Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Αηθες ήθος να υπάρχουν φιλοδοξίες για τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο



Ο ιεράρχης υπογραμμίζει την ομόφωνη στήριξη προς το πρόσωπο του Ιερώνυμου, καυτηριάζει τις όποιες διεκδικήσεις από μητροπολίτες και τονίζει πως οι διάλογοι από τη θυελλώδη συνεδρίαση δημοσιεύθηκαν αλλοιωμένοι.
ΤΟ ΕΘΝΟΣ μας ποτέ δεν ήταν ουδετερόθρησκο, από τον Ομηρο, την προσωκρατική φιλοσοφία, την κλασική μεταφυσική, τη στωική φιλοσοφία, τον νεοπλατωνισμό κ.λπ.» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» ο μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος. Πρόκειται για τον ιεράρχη που επιφορτίστηκε με την ιδιότητα του εκπροσώπου Τύπου στη θυελλώδη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου και ο οποίος, μαζί με τους μητροπολίτες Σύρου, Σερρών και Πατρών, συνέταξε το τελικό κείμενο, το οποίο ομοφώνως αποδέχθηκε η Ιεραρχία.
Σεβασμιώτατε, ποια είναι η δική σας άποψη για το σχέδιο συμφωνίας των 15 σημείων μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Κράτους; Είχατε ενημερωθεί για τις συζητήσεις που γίνονταν ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο;
Ηταν καρπός πολύχρονων ή πολύμηνων συζητήσεων μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του πρωθυπουργού. Γνωρίζω ότι τον Αρχιεπίσκοπο πάντα τον απασχολούσε το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, ώστε η Εκκλησία να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη. Hδη στις 27 Σεπτεμβρίου κατέθεσε γραπτώς υπόμνημα με την «προσωπική πρόταση», με την οποία «πρέπει να υπογραφεί μία νέα σύμβαση Πολιτείας και Εκκλησίας», που έχει τα βασικά σημεία της σύμβασης που ήρθε στην επιφάνεια. Oμως, για την τελική συμφωνία μάς ενημέρωσε λίγες ημέρες πριν από τη συζήτηση στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της 6ης Νοεμβρίου 2018 και τότε του εξέφρασα τις σοβαρές επιφυλάξεις μου. Παρά ταύτα, δεν περίμενα ότι θα γίνει τόσο σύντομα και επίσημα η ανακοίνωση, και μάλιστα στο πόντιουμ όπου υποδέχεται ο πρωθυπουργός τους αρχηγούς των κρατών.
Κάποιοι διάλογοι που διέρρευσαν μετά τη θυελλώδη συνεδρίαση της Ιεραρχίας διαψεύστηκαν. Τι ακριβώς ειπώθηκε και ποιες ήταν οι ενστάσεις των μητροπολιτών;
Η συνεδρίαση αυτή δεν ήταν συνηθισμένη κατά την περίοδο της Αρχιεπισκοπίας του Ιερώνυμου, γιατί και το θέμα ήταν πολύ σοβαρό. Οι περισσότεροι διάλογοι που δημοσιεύθηκαν ήταν ή ανύπαρκτοι ή αλλοιωμένοι. Ακούστηκαν και βαρύτερες εκφράσεις. Oμως, οι ιεράρχες εξέφρασαν τις απόψεις τους με σεβασμό στον Αρχιεπίσκοπο – τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν. Το πρόβλημα για μένα είναι ποιος «διαρρέει» ανύπαρκτες ή δευτερεύουσες πληροφορίες και για ποιον σκοπό. Πιθανόν αυτό, εκτός των άλλων, είναι μέσα στη νοοτροπία του «τακτικισμού», που σημαίνει ότι προβάλλονται ελάσσονα ζητήματα και παραθεωρούνται τα πρωτεύοντα και βασικά.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Ιωάννης Μ. Κονιδάρης: Χωρίς κληρικούς και λαό του Θεού, τι να την κάνει την περιουσία η Εκκλησία;


Τα τελευταία γεγονότα έχουν διχάσει τον εκκλησιαστικό κόσμο. Η κατάσταση που επικρατεί περιγράφεται με ενάργεια στα λόγια του Ιωάννης Μ. Κονιδάρης.
«Τα επιχειρήματα θα εστιαστούν, κατά την προσφιλή τακτική του Αρχιεπισκόπου, στα κέρδη της Εκκλησίας στο περιουσιακό, έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος, προκειμένου να ‘‘αναστηθεί’’ η κοιμωμένη εκκλησιαστική περιουσία και να δώσει στην Εκκλησία παχυλά έσοδα για να επιτελέσει τους σκοπούς της…
Διότι, τελικώς, τι να την κάνει η Εκκλησία την περιουσία εάν στο μεταξύ έχει απολέσει και τους κληρικούς της, και τον λαό του Θεού!», επισημαίνει σε άρθρο του ο Ιωάννης Μ. Κονιδάρης, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Ιωάννης Κονιδάρης: ''Καθαρή ήττα του Αρχιεπισκόπου''

ioannis koidaris
Ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών δηλώνει πως η θέση του Αρχιεπισκόπου καθίσταται πλέον προβληματική.
Με μια εξαιρετικά σκληρή δήλωση, η οποία κάνει λόγο για «καθαρή ήττα», παίρνει θέση ο ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Ιωάννης Κονιδάρης, σχολιάζοντας στο ethnos.gr τη σημερινή απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως προκύπτει από το ανακοινωθέν της Συνόδου και απ' όσα έχουν διαρρεύσει και γίνει γνωστά μέχρι αυτή τη στιγμή.
«Θεωρώ ότι για πρώτη φορά σημειώνεται μία τόσο καθαρή ήττα του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στο Σώμα της Ιεραρχίας. Η θέση του Αρχιεπισκόπου, κατά την άποψή μου, καθίσταται πλέον προβληματική και είναι προφανές ότι εφόσον η απόφαση εκδόθηκε ομόφωνα τίθεται ένα ζήτημα πλέον για τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και τη θέση ως επικεφαλής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής, δηλαδή της Ιεραρχίας».

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίαςΔημοσιεύθηκε τό σχέδιο ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ἀπό τόν ΣΥΡΙΖΑ, ὅπως καί ἡ συνοδευτική ἔκθεση. Ὕστερα, ὅμως, ἀπό μερικές ἡμέρες ἀνακοινώθηκε ἡ «πρόθεση» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία» μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν.
Τά δύο αὐτά θέματα συνδέονται μεταξύ τους καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκλαμβάνονται μεμονωμένα, ἄλλωστε συζητήθηκαν μαζί. Τό ἕνα εἶναι ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα τοῦ Κράτους, «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά», κατά τήν αἰτιολογική ἔκθεση, πού ἐνδιαφέρει κυρίως τήν Κυβέρνηση, καί αὐτό προτείνεται νά γίνη μέ τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, καί τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται, πού ἀπασχολοῦσε πάντοτε τόν Ἀρχιεπίσκοπο.
