆ ὁ πλούσιος. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Πρῶτα ὅτι ἀληθινὰ ἔτσι εἶναι· ἀδύνατο νὰ σωθῆ κάποιος, ἄν εἶναι πλούσιος. Μὴ μοῦ πῆς ὅτι ὁ τάδε, ἄν κι ἦταν πλούσιος, ἔδινε τ’ ἀγαθὰ του καὶ σώθηκε. Δὲ σώθηκε ἐνῶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ ἀφοῦ ἔγινε φτωχὸς ἤ σώθηκε ἐπειδῆ ἦταν οἰκονόμος καὶ ὄχι πλούσιος. Ἄλλο οἰκονόμος καὶ ἄλλο πλούσιος. Πλούσιος εἶναι αὐτὸς ποῦ διατηρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, οἰκονόμος αὐτὸς ποὺ τὸν δέχθηκε γιὰ χάρη τῶν ἄλλων. Ὥστε κι ἄν ἀκόμα αὐτὸς σώθηκε, δὲ σώθηκε ἐνῶ ἦταν πλούσιος ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε ἤ ἀφοῦ ἔχασε ὅλα ὅσα εἶχε ἤ ἀφοῦ σὰν οἰκονόμος τὰ διαχειρίστηκε σωστά. Ὕστερα πρόσεξε καὶ τοῦτο· ὅτι ὁ πλούσιος εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθῆ καὶ δύσκολο ἐκεῖνος ποὺ ἔχει χρήματα. Σὰ νὰ λέη· Αὐτὸς ποὺ κυριεύεται ἀπὸ τὰ χρήματα κι εἶναι ὑποταχτικός τους καὶ δεσμώτης τους δὲ θὰ σωθῆ. Αὐτὸς ὅμως ποῦ κρατεῖ τὰ χρήματα, δηλαδὴ ποὺ εἶναι κύριός τους καὶ τὰ ἐξουσιάζει χωρὶς νὰ ἐξουσιάζεται ἀπ’ αὐτὰ, θά σωθῆ δύσκολα ἐξ αἰτίας τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν κάνωμε κατάχρηση σ’ ὅ,τι ἔχομε. Ὥσπου ἔχουμε χρήματα προσπαθεῖ ὁ διάβολος νὰ μᾶς ὑποτάξη γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε κάποτε τὰ χρήματά μας ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα καὶ τὸ νόμο τὴς οἰκονομίας κι εἶναι δύσκολο νὰ ξεφύγης τὶς παγίδες του. Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὴ ἡ ἀκτημοσύη καὶ σχεδὸν ἀνεπίδεχτη ἀπὸ πειρασμοὺς. Καὶ εἴπανε, λέει, ὅσοι ἄκουσαν· Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθῆ; Κι ἐκεῖνος εἶπε· Τὰ ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ στὸ Θεό. Ὅποιοι ἔχουν τὸ ἀνθρώπινο φρόνημα, δηλαδὴ ὅποιοι σέρνονται κάτω, κι ἐπιθυμοῦν τὰ γήινα ἀδύνατο νὰ σωθοῦν, ὅπως εἴπαμε, κοντὰ στὸ Θεὸ ὅμως, ὅταν ἔχη δηλαδὴ κάποιος σύμβουλο τὸ Θεὸ καὶ τὴν δίκαιη κρίση του καὶ πάρη σὰν ὁδηγοὺς τὶς ἐντολὲς γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ ζητήση τὴ βοήθεια ἐκείνου, γίνεται τοῦτο δυνατό. Εἶναι στὴν ἐξουσία μας νὰ θελήσωμε τὸ ἀγαθὸ, ἔργο τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἡ ἐπιτέλεσή του. Καὶ διαφορετικὰ, ἄν ξεπερνῶντας κάθε ἀνθρώπινη μικροψυχία, ποὺ δημιουργεῖ ὁ πλοῦτος