Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

π. Δημήτριος Στανιλοάε Ο προφητικός χαρακτήρας της Αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης και η κυριαρχία των τύπων

 


Πιο πρόσφατη εξήγηση σωστά υπογραμμίζει τον κυριαρχικά προφητικό χαρακτήρα της αποκαλύψεως στην Παλαιά Διαθήκη. Οι εκπληρώσεις που συντελούνται από ενέργειες αποκαλύψεως στη διαδρομή της Παλαιάς Διαθήκης είναι τύποι, σε κατώτερο επίπεδο, ορισμένων, ανώτερων πνευματικών εκπληρώσεων. Έτσι ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζει όλο και πληρέστερα τον χαρακτήρα μιας εκπληρώσεως, που με τη σειρά της καταδεικνύει την ανάγκη για έναν ακόμη βαθύτερο προβληματισμό. Ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης οδηγείται από τον Λόγο του Γιαχβέ. Είναι μια ιστορία που δίδεται ως δωρεά και έχει τη φύση μιας εκπληρώσεως, όμως μέσα στην εκπλήρωση αυτή εμφανίζεται ένα νέο είδος υποσχέσεως».

Η αποκάλυψη στην Παλαιά Διαθήκη συμπίπτει περισσότερο ή λιγότερο με την ιστορία του λαού του Ισραήλ, διότι μέσω των εκπληρώσεων της ιστορίας εκείνης, που είναι επίγειας ιστορικής τάξεως, προχωρεί η αποκάλυψη θα μπορούσε να πει κανείς με ορισμένους «τύπους» προς την εκπλήρωση των υποσχέσεων που είναι πνευματικής τάξεως και που είναι ο τελικός σκοπός που επιδιώκει η αποκάλυψη, αν και δεν φθάνει σ’ αυτό τον σκοπό μέσα στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. Ούτε μία εκπλήρωση από την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ούτε ακόμη και όλες οι εκπληρώσεις της Παλαιάς Διαθήκης συγκεντρωμένες δεν αντιπροσωπεύουν «την κατ’ εξοχήν εκπλήρωση» που φέρνει η αποκάλυψη της Καινής Διαθήκης. Σ ’ ό,τι αφορά τη σωτηρία, ο λαός της Παλαιάς Διαθήκης ζει αποκλειστικά κάτω από τον θείο νόμο της επαγγελίας. Σαφώς οι ίδιες οι υποσχέσεις είναι δωρεά, και ο Ισραήλ από την άποψη αυτή βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, πλησιέστερα προς τον Θεό, από «τα έθνη». Οι υποσχέσεις δόθηκαν στους Εβραίους, ο Νόμος δόθηκε σ’ αυτούς, η λατρεία, ακόμη μία υιική κατάσταση και δόξα, και από αυτούς θα ερχόταν ο Ιησούς σύμφωνα με την υπόσχεση (Ρωμ. θ, 4-5). Ήσαν αληθινά τα «τέκνα της επαγγελίας» (Ρωμ. θ, 8), όπως δεν ήσαν τα μέλη άλλων εθνών. Ζούσαν με την ελπίδα και η ελπίδα τους έδινε παρηγοριά. Αλλά ενώ υπάρχει μόνον ελπίδα η εκπλήρωση δεν έχει έλθει ακόμη. Όταν ήλθε ο Ιησούς, η σταθερή έμμονή στην ελπίδα θα έφερνε σωτηρία, ακόμη και σ’ εκείνους που είχαν πεθάνει πριν από την έλευσή του. Οι ιστορικές πράξεις της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήσαν απλώς τύποι των πνευματικών εκπληρώσεων της Καινής Διαθήκης χρησίμευαν επίσης ως προετοιμασίες γι’ αυτούς. Ο Θεός υποστήριζε τον λαό του Ισραήλ, διότι από αυτούς θα προερχόταν ο Χριστός κατά σάρκα. Ο Θεός διάλεξε τον Δαυίδ, τον υιό του Ιεσσαί, για να γεννηθεί ο Χριστός από τους απογόνους του. Από αυτούς τους Εβραίους, που καλλιεργήθηκαν πνευματικά στο σχολείο του Νόμου και στην αναμονή του Μεσσία, επρόκειτο να βγουν οι Απόστολοι, οι άνθρωποι που ακολούθησαν τον Χριστό και έδωσαν στον κόσμο τη μαρτυρία εξ ονόματός του. Στον Ισραήλ δημιουργήθηκε κάποιο επίπεδο η προοπτική πνευματικότητας χωρίς την οποία ο Χριστός δεν μπορούσε να εμφανισθεί ούτε να κατανοηθεί. Έτσι, αν και η γέννηση του Χριστού υπερβαίνει ριζικά το επίπεδο των αποκαλύψεων της Παλαιάς Διαθήκης ως τύπων, από μίαν άλλη άποψη η γέννησή του είναι το επιστέγασμα εκείνης της σειράς των εκπληρώσεων. Ο Χριστός γεννιέται ως άνθρωπος διότι πριν από αυτόν είχε εκλεγεί ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και ο Ιούδας και ο Δαυίδ και διότι ο Θεός ήθελε ο λαός του Ισραήλ να εκπληρώσει τις επαγγελίες του. « Ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν» (Γαλ. γ’ 24)• «τέλος γαρ νόμου Χριστός» (Ρωμ. ι’ 4)• γεννήθηκε ως άνθρωπος, «υπό νόμον» (Γαλ. δ’ 4), προετοιμασμένος από τον Νόμο.

Οι πράξεις της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης προετοιμάζουν και ρυθμίζουν την ενέργεια της ελεύσεως του Χριστού και αυτή με τη σειρά της επιστρέφει τις προηγούμενες. Οι ενέργειες της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης διανοίγουν στον Χριστόν την ιστορία, που κατέρχεται και μπαίνει σ’ αυτήν. Αποτελούν όλες τις διαφορετικές προπαρασκευές για την πραγμάτωση της επαγγελίας για την έλευση του Μεσσία. Αποτελούν την ιστορία εκείνη που προετοιμάζει για την είσοδο στην ιστορία Εκείνου που ο ίδιος υπερβαίνει όλην την ιστορία. Διαδέ¬χονταν η μία την άλλη στο μονοπάτι που οδηγεί προς την λάμψη εκείνου του ουράνιου φωτός που έλαμψε όταν ο Θεός ήλθε να ενοικήσει μεταξύ των ανθρώπων και η ιστορία πληρώθηκε από αυτό που εκτείνεται πέρα από αυτή.

Με αυτή την έννοια η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης ως σύνολον είναι επίσης μία δωρεά και όχι απλώς υπόσχεση, διότι ανοίγει διάπλατα το λαμπρό φως της εκπληρώσεως εν Χριστώ. Δεν αφήνει τον λαό σε ολοκληρωτικό σκοτάδι, ούτε κινείται προς το ίδιο το τέλος μέσα στο σκοτάδι. Και αυτό είναι δωρεά, όχι απλώς υπόσχεση, αν και η δωρεά είναι περισσότερο σαν φως που λάμπει ακριβώς στο τέλος του δρόμου. Η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης κινείται προς αυτό το φως μέχρι που φθάνει στο τέλος του δρόμου και έρχεται δίπλα του, αλλά η δωρεά αυτή δεν είναι η ίδια με το φως ακριβώς που φωτίζει τον δρόμο από ψηλά. Είναι περισσότερο σαν μία όαση· τη βλέπουμε από μακρυά και κινούμεθα προς αυτή μέχρι που φθάνουμε ακριβώς δίπλα της — αλλά ποτέ δεν την φθάνουμε τελικά.

Παλαιά Διαθήκη

Η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης εμφανίζεται κυριαρχικά ως αποκάλυψη επαγγελίας όχι μόνον επειδή οι ενέργειες του Θεού που συντελούνται μέσα στο πλαίσιο της Παλαιάς Διαθήκης είναι γενικά εκπληρώσεις επίγειων επιθυμιών, και σαν κάτι τέτοιο, τύποι των εκπληρώσεων της Καινής Διαθήκης, αλλά και λόγω των λέξεών της. Σχεδόν όλες οι λέξεις της αποκαλύψεως της Παλαιάς Διαθήκης είναι στο μέλλοντα χρόνο και συνεπώς προφητικές. Εκείνες που είναι στον αόριστο χρόνο αναφέρονται σ’ εκπληρώσεις επίγειου είδους ως θεμέλια πίστεως στις εκπληρώσεις υποσχέσεων για το μέλλον. Το γεγονός ακριβώς ότι ο Θεός ομιλεί προς τους ανθρώπους διά μέσου των προφητών δείχνει ότι δεν έχει έλθει ακόμη μεταξύ των ανθρώπων.

Αλλά οι προφητικοί λόγοι της Παλαιάς Διαθήκης, όπως οι πράξεις αποκαλύψεως που συντελέσθηκαν στη διαδρομή της, αντιπροσωπεύουν επίσης μία θεία φροντίδα για τον Ισραήλ, κάποια οικειότητα του Θεού με τον λαό αυτό. Το γεγονός ακριβώς ότι ο Θεός ομιλεί σ’ αυτόν τον λαό μαρτυρεί μια τέτοια φροντίδα και οικειότητα. Ο Αβραάμ ονομάσθηκε «φίλος Θεού» (Ιακ, β, 23). Είναι αλήθεια ότι ο «Λόγος του Θεού» απευθύνεται στον έναν ή στον άλλο από τους προφήτες, αλλά αυτό γίνεται για να λεχθεί από αυτόν στον λαό. Διά μέσου των λόγων των προφητών ο Θεός διδάσκει το θέλημά του στον Ισραήλ· ενθαρρύνει και στηρίζει την ελπίδα. Έτσι ο λαός ανυψώνεται στο επίπεδο της γνώσεως της αλήθειας και επιτυγχάνει κάποια θέα του μέλλοντος. Ο Ισραήλ ενισχύεται να ζει κατά τρόπο που αρμόζει και αρέσει στον Θεό. Ο Θεός έδειξε πράγματι τη δόξα του στους προφήτες, αλλά την έκαναν γνωστή στο λαό.

Σ ’ ένα διάλογο οι συμμετέχοντας μεταδίδουν ό,τι, καταλαβαίνουν οι ίδιοι, αλλά επίσης εκδηλώνουν την αμοιβαία τους αγάπη και ενδιαφέρον. Ο Θεός κατεβάζει τις αποφάσεις του στο επίπεδο της ανθρώπινης νοητικής ικανότητας ακριβώς όπως συγκαταβαίνει να δέχεται τις ανθρώπινες σκέψεις, διότι επιθυμεί να έχει επικοινωνία με τον Ισραήλ. Μέσα στην πιο στενή συνάφεια με την επιθυμία αυτή ο Θεός ομολογεί τη δική του αγάπη για τους ανθρώπους και τον πόθο του να ακούει τους ανθρώπους να ομολογούν την ευγνώμονα αγάπη τους σ’ αυτόν και να τους βλέπει να αποκαλύπτουν τις θλίψεις τους και τις φροντίδες τους σ’ αυτόν με υιική εμπιστοσύνη και να ζητούν την βοήθειά του. Ενεργώντας έτσι, οι άνθρωποι ανυψώνονται σε ανώτερο φως και ζωή. Ο Θεός ζει, ζουν και οι άνθρωποι. Και οι δύο πλευρές φανερώνουν αυτή τη ζωή τους με ένα συναρπαστικό διάλογο. Ο Θεός δεν είναι ψυχρός και αδιάφορος ούτε θέλει τον άνθρωπο να είναι ψυχρός και δύσπιστος προς αυτόν. Ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους ως υπάρξεις που θα ποθούσαν πνευματικό φως και ζέση. Τους δημιούργησε ως πνευματικούς σπινθήρες και αυτός ο ίδιος είναι εκείνος που είναι το πνευματικό πυρ.

Είναι ο διάλογος που τροφοδοτεί την φωτιά της πνευματικής ζωής στους ανθρώπους και μέσα στον διάλογο ο Θεός φανερώνεται ως το πυρ της αγάπης.