Δηλαδή, στό ὅλο θέμα πού ἀνέκυψε ὑπάρχουν δύο βασικά ἑρμηνευτικά κλειδιά, τό ἕνα εἶναι ἡ «θρησκευτική οὐδετερότητα», καί τό ἄλλο εἶναι ἡ ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Ἄν μερικοί περιορίζουν τήν συζήτηση στήν ἀξιοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, καί παραθεωροῦν τήν προτεινόμενη μεταρρύθμιση στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος μέ τό κυριότερο τήν εἰσαγωγή τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τῆς Πολιτείας, τότε αὐτό λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά.
Θεωρῶ ὅτι ἐμεῖς οἱ Κληρικοί δέν πρέπει νά πέσουμε στήν «παγίδα», ἐν ὀνόματι τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν, πού καί αὐτό εἶναι σημαντικό θέμα, νά ἀμνηστεύσουμε στήν εἰσαγόμενη θρησκευτική οὐδετερότητα τῆς Πολιτείας καί κυρίως τήν ἀλλοίωση τοῦ 3ου ἄρθρου τοῦ Συντάγματος.
Στήν συνέχεια θά τονίσω μερικά σημεῖα σέ αὐτά τά δύο θέματα μέ ἁπλό καί εὐσύνοπτο τρόπο.

1. Ἡ προτεινόμενη τροποποίηση τοῦ 3ου ἄρθρου

Γιά πολλά χρόνια σέ δεκάδες ἄρθρα μου καί σέ πολλές συνεντεύξεις μου, ὑποστήριζα ὅτι ἡ φράση «χωρισμός Ἐκκλησίας Πολιτείας» δέν μπορεῖ νά εὐσταθήση σέ μιά εὐνομούμενη Πολιτεία, γιατί κανένας στήν δημοκρατική Πολιτεία δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρισμένος ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό, ὅπως ὑποστήριζα, ἡ καλύτερη φράση εἶναι ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἤ ὀρθότερα ὁριοθέτηση τῶν σχέσεων ἐκκλησιαστικῆς καί κρατικῆς διοικήσεως. Κυρίως θά ἔπρεπε ἡ Πολιτεία μέ ἕνα νόμο νά καθορίση τήν νομική προσωπικότητα τῆς Ἐκκλησίας καί νά δίνη ἐξουσιοδοτήσεις γιά νά ρυθμίζη μόνη της τά τοῦ οἴκου της βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Τελικά, ἐπελέγη ἡ φράση «ἐξορθολογισμός τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους», «σχέσεων Κράτους-Ἐκκλησίας» καί «ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Πρόκειται γιά θετικό βῆμα, ἀφοῦ κατανοήθηκε ἡ βάση τῶν σκέψεών μου πού ἀνταποκρίνονται στήν ἀλήθεια.
Ἐπίσης, εἶναι σημαντικό τό ὅτι παρέμεινε τό προοίμιο τοῦ Συντάγματος, τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Κράτους ὀφειλόταν στήν Ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων, στήν ὁποία σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ Κληρικοί καί δέν ἔγινε μέ τήν παρέμβαση τῶν ξένων Δυνάμεων. Ἄν προτεινόταν ἡ διαγραφή τοῦ προοιμίου τοῦ Συντάγματος, τότε θά φαινόταν ὅτι ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἦταν ἀποτέλεσμα ἀποφάσεων τῶν ξένων Δυνάμεων καί ἄρα συνομολογεῖται ὅτι ἦταν ἕνα προτεκτοράτο.
Μετά τά βασικά αὐτά σημεῖα, θά παρατεθοῦν μερικές σκέψεις μου γιά τήν προτεινόμενη μεταρρύθμιση στό ἄρθρο 3.
Τό ἐν ἰσχύι Σύνταγμα ἔχει μιά λογική θεσμική διάρθρωση. Διαιρεῖται σέ τέσσερα μεγάλα μέρη, ἤτοι: Μέρος Πρῶτο: Βασικές διατάξεις (ἄρθ. 1-3). Μέρος Δεύτερο: Ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα (ἄρθ. 4-25). Μέρος Τρίτο: Ὀργάνωση καί λειτουργίες τῆς Πολιτείας (ἄρθ. 26-105). Μέρος Τέταρτο: Εἰδικές τελικές καί μεταβατικές διατάξεις (ἄρθ. 106-120).
Αὐτό σημαίνει ὅτι καλῶς ἡ διάταξη πού ἀναφέρεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε στό πρῶτο μέρος, γιατί βρίσκεται στίς «βασικές διατάξεις», ὅπως τήν «μορφή τοῦ Πολιτεύματος» καί τίς «σχέσεις Ἐκκλησίας Πολιτείας». Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «θεσμός» πού προϋπῆρχε τῆς συγκροτήσεως τοῦ Κράτους, καί μάλιστα συνετέλεσε στήν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀνεξαρτησία τους, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ καί στήν Διακήρυξη τῆς Ἀνεξαρτησίας (1822).
Ἐπί πλέον στό ἄρθρο 3, τό ὁποῖο περιλαμβάνεται στίς βασικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος συγκαταλέγονται καί οἱ σχέσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπως διαλαμβάνονται στόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928. Εἶναι σημαντικό νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι οἱ λεγόμενες «Νέες Χῶρες» πού ρυθμίζονται ἀπό τήν Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, εἶναι Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι, εἶναι, δηλαδή, «κανονικό ἔδαφος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τό ὁποῖο βρίσκεται ἐκτός Ἑλλάδος, καί παραχωρήθηκαν «ἐπιτροπικῶς» νά διοικηθοῦν «ὑπό τύπον προσωρινότητος» ἀπό τήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ἑπομένως, τό ἄρθρο 3 δέν θά μποροῦσε νά συμπεριληφθῆ στά ἄλλα τρία μέρη τοῦ Συντάγματος, δηλαδή οὔτε στά «ἀτομικά καί κανονικά δικαιώματα», οὔτε στίς «Ὀργανωτικές λειτουργίες τοῦ Πολιτεύματος», οὔτε, φυσικά, στίς «εἰδικές τελικές καί μεταβατικές διατάξεις». Ἄλλωστε, οὔτε ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔχει κατά διαφόρους τρόπους καί τμήματα στήν Ἑλληνική Ἐπικράτεια (Μητροπόλεις Δωδεκαννήσου καί ἡμιαυτόνομη Ἀρχιεπισκοπή Κρήτης), μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς λειτουργίες τῆς Πολιτείας.
Στήν συνέχεια θά παρατεθῆ τό 3ο ἄρθρο τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος καί πῶς προτείνεται γιά ἀναθεώρηση.
