Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ-Τόμος Β'



ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Βιογραφίες Ασκητών μέσα στον κόσμο
Τόμος Β'
(πρόλογος βιβλίου)
Εκδόθηκε πριν από τέσσερα χρόνια ο πρώτος τόμος των Ασκητών μέσα στον κόσμο, χωρίς μεγάλες αξιώσεις, με σκοπό να διασωθούν αυτά τα γνήσια Χριστιανικά πρότυπα· όμως, παρά πάσα προσδοκία, έγινε δεκτός με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Η επίμονη ζήτηση του Δευτέρου Τόμου επέσπευσε την έκδοσή του. Άραγε τι ενδιαφέρον βρήκαν οι αναγνώστες σ’ αυτές τις απλές και ταπεινές ψυχές των Ασκητών μέσα στον κόσμο;
Φαίνεται πως βρήκαν στα πρόσωπά τους ζωντανά πρότυπα αρετής προς μίμηση, που σπανίζουν στις ημέρες μας. Βρήκαν νέους τρόπους και μεθόδους ασκήσεως. Βρήκαν παρηγοριά και παράκληση στα δικά τους παθήματα, γνωρίζοντας την θλιμμένη ζωή τους.
Φαίνεται πως είναι κανόνας πνευματικός η αρετή να ευδόκιμη όχι στην άνεση και στην χαρά, αλλά στην θλίψη, στην δυσκολία και στην στέρηση, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στην ζωή αυτών των ευλογημένων ψυχών. Αυτοί με αγάπη τήρησαν τις εντολές του Θεού και έκαναν ατέλειωτη υπομονή στις δοκιμασίες που αντιμετώπισαν. Έλαβαν Χάρι από τον Θεό και έζησαν με εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του. Δεν τους ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου, αλλά μόνο να υπακούν στον Θεό και να τον αγαπούν. Ο κόσμος τους θεωρούσε περιθωριακούς, ξεπερασμένους, αλλά αυτοί είναι πάντοτε επίκαιροι. Θαυμάζει κανείς με πόση ευκολία αντιμετώπισαν και ξεπέρασαν τις δυσκολίες της ζωής, μπροστά στις οποίες οι σημερινοί άνθρωποι, παρά την σοφία τους και τις γνώσεις τους, κάμπτονται και απελπίζονται. Όσο μεγαλύτερα ήταν τα παθήματά τους, τόσο μεγαλύτερη υπομονή έκαναν και άλλη τόση χάρι αναλογικά εδέχοντο. Έγιναν αγωγοί χάριτος, νικούσαν τους πειρασμούς και στήριζαν πολλούς αδυνάτους. Με την απλότητά τους, την πρακτική σοφία τους και τον αγώνα τους κατώρθωσαν να κάνουν πράξη το Ευαγγέλιο και την πίστη τους βίωμα.

Άγιος Αθανάσιος ο Μετεωρίτης (1302 – 1380)Μωυσής Αγιορείτης


Γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα, τη σημερινή Υπάτη της Φθιώτιδος, από γονείς επιφανείς, περί το 1302. Νωρίς έμεινε ορφανός. Την καλή ανατροφή του με αγάπη ανέλαβε ο θειος του. Ο ζήλος του για μάθηση τον έκανε να κάθεται έξω από τα σχολεία ν’ ακούει τα μαθήματα, επειδή δεν είχε τα απαιτούμενα έξοδα για τους δασκάλους του. Βλέποντας εκείνοι «το πρόθυμον και ευπάρεδρον, εδίδασκον αυτόν και δίχα μισθού». Η ευφυΐα του τον βοήθησε να μορφωθεί εξαίρετα.
Μετά την κατάληψη της πόλεως του από τους Καταλανούς (1319), κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο θείος του ανεπαύθη στη μονή Ακαπνίου, στον Άθωνα, την Κωνσταντινούπολη, την Κρήτη και πάλι στον Άθωνα, όπου εκάρη μοναχός και από Ανδρόνικος ονομάσθη¬κε Αθανάσιος (1332). Ασκήτευσε κοντά στη σκήτη του Μαγουλά, στη θέση Μηλέα. Υποτάχθηκε στους ενάρετους ησυχαστές Γέροντες Γρηγόριο και Μωϋσή και «πάντα τα της υπηρεσίας αβαρώς έξετέλει».
Οι συχνές επιδρομές των πειρατών ανάγκασαν να χωρίσει η ευλογημένη συνοδεία. Ο Αθανάσιος, μαζί με τον Γέροντά του Γρηγόριο, έφυγαν από το Όρος κι αναζητώντας νέο ησυχαστικό τόπο, μέσω Θεσσαλονίκης και Βέροιας, έφθασαν στους Σταγούς, στη σημερι¬νή Καλαμπάκα, όπου βρίσκονται «λίθοι υψίκομοι και ευμεγέθεις από κτίσεως κόσμου», τα γνωστά Μετέωρα. Οι σχισμές των βράχων υπήρξαν η πρώτη κατοικία τους.
Στην κορυφή του μεγαλύτερου βράχου ο όσιος, μαζί με τον όσιο Ίωάσαφ, ίδρυσε την πρώτη κοινοβιακή μονή του πέτρινου δάσους, κατά τα αγιορείτικα πρότυπα προς τιμή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου. Η αρετή του συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μοναχούς, για τους οποίους συνέταξε τον κανονισμό του κοι¬νοβίου, στο πνεύμα της ασκητικής παραδόσεως. Στα τελευταία του έτη αποσύρθηκε σε σπήλαιο του βράχου, που σώζεται μέχρι σήμερα, όπου «αμερίμνως ο γέρων ησύχαζεν». Μετά την οσιακή κοίμησή του, ο τάφος του, που μόνος του τον είχε ανοίξει, ευωδίασε. Του είχε δοθεί το χάρισμα της προφητείας και της προοράσεως πλούσια.
Ο όσιος Αθανάσιος υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες μορφές του ησυχασμού του 14ου αιώνα· χαρισματούχος, διακριτικός, θαυματουργός πατήρ. Συνδεόταν με τους οσίους Γρηγόριο τον Σιναΐτη, Δανιήλ τον ησυχαστή, Ισίδωρο και Κάλλιστο τους Οικουμενικούς Πατριάρχες και άλλους.
Ο βίος του γράφηκε από ανώνυμο μαθητή του, λίγα έτη μετά την κοίμηση του. Ποιητής της ακολουθίας του είναι ο Ιουστίνος Δεκαδύο. Τοιχογραφίες του σώζονται στα καθολικά των μονών της Μεταμορφώσεως και του αγίου Νικολάου του Ανάπαυσα των Μετεώρων. Στη μονή του Μεγάλου Μετεώρου φυλάγεται η χαριτόβρυτη κάρα του αγίου κτήτορός της, του θεοφόρου Αθανασίου, για τον όποιο πολλοί πολλά έγραψαν.
Η μνήμη του τιμάται στις 20 Απριλίου.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

ΔΤ της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων για την Αναθεώρηση του Συντάγματος


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, όπως προκύπτουν από τη νομική επεξεργασία του Θέματος του νομικού μας Συμβούλου κ. Γ. Κρίππα
ΟΙ ΠΟΛΥ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΙΘΕΝΤΑΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ (3)

Όπως προκύπτει από το άρθρο (110) του Συντάγματος, οι προϋποθέσεις αναθεωρήσεώς του είναι πολύ αυστηρές και πολύ περιοριστικές, επιβάλλουν δε τη στενή ερμηνεία τους απαραιτήτως, όπως διδάσκεται σε όλες τις νομικές σχολές του κόσμου και, μάλιστα, από το πρώτο (1ο) έτος, όπου υπάρχουν τέτοιες διατάξεις, με τόσο αυστηρές προϋποθέσεις, ήτοι:
1)   Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση οποτεδήποτε, αλλά μόνον για περιορισμένο χρόνο.
2) Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση από την Βουλή που την απεφάσισε, αλλά από την επόμενη.
3)  Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση με απλή, αλλά  με αυξημένη πλειοψηφία.
4)  Δεν επιτρέπεται κατάργηση διατάξεων του Συντάγματος, αλλά μόνον αναθεώρηση.
5)  Δεν επιτρέπεται κατάργηση υπό μορφή αναθεώρησης.
6)  Επιτρέπεται αναθεώρηση ορισμένων μόνον διατάξεων του Συντάγματος -και όχι όλων-ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ.
Το άρθρο(3) του Συντάγματος (περί Θρησκείας και Εκκλησίας) αποτελεί ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ, ΣΥΝΕΠΩΣ, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ.
Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν εκ της ερμηνείας του άρθρου (110) του Συντάγματος και, προς τούτο, επικαλούμεθα τις σπουδαιότερες πηγές τις αναφερόμενες στην ερμηνεία του Νόμου και του Συντάγματος. Π.χ.:
1) Ο Γ. ΜπαλήςΚαθηγητής Πανεπιστημίου, στο έργο του: Γενικαί αρχαί του Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, στη σελίδα (16), αναφέρει ότι κάθε διάταξη νόμου απαιτεί ειδική και προσωποποιημένη ερμηνεία. Στη σελίδα (17), αναφέρει ότι το argumentum a silentio (δηλαδή το επιχείρημα που συνίσταται στη σιγή του νόμου), ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΕΧΕΙ ΑΠΛΩΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ. Στη σελίδα (18), αναλύει την ιστορική ερμηνεία του νόμου, η οποία στην περίπτωσή μας είναι μια και μόνη (λόγω του προοιμίου του Συντάγματος και της παρέκτασής του, του άρθρου (3) του Συντάγματος). Στη ίδια σελίδα, αναφέρεται στην τελεολογική ερμηνεία του Νόμου (σκοπιμότητα του Νόμου, καθόσον ο Νόμος δεν θεσπίζεται αυθαιρέτως, αλλά για κάποιο σκοπό). Επομένως και το προοίμιο του Συντάγματος και η παρέκτασή του, δηλαδή το άρθρο (3) του Συντάγματος, έχουν θεσπιστεί για ορισμένο σκοπό, ήτοι για την συναλληλία Κράτους – Εκκλησίας, γεγονός το οποίο προκύπτει και εκ της ως άνω ιστορικής ερμηνείας του Νόμου. Τέλος, στη σελίδα (19), αναφέρεται στη λογική ερμηνεία του Νόμου, η οποία καταλήγει στο ίδιο σημείο.
2) Ο Ιωάννης Σπυριδάκης (ομοίως Καθηγητής Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός), στο σύγγραμμά του: Βασικοί θεσμοί του ιδιωτικού δικαίου, στη σελίδα (34) αναλύει την ιστορική ερμηνεία του Νόμου, κατά ταυτόσημο τρόπο, όπως και ο Γ. Μπαλής. Στην ίδια σελίδα, αναφέρεται στην εννοιοκρατική ερμηνεία, ήτοι, στην εξέταση των συμφερόντων του Νόμου, τα οποία είχε υπόψη του ο νομοθέτης, συμφωνώντας -και εδώ- με τον Γ. Μπαλή. Τέλος, στην σελίδα (35), αναφέρεται στη διορθωτική ερμηνεία του Νόμου, ήτοι στην αναζήτηση του πνεύματος του νομοθέτου (στο τι ακριβώς ήθελε να θεσπίσει).
3) Ο Εμμανουήλ Μιχελάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, στο έργο του, Εισαγωγή εις το δίκαιον και εις την Επιστήμη του δικαίου, στη σελίδα (67), αναφέρει ότι η γραμματική ερμηνεία του Νόμου (δηλαδή η απλή ανάγνωση του Νόμου) είναι μη αποδεκτή. Στη σελίδα (59), αναφέρει ότι ο Νόμος εφαρμόζεται αφ’ ής συντρέξουν πάντες οι κατά το Σύνταγμα όροι γενέσεως αυτού. Στη σελίδα (56) αναφέρει ότι οι κανόνες του δικαίου είναι αναγκαστικού δικαίου, και ότι στην κατηγορία αυτή ανήκει και το ΣύνταγμαΣτη σελίδα (68), αναφέρεται στο argumentum a silentio, καθ’ όμοιο τρόπο, όπως και ο Γ. Μπαλής. Παραθέτουμε, μάλιστα, επί λέξει το σχετικό κείμενο: «Το επιχείρημα εκ της σιγής του Νόμου σημαίνει ότι του Νόμου μη διακρίνοντος, ούτε και υμείς δυνάμεθα να διακρίνωμε. Νόμος λ.χ., ρυθμίζων τα των δημοσίων υπαλλήλων, δεν διακρίνει μεταξύ τακτικών και εκτάκτων υπαλλήλων. Οι διατάξεις τούτου είναι εφαρμοστέες και επί των εκτάκτων υπαλλήλων».

