Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

Ο Παπουλακος

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2147
Μνήμη Χριστοφόρου Παπουλάκου
Παρασκευὴ 18 Ἰανουαρίου 2019


(Μία ἁγία μὰ παραγκωνισμένη ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ εἶνε ὁ Παπουλάκος, ἕνας ἁπλὸς ὀλιγογράμματος μοναχός, ποὺ ὅμως «πίστει» (Ἑβρ. 11,3 κ.ἑ.) ἀναδείχθηκε ἕνας νέος ἀπόστολος Χριστοῦ)
Γεννήθηκε, ἀγαπητοί μου, τέλη τοῦ 1700 στὰ Ἄρ­μπουνα, ἕνα ἄσημο χωριὸ τῶν Καλαβρύ­των, ποὺ θά ᾽λεγες «Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀ­γαθὸν εἶναι;» (Ἰω. 1,47)· καὶ ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ προ­ῆλ­θε. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Χρῆστος Πανα­γιωτόπουλος. Εἶδε τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 καὶ τοὺς μαχητὰς ἐκείνους ποὺ μὲ τὴν πίστι «ἐγε­νήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβο­λὰς ἔκλι­ναν ἀλλοτρίων» (Ἑβρ. 11,34) καὶ μᾶς ἐλευθέρωσαν.
Συγκινημένος ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ περιπέτεια καὶ πικραμένος ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἐπεισόδια, ζήτησε ἀνάπαυσι στὸ μοναχισμὸ καὶ πῆρε τὸ ὄ­­νομα Χριστοφόρος σὲ μιὰ πλαγιὰ τῶν Ἀροα­νί­­­ων. «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστὶ θεϊκῷ ἔ­ρωτι πτερουμένοις» (ἀναβ. πλ. α΄)· ἤθελε μοναχι­κὴ ζωή. Ἀλλὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄλλες.
Τὸν ἐπισκέφθηκε ἐκεῖ ὁ Κεφαλονίτης Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ἱδρυτὴς τῆς Ἀδελφότητος Φι­λορθοδόξων καὶ συντάκτης τοῦ φυλλα­δίου «Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἦταν τότε Βαυαροκρα­τία κ᾽ ἡ Ὀρθοδοξία δεχόταν πλήγματα. Τὸ νεο­σύστατο κράτος, ἀντὶ εὐ­χαριστῶ, ὑποδούλωνε τὴν εὐεργέτιδά του Ἐκ­κλησία. Σύμβου­λοι ἀλ­λόδοξοι πλαισίωναν τὸν βασιλέα Ὄθωνα καὶ δρών­τας παρασκηνι­ακὰ κυβερνοῦσαν. Οἱ τότε ἑλληνι­κὲς κυβερνή­σεις ἦταν ἀνδρείκελα τῶν Βαυαρῶν. Μὲ διατά­γματα καὶ νόμους ζητοῦσαν νὰ ἀλ­­λοι­ώ­σουν ἤ­θη καὶ παραδόσεις τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ὀρ­θόδοξος πίστις μυκτηριζόταν. Τὰ παιδιὰ τοῦ Λου­θήρου καὶ τοῦ Καλβίνου εἶχαν βάλει στό­χο τὴν Ἐκκλησία μας. Τὰ μοναστήρια διαλύον­ταν, μο­­ναχοὶ διώ­κον­ταν, μοναχὲς ἀναγ­κάζονταν νὰ παντρευτοῦν, ἱερὰ σκεύη ἔβγαιναν σὲ δημοπρα­σία, καντήλια καὶ εἰκόνες ῥίχνον­ταν κάτω. Ὅ,τι δὲν τόλμησαν οἱ ὀθωμα­νοί, τὰ ἔκαναν τώ­ρα ὑ­πάλληλοι τοῦ κράτους κατὰ διατα­γὴ τῶν ξένων. Ἔκφρασι τοῦ πόνου γι᾽ αὐτὰ ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ Φλαμιάτου. Βλέποντας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἐκτὸς ἐλαχίστων εἶ­χαν τρομοκρατηθῆ κ᾽ ἐκτελοῦ­σαν ὅ,τι διέταζαν οἱ μυστικοσύμβουλοι τοῦ Ὄθωνος, στράφηκε στὸ λαὸ καὶ εἶπε· Ἄντρες καὶ γυ­ναῖκες βαπτισμένοι, ἐσεῖς εἶστε οἱ φρουροὶ τῆς μυστικῆς ἀμπέλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί­ας· ἀναλάβετε τὴν φύλαξί της, ὁ ἀγώνας ἀρχίζει!