Η κοινωνία, που ο Θεός δημιουργεί μεταξύ του εαυτού του και των ανθρώπων ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη, φέρει το όνομα του «συμβολαίου» στο οποίο όπως δηλώνει και το όνομα κάθε συμβαλλόμενο μέρος ελεύθερα αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδεικνύει συνεχώς φιλόστοργο ενδιαφέρον για το άλλο. Προφανώς, πριν ο Θεός κάνει συμβόλαιο για τους ανθρώπους για μια κοινωνία ελεύθερης αποδοχής και συνάψεως όπως γίνεται μεταξύ ίσων, πρέπει να υπήρξε προγενέστερη ενέργεια με την οποία ο Θεός κατέρχεται στο επίπεδο αυτού του είδους σχέσεως, δηλαδή μία εκλογή του Ισραήλ, με τον οποίο ο Θεός επιθυμεί να κλείσει και να διατηρήσει την συμφωνία του. Απαιτείται μία πράξη γενναιόδωρης κενώσεως που έχει ως την άλλη πλευρά της την ανύψωση του λαού σε σχέση συνεργασίας με τον Θεό και σ’ ένα ορισμένο επίπεδο της γνώσεως του Θεού και την ικανότητα να συμπεριφέρονται ενώπιόν του όπως πρέπει. Γενικά δύο πράγματα ζητούνται από τον ’Ισραήλ σ’ αυτό το συμβόλαιο και για την εν συνεχεία συμμετοχή του σ’ αυτό· η προσπάθεια να γνωρίζουν τον Θεό όλο και περισσότερο και να του αποδίδουν στην προσκύνησή τους λατρεία που αντιστοιχεί σ’ αυτή την αυξανόμενη γνώση. Στο συμβόλαιο περιλαμβάνονται και η γνώση του Θεού και η λατρεία που πρέπει να προσφέρεται σ’ αυτόν. Αλλά και η γνώση αυτή και η λατρεία αυτή βασίζονται στη θεία αποκάλυψη· δεν παράγονται απλώς από τους ανθρώπους.

Εάν οι ιστορικές πράξεις με τις οποίες αποκαλύπτεται ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη δεν αντιπροσωπεύουν, υπό την ακριβή έννοια, την εκπλήρωση της καθόδου του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά είναι συγχρόνως τύποι της εκπληρώσεως αυτής και βήματα που οδηγούν σ’ αυτή, τότε, κατά τον ίδιο τρόπο ο διάλογος και το συνεχώς ανανεούμενο συμβόλαιο του Θεού με τον Ισραήλ δεν επιτυγχάνουν, μέσω αυτής της γεννήσεως και λατρείας, πλήρη κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων, αλλά απλώς την συμβολίζουν και οδηγούν προς αυτή. Ήδη ο Θεός μέσω του προφήτου Μαλαχία κατήγγειλε το συμβόλαιό του με τον λαό του Ισραήλ που είχε κάνει με την μεσολάβηση του Λευιτικού ιερατείου και το αντικατέστησε με το συμβόλαιο που έκανε με τη σύναξη του λαού, δηλαδή απ’ ευθείας με το σύνολον του λαού. Αλλά η πράξη αυτή είχε ακόμη έναν άλλο προφητικό χαρακτήρα: ο σύνδεσμος μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων με την μεσολάβηση του ιερατείου της Παλαιάς Διαθήκης επρόκειτο να καταργηθεί ολοσχερώς και στη θέση του και στη θέση της συμβολικής λατρείας που διατηρούσαν σύμφωνα με το συμβό¬λαιο, θα υπήρχε τη στιγμή ακριβώς της ελεύσεως του Χριστού, δηλαδή στο τέλος της Παλαιάς Διαθήκης, ένας άμεσος και πλήρης δεσμός που θα ένωνε τον σαρκωθέντα Θεό με κάθε άνθρωπο και με την κοινότητα των πιστών, την Εκκλησία,

Ας μη λησμονούμε όμως ότι η γνώση του Θεού διατηρήθηκε μεταξύ του λαού του Ισραήλ όχι μόνον από τούς ιερείς αλλά και από τους προφήτες. Στην πραγματικότητα στους προφήτες οφειλόταν το ότι στον Ισραήλ υπήρχε μία συνεχής αύξηση της γνώσεως του Θεού. Όμως αυτή η γνώση δεν προερχόταν από την εσωτερική ένωση κάθε ανθρώπου με τον Θεό. Ακόμη και οι προφήτες απολάμβαναν επικοινωνία με τον Θεό μόνο σε περιοδικές στιγμές και μεταβίβαζαν αυτήν την επικοινωνία στο λαό σαν να προερχόταν από κάποια εξωτερική πηγή.

Ο λόγος διά του οποίου ο Θεός επικοινωνούσε στην αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης δεν ήταν μία διαρκής συνομιλία με τον εαυτόν του στα εσώτατα του προφήτου, ακόμη λιγότερο στην καρδιά όλων των ανθρώπων. Ο Θεός δεν αποκάλυψε τον εαυτόν του ως λόγο που μένει για πάντα. Ο Λόγος του Θεού δεν είχε ακόμη ενσαρκωθεί ως άνθρωπος και δεν είχε έλθει να ενοικήσει μεταξύ των ανθρώπων «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α’ 14), και συνεπώς οι άνθρωποι δεν είχαν εξυψωθεί στο επίπεδο στο οποίο θα μπορούσαν συνεχώς να ακούν και ν’ αποκρίνονται στον θείο Λόγο που συνεχώς θ’ ακουόταν ή τουλάχιστον επρόκειτο να βρίσκεται πάντα μεταξύ τους. Συνεπώς ο άνθρωπος δεν ήταν εξυψωμένος, ούτε εσωτερικά λειτουργούσε, στην κατάσταση εκείνη στην οποία ο ίδιος να ήταν ένας διαρκής λόγος εξαρτώμενος άμεσα από τον θείο Λόγο. Ο διάλογος ήταν διακοπτόμενος· το θείο και ανθρώπινο πρόσωπο του διαλόγου παρέμεναν χωρισμένα από κάποια απόσταση. Κατά καιρούς λόγοι του Θεού έρχονταν στους ανθρώπους και τους κατάθεταν στον Νόμο και στα γραπτά των προφητών. Αλλά όταν ήλθε ο Χριστός, το θείο θέμα αυτών των λόγων σαρκώθηκε ως άνθρωπος και ήλθε σε στενή και διαρκή επικοινωνία με το ανθρώπινο γένος. Πριν από την ορατή έλευσή του με σώμα, ο Λόγος του Θεού ερχόταν άλλοτε πνευματικά στους πατριάρχες και τους προφήτες προεικονίζοντας το μυστήριο της ελεύσεώς του».