*
Ἰσχύουσα διάταξη: «1. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας, πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχει ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τή Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ∙ τηρεῖ ἀπαρασάλευτα, ὅπως ἐκεῖνες, τούς ἱερούς ἀποστολικούς καί συνοδικούς κανόνες καί τίς ἱερές παραδόσεις. Εἶναι αὐτοκέφαλη, διοικεῖται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἀρχιερέων καί ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο πού προέρχεται ἀπό αὐτή καί συγκροτεῖται ὅπως ὁρίζει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς κθ΄ (29) Ἰουνίου 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξης τῆς 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς πού ὑπάρχει σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ Κράτους δέν ἀντίκειται στίς διατάξεις τῆς προηγούμενης παραγράφου.
3. Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τηρεῖται ἀναλλοίωτο. Ἡ ἐπίσημη μετάφρασή του σέ ἄλλο γλωσσικό τύπο ἀπαγορεύεται χωρίς τήν ἔγκριση τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας στήν Κωνσταντινούπολη».
Προτεινόμενη διάταξη: «Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀναπόσπαστα ἑνωμένη δογματικά μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως καί μέ κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τηρεῖ ἀπαρασάλευτα τούς Κανόνες τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας εἶναι αὐτοκέφαλη καί διοικεῖται σύμφωνα μέ ὅσα ὁρίζουν ὁ Καταστατικός Χάρτης της, ὁ Πατριαρχικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ 1928. Τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς Κρήτης καί τῶν Δωδεκανήσων δέν ἀντίκειται στίς παραπάνω διατάξεις.
Ἑρμηνευτική δήλωση: Ὁ ὅρος ἐπικρατοῦσα θρησκεία δέν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση ἐπίσημης κρατικῆς θρησκείας καί δέν ἐπιφέρει καμιά δυσμενῆ συνέπεια σέ βάρος ἄλλων θρησκευμάτων καί γενικότερα στήν ἀπόλαυση τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας».
Ἀπό τήν ἐξέταση τῶν δύο αὐτῶν κειμένων, τοῦ ἰσχύοντος καί τοῦ προτεινομένου, φαίνεται ὅτι στήν προτεινόμενη ἀναθεώρηση διαγράφονται οἱ ἑξῆς φράσεις: «ἡ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», «τῆς Ἑλλάδας», «πού γνωρίζει κεφαλή της τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό», «ὑπάρχει», «Μεγάλη Ἐκκλησία», «ὁμόδοξη», «καί τίς ἱερές παραδόσεις». Ἐπίσης, διαγράφεται τελείως ἡ παράγραφος 3 καί γίνονται μερικές ἐσωτερικές ἀλλαγές.
Θά γίνουν μερικές ἐπισημάνσεις, γιά τήν προτεινόμενη ἀλλαγή.
α) Τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἀναφέρεται πρωτίστως στίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί δευτερευόντως μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Καί αὐτό, γιατί ἀναφέρεται στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τίς ἄλλες Ὁμόδοξες Ἐκκλησίες, μνημονεύονται τά Καταστατικά κείμενα, ἤτοι ὁ Συνοδικός Τόμος τοῦ 1850 καί ἡ Πατριαρχική Πράξη τοῦ 1928, ὅπως μνημονεύονται καί τά ἐκκλησιαστικά καθεστῶτα πού ὑπάρχουν σέ ὁρισμένες περιοχές τοῦ Κράτους, ἐννοώντας τό Ἅγιον Ὄρος, τά Δωδεκάννησα, ἡ Κρήτη.
Ἐπί πλέον τό ἄρθρο 3 δέν ἀντιστρατεύεται στά «ἀτομικά καί κοινωνικά δικαιώματα» οὔτε στήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης κάθε ἄλλης γνωστῆς θρησκείας. Ἔτσι, τό ἄρθρο 13 εἶναι εὐρύτερο καί καθολικότερο τοῦ ἄρθρου 3, γιατί ἀναφέρεται στούς πολίτες τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά ἀνήκουν σέ ὁποιαδήποτε γνωστή θρησκεία. Ὁπότε, ὅπως ἔχει ὑποστηριχθῆ, τό ἄρθρο 3 στήν πραγματικότητα εἶναι ὑποκείμενο τοῦ ἄρθρου 13, ἤ καλύτερα τό ἄρθρο 13 εἶναι καθολικότερο καί γενικότερο 3.
Ἑπομένως, ἡ ἐπανειλημμένη καί μέ ἔμμονη διάθεση ἐκφρασθεῖσα ἄποψη ὅτι πρέπει νά «πειραχθῆ» τό περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου 3 εἶναι ἀλυσιτελής, ἀφοῦ ἡ Πολιτεία μέ βάση τό ἄρθρο 13 περί ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως θά μποροῦσε νά ρυθμίση νομοθετικά θέματα πού ἀφοροῦν τά κοινωνικά καί ἀτομικά δικαιώματα τῶν πολιτῶν της, καί τήν ἐλευθερία τους. Ἐπίσης οἱ λειτουργοί ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν καί τῆς «ἐπικρατούσας θρησκείας» ὑπόκεινται στήν ἴδια ἐποπτεία τῆς Πολιτείας καί στίς ὑποχρεώσεις τους ἀπέναντί της.
Αὐτό σημαίνει, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὅτι ἰσχύει αὐτό πού ὑποστηρίχθηκε προηγουμένως, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη χωρισμός Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά νά καθορισθοῦν καλύτερα οἱ σχέσεις μεταξύ τους, ἀφοῦ ἡ Πολιτεία ἐποπτεύει τούς λειτουργούς ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν.
β) Γιά τήν ἀναθεώρηση προτείνονται δύο βασικές ἀλλαγές.
Ἡ πρώτη ἀλλαγή εἶναι νά προηγηθῆ στό ἄρθρο 3 ἡ φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί ἀμέσως νά ἀκολουθήσουν τά σχετικά μέ τήν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία στήν Ἑλλάδα».
Στήν πρόταση τοῦ «ΣΥΡΙΖΑ» γίνεται τό ἑξῆς ἐνδιαφέρον. Ἀρχίζει τό ἄρθρο μέ τήν πρόταση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη». Ἐπίσης, στήν ἑρμηνευτική δήλωση, πού εἶναι ἀπόλυτα ἰσότιμη διάταξη τοῦ Συντάγματος –γενικότερα οἱ ἑρμηνευτικές δηλώσεις, κατά τόν Εὐάγγελο Βενιζέλο, «γιά λόγους νομοτεχνικούς καί συστηματικούς ἐκφράζονται μέ τή μορφή αὐτή καί ὄχι ὡς παράγραφοι ἤ ὡς ἐδάφια τοῦ συνταγματικοῦ κειμένου»– γράφεται: «Ὁ ὅρος ἐπικρατοῦσα θρησκεία δέν ἀποτελεῖ ἀναγνώριση ἐπίσημης κρατικῆς θρησκείας καί δέν ἐπιφέρει καμιά δυσμενῆ συνέπεια σέ βάρος ἄλλων θρησκευμάτων καί γενικώτερα στήν ἀπόλαυση τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας».