θελήσωμε νὰ τοὺς κάνωμε φίλους μας τραβῶντας τους ἀπὸ τὸν ἄδικο πλοῦτο, θὰ σωθοῦμε, καὶ θὰ μᾶς προπέμψουν στὶς αἰώνιες κατοικίες. Εἶναι βέβαια καλύτερο νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ὅλα, κι ἄν ὄχι ὅλα, νὰ κάνωμε τουλάχιστο μετόχους τοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι γίνεται δυνατὸ τὸ ἀντίθετο. Εἶναι ἀδύνατο νὰ σωθῆ αὐτὸς ποὺ δὲν τ’ ἄφησε ὅλα, ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ προξενεῖ ἀνάλογη ὠφέλεια καὶ ἡ μερικὴ μετάδοση. Γι’ αὐτὸ ὁ Πέτρος ρωτᾶ· Νὰ ἐμεῖς ποὺ τ’ ἀφήσαμε ὅλα, καὶ ρωτᾶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του μονάχα ἀλλὰ γιὰ παρηγοριὰ ὅλων τῶν φτωχῶν. Γιὰ νὰ μὴ γίνουν οἱ πλούσιοι μόνο αἰσιόδοξοι ποὺ θὰ ἐπιτύχουν πολλὰ, ἐπειδὴ καὶ πολλὰ περιφρόνησαν καὶ ἀπογοητευθοῦν οἱ φτωχοί, ἐπειδὴ στερήθηκαν λίγα καὶ γι’ αὐτὸ περιμένουν μικρὴ ἀμοιβή, ρωτᾶ ὁ Πέτρος κι ἀκούει ὅτι καὶ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωὴ θὰ ἔχη σὰν ἀμοιβή του, καθένας ποὺ γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ καταφρονύση ὁποιοδήποτε μέρος ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του κι ἄς εἶναι λίγα. Μὴν προσέξεις τοῦτο, ὅτι εἶναι λίγα ἀλλὰ ὅτι αὐτὰ τὰ λίγα ἦταν ὁλόκληρη ζωή γι’ αὐτὸν κι ὅπως ἐσὺ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ζοῦσες μέσα στὰ πολλὰ καὶ στὰ μεγάλα ἔτσι κι αὐτὸς περίμενε ὅτι θὰ ζοῦσε στὰ λίγα καὶ στὰ μικρά. Δὲν λέγω τὸ ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει λίγα, ἔχει στενώτερο δεσμὸ μ’ αὐτὰ. Εἶναι φανερὸ τοῦτο ἀπὸ τοὺς πατέρες, ποὺ ὅταν ἔχουν ἔνα παιδί, δείχνουν ἰσχυρότερο τὸ σύνδεσμό τους μ’ αὐτὸ παρὰ μὲ τὰ περισσότερα. Ἔτσι κι ὁ φτωχὸς νιώθει μεγαλύτερη προσκόλληση στὸ ἕνα σπίτι καὶ στὸ ἕνα χωράφι ἀπὸ ὅ,τι σὺ στὰ πολλὰ. Ἄν δὲν εἶναι ἔτσι ἀλλὰ ὁ βαθμὸς τῆς συνδέσεως εἶναι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ ἴδιος, γι’ αὐτὸ ἴση εἶναι καὶ ἡ περιφρόνηση. Ἀπὸ δῶ λοιπὸν καὶ στὴν παροῦσα ζωή, παίρνουν στὸ πολλαπλάσιο τὶς ἀμοιβὲς, ὅπως οἱ ἴδιοι οἱ ἀπόστολοι. Καλύβι περιφρόνησε ὁ καθένας καὶ τώρα ἔχουν λαμπρότατους ναοὺς καὶ χωράφια καὶ εἰσοδήματα καὶ πολλὲς γυναῖκες δεμένες μαζὶ τους ὄχι μὲ συζυγία ἀλλὰ μὲ θερμὴ πίστη, καὶ γενικὰ ὅλα τὰ ἄλλα. Καὶ στὴν μέλλουσα ζωὴ θὰ λάβουν στὸ πολλαπλάσιο ὄχι τέτοια χωράφια καὶ σωματικὲς ἀνταμοιβὲς ἀλλὰ ζωὴ αἰώνιον.