Αυτός ο κυρίως προφητικός χαρακτήρας μιας εκπληρώσεως που ήταν ημιτελής, αλλά που συγχρόνως ήταν μία προετοιμασία για την αληθινή εκπλήρωση, βρίσκεται στους τύπους ή εικόνες, που κανονικά ονομάζονται έτσι, διά μέσου των οποίων μεταδόθηκε η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης. (Πρέπει εδώ να διακρίνομε το γεγονός ότι οι ενέργειες με τις οποίες ο Θεός βοήθησε τον Ισραήλ είναι και τύποι ανωτέρων μελλοντικών εκπληρώσεων, και επίσης το γεγονός ότι ορισμένοι τύποι έχουν και την φύση ενεργειών με τις οποίες ο λαός έλαβε άμεση βοήθεια). Ο Πασχαλινός αμνός είναι τύπος του Χριστού, ο Αμνός που πράγματι θα άρει τις αμαρτίες του κόσμου. Η διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης είναι τύπος του Βαπτίσματος και της φυγής από την τυραννία του Σατανά. Η νεφέλη που οδηγούσε τους Ισραηλίτες στην έρημο είναι τύπος του Αγίου Πνεύματος. Το μάννα είναι τύπος της Ευχαριστίας· το νερό από την πέτρα είναι τύπος της χάριτος του Αγίου Πνεύματος· όλες οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης είναι τύποι της θυσίας του Χριστού· η ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου είναι τύπος της Εκκλησίας και η κιβωτός του Νόμου που βρίσκεται στη σκηνή του μαρτυρίου είναι τόπος της παρουσίας του Χριστού μέσα στην Εκκλησία επάνω στο ιερό θυσιαστήριο.

Εντούτοις όλα αυτά τα πράγματα δεν ήσαν μόνον σημεία χωρίς κανένα περιεχόμενο. Αντιπροσώπευαν επίσης ορισμένη παρουσία και ένα πραγματικό πλησίασμα του Θεού προς τον Ισραήλ. Η δόξα του Θεού ήταν κρυμμένη μέσα στον Νόμο και μέσα σ’ αυτούς τους διαφορετικούς τύπους, αλλά ήταν καλυμμένη με το γράμμα, με σχήματα. Κάλυμμα κρεμόταν μπροστά στο πρόσωπο του Μωϋσή χάριν του λαού του Ισραήλ που δεν μπορούσε ν’ ατενίζει την εκτυφλωτική λαμπρότητα στο πρόσωπό του, δηλαδή τις δυσνόητες θείες έννοιες που περιείχε ο Νόμος (Β’ Κορ. γ’ 12-18). «Η χάρη της Καινής Διαθήκης ήταν μυστηριωδώς κρυμμένη στο γράμμα της Παλαιάς. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει ότι ο νόμος είναι πνευματικός (Ρωμ. ζ’ 14)… Το Ευαγγέλιο όμως μας έδειξε μέσω του γράμματος αυτήν την ίδια την αλήθεια που μας ήλθε προαγγελμένη διά μέσου του Νόμου και προτυπωμένη στους προφήτες».

Η πιο σαφής και πιο κατάλληλη από τις προφητικές εικόνες με τις οποίες μας προαγγέλθηκε ο Ιησούς Χριστός ήταν πάντως η ανθρώπινη εικόνα. Ήδη στο Βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι ο άνθρωπος στην πλήρως πραγματική του κατάσταση, δηλαδή ως η ενσωμάτωση του ουράνιου προτύπου του ανθρώπου, επρόκειτο να κάνει την εμφάνισή της μετά τη δημιουργία του φυσικού κόσμου και των ζώων και επρόκειτο να ασκεί κυριαρχία και στα δύο αυτά. Ολόκληρη η αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι μόνον μία προφητεία του τέλειου ανθρώπου που είναι ο Χριστός και όλων όσων πιστεύουν σ’ αυτόν· είναι επίσης προετοιμασία γι’ αυτόν. Λόγω της φύσεως της δικής του εσωτερικής αναπτύξεως ο Χριστός δεν εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά η εμφάνισή του, που είναι εκ των άνω, είναι παρά ταύτα το ανώτατο σημείο και θεμελιώδες στοιχείο της Παλαιάς Διαθήκης και όλων των συσσωρευμένων συνεισφορών που η ανθρωπότητα της Παλαιάς Διαθήκης βοηθούμενη και οδηγούμενη από τον Θεό, αν και δεν ήταν ακόμη ενωμένη με αυτόν, μπορούσε να κάνει.

Και έτσι ακριβώς όπως όλες οι ιστορικές ενέργειες στην Παλαιά Διαθήκη είχαν τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, που ήταν η επιστροφή του Ισραήλ στη γη του, και ακριβώς όπως το συμβόλαιο του Θεού και του ανθρώπου ανανεώθηκε πολλές φορές αλλά πάντα με την ίδια πρόθεση να επαναφέρει τον λαό στην υπακοή τους στον Νόμο παραμένοντας έτσι στο επίπεδο μιας αποκαλύψεως επαγγελίας μάλλον παρά εκπληρώσεως, αν και είναι αλήθεια να πούμε ότι κάθε επιστροφή του Ισραήλ στην υπακοή πράγματι χρησίμευε για να διευρύνει το γενικό πλαίσιο του σχεδίου του Θεού έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο τύπος του ανθρώπου που βρίσκουμε στη Γένεση εμφανιζόμενου ως κυρίου των ζώων μετά την δημιουργία τους χρησιμοποιείται άλλη μια φορά από την προφητεία του Ιεζεκιήλ για τον ποιμένα Δαυίδ που εξοντώνει τα κτήνη που τυραννούσαν τα πρόβατα (Ιεζεκιήλ 34, 20-25· 37, 24-26) και από την προφητεία του Δανιήλ για τον Υιό του Ανθρώπου που εμφανίζεται μετά τις αυτοκρατορίες των κτηνών (Δανιήλ 7, 1-14). Μπορούμε να διακρίνουμε τον ίδιο τύπο στον Δαυίδ που ακολουθεί μετά τον Σαούλ, ή στις πολλές άλλες ανθρώπινες εικόνες στην Παλαιά Διαθήκη που χρησιμεύουν ως τύποι του Χριστού.