Ι. Μητρόπολις Πειραιώς: Αυτοκέφαλο Ουκρανίας: Θεραπεία πνευματικού προβλήματος ή περαιτέρω άνοιγμα της πληγής;


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 14η Φεβρουαρίου 2019
ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ: ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Ή ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΛΗΓΗΣ;
Δεν μας έφθανε η μεγάλη πληγή που μας άνοιξε η «Σύνοδος» της Κρήτης, (2016), με την νομιμοποίηση, (αντί της καταδίκης), του Οικουμενισμού και τις εξ’ αιτίας αυτής ολέθριες συνέπειες για την καθολική ενότητα της Εκκλησίας με την δημιουργία, ως γνωστόν, νέων σχισμάτων και διαιρέσεων και μας ήρθε δύο χρόνια μετά, ως κεραυνός εν αιθρία, ένα καινούργιο μείζον πρόβλημα, πανορθοδόξων και αυτό διαστάσεων, η χορήγηση Αυτοκεφάλου στην Ουκρανία, που έγινε αφορμή δημιουργίας νέου μεγάλου σχίσματος, με ανυπολόγιστες για την διορθόδοξη ενότητα συνέπειες. Οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα αυτό είναι καταιγιστικές, με το σχίσμα αντί να θεραπεύεται, δυστυχώς να βαθαίνει όλο και περισσότερο. Η αντικανονικήεκκλησιαστική απόσχιση της Εκκλησίας της Ουκρανίας από το Πατριαρχείο της Ρωσίας, με το οποίο επί αιώνες ήταν εκκλησιαστικά συνδεδεμένη, με μονομερείς ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια, όπως ήταν επόμενο, στην άρνηση πολλών Τοπικών Εκκλησιών, (Πατριαρχεία Μόσχας, Αντιοχείας, Σερβίας, Εκκλησία Πολωνίας, κ.α.), να αναγνωρίσουν αυτό το εκκλησιαστικό «πραξικόπημα», ενώοι υπόλοιπες παραμένουν αμήχανες και αναποφάσιστες. Το γεγονός ότι καμία Τοπική Εκκλησία δεν ανταποκρίθηκε, να στείλει αντιπροσωπία στην ενθρόνιση του νέου «προκαθημένου» στην Ουκρανία, κ. Επιφανίου, λέγει πολλά και δείχνει πάνω στην πράξη ότι,(προς το παρόν τουλάχιστον), καμία δεν δέχεται να αναγνωρίσει τον νέο «προκαθήμενο». Το Άγιον Όρος, με συντριπτική πλειοψηφία, (15 στις είκοσι Μονές), αρνήθηκε να στείλει αντιπροσωπία στην ενθρόνιση.
Η υπό τονΜητροπολίτη Ονούφριοκανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας , η οποία ειρήσθωαντιπροσωπεύει το 80% του πιστού λαού της Ουκρανίας με 90 κανονικούς επισκόπους, 12.500 ενορίες, 5.000 μοναχούς και εκατομμύρια πιστούς, αρνήθηκε να συμμετάσχει στην δήθεν «ενωτική σύνοδο», που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο, (15.12.2018), για την εκλογή του προκαθημένου. Εν τω μεταξύ ο διωγμός που εξαπέλυσε ο κρατικός μηχανισμός κατά της κανονικής Εκκλησίας με βίαιες διαρπαγές Ναών, ιερών Μονών κλπ, είναι άνευπροηγουμένου και τείνει να εξελιχθεί σε εμφύλιο σπαραγμό. Ωστόσο οι πιστοί της κανονικής Εκκλησίας παρ’ όλες τις πιέσεις και την βία που χρησιμοποιείται εις βάρος τους, παραμένουν αμετακίνητοι και συνεχίζουν να αγωνίζονται με σθένος για να κατοχυρώσουν τα δίκαια αιτήματά τους.
Πρόσφατα έπεσε στην αντίληψή μας άρθρο σχετικό με το ουκρανικό ζήτημα, του Σεβ. Μητροπολίτου Αρκαλαχωρίου, (Κρήτης) και καθηγητού του ΑΠΘ, κ. Ανδρέα Νανάκη, στην ιστοσελίδα: «Ρομφαία», με τίτλο: «Αυτοκέφαλο Ουκρανίας: Θεραπεία πνευματικού προβλήματος». Μελετήσαμε με προσοχή το άρθροκαι διαπιστώσαμε, ότι παραποιείται η πραγματικότητα για ευνοήτους λόγους. Είναι εμφανής η προσπάθεια του συντάκτου, όχι απλώς να συγκαλύψει, αλλά και να δικαιώσει αυτή την ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είτε με υπεραπλουστεύσεις στο όλο εκκλησιαστικό πρόβλημα, είτε αποσιωπώντας ουσιώδεις πλευρές του. Ουσιαστικά επαναλαμβάνει την περιρρέουσα επιχειρηματολογία περί δήθεν «θεραπείας» του ουκρανικού προβλήματος. Μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα.

Μητροπολίτης Πειραιώς: Τι ουσιαστικά προβλέπει η πρόταση Αναθεωρήσεως του Συντάγματος από την Κυβέρνηση αναφορικά με την Εκκλησία και το Έθνος



Πειραιάς 12/2/2019
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Τί οὐσιαστικά προβλέπει ἡ πρότασι Ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ἀπότήν Κυβέρνησι ἀναφορικά μέ τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος
Ψηφίζονται αὔριο ἀπό τήν Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς οἱ προτάσεις ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, πού κατετέθησαν ἀπό τήν Συμπολίτευσι καί τήν Ἀντιπολίτευσι. Ἤδη τό πόρισμα τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, παρεδόθη στόν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς καί κατά τήν ἐπιταγή τοῦ Συντάγματος θά πραγματοποιηθῆ ἡ προβλεπομένη πρώτη ψηφοφορία.
Ἡ πρότασι ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, πού κατετέθη ἀπό τό κυβερνόν κόμμα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, ἀναφέρεται καί σέ διατάξεις πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας, στήν ἐπιβολή τοῦ Πολιτικοῦ ὅρκου, στήν ἐξοβελισμό τῶν ἐννοιῶν τῆς οἰκογενείας καί τοῦ Ἔθνους καί στήν συνταγματική περιωπή τοῦ ἀνυπάρκτου κατά φύσιν ἑτέρου γενετησίου προσανατολισμοῦ, ὡς κατοχύρωσι τοῦ «δικαιωματισμοῦ».
Εἰδικώτερον διά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος στό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του καταλέγεται ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας. Δέν ἐπιλέγεται μέν ἡ ἀπ’ εὐθείας κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, πού θά ἐπέφερε τεκτονικόν σεισμόν, μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή στό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος τῆς ἀορίστου ρήτρας διά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα»,μέ τόν ὅρο «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί τήν ἑρμηνευτική δήλωσι περί ἐπικρατούσης θρησκείας, πού ὅμως ὑπονοεῖται, ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερία. Τό ἰσχῦον ἄρθρο 3 ρυθμίζει τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς διεθνές Νομικόν Πρόσωπον καί δηλώνει τόν σεβασμόν τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένην κατά τό κανονικόν δίκαιον σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105). Διά τήν ἀκρίβειαν, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί Ἐκκλησίας. Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ νόμος) μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν διεθνῆ νομικήν καί κανονικήν του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων, στήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς θρησκευτικῶς φιλελεύθερον. Εἶναι πλέον προστατευτικόν διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενην θρησκευτικήν οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι laicite. Η laicite εἶναι ἱστορικῶς μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν Δεϊσμόν. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται σέ κράτη στά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός. Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται στήν ἰδιωτικήν σφαῖραν ἤ μᾶλλον στήν σφαῖραν τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν. Ἐφόσον στήν Ἑλληνικήν ἔννομον τάξι, ἰσχύει πλήρως τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος καί τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ, ἡ προσθήκη τῆς ρήτρας τῆς θρησκευτικῆς οὐδετερότητος, ἐνσωματώνεται «μεθοδικῶς»στό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος πού ἀφορᾶ μόνο στήν «Ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί ὄχι ὡς ὄφειλε στό ἄρθρον 13, πού ὅπως ἀνεφέρθη κατοχυρώνει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν ἰσοτίμως ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν (πού δέν ἔχουν κρύφια δόγματα καί ἡ λατρεία τους δέν ἀντίκειται στήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη) καί διαρρυθμίζει συνολικῶς τό θρησκευτικόν φαινόμενον καί ἑπομένως περιλαμβάνει στό κανονιστικόν του πεδίον ὅλες τίς γνωστές θρησκείες, διά νά ἐπιτευχθῇ, διότι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς συγκεκριμένης προτάσεως ἀναθεωρήσεως, ἡ παγία θέσις τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξι τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικόν καί ὄχι κανονιστικόν περιεχόμενον, μέ ὅτι αὐτό δικαιοπολιτικῶς συνεπάγεται (κατάργησις συμβόλων, ἀπομείωσις θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ἀπεκκλησιοποίησις τοῦ Ἔθνους). Ἡ τυχόν ψήφισις αὐτῆς τῆς τρομακτικῆς ἀλλαγῆς, στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας θά ἀνοίξη τόν δρόμο καί αὐτή εἶναι ἡ μεθόδευσις τῆς Κυβερνήσεως, στά γνωστά στρατευμένα ὄργανα πού ἀποτελοῦν καλοπληρωμένες ὀργανώσεις «σφραγίδα» τοῦ συστήματος, ὅπως τοῦOpenSocietyFoundationτοῦ κ. G. Sorosλ.χ., νά προσφεύγουν στό δικαστικό σύστημα καί νά γκρεμίζουν τό ἕνα μετά τό ἄλλο τά σύμβολα καί τά προτάγματα τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὥστε τελικά νά καταργηθῆ μέ δικαστικές ἀποφάσεις, ἐν τοῖς πράγμασι, τό ἄρθρο 3 καί νά μετατραπῆ σέ ἁπλή διαπιστωτική δήλωσι. Ἄλλωστε αὐτός, εἶναι ὁ «μύχιος» πόθος τῆς Ἀριστερᾶς, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν διανόησιτης καί τήν σχετική ἀρθρογραφία της.

Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ: Επισημάνσεις στην Νομοθετική πρόθεση της Κυβέρνησης για συμφωνία Εκκλησίας-Πολιτείας