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι στό ἄρθρο 3 εἰσάγεται ἡ φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί τό ἴδιο μέ ἄλλη φρασεολογία ἐπαναλαμβάνεται στήν «ἑρμηνευτική δήλωση» ὅτι δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι «ἐπίσημη κρατική θρησκεία». Τό ὅλο δέ περιεχόμενο τῆς «ἑρμηνευτικῆς δήλωσης» καλύπτεται ἀπό τό ἄρθρο 13 ἤ θά μποροῦσε νά τεθῆ στό ἄρθρο 13. Ἄλλωστε ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία», κατά πάγια νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, δηλώνει τήν πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν.
Ἡ χρησιμοποίηση ταυτόσημης φράσεως στό ἄρθρο 3 καί ἡ «ἑρμηνευτική δήλωση» στό ἴδιο ἄρθρο δείχνει μιά προσπάθεια πού ἔχει τήν ἰδιαίτερη σκοπιμότητά της.
γ) Ἡ ἀπάλειψη δῆθεν «θεολογικῶν ὅρων» δημιουργεῖ ἔντονο προβληματισμό. Καί αὐτός ὁ προβληματισμός στηρίζεται σέ δύο βασικούς λόγους.
Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι τό Σύνταγμα δέν εἶναι νομικό κείμενο γιά νά δικαιολογῆται ἀπάλειψη θεολογικῶν ὅρων, ἀλλά εἶναι θεμελιῶδες κείμενο τῆς Πολιτείας, πού ἀναφέρεται σέ θέματα ὄχι μόνον τῆς Κρατικῆς διοικήσεως, ἀλλά καί σέ θέματα θρησκευτικά.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὅταν γίνεται ἀναφορά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά τήν ἑτεροπροσδιορίζη, ἀλλά νά ἀναγράφη αὐτό μέ τό ὁποῖο ἡ ἴδια αὐτοπροσδιορίζεται. Ἔτσι, δικαιολογοῦνται ἀπόλυτα οἱ ὅροι «Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» πού ἔχει «Κεφαλή τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό» καί ὄχι θρησκεία, γιατί ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Ἐκκλησίας καί ἔτσι δέν δημιουργοῦνται θεολογικές συγχύσεις, ὅπως ἐπίσης δικαιολογεῖται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ «Μεγάλη Ἐκκλησία», ὅτι ὑπάρχουν «ὁμόδοξες» Ἐκκλησίες, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διαφυλάσσει τίς «ἱερές παραδόσεις».
Ἡ ἀφαίρεση, λοιπόν, τῶν βασικῶν στοιχείων πού ἀναφέρονται στήν ὀντολογία τῆς Ἐκκλησίας δείχνει ὅτι ὑπάρχει ἰδεολογικό πρόβλημα καί ἀμφισβήτηση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καί ἐνδεχόμενη προσπάθεια κατευνάσεως ἀντιδράσεων ἀπό ἀνθρώπους μέ ἀριστερές ἰδέες. Νομίζω, ὅμως, ὅτι στό θέμα τοῦ Συντάγματος δέν μπορεῖ νά ὑφίστανται ἰδεολογικοί ἀνταγωνισμοί καί κομματικές σκοπιμότητες.
δ) Ἡ πρότασή μου θά ἦταν τό ἄρθρο 3 νά μήν ἀρχίζη μέ τήν φράση «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», ἀλλά νά παραμείνη τό ἄρθρο ὡς ἔχει μέ τήν ἀλλαγή ἀντί «θρησκεία» «Ἐκκλησία» καί νά τεθῆ ὡς ἑρμηνευτική δήλωση, ὅτι ὁ ὅρος «Ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνήκει ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν. Αὐτό δέ πού λέγεται ὡς «θρησκευτική οὐδετερότητα» νά τεθῆ περιφραστικά στό ἄρθρο 13, στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσως τήν ὁποία ἐγγυᾶται τό Κράτος.
Ἄλλωστε, δέν μπορῶ νά ἀποδεχθῶ τήν φράση ὅτι ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι «θρησκευτικά οὐδέτερη» ὅταν εἶναι ὑποχρεωμένη νά ἐγγυηθῆ καί νά προστατεύση τήν μουσουλμανική μειονότητα, βάσει τῆς Συνθήκης τῆς Λωζάνης.

2. Ἡ πρόθεση γιά συμφωνία γιά τήν ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας

Ἐνῶ ἀνακοινώθηκε ἡ πρόταση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, μετά λίγες ἡμέρες σέ κοινή δημόσια συνάντηση μεταξύ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί τοῦ Πρωθυπουργοῦ ἀνακοινώθηκε ἡ «πρόθεση» γιά συμφωνία πού ἐκφράσθηκε μέ τό «κοινό ἀνακοινωθέν Πολιτείας-Ἐκκλησίας» τῆς 6-11-2018 (ρεπορτάζ πού δημοσιεύθηκε στήν ἐπίσημη σελίδα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν 6-11-2018) «γιά νά καταλήξουμε σέ μιά ἱστορική Συμφωνία μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας πού θά πάρη τή μορφή τῆς νομοθετικῆς ρύθμισης».
Πρόκειται γιά 15 ἄρθρα, καί στό τελευταῖο ἄρθρο γράφεται: «Οἱ παραπάνω δεσμεύσεις τῶν μερῶν θά ἰσχύουν ὑπό τήν προϋπόθεση τήρησης τῆς Συμφωνίας στό σύνολό της», πού σημαίνει ὅτι ἡ προτεινόμενη συμφωνία προσφέρεται ὡς «πακέτο» καί δέν χωροῦν ἐπιμέρους βελτιώσεις.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τά σημεῖα αὐτά, μπορεῖ νά διακρίνη μιά προσπάθεια ἐπιλύσεως ἐκκρεμούντων ζητημάτων, γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία καί τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν. Ἄλλωστε ἦταν πάγια ἄποψη πολλῶν ἀπό μᾶς ὅτι ἡ μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν δέν ὑπάγεται στόν λεγόμενο χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν συμβάσεων πού ἔγιναν μέ τήν δέσμευση ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Ἔτσι, πολλοί ἰσχυρίζονταν νά ἐπιστρέψη ἡ Πολιτεία τήν περιουσία στήν Ἐκκλησία καί νά ἀναλάβη μόνη της τήν πληρωμή τῶν Κληρικῶν.
Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι στό θέμα αὐτό ἔγινε μιά συμφωνία, μέ τήν ὁποία τό Κράτος ἀναγνωρίζει αὐτό τό αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπειδή δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψη τήν περιουσία, πού δέσμευσε, ἀποζημιώνει τήν Ἐκκλησία καί δίδει τήν δυνατότητα τῆς ἀξιοποίησης τῆς ὑπάρχουσας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά νά ἀναλάβη ἐκείνη τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν της.
Τό πρόβλημα, ὅμως, εἶναι ὅτι τό κείμενο τῆς «πρόθεσης» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία», ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, δέν ἦταν ἀποτέλεσμα ἐπεξεργασίας οὔτε τῶν θεσμικῶν ὀργάνων κάθε μέρους, οὔτε ὁμάδων καί ἐπιτροπῶν ἑκατέρωθεν. Αὐτό τό αἰφνίδιο καί ἡ ἔλλειψη συνοδικότητας ἦταν αὐτά πού προκάλεσαν περισσότερο ἀπό κάθε τι ἄλλο.
Γιά μένα τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό τῆς σύμβασης ἤ τέλος πάντων τῆς «προθέσεως» γιά μιά «ἱστορική συμφωνία», γιά σύμβαση ἦλθε σχεδόν ταυτόχρονα ἤ λίγο μετά τήν δημοσίευση τῆς προτάσεως τοῦ ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος.
Θεωρῶ, καί μακάρι νά κάνω λάθος, ὅτι αὐτό χρησιμοποιήθηκε γιά δύο λόγους: Ἤ γιά νά λειτουργήση ἑρμηνευτικά γιά τήν προτεινόμενη φράση πού εἰσήχθη στό 3ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος ὅτι «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», μέ τήν ἐπεξήγηση τῆς εἰσηγητικῆς ἔκθεσης «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά», καί στήν πραγματικότητα νά δώση τό μήνυμα τοῦ χωρισμοῦ σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί νά ἱκανοποιηθῆ μιά μερίδα ψηφοφόρωνˑ ἤ χρησιμοποιήθηκε ἀποπροσανατολιστικά, ὥστε νά μή γίνουν ἀντιδράσεις γιά τίς προτεινόμενες προτάσεις γιά τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, ἀφοῦ στραφῆ τό ἐνδιαφέρον τῶν Κληρικῶν στήν μισθοδοσία.
Τά δύο αὐτά διαζευκτικά «ἤ» ἀπευθύνονται καί στούς ὀπαδούς τοῦ κόμματος καί στούς Κληρικούς, καί λειτουργοῦν ἀφ’ ἑνός μέν κατευναστικά ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀποπροσανατολιστικά.
Τό ἐπίσης ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὅταν ἀνακοινώθηκε ὅτι 10.000 Κληρικοί θά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό τήν Ἑνιαία Ἀρχή Πληρωμῶν, ἀμέσως τήν ἑπομένη ἡμέρα ἀνακοινώθηκε ὑπεύθυνα ἀπό τόν Κυβερνητικό Ἐκπρόσωπο ὅτι θά προσληφθοῦν 10.000 δημόσιοι ὑπάλληλοι. Αὐτό εἶναι ἄμεση ἤ ἔμμεση προσβολή στούς Κληρικούς καί γενικά στήν Ἐκκλησία μέ πολλά κρυφά μηνύματα!
Πρέπει νά διευκρινισθῆ προσεκτικά τί σημαίνει ὅτι «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», σέ συνδυασμό μέ τήν εἰσηγητική ἔκθεση «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Θεωρῶ ὅτι αὐτή ἡ φράση εἶναι ἐπικίνδυνη, γιατί σέ αὐτή θά στηριχθῆ μιά ὁλόκληρη σειρά νόμων καί πρακτικῶν, πού τώρα δέν μποροῦμε νά τό προσδιορίσουμε.
Τό ἀκόμη πιό ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ὅτι τά δημοσιεύματα ἔμπειρων στό ρεπορτάζ δημοσιογράφων, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἀποκαλύπτουν διάφορα θέματα πρίν ἀνακοινωθοῦν, κάνουν λόγο γιά τό ὅτι ἡ συζήτηση μεταξύ Ἀρχιεπισκόπου καί Πρωθυπουργοῦ κατορθώθηκε νά διαφυλαχθῆ μυστική γιά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεῖ νά ἀποκλείση στούς ἡγέτες τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας νά ἀνταλλάσσουν ἀπόψεις γιά τόν χειρισμό διαφόρων θεμάτων πού τούς ἀφοροῦν, τά ὁποῖα ὅμως ἐπεξεργάζονται διάφορα θεσμικά ὄργανα.
Τό ἐρώτημα ὅμως γιά μένα εἶναι: Ποιοί ἐξωθεσμικοί παράγοντες (ἐκτός Ἱεραρχίας) ἤ ποιοί Ἱεράρχες συμμετεῖχαν σέ αὐτές τίς μυστικές συζητήσεις;
Ἐπίσης τό μεγαλύτερο ἐρώτημα εἶναι: Γιατί αὐτή ἡ συζήτηση κρατήθηκε μυστική ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού ἔχει «ἔννομο πνευματικό συμφέρον» γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτημα. Αὐτό πρέπει κανείς νά τό δῆ σέ δύο σημαντικά σημεῖα.
Τό πρῶτον στό ὅτι τό ἴδιο τό Σύνταγμα στό ἄρθρο 3, ἀναφέρεται στόν Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 καί τήν Συνοδική Πράξη τοῦ 1928. Πρόκειται γιά κείμενα πού συμφωνήθηκαν ἀπό τρεῖς παράγοντες, ἤτοι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Φυσικά ὁ Τόμος καί ἡ Πράξη ὑπεγράφησαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ὑπῆρξαν οἱ κατάλληλες συμφωνίες, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «προφρόνως ἀποδεξαμένης, συναινούσης καί κυρούσης καί τῆς Ἐντίμου Ἑλληνικῆς Πολιτείας» (Πατριαρχική Πράξη 1928).
Ἔτσι, λοιπόν, στόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850, μεταξύ ἄλλων γράφεται: «ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ἐκκλησιαστικοῖς πράγμασι, τοῖς δεομένοις συσκέψεως καί συμπράξεως πρός κρείττονα οἰκονομίαν καί στηριγμόν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤρεσεν, ἵνα ἡ μέν ἐν Ἑλλάδι Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρηται πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον· ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου παρέχει προθύμως τήν ἑαυτοῦ σύμπραξιν, ἀνακοινῶν τά δέοντα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Δέν νομίζω ὅτι μπορεῖ νά ὑποστηρίξη κανείς μέ λογικά ἐπιχειρήματα ὅτι τά θέματα πού θίγονται στήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος καί στήν πρόθεση γιά μιά «ἱστορική συμφωνία» μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ὑπάγονται στά συμπίπτοντα ἐκκλησιαστικά πράγματα.
Τό δεύτερον εἶναι ὅτι μεταξύ τῶν 10.000 Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος συγκαταλέγονται καί Κληρικοί πού ἀποσπῶνται σέ Ἐνορίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκτός Ἑλλάδος καί ἄλλων Πατριαρχείων, γιά τίς ποιμαντικές ἀνάγκες του. Ὁπότε θά δημιουργηθοῦν πολλές δυσχέρειες στήν καλή λειτουργία τῶν Ἑλλήνων Χριστιανῶν ἐκτός Ἑλλάδος.
Συνεπῶς, ἡ σύνδεση αὐτῶν τῶν δύο θεμάτων, ἤτοι ἡ εἰσαγωγή τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητας τῆς Πολιτείας στό Σύνταγμα καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς Ἐκκκλησιασικῆς περουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν θεωρήθηκε ἕνας «ἱστορικός συμβιβασμός».
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό Κράτος θά διατηρήση τό ἄρθρο 3 στό Σύνταγμα μέ τήν προσθήκη τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» καί τήν κατάθεση ἀποζημίωσης στήν Ἐκκλησία γιά τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ὅπως καί ἡ ἀξιοποίηση τῆς ὑπάρχουσας Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, καί ἡ Ἐκκλησία ἐμμέσως ἀποδέχεται τήν «θρησκευτική οὐδετερότητα», ἐν ὀνόματι τῆς ἀξιοποιήσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν της.
Τό πρόβλημα λοιπόν ἔγκειται στό ὅτι γίνεται τροποποίηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ὕστερα ἀπό 200 χρόνια, χωρίς ἐπεξεργασία ἀπό τά Συνοδικά ὄργανα καί προτείνεται μιά «ἱστορική συμφωνία», πού ἀναφέρεται καί στήν μισθοδοσία τῶν Κληρικῶν, χωρίς νά ἐνημερωθοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Κληρικοί, τούς ὁποίους ἀφορᾶ ἰδιαίτερα τό θέμα αὐτό.
Τελικά θεωρῶ ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού θά συγκληθῆ σέ μερικές ἡμέρες, πρέπει νά δώση ἀπαντήσεις σέ ὅλα αὐτά τά σοβαρά ζητήματα.–

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Η δύναμη της επιθυμίας και ο άνθρωπος...



Η επιθυμία είναι μια εκδήλωση ψυχική που ανήκει στις δουλικές ενέργειες του ανθρώπου. Διακρίνεται από την ορμή, στο ότι η επιθυμία είναι επίκτητη ενώ η ορμή είναι έμφυτη. Όταν η επιθυμία είναι πολύ δυνατή, τότε την επιθυμία αυτή την ονομάζουμε κλίση. Όταν η επιθυμία είναι ισχυρότερη, την ονομάζουμε ροπή. Και όταν η επιθυμία είναι ακατανίκητη τότε την επιθυμία αυτή, την ονομάζουμε πάθος.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν επιθυμίες και κανένας άνθρωπος χωρίς αυτές δεν μπορεί να ζήσει. Πολλοί επιθυμούν να έχουν άφθονα αγαθά. Άλλοι επιθυμούν να έχουν άφθονα χρήματα. Άλλοι επιδιώκουν να καταλάβουν προσοδοφόρες θέσεις και υψηλά αξιώματα. Άλλοι επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι και να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και άλλοι επιθυμούν να σπάσουν κάθε ηθικό φραγμό και να ζήσουν σύμφωνα με τις στερήσεις τους και τα καπρίτσια τους. Άλλοι πάλι επιθυμούν να γίνουν καλοί οικογενειάρχες και άλλοι απομακρύνονται από την οικογενειακή στέγη, σπάζουν κάθε οικογενειακό δεσμό και ζουν βίο ακατάστατο ή πλανώνται. Άλλοι επιθυμούν να κάνουν καλή χρήση του χρόνου και άλλοι να σπαταλούν άσκοπα το χρόνο τους σε διάφορες εκδηλώσεις. Άλλοι επιθυμούν να ζουν με τον ιδρώτα του προσώπου τους και άλλοι να ρουφούν το αίμα των άλλων ανθρώπων. Τις επιθυμίες των ανθρώπων μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Σε καλές επιθυμίες και σε κακές επιθυμίες. Όταν μία μας επιθυμία είναι σύμφωνη με τον αιώνιο ηθικό νόμο, τότε η επιθυμία αυτή είναι καλή. Όταν η επιθυμία μας αντιστρατεύεται στον αιώνιο ηθικό νόμο και είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού, τότε η επιθυμία αυτή είναι κακή επιθυμία.
Μια καλή επιθυμία μπορεί να μας οδηγήσει σε μια καλή πράξη. Και αντίθετα, πάλι, μια κακή επιθυμία μπορεί να μας οδηγήσει σε μια κακή πράξη, σε μια αμαρτία. Αυτό λέγει και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. «Είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτία». Η κακή επιθυμία είναι ο σπόρος της αμαρτίας που ριζώνει στη σκέψη και απλώνει τα πλοκάμια της σε ολόκληρη την πνευματική μας υπόσταση και αιχμαλωτίζει τον πνευματικό μας κόσμο καθιστώντας πρόσφορο την αμαρτία. Η κακή επιθυμία είναι το αγκίστρι του διαβόλου, που χρησιμοποιεί με πολλή τέχνη ο πονηρός για να μας αγκιστρώσει την αμαρτία. Και το επιτυγχάνει πολλές φορές. Η κακή επιθυμία είναι η δίοδος του διαβόλου, που μας οδηγεί στη λεωφόρο της αμαρτίας. Η κακή επιθυμία είναι βλάστημα του κακού εαυτού μας. Όταν αυτό το βλάστημα βρει τσακισμένη τη θέλησή μας, αλλοιωμένη τη συνείδησή μας και κατακερματισμένες τις πνευματικές μας δυνάμεις, καθίσταται κυρίαρχος και παντοδύναμος κυβερνήτης, καθιστώντας τον άνθρωπο σκλάβο και δούλο της αμαρτίας.
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη αμαρτία, πρέπει η ακατάσχετη κακή επιθυμία να σαρώσει τη θέλησή μας. Να κονιορτοποιήσει μέσα μας όλες τις δυνάμεις αντιστάσεως. Να συγκατατεθούμε για να υποταχθούμε πλήρως στην απαίτησή της. Η αποδοχή αυτή, έστω και αν δεν πραγματοποιηθεί, θεωρείται συντετελεσμένη αμαρτία, ολοκληρωμένη. Έγινε η αμαρτία, χωρίς να την κάνει ο άνθρωπος, όταν θέλει να την κάνει και δεν μπορέσει.

Αδελφέ μου,
Πορεία ανάμεσα σε ένα πυκνό δάσος επιθυμιών είναι και η δική σου ζωή. Υπάρχει άραγε η δυνατότης να είναι η καρδιά σου γεμάτη από αγαθές επιθυμίες; Αυτό θα εξαρτηθεί από τον αγώνα που θα κάνεις και τις προσπάθειες που θα καταβάλεις. Στο δικό σου χέρι είναι να κυριαρχούν οι καλές επιθυμίες, νικώντας τις κακές, και η ψυχή σου να είναι πάντα πλημμυρισμένη από το πλήθος των αγαθών επιθυμιών. Αυτή είναι και η πιο θερμή μας ευχή.
Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων αρνείται να προσέλθει στο μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, επειδή φοβάται μήπως κοινολογηθούν τα μυστικά της ζωής του και το κάνουν αυτό πολλοί, επειδή πιστεύουν ότι αυτά που είπαν και αυτά που διέπραξαν δεν τα άκουσε κανένα αυτί και δεν τα είδε κανένα μάτι. Και όμως, πόσο απατώνται. Μπορεί να ξέφυγαν από τα ανθρώπινα βλέμματα και την ανθρώπινη ακοή, όμως από το βλέμμα του Θεού δεν μπορεί ουδείς να ξεφύγει. Ο Θεός τα βλέπει όλα. Όλα τα γνωρίζει, όλα τα ακούει. Αυτός γνωρίζει να διαβάζει και τους διαλογισμούς και τους κτύπους της καρδιάς μας.
Από την ώρα που τα γνωρίζει ο Θεός, τι αξία έχει που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι; Κάποια μέρα, με όλη την επισημότητα μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους, θα αποκαλύψει ο δίκαιος κριτής όλα τα μυστικά της ζωής μας. Ας αναρωτηθούμε πόσο δικαιολογημένοι είναι οι φόβοι αυτοί και αν έχουν ερείσματα στα οποία μπορούν να στηριχτούν. Υπάρχει στην πραγματικότητα ο κίνδυνος εξαιτίας του μυστηρίου να αποκαλυφθούν τα μυστικά της ζωής μας; Είναι ποτέ δυνατόν ο εξομολόγος να κοινολογήσει και να αποκαλύψει το οποιοδήποτε μυστικό της ζωής μας; Όχι. Μπορούμε να πούμε χωρίς κανένα δισταγμό, όχι. Αυτό είναι αδύνατον, διότι το μυστήριον της μετανοίας και εξομολογήσεως είναι κατοχυρωμένο με το απόρρητο.
Από την ώρα που τα γνωρίζει ο Θεός, τι αξία έχει που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι; Κάποια μέρα, με όλη την επισημότητα μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους, θα αποκαλύψει ο δίκαιος κριτής όλα τα μυστικά της ζωής μας
Το απόρρητο δεσμεύει τον πνευματικό να μη δημοσιεύσει και αποκαλύψει το μυστικό που γνωρίζει από εξομολόγηση. Και η Εκκλησία, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιβάλλει κυρώσεις, μέχρι και την εσχάτη των ποινών, στον εξομολόγο που θα αποτολμούσε να καταργήσει το απόρρητο της εξομολογήσεως.
Το απόρρητο της εξομολογήσεως είναι ισχυρό ακόμη και μπροστά στο δικαστήριο, αν ο μάρτυρας-πνευματικός κληθεί να καταθέσει και επικαλεστεί λόγους που έχουν τη βάση τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Κανένας, ούτε ο πρόεδρος του δικαστηρίου ούτε ο εισαγγελεύς, δεν μπορούν να τον υποχρεώσουν να αποκαλύψει. Και το δικαστήριο σέβεται το απόρρητο.
Το απόρρητο δεσμεύει, όχι μόνον τον εξομολόγο, αλλά και τον εξομολογούμενο. Ό,τι λέγεται στο μυστήριο της εξομολογήσεως δεν λέγεται σε κανέναν. Ούτε στον φίλο ούτε στον αδελφό ούτε στον σύντροφο της ζωής μας. Αν το εμπιστευτούμε σε κάποιον, τότε υπάρχει κίνδυνος να κοινολογηθούν και να ακουστούν πράγματα τα οποία οπωσδήποτε δεν θα επιθυμούσαμε. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να κοινολογηθούν τα μυστικά από τον πνευματικό, διότι το σώμα των εξομολόγων της Εκκλησίας μας αποτελείται από ιερωμένους που διακρίνονται για το ήθος, διακρίνονται για τη σοβαρότητα, διακρίνονται για τη σύνεση και τη σοφία. Οι πνευματικοί που διακονούν στο μυστήριο αυτό είναι ολοκληρωμένοι άνθρωποι και ακέραιοι χαρακτήρες και είναι ανίκανοι να διαπράξουν τέτοια λάθη, αποκαλύπτοντας τα μυστικά των εξομολογουμένων που άκουσαν στις στιγμές του φρικτού μυστηρίου.
Δεν υπάρχει κίνδυνος, αδελφοί μου, να κοινολογηθούν τα μυστικά κανενός εξομολογουμένου. Εμείς, που γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα και ανήκουμε σε αυτούς που είχαν το εξαιρετικό προνόμιο από τα νεανικά τους χρόνια να γεύονται τους γλυκείς καρπούς του μυστηρίου της εξομολογήσεως, μπορούμε να δώσουμε από την εμπειρία μας τη μαρτυρία και να βεβαιώσουμε τον οποιοδήποτε αδελφό μας που έχει αυτούς τους φόβους και αυτές τις αντιρρήσεις ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να αποκαλυφθούν τα μυστικά του.
Αδελφέ μου, μη χάνεις την ευκαιρία να αποκαλύψεις τα μυστικά της ζωής σου στον πνευματικό. Αν θέλεις πράγματι να μην τα μάθει κανένας ποτέ, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να παραδώσεις τις αμαρτίες σου στο μυστήριο της εξομολογήσεως, για να σβήσουν από το χαρτί που έχουν γράψει οι σατανάδες. Γιατί, όταν κάναμε τις αμαρτίες, οι σατανάδες τα έχουν γράψει όλα λεπτομερώς, και τα λόγια μας και τα έργα μας. Όλα είναι γραμμένα. Και με την εξομολόγηση σβήνουν οι αμαρτίες. Οι αμαρτίες που σβήνουν με το μυστήριο της εξομολογήσεως δεν θα αποκαλυφθούν στην ημέρα της παγκοσμίου κρίσεως. Στη μέλλουσα κρίση δεν θα ακουστούν, δεν θα τα δει κανείς. Σε αντίθετη περίπτωση, ο Θεός θα αποκαλύψει τα μυστικά μας στα μάτια όλων των ανθρώπων και οπωσδήποτε θα αντιμετωπίσει ο καθένας τη δικαιοσύνη του Θεού. Αν, λοιπόν, αληθινά ενδιαφέρεσαι οι άνθρωποι να μη μάθουν τα μυστικά της ζωής σου, οφείλεις να παραδώσεις τις αμαρτίες σου στη φωτιά του παναγίου πνεύματος μέσα στο μυστήριο της μετανοίας και της ιεράς εξομολογήσεως. Και τότε, ω τότε, καθαρός σαν το χιόνι, λευκός περισσότερο από το χιόνι. Έτσι λέει και ο Κύριος.
Με την εξομολόγηση, λοιπόν, η ψυχή του ανθρώπου γίνεται λευκότερη και από το χιόνι. Γίνεται καθαρός, γίνεται δεκτός, διότι μας άφησε αυτή τη μεγάλη ευλογία ο Θεός, μέσω της μετανοίας και εξομολογήσεως να σώζεται ο άνθρωπος. Μην αμελούμε, μη μας βρει ο θάνατος πριν εξομολογηθούμε. Να είμεθα έτοιμοι, διότι ουδείς γνωρίζει την ώρα του θανάτου. Ουδείς γνωρίζει τους κινδύνους που είναι γύρω μας, γι’ αυτό το γρηγορότερο που έχουμε να κάνουμε, το τελειότερο που έχουμε να κάνουμε στη ζωή μας είναι η θεία εξομολόγηση. Θα πάμε, λοιπόν, στον πνευματικό μας και, αν είναι γνωστός μας, να πάμε πιο κάτω, σε κάποιον που δεν μας ξέρει, για να μην έχουμε ντροπή, διότι η ντροπή είναι του διαβόλου. Η εξομολόγηση είναι έργον της Ορθοδόξου Πίστεώς μας, που σώζει κάθε ψυχή που θα εξομολογηθεί.
Με την εξομολόγηση, η ψυχή του ανθρώπου γίνεται λευκότερη και από το χιόνι. Γίνεται καθαρός, γίνεται δεκτός, διότι μας άφησε αυτή τη μεγάλη ευλογία ο Θεός, μέσω της μετανοίας και εξομολογήσεως να σώζεται ο άνθρωπος
Εύχομαι όλοι, όλοι οι χριστιανοί να τρέξουμε στο μυστήριο αυτό, να καθαρίσουμε τις ψυχές μας και να ομολογήσουμε όλα μας τα σφάλματα, από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι αυτή τη στιγμή. Όσα έχουμε διαπράξει μέχρι την ώρα που θα πάμε στον πνευματικό. Ο πνευματικός έχει αυτή την εξουσία του δεσμείν και λύειν. Λοιπόν, θα είναι απιστία μας εάν δεν δεχθούμε τα διατεταγμένα αυτά, που είναι εντολή του Θεού.
Πρέπει, λοιπόν, το γρηγορότερο να σπεύσουμε προς εξομολόγηση. Και αν πάλι ξαναπέσουμε, πάλι να ξαναπάμε, και να πούμε «ήμαρτον, συγχώρεσέ με, Θεέ μου, ήμαρτον».
Εύχομαι, με καθαρή την ψυχή μας, το υπόλοιπο της ζωής μας να το διέλθουμε, διότι ο Θεός δεν έχει καλύτερο μέρος επάνω στη γη από την καθαρή ψυχή. Η αγνότης είναι το ιδανικό της αγάπης. Εάν είχα δύο στεφάνια, το ένα θα το έδινα στον στρατιώτη που πέφτει για την πατρίδα και το άλλο στον νέο που μένει αγνός. Αν είχα, όμως, μόνο ένα στεφάνι, θα το έδινα χωρίς δισταγμό στον νέο που μένει αγνός.
Το πιο ασφαλές μέσο για κατακτήσεις πνευματικές είναι η αγνότης. Για να μπορούμε να λέμε «όχι» στην αθέμιτη ηδονή, πρέπει από καιρό σε καιρό να λέμε «όχι» και σε κάτι που επιτρέπεται. Εάν είσαι εγκρατής και σώφρονας, τότε θα είσαι υγιής. Πολλά επιστημονικά έργα αποδεικνύουν τα κακά της ασελγείας. Τα δυσάρεστα της αγνότητας περιμένουν ακόμη τον ιστορικό τους. Η εγκράτεια βάζει ξύλα στη φωτιά, τρόφιμα στην αποθήκη, αλεύρι στ’ αμπάρι, λεφτά στο πορτοφόλι, υπόληψη στη χώρα, χαρά στο σπίτι, ρούχα στα παιδιά, δύναμη στο κορμί, ορθή κρίση στον νου και σωφροσύνη σε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Ο πειρασμός είναι τόσο δυνατός, ώστε νικά μόνον εκείνον που θέλει να νικηθεί. Ο αγνός Ιωσήφ δεν ενδίδει στις προσκλήσεις της γυναίκας του Πετεφρή. Με τη σκέψη της πανταχού παρουσίας του Θεού και τη φυγή, αυτά σκέφτεται, αυτά βλέπει, αισθάνεται δίπλα του τον Θεό που τον βλέπει και δεν μπορεί να αμαρτήσει, μένει αγνός, μένει ηθικός.
Με τα ίδια όπλα, λοιπόν, μπορούμε και εμείς να νικούμε τον εχθρό. Ο αγνός βίος είναι δύναμις. Ο καθαρός βίος από αμαρτίες είναι η χαρά. Αγνός βίος είναι η αρχοντιά. Καθαρός βίος είναι η ελευθερία. Ο αγνός βίος είναι η ομορφιά. Σίγουρα, δεν αμφιβάλλεις πως αξίζει τον κόπο να αγωνίζεσαι γι’ αυτόν. Ναι, αξίζει και πρέπει.
Τι μας χρειάζεται για να ιδούμε τον Θεό; Η αγνότης και ο θάνατος. Η καθαρότης. Αλήθεια, δεν μας θυμίζει το βιβλικό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»; Είμαι άνθρωπος σημαίνει ότι κρατώ δέσμιο το άγριο ζώο, το οποίο εμφωλεύει μέσα μου. Είμαι νέος σημαίνει ότι αφήνω να λάμπει στα μάτια μου η εκθαμβωτική χαρά της αγνότητας. Είμαι άνδρας, με την ανδροπρεπή σημασία της λέξεως, σημαίνει ότι με σιδερένιο χέρι κυβερνώ όλα τα ταπεινά μου ένστικτα και ότι είμαι προς τον εαυτό μου αυστηρότερος από τον χειρούργο ως προς το άρρωστο μέλος του σώματος.
Ας μας φυλάξει ο Κύριος και Θεός μας λευκή και άδολη την ψυχή μας.
Εύχομαι μέσα από την καρδιά μας το υπόλοιπο της ζωής μας να μείνουμε αγνοί. Καθαροί. Αμήν.

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ για το Ουκρανικό ζήτημα



Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία.
Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς.
Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦ αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήν ἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.
Τήν αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικές ἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἀνεγνώριζε.
Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦ Σοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου.
Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου.
Οἱ ἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περί ἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν.
Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι».
Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καί Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο.
Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς.
Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει.
Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος.
Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν».
Αναδημοσίευση από:
https://www.romfea.gr