(π. Δημητρίου Στανιλοάε, «Θεολογία και Εκκλησία», εκδ. Τήνος, σ.150-157).

π. Δημήτριος Στανιλοάε Ακόμη και τον πιο αμαρτωλό άνθρωπο τον πλησιάζουμε με εμπιστοσύνη, με ελπίδα…

 


Το ζήτημα του κακού εξετάστηκε ελάχιστα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε σύγκριση με τα άλλα χριστιανικά δόγματα, η λύση της παρέμεινε εκπεφρασμένη σε ένα σχήμα που φανερώνει, βέβαια την αλήθεια, αλλά μία διά της αναπτύξεως θολωμένη αλήθεια. Το κακό έχει την καταγωγή και την υποστήριξή του στην ελεύθερη βούληση των κτιστών πνευμάτων, είτε αυτά τα πνεύματα αποτελούν ένα μέρος των αγγέλων είτε είναι άνθρωποι. Αυτή είναι η χριστιανική θέση. Αλλά μέχρι την πλήρη κατανόηση της, ο δρόμος είναι μακρύς.

  Ωστόσο κάποτε η Εκκλησία δέχτηκε μεγάλη πίεση για να αναπτύξει την περί της πηγής του κακού θεωρία, κατά την εποχή των γνωστικών. Όλα τα γνωστικά ρεύματα βασανίζονταν με το ερώτημα «από πού προέρχεται το κακό». Κι όλα έφτασαν σε δυϊστικές λύσεις, ορίζοντας πάνω στην έννοια του κακού μία ιδιαίτερη αρχή, της οποίας το πεδίο αναμειγνύεται το πολύ με εκείνο του καλού, αλλά δεν μπορεί να φτάσει στον πυρήνα του, δεν μπορεί να το αλλοιώσει, μεταμορφώνοντάς το σε κακό. Τα γνωστικά ρεύματα κατευθύνθηκαν όλα στο μανιχαϊσμό που ανάγει το κακό στην ύλη, στο σώμα ως ιδιαίτερη και αυτεξούσια υπαρξιακή αρχή.

  Ο εκπεφρασμένος κίνδυνος εξ αυτών των ρευμάτων καθώς και εκείνος του μανιχαϊσμού φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο σοβαρός έτσι ώστε να προκαλέσει στην Εκκλησία μία εντονότερη ενασχόληση όσον αφορά το δογματικό ζήτημα του κακού. Σ’ αυτό συνεισέφερε, ασφαλώς, και η αισιόδοξη άποψη της δικής μας Εκκλησίας περί του ανθρώπου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι η θεία εικόνα δεν αλλοιώθηκε ριζικά στον άνθρωπο, αλλά αμαυρώθηκε σε κάποιο βαθμό, έτσι ώστε ακόμη και τον πιο αμαρτωλό άνθρωπο τον πλησιάζουμε με εμπιστοσύνη, με ελπίδα, βλέποντας περισσότερο τις καλές του αναλαμπές παρά τις σκιές του κακού. Εμάς, τους μεγαλωμένους στο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας, καμία αμαρτία, καμιά πτώση ενός ανθρώπου, δεν μπορεί να μας στερήσει την ελπίδα να τον ξαναδούμε αναγεννημένο, δεν μπορεί να μας καταστρέψει την πεποίθηση ότι ωστόσο παρέμειναν εν αυτώ μυστικές πτυχές, τις οποίες αν θα μπορούσαμε να τις αφυπνίσουμε, θα μας καθήλωναν με τη λεπτότητα της καλοσύνης τους.

81U-FCO-004-6Z

  Σήμερα όμως η λύση του ζητήματος του κακού επιβάλλεται κατηγορηματικά να αναπτυχθεί λεπτομερώς και να κηρυχθεί. Η νοοτροπία των Ορθοδόξων χριστιανών τείνει να είναι σοβαρά επηρεασμένη από ένα μανιχαϊσμό δυτικής προέλευσης.

  Πώς διογκώθηκε αυτός ο μανιχαϊσμός στη Δύση; Πιστεύω ότι όχι τόσο υπό  την επιρροή του Καθολικισμού (αν και η διδασκαλία του ό,τι η αμαρτία συνίσταται στο concupiscentia carnis, επομένως σε κάτι καθαρά σωματικό, βοήθησε σε έναν βαθμό) ή του προτεσταντισμού αλλά περισσότερο υπό την επιρροή του ορθολογισμού. Ο έχων εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις άνθρωπος πιστεύει ότι όσο υψηλότερο είναι το πολιτιστικό του επίπεδο τόσο μειώνονται οι αμαρτίες του, ενώ ο σοφός και ο ευρυμαθής θεωρούνται αγγελικά πλασμένοι επειδή έχουν υπερβεί τις σωματικές υπερβολές των άλλων απλών ανθρώπων. Είναι πολύ συχνή η ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να τελειωθεί διά του ιδίου του εαυτού του, δίχως καμία υπεράνω βοήθεια, επειδή καταφέρνει να υπερβεί τις σαρκικές υπερβολές των ανεκπαίδευτων ανθρώπων. Σε γενικές γραμμές ο μορφωμένος άνθρωπός δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παραβιάζει τους νόμους, δεν κρίνει τους άλλους, δεν εκδηλώνεται υπερβολικά και όλος ο κόσμος τον θεωρεί αγνό. Έτσι ρίζωσε σιγά-σιγά η ιδέα ότι η αμαρτία είναι κάτι αποκλειστικά σωματικό και όσο συμπιέζονται οι σωματικές εκφάνσεις τόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος εν πνεύματι, με αυτόν τον τρόπο είναι λιγότερο αμαρτωλός ή σχεδόν καθόλου.

Αυτό το ορθολογιστικό και ανθρωπιστικό πνεύμα (υπερβολικής εμπιστοσύνης αποκλειστικά στις δυνάμεις του ανθρώπου) ισχύει και στις σέκτες. (Να σημειωθεί ότι στον ορθόδοξο κόσμο έφτασε μέσω δύο οδών: διά της κυκλοφορίας των βιβλίων και διά των σεκτών.)

  Το μανιχαϊστικό πνεύμα αν και είναι τόσο ελκυστικό για τον απλό άνθρωπο, δεν είχε πέραση στον ορθόδοξο λαό μας. Οι νηστείες, ο εκκλησιασμός, η εγκράτεια από το ποτό και το κάπνισμα, οι μοναχικές υποσχέσεις αν και ήταν κατά κόρον πρακτικές, δεν θεωρήθηκαν από αυτούς που τα έκαναν πράξη ως μέσα απολύτως εξαγνιστικά. Εξακολουθεί να κυριαρχεί η συνείδηση της κύριας αμαρτωλότητος.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Ο τοίχος έχει την δική του υποκρισία. . .


O τοίχος στο χρονολόγιο έχει μετατραπεί σε βιτρίνα του μαγαζιού του εγωϊσμού μου και της ζωής μου.
Πως και με ποιόν τρόπο θα προβάλω καλύτερα τα προϊόντα της ζωή μου για να πάρω likes και καρδούλες ηλεκτρονικές ώστε να νιώσω καλύτερα. Γονείς ποστάρουν, ελέγχους και πτυχία των παιδιών, εικόνες απο παιδιά απο το μαιευτήριο μέχρι την αποφοίτηση από τις σχολές και απο κάτω απίστευτα σχόλια : "Είναι τέλειος, τέλεια, είναι η πριγκίπισσα σου, είναι πανέμορφος θα πέφτουν κορμιά μπροστά του κλπ". Ένα παιδί διαβάζοντας αυτά τα σχόλια πως θα νιώσει ; Ταπείνωση; ή εγωϊσμό; Τι γίνεται στην ψυχή αυτού του παιδιού στην πρώτη σφαλιάρα της ζωής όταν του έχουν φουσκώσει τον εγωϊσμό νομίζοντας ότι είναι ο μοναδικός και ο καλύτερος στο κόσμο; Προσωπικές φωτογραφίες που πολλές φορές περνάνε απο το photoshop για να μπούν στον τοίχο ώστε να αρχίσουν οι καρδούλες να πέφτουν βροχή για να μου φτιάξουν την ημέρα και την ζωή. Τί κρύβεται πίσω απο όλα αυτά ; Ανασφάλεια και απίστευτος ναρκισσισμός. . . . Ποιά είναι η χρήση που κάνουμε τελικά στα social media ; Γιατί τα θέλουμε ; Κάποιοι τα χρησιμοποιούν για επαγγελματικούς,εκπαιδευτικούς ή ποιμαντικούς λόγους, κάποιοι άλλοι για ενημέρωση και μάθηση ενώ ένα άλλο μέρος της κοινωνίας θέλει να ζήσει μέσα απο αυτά και να δείξει κάτι ψεύτικο με ένδυμα αλήθειας για να νιώσει καλύτερα . Τι γίνεται όμως όταν το οικοδόμημα γκρεμιστεί στην διαδραμάτιση της πραγματικότητας...; Μήπως τελικά δεν ξέρουμε τι θέλουμε από την ζωή ; 
Ο Έρωτας της θεωρίας και η άρνηση της πράξης. Ζούμε στην εποχή που έχουμε ερωτευτεί τη θεωρία και τα νεκρά φιλοσοφήματα.  Για παράδειγμα στο fb βλέπεις στιχάκια φιλοσοφίας και αγάπης και λες ότι εκεί έξω ζούνε άγγελοι και όχι άνθρωποι. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα….
Είναι ωραία τα στιχάκια στους τοίχους των social media αλλά όταν πάω να αντιμετωπίσω τη γυναίκα μου, το παιδί μου , τον άντρα μου , τον κολλητό, το αφεντικό μου ή τον γείτονα τότε όλα πάνε περίπατο και βγαίνει ο πραγματικός εαυτός.
Ιδιαίτερα εμείς οι ιερείς που βλέπουμε ανθρώπους να ποστάρουν αγάπες και λουλούδια ή στιχάκια που κάποιοι δεν θέλουν την κακία αλλά είναι κακοί οι ίδιοι, τότε έχουμε της ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ το ανάγνωσμα.  Στην τελική αφού υπάρχει τόση ΑΓΑΠΗ στα social media γιατί στον κόσμο έξω βασιλεύει τόση κακία ; Άρα κάτι δεν πάει καλά.
Βάζει ο άλλος στον τοίχο του fb ότι δεν του αρέσει η προδοσία και η υποκρισία και μπορεί ο ίδιος να έχει δώσει τόσο δηλητήριο που δεν έχουν όλα τα φίδια του κόσμου.
Είναι ωραίο το σκηνικό με φραπέ στον καναπέ, laptop στα πόδια και κοινοποίηση ένα στιχάκι από κάποιον φιλόσοφο ή Άγιο Πατέρα. Στην πράξη όμως τι γίνεται ;
Στην πράξη κατά έναν περίεργο τρόπο όλα πάνε περίπατο. Στην καθημερινή μάχη της αντιμετώπισης της αλήθειας , της πραγματικότητας, του ψεύδους , της προπαγάνδας τα ξεχνάμε όλα και βγαίνει ο πραγματικός μας εαυτός.
Φυσικά ΠΟΤΕ δεν φταίμε εμείς ! Πάντα φταίει ο άλλος, οπότε ας ποστάρουμε ένα στιχάκι με πισώπλατες μαχαιριές για να στείλουμε και ένα μήνυμα κακίας με πολλούς αποδέκτες.
Αυτή είναι η μάσκα των social media. Ο άλλος είναι Πόντιος Πιλάτος στη ζωή έξω αλλά στο FB θα το παίξει Όσιος Ονούφριος για να πάρουμε και κανένα like ώστε να σκάσει ένα χαμόγελο ο ναρκισσισμός μας.
Οφείλουμε να ερωτευτούμε την πράξη και την πνευματική εργασία. Να αφήσουμε τις θεωρίες και τα φιλοσοφήματα και όποιοι έχουν τα «κότσια» που λέει και ο λαός να λένε τα πράγματα στα ίσια και να αφήσουμε τα ροζ στιχάκια , λουλουδάκια και κορδέλες λες και είμαστε στο δημοτικό.
Βλέπεις τοίχους στο fb και λες : Πω ! πω! Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο..! Και όμως όταν πέσει η μάσκα της οθόνης θα δούμε κάτι διαφορετικό.
Οι πατέρες της Εκκλησίας μας προτρέπουν να αγαπήσουμε την άσκηση γιατί είναι η μητέρα του αγιασμού. Αυτό για να το κάνουμε θέλει κόπο, μελέτη, προσευχή , γονάτισμα στο προσκυνητάρι. Θέλει ένα καθημερινό ξεβόλεμα, αλλαγή του εαυτού  και την πυξίδα της υπάρξεως μας να τη στρέψουμε στην ανατολή εκεί που ανατέλει ο ήλιος της δικαιοσύνης Ιησούς Χριστός ώστε να λάμψει η αλήθεια στη ζωή μας.
Αν γίνουμε λοιπόν αυθεντικοί και απλοί παντού….
Στην πραγματική ζωή , στα social media, στα ψώνια του super market, όταν παρκάρουμε το αμάξι, όταν μιλάμε στο παιδί μας ή όταν αγκαλιάζουμε τη γυναίκα μας.
Ας βγάλουμε τη ψευτιά γιατί έτσι κερδίζουμε πάλι κάτι ψεύτικο. Ψεύτικα μάτια, ψεύτικα χείλη, ψεύτικα χαμόγελα, ψεύτικα πόδια. Και όλα αυτά για να κερδίσω τι ; Κάποια Like στο fb ή στο Instagram για να μου λένε πόσο όμορφος/η είμαι ; Ώστε να κάνω μια εφήμερη σχέση ή να περάσω ένα ηδονικό βράδυ και να πω στο τέλος την/τον κατάφερα ;
Με την καρδιά πότε θα ασχοληθούμε ; Με το εσωτερικό μας βρέφος που κλαίει συνεχώς γιατί απουσιάζει ο Χριστός , ποιος θα ασχοληθεί σοβαρά;
Ας πετάξουμε τις μάσκες στο καλάθι των αχρήστων και ας ζήσουμε τη ζωή μας πραγματικά και αυθεντικά. Ας αφήσουμε το «είναι» μας να ξετυλίξει την πραγματικότητά του και από εκεί και πέρα μέσα μας ας κάνουμε τη διάγνωση ώστε να θεραπεύσουμε τις πληγές και να κάνουμε τις κατάλληλες μεταμορφώσεις μέσα από το Ιερό Μυστήριο της Ιεράς εξομολογήσεως. Δηλαδή μέσα από τη συνέργεια της χάριτος.

Η επίκληση του ονόματος του Θεού Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης

 


Γράφει ο π.Γεώργιος Δορμπαράκης 

 

«Η επίκληση του Ονόματος του Θεού με σώζει από την αιχμαλωσία των λογισμών που επιτίθενται... Η πάλη αυτού του είδους δεν σταματά ακόμη και ως την τελευταία μας αναπνοή, κατά τη μαρτυρία των μεγάλων αγίων Πατέρων μας» (όσιος Σωφρόνιος του Εσσεξ).

 

Από την ποιότητα των λογισμών που δέχεται και καλλιεργεί η καρδιά μας εξαρτάται και η ποιότητα της πνευματικής μας ζωής: η εν Θεώ αύξησή μας ή ο καταποντισμός μας, μάς διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες μας. Κι ο όσιος Σωφρόνιος σημειώνει ότι «η πάλη με τους λογισμούς που επιτίθενται δεν σταματά ακόμη και ως την τελευταία μας αναπνοή», που σημαίνει ότι αφενός πρέπει κανείς να μάθει πολύ καλά αυτό τον πόλεμο, αφετέρου δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ εφησυχασμός. Ο εφησυχασμός άλλωστε στην πνευματική ζωή είναι κάτι άγνωστο, δεδομένου ότι ο άνθρωπος διαρκώς παλεύει με τα πάθη του αλλά και με τον πονηρό διάβολο που τα υποκινεί ακατάπαυστα και με τρόπο άτακτο - «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει», αποκαλύπτει ο Κύριος. Διακοπές δηλαδή και διαλείμματα στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν.

Γιατί δεν μπορεί ακόμη και ο προχωρημένος θεωρούμενος χριστιανός να απεμπλακεί ολοσχερώς από τους λογισμούς; Διότι πρώτον, όπως είπαμε, προέρχονται όχι μόνο από τη φύση μας αλλά και από τον πονηρό διάβολο, ο οποίος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Οσο του αφήνει περιθώρια δράσεως ο Παντοκράτωρ Κύριος μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του για τη σωτηρία μας, μάς τοξεύει με τα βέλη των λογισμών, είτε άμεσα κακών είτε και θεωρουμένων «καλών». Και δεύτερον, η ανθρώπινη φύση μας λειτουργεί μ’ έναν μυστήριο τρόπο, ειδικά μετά την πτώση στην αμαρτία – ποιος μπορεί να την «εμπιστευθεί», όταν και τότε που δεν υπήρχε ακόμη αμαρτία, πριν από την πτώση, διαστράφηκε από τις εισηγήσεις του πονηρού και απέστρεψε το πρόσωπό της από τον ίδιο τον Δημιουργό της; Λοιπόν, όχι μόνον οι πονηροί λογισμοί, αλλά και οι φυσικοί λεγόμενοι είναι υπό διαρκή κρίση – τα ανθρώπινα πάθη μας λειτουργούν πολύ ύπουλα και έχουν μάθει να κρύβονται, προκαλώντας συνεχείς... αναταράξεις στο λογιστικό του ανθρώπου: ο νους βρίσκεται αιχμάλωτος της διεστραμμένης θέλησης και των «χαλασμένων» συναισθημάτων.