Χρειάζονταν ὅμως στελέχη. Καὶ ὁ Φλαμιᾶ­τος ἔκρινε κατάλληλο τὸν Χριστοφόρο. Ὁ μονα­­χὸς ἔπρεπε ν᾽ ἀφήσῃ τὸ ἀσκηταριὸ καὶ νὰ βγῇ στὸν ἀ­γῶ­να· γι᾽ αὐτὸ πῆγε καὶ τὸν βρῆκε ὁ Φλαμιᾶ­τος. Ἡ φωνὴ τοῦ Φλαμιάτου συγ­κλόνισε τὸν ἀ­­σκητή. Πειθαρχεῖ καὶ ῥίχνεται στὸν ἀγῶνα. Ἀρ­χίζει νὰ περιοδεύῃ καὶ νὰ κηρύτ­τῃ.
Τὸ κήρυγμά του ἔχει κάτι ἀπ᾽ τὸ κήρυγμα τῶν ἁλιέων τῆς Γαλιλαίας καὶ τοῦ ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Εἶχε Πνεῦμα ἅ­γιο. Δὲν προσωπο­λη­πτοῦ­σε. Εἶχε ἀ­πόφασι νὰ μαρτυρή­σῃ γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅπως ὁ Κύριος ποὺ εἶπε στὸν Πι­λᾶ­το «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυ­θα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀ­ληθείᾳ» (Ἰω. 18,37).
Ὁ λόγος του πυρακτωμένο σίδερο. Πει­νοῦ­σε καὶ διψοῦσε «τὴν δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6). Ὅταν ἔβλεπε φιλαργύρους καὶ πλεονέκτες νὰ βασα­νίζουν τὸ φτωχὸ χειρότερα ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ Τοῦρ­κοι, τοὺς στηλίτευε. Εἶστε φονιᾶδες, ἔλεγε, δίνε­τε μαχαιριὲς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ᾽νε οἱ φτωχοί· σταυρωτές! κάθε ἀδικία εἶνε κ᾽ ἕνα καρ­­φὶ στὰ πόδια Του… Ὅταν ἔβλεπε γραμματι­σμένους φερμένους ἀπ᾽ τὴ Δύσι νὰ πε­ριφρονοῦν τὴν ὀρθόδοξο πίστι καὶ νὰ γίνων­ται σκάνδαλο, ἔλεγε· «Τὰ ἄθεα γράμματα θὰ κα­ταστρέψουν τὸν τόπο».
Δὲν ὑπέφερε νὰ βλέ­πῃ Χριστιανοὺς νὰ ὁρκίζωνται στὰ δικαστήρια· ὁ ὅρκος, ἔλεγε, εἶνε ἀντίθετος μὲ τὸ λόγο τοῦ Χρι­στοῦ (βλ. Ματθ. 5,34). Ἦταν κατὰ τῶν διαζυγίων, τῆς πο­λυτελείας, τῆς κλοπῆς, τῆς μαγείας. Ὅσοι πᾶ­τε στοὺς μάγους, ἔλεγε, ἔχετε «λειψὴ τὴν πίστι». Πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸν συγκινοῦσε ἡ Ὀρθοδο­ξία. Γι᾽ αὐτὴν ζοῦσε κι ἀνέπνεε. Οἱ αἱρετικοί, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὶς ἀ­νώτερες θέσεις, ἦ­ταν ἐπικίνδυνοι. Ἦταν λίγοι, μὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν μεγάλο κακό. Γι᾽ αὐ­τοὺς ἔλεγε· «Ἕνα ψω­ριασμένο γίδι φτάνει νὰ κολλήσῃ ὅλο τὸ κοπάδι».
Τ᾽ ἀποτελέσματα ἦταν θαυμαστά· τὰ κλεμμένα ἐπιστρέφονταν, οἱ ὅρκοι σταματοῦσαν, οἱ μαγεῖες καταργοῦνταν, μαλωμένες οἰκογέ­νειες συμφιλιώνονταν, χωρισμένα ἀντρόγυνα ἑνώνονταν, πλούσιοι ἄνοιγαν τὶς ἀποθῆ­κες κ᾽ ἔδιναν στοὺς πεινασμένους. Κυριαρχοῦ­σε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ πνοὴ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀναζωογονοῦσε τὶς ψυχές.