 

(Πηγή: kirigmata.blogspot.gr)

Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Σχετικά με τον πλούσιο νεανίσκο που επιθυμούσε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)

 


(Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ. ιη΄, χωρία 18 έως 27)

Αποσπάσματα από την ομιλία ΞΓ΄

«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε· διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;) Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό και ο οποίος πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δε θα μπορούσα να μην πω ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον ήλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δε θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για το ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθ΄όσον λέγει ότι «έτρεξε προς Αυτόν και αφού γονάτισε εμπρός Του, Τον παρακαλούσε» και ότι «ο Ιησούς τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε» (Μαρκ. 10, 21). Αλλ΄ όμως είναι μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα.

Για ποιο λόγο λοιπόν ο Χριστός έδωσε τέτοιου είδους απάντηση, λέγοντας «κανείς δεν είναι αγαθός»; Επειδή Τον πλησίασε σαν να ήταν κάποιος απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και δάσκαλος των Ιουδαίων· για τούτο λοιπόν και ως άνθρωπος συζητεί μαζί του. Καθ΄ όσον σε πολλές περιπτώσεις δίνει απάντηση στις σκέψεις εκείνων που Τον πλησιάζουν, όπως όταν λέγει· «ίσως μου πείτε: εμείς δεν πιστεύουμε σε αυτά που λες για τον εαυτό σου, διότι στηρίζονται στη δική σου εγωιστική μαρτυρία» και «εάν εγώ ο ίδιος από μόνος μου έδινα μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου θα μπορούσε να μην είναι αξιόπιστη» (Ιω. 5, 31). Όταν λοιπόν λέγει, «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέγει αυτό με σκοπό να αποκλείσει τον εαυτό του από το να είναι αγαθός, μη σκεφθείς κάτι τέτοιο· διότι δεν είπε, «για ποιον λόγο με ονομάζεις αγαθό; Δεν είμαι αγαθός» αλλ΄ ότι «κανείς δεν είναι αγαθός»· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέγει, δεν το λέγει για να αποκλείσει τους ανθρώπους από την αγαθότητα, αλλά το λέγει εν συγκρίσει προς την αγαθότητα του Θεού. Για τον λόγο αυτό και πρόσθεσε· «παρά μόνο ένας, ο Θεός». Και δεν είπε «παρά μόνον ο Πατήρ μου» για να μάθεις ότι δεν φανέρωσε τον εαυτό του εις τον νεανίσκο.

Κατά τον ίδιο τρόπο και προηγουμένως αποκαλούσε τους ανθρώπους πονηρούς, λέγοντας· «Εάν όμως εσείς, ενώ είστε πονηροί, γνωρίζετε να δίδετε καλά πράγματα στα τέκνα σας». Καθόσον και εις την περίπτωση εκείνη τους ονόμασε «πονηρούς», θεωρώντας όχι όλη την ανθρώπινη φύση πονηρά (διότι το «σεις» δεν σημαίνει όλοι εσείς οι άνθρωποι), αλλά τους ονόμασε έτσι συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων προς την αγαθότητα του Θεού· διά τούτο και πρόσθεσε· «πόσο μάλλον ο Πατήρ σας θα δώσει αγαθά σ΄ αυτούς που Του ζητούν;»

Αλλά θα πει κάποιος· ποια ανάγκη υπήρχε ή ποια ωφέλεια, ώστε να δώσει αυτήν την απάντηση; Ανεβάζει τον πλούσιο αυτό νέο πνευματικά ολίγον κατ΄ ολίγον και τον διδάσκει ν΄ απαλλαγεί εξ ολοκλήρου από την κολακεία, αποσπώντας τον από τα επίγεια πράγματα και προσηλώνοντάς τον στον Θεόν, και τον πείθει να ζητεί τα ουράνια αγαθά και να γνωρίσει αυτόν που πράγματι είναι αγαθόν και ρίζα και πηγή όλων των αγαθών, και εις αυτόν ν΄ αποδίδει τις τιμές. Διότι και όταν λέγει «μην αποκαλέσετε κανένα ως “διδάσκαλο” επάνω στη γη», το λέγει εν συγκρίσει προς τον εαυτό Του και για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ποία είναι η πρώτη αρχή όλων γενικώς των όντων. Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοιον έρωτα για τα πνευματικά αγαθά, την στιγμήν που άλλοι μεν επείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον επλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον επλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνιο ζωή. Διότι ήταν μεν η ψυχή του εύφορη και πλουσία, αλλ΄ όμως το πλήθος των ακανθών κατέπνιγε τον σπόρο. Πρόσεχε λοιπόν πώς ήταν την στιγμή εκείνη προετοιμασμένος για την υπακοή των προσταγμάτων. Διότι λέγει· «Τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» .Έτσι ήταν προετοιμασμένος προς εφαρμογή των όσων θα του έλεγε. Εάν όμως Τον επλησίασε με σκοπό να τον πειράξει, θα μας το έλεγε οπωσδήποτε ο ευαγγελιστής και αυτό, πράγμα που το κάνει και εις τις άλλες περιπτώσεις, όπως δηλαδή εις την περίπτωση του νομικού. Εάν όμως και αυτός το αποσιώπησε, ο Χριστός δε θα ήταν δυνατόν να Τον αφήσει απαρατήρητο, αλλά θα Τον ήλεγχε κατά τρόπο φανερό ή και θα έκανε κάποιον υπαινιγμό, ώστε να μη σχηματισθεί η εντύπωση ότι επλανήθη και διέφυγε την προσοχή του και ζημιωθεί έτσι περισσότερο. Εάν επίσης Τον είχε πλησιάσει με σκοπό να Τον πειράξει, δε θα έφευγε λυπημένος για όσα άκουσε. Διότι αυτό κανείς ποτέ από τους Φαρισαίους δεν το έπαθε, αλλ΄ εξαγριώνονταν όταν τους έκλεινε τα στόματα. Όμως δε συνέβη αυτό στον νέο, αλλά φεύγει καταλυπημένος, πράγμα που αποτελεί όχι μικράν απόδειξη, ότι δεν Τον πλησίασε με πονηρά διάθεση, αλλά με εξασθενημένη, και επιθυμεί μεν την αιώνιον ζωήν, αλλ΄όμως είναι κατακυριευμένος από άλλο φοβετότατο πάθος.

Όταν λοιπόν ο Χριστός του είπε «Εάν θέλεις να εισέλθεις στην αιώνια και μακαρία ζωή, φύλαξε τις εντολές», ο νέος ρωτάει «ποιες εντολές;» όχι με σκοπό να Τον πειράξει, μη γένοιτο, αλλά επειδή νόμιζε ότι άλλες είναι εκείνες οι εντολές, εκτός από τις εντολές του νόμου, που θα του χάριζαν την αιώνια ζωή, πράγμα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που είναι κυριευμένος από σφοδρή επιθυμία. Έπειτα, επειδή ο Ιησούς του είπε να φυλάττει τις εντολές του νόμου, απαντά· «όλ΄ αυτά τα φύλαξα από την νεανική μου ηλικία». Και δεν σταμάτησε μέχρι εδώ, αλλά πάλι ερωτά· «σε τι ακόμη υστερώ;», πράγμα που αποδείκνυε και αυτό την μεγάλη επιθυμία του. Αλλά και δεν ήταν μικρό πράγμα το ότι νόμιζε ότι υστερεί σε κάτι, και το ότι θεωρούσε ανεπαρκείς τις εντολές του Νόμου για να επιτύχει αυτά που επιθυμούσε. Τι κάνει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή επρόκειτο να δώσει κάποια μεγάλη εντολή, προσθέτει τα έπαθλα και λέγει· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς· και τότε έλα και ακολούθησέ με».

Είδες πόσα βραβεία και πόσους στεφάνους ορίζει γι΄ αυτόν τον αγώνα; Εάν όμως τον επείραζε, δε θα του έλεγε αυτά. Τώρα όμως και το λέγει, και για να τον προσελκύσει, του φανερώνει ότι είναι πολύ μεγάλος ο μισθός, και αφήνει το παν στην διάθεσή του, επικαλύπτοντας με όλα όσα λέγει την εντύπωση ότι είναι βαριά η παραίνεση. Για το λόγο αυτόν και πριν πει το αγώνισμα και τον κόπο, του φανερώνει το βραβείο, λέγοντας· «εάν θέλεις να είσαι τέλειος», και τότε του λέγει, «πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς» και αμέσως πάλι αναφέρει τα βραβεία· «και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς˙ και τότε έλα και ακολούθησέ με». Καθόσον το να ακολουθεί Αυτόν, ήταν πολύ μεγάλη ανταμοιβή.

«Και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς». Επειδή δηλαδή ο λόγος ήταν για τα χρήματα και τον συμβούλευε να απαλλαχθεί από όλα, για να δείξει ότι δεν του αφαιρεί αυτά που έχει, αλλά ότι του προσθέτει και άλλα σε αυτά που έχει, του έδωσε περισσότερα από αυτά που του είπε να δώσει· και όχι μόνο περισσότερα, αλλά και τόσο σπουδαιότερα, όσον είναι ο ουρανός από τη γη και ακόμη περισσότερο. Θησαυρό δε ονόμασε τη μεγαλοδωρία της ανταμοιβής, με σκοπό να δείξει την μονιμότητα και την ασφάλειά της, όπως δηλαδή ήταν δυνατόν να οδηγήσει τον νέο στη γνώση, χρησιμοποιώντας ανθρώπινα παραδείγματα. Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα, να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλα τα προστάγματά του και να είναι έτοιμος για σφαγή χάριν αυτού και για καθημερινό θάνατο. Διότι, «εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτόν του, να λάβει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί» (Λουκά 9, 23). Ώστε είναι πολύ πιο ανωτέρα η εντολή αυτή το να θυσιάζει κανείς την ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής.

«Αφού όμως άκουσε ο νεανίσκος αυτά, έφυγε λυπημένος». Και στη συνέχεια για να δείξει ο ευαγγελιστής, ότι δεν ήταν αυτό που έπαθε κάτι το φυσικό, λέγει: «διότι είχε πολλά χρήματα». Δεν είναι δηλαδή κυριευμένοι από το ίδιο πάθος αυτοί που έχουν ολίγα και αυτοί που έχουν πάρα πολύ μεγάλη περιουσία· διότι τότε γίνεται πιο τυραννικός ο πόθος τους για τα χρήματα. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που δε θα παύσω να το λέγω, ότι η προσθήκη των εκάστοτε αποκτωμένων χρημάτων ανάπτει κατά πολύ περισσότερο την φλόγα και κάνει πιο πτωχούς αυτούς που τα αποκτούν, καθόσον εμβάλλει σ’ αυτούς μεγαλύτερη επιθυμία γι’ αυτά και τους κάνει να αισθάνονται πολύ περισσότερο την πτώχεια τους. Και πρόσεχε λοιπόν και στην περίπτωση αυτή ποια δύναμη παρουσίασε το πάθος αυτό. Διότι εκείνον που ήλθε προς τον Κύριο με χαρά και προθυμία, επειδή ο Χριστός τον προέτρεψε να απαρνηθεί τα χρήματα, τόσο πολύ τον εξουθένωσε και κατέβαλε τις δυνάμεις του, ώστε δεν τον άφησε ούτε καν να απαντήσει σε όσα του είπε, αλλ΄ έφυγε σιωπηλός, σκυθρωπός και καταλυπημένος.

Τι λέγει λοιπόν ο Χριστός; «Πόσον δύσκολα θα εισέλθουν οι πλούσιοι στη Βασιλεία των ουρανών», κατηγορώντας όχι τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σ΄ αυτά. Εάν δε θα εισέλθει δύσκολα ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, πολύ πιο δύσκολα θα εισέλθει ο πλεονέκτης. Διότι εάν αποτελεί εμπόδιο για την Βασιλεία των Ουρανών το να μη δίδει κανείς, σκέψου πόση φωτιά επισωρρεύει το να παίρνει και τα πράγματα των άλλων. Αλλά με ποιο σκοπό έλεγε στους μαθητές Του ότι δύσκολα θα εισέλθει ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών, εφόσον ήσαν πτωχοί και δεν είχαν τίποτε; Με σκοπό να τους διδάξει να μην ντρέπονται την πτωχεία και απολογούμενος κατά κάποιο τρόπο προς αυτούς για το ότι δε θα τους επέτρεπε να έχουν τίποτε.

Αφού λοιπόν τους είπε ότι είναι δύσκολο, εν συνεχεία τονίζει ότι είναι και αδύνατο, και όχι απλώς αδύνατο, αλλ΄ αδύνατον σε υπερβολικό βαθμό, πράγμα που το φανέρωσε με το παράδειγμα της καμήλου και της βελόνης. Διότι λέγει· «ευκολότερο είναι να περάσει μία κάμηλος από την τρύπα της βελόνης, παρά να εισέλθει ο πλούσιος στην βασιλεία των ουρανών». Αποδεικνύεται λοιπόν εξ αυτού ότι δε θα είναι τυχαία η αμοιβή εκείνων που είναι πλούσιοι και μπορούν να ζουν με ευσέβεια. Για τον λόγο αυτό και είπε ότι αυτό είναι έργο του Θεού, το να δείξει δηλαδή, ότι χρειάζεται πολλή χάρη από μέρους του Θεού εκείνος που πρόκειται να το κατορθώσει αυτό. Επειδή λοιπόν ταράχθηκαν οι μαθητές του, είπε· «Στους ανθρώπους μεν αυτό είναι αδύνατο, στον Θεό όμως τα πάντα είναι δυνατά». Δεν είπε φυσικά αυτά τα προηγούμενα λόγια για να απελπιστούμε και να παραιτηθούμε με τη σκέψη ότι είναι αδύνατα, αλλά το είπε με σκοπό, ώστε, αφού κατανοήσουμε το μέγεθος του κατορθώματος να σπεύσουμε με ευκολία στον αγώνα και επικαλούμενοι και τη βοήθεια του Θεού στους καλούς αυτούς αγώνες μας, να επιτύχουμε την αιώνιο ζωή.

[…]Επομένως για να μη στενοχωριόμαστε για περιττά πράγματα, αφού αποβάλουμε την σφοδρή επιθυμία για τα χρήματα, που συνεχώς μας λυπεί και ουδέποτε ανέχεται να σταματήσει, ας στραφούμε προς μια άλλη, που μας κάνει μακαρίους και είναι πολύ εύκολη, και ας επιθυμήσουμε τους θησαυρούς των ουρανών. Διότι προς την κατεύθυνση αυτήν δεν υπάρχει ούτε κόπος τόσο μεγάλος, το δε κέρδος είναι απερίγραπτο, και δεν είναι δυνατόν να αποτύχει εκείνος που κατά κάποιον τρόπον επαγρυπνεί, φροντίζει και περιφρονεί τα παρόντα· ενώ αντιθέτως αυτός που είναι δούλος των υλικών πραγμάτων και έχει δώσει εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις αυτά άπαξ και διά παντός, οπωσδήποτε αυτός θ’ αναγκαστεί κάποτε να τα αποχωριστεί.

[…]Αναλογιζόμενοι όλα αυτά, ας βγάλουμε από μέσα μας την πονηρή επιθυμία της διαρκούς απόκτησης χρημάτων, καθώς εκτός από το ότι μας στερεί την αιώνια ζωή, και στην τωρινή μας γεμίζει με συνεχή άγχη και στενοχώριες και προβλήματα· και ερχόμενος κάποτε ο θάνατος απρόσμενα μας παίρνει γυμνούς από όλα αυτά που με τόσο κόπο συσσωρεύσαμε όσο ζούσαμε και με τόσο άγχος προσπαθήσαμε να περιφρουρήσουμε για να μη μας τα αρπάξουν, και φεύγουμε χωρίς να σύρουμε πίσω μας τίποτε από όλα αυτά, παρά μόνον τα τραύματα και τις πληγές τα οποία πήρε από όλα αυτά η ψυχή και φεύγει. Και ελεύθεροι από κάθε περιττή βιοτική μέριμνα, τα αιώνια αγαθά να επιτύχουμε με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά του οποίου στον Πατέρα μαζί με το Άγιο Πνεύμα ανήκει δόξα, δύναμις και τιμή, τώρα κα πάντοτε και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Πηγή: Ιερού Χρυσοστόμου έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 11Α, σελ. 210-233)

(Επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)