Πειραιάς 14/2/2019
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
ΣΤΗΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Τήν Τρίτη 12/2/2019 ὁ Ἐξοχώτατος Ὑπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων καί Διά Βίου Μάθησης καί ὁ Γεν. Γραμματέας τῆς Κυβερνήσεως κατέθεσαν στήν ὑπό τῆς Διαρκοῦς Ἱ. Συνόδου ὁρισθεῖσα Ἐπιτροπή τό Σχέδιο Ὑλοποίησης τῆς Συμφωνίας Πολιτείας-Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο διαλαμβάνει τά ἀκόλουθα: «1. Σύνοψη, 2. Ανάλυση, 2.1 Η σημασία της νομοθετικής κύρωσης της Συμφωνίας, 2.2 Υφιστάμενη κατάσταση και κίνδυνοι αυτής, 2.3 Περιεχόμενο της Συμφωνίας (ιδίως ως προς το μισθολογικό σκέλος), 2.4 Αποτίμηση της Συμφωνίας».
Μέ τήν κατάθεση τοῦ κυκλοφορηθέντος ἤδη σχεδίου ὑλοποίησης διακριβώνεται ὅτι τό περιεχόμενο τῆς προτεινομένης ἀπό τήν Κυβέρνηση νομοθετικῆς πρωτοβουλίας στό συγκεκριμένο θέμα δέν ἀφίσταται οὐσιωδῶς ἀπό τά 15 σημεῖα τοῦ προσυμφώνου Πολιτείας-Ἐκκλησίας, πού ἀνεκοινώθη ἀπό τόν Ἐξοχ. κ. Πρωθυπουργό στό Μέγαρο Μαξίμου τήν 6/11/2018. Ὡστόσο ὁ νομικός προσδιορισμός τῆς μισθοδοσίας τῶν Κληρικῶν καί Ἐκκλησιαστικῶν Ὑπαλλήλων ἀπό «ἐπιδότηση» ὅπως προέβλεπε τό προσύμφωνο στό σημεῖο 4 προσδιορίζεται «ως αφηρημένη αποζημίωση για τις πλημμελώς αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις του παρελθόντος (μέχρι το 1939)» καί αὐτό διότι ἀντελήφθη ἡ Κυβέρνησι, αὐτό πού ἐπισημειώσαμε στίς 16/11/2018 ὅτι τό Ἑνωσιακό δίκαιο δέν ἀποδέχεται τήν μετατροπή τῆς μισθοδοσίας σέ ἐπιδότηση διότι προσβάλλεται τό ἐπικρατοῦν στήν Ε.Ε. δίκαιο τοῦἀνταγωνισμοῦ. Χαρακτηριστικῶς παρουσιάσαμε τήν ἀπόφαση 27/6/2017 (G74/16) τοῦ Τμήματος μείζονος σύνθεσης τοῦ Δικαστηρίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων τοῦ Λουξεμβούργου,πού ἀφοροῦσε στήν Ἀδελφότητα CongregasiondeEscuelasPiasProvinciaBetania τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία κατόπιν συμφωνίας τοῦ Ἰσπανικοῦ Δημοσίου καί τοῦ Κράτους τοῦ Βατικανοῦ στίς 3/1/1999 ἐπιδοτεῖτο ὑπό μορφή φορολογικῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Ἰσπανικοῦ Δημοσίου ὑπέρ τῶν ἀκινήτων τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἔκρινε ὅτι αὐτό συνιστᾶ ἀπαγορευμένη κρατική ἐνίσχυση δυνάμει τοῦ ἄρθρου 107 παρ. 1 τῶν Συνθηκῶν τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων, διότι ἄσχετα ἄν ἡ Ἀδελφότητα δέν ἔχει κερδοσκοπικό χαρακτῆρα καί ἐπιδιώκει φιλανθρωπικούς σκοπούς, ἐφαρμόζονται οἱ συνθῆκες πού διέπουν τό δίκαιο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, διότι θεωρεῖται ὅτι ἀνταγωνίζεται καί ἄλλους πού ἐπιδιώκουν καί αὐτοί φιλανθρωπικό σκοπό καί δέν ἐπιδοτοῦνται. Ἑπομένως ἡ μισθοδοσία μέ μορφή ἐπιδότησης σύμφωνα μέ τό Εὐρωπαϊκό Δίκαιο εἶναι μή ἀποδεκτή, γεγονός πού δέν εἶχε ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ἀπό τό προσύμφωνο Πολιτείας-Ἐκκλησίας.
Ἀνιδρύεται ἑπομένως πρός πληρεστέρα διευκρίνηση τό θέμα ἐάν ἡμισθοδοσία πού θά χορηγεῖται ἀπό τό προτεινόμενο πρός ἵδρυση μέ τό σχέδιο ὑλοποίησης,Ταμεῖο Μισθοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ λογαριασμό τηρούμενο στήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο θά διαχειρίζεται τήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου, στό ὁποῖο καταβάλλεται ἐτησίως ἀπό τό Κράτος, σέ ἀναγνώριση τῶν ὑποχρεώσεων πού ἀπορρέουν ἀπό τήν Συμφωνία ἡ δαπάνη μισθοδοσίας τοῦ ἀριθμοῦ τῶν σήμερα μισθοδοτουμένων Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Σύνοψη 1.2.) χαρακτηρίζεται ἀπό τό Ἑνωσιακό δίκαιο, ὡς ἐπίδομα ἤ ἐπιδότηση ἀσχέτως ἐάν στήν Συμφωνία ἀναφέρεται ὡς «ἀφηρημένη ἀποζημίωση» (Ἀνάλυση β΄). Ἑπομένως μία πρώτη ἀναγκαία προϋπόθεση ὀρθῆς ἐκτιμήσεως τοῦ σχεδίου ὑλοποίησης εἶναι ἡ γνωμοδότηση ἀπό τό Νομικό Τμῆμα τῆς Commission καί τοῦ Δικαστηρίου τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων τοῦ Λουξεμβούργου, σχετικῶς μέ τό ἐν λόγῳ ζήτημα.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

B' Ανακοινωθέν της Μητροπόλεως Πειραιώς για νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ & ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Ἀκτή Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +302104514833 (19), Fax +3102104528332
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 8 Μαρτίου 2011
 Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν 
Στό ἀνακοινωθέν τῆς 2ᾳς Μαρτίου 2011 πού ἔτυχε σκληρῆς κριτικῆς καί εἰρωνικοῦ σχολιασμοῦ ἀπό τούς κατεγνωσμένους διατάκτες καί ὑπεργολάβους τοῦ ἔντυπου καί ἠλεκτρονικοῦ τύπου τοῦ διεθνιστικοῦ σιωνιστικοῦ λόμπυ, ἀναφέρθηκα σέ μία μόνο πτυχή τοῦ φασιστικῆς ἐμπνεύσεως νομοσχεδίου Καστανίδη γιά τήν «καταπολέμηση ὁρισμένων μορφῶν ρατσισμοῦ καί ξενοφοβίας μέσῳ τοῦ ποινικοῦ δικαίου» πού ἀφορᾶ στήν γιά πρώτη φορά θεσμοθέτηση ἀπό τήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη τῆς ἀντιθέου καί αὐθαίρετης ἀλλαγῆς τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας μέ τήν πρόβλεψη καί ἑτέρου γενετησίου, στό ἀνθρώπινο εἶδος, προσανατολισμοῦ πέραν τοῦ κατά φύσιν ὑπάρχοντος.
Τό ὁλοκληρωτικῆς ὅμως ἐμπνεύσεως τερατούργημα ἐνοχοποιεῖται περαιτέρω γιά ποινικές διατάξεις ἐντελῶς ἀόριστες κατά παράβαση τοῦ ἄρθρου 14 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος καί τοῦ ἄρθρου 10 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἄνθρώπου γιά τήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης. Καταστρατηγοῦνται ἀκόμη μέ αὐτό, τό ἄρθρο 7 τοῦ Συντάγματος καί τό ἄρθρο 7 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, πού κατοχυρώνουν τήν ἀρχή ὅτι ὁ ποινικός νόμος πρέπει νά εἶναι σαφής καί ὁρισμένος. Παραβιάζεται ἀκόμη τό ἄρθρο 16 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος πού προστατεύει τήν ἐλευθερία τῆς τέχνης, τῆς ἐπιστήμης καί τῆς ἔρευνας.
Ὁ ἐντελῶς ἀσαφής ὅρος «ἐχθροπάθεια» πού καθιερώνεται μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ νομοσχεδίου ἀναφερόμενος στήν «καλλιέργεια καί ἐξωτερίκευση αἰσθημάτων μίσους καί ἀντιπαλότητας», ὅπως στό ἄρθρο 2 τοῦ αὐτοῦ νομοσχεδίου ἐπεξηγεῖται, δίνει τό περιθώριο νά ἑρμηνευθῇ ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιστημονική ἤ ἱστορική ἄποψη ὡς ἐπίθεση «κατά ὁμάδος ἤ προσώπου πού προσδιορίζονται ἀπό τήν φυλή, τό χρῶμα, τήν θρησκεία, τήν ἐθνική ἤ ἐθνοτική καταγωγή, τό γενετήσιο προσανατολισμό, ἤ κατά πραγμάτων πού χρησιμοποιοῦνται ἀποκλειστικά ἀπό τίς παραπάνω ὁμάδες ἤ πρόσωπα» καί ποινικοποιεῖ «ὀργουελικά» καί κατά παράβαση κάθε δημοκρατικῆς ἔννοιας τόν πολιτικό λόγο, τήν ὅποια ἐπιστημονική ἄποψη, τή σκέψη, τίς ἰδέες ἀκόμη καί τά συναισθήματα.
Ἐντελῶς ἀόριστος καί ἀντισυνταγματικός κατά παράβαση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος εἶναι καί ὁ ὅρος «θρησκεία» πού ἀναφέρεται στά ἄρθρα 2, 3 καί 4 τοῦ Νομοσχεδίου διότι τό Σύνταγμα δέν προστατεύει οἱαδήποτε θρησκευτική ἀντίληψη, πίστη ἤ πεποίθηση ἀλλά καθιερώνει τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως μόνο «γνωστῶν θρησκειῶν» δηλ. θρησκευτικῶν παραδοχῶν πού δέν ἕχουν κρύφια δόγματα καί πού ἡ λατρεία τους δέν προσβάλλει τήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη. Μέ τό ὑπό ψήφιση νομοσχέδιο προστατεύεται καί ὁ σατανισμός πού προβλέπει ἀνθρωποθυσίες στίς ἱστοσελίδες του στό διαδίκτυο ἤ τό ὑπό τῆς ἑλληνικῆς πολιτείας διαλυθέν πρώην ΚΕΦΕ πού ἐπιχειρεῖ σήμερα νά ἐπανέλθει δριμύτερο ὑπό τό προσωπεῖο τῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Σαϊεντολογίας, καί ἀκόμη προστατεύονται οἱ καταστροφικές λατρεῖες τῶν διαφόρων μορφῶν  γκουρουϊσμοῦ καί τῶν ψυχοναρκωτικῶν.
Ταὐτόχρονα γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη μέ τό ἄρθρο 6 καθιερώνεται κατά φασιστικό τρόπο συλλογική εὐθύνη γιά ἀδικοπραγίες ἑνός φυσικοῦ πρσώπου καί ἀπαραδέκτως ἀναγορεύεται ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας (Ὑπουργός Δικαιοσύνης), σέ φυσικό δικαστή.
Ὁ προφανής στόχος τοῦ νομοσχεδίου εἶναι ἡ φίμωση τῆς πληροφόρησης, δηλ. ἑκατοντάδων ἱστολογίων, ἐφημερίδων καί περιοδικῶν, ἀφοῦ ἀκόμα καί ἡ ἀναφορά στήν ἐγκληματικότητα ὁμάδων λαθρομεταναστῶν ἤ στό ἐπιβαλόμενο ἀπό τό Ἰσλάμ «τζιχάντ» καί στόν φονταμενταλισμό του, θά ἀποτελεῖ πράξη ποινικά κολάσιμη.
Μέ τήν νέα λογική τοῦ νομοσχεδίου θά ἔπρεπε νά ὁδηγηθοῦν πάραυτα στίς φυλακές οἱ χιλιάδες τῶν ὀρθοδόξων Ἑβραίων, ἐάν διήρχοντο ἀπό τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια, πού καταθέτουν ἀδιάσειστα ἱστορικά ντοκουμέντα καί μαρτυρίες γιά πράξεις καί παραλείψεις τῶν σιωνιστῶν ἡγετῶν στίς ἐν Ἀμερικῇ ἱστοσελίδες τους http://www.israelversusjudaism.org καί http://www.jewsnotzionists.org/index.htm. καί πού ἀφοροῦν στό εἰδεχθέστατο ἔγκλημα γενοκτονίας τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ πού διέπραξε ὁ παρανοϊκός δικτάτωρ Ἀδόλφος Χίτλερ καί τό ναζιστικό καθεστώς του. Θά ἔπρεπε νά ὁδηγηθῇ στίς φυλακές καί ὁ Ραββίνος τῆς Σλοβακίας Michael Ber Weissmandl ztl, Κοσμήτωρ τοῦ Ἱδρύματος Nitra Yeshiva γιά τό  βιβλίο του «Min Hametzar» (Ἀπό τά βάθη) πού ἐξεδόθη στήν Ν. Ὑόρκη στά Ἑβραϊκά καί ἀναφέρεται στά χρόνια 1942-1945 καί στίς παραλείψεις τῶν σιωνιστῶν ἡγετῶν γιά τήν σωτηρία τῶν ἑβραίων τῆς Σλοβακίας.

Μητροπολίτης Πειραιώς: Τι ουσιαστικά προβλέπει η πρόταση Αναθεωρήσεως του Συντάγματος από την Κυβέρνηση αναφορικά με την Εκκλησία και το Έθνος



Πειραιάς 12/2/2019
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Τί οὐσιαστικά προβλέπει ἡ πρότασι Ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος ἀπότήν Κυβέρνησι ἀναφορικά μέ τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος
Ψηφίζονται αὔριο ἀπό τήν Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς οἱ προτάσεις ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, πού κατετέθησαν ἀπό τήν Συμπολίτευσι καί τήν Ἀντιπολίτευσι. Ἤδη τό πόρισμα τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, παρεδόθη στόν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς καί κατά τήν ἐπιταγή τοῦ Συντάγματος θά πραγματοποιηθῆ ἡ προβλεπομένη πρώτη ψηφοφορία.
Ἡ πρότασι ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, πού κατετέθη ἀπό τό κυβερνόν κόμμα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ, ἀναφέρεται καί σέ διατάξεις πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας, στήν ἐπιβολή τοῦ Πολιτικοῦ ὅρκου, στήν ἐξοβελισμό τῶν ἐννοιῶν τῆς οἰκογενείας καί τοῦ Ἔθνους καί στήν συνταγματική περιωπή τοῦ ἀνυπάρκτου κατά φύσιν ἑτέρου γενετησίου προσανατολισμοῦ, ὡς κατοχύρωσι τοῦ «δικαιωματισμοῦ».
Εἰδικώτερον διά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος στό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του καταλέγεται ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας. Δέν ἐπιλέγεται μέν ἡ ἀπ’ εὐθείας κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, πού θά ἐπέφερε τεκτονικόν σεισμόν, μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή στό ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος τῆς ἀορίστου ρήτρας διά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα»,μέ τόν ὅρο «ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι θρησκευτικά οὐδέτερη», καί τήν ἑρμηνευτική δήλωσι περί ἐπικρατούσης θρησκείας, πού ὅμως ὑπονοεῖται, ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερία. Τό ἰσχῦον ἄρθρο 3 ρυθμίζει τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς διεθνές Νομικόν Πρόσωπον καί δηλώνει τόν σεβασμόν τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή διαμορφωμένην κατά τό κανονικόν δίκαιον σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος (δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης, Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 105). Διά τήν ἀκρίβειαν, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Kράτους καί Ἐκκλησίας. Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ νόμος) μέ τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον. Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί τήν διεθνῆ νομικήν καί κανονικήν του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν καθεστώτων, στήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς θρησκευτικῶς φιλελεύθερον. Εἶναι πλέον προστατευτικόν διά τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενην θρησκευτικήν οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι laicite. Η laicite εἶναι ἱστορικῶς μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν Δεϊσμόν. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται σέ κράτη στά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός. Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται στήν ἰδιωτικήν σφαῖραν

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Προς τους ακρίτως ταυτίζοντας πρόσωπο και υπόσταση στην Ορθόδοξη χριστιανική Θεολογία', Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου,




«Σαβέλλιος μὲν πρὸς
Ἰουδαίους βλέπων…
προσώπων συγχέων
ὑπόστασιν»[1]. 


ΕΙ­ΣΑ­ΓΩ­ΓΙ­ΚΑ

Ἡ ἑλλα­δι­κή Θε­ο­λο­γί­α, τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια, φαί­νε­ται ὅτι ἔχει ὑπο­στεῖ μί­α, κα­τά τὴ γνώ­μη μας, ἐμμονὴ ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἀλλοί­ω­ση (ἀφοῦ δέν ἀρνούμαστε, φυσικὰ, τήν προαγωγὴ τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης, τήν αὔξηση καὶ τὴν προκοπὴ τῆς πίστεως καὶ τόν ἐκσυγχρονισμό[2], ἀλλά τόν ἐκμοντερνισμό, τήν ἐκκοσμίκευση καὶ τήν ἀλλοτρίωσή της) σχε­τικὰ μὲ τὴ λε­γό­με­νη «θε­ο­λο­γί­α τοῦ προ­σώ­που», ὡσάν νὰ εἶναι σύνηθες καὶ θε­μιτὸ, δίκην Προτεσταντῶν, ὀρθο­δό­ξως θε­ο­λο­γικὰ νὰ «κα­τα­σκευά­ζει» ὁ καθένας καὶ κατὰ τὸ δοκοῦν, λ.χ. γιὰ λόγους (μετα-Πατερικοῦ) μετα-νεωτερισμοῦ καὶ προσαρμογῆς (καὶ ὄχι συγκατάβασης) πρός τὴ σύγχρονη κοινωνικὴ καὶ πολιτισμικὴ πραγματικότητα, κατὰ καιρούς ἐπὶ μέ­ρους «θε­ο­λο­γί­ες» (ἤ ἀκόμα καὶ Θ. Λειτουργίες), καὶ μά­λι­στα αὐθαίρετα, ἀτομιστικὰ, μο­νι­στικὰ καὶ αὐταρχικὰ.
Ἡ «θε­ο­λο­γί­α τοῦ προ­σώ­που»[3], ἐνῶ, σύμ­φω­να μὲ πλη­θώ­ρα μο­νο­γρα­φιῶν, ἔχει τὴ φι­λο­σο­φι­κο-θε­ο­λο­γι­κή της σύλ­λη­ψη καὶ προ­έ­λευ­ση στόν Προτε­στα­ντι­σμό (με­τά τή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Personalism), στήν Ἑλλά­δα ἦλθε ὡς «ὑλο­ποί­η­ση» τοῦ «ἀφη­ρη­μένου» (ἤ καὶ σχο­λα­στι­κι­στι­κοῦ) θε­ο­λο­γι­κοῦ δόγ­μα­τος στήν (κοι­νω­νι­κή) πρά­ξη (βλ. Κοι­νω­νικὴ Φι­λο­σοφί­α καὶ ἀκτιβιστικὸ Περσοναλισμὸ)[4]. Δὲν θὰ ἀσχο­λη­θοῦμε μὲ τὸ ἐγχεί­ρη­μα αὐτό ad hoc, κα­θό­σον ἀφενός ἔχει ἤδη συζητηθεῖ καὶ ἀναλυθεῖ καὶ ἀφετέρου ἀπὸ μό­νο του ἐπι­δέ­χε­ται σο­βαρῆς θε­ο­λογικῆς περίσκεψης καὶ ἐπε­ξερ­γα­σί­ας ―δε­δο­μέ­νου ὅτι, ἀκρι­βο­λο­γώντας (κα­τα­φα­τικὰ καὶ ἀπο­φα­τικὰ) ὁ Θε­ός, λ.χ. κα­τά τόν π. Ἰ. Ρω­μα­νί­δη[5], δέν εἶναι κυριολεκτικὰ πρό­σω­πο[6], γεγονός ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε στήν αἵρε­ση τοῦ Ἀνθρω­πο­μορφι­σμοῦ (ἡ ὁποία ἐκλαμβάνει κατὰ γράμμα καὶ πραγματικὰ τίς ἁγιογραφικές προσωποποιήσεις[7])―, καὶ ἱστο­ρικὰ ἔχει ἤδη προ­τα­θεῖ (ἐκτός ἀπό κά­ποιους Προ­τε­στά­ντες θε­ο­λό­γους) ἀπὸ διά­φο­ρους φι­λο­σό­φους καὶ ψυ­χολόγους, ὅπως, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τόν C. Jung μὲ ἕνα εἶδος «ψυ­χο­λο­γο­ποίησης» τοῦ Χρι­στια­νι­σμοῦ μέσῳ τῆς ἀρχετυπικῆς ἑρμηνείας.
Ἡ «θε­ο­λο­γί­α τοῦ προ­σώ­που» ἐπι­χει­ρή­θη­κε μά­λι­στα, μὲ ἕνα εἶδος ἀπο­λυ­τό­τη­τας, νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ στήν Ἑλλάδα ὡς ἡ κατ’ ἐξο­χήν εἰδο­ποιός δια­φορὰ μετα­ξύ Ἀρχαιο­ελ­λη­νι­σμοῦ καὶ Ὀρθό­δο­ξου Χρι­στια­νι­σμοῦ, ἡ ὁποί­α θαυ­μα­στὰ ἀνα­κα­λύ­φθη­κε, ἤ μᾶλλον ἀπο­κα­λύ­φθη­κε, ἐσχά­τως! Ὡστό­σο, σὲ πλεῖστες σχε­τι­κές με­λέ­τες (ἑλλη­νι­κές καὶ ξέ­νες) ἔχει δει­χθεῖ ὅτι κά­τι τέ­τοιο δέν ἀλη­θεύ­ει ἀπό­λυ­τα, δεδομένου ὅτι ἄλλη σημασία εἶχε παλαιότερα[8] ὁ ὅρος πρόσωπο καὶ ἄλλη στή φιλοσοφία τοῦ Ὑπαρξισμοῦ καὶ τοῦ Περσοναλισμοῦ (βλ. B. Buber, F. Rosenszeig καὶ F. Ebner). Τό­σο ὁ Ἀρχαιο­ελ­λην­ισ­μός (ἰδιαίτερα ἀπὸ τόν Σωκρά­τη καὶ μετὰ), ὅσο καὶ ὁ Χριστια­νι­σμός μί­λη­σαν καὶ ἐνδια­φέρ­θη­καν γιὰ τόν ἄνθρω­πο ὡς ἀτο­μικὴ ἤ συλ­λο­γικὴ ὁλό­τη­τα, μό­νο ποὺ ὁ καθένας τους, ὅπως, ἄλλω­στε, εἶναι φυ­σικὸ, ξε­κινᾶ ἀπὸ δια­φο­ρε­τικὸ θε­ω­ρη­τι­κό (κο­σμο­θε­ω­ριακὰ καὶ βιο­θε­ω­ριακὰ) ὑπόβα­θρο (background).

ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης


α) Η ορθόδοξη χριστιανική λατρεία έχει κοινοτικό, συλλογικό και εκ­κλη­σιο­λο­γικό χαρακτήρα. Οι χριστιανοί αγιάζονται μετέχοντας  στην ζωή της Εκκλησίας, στο σώμα του ζώντος Χριστού. Όμως, η μετοχή στα ιερά μυ­στήρια και ο εκκλη­σια­σμός χρειάζεται να γίνεται συνειδητά και όχι ανεπίγνωστα, με κα­θα­ρή καρδιά και όχι με εμπάθεια. Η συλλο­γι­κό­τη­τα δεν αίρει την προσωπική ευθύνη. Κα­ταρχήν, ο καθένας φι­λο­τί­μως προσάγει στον Θεό και ιδιαίτερα στην κοινή  λα­τρεία τα δώρα της ευ­χα­ρι­στί­ας του: το πρόσφορο, τον οίνο, το λάδι, το κερί και το λιβάνι. Πα­ράλληλα  όμως, κομίζει και τον προ­σω­πι­κό του πνευματικό αγώνα κι όχι την κα­κία και τα πάθη του, τα οποία όταν εμφω­λεύ­ουν στην καρδιά, διασπούν την εν Χρι­στώ κοινωνία και ψύ­χουν την αγάπη.
β) Οπότε, η μετοχή στο εκκλησιαστικό σώμα προϋποθέτει τη «θυσία» των πα­θών και των εμπαθών λογισμών διά της μετανοίας, αφού στην κοινή προσευχή καλ­­λιεργείται ήθος «συ­ντε­τριμ­μένης καρ­δίας» και αυτοεξομο­λο­γητική διάθεση. Αν δεν θε­ραπευτεί με την άσκηση και τη συνειδητή μετάνοια η βούληση του χριστιανού, τα α­τομικά πάθη, ως ασθένειες της ψυχής, αποκτούν ευρύ­τε­ρες διαστάσεις και διαβρώ­νουν το εκκλησιαστικό σώμα. Στην ένωση και κοινωνία με τον Χρι­στό και τους συ­ναν­­θρώ­πους συμ­βάλ­­λει σημαντικά η αν­θρώ­πι­νη προαίρεση. «Εκ προαι­ρέ­σεως γάρ η έ­νωσις αύτη γί­νεται, ου χωρίς της ημών γνώμης», διδάσκει ο άγιος  Ιωάν­νης Δα­­μα­­σκη­­νός.
γ) Ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, την οποία η Εκκλησία τιμά την 1η Απριλίου και την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών, αποτελεί άριστο δείγμα συνδυασμού ασκητικού καμάτου αλλά και εμπροϋπό­θετης μετοχής στη θεία Ευχαριστία. Είναι γνωστό, ότι ο βίος αυτός που έγινε προσφι­λές ανάγνωσμα μοναχών και λαϊκών, ενέπνευσε και διήγειρε πολλούς ραθύμους στην οδό της αρετής και του αγιασμού. Ο μεγάλος αριθμός χειρογράφων κωδίκων που σώζεται, φα­νε­ρώ­νει το μεγάλο εν­δια­φέ­ρον του εκκλησιαστικού πληρώματος δια μέσου των αιώνων για το πρόσωπο της ο­σίας Μαρίας. Στους νεώτερους χρόνους ο βίος αυτός κυκλο­φό­ρησε και σε νεοελ­λη­νι­κή απόδοση με πιο επιμελημένη την έκδοση της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα Αγίου ΄Ορους.
δ) Στο Συναξαριστή αναφέρονται τα εξής: « Μαρία η Οσία μή­τηρ ημών ήτο από την Αί­γυ­πτον· δωδεκαετής έτι ούσα, έλαθε τους γονείς αυτής και α­­­πελθούσα εις Α­­λε­ξάν­δρειαν, έζη βίον άσωτον δέκα επτά έτη. Εκείθεν υπό πε­ριερ­γεί­ας ποτέ κι­νη­θεί­σα α­πήλ­θε μετά πολλών προσκυνητών εις Ιεροσόλυμα, ίνα παρευ­ρε­θή εις την του Τι­μίου Σταυρού ΄Υψωσιν. Θέλουσα δε να εισέλθη εις την Εκ­κλη­σίαν, καθ’ ην η­μέραν υ­­ψού­το ο Τίμιος Σταυρός, ησθάνθη τρις και τετράκις δύ­ναμίν τινα α­ό­­ρατον, κωλύ­ου­σαν αυτήν της εισόδου, ενώ το μετ’ αυτής πλήθος του λαού ανε­μπο­δί­στως εισήρ­χετο».

Η ευχαριστιακή ενότητα της Εκκλησίας κατά τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο

Όπως αναφέρει το Συναξάρι της 29ης Ιανουαρίου, «τῷ αὐτῷ μηνἰ, Ἰανουαρίῳ 29η ἡ Ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου».

Πέρασε ένας και πλέον μήνας από την ημέρα που η αγία µας Εκκλησία γιόρτασε τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, (20 Δεκεμβρίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να εορτάσει την ανακομιδή των σεπτών του λειψάνων.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος κατέστη διάδοχος των Αποστόλων.

Εχρημάτισε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, µε πρώτο τον Εύοδο και μαθήτευσε μαζί µε τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο 1. Το όνομά του, το οποίο στα λατινικά εκφέρεται ως ignis, σημαίνει φωτιά και φανερώνει τον πόθο που τον έφλεγε για το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που έλαβε την προσωνυμία θεοφόρος.

Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ο Τραϊανός ξεκίνησε ένα τοπικό διωγμό κατά των Χριστιανών της Αντιόχειας ενώ εκστράτευε κατά των Μήδων και των Πάρθων. Εκεί ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό.

Το μαρτύριό του πραγματοποιήθηκε στην αρένα του σταδίου της Ρώμης, όπου και τον κατασπάραξαν άγρια λιοντάρια αφήνοντας µόνο τα μεγάλα οστά ως κατάλοιπο 2, τα οποία κάποιοι πιστοί τα συνέλεξαν μεταφέροντας τα στην Αντιόχεια, όπου οι χριστιανοί τα υποδέχτηκαν πανηγυρικά και τα τίμια αυτά λείψανα αναδείχθηκαν πηγή θαυμάτων και πνευματικής παρηγοριάς 3.

Προτού φθάσει στο τέλος της ζωής του έγραψε 7 επιστολές, οι οποίες σώζονται µέχρι σήµερα:
α) η προς Εφεσίους,
β) η προς Μαγνησιείς,
γ) η προς Τραλλιανούς,
δ) η προς Ρωμαίους,
ε) η προς Φιλαδελφείς,
στ) η προς Σμυρναίους
και ζ) η προς Πολύκαρπον επιστολή.

Οι έξι από αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία επισημάνει ένεκα του κινδύνου των αιρέσεων και τονίζει την ενότητα και συσπείρωση του πλήθους των πιστών γύρω από τον επίσκοπο 4.

Με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της. Η θεολογία του Ιγνατίου έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής παράδοσης.

Η θεολογία του Ιγνατίου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σημεία:
α) θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος,
β) θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
και γ) θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού 5.

Η παρουσία του επισκόπου και η μνημόνευση του ονόματός του κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βεβαίωση της γνησιότητας του μυστηρίου.

Στην πρώτη τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο, αυτουργός της σωτηρίας µας και τελετουργός ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μετά την Ανάληψή του άφησε διαδόχους του τους Αποστόλους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους επισκόπους που χειροτόνησαν αφήνοντάς τους διαδόχους τους στις τοπικές εκκλησίες 6.

Ο άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους πιστούς να συσπειρώνονται γύρω από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και να µη γίνεται τίποτα χωρίς την έγκρισή του, διότι ο επίσκοπος αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Ευχαριστίας, στο όνοµα του οποίου τελείται. Μάλιστα επισημάνει ότι όπου βρίσκεται ο επίσκοπος εκεί βρίσκεται και τα µέλη της Εκκλησίας 7.

Τί είναι η Θεία Ευχαριστία; π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας



π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
      

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύσσει πώς κοινωνούμε πραγματικά το σώμα και το αίμα του Κυρίου (Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 15-20. Ιω. στ' 51-56. Α' Κορ. ια' 24-26).

 Δέχεται πώς η ευχαριστία είναι ανάμνηση του πάθους του Χριστού (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ια' 24-25), αλλά δεν δέχεται πώς είναι μόνο ανάμνηση!

 Ο Χριστός εξετέλεσε τη θυσία Του «εφάπαξ» (Εβρ. Ζ' 27. θ' 12.28), επομένως η θυσία αυτή δεν επαναλαμβάνεται. Όμως ο ίδιος ο Κύριος προσφέρει το σώμα Του και το αίμα Του πριν από τη μοναδική θυσία του Γολγοθά (Ματθ. κστ' 26-28. Μαρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20) και δίνει εvτoλή στους μαθητές Του να κάνουν και αυτοί το ίδιο μέχρι τη δευτέρα Του παρουσία, δηλώνovτας πώς η «βρώσις» του σώματός Του και η «πόσις» του αίματός Του είναι απαραίτητα για τη σωτηρία (Ιω. στ' 31-50. Α' Κορ. ια' 23-29).

 Πώς είναι δυνατόν να τελεσθεί η θεία ευχαριστία πριν από τη σταυρική θυσία του Κυρίου; Τούτο καλύπτεται βέβαια από το μυστήριο! Όμως η θεία ευχαριστία, πού ετέλεσε ο Χριστός πριν από τη θυσία του, αποτελεί «μυστηριακή μετοχή» στη μία και μοναδική θυσία του Γολγοθά.

 Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεία ευχαριστία πού τελεί η Εκκλησία: είναι μετοχή της μιας και μοναδικής θυσίας πού πρόσφερε ο Χριστός. Οι ιερείς της Εκκλησίας οικονόμοι των μυστηρίων Του είναι διάκονοι του Χριστού, (Α' Κορ. Δ), προσφέρουν αληθινή θυσία πάνω στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας (Εβρ. ιγ' 10), πού ονομάζεται μάλιστα και «τράπεζα του Κυρίου», η οποία αντιπαραβάλλεται με το ιουδαϊκό και το ειδωλολατρικό θυσιαστήριo (Α' Κορ. ι' 16-21).

 Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύεται πώς η τέλεση της θείας ευχαριστίας την οποία παρήγγειλε ο Xριστός να τελούμε πάνω στο Χριστιανικό θυσιαστήριo (Εβρ. ιγ' 10), είναι η «θυσία καθαρά», η οποία προφητεύτηκε (Μαλαχ. α' 11). Δεν είναι επανάληψη της θυσίας του Xριστoύ, αλλά μυστηριακή μετοχή στη μία και μοναδική θυσία, ώστε τα επί μέρους μέλη (Ρωμ. ιβ' 5. Έφεσ. δ' 25) να ενώνονται και να συγκροτούν το ένα σώμα (Εφεσ. δ' 4. Α' Κορ. ι' 17).

 Έτσι με τη θεία ευχαριστία, με τη μετοχή του ανθρώπου στη θεία Ζωή (Ιωαν. ιδ' 6. Β' Πέτρ. α' 4), εκπληρώνεται ο σκοπός της θείας οικονομίας, δηλαδή η εν Xριστώ  κοινωνία, πού είναι η σωτηρία του ανθρώπου (Ιωαν. στ' 53-54. ια' 52. ιζ' 21-23).

 Η συμμετοχή στη θεία ευχαριστία δεν είναι μέσο για ενότητα, αλλά έκφραση, φανέρωση της ενότητας στο ένα σώμα του Xριστoύ. Γι' αυτό και τα σχίσματα αποτελούν τραύματα στο σώμα της Εκκλησίας δεν εκφράζουν το αληθινό νόημα της θείας ευχαριστίας (Α' Κορ. α' 13. ι' 16-18. 18-23).

Αυτό είναι το δόγμα της αγίας Γραφής στο θέμα της θείας ευχαριστίας. Τούτο μαρτυριέται από τον αλάνθαστο ερμηνευτή της αγίας Γραφής, την Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15) στους μεταπoστoλικoύς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα πρωτοχριστιανικά κείμενα.

 Η «Διδαχή» (90-110 μ.Χ.) αναφέρεται στη «θυσία καθαρά» του Μαλαχίου (α' 11) και την ταυτίζει με την ευχαριστία (Διδαχή XIV,1). Ο άγιος Ιγνάτιος (†11O) προτρέπει: «Σπουδάσατε ουν μιά ευχαριστία χρήσθαι μία γάρ σάρξ του Κυρίου ημών Ιησού Xριστoύ, και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού, εν θυσιαστήριoν ως εις επίσκοπος άμα τω  πρεσβυτερίω και τοίς διακόνοις, τοίς συνδούλοις μου, ίνα ο εάν πράσσητε, κατά Θεόν πράσσητε» (Iγν., Φιλαδ. 4).

 Ο Ioυστίνoς (†163/167) συνδέει την θεία ευχαριστία με την «θυσίαν καθαράν» (Μαλαχ. α' 11. Ioυστ., Διάλ. πρός Τρύφ. 41,2-3) και υπογραμμίζει πώς δεν είναι κοινός άρτος και «κοινό πόμα», αλλά «δι' ευχής λόγου» ο άρτος και ο οίνος γίνονται «αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν» (Ιoυστ., Αποκ. 66,2). Mάλιστα προσθέτει: «εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι», δηλαδή αυτό δεν είναι άποψη του Ioυστίνoυ, αλλά διδασκαλία της Εκκλησίας.

Ο Ειρηναίος (†220) αναφέρει ακόμη και την «επίκληση» του Αγίου Πνεύματος για τη μεταβολή του άρτου σε σώμα και του οίνου σε αίμα του Xριστoύ. «Εάν λοιπόν το περιεχόμενο του ποτηρίου και ο ετοιμασμένος άρτος δεχθούν το λόγο του Θεού και η ευχαριστία γίνει σώμα Χριστoύ, ώστε η ουσία της σάρκας μας να ανυψώνεται και να στηρίζεται, πώς μπορούν να λέγουν ότι η σάρκα δεν μπορεί να λάβει τη χάρη του Θεού, πού συνίσταται στην αιώνιο Ζωή, αφού τρέφεται από το αίμα και το σώμα του Κυρίου και γίνεται μέλος;» (Ειρην., Κατά αιρ. V, 2.3).

Εκκλησία και κοινωνία (Αρχ. Γεώργιος Καψάνης Γρηγοριάτης)



Ο χριστιανός έχει ευθύνη για την κοινωνική ζωή. Η ευθύνη αυτή του υπαγορεύει να εργασθή για την επικράτησι στην κοινωνία του θελήματος του Θεού για σωτηρία, αγάπη, δικαιοσύνη, ελευθερία και φιλανθρωπία μεταξύ των ανθρώπων. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η σωτηρία θεωρείται όχι μόνο σαν κάθετη σχέσι με το Θεό (προσωπικά), αλλά και σαν οριζόντια σχέσι με τους αδελφούς (κοινωνικά και εκκλησιαστικά). Η στάσι μας απέναντι στον αδελφό έχει συνέπεια στην σωτηρία μας και γι’ αυτό έχει ύψιστη σημασία για μας. Η κοινωνική αποστολή και δράσι του ανθρώπου, όπως και το εν γένει ήθος του, προσδιορίζεται αποφασιστικά από το «πιστεύω»» του, δηλαδή από τις κοσμοθεωριακές του αρχές και προϋποθέσεις, από τη φιλοσοφική του τοποθέτησι. Η πρακτική δράσι προϋποθέτει ένα γενικώτερο προσανατολισμό. Στη θεολογική γλώσσα λέμε ότι δόγμα και ήθος, θεολογία και ζωή, αλληλοπεριχωρούνται. Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί, έχουμε υποχρέωσι να γνωρίσουμε και να συνειδητοποιήσουμε τις θεολογικές προϋποθέσεις και αρχές, στις οποίες πρέπει να οικοδομείται η κοινωνική ζωή του χριστιανού. Πώς το Ευαγγέλιο του Χριστού και η Παράδοσις της Εκκλησίας, που είναι το Ευαγγέλιο πραγματοποιημένο μέσα στους αιώνες, βλέπουν τον άνθρωπο, την κοινωνία, και την ορθή σχέσι ανθρώπου και κοινωνίας;

Η θεολογία δεν είναι κάτι έξω από τα πράγματα και τη ζωή μας, αλλά η βαθύτερη και ουσιαστικώτερη εξέτασί τους, η θεώρησί τους από τη σκοπιά του Θεού και μέσα στην προοπτική της αιωνιότητος. Βλέποντας τον κόσμο θεολογικά, τον βλέπομε όχι ανθρωποκεντρικά, αλλά θεανθρωποκεντρικά. Ζητούμε από το Λόγο του Θεού να φωτίση τα πράγματα και να μας αποκαλύψη τους επί μέρους λόγους τους και τη σχέ­σι τους με το Λόγο, ώστε να μπορούμε να τα δούμε όλα με ενότητα, καθολικά και όχι τεμαχισμένα, αντινομικά και μερικά.

Έτσι μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε το γενικώτερο νόημα του κόσμου, της υπάρξεως, της κοινωνικής συμβιώσεως, της ζωής και του θανάτου, ώστε να μπορούμε να ζούμε με νόημα, έλλογα, δηλαδή εν τω Λόγω, και όχι άλογα ή παράλογα.

***

Στην ορθόδοξη πίστι μας ο κόσμος είναι έργο της ελεύθερης αγάπης του Θεού. Ο άνθρωπος επίσης δημιουργείται για να γίνη κοινωνός της μακαρίας ζωής της Αγίας Τριάδος. Ο πανάγαθος Θεός προσφέρει στον άνθρωπο ως δώρο όχι μόνο τα αγαθά του κόσμου, αλλά και τον εαυτό Του. Ο άλλος άνθρωπος είναι δώρο του Θεού, τα αγαθά της ζωής είναι δώρα του Θεού. Ο χριστιανός δέχεται με ευχαριστία τα δώρα αυτά και αντιπροσφέρει στον Κύριο την αγάπη του, την πίστι του, την υπακοή του. Δεχόμενος τα πάντα ως δώρα προσφέρεται στο Θεό (φιλοθεΐα) και στα παιδιά του Θεού (φιλαδελφία), ως αντίδωρο.

Μετά την πτώσι, όταν ο άνθρωπος κυριαρχήθηκε από τον εγωισμό, έχασε την δυνατότητα να ζη ευχαριστιακά. Αρχισε να ζη ατομικά. Την φιλοθεΐα και φιλανθρωπία αντικατέστησε η αθεΐα ή μισοθεΐα και η μισανθρωπία με διάφορες μορφές, κάποτε και εξευγενισμένες, όπως στην περίπτωσι του άθεου ουμανισμού.

Η μη ευχαριστιακή θεώρησι του εαυτού μας, των συνανθρώπων μας και των αγαθών του κόσμου ως δώρων του Θεού, είχε ως αποτέλεσμα την ιδιοτελή και εγωκεντρική χρήσι τους. Ιδιαίτερα στην κοινωνική ζωή ο άνθρωπος έπαυσε να είναι για τον συνάνθρωπο δώρο Θεού και έγινε αντικείμενο εκμεταλλεύσεως. Έπαυσε να είναι αδελφός, έγινε δούλος. Έπαυσε να είναι φίλος, έγινε αντίπαλος και εχθρός. Έπαυσε να είναι εικόνα του Θεού και γι’ αυτό η χαρά του συνανθρώπου του, και έγινε ο ένας για τον άλλον «απειλή της ελευθερίας και κόλασι» (Σάρτρ).

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ; Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ



Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.

Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.

Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:
 
Η Ορθοδοξία: μια μαρτυρία αποτυχημένη
 
Ο κ. Ζηζιούλας σπανίως διακρίνει ιδιαιτερότητας εντός του Χριστιανισμού, όπως π.χ. Ορθόδοξον Εκκλησίαν ή θεολογίαν, λατινικήν ή προτεσταντικήν εκκλησίαν ή θεολογίαν κλπ. Συνήθως ομιλεί περί χριστιανικής εκκλησίας, θεολογίας, παραδόσεως κλπ. Το εν σ. 57 περί Δυτικής Εκ­κλησίας αναφέρεται μόνον εις το ελληνικόν κείμενον, ενώ εις το αγγλικόν υπάρχει: the church. Ειδικώτερον περί Ορ­θοδοξίας αναφέρεται μόνον εις το πρώτον κείμενον, το και παλαιότερον (1967), του βιβλίου του.
Εις το βιβλίον του κ. Ζ.: Η κτίση ως ευχαριστία, προ­βάλλονται δύο θεωρίαι περί Χριστιανισμού: η μεν πρώτη αναφέρεται εις την προέλευσιν αυτού, η δε δευτέρα εις την έκπτωσιν.
1. Τον Χριστιανισμόν δέχεται ο κ. Ζ. ως σύνθεση των δύο πολιτισμών που επεκράτησαν, κατά την εποχήν της εμφανίσεώς του, ήτοι του Ιουδαϊκού και του ελληνι­κού πολιτισμού ... ο κλασσικός Χριστιανισμός πήρε μορφή στα πλαίσια και ίσως κάτω από την επιρροή δύο πολιτισμών που έπεκράτησαν, ήτοι του Ιουδαϊκού πολιτισμού, που απετέλεσε την αφετηρία του Χριστιανι­σμού, και εκ του οποίου παρέλαβε την προφητείαν, και του ελληνικού πολιτισμού, εκ του οποίου παρέλαβε το κοσμολογικό ενδιαφέρον, ή την κοσμολογίαν.
Εκ του συνδυασμού των δύο τούτων στοιχείων, που παίρνει αργότερα η Εκκλησία και αναπτύσσει περισ­σότερο, προέκυψεν ένας νέος τύπος προφητείας: η κο­σμολογική προφητεία, καθώς και η ευχαριστιακή κοσμολο­γία, ήτοι η θεία Ευχαριστία. Οι δυο πολιτισμοί (ούτοι) βρίσκονται στις ρίζες του Χριστιανισμού, η (δε) πρώτη Εκκλησία είχε να συνδυάσει δύο απόψεις: την ιουδαϊκήν και την ελληνικήν. Ακριβώς από το συνδυασμό αυτόν ο αρχαίος Χριστιανισμός ανέπτυξε την ευχαριστιακή κο­σμολογία, η οποία, σαν την κοσμολογική προφητεία, θεω­ρεί τον κόσμο... κλπ. Η θεία Ευχαριστία, λοιπόν, αποτελεί συνδυασμόν δύο τινών: του κοσμολογικού ενδιαφέροντος του ελληνικού πολιτισμού: Η κοσμολογία ήταν το επίκεν­τρο των ενδιαφερόντων των Ελλήνων φιλοσόφων, και της προφητείας του ιουδαϊκού πολιτισμού, διο και οι πρώ­τες ευχαριστιακές ευχές της Εκκλησίας γράφτηκαν σύμφωνα με την τυπικά ιουδαϊκή λειτουργική παράδοση. Συνοψίζον­τας μπορούμε να πούμε ότι η κοσμολογική προφητεία και η ευχαριστιακή κοσμολογία,... προέκυψαν από τη σύν­θεση της ελληνικής με την εβραϊκή σκέψη στο έδα­φος του Χριστιανισμού (47 - 51).
Ο Χριστιανισμός δηλ. αποτελεί σύνθεση και συν­δυασμόν θετικών μεν, αλλά ξένων και ετερόκλιτων στοι­χείων δύο πολιτισμών, που επεκράτησαν, ή με άλλα λόγια: ο Χριστιανισμός είναι σύνθεση οθνείων θρησκευτικο-φιλοσοφικών ιδεών, δηλ. φαινόμενον θρησκευτικού συγκρητισμού.
Ότι δε αποδέχεται ο κ. Ζ. την θεωρίαν ταύτην ενισχύ­εται τούτο και εκ δύο άλλων διαπιστώσεων: Εις το βιβλίον του ουδεμίαν μνείαν ποιείται της ιδρύσεως του Μυστη­ρίου της Θείας Ευχαριστίας υπό του Ιησού Χριστού, ή άλλων, σχετικών, αναφορών της Καινής Διαθήκης, και το κυριώτερον: Ουδεμίαν αναφοράν κάμνει εις το μυστήριον της σαρκώσεως ή της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού: ο Λόγος σαρξ έγένετο, δια του οποίου θεμελι­ούται το μοναδικον και ανεπανάληπτον του Χριστιανι­σμού ως θρησκευτικού γεγονότος εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος.
 Εκπλήσσει, όντως, η διαπίστωσις αυτή, ότι δηλ. ο κ. Ζ. εις ολόκληρον το βιβλίον του, ουδέ απλήν αναφοράν κάμνει εις το θεμελιώδες τούτο θαύμα της χριστιανικής πί­στεως, ήτοι εις την σάρκωσιν του Υιού του Θεού, εάν σκεφθεί τις, ότι, άνευ του γεγονότος τούτου, δια του οποίου έλαβε χώραν η πρόσληψις και η θέωσις του ανθρωπίνου και, κατ' ακολουθίαν, συνόλου της κτιστής φύσεως, είναι αδύνα­τος πας περί οικολογίας λόγος, τουλάχιστον εξ επόψεως της ορθοδόξου θεολογίας. Διατί, άραγε, αποφεύγει τόσον επι­μελώς ο κ. Ζ. να αναφερθεί εις το γεγονός της ενανθρωπήσε­ως του Υιού του Θεού; -Απλούστατα: διότι απορρίπτει το θαύμα, όπως θα ιδώμεν εις τα επόμενα, η δε σάρκωσις του θείου Λόγου αποτελεί το κατ' εξοχήν θαύμα του χριστια­νικού Ευαγγελίου: ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού, γενόμενον εκ γυναικός....
Εν γένει εις το βιβλίον του ο κ. Ζ. αποφεύγει να ανα­φερθεί εις την θείαν φύσιν και ιδιότητα του Ιησού Χρι­στού. Εις δύο, λίαν συντόμους αναφοράς του εξαίρει τον Ιησούν Χριστόν, ως τον κατ' εξοχήν Άνθρωπο, ως τον άνθρωπο, τον ενωμένο με το Θεό, τον θεοποιημένο. Ο Ιησούς Χριστός είναι το πρότυπο (model, εις το αγγλικόν κείμενον) της σωστής σχέσεως του ανθρώπου προς το φυσικό κόσμο, ενώ παραθεωρείται εμφανώς η κά­θετος ιδιότης του Ιησού Χριστού, ως του Σωτήρος, του Λυτρωτού του κόσμου: Θεός ην εν Χριστώ, κόσμον καταλλάσσων Εαυτώ (Β' Κορ. 5, 19), και εξαίρεται η οριζόν­τια αρετή Αυτού, ο ανθρωπισμός του: το πρότυπο της σωστής σχέσεως του ανθρώπου προς το φυσικό κόσμο. Δια τους ανωτέρω δε λόγους, φρονώ, ότι ο κ. Ζ. ουχί τυχαίως ή εκ παραδρομής θεωρεί, ότι ο Χριστιανισμός προέκυψεν από τη σύνθεση της ελληνικής με την εβραϊκή σκέψη.
2. Η δευτέρα περί Χριστιανισμού θεωρία του κ. Ζ. αναφέρεται εις την έκπτωσιν αυτού εκ του πρωταρχικού του περιεχομένου. Εδώ αντιγράφει την περί καθολικοποιήσεως του Χριστιανισμού προτεσταντικήν θεωρίαν, κατά την οποίαν ο Χριστιανισμός, μετά μικράν τίνα περίοδον γνη­σίου βίου του, εξεφυλίσθη και εξέπεσεν εκ της αρχικής γνησιότητας του, τούθ' όπερ συνέβη ήδη κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, εντεύθεν και ο Λούθηρος ηναγκάσθη να απορρίψει εκ του κανόνος αυτής τας λεγομένας καθολι­κώς επιστολάς, ως νόθας, αλλά και τινα άλλα κείμενα αυτής.
Η θεωρία, όμως, του κ. Ζ. εμφανίζει μίαν παραλλαγήν έναντι της ανωτέρω θεωρίας: Ο κ. Ζ. πρεσβεύει, ότι η Εκ­κλησία εξέπεσε και διεστράφη, λίαν ενωρίς, ουχί εκ πρωτογενών, χριστιανικών, στοιχείων, όπως δοξάζει η προ­τεσταντική περί εκπτώσεως του Χριστιανισμού θεωρία, άλλ' εκ θετικών μεν, αλλά ξένων διδασκαλιών, τας οποίας είχε προσλάβει εκ των δύο πολιτισμών, δηλ. του ιουδαϊκού και του ελληνικού. Κυρίως η αρχαία Εκκλησία απώλεσεν εκ νέου εκ της θείας Ευχαριστίας το κοσμολογικών ενδιαφέρον, ήτοι το ενδιαφέρον περί της σπουδαιότητας και της αιώνιας α­ξίας του υλικού κόσμου, το όποιον είχεν αφομοιώσει εκ του Ελληνισμού: στον αρχαίο Χριστιανισμό η κοσμολο­γία και το ενδιαφέρον για τη φύση κατείχαν κεντρική θέση στην εκκλησιαστική συνείδηση. Αλλά το ενδιαφέρον τούτο απωλέσθη μετά τους πρώτους δύο ή τρεις αιώνες! -Με τι αντικατεστάθη; -Το ενδιαφέρον της μεταγενεστέρας Εκκλησίας απερρόφησεν η θεία Ευχαριστία, ως θυσία, ως μια τελετή αναμνήσεως της θυσίας του Χριστού.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ: «...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ
(επανάληψη)
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.)εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:

4o ΚΕΦΑΛΑΙΟ

«...δεν υπάρχει... υπερφυσικό»

1. Η θεολογία του κ. Ζηζιούλα απομακρύνεται εκ της «παραδοσιακής» ορθοδόξου θεολογίας, ήτις κατανοεί το έργον της ως λειτουργίαν εντός της Εκκλησίας προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τους πιστούς της. Η θεολογία τον κ. Ζ. απευθύνεται προς «το σύγχρονο άνθρωπο»,
με τον οποίον επιδιώκει να διαλεχθεί και να πείσει, επιζητούσα «μια έντιμη, συνεπή συνομιλία με την επιστημονική ή φιλοσοφική σκέψη», και «με τους φυσικούς επιστήμονες»(88. 89).

Ποίος είναι «ο σύγχρονος άνθρωπος» εις την εικόνα του κ. Ζ.; -Είναι εκείνος, πού «αποτινάζει με αγανάκτηση τους ηθικούς κανόνες» της χριστιανικής παραδόσεως(32), που δεν πείθεται με «τα δογματικά κηρύγματα»(33), πού «δεν συλλαμβάνει πλέον το υπερφυσικό»(25). Και εδώ παρατηρείται κάτι το εκπληκτικόν, ουχί μόνον δι' ορθόδοξον, αλλά και δι' οιονδήποτε άλλον θεολόγον -επιστήμονα: Ο κ. Ζ. αποδέχεται ανεπιφυλάκτως -και μάλιστα υπερθεματίζει- την πολεμικήν ταύτην «του συγχρόνου ανθρώπου», δια της οποίας απορρίπτει ούτος σύνολον την χριστιανικήν - ορθόδοξον παράδοσιν, διότι «δεν την συλλαμβάνει πλέον». Χωρίς την άσκησιν οιασδήποτε κριτικής προς «τον σύγχρονον άνθρωπον», όστις είναι πλήρης προλήψεων, δεισιδαιμονιών, αιρέσεων, ανηθικότητος, εγκληματικότητος κλπ., επιρρίπτει ούτος όλα τα βάρη «της κρίσεως του συγχρόνου ανθρώπου στη σχέση του με το Χριστό» εις την Εκκλησίαν και εις την θεολογίαν της, δια τον λόγον και μόνον, ότι διδάσκει αυτή, ο,τι απορρίπτει ούτος. Και δια να μην επανέρχομαι: «Και μέσα στην Εκκλησία», κατά τον κ. Ζ., το άτομον δεν σώζεται, αλλά κακοποιείται και αλλοτριούται(29)!

Ειδικώτερον, ως προς την περί Θεού διδασκαλίαν, όπως κατανοεί ταύτην ο κ. Ζ., αξία σημειώσεως είναι τα ακόλουθα: Ο κ. Ζ. εις τον περί Θεού λόγον του απαξιοί, σχεδόν, να «εργασθεί» με χριστιανικάς εννοίας, όπως: Πατήρ, Υιός, Άγιον Πνεύμα, ενέργειαι του Θεού κλπ. Ακόμη δε και την λέξιν «Θεός» χρησιμοποιεί κατά συγκατάβασιν: «...σε κάποιο "επέκεινα" - στο Θεό, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την παραδοσιακή ορολογία»(45)! Αντί δε τούτων επιδεικνύει προτίμησιν ούτος προς τους φιλοσοφικούς όρους: «υπερφυσικό», «υπερβατικό», «επέκεινα» κλπ., οίτινες υπεμφαίνουν το ουδέτερον, το απρόσωπον, το ανενέργητον «επέκεινα», καθώς και προς μίαν «απόλυτα μονοθεϊστική έννοια περί Θεού» (103), ακατανόητον δια τα ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα.

Ωσαύτως ασκείται υπό του κ. Ζ. δριμύτατη πολεμική κατά της «παραδοσιακής» ορθοδόξου περί Θεού διδασκαλίας, με μόνον κριτήριον «τον σύγχρονο άνθρωπο». Ο κ. Ζ. δηλ. δεν ερωτά θεολογικώς, εάν η «παραδοσιακή» περί Θεού διδασκαλία αντιστοιχεί ή όχι προς το περιεχόμενον της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, και εκείθεν να κρίνει ή και να απορρίψει ταύτην, αλλά θέτει ως κριτήριον του περί Θεού λόγου της ορθοδόξου θεολογίας «το σύγχρονο άνθρωπο».

Έπονται τα ακόλουθα «σχιζοφρενικά»: Εδώ έχομεν θεολογικήν ασυδοσίαν. Ουδείς ποτέ σοβαρός θεολόγος απέρριψε θεολογικάς προτάσεις με εξω-θεολογικά κριτήρια.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ: «Θεολογία»: Όχι «σε λογικές αντιφάσεις»


ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
(επανάληψη)
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:

5o ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«Θεολογία»: Όχι «σε λογικές αντιφάσεις»
Α'
Σπανίως Έλλην ορθόδοξος θεολόγος ήλεγξε την θεολογίαν με τόσην αυστηρότητα δια την χρήσιν της λογικής εις το έργον της και την υπ' αυτής υιοθέτησιν ορθολογικών μεθόδων. Επαναλαμβάνω φράσεις τινάς του κ. Ζ.: «Η Εκκλησία μας... έγινε άμβωνας». «Καταφεύγουμε σε ορθολογικά και ηθικά κηρύγματα, για να πείσουμε τον κόσμο και αποτυγχάνουμε»(33). «Σ' αυτή την ανθρωποκεντρική και λογικοκρατούμενη αντίληψη του κόσμου,... η χριστιανική θεολογία συνέβαλεν αποφασιστικά»(56), υποστηρίξασα «τον ανθρωποκεντρικό και λογικοκρατούμενο πολιτισμό, που κληρονόμησαν η εποχή μας» (57 και 42, 43, 45, 46, 47, κ.ά.).
Η κατά της «ανθρωπινής» λογικής πολεμική του κ. Ζ. εξικνείται μέχρι του σημείου της απορρίψεως ταύτης εκ του «κατ' εικόνα» του ανθρώπου: «Στο Σχολαστικισμό» ανήκει «η ιδέα ότι το ‘'κατ' εικόνα Θεού'' αφορά στο λογικό του ανθρώπου»(55)!
Ίσως φανεί παράδοξον, αλλ' όμως συμβαίνει: Νομίζω, ότι ουδείς άλλος Έλλην ορθόδοξος θεολόγος παραχωρεί - συνειδητώς και εν επιγνώσει του- τόσην μεγάλην αυθεντίαν εις την λογικήν κατά την άσκησιν του έργου της θεολογίας, όσην ο κ. Ζ. Την λογικήν καθιστά ο κ. Ζ. περιεχόμενον και κριτήριον του θεολογείν του. Όπως ήδη ελέχθη, η θεολογία του κ. Ζ. απομακρύνεται εκ του έργου και της αποστολής της «παραδοσιακής» θεολογίας: δεν επιθυμεί να είναι λειτουργία εντός της Εκκλησίας, χάριν των πιστών και των θεολόγων αυτής, αλλά φιλοδοξεί να είναι μία «σύγχρονη θεολογία», που να «μπορεί να προσφέρει κάτι» «στο σύγχρονο άνθρωπο», με συγχρόνους θεολόγους και «Ιερείς»: «Χρειαζόμαστε ένα νέο πολιτισμό... με τον Άνθρωπο ως Ιερέα» (54. 88. 44)!
Η «παραδοσιακή» θεολογία δεν συγκινεί αυτόν πλέον; θεωρεί το οίκημα της πίστεως, το οποίον οικοδόμησαν επί 2.000 χρόνια τώρα οι θεολογικοί μας πρόγονοι, ως ετοιμόρροπον και ανάξιον υποστηρίξεως. Διό και εκτρέπει την θεολογίαν του εκ της αποστολής, την οποίαν είχεν η «παραδοσιακή» θεολογία, της οποίας το κύριον έργον συνίστατο εις την ενασχόλησιν με τας αληθείας της εν Ιησού Χριστώ θείας αποκαλύψεως, όπως αύται βιούνται και διδάσκονται υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας, προς υποβοήθησιν του σωτηριώδους έργου Αυτής προς τον θρησκεύοντα λαόν της, προς δύο θεμελιώδεις αποκλίσεις:
1. Εντάσσει εις το περιεχόμενον της θεολογίας περιεχόμενα και γνώσεις ουχί μόνον εκ των άλλων, θύραθεν, επιστημών, αλλά και εξ όλων των περιοχών του ανθρωπίνου πνεύματος. Ούτος χρησιμοποιεί δηλ. τας θύραθεν επιστήμας ουχί υποβοηθητικώς διά το έργον της θεολογίας, αλλά καθιστά το γνωστικόν περιεχόμενον αυτών περιεχόμενον και της θεολογίας. Αναφέρει δε σχετικώς: «Η επιστήμη της φυσικής, όπως και της βιολογίας, ασκεί πίεση στη σύγχρονη θεολογία ζητώντας αναθεώρηση της παραδοσιακής μας θεολογίας», με κύριον αίτημα: «μία δημιουργική χρήση από τη θεολογία όλων αυτών των νέων εξελίξεων της βιολογίας και της φυσικής σε συνδυασμό με όσα η χριστιανική παράδοση μπορεί(!) να προσφέρει για τον ίδιο σκοπό». Και ο κ. Ζ. αποφαίνεται: «Πιστεύω ότι αυτή η πίεση μπορεί να είναι αποφασιστικά ωφέλιμη για την Εκκλησία»(58).
Εις διηυρυμένην πως διατύπωσιν έχει ο ανωτέρω συλλογισμός του ως ακολούθως: «Η θεολογία θα πρέπει να προσπαθήσει να προσαρμόσει το παρελθόν εις το παρόν, δια δημιουργικού συνδυασμού (combining) τούτου με ο,τιδήποτε το καλόν (best) εκ της επιστήμης, τέχνης, φιλοσοφίας, αλλά και εκ των λοιπών περιοχών του νοείν» (εκ: Christianity and Ecology υπό Ε. Breuilly και Μ. Palmer, 1992, 53- η μετάφρασις υπ' εμού). Υπό την έννοιαν ταύτην παύει η θεολογία να φέρει τον χαρακτήρα επιστήμης, αφού δεν ασχολείται πλέον με συγχεκριμένον και περιωρισμένον πεδίον ερεύνης, τουθ' όπερ αποτελεί το γνώρισμα πάσης επιστήμης, και μεταβάλλεται εις εν εκλεκτικόν σύστημα συλλογής και συνδυασμού παντοειδών γνώσεων, ή με άλλα λόγια: εις «κάλαθον των απορριμμάτων» του ανθρωπίνου πνεύματος. Διότι, τι εστίν «αγαθόν» και «καλόν» εξ επόψεως της χριστιανικής Ηθικής; Δεν προσδιορίζει τούτο η θεολογία πάντοτε εν σχέσει προς την εν Ιησού Χριστώ θείον αποκάλυψιν;
2. Την έτεραν απόκλισιν εκ της «παραδοσιακής» θεολογίας συνιστά το όργανον και το κριτήριον τον θεολογείν, το οποίον δια τον κ. Ζ. είναι η λογική, ειδικώτερον δε η επιστημονική λογική. Ο κ. Ζ. αποφεύγει επιμελώς να εργάζεται με θεολογικάς εννοίας και κατηγορίας, όπως θεία αποκάλυψις, Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοσις, αποφάσεις των Οικουμενικών συνόδων, αυθεντία της Εκκλησίας, πίστις κλπ. Τοιούτοι έννοιαι ουδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εις τον θεολογικόν του στοχασμόν. Τουναντίον απαιτεί, «μιλώντας θεολογικά», να διατυπώναμε τας απόψεις μας «με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προσκρούσωμε σε λογικές αντιφάσεις και σε βασικά επιστημονικά δεδομένα» (88). Όλην δε την πορείαν των θεολογικών του σκέψεων και απόψεων διατρέχουν «λογική συνέπεια» και επιχειρηματολογία. Συχνάκις απαντώνται φράσεις, όπως: «είναι θέμα λογικής συνέπειας για τους Χριστιανούς να...»(89), «θα ήταν πιο λογικό»(108), «αυτό θα ήταν παράλογο»(104), «θα ήταν αντιφατικό»(89) κλπ. Ακόμη δε και τον Θεόν εγκαλεί να ενεργεί συμφώνως προς την «ζηζιούλειον» λογικήν, λέγων; «θα ήταν παράλογο εκ μέρους του Δημιουργού...»(118) κλπ.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ: «...για μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»


ΜΕΓΑ Λ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ

ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ Ή ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΩ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ
(επανάληψη)
Εις τα επόμενα ασχολούμαι με την παρουσίαση και την κριτική θεώρηση των θεολογικών ιδεών και απόψεων του Μητροπολίτου Περγάμου και καθηγητού κ. Ιωάννου Ζηζιούλα , όπως αυτές εκτίθενται εις το προσφάτως δημοσιευθέν βιβλίο του: «Η κτίση ως ευχαριστία, θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της Οικολογίας», Αθήνα 1992.
Έναντι του θεοκεντρικού χαρακτήρος της «παραδοσιακής» ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, ήτις θεολογεί με αφετηρία και βάση την εν Ιησού Χριστώ θεία αποκάλυψη, όπως αυτή βιώνεται και διδάσκεται υπό της Ορθόδοξου Εκκλησίας, παρουσιάζει η εις το ως άνω βιβλίο του θεολογία του κ. Ζηζιούλα (εφεξής : κ. Ζ.) εμφανή την απόκλιση προς ένα ανθρωποκεντρισμό.
Ενταύθα πρόκειται ουχί περί επί μέρους επιδράσεων εκ της δυτικής θεολογίας, τις οποίες συναποκομίζει πας ορθόδοξος θεολόγος, θητεύσας εις τας θεολογικάς σχολάς της Δύσεως, αλλά περί ενός νέου τρόπου του θεολογείν στο χώρο της ορθοδόξου δογματικής θεολογίας, με ισχυρά τη ροπή προς την φυσική, τ.έ. την φιλοσοφική, θεολογία, όστις, εκρίθη σκόπιμο να καταστεί γνωστός ευρύτερο, προς θεολογική συζήτησιν, αντιπαράθεση και αξιολόγηση, και ένταξη εκεί, ένθα ανήκει, δεδομένου ότι απηχεί απόψεις ενός ουχί τυχαίου Έλληνος ορθοδόξου θεολόγου και επισκόπου.
Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν εις το ως άνω βιβλίο του κ. Ζ., για δε τις υπογραμμίσεις, επειδή δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθεί η δέουσα τάξη, παρακαλώ τον αναγνώστη, όπως ανατρέχει στο κείμενο προς επαλήθευση. Οι τίτλοι των περιεχομένων της δικής μου εργασίας έχουν ως ακολούθως:
3o ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«...για μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»
1. Ο κ. Ζηζιούλας ανάγει την αρχήν και προέλευσιν της θείας Ευχαριστίας εις εκτός του Χριστιανισμού πνευματικά ρεύματα, όπως ήδη ανεφέρθη και εις προηγούμενα. Το γεγονός τούτο ενισχύεται και εκ του ότι εις ουδέ μίαν συνάφειαν του θεολογικού του λόγου θεωρεί ούτος την θείαν Ευχαριστίαν εν σχέσει πρός την Καινήν Διαθήκην, προς τους ιδρυτικούς λόγους του Κυρίου, και προς τας θεμελιώδεις αναφοράς του αποστόλου Παύλου. Επαναλαμβάνω φράσεις του κ. Ζ.: «ο κλασσικός
Χριστιανισμός πήρε μορφή στα πλαίσια, και ίσως κάτω από την επιρροή, δύο πολιτισμών που επεκράτησαν»: «του ιουδαϊκού πολιτισμού», εκ του οποίου παρέλαβε «την προφητεία», και «του ελληνικού πολιτισμού», εκ του οποίου παρέλαβε «το κοσμολογικό ενδιαφέρον», εκ της «συνθέσεως» δε των δύο τούτων «στοιχείων» ανέπτυξεν ούτος την «κοσμολογικήν προφητείαν», και την «ευχαριστιακήν κοσμολογίαν», ήτοι την θείον Ευχαριστίαν, ως ευχαριστιακή αναφοράν του κόσμου «στο Θεό». Εκ του λόγου δε τούτου, «οι πρώτες ευχαριστιακές ευχές της Εκκλησίας,... γράφτηκαν σύμφωνα με την τυπικά ιουδαϊκή λειτουργική παράδοση». Οι δυο ανωτέρω πολιτισμοί, λοιπόν, ήτοι ο ιουδαϊκός και ο ελληνικός, «βρίσκονται στις ρίζες του κλασσικού Χριστιανισμού... η πρώτη Εκκλησία είχε να συνδυάσει μια άποψη για τον κόσμο», ήτοι την ελληνικήν, «και μια άλλη», ήτοι την Ιουδαϊκήν. «Ακριβώς από το συνδυασμό αυτόν ο αρχαίος Χριστιανισμός ανέπτυξε την ‘ευχαριστιακή κοσμολογία'», και «την κοσμολογική προφητεία». «Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η κοσμολογική προφητεία και η ευχαριστιακή κοσμολογία.,... προέκυψαν από τη σύνθεση της ελληνικής με την εβραϊκή σκέψη στο έδαφος του Χριστιανισμού» (47 - 51).

2. Την περί της Θείας Ευχαριστίας διδασκαλίαν του διατυπώνει ο κ. Ζ. ως ακολούθως, και δη:
Όσον αφορά εις «την ευχαριστιακή Ακολουθία: στην αρχαία Εκκλησία η ακολουθία αυτή ονομαζόταν -όχι χωρίς ιδιαίτερη σημασία- καθαρά και απλά Αναφορά ή Ευχαριστία»(65). «Στην αρχαία ευχαριστιακή Λειτουργία... η ευχαριστία για τη δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία του Χριστού... κεντρική θέση είχε η ‘αναφορά' της κτίσεως στην αρχαία Λειτουργία. Το ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας -και αυτό αξίζει να το τονίσουμε- δεν ήταν η Ουσία, όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο Θεό της δικής Του δημιουργίας»(61). «Όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων -και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού- όσο την ‘αναφορά' των δώρων του άρτου και τον οίνου στο Δημιουργό Πατέρα»(60). Το αυτό υποστηρίζει και περί του νοήματος της ορθοδόξου θείας Ευχαριστίας ο κ. Ζ., ότι δηλ. «οι πιστοί δεν πηγαίνουν μόνοι στην Εκκλησία, αλλά συνοδεύονται από τα δώρα της δημιουργίας, τον άρτο, τον οίνο και το έλαιο... για να παραδοθούν στα χέρια του Επισκόπου,... ο οποίος θα τα ‘αναφέρει' στο θρόνο του Θεού ως Ευχαριστία»(22). Και εδώ ο χαρακτήρ της θείας Ευχαριστίας είναι «καθαρά και απλά Αναφορά ή Ευχαριστία»(60). Αυτή υπήρξεν η θεία Ευχαριστία «με το αρχαίο πατερικό Ορθόδοξο περιεχόμενο της»(19)!
Θα πρέπει να τύχει ιδιαιτέρας προσοχής και το argumentum ex silentio, ότι δηλ. ο κ. Ζ. εις «την έννοια της Ευχαριστίας... με τα αρχαίο πατερικό Ορθόδοξο περιεχόμενό της»(19) αποσιωπά τελείως την μνείαν αυτής και ως θυσίας, καθώς και την εκ της Καινής Διαθήκης προέλευσιν αυτής.
3. Αργότερον, όμως, η Έννοια της θείας Ευχαριστίας διεστράφη, και προσέλαβε ξένον προς το αρχικόν της περιεχόμενον: «η έννοια της Ευχαριστίας έχει πολύ παρεξηγηθεί και διαστραφεί, κυρίως από την εποχή του Σχολαστικισμού»(19). Εις τί συνίσταται η «παρεξήγησις» και η «διαστροφή» αυτή «του νοήματος της Ευχαριστίας»; -Εις το ότι προσέλαβεν αυτή τον χαρακτήρα της αναίμακτου θυσίας, δια «του καθαγιασμού των δώρων», εις «ανάμνησιν του Σταυρού του Χριστού».
Επαναλαμβάνομεν χωρία εκ του βιβλίου του κ. Ζ.: «Όλες οι αρχαίες Λειτουργίες φαίνεται να μην έχουν ως κέντρο τους τόσο τον καθαγιασμό των δώρων -και ακόμα λιγότερο την ψυχολογική(!) ανάμνηση του Σταυρού του Χριστού- όσο την "αναφορά" των δώρων.»(60). Και κατωτέρω: «Στην αρχαία ευχαριστιακή Λειτουργία... η ευχαριστία για τη δημιουργία φαίνεται να είναι το μόνο περιεχόμενο του ευχαριστιακού κανόνα, χωρίς να αναφέρεται καθόλου η θυσία τον Χριστού». Ο χαρακτήρ της θείας Ευχαριστίας, ως θυσίας, είναι μεταγενέστερος: ανάγεται εις τον Μεσαίωνα: «Το Ιερατικό στοιχείο της Ευχαριστίας -και αυτό αξίζει να το τονίσουμε- δεν ήταν η θυσία, όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα, αλλά η αναφορά στο θεό της δικής Του δημιουργίας. Είναι κρίμα πραγματικά, γιατί η θυσία έφτασε να καλύψει για αιώνες το νόημα της ιερωσύνης. Είναι κρίμα», διότι, με το να εκληφθεί η θεία Ευχαριστία ως θυσία, συνέβησαν δύο ανακολουθίαι: «χάθηκε η διάσταση της δημιουργίας από την έννοια της Ιερωσύνης», και δεν εφθάσαμεν «σε μια κοινή αντίληψη της Ευχαριστίας»(61).

Η θεολογία της αγάπης, της ταπείνωσης και της απλότητας



*Καταπληκτικό κείμενο!
Το φυσικό του ανθρώπου είναι να αγαπά, τον συνάνθρωπο και την κτίση. Έτσι πλάστηκε από τον Θεό.
Σε αυτήν την μακαρία κατάσταση έχει τέλεια επικοινωνία με το περιβάλλον του, δηλαδή μια άνετη και απλή εγκατάλειψη και παράδοση του εαυτού του στον συνάνθρωπο και την κτίση. [1] Αυτή είναι η φυσική συνύπαρξη. Έτσι βιώνεται ο άλλος ως οικείο μέλος και όχι σαν κάτι το αλλότριο. Δηλαδή το να βλέπουμε τον εαυτό μας στον συνάνθρωπο, σαν το είδωλό μας στον καθρέπτη. Αυτό όταν γίνετε ανεμπόδιστα, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, αποτελεί την πραγματική κατά Θεόν αγάπη προς τον συνάνθρωπο. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σε αυτόν». (Γαλ. 5, 14) Οτιδήποτε παρεκκλίνει από αυτό είναι απλά αφύσικο και οδηγεί στον σκοτισμό και κατ’ επέκταση τον κλονισμό της σχέσης μας με τον Θεό. Γι’ αυτό και η αγάπη αποτελεί πρωταρχική Θεία Εντολή.
Στην σημερινή μεταπτωτική πραγματικότητα του ανθρώπου, έχουμε κληρονομήσει το Αδαμιαίο πάθος του εγωισμού· «αντί να έχω φυσική σχέση με τον άλλον, να τον βάζω στην καρδιά μου, έχω το μίσος, που είναι μία έξοδος του άλλου από την καρδιά μου και από την ζωή μου[…] Αντί να δω ότι ο άλλος είμαι εγώ, βλέπω ότι είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να είναι φυσικό για τους ανθρώπους του κόσμου, αλλά για μας, που είμαστε σώμα Χριστού, είναι αφύσικο.» [1]
Το άμεσο αποτέλεσμα του εγωισμού είναι και άρνηση του ανθρώπου να ζει ευχαριστιακά σε σχέση με τον συνάνθρωπο αλλά και την κτίση. Προπτωτικά ο Αδάμ στην φυσική Παραδείσια κατάστασή του, δοξολογούσε ευχαριστιακά τον Θεό για όλα τα αγαθά που του προσέφερε αλλά και τον συνάνθρωπό του, την Ευά. Κατανοούσε δηλαδή την δωρεά του Θεού σε οτιδήποτε του παρείχε ο Θεός όμοια με τους Αγγέλους.
«Η μη ευχαριστιακή θεώρηση του εαυτού μας, των συνανθρώπων μας και των αγαθών του κόσμου ως δώρων του Θεού, έχει ως αποτέλεσμα την ιδιοτελή και εγωκεντρική χρήση τους. Ιδιαίτερα στην κοινωνική ζωή ο άνθρωπος έπαυσε να είναι για τον συνάνθρωπο δώρο Θεού και έγινε αντικείμενο εκμεταλλεύσεως. Έπαυσε να είναι αδελφός, έγινε δούλος. Έπαυσε να είναι φίλος, έγινε αντίπαλος και εχθρός.» [2]