Ἀλλὰ τὸ κήρυγμα αὐτὸ δὲν ἄρεσε στοὺς ἄρ­χοντες. Μὲ ἐγκύκλιο τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ ἀπαγορεύθηκε νὰ κηρύττῃ καὶ γύρισε στὸ ἀσκητήριό του. Ἡ φωνὴ ὡστόσο τοῦ χρέους δὲν τὸν ἀφήνει ἥσυχο. Μιὰ νύχτα ἀφήνει πάλι τὸ ἐρημητήριο. Ἀρχίζει τὴν τελευταία –παράνομη γιὰ τὸν καίσαρα, εὐλογημένη ὅμως ἀπ᾽ τὸ Θεό– πε­ριοδεία. Μόλις ἀκουγόταν πὼς ἔρχεται, ὁ λα­ὸς ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήσῃ.
Ταπεινὸς καὶ μειλίχιος στὸ λόγο, ἀλλὰ ἄκαμ­πτος καὶ ἀσυμβίβαστος ὡς πρὸς τὴν πλάνη καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνέβαινε σὲ πρόχειρα βήματα καὶ δίδασκε. Ὁ λόγος του ἦταν νόμος, τοῦ εἶχαν ἀ­πόλυτη ἐμπιστοσύνη. Εἶχε γίνει ἡ ἥρωας τοῦ λαοῦ. Περιοδεύοντας ἔφτασε στὴν Καλαμάτα. Τὸν ἀκολουθοῦσαν χιλιάδες. Σχηματίστηκε ἱε­ρὰ λι­τανεία. Προπορευόταν ἕνας πιστὸς κρατών­τας τὸ σταυρό, ἀκολουθοῦσε κλῆρος καὶ λαὸς ψάλλοντας «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ…».
Αὐτὰ ἔφεραν μεγάλη ταραχὴ στοὺς κρατοῦν­τας. Διεβλήθη ὅτι συνωμοτεῖ κατὰ τοῦ καθεστῶ­τος, ὅπως ὁ Χριστὸς κατὰ τοῦ καίσα­ρος. Παρουσίασαν τὸν ἄοπλο ὡς ἀρχηγὸ κινήμα­τος, καὶ πρὸς καταστολὴν κίνησαν στρα­τὸ καὶ στόλο νὰ συλλάβῃ τὸν ἐπαναστάτη! Βρῆκε τό­τε καταφύγιο στὰ σπήλαια τῆς Μάνης. Ἐκεῖ ἦ­­ταν ἀσύλληπτος· ὅλη ἡ Μάνη τὸν φρουροῦσε.
Ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ὀρθοδοξίας ὅμως προ­­δόθηκε, μπῆκαν σὲ ἐνέργεια τὰ τριάκοντα ἀρ­γύρια. Ἰούδας γι᾽ αὐτὸν στάθηκε ἕνας ἱερεύς, ὁ παπα-Βασίλαρος, στὸν ὁποῖο τὸ κράτος ἔδωσε 6.000 χρυσὲς δραχμὲς ἀμοιβὴ γιὰ τὴν προδοσία. Ἔτσι ὁ Παπουλάκος συνελήφθη καὶ στὶς 27 Ἰου­λίου τοῦ 1852 τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ ῾Ρίο ἔξω ἀπ᾽ τὴν Πάτρα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο περί­που τὸν μετέφεραν σιδηροδέσμιο στὴν Ἀθήνα νὰ δικαστῇ. Ἀπ᾽ ὅπου περνοῦσε, ὁ λαὸς ὑποκλι­νόταν καὶ δεόταν. Στὸ δικαστήριο ὁ πρόεδρος τὸν ρώτησε· –Ποιόν διορίζεις συνήγορό σου; –Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι συνήγορός μου, ἀπαντᾷ. Τὸ ἀκροατήριο σείστηκε ἀ­πὸ συγκίνησι. Ἡ δίκη ἦταν ἀδύνατον νὰ συνε­χιστῇ· θεωρήθηκε σκόπιμο ν᾽ ἀναβληθῇ.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἱ. Σύνοδος, σύνοδος γραμμα­τέων καὶ φαρισαίων, ὄργανο τῶν βαυαρῶν, συν­εδρίασε καὶ ἐξ­ώρισε τὸν Παπουλάκο στὴν Ἄνδρο, στὴ μονὴ Παναχράντου. Τὸν ἔκλεισαν σ᾽ ἕνα κελλὶ καὶ τὸν φρουροῦσε μέρα – νύχτα ἕνας χω­ροφύλακας. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν τὸν ξέχασαν. Ἀπ᾽ τὰ νησιά, τὰ παράλια τῆς Εὐβοίας, τὰ βου­νὰ τῆς Μάνης, ἀπὸ πόλεις καὶ χωριὰ ἔρχον­ταν νὰ τὸν δοῦν καὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸν γνήσιο κήρυκα τοῦ εὐαγγελίου. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρε­πόταν νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ κανένα, δίδασκε τοὺς ἀνθρώπους πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τοῦ κελλιοῦ – τῆς φυλακῆς του. Μὰ κι αὐτὸ ἀπαγορεύθηκε· αὐτός, ὁ εὐεργετικώτερος Ἕλληνας, καταδικάστηκε σὲ τελεία ἀπομόνωσι.
Στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴν Ἄνδρο συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς. Τὸ 1854 πῆγε στὸ μοναστή­ρι ὁ νεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἄνδρου Μη­τροφάνης (Οἰκονομίδης), ποὺ ὁ Παπουλάκος τὸν ἤξερε ἀπὸ λαϊκό. Ἀτένισε λοιπὸν τὸ δεσπότη καὶ μὲ πόνο ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἄφοβη εἰλικρίνειά του εἶπε· «Καὶ σύ, Μῆτρο, δεσπότης; Θὰ προκόψῃ ἡ Ἐκκλησία!». Ὁ ἀρχιερέας σήκωσε ἔξαλλος τὸ μπαστούνι του κ᾽ ἔδωσε ἀλλεπάλ­ληλα χτυπήματα στὸν γέροντα. Ἔτσι ἔδειξε ὅ­­τι εἶνε δεσπότης! Ἑφτὰ χρόνια ἔμεινε φυλακισμένος ἐκεῖ ὁ Παπουλάκος.
Τὰ τελευταῖα Χριστούγεννά του ἦταν τοῦ 1860. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες βάρυνε πιά. Ἔπεσε κλι­νήρης. Ἦταν ὅλο προσευχή, κατάνυξι, δάκρυα. Τὶς παραμονὲς τοῦ θανάτου του ὁ χωροφύλα­κας ποὺ τὸν φρουροῦσε ἦρθε, γονάτισε μπρο­στά του καὶ εἶπε· «Πάτερ μου, ἡ ζωή σου μὲ συγ­κίνησε. Δὲν γυρίζω πιὰ στὸν κόσμο· θέλω νὰ γί­νω μοναχὸς καὶ νὰ πάρω τὸ ὄνομά σου». Στὶς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1861, ἑορτὴ τοῦ προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας ἁγ. Ἀθανασίου, ὁ νεώτερος πρόμαχός της στὴν Ἑλλάδα Χριστοφόρος Πα­πουλάκος παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Κύριο.
* * *
Πέρασαν, ἀγαπητοί μου, χρόνια ἀπὸ τότε· ὀνό­ματα ὑπουρ­γῶν κ᾽ ἐπισκόπων ξεχάστηκαν, μὰ ἡ δική του μνήμη δὲν ἔσβησε. Ἀκοῦς στὴν Πελο­πόν­νη­σο «Αὐτὸ τό ᾽λεγε ὁ Παπουλάκος»· διηγοῦν­ται ἀνέκ­δοτα γι᾽ αὐτόν. Πράγματι «εἰς μνη­μό­συνον αἰ­ώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111,6). Καὶ μό­νος του ὁ Παπουλάκος ἦταν ἡ ἐλευθέρα καὶ ζῶ­σα Ἐκ­κλησία. Ἂν τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο, θὰ γινό­ταν ἀ­ναμορφωτὴς τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ὀρθο­­δοξία. Ἡ ἡρωική του φυσιογνωμία προβάλλει καὶ πάλι. Παπουλάκος! τύπος ἀποστολικοῦ κή­ρυκος, θρῦλος, ἔμβλημα ἀγώνων, ἅγιος! Ἂς τιμηθῇ λοιπὸν ἡ μορφή του ὅπως ἁρμόζει.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Περιληπτικὴ μεταφορὰ σὲ ἁπλῆ γλῶσσα ἄρθρου ποὺ δημοσιεύθηκε πρὶν ἀπὸ 67 χρόνια στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» (Κοζάνη, φ. 137/Δεκέμβριος 1952) καὶ περιελήφθη στὸ βιβλίο «Δύο ἀδελφὰ ρεύματα (μοναχισμὸς – ἱεραποστολή)» (Ἀθῆναι 1989, σ. 218) 30-11-2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου