Ε Ι Π Ε Γ Ε Ρ Ω Ν...
* Στον Αββά Αντώνιον
ήλθε κάποτε ένας αδελφός από κάποιο κοινόβιο ο οποίος συκοφαντήθηκε για
πορνεία. Ήλθαν και οι αδελφοί από το κοινόβιο για να τον θεραπεύσουν
και να τον πάρουν. Και άρχισαν να τον ελέγχουν, ότι:-Έτσι έκαμες. Κι’ αυτός απολογιόταν, ότι:- Τιποτα τέτοιο δεν έκαμα.Με μια ευκαιρία, ήταν εκεί και ο αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και είπε την εξής παραβολή:-
Είδα στην όχθη του ποταμού έναν άνθρωπο, πούχε χωθή στο βόρβορο ως τα
γόνατά του και καθώς ήλθαν μερικοί να του δώσουν χέρι βοηθείας, τον
κατεπόντισαν μέχρι το λαιμό.Τούς λέγει τότε ο αββάς Αντώνιος, για τον αββά Παφνούτιο:- Να, άνθρωπος αληθινός, που μπορεί να θεραπεύση και να σώση ψυχές.Συγκινήθηκαν
τότε από τα λόγια των γερόντων και έβαλαν μετάνοια στον αδελφό.
Ηρέμησαν έτσι από τούς Πατέρες και έλαβαν τον αδελφό στο κοινόβιον.
*******
Ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος
είπε: Αν ποτέ συκοφαντηθής, και αποκαλυφθή η αθωότητά σου, μην
υψηλοφρονήσης. Δούλευε τον Κυριον σου με ταπεινοσύνη και ευχαρίστησέ
τον, που σε λύτρωσε από τις συκοφαντίες των ανθρώπων, για να τηρής πιστά
τις εντολές του.
*******
Τον Αββά Βαρσανούφιο ρώτησε ένας αδελφός. Γεροντα· εάν ακούσω περί τινος ότι κακώς με λέγει, τι ποιήσω;Και ο Γεροντας απεκρίθη.-Ευθέως
ανάστα και ποίησον ευχήν πρώτον υπέρ εκείνου, και ούτως υπέρ σεαυτού,
λέγων· Κυριε Ιησού Χριστέ, ελέησον τόνδε τον αδελφόν, και εμέ τον
αχρείον δούλόν σου· και σκέπασον ημάς από του πονηρού, ευχαίς των σων
αγίων. Αμήν.
*******
Όταν ο Αββάς Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης
ήταν Πρεσβύτερος στη σκήτη, μεταξύ των αδελφών ήταν και κάποιος
Διάκονος, πολύ ενάρετος και ευλαβής. Ο Αββάς Ισίδωρος σκόπευε να τον
κάνη Πρεσβύτερο και να τον αφήση διάδοχό του. Εκείνος όμως, από μεγάλη
ταπεινοσύνη, δε δεχόταν χειροτονία, λέγοντας πως ήταν ανάξιος να γίνη
ιερεύς. Αυτόν τον ενάρετο αδελφό τον εμίσησε τόσο πολύ κάποιος άλλος
μοναχός στη σκήτη, νικημένος από το πάθος του φθόνου, και γύρευε με κάθε
τρόπο να τον βλάψη και να τον δυσφημήση.Να
λοιπόν τι τον έβαλε ο διάβολος να κάνη: Πήρε μια μέρα ένα από τα βιβλία
του και το έβαλε κρυφά στο κελλί του Διακόνου, χωρίς εκείνος να πάρη
είδησι. Ύστερα πήγε στον Αββά Ισίδωρο και του παραπονέθηκε πως έχασε το
βιβλίο του και πως κάποιος από τούς αδελφούς έπρεπε να το είχε κλέψει.
Απαιτούσε λοιπόν να γίνη έρευνα σ’ όλα τα κελλιά.-
Τετοιο πράγμα, παιδί μου, έκανε έκπληκτος ο Γεροντας, δεν έχει
ξαναγίνει στη σκήτη. Αλλά, για να βεβαιωθής, πάρε δυο αδελφούς και ψάξε
τα κελλιά.