Αδιάκοπη πάλη, επιθέσεις, αιχμαλωσία – το «τίμημα» των λογισμών στη ζωή του ανθρώπου. Αλλά ευτυχώς, οι χριστιανοί έχουμε το όπλο για να πολεμήσουμε και να σωθούμε‧ κι αυτό μας υποδεικνύει ο όσιος Σωφρόνιος: «Η επίκληση του Ονόματος του Θεού». Το Ονομα του Χριστού – «Αυτός εστιν ο Θεός ημών» – είναι το υπέρ παν Ονομα, μπροστά στο Οποίο κάμπτουν γόνυ τα επουράνια, τα επίγεια, τα καταχθόνια. Η χρήση του αγίου Ονόματός Του είναι αυτή που μας δίνει τη δύναμη να προσανατολιστούμε σωστά, να οδηγηθούμε πάνω στις άγιες εντολές Του, να νιώσουμε τη θεϊκή παρουσία Του στην ύπαρξή μας, να κατανοήσουμε εμπειρικά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος «ως εν σαρκί περιπολών Θεός». Πιάνεις με άλλα λόγια στα χέρια σου το κομποσχοίνι και ρίχνεις τον λογισμό σου στο όνομα του Χριστού, μέσα στο οποίο περικλείεται η παντοδύναμη ενέργειά Του. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».

Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι η μνημόνευση αυτή, κατά τους αγίους μας, πρέπει να είναι ο καρπός της ορμής της ψυχής μας προς Αυτόν, η έκφραση της αγάπης μας και της ζέουσας βούλησής μας – διαφορετικά, μνημονεύουμε κάνοντας... διαλογισμό(!) (όσιος Σωφρόνιος). Κι αυτή η αγάπη και η θερμή βούληση να πατά στο μόνο έδαφος που αρέσκεται ο Χριστός: την αγία ταπείνωση. Ετσι με ταπεινό και παρακλητικό τρόπο στρέφομαι εν αγάπη προς τον Χριστό και Τον επικαλούμαι αδιάκοπα, με αίσθηση της πανταχού παρουσίας Του, μέσα στην Οποία περικλείονται τα σύμπαντα, που θα πει ότι η επίκληση του Ονόματός Του σημαίνει και «αναγνώριση» της παρουσίας Του σε ό,τι αποτελεί δημιούργημά Του. Εκείνον φωνάζω και σ’ Εκείνον στρέφομαι αγαπητικά, όταν Τον «βλέπω» στο πρόσωπο του συνανθρώπου μου, στα ζώα, στα φυτά, στον αέρα, στη θάλασσα, στα πάντα.

Να Τον παρακαλούμε μόνο να μας ανοίγει λίγο τα μάτια...

Μοναχός Νεόφυτος Νεοσκητιώτης (1866 – 10 Σεπτεμβρίου 1949)

Νέα ΣκήτηΟ κατά κόσμον Νικόλαος Μαργαρίτης του Κωνσταντίνου και της Αικατερίνης γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας το 1866 από ευσεβείς γονείς.

Νέος προσήλθε προς μονασμό, το 1884, στην Καλύβη της Ζωοδόχου Πηγής της Νέας Σκήτης. Εκάρη μοναχός το 1885. Απόκτησε τρεις υποτακτικούς: τον μοναχό Παΐσιο (+1956) και τους κατά σάρκα αδελ­φούς Κύριλλο (+1960), τον εξαίρετο ξυλογλύπτη, και τον ιερομόναχο Νεόφυτο (+1975) τον Πνευματικό. Στα τέλη του ήλθε και μόνασε πλη­σίον τους και ο πατέρας τους Γεώργιος, που για την απλότητά του και ταπείνωσή του αξιώθηκε να δει στο ναό της Καλύβης τους την Παναγία με τον Χριστό ως βρέφος. Κατά τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσό­στομο Θέμελη τον Ευβοέα (+2007): «Υπήρξεν εις εκ των πνευματικωτέρων μοναχών του Αγίου Όρους και μέγας καλλιτέχνης ξυλογλύπτης, καταλιπών θαυμάσιον έργον μεγάλης αξίας και τέχνης, αποτιμηθέν προπολεμικώς εις την Διεθνή Έκθεσιν της Θεσσαλονίκης εις πολλά εκατομμύρια δραχμών». Το έργο αυτό ήταν πράγματι θαυμάσιας τέ­χνης και παρίστανε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου με σκηνές από τον βίο της Παναγίας. Κατά πληροφορίες αγοράσθηκε από τη Γερόντισσα της μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Οινουσσών Χίου Μαριάμ (+2005) της εφοπλιστικής οικογένειας Πατέρα.

Ο Γέροντας Νεόφυτος, κατά μαρτυρίες παλαιών πατέρων, πρόσφερε πολλά καλά στη σκήτη κατά την εξηνταπεντάχρονη παραμονή του. Επρόκειτο περί φιλήσυχου, φιλάγαθου, φιλόκαλου και φιλάρετου Γέροντος. Κατά τον Σ. Σχοινά ήταν «Γέρων αγιώτατος και πλησίον εις τον Θεόν, εχρησίμευσεν εις όλην την ζωήν ως ζων παράδειγμα αρετής εις τους πλησιάζοντας αυτόν, ώστε πολλούς να ελκύση εις την ευσέβειαν. Η χάρις του Θεού τον ηξίωσε να αποθάνη ήρεμα και να κηδευθή από Μητροπολίτην, τον άγιον Ζιχνών κ.κ. Κύριλλον, ακολουθούντων πάντων των πατέρων της Νέας Σκήτης καθώς και των πέριξ Σκητών, Μεγά­λης και Μικράς Αγίας Άννης και πέραν ακόμη. Ο Σεβασμιώτατος τον ετίμησε δι’ επικηδείου λόγου εξάρας τας αρετάς του, μεθ’ ου συνησκήθη, συμπροσηυχήθη, συνέφαγε και λοιπά εν τη Νέα Σκήτη».

Κατά το μοναχολόγιο της ιεράς μονής Αγίου Παύλου αναπαύθηκε εν Κυρίω στην Καλύβη του στις 10.9.1949.

Πηγές- Βιβλιογραφία:
Σωτηρίου Σχοινά, Νεόφυτος μοναχός ξυλογλύπτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 158- 160/1949, σ. 268. Νικολάου Καράπα, Κύμη, ο εξώστης του Αιγαίου, Αθήναι 1955, σ. 176. Χρυσοστόμου Θέμελη Μεσσηνίας μητροπ., Ευβοϊκαί Εκκλησιαστικαί προσωπι­κότητες, Αθήναι 1984, σσ. 104-105. Βενεδίκτου Αγιορείτου ίερομ., Προσκυνητάριον Ιεράς Νέας Σκήτης, Άγιον Όρος 2010, σ. 119.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος A΄ , σελ. 445-446, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.