α) Η ορθόδοξη χριστιανική λατρεία έχει κοινοτικό, συλλογικό και εκκλησιολογικό χαρακτήρα. Οι χριστιανοί αγιάζονται μετέχοντας στην ζωή της Εκκλησίας, στο σώμα του ζώντος Χριστού. Όμως, η μετοχή στα ιερά μυστήρια και ο εκκλησιασμός χρειάζεται να γίνεται συνειδητά και όχι ανεπίγνωστα, με καθαρή καρδιά και όχι με εμπάθεια. Η συλλογικότητα δεν αίρει την προσωπική ευθύνη. Καταρχήν, ο καθένας φιλοτίμως προσάγει στον Θεό και ιδιαίτερα στην κοινή λατρεία τα δώρα της ευχαριστίας του: το πρόσφορο, τον οίνο, το λάδι, το κερί και το λιβάνι. Παράλληλα όμως, κομίζει και τον προσωπικό του πνευματικό αγώνα κι όχι την κακία και τα πάθη του, τα οποία όταν εμφωλεύουν στην καρδιά, διασπούν την εν Χριστώ κοινωνία και ψύχουν την αγάπη.
β) Οπότε, η μετοχή στο εκκλησιαστικό σώμα προϋποθέτει τη «θυσία» των παθών και των εμπαθών λογισμών διά της μετανοίας, αφού στην κοινή προσευχή καλλιεργείται ήθος «συντετριμμένης καρδίας» και αυτοεξομολογητική διάθεση. Αν δεν θεραπευτεί με την άσκηση και τη συνειδητή μετάνοια η βούληση του χριστιανού, τα ατομικά πάθη, ως ασθένειες της ψυχής, αποκτούν ευρύτερες διαστάσεις και διαβρώνουν το εκκλησιαστικό σώμα. Στην ένωση και κοινωνία με τον Χριστό και τους συνανθρώπους συμβάλλει σημαντικά η ανθρώπινη προαίρεση. «Εκ προαιρέσεως γάρ η ένωσις αύτη γίνεται, ου χωρίς της ημών γνώμης», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός.
δ) Στο Συναξαριστή αναφέρονται τα εξής: « Μαρία η Οσία μήτηρ ημών ήτο από την Αίγυπτον· δωδεκαετής έτι ούσα, έλαθε τους γονείς αυτής και απελθούσα εις Αλεξάνδρειαν, έζη βίον άσωτον δέκα επτά έτη. Εκείθεν υπό περιεργείας ποτέ κινηθείσα απήλθε μετά πολλών προσκυνητών εις Ιεροσόλυμα, ίνα παρευρεθή εις την του Τιμίου Σταυρού ΄Υψωσιν. Θέλουσα δε να εισέλθη εις την Εκκλησίαν, καθ’ ην ημέραν υψούτο ο Τίμιος Σταυρός, ησθάνθη τρις και τετράκις δύναμίν τινα αόρατον, κωλύουσαν αυτήν της εισόδου, ενώ το μετ’ αυτής πλήθος του λαού ανεμποδίστως εισήρχετο».
ε) Τότε άγγιξε την καρδιά της λόγος σωτήριος: ότι ο βόρβορος των έργων της έκλεινε την είσοδο. Οδυρομένη και στενάζουσα εκ βάθους καρδίας, επικαλέσθηκε τη βοήθεια της Θεοτόκου και εισήλθε στο ναό ακωλύτως, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. ΄Εντρομη και εκστατική έλαβε τη μεγάλη απόφαση και εμπιστεύθηκε τη ζωή της στην Παναγία λέγοντας: «Νυν, όπου κελεύεις, οδήγησον· νυν γενού της σωτηρίας διδάσκαλος χειραγωγούσα προς την οδόν την εις μετάνοιαν άγουσαν». ΄Ετσι αναχώρησε στην έρημο του ποταμού Ιορδάνη, όπου «έζησε η τρισολβία χρόνους τεσσαράκοντα επτά, χωρίς να ίδη άνθρωπον».
ζ) Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι: Τί μπορεί να προσφέρει ο θαυμαστός βίος της οσίας Μαρίας στην εποχή μας, στην οποία επικρατεί θόρυβος, ανομία, διαφθορά, σύγχυση ακόμη και σε κύκλους θρησκευόμενων ανθρώπων, κοινωνική κρίση, εθιμική νομιμοποίηση της πολύμορφης αμαρτίας και αμοραλισμός; Καταρχήν γίνεται φανερό, ότι η αμαρτία αλλοτριώνει και ευτελίζει τον άνθρωπο. Ωστόσο έχει ελάχιστη δύναμη μπροστά στην ισχυρή θέληση για μετάνοια. Η μετάνοια, όταν είναι ολοκληρωτική, ειλικρινής και ολοκάρδια, οδηγεί στην κάθαρση και το θείο φωτισμό. Αίρει τα εμπόδια της κοινωνίας με το Θεό και τους συνανθρώπους. Γι’ αυτό και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μετοχής στη θεία Κοινωνία, που αποτελεί κορύφωση της κοινωνίας και της αγάπης μεταξύ των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου