Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΙΑΔΙΚΩΝ ΥΜΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗΣ) ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ - ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ


Ἀφιερωμένο στὶς εὐλαβικὲς ψυχές, πού, πλέοντας στὸ ἄϋλο τριαδικὸ φῶς,
γεύονται τοὺς γλυκασμοὺς καὶ τὶς ἡδύτητες τῆς θείας βασιλείας

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τὸ νὰ λέγει κανεὶς περὶ Θεοῦ (θεολογία-θεολόγος) εἶναι πρᾶγμα δύσκολο. Ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ φτωχικὸς καὶ ἀδύναμος στὴν προσπάθειά του ν᾿ ἀγγίξει τὸ ὑπερβατικό του ἀντικείμενο, τὸν ἄπειρο καὶ ἀπερίληπτο Θεό. Ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ φωτεινά του φτερουγίσματα δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀπερινόητο. Τὸ χάσμα ποὺ διαχωρίζει τὶς δύο φύσεις (θείαν καὶ ἀνθρώπινην) εἶναι ἀβυσσῶδες καὶ ἀγεφύρωτο. Καμιὰ κτιστὴ φύση, καμιὰ δύναμη ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ περιλάβει τὴν ὑπερκείμενη οὐσία τοῦ Θεοῦ οὔτε στὸν νῦν αἰῶνα οὔτε καὶ στὸ μέλλοντα. Αὐτὴν κατανοοῦν μόνον οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Κανένας ἄλλος.
Ὅ,τι γνωρίζουμε σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ εἶναι φανερωμένο σὲ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸ σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δὲν παύει, στὴν παροῦσα οἰκονομία ζωῆς, νὰ εἶναι σχετικό, αἰνιγματικὸ καὶ συνεσκιασμένο. Εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε μέσα ἀπὸ καθρέφτη ἀμυδρὰ καὶ συγκεχυμένα. Στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ πράγματα θὰ εἶναι διαφορετικά. Ἐκεῖ θὰ ἔχουμε ἀμεσότερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν βλέπουμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Ἀλλὰ καὶ σ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν περίπτωση, τὸ θεωμένο πλάσμα δὲν θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ περιλάβει τὸ κεκρυμμένο καὶ ἀπόκρυφο μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας. Θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν παρεμβολήν.
Ἡ φανέρωση τῆς ἄπειρης καὶ ἀκοινώνητης θείας φύσεως γίνεται στὸν κόσμο καὶ στὸ μέτρο τῆς ληπτικῆς ἱκανότητος τοῦ πλάσματος, ἀπὸ τὴ θείαν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι δομικὸ στοιχεῖο τῆς ἐννοίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ (= οὐσία - ὑπόσταση - ἐνέργεια). Αὐτὴ ἀπορρέει ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος τῆς θεότητος, διάκριση θεοπρεπὴς (ὅπως καὶ ἡ ὑπόσταση), ἡ ὁποία δὲν καταλύει τὴ μεταφυσικὴ ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως, δὲν τὴ συνθέτει οὔτε τὴν ἐπιμερίζει. Εἶναι ἀΐδια καὶ ἄκτιστη στὸν Θεό. Εἶναι τὸ αἰώνιο θεμέλιο τῶν ὄντων. Σ᾿ αὐτὴν δημιουργοῦνται, φέρονται καὶ συντηροῦνται ὅλα τὰ κτίσματα. Στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα της οἱ λογικὲς φύσεις (οἱ ἄνθρωποι) θεοποιοῦνται.

Ἡ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη θεολογία οἰκοδομεῖται ἀσάλευτα στὴ θεία ἐνέργεια, στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, στὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Εἶναι θεολογία χαρισματική. Στὸ μυστικὸ βάθος της ὑπερβαίνει τὰ λογικὰ καίνοητικὰ σχήματα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν περιφρονεῖ, δουλεύοντας καὶ μ᾿ αὐτὰ στὸ ἔργο της. Μὲ τὸ φτερὸ τῆς πίστεως ἀνεβαίνει στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ζεῖ βαθιὰ στὸ χριστοποιημένο νοῦ καὶ τὴν καρδία της. Ὁ λόγος της εἶναι βίωμα θεόληπτο, ζωὴ μυστικὴ στὴ φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ εἶσαι ἀληθινὸς θεολόγος δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶσαι μορφωμένος, νὰ ἔχεις διάνοια φωτεινὴ καὶ ἰσχυρὴ καὶ νὰ ξεύρεις πολλά. Μπορεῖς νὰ ξεύρεις λίγα ἢ καὶ καθόλου καὶ νὰ εἶσαι ὡστόσο «θεολόγος», ἀρκεῖ νὰ εἶσαι ἅγιος, πρᾶγμα ποὺ τόσο σπανίζει στὶς θεολογικὲς ἀκαδημίες καὶ τὰ πανεπιστήμια· νὰ ἔχεις ταπείνωση, ἀφελότητα καὶ καθαρότητα καρδίας, γιὰ νὰ χωρέσεις, νὰ ζήσεις μέσα σου τὸν ἀπερινόητο θεῖο λόγο, τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία τὴ θεολογία της τὴ ζεῖ βαθιὰ στὴ θεόμορφη λατρεία της. Στοὺς ἱεροὺς χώρους της ψάλλει μὲ ἱλαρότητα καὶ περίσεμνη χαρὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θεῖα της δόγματα. Δοξολογεῖ τὸν Θεὸ στὸ ἄχραντο θεανθρωπικό της μυστήριο. Εἶναι θεολογία εὐχαριστήρια καὶ δοξολογική. Τὸν Θεὸ καὶ τὰ θεῖα πράγματα τὰ βλέπει πάντοτε καὶ τὰ μελετᾶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος.
Οἱ τριαδικοὶ Κανόνες τῆς Παρακλητικῆς, ἡ ἐξήγηση τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ τὸ θέμα τῆς παρούσας ἐργασίας μας, εἶναι ἀναμφίβολα τὸ σπουδαιότερο κομμάτι τῆς ὀρθόδοξης ὑμνολογίας μας. Στοὺς εἱρμούς, τὶς ὠδές, τὰ καθίσματα καὶ τὰ θεοτοκία τους οἱ θεοκίνητοι ὑμνογράφοι, μὲ λιτὴ συνοπτικὴ γραφὴ καὶ μὲ τέχνη ἀπαράμιλλη, καταγράφουν τὸ τριαδικὸ δόγμα τῆς πίστεως σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς βασικὲς ἀναφορές του. Κατόπιν προβάλλουν τὸ χριστολογικὸ καὶ θεομητορικὸ δόγμα ποὺ εἶναι ἄρρηκτα δεμένο μὲ ἐκεῖνο, τονίζοντας στοιχεῖα καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ἱερὰ δόγματα (κοσμολογικό, ἀνθρωπολογικό, σωτηριολογικό, ἐκκλησιολογικὸ καὶ ἐσχατολογικὸ). Σκιαγραφοῦν -θὰ λέγαμε- μιὰ σφριγηλὴ ὀρθόδοξη δογματικὴ στὸν πλοῦτο καὶ στὴ χαρισματική της βιωμένη διάσταση. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι στοὺς ἱεροὺς ὕμνους τῶν Κανόνων, σχεδὸν πάντοτε ἀκολουθεῖ, μετὰ τὴ δοξολογικὴ παράθεση τοῦ δόγματος, ἡ ἀτομικὴ δέηση τῶν πιστῶν, στὴν ὁποία ζητεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφεση ἁμαρτημάτων καὶ ἡ θεία ἀντίληψη στὰ προβλήματα καὶσ τὶς δύσκολες στιγμὲς τοῦ βίου τους. Θὰ λέγαμε, ὅτι οἱ ὕμνοι ἀποτελοῦν πρότυπα μιᾶς πραγματικῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Σὰν μέθοδο ἐκθέσεως τοῦ θέματός μας κρίναμε σκόπιμο νὰ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ ἑρμηνεύσουμε τοὺς τριαδικοὺς Κανόνες καὶ τῶν ὀκτὼ Ἤχων τῆς Παρακλητικῆς, στὴν ἐπιθυμία μας νὰ δώσουμε μιὰ σφαιρικὴ εἰκόνα τοῦ περιεχομένου τῶν θεσπέσιων αὐτῶν ὕμνων. Στὴν προσπάθειὰ μας ὅμως αὐτὴν ἀντιμετωπίσαμε ἀπὸ τὴν αῤχὴ ἕνα μεγάλο καὶ σοβαρὸ πρόβλημα· τὶς πολλὲς ἐπαναλήψεις καὶ ταυτολογίες, ποὺ δὲν μπορέσαμε νὰ ἀποφύγουμε, γιατὶ κάθε ἦχος ἐπαναλαμβάνει λίγο πολὺ τὸ περιεχόμενο τῶν προηγούμενων ἤχων. Ἐν τούτοις, ἂν ἀποβλέψουμε στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπανάληψη εἶναι -κατὰ τοὺς ἀρχαίους σοφοὺς- μητέρα τῆς μαθήσεως· καὶ ὅτι, ἐκεῖνο ποὺ ποθεῖκαὶ ἀγαπᾶ κανεὶς τὸ ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς σὰν ἐκχείλισμα τοῦ περιεχομένου τῆς καρδιάς του (τὸ «Κύριε ἐλέησον» λ.χ.), τότε ἡ πρώτη ἐντύπωση κάπως ἀπαμβλύνεται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, καταβάλαμε προσπάθεια, στὴν ἐξήγηση τῶν ἐπὶ μέρους ὕμνων, ν᾿ ἀνασύρουμε καὶ νὰ σχολιάζουμε καινούργιες ἑκάστοτε πτυχές, ἔτσι ὥστε καὶ τὸ φάσμα τῆς ἐκθέσεώς μας νὰ εἶναι ὅσο γίνεται εὐρύτερο καὶ πλουσιώτερο, ἀλλὰ καὶ νὰ χαλαρώνεται κάπως ἡ κόπωση τοῦ ἀναγνώστη. Στὴ γραμμὴ τῆς προσπάθειας αὐτῆς, πολλοὺς ὁμοεῖδεῖς ὕμνους τοὺς παραθέτουμε ἁπλῶς, χωρὶς νὰ τοὺς ἑρμηνεύουμε. Ὅπως ὅμως κι᾿ ἂν ἔχει τὸ πρᾶγμα, γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ ζητᾶμε τὴν ἐπιείκεια τοῦ ἀναγνώστη μας.
Ἡ προβολὴ τῆς θεολογίας τοῦ φωτὸς τῆς δόξης εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας ὀξὺ αἴτημα τῶν καιρῶν. Πρέπει νὰ κοιτάξουμε περισσότερο τὶς παραδοσιακὲς ρίζες τῆς θεολογικῆς μας σκέψεως, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ θεολογία μας, στὸ συγχρωνισμό της μὲ τὶς ἄλλες ἑτερόδοξες θεολογίες, κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία της. Πρέπει νὰ κρατήσουμε ζωηρὰ τὰ θεολογικά μας πρότυπα, ὅπως αὐτὰ ἐκφράζονται στὶς πηγὲς τῆς πίστεώς μας, στὸν πατερικὸ καὶ ἀσκητικὸ λόγο τῆς Ὀρθοδοξίας μας, στὶς μορφὲς τῶν Ἁγίων της καὶ ἀνακλοῦν στὰ θεόληπτα βιώματα, τὸ θεωτικὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν ἔκφραση τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀγώνων της.
Δίδοντας στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος τὴν παροῦσα ἐργασία, εὐελπιστοῦμεν ὅτι αὐτὴ θὰ βοηήσει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα νὰ ἔλθει σὲ μεγαλύτερη αἴσθηση τῶν δογματικῶν θησαυρῶν τῆς πίστεώς μας καὶ νὰ οἰκοδομήσει ἀνάλογα τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθοδόξου βίου του.

Προσευχὴ στὸ ἄκτιστο τριαδικὸ φῶς

Φῶς θεῖο καὶ ἐπουράνιο· ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος καὶ ἡ ἔμφυτη λαμπηδόνα τῆς θεότητος, τὸ προαιώνιο καὶ ἄναρχο· τὸ ἀϊδίως ἀναλάμπον ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τὴν ἄϋλη ἁπλότητα ἀφήνεις ἀνέπαφη, καὶ τὴν ὁποία διακρίνεις θεοπρεπῶς, ἀσυνθέτως καὶ ἀμερίστως· τὸ μὴ προσωρινῶς κτιζόμενο καὶ ἀκολούθως εἰς ἀέρα διαχεόμενο, τὸ ἀνέσπερο καὶ ἀδιάδοχο, ἡ φωτεινὴ δόξα τῆς τριαδικῆς θεότητος, τῆς ὁποίας τὶς ὑποστάσεις θεοπρεπῶς ἑνώνεις σὲ κοινότητα βουλῆς καὶ ἐνεργήματος, ὑπάρχον σ᾿ αὐτὲς ὁλόκληρο, ἀμέριστο καὶ ἀδιαίρετο· τὸ φῶς τοῦ ἀγεννήτου Πατρός, τὸ ἀϊδίως μεταδιδόμενο στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως· τὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ, τόμερικῶς στὸ θαβώριο ἀναλάμψαν καὶ φωτίσαν τὴν κτίση, τὸ ἐπισκιάσαν τοῦ φυσικοῦ ἡλίου τὴν λαμπρότητα καὶ νικῆσαν τὴ φυσικὴ δεκτικότητα τῶν Μαθητῶν· καὶ τὸ φῶς τοῦ παναγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖον, ὡς ἄκτιστη χάρη καὶ ἐνέργεια, ζωοποιεῖ, συνέχει καὶ κινεῖ ὁλόκληρη τὴν κτίση.
Φῶς ἀποκαλυπτικὸ καὶ μυσταγωγικό· σύ, ποὺ τὴν ἀδιάγνωστη φύση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀπρόσιτη σὲ κάθε νοητικὴ τοῦ πλάσματος δυνατότητα, κοινοποιεῖς διὰ τῶν ἀκτίστων σου θείων ἐνεργειῶν στὸν κόσμο, τὸ φῶς τόκοινωνητὸ καὶ μεταδοτό, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ ἀκοινώνητη θεία οὐσία, ἡ πάντων ὑπερέχουσα, ἀποκαλύπτεται στὰ κτίσματα, ἐπιλάμπει ἡ σωτήρια ἀλήθεια καὶ συγκροτεῖται ἡ ἀληθινὴ θεογνωσία διὰ τῆς ἀπελάσεως τοῦ σκότους τῆς εἰδωλικῆς πλάνης· σύ, ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔπλασες τὰ ὄντα καί, ὡς πρόνοια, τὰ συνέχεις εἰς τὸ εἶναι καὶ τὰ κυβερνᾶς, ὥστε ν᾿ ἀνταποκρίνονται στὸ φυσικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους· τὸ φῶς τὸ μονοκρατὲς καὶ παντοκρατὲς καὶ ἀεικρατές, ποὺ παντοδυνάμως ἄρχεις ἐπὶ πάντων, ἡ ἀπόλυτη δύναμη καὶ ἐξουσία, στὴν ὁποία ὑπακούουν τὰ σύμπαντα.
Φῶς τελεστικόκαὶ σοφοποιό, ποὺ διακοσμεῖς τὶς ἐπουράνιες ἀγγελικὲς ταξιαρχίες, καὶ ὡς χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, συγκροτεῖς ὅλο τὸ θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τελειοποιεῖς τὰ ἁγιαστικὰ αὐτῆς μυστήρια, ποὺ εἶσαι ἡ ζωήρρυτη πηγὴ σοφίας καὶ ἁγιασμοῦ τῶν λογικῶν φύσεων, τὶς ὁποῖες ἀγαθοπρεπῶς μυσταγωγεῖς καὶ συνάπτεις μὲ τὴ θεότητα. Τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, στὴ φωτεινὴ ἀκτῖνα τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ ἀληθινὴ προσευχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ καθαρμένος νοῦς, πυρούμενος στὴν ἀγάπη καὶ ἐκστασιαζόμενος, βλέπει μυστικὰ τὴ δόξα σου, καταλαμπόμενος καὶ φωταγωγούμενος καὶ ἀναδίδων τὴν ἄϋλη αἴγλη σου καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ ὑλικὸ τῆς ψυχῆς περίβλημα· τοῦ ὁποίου τὸ κάλλος καὶ ἡ φωταύγεια, ἂν καὶ διηνεκῶς διαλάμποντα, παραμένουν ἀθέατα στὴ φυσικὴ τοῦ πλάσματος αἴσθηση, θεατὰ δὲ σὲ μόνους τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ, κατὰ τὴ ρητὴ τοῦ Σωτῆρος μας διαβεβαίωση (Ματθ. 5,8).
Φῶς τελειωτικὸ καὶ θεοποιητικό, ἡ φωτεινὴ αἴγλη τῆς θείας ἐνέργειας, στὴν ὁποίαν τελεῖται ἡ χαρισματικὴ θέωση τοῦ πλάσματος· ἡ λαμπηδόνα τῆς θείας βασιλείας, ἡ λαμπρότητα τῶν οὐρανῶν, ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῶν ἁγίων, ὁ ἀσίγαστος ὕμνος τῶν Ἀγγέλων, ἡ ἄρρητη ἀπόλαυση τῶν μετὰ τοῦ Θεοῦ ἑνωμένων δικαίων, τὸ ἐπιθαλάμιο ἆσμα τοῦ Παραδείσου, ἀλλὰ καὶ ἡ καυστικότητα τῶν κολαζομένων στὸ αἰώνιο πῦρ ἀδίκων.
Σέλας τριλαμπὲς καὶ τρίφωτο, σὺ εἶσαι ὁ ἄναρχος Θεός μας. Σὲ προσκυνοῦμεν εὐλαβῶς καὶ σὲ δοξάζουμε ὡς τὴν τριαδικὴ δόξα καὶ λαμπρότητα, ὡς τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ θεία ἐνέργεια καὶ χάρη, ποὺ συνέχει μέσα της καὶ συντηρεῖ τὰ πάντα. Σὺ εἶσαι τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας. Στὴ φωτεινὴ αἴγλη τῆς ἀκτίνας σου ριζώνεται βαθιὰ τὸ ὄν, σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἡ πραγματικὴ χαρὰ καὶ ἡ καθαρὰ τοῦ πνεύματος ἀπόλαυση καὶ εὐροσύνη· ἔξω ἀπὸ σὲ ὑπάρχουν ἡ φθορὰ καὶ ἡ νέκρωση, ἡ σκοτεινὴ τοῦ θανάτου ἀπόγνωση, ἡ ἀθλιότητα καὶ ὁ «μηδενισμὸς» τῆς ὑπάρξεως. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιὰ τ᾿ ἀγαθά, ποὺ πλούσια μᾶς χαρίζεις· γιὰ τὶς πολλές σου δωρεές, τὰ χαρίσματα καὶ τὶς εὐλογίες σου. Σ᾿ εὐχαριστοῦμε ἰδιαίτερα γιὰ τὴ χαρισματικὴ θέωση τῆς φύσεὼς μας, τὴν ὁποία θὰ παράσχεις στοὺς ἀξίους στὴν ἄϋλη δόξα τῆς βασιλείας σου.
Σὲ περακαλοῦμε φῶς ἱλαρό, γαληναῖο καὶ ἀσπάσιο, συντήρησέ μας στὴ φωταύγεια τῆς θεότητός σου. Δῶσε μας σοφία καὶ σύνεση. Ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν ἀγνωσία καὶ τὴν πλάνη. Φώτισε τὴ διάνοια καὶ διάνοιξε τὸ νοῦ μας στὸ νὰ διακρίνουμε κάθε φορὰ τὴ σωτήρια ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψυχοκτόνο ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὴν ἀγαπᾶμε περιπαθῶς καὶ νὰ προσκολλώμαστε σ᾿ αὐτήν, σὰν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὸν ἄφθιτο θησαυρό μας, τὸ ἓν «οὗτινός ἐστι χρεία». Καθάρισε τὴ φύση μας ἀπὸ τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ φωταγωγία σου καὶ μᾶς κρατᾶ δέσμιους στὸ πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας. Δῶσε μας δύναμη στὶς δύσκολες τοῦ βίου περιστάσεις, παρηγοριὰ στὶς θλίψεις, γαλήνη στὴν τρικυμία τῶν σκανδάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ αἴσθηση ἀσφάλειας στὴ θηριώδη κακότητα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸ νόμο σου. Τήρησε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καίκαθαρές, προσηλωμένες στὸ θεῖο σου ἀγαθό, στὴν τήρηση τοῦ ἁγίου σου θελήματος, μακριὰ ἀπὸ κάθε κακότητα καὶ ἐμπάθεια, φυλασασόμενες σταθερὰ στὴ θεία σου ἀγάπηση.
Ὁμίλει συνεχῶς στὶς καρδιές μας, φῶς νοερὸ καὶ ἄϋλο, κράζοντας σ᾿ αὐτὲς Ἀββᾶ ὁ Πατήρ. Δίδε μας παρηγοριὰ καὶ παράκληση στὴ ξηρὴ πικρότητα τοῦ βίου, φτερώνοντας τὸ πνεῦμα μας πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου βρίσκεται τὸ ἀληθινό μας πολίτευμα καὶ ὅπου τελεῖται ἡ φαιδρὴ πανήγυρη τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἄϋλη χαρὰ τῆς δόξας σου. Κράτα μας στὴ χρηστότητά σου σὰν ἅλας τῆς γῆς καὶ φῶς τοῦ κόσμου, ἀγωνιζόμενους τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸ καὶ δοξάζοντες τὸ Ὄνομά σου ἐπὶ τῆς γῆς. Διότι σὺ εἶσαι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον τὰ σύμπαντα καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν.

ΗΧΟΣ Α´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Μίαν σὲ μέλπω τὴν τρισήλιον φύσιν.

ᾨδὴ α´. Ὁ Εἱρμὸς

«Μίαν τρισυπόστατον ἀρχήν, τὰ Σεραφεὶμ
ἀσιγήτως δοξάζουσιν, ἄναρχον ἀΐδιον, ποιη-
τικὴν ἁπάντων ἀκατάληπτον, ἣν καὶ πᾶσα
γλῶσσα, πιστῶς γεραίρει τοῖς ἄσμασιν».
Μίαν ἀρχὴ ποὺ διακρίνεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις
(πρόσωπα), τὰ Σεραφεὶμ ἀσταμάτητη
δοξάζουν, (ἀρχὴν) ποὺ δὲν ἔχει, ξεκίνημα στὸ χρό-
νο οὔτε καὶ τέλος καὶ ἡ ὁποία ἔχει πλάσει
τὰ πάντα καὶ (στὴν οὐσία της) παραμένει ἀκατάληπτη·
αὐτὴν κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη ἀνυμνεῖ ἐν πίστει μὲ
ἔνθεα ἄσματα.
Ὁ Εἱρμὸς τονίζει καίρια σημεῖα τοῦ τριαδικοῦ δόγματος τῆς πίστεως. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ὁ Θεὸς εἶναι μιὰ ἀρχὴ (= μία φύση, μία οὐσία), στὴν ὁποία διακρίνονται τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα. Ἡ μία ἀρχὴ τονίζει τὴν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας1 καὶ ὄχι πολλοί. Πολλότητα Θεῶν φθείρει τὴν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξ ὁρισμοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας, παντοδύναμος δημιουργὸς καὶ ἀπόλυτος κύριος τῶν πάντων. Ἂν ὑπῆρχαν πολλοὶ Θεοὶ παράλληλοι καὶ ἰσοστάσιοι μεταξὺ τους, ἡ δύναμη τοῦ ἑνὸς θὰ περιόριζε τὴ δύναμη τοῦ ἄλλου, πρᾶγμα ποὺ θὰ κατέστρεφε τὴν ἔννοια τῆς θείας παναρχίας. Ἑνότητα καὶ πολλότητα Θεῶν ἀποτελεῖ ἀντίφαση στοὺς ὅρους. Καὶ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατο νὰ συνυπάρχουν. Ἢ τὸ ἕνα θὰ ὑπάρχει ἢ τὸ ἄλλο.
Ἡ μία ὅμως θεία ἀρχὴ δὲν εἶναι δύναμη ἀπρόσωπη, διακεχυμένη στὸ σύμπαν. Κάτι τέτοιο ὑποστηρίζουν ὁρισμένα φιλοσοφικὰ συστήματα (κυρίως ὁ πανθεϊσμὸς), ποὺ στεροῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ ζωογόνο πνοὴ τῆς θρησκείας, τὴ ζωντανὴ δηλαδὴ προσωπικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ὁ χριστιανὸς Θεὸς εἶναι Θεὸς προσωπικός. Στὴ μία οὐσία του ὑπάρχουν τρία πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο2. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν κατατέμνουν τὴν ἄτμητη θεία οὐσία, δὲν τὴν χωρίζουν σὲ τρία ἐπὶ μέρους τμήματα, ἐπιφέροντας σύνθεση καὶ μερισμὸ στὴν ἁπλῆ καὶ ἄϋλη φύση τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, ὑποστάσεις ποὺ ἡ μία περιχωρεῖ ἀγαπητικῶς τὴν ἄλλη καὶ ἔχουν τὴν αὐτὴ θεία ἐνέργεια καὶ βουλή. Εἶναι Θεὸς Τριαδικὸς καὶ τρισυπόστατος, «μονὰς ἐν τριάδι» ἢ «τριὰς ἐν μονάδι». Στὸν τριαδικὸ Θεὸ ἀκουμπάει τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκοντας ἀνάπαυση καὶ σωτηρία.
Τὰ Σεραφείμ, τὰ λειτουργικὰ πνεύματα3 τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ διάκονοι τῆς θείας βασιλείας, φέροντας μέσα τους καὶ ἀνακλώντας τὴν ἀστραπὴ τῆς θείας ἐνέργειας, ἐκσποῦν σὲ ἀσίγητο ὕμνο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ παναρχίας. Δοξάζουν τὸν πλάστη τους καὶ δημιουργό. Ἡ δοξολόγηση τοῦ θείου Ὀνόματος ἀποτελεῖ τὴν ὀρθὴ στάση καὶ σχέση τοῦ λογικοῦ πλάσματος πρὸς τὸ δημιουργό του, σχέση δοξολογικῆς αἰνέσεως καὶ εὐχαριστίας. Περιττὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τὸ στοιχεῖο αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ καιριότερο σημεῖο μιᾶς ἀληθινῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς.
Στὴ συνέχεια ὁ Εἱρμὸς παρέχει καὶ ἄλλα στοιχεῖα τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος. Τὴν «τρισυπόστατον ἀρχὴν» χαρακτηρίζει ὡς «ἄναρχον ἀΐδιον». Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἐπίθετα ἀποκλείουν ἀπὸ τὴ θεότητα κάθε ἰδέα χρονική. Καὶ εἶναι εὔλογο νὰ γίνεται αὐτό. Ὁ Θεὸς ὑπέρκειται χρόνου παντός. Δὲν ἔχει οὔτε πέρας οὔτε ἀρχήν. Τὶς χρονικὲς αὐτὲς κατηγορίες ἔχουν τὰ κτίσματα, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἄπειρος δημιουργὸς τῆς κτίσεως. Ὁ χρόνος εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ ὄχι ὁ Θεὸς στὸ χρόνο. Ὁ Θεὸς πληροῖ πάντα χρόνο σὲ ὅλα τὰ στάδια καὶ τὶς μορφές του καὶ συγχρόνως ὑπέρκειται αὐτοῦ, εἶναι ἄναρχος καὶ ἀϊδιος.
Τὸ ἐπίθετο ὅμως «ἄναρχος», ἀποδιδόμενο στὸν Θεό, ἔχει καὶ μιὰ ἄλλη δεύτερη σημασία, τὴ σημασία τῆς «προελεύσεως», τῆς «ἀρχῆς», ποὺ ὑπάρχει στὴν ἁγία Τριάδα. Ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος μόνον ὁ Πατὴρ δὲν ἔχει προέλευση, δὲν ἔχει ἀρχή, εἶναι ἄναρχος, αὐθύπαρκκτος καὶ αὐθυπόστατος. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ἄναρχος, διότι ἔχει ἀρχή, προέρχεται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς γεννήσεως. Ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν εἶναι ἄναρχο, προερχόμενο ὁμοίως ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς θεότητος, ἡ «πηγαία θεότης». Ἔτσι ὁ Υἱὸς -ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο- εἶναι καὶ ἄναρχος καὶ μὴ ἄναρχος· ἄναρχος, μὲ τὴ χρονικὴ τοῦ ὅρου σημασία, καὶ μὴ ἄναρχος, μὲ τὴ σημασία τῆς ἀρχῆς, τῆς προελεύσεως.
Ἡ μία «τρισυπόστατος ἀρχὴ» εἶναι «ποιητικὴ τῶν ἁπάντων» καὶ «ἀκατάληπτος».
Ὅλα τὰ ὄντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ἔχουν τὴν προέλευσή τους ἀπὸ τὸν τριαδικὸ Θεὸ (Σύμβολο τῆς Πίστεως· «ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων»). Εἶναι προϊόντα τῆς θείας βουλῆς, θελημένα ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι κτισμένο στὴ θεία ἐνέργεια, στὴν ὁποία συνέχεται καὶ συγκρατεῖται. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθό, ἔτσι καὶ τὰ ὄντα ποὺ εἶναι ριζωμένα σ᾿ αὐτό, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους ἀγαθά. Ἔτσι τὰ εἶδε ὁ Θεός, ὅταν τὰ ἔπλασε· «καλὰ λίαν»4. Δὲν εἶναι ἑπομένως δημιουργήματα ἑνὸς κατώτερου Θεοῦ καὶ συνεπῶς κακά, ὅπως φλυαροῦσαν στὴν ἀρχαιότητα οἱ αἱρετικοὶ (οἱ Γνωστικοὶ). Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴν πλάση ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀρχὴ ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν κατάχρηση τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τῶν λογικῶν ὄντων.
Ἡ θεία οὐσία εἶναι καὶ «ἀκατάληπτος»5. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀπόλυτα ὑπερβατική, ὥστε καμία κτιστὴ δύναμη νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὴν πλησιάσει. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν περιλάβει καὶ νὰ τὴν κατανοήσει. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀγγελικὸς νοῦς, ὁ καταλαμπόμενος ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, ἀδυνατεῖ νὰ τὴν προσεγγίσει. Ἡ θεία οὐσία καλύπτεται ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸ γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Μόνον οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος μποροῦν νὰ τὴν κατανοήσουν, ποὺ εἶναι ἄλλωστε πλήρεις καὶ τέλειοι φορεῖς της. Φυσικὰ μὲ ὅσα λέγομε ἐδῶ δὲν περιπίπτουμε σὲ πλήρη θεολογικὸ ἀγνωστικισμό. Τὸν Θεὸ τὸν γνωρίζουμε ὄχι βέβαια στὴν ἀπερίληπτη καὶ ἀδιάγνωστη οὐσία του, ἀλλὰ στὴ θεία του ἐνέργεια, ποὺ εἶναι περιληπτὴ καὶ κοινωνητή. Στὴ βάση αὐτὴ γίνεται ἄλλωστε δυνατὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ κορυφώθηκε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Κάθε γλώσσα ἀνθρώπινη, βλέποντας καὶ ζώντας τὰ μεγαλεῖα τῆς τρισυπόστατης θείας ἀρχῆς, νοιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει ἄσματα, νὰ τραγουδήσει τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό της, στὸ ἀνέκφραστο θαῦμα τοῦ ὁποίου ζεῖ καὶ κινεῖται.
«Ἵνα τοῖς ἀνθρώποις ἑνικήν, τὴν τριλαμπῆ σου
δηλώσῃς Θεότητα, πλάσας πρὶν τὸν ἄνθρωπον,
κατὰ τὴν σὴν εἰκόνα διεμόρφωσας, νοῦν αὐτῷ
καὶ λόγον, καὶ πνεῦμα δοὺς ὡς φιλάνθρωπος».
Μὲ σκοπὸ νὰ φανερώσεις τὴ θεότητά σου, ἡ ὁποία
εἶναι ἑνικὴ (=μία) καὶ λάμπει μὲ τρία φῶτα, ἀφοῦ
ἔπλασες παλαιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν διεμόρφωσες σὺμ-
φωνα μὲ τὴ δική σου εἰκόνα, δώσας σ᾿ αὐτόν, ὡς φι-
λάνθρωπος, νοῦν καὶ λόγο καὶ πνεῦμα.
Ὅπως εἰπώθηκε προηγουμένως, ἡ ὑπερβατικὴ θεία οὐσία εἶναι ἀνέφικτη στὰ πλάσματα, ἀπερίληπτη, ἀκατανόητη καὶ ἀνέκφραστη. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ περιλάβει στὸ μυαλὸ του τὴν ἀπειρία τῆς θεότητος. Δὲν ἔχει τὴν ἀντοχὴ γιὰ ἕνα τέτοιο σκληρὸ καὶ ἄνισο ἐγχείρημα. Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ὁ ἄγγελος τὴν ἔχει, ὅπως δὲν τὴν ἔχουν καὶ τὰ θεόμορφα πνεύματα τῶν ἁγίων στὴ θεία βασιλεία.
Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ἀγκομαχώντας στὸ ἀβυσσαλέο μυστήριο τῆς ἀπειρίας τοῦ Θεοῦ, προσπαθεῖ μὲ τὶς πενιχρές του δυνάμεις νὰ λάβει κάποια αἴσθηση τοῦ θείου μυστηρίου, νὰ μορφώσει κάποια ἔμμεση ἰδέα, μιὰ εἰκόνα ἀμυδρὴ καὶ σχετικὴ τοῦ μυστηρίου ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσπαθεῖ νὰ πλησιάσει ὅσο τοῦ εἶναι δυνατὸ τὸ ἀνέφικτο καὶ ἄπιαστο. Στὴν ἀνάβαση αὐτὴ χρησιμοποιεῖ σχέσεις ἀπὸ τὴ δική του ἐμπειρία, εἰκόνες καὶ ἀναλογίες ἀπὸ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Χρησιμοποιεῖ γλώσσα εἰκονικὴ καὶ ἀναλογική. Ὁ ἀνθρωπομορφισμὸς φυσικὰ δὲν λείπει ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη καὶ ἄνιση αὐτὴ προσπάθεια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δική του εἰκόνα, νὰ ἔχει χέρια καὶ πόδια καὶ αὐτιά, νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ κινεῖται κ.τ.ὅ. Συχνὰ χρησιμοποιεῖ καὶ πνευματικότερες ἀναλογίες. Μιὰ τέτοια ἀναλογία χρησιμοποιεῖ στὸ τροπάριο καὶ ὁ ποιητής, ἀνατρέχοντας στὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπικεντρώνοντας τὴν προσπάθειά του στὸ τρισύνθετο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ. Γιὰ νὰ δείξεις (σ‘τον ἄνθρωπο φυσικὰ) ὅτι ἡ φύση σου εἶναι μία στὴν οὐσία καὶ τριλαμπὴς στὶς ὑποστάσεις -λέγει στὸν Θεό- ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα ποὺ εἶναι ἑνικὴ καίτριαδική, δίνοντάς του πνευματικὴ οὐσία διακρινόμενη σὲ τρία μέρη, τὸ νοῦ, τὸ λόγο καὶ τὸ πνεῦμα. Ὅπως τὰ τρία αὐτὰ ἀπαρτίζουν τὴν ἑνότητα τῆς νοερᾶς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καὶ στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἐναρμονίζεται ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως μὲ τὴν τριαδικότητα τῶν ὑποστάσεων, ἓν καὶ τρία μαζί, χωρὶς ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς νὰ καταστρέφει τὴν ὑπόσταση καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἄλλου. Τόσο ἡ ἀναλογία αὐτή, ὅσο καὶ ἄλλες παρεμφερεῖς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἄφθονες ὁ θεολογικὸς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐργώδη του προσπάθεια νὰ πλησιάσει τὸ ἀνέφικτο καὶ ἀδιερεύνητο θεῖο μυστήριο, δὲν εἶναι παρὰ ἁπλὲς σκέψεις ποὺ δὲν ἀποδίδουν τὸ βάθος τοῦ θείου μυστηρίου, τὸ ὁποῖο σὲ κάθε περίπτωση παραμένει σκοτεινόκαὶ ἀδιάγνωστο. Εἶναι προσπάθειες σύμφυτες στὴ λογικὴ φύση τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖο ἀπὸ μόνο του δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀνέβει στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γνωρίσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὸν ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Εἶναι σήματα, δεῖκτες χρήσιμοι στὴν ὑψοποιὸ θεία ἀνάβαση. Τὸν θεὸ προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τῆς πίστεως6 καὶ σὲ βαθμὸ πάντοτε συγκεχυμένο καὶ ἀπροσδιόριστο. Στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι πληρέστερη καὶ τελειότερη7.
«Ἄνωθεν δεικνὺς μοναδικόν, θεαρχικαῖς ἐν τρισὶν
ὑποστάσεσι, κράτος Πάτερ ἔφησας, τῷ ἰσουργῷ Υἱῷ
σου καὶ τῷ Πνεύματι· δεῦτε καταβάντες, αὐτῶν τὰς
γλώσσας συγχέωμεν»8.
Δείχνοντας ἀπὸ ψηλά, Πάτερ, τὸ μοναδικὸ (τὸ ἕνα)
σου κράτος τὸ διακρινόμενο σὲ τρεῖς θεαρχικὲς
ὑποστάσεις, εἶπες στὸν ἰσουργό σου Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦ-
μας σου τὸ ἅγιο· ἐλᾶτε, ἀφοῦ κατέβωμε (στὴ γῆ)
νὰ συγχύσουμε τὶς γλώσσες τους.
Ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ κεντρικότερο σημεῖο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, διδάσκεται ἐμφανέστατα στὶς πηγὲς τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ δόγμα ἀποτυπώνεται πλούσια, ἐνῶ στὴν Παλαιὰ δὲν ἐλλείπουν ὑπαινιγμοὶ περὶ αὐτοῦ. Ἕνα τέτοιο ὑπαινιγμὸ ὁ ποιητὴς βλέπει στὴν πυργοποιία τῆς Βαβέλ9, ὅπου κορυφώθηκε ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ ὕβρη τῶν ἀνθρώπων κατὰ τοῦ Θεοῦ. Στὸ τροπάριο παρουσιάζεται ὁ Πατὴρ (ἡ πηγαία θεότης) νὰ συσκέπτεται μὲ τὸν ἰσουργὸ Υἱό του καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Εἶναι δὲ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἰσουργοὶ τοῦ Πατρός, ὡς πρόσωπα ὁμοούσια, ἰσοδύναμα καὶ ἰσοστάσια πρὸς τὸν Πατέρα, πλήρεις καὶ τέλειοι φορεῖς ὄχι μόνο τῆς θείας οὐσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς θείας βουλῆς καὶ ἐνέργειας. Ὅ,τι βούλεται καὶ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, τὸ αὐτὸ βούλονται καὶ ἐνεργοῦν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἑνιαίως βέβαια καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου φυσικὴ τάξη (τὸ καθιερωμένο σχῆμα εἶναι· «ἐκ Πατρός, δι᾿ Υἱοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι»). Ἡ σύσκεψη αὐτὴ προϋποθέτει πολλότητα προσώπων. Ἕνα πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ συσκέπτεται μὲ τὸν ἑαυτό του. Τὸ πρᾶγμα δὲν ἔχει νόημα. Τὰ συσκεπτόμενα πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, εἶναι οἱ τρεῖς θεαρχικὲς ὑποστάσεις τῆς θεότητος ποὺ θεοπρεπῶς ὑπάρχουν καὶ διακρίνονται στὸ μοναδικὸ κράτος, τὴ μία ἀδιάτμητη καὶ ἀδιαχώριστη φύση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Θεοτοκίον.

«Νοῦς μὲν ὁ ἀγέννητος Πατὴρ εἰκονικῶς
τοῖς σοφοῖς προηγόρευται, Λόγος δὲ συνάναρχος,
ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ Πνεῦμα ἅγιον, τὸ ἐν τῇ
Παρθένῳ, τοῦ Λόγου κτίσαν τὴν σάρκωσιν».
Ὁ μὲν ἀγέννητος Πατὴρ ὀνομάσθηκε εἰκονικὰ
ἀπὸ τοὺς σοφοὺς Νοῦς, Λόγος δὲ
ὁ συμφυὴς Υἱός, καὶ (ἡ Τρίτη ὑπόσταση ὀνομάσθηκε)
Πνεῦμα ἅγιο, τὸ ὁποῖο στὴν Παρθένο
ἔκτισε (ἐνήργησε) τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου.
Στὸ Θεοτοκίο χρησιμοποιεῖται καὶ πάλιν ἡ ἀναλογικὴ εἰκονικὴ ἔκφραση τοῦ μυστηρίου τῶν τριαδικῶν θείων ὑποστάσεων. Οἱ ὅροι Νοῦς, Λόγος καὶ Πνεῦμα ἀπαντοῦν καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ εἶναι κτισμένη «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Καὶ ὡς Νοῦς μὲν χαρακτηρίζεται ἡ πηγαία θεότητα τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγέννητος. Τὸ ἀγέννητον εἶναι τὸ ὑποστατικὸν ἰδίωμα τοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀκοινώνητο καὶ ἀμετάδοτο. Τὸ ἰδίωμα τοῦ Λόγου εἶναι τὸ γεννητὸν (ἡ γέννηση) καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὸ ἐκπορευτὸν (ἡ ἐκπόρευση). ὡς Λόγος δὲ χαρακτηρίζεται ὁ συμφυὴς καὶ συνάναρχος Υἱὸς τοῦ Πατρός. Τὰ ἐπίθετα συμφυὴς καὶ συνάναρχος ἐκφράζουν τὴν ἀϊδιότητα τῆς ὑποστάσεως τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός, δὲν εἶναι ἐπιγενέστερος ἢ καὶ κατώτερος τοῦ γεννήτορος. Ὁ Υἱὸς εἶναι συμφυὴς τοῦ Πατρός, δηλαδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὅσο ὑπάρχει καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Πατὴρ χωρὶς νὰ γεννᾶ τὸν Υἱόν. Ἑπομένως «ἅμα Πατήρ, ἅμα καὶ Υἱός». Εἶναι ἐπίσης συνάναρχος τοῦ Πατρός. Συνυπῆρχε πάντοτε μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν ὑπῆρχε στιγμὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως φλυαροῦσε ὁ Ἄρειος. Καὶ τοῦτο, γιατὶ εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός. Τὸ τρίτο, τέλος, πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος χαρακτηρίζεται ὡς Πνεῦμα. Εἶναι ἡ ἐνυπόστατη προσωπικὴ δύναμη τοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖον εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, ἀπὸ τὰ ἁγνὰ αἵματα τῆς ὁποίας ἔπηξε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, μὲ τὴν ὁποία αὐτὸς ἑνώθηκε «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ τῆς μορφώσεως τοῦ ἐμβρύου) ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο.

ᾨδὴ γ´

«Σὺ πάλαι σαφῶς τῷ Ἀβραάμ, ὡς ὤφθης
τρισυπόστατος, μοναδικός τε φύσει Θεότητος,
θεολογίας τὸ ἀκραιφνέστατον, τυπικῶς ἐνέ-
φηνας, καὶ πιστῶς ὑμνοῦμέν σε, τὸν μονάρχην
Θεὸν καὶ τρισήλιον».
Σὺ (Κύριε), ποὺ φανερώθηκες παλαιὰ στὸν Ἀβραὰμ
μὲ τρεῖς μορφὲς (ὑποστάσεις), ὄντας μοναδικὸς (ἕνας)
κατὰ τὴ φύση τῆς θεότητος, τὴν καθαρότατη ἀλήθεια
τῆς θεολογία ςτυπολογικῶς ἐφανέρωσες (σὲ μᾶς)
ποὺ μὲ πίστη σὲ ὑμνοῦμε τὸν ἕνα μονάρχη
καὶ τρισήλιο Θεό.
Ἡ ὑπὸ τρεῖς μορφὲς ἀνθρώπων (ἀγγέλων) φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραὰμ παρὰ τὴν Δρῦν Μαμβρί10, λαμβάνεται ὡς τύπος τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος. Οἱ τρεῖς μορφὲς ἀνάγουν στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος, οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν στὴ μία φύση τῆς θεότητος. Ἡ σχέση τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων μὲ τὴν μοναδικότητα τῆς ἀδιαιρέτου φύσεως τοῦ Θεοῦ, συνιστοῦν «θεολγίας τὸ ἀκραιφνέστατον», δηλαδὴ τὸν καθαρότατο πυρῆνα καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς θεολογίας, ὡς λόγον Θεοῦ καὶ θείας ἐποπτείας. Οἱ πιστοὶ ὑμνοῦν τὸν Θεὸν ὡς «μονάρχην καὶ τρισήλιον». Ἡ μοναρχία ἐδῶ δὲν λαμβάνεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς μιᾶς ἐξουσίας -ὅπως μονάρχες λέγομε τοὺς ἐξουσιαστὲς τῶν ἀνθρώπων- ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρχῆς, ὡς προελεύσεως. Στὸν Θεὸν ὑπάρχει μία ἀρχὴ προελεύσεως τῶν ὑποστάσεων, ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο γεννᾶται ἀϊδίως (χωρὶς χρονικὴ ἀρχὴ) ὁ Υἱὸς καὶ ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Τὸ Filioque, ὅτι δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, διασπᾶ τὴ μοναρχία αὐτή, εἰσάγοντας τὸν Υἱὸ ὡς δεύτερη ἀρχὴ τῆς θεότητος, παράλληλη μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ἀνατρέποντας τὴ φυσικὴ τάξη τῶν τριαδικῶν ἰδιωμάτων. Στὴν ἀρχαιότητα δὲ εἶναι γνωστὴ ἡ μεγάλη θέση ποὺ εἶχε τὸ δόγμα τῆς θείας μοναρχίας κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἀντιτριαδικῶν αἱρέσεων, ποὺ ἔπλητταν τὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ. Περιττὸ νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ ὑπερτονισμὸς τοῦ σημείου αὐτοῦ τῆς πίστεως μπορεῖ νὰ γίνει σὲ βάρος τῆς προσωπικῆς διακρίσεως τῶν τριαδικῶν θείων ὑποστάσεων. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται προσοχή. Παράλληλα ὁ «μονάρχης» Θεὸς εἶναι καὶ τρισήλιος, λάμπει δηλαδὴ σὰν τρεῖς ἑνωμένοι καὶ ἀσύγχυτοι ἥλιοι, οἱ ὁποῖοι δηλοῦν τὰ τρία πρόσωπα τοῦ Θεοῦ.
«Ἐκ σοῦ γεννηθεὶς θεοπρεπῶς, ἀρρεύστως
Πάτερ ἔλαμψε, φῶς ἐκ φωτός, Υἱὸς ἀπαρὰλ-
λακτος, καὶ Πνεῦμα θεῖον φῶς ἐκπεπόρευ-
ται· καὶ μιᾶς Θεότητος, αἴγλην τρισυπόστα-
τον, προσκυνοῦμεν πιστῶς καὶ δοξάζομεν».
Ἀπὸ σένα, Πάτερ, γεννηθεὶς θεοπρεπῶς ὁ ἀπα-
ράλλακτος Υἱός, ἔλαμψε ὅπως λάμπει ἕνα φῶς
ἀπὸ ἄλλο φῶς ὅπως καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχει ἐκπο-
ρευθεῖ (ἐκ σοῦ) σὰν θεῖο φῶς. Καὶ ἐμεῖς μὲ πίστη
προσκυνοῦμε καὶ δοξάζουμε τῆς μιᾶς θεότητος
τὴν τρισυπόστατη αἴγλη καὶ λαμπρότητα.
Ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι γέννηση θεοπρεπής. Δὲν πρέπει νὰ νοῆται μὲ ἀναλογίες φυσικές. Ἡ ἀνθρώπινη γέννηση γίνεται κατόπιν ρεύσεως κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυσικῆς τῶν φύλων συνευρέσεως. Αὐτὸ δὲν συμβαίνει στὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννηση τοῦ Υἱοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαθὴς καὶ ἀνήδονη. Τέτοιες φυσικὲς σχέσεις δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν θέση στὸ ἀπόλυτο καὶ καθαρότατο πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱὸς ἄλλωστε εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», ποὺ σημαίνει, ὅτι ἔχει μὲν Πατέρα, ὄχι ὅμως καὶ μητέρα φυσική, ὅπως ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἡ γέννηση τοῦ Λόγου εἶναι μυστηριακή, ὅπως ἐμπρέπει στὴ θεία ἱεροπρέπεια. Τὴ φύση τῆς γεννήσεως αὐτῆς ἀδυνατοῦμε νὰ γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Οἱ αἱρετικοί, ἀδυνατοῦντες νὰ κατανοήσουν τὴ θεοπρεπῆ γέννηση τοῦ Λόγου, σκανδαλίζονται, καταλήγοντας σὲ πολλὰ ἄτοπα συμπεράσματα. Κυρίως προσβάλουν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, λέγοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν αὐτὴν οὐσία τὸ παιδὶ μὲ τὸν πατέρα ὁ ὁποῖος τὸ γεννάει. Ἐπίσης προσβάλουν τὴν ἀϊδιότητα τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου, ἐπαναλαμβάνοντες τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου (ὁ Πατὴρ προγενέστερος τοῦ Υἱοῦ).
Κατὰ τὸ τροπάριο ὁ Υἱὸς εἶναι ἀπαράλλακτος μὲ τὸν Πατέρα. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Γεννήτορος. Δὲν διαφέρει κατὰ τίποτε ἀπὸ τὴ φύση αὐτοῦ ποὺ τὸν γέννησε. Ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», ὅρος κλειδὶ στὴ διαπάλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἀρειανικὴ αἵρεση. Ὁ ὅρος φυσικὰ στηρίζει τὴ θεότητα τοῦ Λόγου.
Τὸ ὁμοούσιο τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ἐκφράζει ὡραιότητα ἡ φράση «φῶς ἐκ φωτός», ποὺ χρησιμοποιεῖται στὸ τροπάριο. Ἡ φράση αὐτὴ χρησιμοποιήθηκε εὐρύτατα στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, κυρίως ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς Ἀπολογητές, ὡς εἰκονικὴ ἔκφραση τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου. Εἶναι δὲ εἰκονικὴ παράσταση ἐξόχως προσφυὴς διὰ τὴν παράσταση τοῦ μυστηρίου. Ὅπως ἀπὸ τὸ φῶς μιᾶς ἀναμμένης λαμπάδας ἀνάβονται καὶ ἄλλες λαμπάδες, χωρὶς τὸ φῶς τῆς πρώτης λαμπάδας νὰ ἐλαττώνεται, τὰ δὲ ἀναφυέντα φῶτα νὰ εἶναι ἀπολύτως ὅμοια μεταξύ τους, ἒτ‘σι καὶ τὸ (νοητὸ) φῶς τοῦ Λόγου ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀΐδιο φῶς τοῦ Πατρός, εἶναι ἀπαράλλακτα ἴδιο μὲ ἐκεῖνο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, τὸ φῶς τοῦ Λόγου δὲν ἀνάβει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Πατρὸς ἐν χρόνῳ, ὅπως συμβαίνει στὸ φῶς τῶν λαμπάδων, ἀλλ᾿ εἶναι φῶς ἄχρονο καὶ ἀΐδιο. Ὑπάρχει ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει καὶ τὸ φῶς τοῦ Πατρός.
Στὴν αὐτὴ θεία ἀναλογία γίνεται καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Οἱ πιστοί, ἔχοντας κρυμμένο βαθιὰ στὶς ψυχές τους τὸ ἀπόρρητο μυστήριο τῆς Τριάδος, προσκυνοῦν μὲ πίστη καὶ δοξάζουν τὴν τριφυπόστατη αἴγλη τῆς μιᾶς θεότητος.
«Μονὰς ἡ Τριὰς ὑπερφυῶς, ἀρρήτως ὑπὲρ
ἔννοιαν, ταῖς νοεραῖς Οὐσίαις δοξάζεται, ταῖς
τρισαγίαις φωναῖς ἀσίγητον, ἐκβοώσαις αἴ-
νεσιν· αἷς συμφώνως ὑμνεῖται, καὶ ἡμῖν τρι-
συπόστατος Κύριος».
Ἡ Μονάδα ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ Τριάδα κατὰ
τρόπο ὑπερβαίνοντα τὴ φύση, ἄρρητο καὶ
πέρα ἀπὸ κάθε καταληπτικὴ ἔννοια, δοξάζε-
ται ἀπὸ τὶς νοερὲς οὐσίες (τῶν ἀγγέλων), οἱ ὁποῖες
μὲ τρισάγιες φωνὲς ἐκσποῦν σὲ ἀκατάπαυστη αἴνεση.
Μὲ μιὰ φωνὴ (μὲ αὐτὲς)
ἀνυμνεῖται κι ἀπὸ μᾶς ὁ τρισυπόστατος Κύριος.
Ἡ φύση τῶν ἁγίων ἀγγέλων εἶναι ἄϋλη καὶ νοερά. Σ᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχει τὸ αἰσθητὸ στοιχεῖο τῆς ὑλικότητος. Εἶναι πνεύματα ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν παχύτητα τῶν ὑλικῶν σωμάτων. Ζοῦν διηνεκῶς στὸν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κύριο ἔργο τους, παράλληλα βέβαια μὲ τὴ διακονία τῆς θείας βασιλείας, εἶναι δοξολογικὸ καὶ ἀνυμνητικὸ τῆς θείας ἁγιότητος καὶ μεγαλωσύνης. Ζῶντας τὴν ἄρρητη χαρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ πνιγμένοι στὶς ἄπειρες χάρες τοῦ πλάστη τους, ἐκσποῦν σὲ ἀσίγαστη ἀνύμνηση τοῦ θείου Ὀνόματος, στὸ ὁποῖο εἶναι ριζωμένη ἡ ἀσώματη φύση τους. Μὴ ἔχοντας δὲ μέσα τους τόδιασπαστικὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ποὺ ρυπαίνει τὴν ἀποστατικὴ φύση, μὲ τρισάγιες φωνὲς ὑμνοῦν χωρὶς παύση καὶ σταματημὸ τὸ ἄρρητο μυστήριο τοῦ θείου πλαστουργοῦ τους, τὴ «Μονάδα ἐν Τριάδι» ἢ τὴν «Τριάδα ἐν Μονάδι». Ἀνυμνοῦν τὸ ὑπερβατικὸ θεῖο μυστήριο, ἄσχετα ἂν ἡ φωτοειδὴς καὶ ἄϋλη φύση τους ἀδυνατεῖ νὰ τὸ περιλάβει καὶ νὰ τὸ ἐννοήσει. Ἀρκεῖ σ᾿ αὐτὰ ἡ γοητεία τῆς ἄρρητης θέας, τοῦ θαύματος ποὺ διαδονεῖ τὴν ἄσαρκη φύση τους καὶ τὴ γεμίζει μὲ τόσους θείους καὶ ἄφατους γλυκασμούς. Πρὸς τί ἡ λοιπὴ περιέργεια;
Μαζὶ ὅμως μὲ τὴ φωνὴ τῶν ἀγγέλων συγχρονίζεται καὶ ἡ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ πανσοφίας. Καὶ οἱ ἄνθρωποι νοιώθουν τὴν ἴδια μὲ τοὺς ἀγγέλους παρόρμηση. Κι αὐτοὶ μάλιστα περισσότερο, ζῶντας τὴ λυτρωτικὴ χάρη τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ὑμνεῖται, λοιπόν, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ τρισυπόστατος Κύριος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἀνύμνηση τῆς ἁγίας Τριάδος λαμβάνει διαστάσεις καθολικὲς καὶ παγκόσμιες. Ἡ ὑλικὴ καὶ ἄϋλη κτίση ὁμόφωνα ἐξυμνοῦν τὸν πλάστη καὶ δημιουργό τους. Μέλος ὄντως καθολικὸ καὶ παναρμόνιο!

Θεοτοκίον.

«Ἐκ σοῦ χρονικῶς ἄνευ σπορᾶς, προῆλθεν ὁ
ὑπέρχρονος, ὁμοιωθεὶς ἡμῖν ὁ ἀνείδεος, καὶ
μίαν φύσιν καὶ κυριότητα, τοῦ Πατρὸς ἐδίδαξε,
καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Θεοτόκε· διό σε
δοξάζομεν».
Ἀπὸ ἐσένα, Θεοτόκε, προῆλθεν ἐν χρόνῳ καὶ χωρὶς
σπορὰν ἀνδρική, αὐτὸς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο,
ὁμοιωθεὶς μὲ μᾶς ὁ ἄμορφος καὶ ἀσχημάτιστος,
καὶ ἐδίδαξε μία φύση καὶ κυριαρχικὴ ἐξουσία τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ
τοῦτο σὲ δοξάζουμε».
Στὸ Θεοτοκίο τὸ τριαδικὸ δόγμα συμπλέκεται μὲ τὸ χριστολογικό. Ἡ θεολογικὴ Τριάδα πλατύνεται στὴν οἰκονομικὴ Τριάδα, ὅπου κεντρικὸ πρόσωπο εἶναι ὁ Λόγος, ντυμένος τὴ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ διφυὴς τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς Παρθένου Υἱός, ὁ ὁποῖος, πληρώντας τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει στὸ θεανδρικό του πρόσωπο τὸν πεπτωκότα στὴν ἁμαρτία ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρώπινή του πλευρὰ ἔλαβε ἀρχὴν ἐν χρόνῳ. Κατὰ τὴ θεία του πλευρὰ φυσικὰ εἶναι Θεὸς ἄχρονος καὶ ὑπέρχρονος. Μπήκε στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος11. Ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος, ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ γεννῶνται στὸν κόσμο οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Δὲν προῆλθε ἀπὸ ἀνθρώπινη σπορά. Τόσο ἡ σύλληψη ὅσο καὶ ἡ γέννησή του ἦσαν γεγονότα ὑπερφυσικά. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνεπλήρωσε τὴ θέση τοῦ πατέρα στὴ θαυμαστή του σύλληψη12. Αὐτός, λοιπόν, πού, ὡς πνεῦμα ἄϋλο, δὲν ἔχει εἶδος (σχῆμα δηλαδὴ καὶ μορφὴ) μὲ τὴ σάρκωσή του ἔμοιαζε ἐξωτερικὰ μὲ μᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ἄνθρωποι ὁρατοὶ καὶ περιγραπτοί. Ἀνέλαβε ἀνθρώπινο εἶδος, ἀνθρώπινη μορφή, γενόμενος ἄνθρωπος μὲ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν ξεχώριζαν ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο, ὁρατὸς καὶ περιγραπτός. Μὲ τὴ μορφὴ αὐτὴ ὁ Χριστὸς φανέρωσε στὸν κόσμο τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ Θεοῦ13, διδάξας ὅτι ἕνας εἶναι στὴν οὐσία του ὁ Θεὸς καὶ μία ἡ ἐπὶ πάντων παντοκρατορική του κυριότητα. Δὲν ὑπάρχουν δηλαδὴ ἄλλοι Θεοί14, ποὺ νὰ ἀσκοῦν κυριότητα ἐπὶ πάντων.
Τὴ Θεοτόκο, ποὺ ἔγινε ἡ κυριώτερη ἀνθρώπινη αἰτία τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀνυμνεῖ καὶ δοξάζει.

Κάθισμα.

«Πατέρα καὶ Υἱόν, προσκυνήσωμεν πάντες
καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, καὶ ἰσότιμον δόξῃ, Τριά-
δα τὴν ἄκτιστον, καὶ ὑπέρθεον Δύναμιν· ἣν
δοξάζουσι, τῶν Ἀσωμάτων αἱ τάξεις· ταύτην
σήμερον, καὶ γηγενεῖς μετὰ φόβου, πιστῶς
εὐφημήσωμεν».
Τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν ἂς προσκυνήσουμε ὅλοι,
καθὼς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ εὐθὲς (στὸ ὁποῖο ὑπάρχει
ἡ θεία ἀλήθεια), τὴν Τριάδα τὴν ἂ-
κτιση καὶ τὴν ὑπέρθεη δύναμη, τὴν ὁποία δο-
ξάζουν οἱ Ἀσώματες τάξεις (οἱ Ἄγγελοι). Αὐτὴν σήμε-
ρα καὶ οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι μὲ φόβο (εὐλάβεια)
καὶ μὲ πίστη ἂς εὐφημήσουμε.
Στὸ κάθισμα αὐτὸ ποὺ ἔχει σαφὲς τριαδικὸ περιεχόμενο ἐξαίρεται ἡ ἐν δόξῃ ἰσοτιμία τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια ἡ ἀπορρέουσα ἀϊδίως ἀπὸ τὸ ἄπειρο βάθος τῆς ὑπερβατικῆς θείας οὐσίας, ὑπάρχει στὸ πλήρωμά της ἰσοτίμως καὶ στὰ τρία πρόσωπα τῆς παναγίας Τριάδος. Ἡ αὐτὴ θεία δόξα ὑπάρχει καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Αὐτὸ εἶναι ἀπόρροια τῆς ὁμοουσιότητος τῶν προσώπων τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὡς ὁμοούσια τὰ θεῖα πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα μεταξὺ τους. Δὲν ὑπάρχει τὸ μεῖζον15 καὶ τὸ ἔλασσον, τὸ πρότερο καὶ τὸ ὕστερο στὶς εἰδοτριαδικὲς σχέσεις τῶν θείων ὑποστάσεων. Παρὰ τὴ φυσικὴ τάξη καὶ ἀρίθμησή τους (πρῶτο, δεύτερο, τρίτο) τὰ θεῖα πρόσωπα δὲν ὑποτάσσονται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, τὸ δεύτερο στὸ πρῶτο καὶ τὸ τρίτο στὸ δεύτερο. Εἶναι ὅλα ἰσότιμα καὶ ἰσοδύναμα. Ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς (Subordiratio) καταλύει τὴν τριαδικὴ ἰσοτιμία καὶ ὁδηγεῖ στὸν Ἀρειανισμό, τὴν ἄρνηση δηλαδὴ τοῦ ὁμοουσίου τῶν θείων ὑποστάσεων.
Ἡ ἁγία Τριὰς εἶναι ἄκτιστη. Τὸ εἶναι της ἔχει ἐν ἑαυτῇ. Δὲν ἔχει ποιητικὸ αἴτιο, εἶναι αὐθύπαρκτη καὶ αὐθυπόστατη. Εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ ἐν ἑαυτῷ ὑπάρχων Θεός, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχονται ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα. Εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κτιστοῦ εἶναι, ἡ ἀρχὴ κάθε ἄλλης ὑπάρξεως. Σ᾿ αὐτὴν περιέχονται τὰ πάντα.
Εἶναι δὲ ἡ Τριὰς καὶ ἡ «ὑπέρθεος Δύναμις». Ἡ δύναμη (οὐσία) πού, ὡς ἀνωνόμαστη καὶ ἀνέκφραστη, ὑπερβαίνει κάθε προσηγορία καὶ προσδιορισμό, ποὺ μποροῦμε νὰ τῆς ἀποδώσουμε. Ἔτσι ὑπερβαίνει καὶ τὴν ἔννοια τῆς θειότητος καὶ τῆς θεότητος, ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς συνήθως τῆς ἀποδίδει. Ἡ ἀπειρία τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει ἀπολύτως τὰ σχήματα καὶ τὶς ἔννοιες τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Τοῦτο φυσικὰ δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἔννοιες αὐτὲς εἶναι ἁπλὰ σχήματα ψιλοὶ ἀναπλασμοὶ τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς κανένα περιεχόμενο οὐσιαστικό. Οἱ θεῖες προσηγορίες, οἱ στηριζόμενες στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἔχουν θετικὴ ἀναφορὰ καὶ ἐκφράζουν τὸν Θεό, ὅταν μάλιστα ἀναφέρονται στὴ θεία ἐνέργεια ποὺ εἶναι ἀποκαλυπτικὴ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κοινωνητὴ καὶ μεταδοτικὴ τῆς θεότητος. Στὴ θεία ἐνέργεια ὁνοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατανοεῖ τὸν Θεὸ στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων του. Τὴ θεία οὐσία μόνον ἀδυνατεῖ νὰ περιλάβει καὶ νὰ κατανοήσει.
Τόσο οἱ ἀσώματες δυνάμεις (ἄγγελοι) ὅσο καὶ οἱ πεπερασμένοι γηγενεῖς ἄνθρωποι, μὲ εὐλαβικὸ φόβο καὶ πίστη, συγκλονούμενοι μπροστὰ στὸ Τριαδικὸ θαῦμα, ἀπευθύνουν εὐφημίες καὶ δοξολογικὰ ἄσματα στὴν παναγία Τριάδα.

ᾨδὴ δ´

«Λάμψον μοι Θεαρχία τρισήλιε, λάμψεσι
τῶν θεουργικῶν μαρμαρυγῶν, τοῖς τῆς καρ-
δίας ὀφθαλμοῖς, τὸ κάλλος φαντάζεσθαι τῆς
ὑπὲρ νοῦν θεαρχικῆς σου λαμπρότητος,
καὶ φωτουργοῦ καὶ γλυκείας μεθέξεως».
Λάμψε θεαρχία τρισήλιε μὲ τὶς λαμπρὲς
ἀκτῖνες τῶν θεουργικῶν σου μαρμαρυγῶν τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας μου, ὥστε νὰ φαντάζομαι
τὸ κάλλος τῆς θεαρχικῆς σου λαμπρότητος,
ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, ὅπως καὶ
(νὰ γεύομαι) τὴ φωτουργό σου γλυκειὰ μέθεξη.
Τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος δὲν εἶναι ἁπλὴ θεολογικὴ θεωρία, μία ἀφηρημένη νόηση καὶ διδασκαλία. Εἶναι δύναμη καὶ ζωή, λυτρωτικὴ θέαση τῆς λαμπρότητος τοῦ Θεοῦ καὶ θεωτικὴ μέθεξη στὴ θεουργικὴ ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐξόχως εὐαίσθητη. Σ᾿ αὐτὸ ἐπικεντρώνει τὴ σωτηριολογία της, ἐξαντλεῖ τὸ θεωτικὸ πάθος της καὶ τὸ δυναμισμό της. Ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι θεολογία τῆς θεώσεως στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Ἡ θεολογία καὶ τὰ ἔνθεα αὐτὰ βιώματα εἶναι ἄγνωστα στὶς ἑτερόδοξες θεολογίες καὶ σωτηριολογίες, οἱ ὁποῖες στεῖρες στὴ νοησιοκρατικὴ δόμησὴ τους ἀρνοῦνται τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.
Ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου ἀπευθύνεται στὴν τρισήλιο θεαρχία (στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ζητᾶ τὴ λάμψη τῆς θεουργικῆς της ἐνέργειας, τῶν φωτοειδῶν μαρμαρυγῶν ποὺ ἐκλάμπουν ἀπὸ τὴν ἄπειρη οὐσία τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ζητᾶ τὶς θεαρχικὲς μαρμαρυγὲς νὰ ἔλθουν καὶ νὰ καλύψουν τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας του, ἐκεῖ ὅπου συναντιοῦνται μυστικὰ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Γιατὶ ἡ θεία συνάντηση, ἡ μέθεξη τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό, δὲν εἶναι ὑπόθεση τοῦ νοῦ πρώτως καὶ κυρίως, ἀλλὰ τῆς καθαρῆς καὶ μεταποιημένης καρδίας. Ἐκεῖ φανερώνεται μυστικὰ ὁ Θεός. Ὁ νοῦς (ὡς διάνοια φυσικὰ) ἀκολουθεῖ καὶ αὐτὸς κατὰ τὴ χωρητική του ἱκανότητα, λαμπρυνόμενος ὁμοίως στὴ θεία μέθεξη.
Ὁ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδία του νὰ ἔχει κάποια αἴσθηση, νὰ λάβει κάποια φαντασία τοῦ ὑπερλογικοῦ καὶ ἀμήχανου ἐκείνου κάλλους τῆς θείας λαμπρότητος, καὶ νὰ νοιώσει κάτι ἀπὸ τὶς γλυκύτητες τῆς θεουργικῆς θείας μεθέξεως, ποὺ τελεῖται στὴν ἕνωση μὲ τὸ φῶς τῆς θείας λαμπρότητος, μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Εἶναι τὸ σταθερὸ αἴτημα τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς· «σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον»16.
Καί· «ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»17. Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας πάλλει στὴ θεοποιητικὴ θεία ἐνέργεια. Ἐκεῖ συναντᾶ τὸν προορισμὸ καὶ τὴν τελείωσή της. Σ᾿ αὐτὴν ζεῖ καὶ πορεύεται.
«Πρότερον οὐρανοὺς ἐστερέωσας Κύριε, καὶ
πᾶσαν δύναμιν αὐτῶν, τῷ λόγῳ σου τῷ παντουρ-
γῷ, καὶ πνεύματι στόματος τῷ συμφυεῖ, μεθ᾿
ὧν δεσπόζεις τοῦ σύμπαντος, ἐν τριλαμπεῖ
μοναρχίᾳ θεότητος».
Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἐστερέωσες Κύριε τοὺς οὐρανοὺς
καὶ κάθε δύναμη ποὺ εἶναι μέσα σ᾿ αὐτούς, μὲ τὸν παντουργικὸ
λόγο σου καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ στόματός σου, ποὺ
ὑπάρχει στὴ φύση σου. Μὲ αὐτὰ δεσπόζεις ἐπὶ
τοῦ σύμπαντος, ὡς θεότητα τριλαμπὴς (τριαδικὴ)
καὶ μοναρχικὴ (ἀπὸ μίαν ἀρχὴ).
Ἡ πλάση τοῦ κόσμου εἶναι ἔργο τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ὁ κόσμος δὲν εἶναι κάτι τὸ τυχαῖο καὶ αὐθύπαρκτο. Δὲν ἔχει μέσα του τὸν λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Ἂν ἦταν ἔτσι, θὰ ἦταν ὁ ἴδιος Θεός, ὅπως ὑποστηρίζουν ὡρισμένα φιλοσοφήματα ἀνθρώπων (Πανθεϊσμὸς). Ὁ κόσμος εἶναι πλάσμα, δημιούργημα. Δὲν ὑπῆρχε πάντοτε, ἄσχετο ἂν ἡ ἰδέα του ἦταν ἀΐδια στὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐξωτερικὴ πραγματοποίησή της ἔγινε ἐν χρόνῳ, ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἶναι, ὡς δημιούργημα, συναΐδια μὲ τὸν Θεόν. Μιὰ τέτοια ἰδέα ἀποτελεῖ ἀντίθεση. Δημιούργημα ἀΐδιο, χωρὶς αἴτιο καὶ ποιητικὴ ἀρχή18, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ.
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἔργο τῆς θείας παντοδυναμίας. Μόνο ἕνα ὂν παντοδύναμο μπορεῖ νὰ πλάσει ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ ὄντα. Κάτι τέτοιο φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιάσει τὸ μυαλό μας. Γιατὶ καὶ ἐμεῖς δημιουργοῦμε, πάντοτε ὅμως ἀπὸ προϋπάρχουσαν ὕλη. Στὴν οὐσία δὲν εἴμαστε πλάστες, ἀλλὰ διαμορφωτὲς τῆς ὕλης. Κάτι παρόμοιο εἶπε καὶ ὁ Πλάτων. Ἀπὸ τὸ τίποτε ὅμως (ex nihilo) δὲν μπορεῖ νὰ φέρει στὸ εἶναι κάτι, τὸ πεπερασμένο καὶ ἀδύναμο πλάσμα. Κάτι τέτοιο ἀδυνατοῦμε νὰ τὸ διανοηθοῦμε.
Στὴν ἀρχὴ (ἐννοεῖται μετὰ τὴν πλάση τῶν νεορῶν φύσεων τῶν ἀγγέλων), ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ ἐστερέωσε τοὺς οὐρανοὺς μὲ ὅ,τι ὑπάρχει σ᾿ αὐτούς. Τοὺς ἔφερε στὸ εἶναι μὲ ἕνα παντοκρατορικὸ λόγο του, μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά του· «εἶπε καὶ ἐγένετο»19. Πρόκειται φυσικὰ γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Πατρὸς «δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»20. Στὴν πλάση ὅμως τοῦ κόσμου εἶχε θέση καὶ τὸ «συμφυὲς πνεῦμα τοῦ στόματος τοῦ Θεοῦ», τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ πάντοτε ὑπάρχει στὸν Πατέρα, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου ἐκπορεύεται. Μετὰ τὴν πλάση τῆς ἀρχέγονης καὶ ἀδιαμόρφωτης ὕλης, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐφέρετο ἐπὶ τῶν ὑδάτων21, δίδοντας μορφὴ στὸ ἀδιαμόρφωτο χάος, ὥστε νὰ λάβει αὐτὸ βαθμηδὸν τὴ σημερινή του μορφή.
Τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ἐπιτελεῖ ἡ «τριλαμπὴς μοναρχία τῆς θεότητος», δηλαδὴ ὁλόκληρος ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν εἶναι ἔργομιᾶς καὶ μόνης θείας ὑποστάσεως. Ὁ Πατὴρ συλλαμβάνει ἀπ᾿ αἰῶνος (= ἀϊδίως) τὴν ἰδέα τοῦ κόσμου, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἐν χρόνῳ ὁ Υἱός, καὶ διαμορφώνει ἀκολούθως τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι ἔργο τῆς θείας τριαδικῆς βουλῆς, τῆς θείας τριαδικῆς ἐνέργειας. Ἔτσι ὁ τριαδικὸς Θεὸς δεσπόζει πάνω σὲ ὅλα τὰ ὄντα, σ᾿ ὁλόκληρο τὸ δημιουργικὸ ἔργο του.
«Ὡς ἔπλασας κατ᾿ εἰκόνα με σὴν καὶ ὁμοίωσιν,
θεαρχικὴ παντουργική, Τριὰς ἀσύγχυτε Μονάς,
συνέτισον φώτισον, πρὸς τὸ ποιεῖν τὸ θέλημά σου
τὸ ἅγιον, τὸ ἀγαθὸν ἐν ἰσχύϊ καὶ τέλειον».
Ὅπως μὲ ἔπλασες κατὰ τὴ δική σου εἰκόνα καὶ
ὁμοίωση, Τριάδα θεαρχικὴ καὶ παντοδύναμη,
ποὺ εἶσαι συγχρόνως καὶ Μονάδα ἀσύγχυτη,
συνέτισέ με καὶ φώτισε, ὥστε νὰ κάνω τὸ θέ-
λημά σου τὸ ἅγιο, ποὺ εἶναι ἀγαθὸ στὴ δύνα-
μή του καὶ τέλειο.
Ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ ὑμνωδὸς στρέφει τὸ βλέμμα του στὸν ἄνθρωπο, τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ δημιουργοῦ. Στὴ νοερά, λογικὴ καὶ ἐλεύθερη ψυχή του βλέπει νὰ σπιθίζει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σὲ μιὰ τελειωτικὴ ἀνοδικὴ παρόρμηση νὰ γίνει ὁμοίωση Θεοῦ.
Ἡ ὑψηλὴ αὐτὴ περιωπὴ τοῦ λογικοῦ πλάσματος εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιθέτει σοβαρὲς εὐθύνες στοὺς ὤμους του. Ἔτσι δὲν πρέπει νὰ εἶναι κατώτερο τοῦ προορισμοῦ του, ἀλλὰ νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὴν εὐγένεια τῆς φύσεώς του. Κάτι τέτοιο ὅμως δυσχεραίνει καὶ πολλὲς φορὲς καθιστᾶ ἀδύνατο, ἡ παρουσία τῆς ἁμαρτίας στὴ φύση του, τὴν ὁποία σύρει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεόκαὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ὁ κίνδυνος εἶναι πολὺ μεγάλος. Ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία μίλησε ὁ Σωτήρ22, εἶναι ἐπικείμενη καὶ ὁρατή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνατείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό, ποὺ εἶναι «θεαρχικὴ παντουργικὴ Τριάς», δηλαδὴ διακρίνεται σὲ τρία θεαρχικὰ καὶ παντοδύναμα πρόσωπα, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ «ἀσύγχυτος Μονάς», δηλαδὴ οἱ ὑποστάσεις της δὲν ἐπιφέρουν σύγχυση στὴν ἁπλῆ καὶ ἀσύνθετη φύση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι διακρίσεις ἀσύγχυτες μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν κατακερματίζουν τὴν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας, ὥστε νὰ διασπᾶται αὐτὴ σὲ τρία μέρη καὶ νὰ διατέμνεται. Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἡ ψυχὴ ζητᾶ φωτισμὸ καὶ σύνεση, ὥστε νὰ διακρίνει καὶ νὰ πράττει τὸ θέλημά του, ποὺ εἶναι ἅγιο, ἀγαθὸ καὶ τέλειο. Γιατὶ γνωρίζει, ὅτι μόνο μὲ τὴ διάπραξη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ὡς εἰκόνα Θεοῦ, νὰ ζήσει ἄξια τῆς κλήσεώς της, κατευθυνόμενη στὴν πορεία τοῦ θεωτικοῦ δυναμισμοῦ της. Μόνο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο23 μπορεῖ νὰ ζήσει ἐλεύθερα στὸ φωτεινὸ χῶρο τῆς θείας βασιλείας, νὰ τύχει τῆς σωτηρίας της.

Θεοτοκίον.

«Τέτοκας τῆς Τριάδος τὸν ἕνα Πανάχραντε,
θεαρχικώτατον Υἱόν, σωματωθέντα δι᾿ ἡμᾶς,
ἐκ σοῦ καταυγάζοντα, τοὺς γηγενεῖς τῆς τριση-
λίου Θεότητος, τῷ ἀνεσπέρῳ φωτὶ καὶ ταῖς
λάμψεσιν».
Ἔχεις γεννήσει, Πανάχραντε, τὸν ἕνα τῆς Τριά-
δος θεαρχικώτατον Υἱόν, ποὺ σωματώθηκε ἀπὸ
τὴ φύση σου γιὰ μᾶς, καὶ φωτίζει τοὺς θνητοὺς
μὲ τὸ ἄδυτο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου
θεότητος.
Ἡ Θεοτόκος Μαρία γέννησε «τὸν ἕνα τῆς Τριάδος θεαρχικώτατον Υἱόν». Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γεννηθεῖ ὁ Πατὴρ ἢ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Δὲν μποροῦσε, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἦταν σωστὸ νὰ γίνει. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ συνεπῶς ἔχει ὡς ὑποστατικό του ἰδίωμα τὴ γέννηση. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ γεννᾶται ἀϊδίως ἀπὸ τὸν Πατέρα, μποροῦσε νὰ γεννηθεῖ ἐν χρόνῳ καὶ ἀπὸ τὴν Μαρία, διασώζοντας στὸ πρόσωπὸ του τὶς δύο γεννήσει,ς τὴν ἀΐδια καὶ τὴν ἔγχρονη. «Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται», ψάλλει ὡραιότατα ἡ Ἐκκλησία μας24.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σωματώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία. Πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν καθαρὴ καὶ ἄσπιλη φύση του25, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία τοῦ προπάτορα, γιατὶ ἦταν φύση ποὺ συνελήφθη καὶ γεννήθηκε ἔξω ἀπὸ τὰ κοινὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ ἔχει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὴ γενετικὴ ρίζα τοῦ Ἀδάμ.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο. «Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν...», λέγει χαρακτηριστικὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἂν δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος, θὰ ἐσαρκοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Πιθανόν. Τὴν ἀπόκρυφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀγνοοῦμεν. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ πτώση ἐπροκάλεσε τὴ σάρκωση. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἡ ζήτηση δὲν ἔχει πολὺ νόημα.
Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ καταυγάσει τοὺς γηγενεῖς μὲ τὸ ἀνέσπερο φῶς καὶ τὶς λάμψεις τῆς τρισηλίου θεότητος. «Φῶς ἱλαρόν», ὁ ἴδιος, «ἁγίας δόξης», ἀστράπτον ἐκ τοῦ «ἀνεσπέρου φωτὸς» (Ἐπιλύχνιος Εὐχὴ), καθὸ «ἀπαύγασμα» τῆς οὐσίας καὶ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς26, σκορπίζει τὸ φῶς καὶ τὴν ἄκτιστη λάμψη τῆς θείας του ἐνέργειας στοὺς σκοτισμένους ἀπὸ τὴν ἀγνωσία τῆς πλάνης ὀφθαλμοὺς τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, διανοίγοντάς τους νὰ κατανοήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πραγμάτων καὶ νὰ δοῦν συγχρόνως καὶ τὴ δική τους ἀλήθεια, τὴν κτισμένη στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸ θεῖο φῶς καὶ ἐδῶ φέρεται ὡς ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἔσχατο τέλος τῶν λογικῶν κτίσεων.

Κάθισμα.

«Τριάδα τὴν σεπτήν, καὶ ἀμέριστον φύσιν,
προσώποις ἐν τρισί, τεμνομένην ἀτμήτως,
καὶ μένουσαν ἀμέριστον, κατ᾿ οὐσίαν Θεότητος,
προσκυνήσωμεν, οἱ γηγενεῖς μετὰ φόβου, καὶ
δοξάσωμεν, ὡς Ποιητὴν καὶ Δεσπότην,
Θεὸν ὑπεράγαθον».
Τὴ σεπτὴ Τριάδα καὶ ἀμέριστη φύση,
ποὺ σὲ τρία πρόσωπα τέμνεται ἀτμήτως
καὶ παραμένει ἀμέριστη, οἱ γήϊνοι ἄνθρω-
ποι μὲ εὐλαβικὸ φόβο ἂς δοξάσουμε τὸν
ὑπεράγαθο Θεό, ποὺ εἶναι ποιητὴς καὶ
δεσπότης τοῦ σύμπαντος.
Καὶ τὸ κάθισμα αὐτὸ εἶναι θεολογικό. Τὸ τριαδικὸ δόγμα ἐπικεντρώνει στὴ σχέση μεταξὺ φύσεως καὶ προσώπων. Τὰ πρόσωπα εἶναι τρία, διακεκριμένα ἀλλήλων, ὡς ὑποστάσεις πραγματικὲς καὶ ἰδιαίτερες στὸν Θεό. Ἐν τούτοις τὰ πρόσωπα, ἂν καὶ ἀσύγχυτα μεταξὺ τους εἶναι ἀδιαχώριστα. Τὸ ἕνα περιχωρεῖ τὰ ἄλλα σὲ μιὰ ἀγαπητικὴ ἀλληλενοίκηση, ὥστε νὰ ἀσφαλίζεται ἡ ἑνότητα βουλῆς καὶ ἐνέργειας τῆς τριαδικῆς θεότητος. Τὴν οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ ἡ ὑποστατικὴ διάκριση καταλείπει ἀνέπαφη. Τὰ θεῖα πρόσωπα τὴν «τέμνουν» ἀτμήτως. Δὲν πρόκειται περὶ παραδοξολογήματος. Δὲν πρόκειται περὶ τομῆς ποσοτικῆς, ὅπως συμβαίνει στὴ σύνθετη φύση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ περὶ διακρίσεως θεοπρεποῦς, ἡ ὁποία δὲν κομματιάζει τὴν ἁπλῆ φύση τῆς θεότητος. Φυσικὰ πῶς γίνεται αὐτὸ ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε. Καὶ ἡ πιὸ φωτισμένη θεολογικὴ διάνοια μένει στὸ αὐτὸ μέτρο βουβὴ μπροστὰ στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἕνας «ἀμαθὴς» ἁπλοϊκὸς πιστός. Ἡ Ἐκκλησία προσκυνᾶ «ἐν πίστει τὸ μυστήριον». Τὸ πλήρωμά της, συνεχόμενο ἀπὸ εὐλαβικὸ φόβο μπροστὰ στὴν ἀπειρία τοῦ ὑπερλογικοῦ μυστηρίου, δοξάζει τὸν ὑπεράγαθο Θεό, τὸ δημιουργὸ καὶ κύριο τῶν ἁπάντων. Αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ κάνει καὶ τὸ κάνει μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη. Θαυμάζει τὸ ἀκατανόητο καὶ ἀπόρρητο, δοξολογώντας τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη της.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Κυβέρνησον Ἁγνύ, τὴν ἀθλίαν ψυχήν μου,
καὶ οἴκτειρον αὐτήν, ὑπὸ πλήθους πταισμάτων,
βυθῷ ὀλισθαίνουσαν, ἀπαλείας Πανάμωμε·
καὶ ἐν ὥρᾳ με, τῇ φοβερᾷ τοῦ θανάτου, σὺ
ἐξάρπασον, κατηγορούντων δαιμόνων, καὶ
πάσης κολάσεως».
Κυβέρνησον Ἁγνὴ τὴν ἀθλία μου ψυχὴ καὶ
λυπήσου την, Πανάμωμε, ὀλισθαίνουσαν,
ἕνεκα τῶν πολλῶν της πταισμάτων, στὸ βυθὸ τῆς
ἀπώλειας. Καὶ κατὰ τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου,
ἐξάρπασέ με ἀπὸ τοὺς κατηγοροῦντες δαί-
μονες καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος κολάσεως.
Ἡ ἁγνὴ Κόρη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ πανάμωμη Νύμφη τῆς βασιλείας εἶναι ἡ προστάτις τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὀφείλει στὴν περίοπτη θέση της, στὴν ὁποία τὴν ἀνέβασε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὸ χριστολογικὸ μυστήριο τοῦ τόκου της. Εἶναι ἀχώριστα δεμένει μὲ τὸν Υἱό της. Ἀπὸ ἀνθρώπινη πλευρὰ ὑπῆρξεν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη εἰσόδου τοῦ Λόγου στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἂν ἔλειπεν ἡ πάναγνη Κόρη, θὰ μποροῦσε ἄραγε νὰ βρεθεῖ ἄλλη γυναίκα τόσο ἁγνὴ καὶ καλή, ὥστε ν᾿ ἀξιωθεῖ νὰ κατοικήσει μέσα της ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, νὰ λάβει τὴ σάρκα του καὶ νὰ γίνει τέλειος ἄνθρωπος ὁ πανάγιος Κύριος τῆς δόξης; Ἡ ἀπάντηση εἶναι δύσκολη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὴν ἔκρινε ἡ ἀπειρόσοφη βουλὴ τοῦ Θεοῦ νὰ χρηματίσει λίκνο τοῦ ἀπερινοήτου θαύματος, νὰ γίνει Μητέρα ἀληθινὴ τῆς Ζωῆς. Ὡς Θεοτόκος ἡ Μαρία ἔχει μεγάλη χάρη πρὸς τὸν Υἱό της. Πρεσβεύει διὰ τῶν προσευχῶν της σ᾿ αὐτὸν ὑπὲρ τῶν πιστῶν, τοῦ πνευματικοῦ του σώματος (τῆς Ἐκκλησίας), τοῦ ὁποίου εἶναι ἐπίσης μητέρα στοργική.
Οἱ πιστοὶ προσφεύγουν στὴ Θεοτόκο καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ κυβερνήσει τὶς ψυχὲς τους στὴν πορεία τους πρὸς τὸ ἀγαθό, σ᾿ ἕνα κόσμο ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς καὶ δόλιες δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας. Ζητοῦν τοὺς οἰκτιρμούς της, γιατὶ βαρύνονται ἀπὸ πταίσματα πολλά, τὰ ὁποῖα τοὺς πνίγουν καὶ ἀπειλοῦν νὰ τοὺς ἐξωθήσουν στὸ βυθὸ τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ἡ ἁμαρτία τοὺς σαγηνεύει, παραλύει τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἕλκει ἀκατανίκητα στὸ βάραθρο τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου. Παράλληλα, ἀτενίζουν τὰ ἔσχατα. Βλέπουν τὴ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου, ἐκεῖ ποὺ ἡ ὕπαρξη κόβεται μπροστὰ στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιάγνωστο. Βλέπουν τὰ πονηρὰ πνεύματα, οἱ σκοτεινὲς ὄψεις τῶν ὁποίων τοὺς κατηγοροῦν καὶ διεκδικοῦν τὶς ψυχές τους στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀπαίσιό τους βασίλειο. Οἱ στιγμὲς ἐκεῖνες εἶναι πραγματικὰ τραγικές, ὁ ὕστατος καὶ μέγιστος πειρασμός! Πέρα ἀπὸ αὐτὰ χαίνει ἡ ἄβυσσος τῆς κολάσεως, ἡ ζωὴ χωρὶς Θεό, ἡ ἐρημία τῆς χάριτος, ὁ πόνος τῆς καυτῆς βασάνου καὶ ὁ σπαραγμὸς τῆς ὑπάρξεως. Καὶ ζητοῦν τὴ βοήθεια τῆς στοργικῆς καὶ δυνατῆς Μάνας. Αὐτὴ μπορεῖ νὰ τοὺς ἁρπάσει ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Τὸ ἴδιο ἀπευθύνουν καὶ στὴν εἰδικὴ προσευχὴ πρὸς τὴν Θεομήτορα· «καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα».

ᾨδὴ ζ´

«Λόγε Θεοῦ, συμφυὲς ἀπαύγασμα, τοῦ παντοκράτορος
Θεοῦ, ὡς ὑπέσχου τὴν παρὰ σοῦ, θεουργὸν ἐνοίκησιν,
ποίησον ὡς εὔχπλαγχνος, σὺν τῷ Πατρί σου καὶ τῷ
Πνεύματι, καὶ φοβερὸν τοῖς δαίμοσί με, δεῖξον
καὶ πάθεσι».
Λόγε τοῦ Θεοῦ, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ συμφυὲς ἀπαύγασμα
τοῦ παντοκράτορος Θεοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκες (στοὺς
πιστοὺς) τὴ θεοποιητική σου ἐνοίκηση,
κάμε ὡς εὔχπλαχνος (νὰ ἐνοικήσεις καὶ σὲ μένα) μαζὶ μὲ
τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα σου, καὶ ἀνάδειξέ με φοβερὸ
στὰ πάθη καὶ στοὺς δαίμονες.
Ἡ ἱκεσία τῶν πιστῶν ἐξακολουθεῖ. Ἡ ἀναφορὰ γίνεται πρὸς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ «ἀπαύγασμα καὶ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρὸς»27. Ἡ φράση ἐκφράζει τὴν ὁμοουσιότητα τοῦ Λόγου. Ὁ Λόγος εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός, γιατὶ ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι ἀπαράλλακτα ὅμοιος μὲ τὸν Γεννήτορα. Δὲν εἶναι ἑτερούσιος ἢ ἀνόμοιος τοῦ Πατρός.
Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος ὑποσχέθηκε νὰ ἐνοικήσει στοὺς μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους φυσικὰ τοὺς πιστούς, καὶ νὰ τοὺς συγκρατεῖ στὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ ποθοῦν τὴ θεία αὐτὴν ἐνοίκηση. Ζητοῦν ὅμως καὶ τὴν παράλληλη ἐνοίκηση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁλόκληρης τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Τὸ αἴτημα φυσικὰ εἶναι περιττό. Διότι οἱ ἐνέργειες τῶν προσώπων τῆς Τριάδος εἶναι κοινές. Ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Υἱός, ἐκεῖ συμπαρίστανται καὶ συνενεργοῦν ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν ὑπάρχουν ἀπολελυμένες ἐνέργειες στὴν ἁγία Τριάδα. Οἱ πιστοὶ ὅμως ποθοῦν τὸν πλεονασμὸ καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ αὐτονόητο, γιατὶ στὴν Τριάδα βρίσκεται ριζωμένη καὶ πάλλει ἡ καρδία τους. Δὲν κουράζονται, γιατὶ βλέπουν τὸν Θεό τους σὲ κάθε περίπτωση Τριαδικὸ καὶ τρισυπόστατο.
Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχὲς εἶναι θεουργός. Κάνει τὸν ἄνθρωπο θεό, διὰ τῆς χάριτος καὶ τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Σ᾿ αὐτὸ φυσικὰ πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πίστη καὶ τ᾿ ἀγαθὰ ἔργα του. Ὅταν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ δύο ὁ πιστὸς καθίσταται φοβερὸς στοὺς δαίμονες, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ὁποίων πλήττει ἀνελέητα τὸ ἔκπαγλο φῶς τῆς ἀρετῆς. Ὁμοίως καὶ τὰ πάθη ἀφανίζονται μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς θείας ἀστραπῆς.
«Ἵνα τῆς σῆς, εὐσπλαγχνίας Δέσποτα, δείξῃς
τὸ πέλαγος ἡμῖν, τὸν Υἱόν σου πρὸς τὴν ἡμῶν,
πέμψας ταπεινότητα, αὖθις ἀνεμόρφωσας, πρὸς
τὴν ἀρχαίαν λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ νῦν, τῷ
θείῳ με συνέτισον Πνεύματι».
Μὲ σκοπό, Δέσποτα, νὰ δείξεις σὲ μᾶς τὸ πέλα-
γος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ἀφοῦ ἔστειλες τὸν
Υἱόν σου πρὸς τὴ δική μας ταπεινότητα, τὴν
ἀναμόρφωσες καὶ πάλι πρὸς τὴν ἀρχαία (τῆς
φύσεως) λαμπρότητα. Ἀλλὰ καὶ τώρα συνέτισὲ
με μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα σου.
Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἀπόρροια τῆς ἄκρας εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότου τῆς κτίσεως. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ καθεζόμενος στοὺς τριαδικοὺς κόλπους τῆς θεότητος, ἦλθε ἐθελουσίως πρὸς τὴ δική μας ταπεινότητα, τὴ γεμάτη πόνο καὶ κακοπάθεια. Καὶ δὲν ἦλθε ἁπλῶς θεατὴς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἀλλὰ ντύθηκε τὴν ταπεινότηα αὐτήν, ἔλαβε στὸ πρόσωπό του ὅ,τι εἶχε ἡ πεσμένη φύση τῶν ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ λάβει ἡ ἄσπιλη φύση του. Ἀνέλαβε τὸν πόνο καὶ τὴν κακοπάθεια. Ἔζησε φτωχὸς καὶ ἄσημος. Ἔπαθε διὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἀπέθανε ἄδοξα28 ἐπάνω στὸ σταυρό.
Σκοπὸς τῶν παθημάτων αὐτῶν ἦταν ὁ ἁγιασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ταπεινότητος καὶ ἡ ἀναμόρφωσή της στὴν ἀρχέγονη τῆς φύσεως εὔκλεια. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ μετὰ τὴν παράβαση ἦταν παραμορφωμένη στὸ αἶσχος καὶ τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπέβαλε τὰ ράκη τῆς φθορᾶς μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἔντυσε ἡ ἀρχαία ἀδαμικὴ παράβαση, καὶ ντύθηκε καὶ πάλι τὴ στολὴ τὴν πρώτη ποὺ εἶχε ἡ φύση, ὅταν πρωτοβγηῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ δημιουργοῦ. Ἡ ἀναπαλαίωση τῆς φύσεως, ἡ ἀποκατάσταση τῆς «εἰκόνος» στὸ ἀρχαῖο προπτωτικὸ κάλλος της ἀποτελοῦσαν τὸ τέλος, τὸν εἰδικὸ σκοπὸ τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως.
Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἀναγεννημένος στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δὲν παύει, ὡς ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἀνοικτὸς στὴν πτώση29 στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀπώλεια, ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὸν συνετίσει μὲ τὸ πανάγιο Πνεῦμά του, ὥστε νὰ βλέπει καθαρὰ καὶ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀγαθό, ὑπερνικώντας τὶς δολερὲς καὶ θανάσιμες παγίδες τῆς ἁμαρτίας.

Θεοτοκίον.

«Ὁ Χερουβίμ, θρόνῳ ἐποχούμενος, καὶ τῶν ἁπάντων
Βασιλεύς, ἐν γαστρί σου παρθενικῇ ᾤκησε Πανά-
χραντε, πάντας ἐκλυτρούμενος, ἐκ τῆς φθορᾶς ὡς
φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καίνῦν, ταῖς σαῖς πρεσβείαις
με περιφρούρησον».
Αὐτὸς ποὺ σὰν θρόνο του ἔχει τὰ Χερουβὶμ καὶ εἶναι
βασιληὰς τῶν ὅλων, κατοίκησε στὴν παρθενική σου
γαστέρα (μήτρα) Πανάχραντε, σώζοντας ὅλους ἀπὸ
τὴ φθορά, ὡς φιλάνθρωπος. Ἀλλὰ καὶ τώρα διὰ τῶν
πρεσβειῶν σου περιφρούρησέ με.
Ὁ Χριστὸς τὴν ἴδια στιγμὴ πού, ὡς Θεός, βρισκόταν ψηλὰ στὸν οὐρανό, ἔχοντας σὰν θρόνο του τὴν ἄϋλη φύση τῶν Χερουβίμ, κατοικοῦσε, ὡς ἄνθρωπος, στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Μαρίας, σὲ ἕνα μικρὸ καὶ ἄσιλο χωρίο. Αὐτὸ συνέβαινε γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε στὸ ἕνα του θεανδρικὸ πρόσωπο ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις του, θεία καὶ ἀνθρωπίνη, οἱ ὁποῖες ἀντιδίδουν σ᾿ αὐτὸ τὰ ἰδιώματά τους ἡ μία στὴν ἄλλη. Στὸ σημεῖο ἀκριβῶς αὐτὸ βρίσκεται ἡ οὐσία τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου.
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου οἰκήσας ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔσωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Ἔσωσε ὅλους φυσικὰ μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι καταβλήθηκε στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ συνεργήσει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἡ λύτρωση τοῦ γένους ἐκ τῆς φθορᾶς, στὴν ὁποία ἐπικεντρώνεται τὸ ἀγαθὸ τῆς ἀπολυτρώσεως, εἶναι ἔργο καθολικὸ τῆς φύσεως, ὅπως καθολικὸ ἔργο τῆς φύσεως εἶναι καὶ ἡ κληρονομία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Οἱ πιστοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴ Θεοτόκο τὴ μεσιτεία καὶ τὶς πρεσβεῖες της γιὰ νὰ περιφρουρηθοῦν ἀπὸ τὶς λυσσαλέες ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ κρατηθοῦν ἀνέπαφοι στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀρετή.

ᾨδὴ η´

«Νεύματι θεουργικῷ Κύριε πάντων, τρισυπόστατε
καὶ παντοκράτορ, οὐρανοὺς ἐξέτεινας ὡσεὶ δέρριν,
εἶτα καὶ γῆς, ἀπῃώρησας τὸ βάθος πανσθενεῖ σου
δρακί. Διὸ καὶ τοὺς δούλους σου κραταίωσον, τῇ
ἀγάπῃ καὶ πίστει τῇ σῇ φιλάνθρωπε, ἵνα σε δοξά-
ζωμεν πόθῳ εἰς αἰῶνας».
Μὲ ἕνα σου θεουργικὸ νεῦμα Κύριε τῶν ὅλων, τρισυ-
πόστατε καὶ παντοκράτωρ, τοὺς οὐρανοὺς ἐξέτεινες
ὡσεὶ δέρριν (σὰν τεντωμένο δέρμα), καὶ ἀκολούθως ἐκρέμασες τὸ βάθος
τῆς γῆς κάτω ἀπὸ τὴν πανσθενῆ σου παλάμη. Διὰ τοῦτο καὶ
τοὺς δούλους σου κραταίωσε φιλάνθρωπε, στὴν ἀγάπη
καὶ τὴν πίστη σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάζουμε μὲ πόθο
στοὺς αἰῶνες.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ ἔχει μπροστά της τὴν ἀπειροδύναμη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ ἕνα νεῦμα του, μὲ ἕνα παντοδύναμο πρόσταγμά του, ἔπλασε καὶ ἐστερέωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴ γῆ. Ἔχοντας ἕνα τόσο κραταιὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεὸ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθεῖ. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο καὶ παντοκράτορα Κύριο νὰ τὴ στερεώσει στὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη της, ὥστε νὰ φανεῖ ἀντάξια τῆς ὑπέρτατης θείας δωρεᾶς καὶ νὰ δοξάζει τὸ ἄπειρο Ὄνομά του μὲ πόθο στοὺς αἰῶνες.
«Φώτισον θεαρχικὸν φῶς τοὺς ὑμνοῦντας, τὸ
τρισήλιον φῶς τοῖς προσώποις, ἑνιαῖον αὖθις δὲ
τῇ οὐσίᾳ, καὶ πρὸς τὰς σάς, φωτοδότιδας ἀκτῖνας
ἐπιβλέπειν ἀεί· δι᾿ ὧν χορτασθήσομαι τὴν δόξαν
σου, τὴν γλυκεῖαν καὶ φωτουργὸν καὶ πανόλβιον,
καὶ ὑπερυψῶ σε πιστῶς εἰς τοὺς αἰῶνας».
Φώτισε θεαρχικὸ φῶς αὐτοὺς ποὺ ὑμνοῦν τὸ
τρισήλιο φῶς τῶν προσώπων, ποὺ συγχρόνως εἶναι
ἑνιαῖο κατὰ τὴν οὐσία, καὶ κάνε νὰ βλέπουμε
παντοτινὰ τὶς φωτοδότιδες ἀκτῖνες σου, διὰ τῶν
ὁποίων θὰ χορτάσω τὴ δόξα σου, τὴ γλυκειὰ
καὶ φωτουργὸ καὶ πανόλβιο· ἐγὼ δὲ θὰ σὲ
μεγαλύνω μὲ πίστη στοὺς αἰῶνες.
Τὸ βλέμμα τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι καρφωμένο στὸ ἄχραντο τριαδικόμυστήριο. Χάνεται στὴν ἀπειρία τοῦ τριαδικοῦ θαύματος. Κυρίως ἐπικεντρώνεται στὸ τριαδικὸ φῶς, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὴ ποιητικὴ ἐκφορά, ἀλλὰ σχέση πραγματικὴ στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ τὴ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, τὴν τριαδικὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπὸ τὴ θεότητα, προέρχεται ἀϊδίως ἀπ᾿ αὐτὴν (τὴ θεία οὐσία) καὶ τὴν ἐκφράζει. Στὸ τριαδικὸ φῶς εἶναι λουσμένα καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, ποὺ μοιάζουν μὲ τρεῖς λάμποντες ἡλίους. Τὸ φῶς ὅμως αὐτὸ δὲν εἶναι τριμερὲς καὶ τρισυπόστατο. Τρισυπόστατα εἶναι τὰ πρόσωπα, ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ὁ ἐγγενὴς πλοῦτος τῆς θεότητος, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ὅλος χωρὶς κατατομὴ σὲ κάθε τριαδικὴ ὑπόσταση. Εἶναι φῶς τρισήλιο, τὸ ὁποῖον ἀπορρέει ἀπὸ τὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Τριάδος εἶναι κτισμένα τὰ πάντα. Κυρίως ὅμως οἱ λογικὲς φύσεις καὶ κυριώτατα ἡ σύνθετη φύση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι βαθιά, ριζωμένες σ᾿ αὐτό. Ὁ ὑμνωδὸς θέλει νὰ βλέπει ἀσταμάτητα τὶς φωτοδότιδες ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνέργειας, γιατὶ στὴ θέαση αὐτὴ τοποθετεῖ τὸ χορτασμὸ τῆς ψυχῆς του, τὸν ἀνεκλάλητο κορεσμὸ ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι γλυκειὰ καὶ πανόλβια. Ἡ θεία ὅμως ἐνέργεια παρέχει περισσότερα στὸν καθαρμένο ἄνθρωπο. Εἰσδύει στὴ φύση του, ἀνακρᾶται μαζί της καὶ τὴν κάνει φωτοειδῆ καὶ φωτόμορφη30. Ἐδῶ τὸ πλάσμα θεοῦται κατὰ χάριν.
Μέσα σὲ μιὰ τέτοια γενναιόδωρη παροχή, σὲ μιὰ τέτοια ἀνεκλάλητη δόξα, τὸ θεόμορφο πνεῦμα ἀναλύεται σὲ αἰώνιο ἔπαινο τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ εὐδοκίας. Σὰν μικρὸς θεὸς ἀνυμνεῖ τὸν παμμέγιστο Θεὸ τῆς δόξης!

Θεοτοκίον.

«Ὕψωσεν εἰς οὐρανοὺς τὴν τῶν ἀνθρώπων, προσ-
λαβόμενος φύσιν ἀτρέπτως, ὁ Υἱός σου πάναγνε
Θεοτόκε, ὑπερβολῇ ἀγαθότητος, ρυσάμενος τῆς
πάλαι φθορᾶς· ᾧ καὶ εὐχαρίστως ἀναμέλπομεν·
Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερ-
υψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ὁ Υἱός σου πάναγνε Θεοτόκε, ἀφοῦ προσέλαβε ἀ-
τρέπτως τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὕψωσε στοὺς
οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα μᾶς
ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν παλαιὰ τῆς ἁμαρτίας φθορά·
πρὸς τὸν ὁποῖον εὐχαρίστως ψάλλουμε· ἂς
εὐλογεῖ ὁλόκληρη ἡ κτίση τὸν Κύριο καὶ ἂς τὸν
μεγαλύνει σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἦταν ἄτρεπτη. Ὁ Λόγος προσέλαβε τὴ σάρκα του ἐκ τῆς Παρθένου, χωρὶς νὰ τραπεῖ ἡ θεία φύση του. Τὸ ἀντίθετο ἰσχυρίζονταν στὴν ἀρχαιότητα οἱ αἱρετικοί. Ὁ Λόγος κατὰ τὴ σάρκωση παρέμεινε Λόγος, ὅπως καὶ ἡ σάρκα παρέμεινε σάρκα, χωρὶς νὰ τραπεῖ στὴ φύση τῆς θεότητος. Οὔτε ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν φύσεων προῆλθε τρίτη φύση σύνθετη31. Οἱ φύσεις, ἂν καὶ ἑνωμένες βαθιὰ μεταξύ τους, δὲν ἔχασαν τὴ φυσικὴ τους ἑκάστη ἰδιότητα. Ὁ Θεὸς παρέμεινε Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἄνθρωπος. Ἡ ἄτρεπτη καὶ ἀσύγχυτη ἕνωση ἀποτελεῖ σημεῖο καίριο τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή του ἀπὸ τὴν πάναγνη Μητέρα του ἀνύψωσε στοὺς οὐρανοὺς τὴν πεσοῦσα στὴν ἁμαρτία φύση τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποίαν ἐλύτρωσε ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη φθορά, ποὺ εἶχε σὰν συνέπειά της ἡ εἰς τὴν ἁμαρτία πτώση τοῦ Ἀδάμ. Ὅλα αὐτὰ ἐνήργησεν ὁ Λόγος ἀπὸ ὑπερβολικὴν ἀγαθότητα, ἀπὸ ἀγάπη32 πρὸς τὸ πλάσμα του ποὺ τόσο ἀλόγιστα ἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ ἔπεσε στὸ βάραθρο τῆς πνευματικῆς διαφθορᾶς.
Ἀπὸ εὐγνωμοσύνη οἱ ἄνθρωποι, μαζὶ μὲ ὁόκληρη τὴν κτίση ποὺ καὶ αὐτὴ γεύτηκε τοὺς καρποὺς τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, συνθέτουν παναρμόνιο μέλος στὸ Σωτῆρα καὶ πλάστη τους.

ᾨδὴ θ´

«Σῶσον ὁ σωτὴρ τῆς κτίσεως, τῆς αἰσθητῆς καὶ
νοουμένης τοὺς δούλους σου, τῆς τῶν δυσμενῶν ἐπιβου-
λῆς καὶ κακώσεως, παναγία Τριὰς ὁμοούσιε,
καὶ φρούρει τὴν σὴν ποίμνην, διὰ παντὸς ἀνεπιβούλευτον».
Σῶσε ὁ σωτὴρ τῆς αἰσθητῆς καίνοουμένης κτί-
σεως τοὺς δούλους σου, ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ κά-
κωση τῶν δυσμενῶν (περιστάσεων καὶ κακῶν),
παναγία καὶ ὁμοούσιε Τριάς, καὶ φύλασσε διὰ
παντὸς ἀνεπιβούλευτη τὴν ποίμνη σου.
Ἡ αἰσθητὴ καὶ νοουμένη κτίση τὴν ὁποία σώζει ὁ Σωτὴρ εἶναι προφανῶς ὁ ἄνθρωπος, στὴ φύση τοῦ ὁποίου συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἡ ὁρατὴ καὶ ἡ ἀόρατη. Ἀλλὰ καὶ ὁ αἰσθητὸς φυσικὸς κόσμος μετέχει κατὰ κάποιο τρόπο στὸ λυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ33. Μόνον οἱ ἀόρατες πνευματικὲς δυνάμεις δὲν εἶχαν ἀνάγκη ἀπολυτρώσεως, ὡς πνεύματα παγιωθέντα στὸ ἀγαθὸ καὶ βρισκόμενα στὸ στάδιο τῆς ἄφθορης θείας δόξας, ἂν καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ σωτηρίου θαύματος τοῦ Χριστοῦ λαμπρύνει καὶ τούτων τὴν ἄϋλη φύση.
Ἡ δέηση εἶναι νὰ σώσει ὁ Σωτὴρ τοὺς δούλους του ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς καὶ κακώσεως, ποὺ εἶναι τόσες πολλὲς στὸν καὶ φθαρτὸ αὐτὸ κόσμο καὶ πολεμοῦν μὲ ἀγριότητα τοὺς εὐσεβεῖς καὶ δικαίους, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι στὸ ἀγαθὸ καίνὰ τηροῦν πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ὅσοι πιστεύουν στὴν παναγία Τριάδα καὶ τὴ δοξάζουν μὲ τὰ ἔργα τους ἀποτελοῦν τὴν πνευματικὴ ποίμνη της, τὴν ὁποίαν προσάγει καὶ συνάπτει μ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σωτήριο ἔργο του. Ἡ ποίμνη αὐτὴ πρέπει νὰ παραμένει ἀνεπιβούλευτη ἀπὸ τὸ ἐπίβουλο μένος τῶν πολλῶν ἐχθρῶν της, οἱ ὁποῖοι ἐπιζητοῦν νὰ τὴν ἀφανίσουν. Ἡ ἐπιβουλὴ κυρίως προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι πλήττουν τὴν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ (τὴν Ἐκκλησία) στὴν ἐσώτερή της ὑπόσταση, προσβάλλοντας τὴν ἀλήθειά της καὶ καταλύοντας τὸ σύνδεσμο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος τὴν συνάπτει μὲ τὴ θεότητα. Οἱ αἱρέσεις πλήττουν ἀνεπανόρθωτα τὴν Ἐκκλησία, εἶναι τὸ δηλητήριο τῆς πνευματικῆς της ζωῆς, ὁ θάνατος πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατο.
«Ἵνα τὸν βυθὸν τὸν ἄπειρον, τῆς οὐσιώδους
δείξῃς σου ἀγαθότητος, δέδωκας ἡμῖν ἐπαγ-
γελίας τρισήλιε, καὶ μονάρχα Θεὲ παντοδύ-
ναμε, σωστικὰς τοῖς σοῖς δούλοις, ἃς ἐκπλη-
ρῶσαι καταξίωσον».
Γιὰ νὰ δείξης τὸν ἄπειρο βυθὸ τῆς οὐσιώδους
σου ἀγαθότητος, Θεὲ τρισήλιε καὶ μονάρχη
παντοδύναμε, ἔδωκες σὲ μᾶς τοὺς δούλους σου
ἐπαγγελίες σωτήριες, τὶς ὁποῖες καταξίωσέ μας
νὰ ἐκπληρώσουμε.

Θεοτοκίον.

«Νεῦσον ταῖς ἡμῶν δεήσεσιν, ὁ ἐν τρισὶ θεαρχι-
καῖς ὑποστάσεσι, μόνος εἷς Θεὸς ἀληθινὸς πιστευό-
μενος, καὶ παράσχου σοῖς δούλοις, παράκλησιν,
πρεσβείαις τῆς ἀχράντου, καὶ πανυμνήτου Θεο-
μήτορος».
Ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὶς δεήσεις μας ὁ ἕνας καὶ
μόνος πιστευόμενος ἀληθινὸς Θεός, ὁ διακρινόμενος
σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ δώρησε στοὺς δούλους σου
παράκληση, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ἄχραντης καὶ
πανύμνητης Θεομήτορος.

ΗΧΟΣ Β´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Τὸ Τρισσὸν ὑμνῷ τῆς Θεαρχίας σέλας.

ᾨδὴ α´

«Τὴν τριττὴν καὶ μίαν ἀρχικήν, φύσιν τῆς
Θεότητος, ἆσματικῶς ἀνυμνήσωμεν λέγον-
τες· Τοῦ ἐλέους πέλαγος ἀνεξάντλητον, οὐ-
σιῶδες ὡς ἔχουσα, σὲ τοὺς προσκυνοῦντας
φρούρησον, καὶ σῶσον ὡς φιλάνθρωπος».
Τὴν τριττὴ καὶ μίαν ἀρχικὴ φύση τῆς θεότη-
τος, ἂς ἀνυμνήσουμε μὲ ἄσματα, λέγοντες·
Σὺ ποὺ ἔχεις στὴν οὐσία σου ἀνεξάντλητο τὸ πέλαγος τοῦ
ἐλέους, φρούρησε αὐτοὺς ποὺ σὲ προσκυνοῦν
καὶ σῶσε τους ὡς φιλάνθρωπος.
Καὶ ἡ ᾠδὴ αὐτὴ ἀρχίζει μὲ ἄσματα ὑμνητικὰ τοῦ μυστηρίου τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ἡ πιστεύουσα ψυχὴ ἀνυμνεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶναι τριττὴ (ἔχει τρία πρόσωπα) καὶ συγχρόνως μία (οὐσία), ἡ ὁποία εἶναι ἀρχικὴ τῶν πάντων (ἐξουσιάζει τὰ πάντα). Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι πέλαγες ἐλέους ἀνεξάντλητο. Ἀγαπᾶ τὰ ὄντα ποὺ ἔπλασε, φροντίζει34 γι᾿ αὐτὰ καὶ τὰ περιβάλλει μὲ τὸ ἄπειρό του ἔλεος πάντοτε μέν, κυρίως ὅμως ὅταν αὐτὰ εἶναι ἐμπερίστατα στὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ ἔχουν ἀνάγκη τῆς θείας βοήθειας. Γιὰ νὰ βοηθήσει ἄλλωστε τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ Θεός, ἔγινε ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ἔζησε κοντά του, ἐβάστασε τὴν κακοπάθεια τῆς ἱστορικῆς ζωῆς καὶ ἀπέθανε35 διὰ τῆς σωτηρίας του.
Τὸ θεῖον ἔλεος ἐπιζητοῦν μὲ πόθο οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεό, τὸν ὁποῖον προσκυνοῦν, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς φρουρήσει καθαροὺς καὶ ἀπρόβλητους ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων καὶ νὰ τοὺς σώσει ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας, ὡς φιλάνθρωπος.
«Ὁ πηγὴ καὶ ρίζα πεφυκώς, ὁ Πατὴρ ὡς αἴ-
τιος, τῆς ἐν Υἱῷ καὶ ἁγίῳ σου Πνεύματι, συμ-
φυοῦς θεότητος τὸ τρισήλιον τῇ καρδίᾳ μου
πήγασον σέλας, καίμεθέξει λάμπρυνον, τῆς
θεουργοῦ ἐλλάμψεως».
Σύ, ὁ Θεὸς Πατήρ, ποὺ εἶσαι ἡ πηγὴ καὶ ἡ
ρίζα καὶ ἡ αἰτία τῆς συμφυοῦς θεότητος τοῦ
Υἱοῦ σου καὶ τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος, πήγασε
στὴν καρδιά μου τὸ τρισήλιό σου φῶς καὶ λὰμ-
πρυνε αὐτὴν μὲ τὴ μέθεξη τῆς θεουργικῆς
σου ἐλλάμψεως.
Στὸ τροπάριο αὐτὸ ἐξυμνεῖται ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός. Μία εἶναι ἡ ἀρχὴ στὴ θεότητα, ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος καὶ χαρακτηρίζεται ὡς «Πηγαία θεότης». Ἡ δυαρχία στὴ θεότητα (δύο ἀρχὲς = Filioque) καταστρέφει τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, εἶναι ὁ αἴτιος τῆς θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν δέχονται παρὰ τοῦ Πατρός, ὁ μὲν Υἱὸς διὰ τῆς γεννήσεως, τὸ δὲ Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Περιττὸ νὰ ἐπαναλάβουμε, ὅτι οἱ πρόοδοι τῶν ὑποστάσεων αὐτῶν, δὲν εἶναι σχέσεις χρονικές, ἀλλὰ ἄχρονες καὶ ἀΐδιες. Στὸν ἄπειρο ἄλλωστε Θεὸ δὲν ἰσχύουν οἱ κατηγορίες τοῦ χρόνου, στὶς ὁποῖες ὑπάρχουν καὶ δουλεύουν τὰ κτίσματα. Ὁ Θεὸς βρίσκεται ἔξω καὶ πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο.
Ἀφοῦ θέσει τὸ δόγμα τῆς μοναρχίας στὸν Θεό, ὁ ὑμνωδὸς κινεῖται στὸ θέμα τὸ ποθεινόκαὶ θελξικάρδιο, τὸ ὁποῖο ἀσφυκτικὰ κυριαρχεῖ στὴν εὐσέβεια τῆς ὀρθόδοξης καρδίας, τὴ μέθεξη μὲ τὸ τρισήλιο σέλας, ὅπου ἡ θεουργὸς ἔλλαμψη θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο. Πρόκειται γιὰ τὴ θέωση τοῦ καθαροῦ πλάσματος, ἡ ὁποία γίνεται διὰ τῆς μετουσίας τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας. Εἶναι τὸ τέλος τὸ ποθητὸ καὶ ἐράσμιο, ποὺ σφραγίζει τὴ λογικὴ ὕπαρξη στοὺς κόλπους τῆς τριαδικῆς θείας δόξας καὶ λαμπρότητος.
«Τριφεγγὴς Μονὰς θεαρχική, πᾶσαν διασκέδα-
σον, ἁμαρτιῶν καὶ παθῶν μου τὴν ζόφωσιν, φω-
τεινῶν ἀκτίνων σου, γλυκυτάταις ἐν μετουσίαις,
καὶ ποίησον, σοῦ τῆς ἀπροστάτου, δόξης με
ναόν, καὶ σκηνὴν ἄχραντον».
Μονάδα τριφεγγὴς καὶ θεαρχική, σκόρπισε
(ἀπὸ τὴν ψυχή μου) κάθε ζόφωση προερχόμενη
ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ πάθη μου διὰ τῆς
γλυκυτάτης μεθέξεως τῶν φωτεινῶν ἀκτίνων
σου καὶ κάνε με νὰ γίνω ναὸς τῆς δόξας σου
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ, καὶ σκηνὴ
ἄχραντη.
Ὁ ὑμνωδὸς συνεχίζει τὸ τριαδικὸ ἆσμα του. Ἔχει μπροστὰ στὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του τὴν τριφεγγῆ θεαρχικὴ Μονάδα. Οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες της τὸν θέλγουν. Ἐπιζητεῖ τὴ γλυκύτατη μετουσία μὲ αὐτές. Ἐπιθυμεῖ ἡ καρδία του νὰ γίνει ναὸς τῆς ἀπαστράπτουσας θείας δόξης της, σκηνὴ ἄχραντη τοῦ μακάριου θείου φωτός.
Ἔχει ὅμως ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς σου. Δὲν φιλοξενεῖ στὴν ψυχή του εὔκολες ἐλπίδες καὶ ὄνειρα. Ξέρει ὅτι τῆς θείας μετουσίας ἀξιώνονται μόνον οἱ «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ36. Οἱ ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ τὶς συστροφὲς τῶν παθῶν, ποὺ ἐμποδίζουν τὸ μακάριο φῶς τοῦ Χριστοῦ νὰ φωτίσει τὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς. Οἱ φωτεινὲς ἀκτῖνες τῆς θείας ἐνέργειας δὲν μποροῦν νὰ εἰσχωρήσουν στὴν ἀκάθαρτη ψυχή, ν᾿ ἀποδιώξουν τὴν ἀχλὺ τῶν παθῶν ποὺ ἀσφυκτικὰ τὴν περιβάλλει καὶ νὰ δώσουν τὴ γλυκύτατη χαρὰ στὸ ἁμαρτωλὸ πλάσμα. Ἔτσι οἱ σκοτισμένοι ἄνθρωποι μένουν ἀνύποπτοι γιὰ τὴ θεία δωρεά, πού, ἂν καὶ διαρκῶς ἐκχώνεται ἀπὸ τὴν ἀγαθόδωρη οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ περιβάλλει τὰ πάντα, δὲν γίνεται αἰσθητὴ σὲ κείνους ποὺ κρατοῦν σβηστὸ τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς τους, παραδομένοι στὴ σκοτεινότητα τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς πλάνης.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ παλέψει σύντονα κατὰ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του, γιὰ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ζόφωση τῆς ἁμαρτίας. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο. Θὰ λέγαμε μάλιστα ἀδύνατο, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἀφεθεῖ στὶς δικές του φυσικὲς δυνάμεις. Γιὰ νὰ ἐπιτύχει στὸν ἀγῶνα του, ἔχει ἀνάγκη ἄμεση τῆς θείας ἐπικουρίας. Ἀπευθύνεται, λοιπόν, στὴν τριφελλῆ θεαρχικὴ Μονάδα καὶ ζητᾶ βοήθεια, ἡ τριαδικὴ χάρη της νὰ διασκεδάσει ἀπὸ τὴν ψυχή του τὰ σκοτεινὰ σύννεφα τῆς ἁμαρτίας, τὸν πυκνὸ ζόφο τῶν παθῶν, ὥστε νὰ ἔλθει ἡ φωτοειδὴς ἐνέργεια νὰ κατοικήσει στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς του, νὰ σκηνώσει στὰ ἄδυτα τῆς καρδίας του, νὰ τὸν φωτίσει καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν ἄρρητη χαρὰ τῆς θείας μετουσίας.

Θεοτοκίον.

«Ροῦν τὸν πρὶν τῆς φύσεως ἡμῶν, πεπονθυίας
ἄτοπον, καὶ πρὸς φθορὰν ὀλισθησάσης Ἄχραν-
τε, σαρκωθεὶς ἐν μήτρᾳ σου, ὁ Θεὸς Λόγος,
φιλανθρώπως ἀνέστειλε, καὶ τὴν Θεαρχίαν
τρίφωτον, ἡμᾶς ἐμυσταγώγησεν».
Τὸν παλαιὸν ἄτοπο ροῦν (τὸ κατρακύλισμα) ποὺ ὑπέστη ἡ φύση
μας (διὰ τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδὰμ) καὶ ὀλίσθησε
πρὸς τὴ φθορά, ὁ Θεὸς Λόγος, σαρκωθεὶς στὴ
μήτρα σου Ἄχραντε, ἀνέκοψε ἀπὸ φιλανθρω-
πία, καὶ μᾶς ὁδήγησε στὸ μυστήριο τῆς
τρίφωτης θεαρχίας.
Τὸ ἔργο τῆς θείας μυσταγωγίας ἐπικεντρώνεται ἐδῶ στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος εἶχε σὰν σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ μοιάσει κατὰ χάριν μὲ τὸν πλάστη του. Μὲ τὴν πτώση ὅμως τοῦ Ἀδὰμ ὁ ροῦς τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ξέφυγε ἀπὸ τὴ φυσικότητὰ του, ἀκολουθώντας πορείαν ἄτοπη καὶ καταστροφική. Ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ φύση πρὸς τὴ φθορά, ποὺ ἦταν τὸ εἰδικὸ τίμημα τῆς ἀποστασίας. Στὴ φθορὰ τὸ πλάσμα, τὸ θεοειδὲς καὶ θεόμορφο, ἔχασε τοὺς φωτεινοὺς χαρακτῆρες του, ντυμένο στὸ σκοτεινὸ αἶσχος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ θαν‘του. Αὐτὸ τὸ ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο κατάντημα θὰ εἶχε στὸ τέλος ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος, ἂν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν ἀνελάμβανε ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία τὴ σωτηρία του. Ἔτσι ἔγινε ἄνθρωπος στὴ μήτρα τῆς ἄχραντης κόρης. Ἕνωσε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό, σταλάζοντας στὴ φύση τοῦ δυστυχισμένου πλάσματος τὴ ζωὴ τῆς θεότητος. Στὸ θεῖο του μυστήριο ὁ Λόγος ἀνέστειλε τὸν «ἄτοπον ροῦν» τῆς πεσμένης φύσεως, ἐπανατοποθετώντας την στὴ φυσικότητα τῆς θείας της ἀλήθειας, στὴ ζωὴ τὴν ἄφθαρτη καὶ ἀθάνατη, ποὺ μόνο κοντὰ στὸν Θεὸ εἶναι δυνατή. Τὸ εἰδικὸ νόημα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἦταν ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ σκοτισμὸ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν εἰδωλικὴ πλάνη τῶν πραγμάτων, καὶ ἡ θεία του μυσταγώγηση στὸ μυστήριο τῆς τρίφωτης Θεαρχίας, στὴν ἐπίγνωση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἀληθινὴ ζωὴ37 καὶ ἡ χαρά.

ᾨδὴ γ´

«Ἰσότητι τῆς φύσεως Θεαρχία, ὁμότιμον δο-
ξάζω σε τοῖς προσώποις· ζωὴ γὰρ ἐκ ζωῆς
σὺ προελθοῦσα, ἀρρεύστως πέφυκας, εἷς ὁ
Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔστιν Ἅγιος, πλήν σου Κύ-
ριε».
Τὴ Θεαρχία δοξάζω ὡς ἴση κατὰ τὴ φύση καὶ
ὁμότιμη κατὰ τὰ πρόσωπα· διότι προελθοῦσα
ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωή, ὑπάρχεις ἀρρεύστως ἕνας
Θεὸς ἡμῶν καὶ δὲν ὑπάρχει Ἅγιος ἐκτὸς
ἀπὸ ἐσένα, Κύριε.
Ἡ ἰσότητα τῆς φύσεως καὶ ἡ ὁμοτιμία τῶν προσώπων ἀποτελοῦν κύριες στιγμὲς τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, ποὺ ὡς τέτοιο δοξάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἰσότητα τῆς φύσεως διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, γιατὶ μία εἶναι ἡ οὐσία ἡ ὑπάρχουσα στὶς τριαδικὲς θεῖες ὑποστάσεις. Ὅσο Θεὸς εἶναι ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο Θεὸς πανομοιότυπος καὶ ἀπαράλλακτος εἶναι ὁ Υἱὸς38 καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἑπομένως στὴν Τριάδα δὲν ὑπάρχουν τρεῖς διαφορετικοὶ Θεοί. Δὲν ἔχουμε τριθεϊσμό, ἀλλὰ σαφέστατο μονοθεϊσμό. Αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἄλλα «φωτισμένα» πνεύματα. Μὲ τὴν ὁμοτιμία δὲ τῶν προσώπων διασφαλίζεται ἡ ἰσότιμη κανονικὴ τάξη του στὴν Τριάδα. Ἀπὸ τὴ σχέση τῶν προσώπων τῆς Τριάδος ἀποκλείονται κατηγορίες ποὺ ἰσχύουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων, ὅπως τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλασσον, τὸ προηγούμενο καὶ τὸ ὕστερον, ἡ ἀνωτερότητα καὶ ἡ κατωτερότητα, κ.τ.ὅ. Ὁ Πατήρ, λ.χ. ἐπειδὴ γεννᾶ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, δὲν εἶναι ἀνώτερος αὐτῶν. Οὔτε τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ ἀριθμεῖται τρίτο στὴν Τριάδα, εἶναι κατώτερο τοῦ δευτέρου προσώπου, τοῦ Υἱοῦ. Ἡ αὐτὴ τιμὴ καὶ δόξα συνδέουν τὰ θεῖα πρόσωπα μεταξύ τους, ὅπως τὰ συνάπτουν ἡ αὐτὴ βουλὴ καὶ ἡ αὐτὴ θεία ἐνέργεια.
Ἡ Θεαρχία (ὁ Θεὸς) εἶναι «ζωὴ ἐκ ζωῆς» Ἡ φράση ἐκφράζει τὸν τρόπο προελεύσεως τῶν θεαρχικῶν θείων ὑποστάσεων. Ζωὴ εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζει ἡ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μιὰ δὲ εἶναι ἡ ζωὴ ὅμοια καὶ ἀπαράλλακτη, ὅπως ἕνα εἶναι τὸ φῶς τῆς λαμπάδας ποὺ διαχέεται διὰ τῆς ἁφῆς σὲ πολλὲς ἄλλες λαμπάδες. Ὁ τρόπος προελεύσεως τῆς τριαδικῆς ζωῆς εἶναι θεοπρεπής, ἀπερινόητος καὶ ἀκατάληπτος. Ἐξ αὐτοῦ πρέπει ν᾿ ἀποκλεισθοῦν σχέσεις χαρακτηρίζουσες τὴν προέλευση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ὅπως ἡ «ρεῦσις» στὴ γαμικὴ σχέση, διὰ τῆς ὁποίας προέρχονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ σχέσεις στὴν ἁγία Τριάδα εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἄφθαρτες.
Ὁ Θεός, ὡς τὸ ἄπειρο καὶ ἀπαθὲς πνεῦμα, εἶναι ὁ μόνος Ἅγιος39 καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης κτιστῆς ἁγιότητος, καὶ ὡς τέτοιος λατρεύεται ἀπὸ τὰ λογικὰ κτίσματα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους.
«Σὺ τάξεις τὰς ἀΰλους, καὶ οὐρανίους ὑπέ-
στησας, ὡς ἔσοπτρα τοῦ σοῦ κάλλους, Τριὰς ἡ
ἀδιαίρετος μοναρχία, ὑμνεῖν ἀπαύστως σε· ἀλ-
λὰ καὶ νῦν ἡμῶν, ἐκ πηλίνου στόματος, δέξαι
τὴν αἴνεσιν».
Σὺ Τριάς, ἡ ἀδιαίρετη μοναρχία, τὶς ἄϋλες καὶ
οὐράνιες τάξεις (τῶν ἀγγέλων) ὑπέστησες, ὡς
ἔσοπτρα ἀκηλίδωτα τοῦ κάλλους σου, ὥστε νὰ
σ᾿ ἀνυμνοῦν ἀσταμάτητα. Ἄλλη τώρα δέξε δέη-
ση κι ἀπὸ μᾶς, ἀπὸ τὸ χωμάτινο στόμα μας.
Στὴν ἀνύμνηση τοῦ θείου Ὀνόματος μετέχουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄγγελοι, τὰ οὐράνια καὶ ἄϋλα πνεύματα, πλάστηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς «ἔσοπτρα» τοῦ κάλλους του. Στὴν καθαρὴ καὶ ἀκηλίδωτη φύση τους, στὴν ὁποίαν κανένας μολυσμὸς δὲν ὑπάρχει, ἀστράφτει τὸ κάλλος τῆς θείας λαμπρότητος. Σὰν σὲ καθρέφτη, ἀποτυπώνεται στὴ φύση τους ἡ αἴγλη τῆς θείας ἐνέργειας. Δέκτες αὐτοὶ τῆς θείας φωτοχυσίας, τὴν ἀνακλοῦν μὲ τὴ σειρὰ τους στὰ δώματα τῆς θείας βασιλείας. Πνιγμένοι αὐτοὶ στὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος, στὴν ἄρρητη θεία ἀγαθοδωρία, ἔχουν σὰν ἔργο τους ἄπαυστο καὶ ἀκατάληκτο νὰ ὑμνοῦν τὴν ἀδιαίρετη μοναρχία τῆς ἁγίας Τριάδος.
Στὸ ἔργο ὅμως αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ μένουν πίσω οἱ ἄνθρωποι, στὶς ψυχὲς τῶν ὁποίων ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ40. Καὶ σ᾿ αὐτὴν στίλβει ἡ μαρμαρυγὴ τῆς θείας ἐνέργειας, τὸ ἄρρητο κάλλος τῆς Τριάδος. Ὡς συγγενεύουσα μὲ τὸν Θεὸν ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, σπεύδει ὁμοίως στὴ θεία ἀνύμνηση. Σπεύδει δέ, παρὰ τὸ χοϊκό της περίβλημα, τὸ ὑλικὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περιβάλλεται. Ἀνυμνεῖ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ διττή της σύνθεση μὲ τὰ δῶρα ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸ δημιουργό, καὶ δὲν ἀρνεῖται ὁ Θεὸς τὸν αἶνο ἀπὸ τὸ πήλινο στόμα, τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος πλαστούργησε «ἐκ τοῦ χοὸς»41 καὶ τὸ ὁποῖο ἀργότερα ἁγίασε μὲ τὴν πρόσληψή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ μήτρα τῆς θεόνυμφης Κόρης.
Τέλος στὴν ἀνύμνηση τῆς θείας μεγαλειότητος μετέχει μὲ τὴ σειρά της καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση, ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς πλαστουργηθεῖσα, ἡ ἁπλῆ παρουσία τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἀπὸ μόνη της, δοξολογία τῆς θείας ἀγαθότητος καὶ πανσοφίας42.
«Στερέωσον τῆς Πίστεως ἐν τῇ πέτρᾳ καὶ πλά-
τυνον ἀγάπης σου τῷ πελάγει, καρδίαν καὶ διά-
νοιαν τῶν σῶν δούλων, Μονὰς τρισήλιε· σὺ γὰρ
Θεὸς ἡμῶν, ἐφ᾿ ᾧσπερ ἐλπίζοντες, μὴ αἰσχυν-
θείημεν».
Στερέωσε στὴν πέτρα τῆς πίστεως καὶ πλάτυνε
στὸ πέλαγος τῆς ἀγάπης σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴ
διάνοια τῶν δούλων σου. Μονὰς θεία καὶ τρισήλιε.
Διότι σὺ εἶσαι ὁ Θεός μας στὸν ὁποῖον ἐλπίζοντες,
εἴθε νὰ μὴ καταισχυνθοῦμε.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ συνεκτικὴ δύναμη ποὺ μᾶς κρατάει δεμένους μὲ τὸν Θεό43. Χωρὶς αὐτὴν ἡ πνευματικὴ φύση μας διαρρέει καὶ χάνεται. Στὴν πίστη ἀγκυροβολημένη ἡ ψυχὴ παραμένει ἀσάλευτα προσηλωμένη στὸ λυτρωτικὸ ἀγαθό, σώζεται ἀπὸ τοὺς κλονισμοὺς τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχόμενη καρδία ζητᾶ ἀπὸ τὴν τρισήλιο Μονάδα νὰ τὴν στερεώσει στὴν πέτρα τῆς πίστεως44. Παράλληλα ἐπιζητᾶ πλάτυνση στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης. Γιατὶ στὴ θεία ἀγαθότητα στημένος ὁ ἄνθρωπος, νοιώθει ἄνετα, μὴ φοβούμενος τὶς ἐπιβουλὲς τῶν ἐχθρῶν45. Ποιός μπορεῖ τάχα νὰ κλέψει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο αὐτὸς ὑπάρχει στὸ πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης; Κανένας ἀσφαλῶς, ἐκτὸς φυσικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν αὐτοπροαίρετα ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ στοργὴ τοῦ Πατέρα. Αὐτὸ δὲν συνέβη παλαιὰ μὲ τὸν Ἀδάμ;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στὸν τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἀσφαλίζεται στὸ πέλαγος τῆς θείας προστασίας καὶ ἀγάπης, ἐλπίζει βάσιμα ὅτι τὸ τέλος του θὰ εἶναι ἄξιο τῆς θείας δωρεᾶς. Ἐλπίζει μέχρι τέλους νὰ ζήσει κοντὰ στὸν Θεό, χωρὶς νὰ καταισχυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντιπαλότητα τοῦ ἐχθροῦ, ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο πάντοτε ἀνοικτὸ στὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει μὲ φόβο νὰ ἐργάζεται τὴ σωτηρία του46, ἀποβλέποντας πάντοτε στὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ47. Ἡ ἐπιπολαιότητα καὶ ἡ ἀπροσεξία εἶναι κακοὶ καὶ θανάσιμοι σύμβουλοι στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴ λύτρωση.

Θεοτοκίον.

«Ὁ πᾶσαν τὴν ὑπόστασιν οὐσιώσας, τῆς κτί-
σεως ἐν μήτρᾳ σου οὐσιώθη, ἀπείρῳ ἀγαθότητι
Θεοτόκε, καὶ φῶς τρισήλιον, πᾶσιν ἀνέτειλε,
τῆς μιᾶς Θεότητος, καὶ Κυριότητος».
Αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ὑπόσταση (ἔπλασε) τὴν κτίση
ὁλόκληρη, ἔλαβεν ὁ ἴδιος οὐσίαν (ἀνθρώπινη)
στὴ μήτρα σου Θεοτόκε, ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα.
(Μὲ τὴν οὐσίωσή του δὲ) ἀνέτειλε σ᾿ ὅλους
τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος καὶ κυριότητος.
Καὶ πάλιν ἡ παράθεση τοῦ χριστολογικοῦ μυστηρίου, ποὺ ἐπικεντρώνεται στὴν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χρισοτῦ. Ὁ ἕνας Κύριος, ποὺ ὡς Θεὸς παντοδύναμος μὲ ἕνα μονάχα λόγο του ἔδινε ὑπόσταση στὰ ὄντα, ὁ ἴδιος τώρα στὴ μήτρα τῆς ἀπείρανδρης Κόρης ἔλαβε ἀνθρώπινη οὐσίωση, ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος χωρὶς ἁμαρτία. Πῶς γίνονται αὐτά; φυσικὰ δὲν γνωρίζουμε, πιστεύοντες μὲ ἁπλότητα καρδίας καὶ ἀφελότητα στὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει ἀπείρως τὴν κτιστή μας ἀντοχὴ καὶ δεκτικότητα.
Τὸ θαῦμα τῆς οὐσιώσεως τοῦ Λόγου ἦταν ἀπόρροια τῆς ἄκρας ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ48. Ὁ Θεὸς ἐνεργῶν δὲν ἔχει καμιὰ ἰδιοτέλεια, δὲν ἀποβλέπει σὲ δικούς του σκοπούς. Ἡ φύση του εἶναι ἀνεπιδεής, μὴ ἐπηρεαζόμενη ἀπὸ ἐσωτερικὰ ἢ ἐξωτερικὰ ἐλατήρια. Ὅ,τι ἐνεργεῖ, τὸ ἐνεργεῖ ἀπὸ ἄκραν ἀγαθότητα, μεταδίδοντας τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του ἀπειροτέλειας καὶ σὲ ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπὸ τὴ φύση του, ὥστε καὶ αὐτὰ νὰ γίνουν μέτοχα τῆς διετῆς του μακαριότητος. Εἶναι ὁ πανάγαθος πλάστης καὶ πατέρας49 τοῦ σύμπαντος.
Ἔτσι καὶ στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου ὁ Θεὸς κινήθηκε (ἀνθρωποπαθὴς φυσικὰ ὁ λόγος) ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα, μὲ σκοπὸ νὰ σκορπίσει τὸ τρισήλιο φῶς τῆς μιᾶς Θεότητος καὶ Κυριότητός του στὰ πεσμένα πλάσματά του, νὰ τὰ φωτίσει μὲ τὴν ἀκτῖνα τῆς θείας του ἐνέργειας καὶ νὰ τὰ θεώσει στὴ μαρμαρυγὴ τῆς τριαδικῆς δόξας του.

Κάθισμα.

«Ὅτε κατ᾿ ἀρχάς, τὸν Ἀδὰμ διέπλασας Κύριε,
τότε τῷ Λόγῳ σου τῷ ἐνυποστάτῳ ἐβόησας
εὔσπλαγχνε· Ποιήσωμεν κατὰ τὴν ἡμετέραν
ὁμοίωσιν· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον συμπαρεῖν
δημιουργόν· διὸ βοῶμέν σοι· Ποιητὰ ὁ Θεὸς
ἡμῶν, δόξα σοι».
Ὅταν στὴν ἀρχὴ (τῆς δημιουργίας) ἔπλασες τὸν
Ἀδὰμ Κύριε, τότε μὲ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο σου
ἐβόησες εὔσπλαγχνε· ἂς κάνουμε (τὸν ἄνθρωπο)
κατὰ τὴ δική μας ὁμοίωση· τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ
ἅγιο ἦταν παρὸν (καὶ συμμετεῖχε) στὴ δημι-
ουργία (τοῦ ἀνθρώπου). Διὰ τοῦτο σοῦ φωνάζουμε
δυνατά· δημιουργέ μας Θεέ, δόξα σοι.
Τὸ κάθισμα ἑστιάζει τὸ περιεχόμενό του στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ τελειότερο πλάσμα τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τῆς τριαδικῆς θεότητος. Δὲν προῆλθε στὸ εἶναι ἁπλὰ μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐνυπόστατο Λόγο του, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς παναγίας Τριάδος. Στὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἔλαβε μέρος καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἔτσι τὸ λογικὸ δημιούργημα ἦταν ἔργο καὶ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τῆς θεότητος, ἡ ὁποία, προκειμένου νὰ τὸ πλάσει, φέρεται νὰ συσκέπτεται ἐνδοτριαδικῶς50. Ἡ ἀπόφαση βγῆκε, ὁ ἄνθρωπος νὰ πλαστεῖ κατὰ τὴν ὁμοίωση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, νὰ ἀπηχεῖται δηλαδὴ στὴ λογικὴ φύση του ἡ φύση τοῦ δημιουργοῦ του. Ὁ ἄνθρωπος, θελημένος ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, ἔχει ἀξίωμα μέγιστο, εἶναι τὸ πληρέστερο καὶ ὡραιότερο δημιούργημα. Ὑπερέχει ὅλων τῶν ἄλλων κτισμάτων, προορισμένο νὰ ζεῖ παντοτινὰ στὴν τριαδικὴ θεία ἐνέργεια, στὴν ὁποία εἶναι ριζωμένη ἡ φύση του. Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐθελουσίως παραμένει στὴ φυσικότητά του, ἀκολουθεῖ τὸ φυσικὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς του. Γιατὶ, ἂν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ φυσικὴ τάξη του, θὰ χάσει τὸ ἀξίωμα καὶ τὶς προνομίες τῆς ὑπάρξεώς του, θὰ καταντήσει ἕνα φθαρμένο δημιούργημα, παραμορφωμένο καὶ ἀγνώριστο51, ποὺ ἀντὶ τῆς θεώσεως τῆς φύσεώς του θὰ πετύχει τὴ δαιμονοποίησή του καὶ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὴ φυσικὴ ρίζα τῆς ὑπάρξεώς του, τὸν τριαδικὸ Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀναγνωρίζοντας τὶς εὐεργεσίες τοῦ δημιουργοῦ του, ἀποδίδει δόξα στὸν πλάστη του.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Ὅτε πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἐλθεῖν κατηξίωσε,
τότε σου Πάναγνε τὴν καθαρωτάτην νηδὺν
ἐγκατῴκησε· καὶ ἔσωσε διὰ σοῦ τῶν ἀνθρώ-
πων τὸ φύραμα, χαρισάμενος ἅπασι βασι-
λείαν οὐρανῶν· διὸ βοῶμέν σοι· Θεοτόκε
ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα».
Ὅταν ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἔλθει σὲ μᾶς, τότε
κατοίκησε στὴν καθαρώτατη μήτρα σου Πὰν-
αγνε· καὶ διὰ τῆς παρεμβάσεώς σου ἔσωσε τὸ
φύραμα (τὴ φύση) τῶν ἀνθρώπων, χαρίσας σὲ ὃ–
λους τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διὰ τοῦτο σοῦ φωνά-
ζουμε δυνατά· Θεοτόκε ἁγνή, χαῖρε Δέσποινα.
Ὁ ἄπειρος Θεὸς εὐδόκησε ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων νὰ διέλθει ἀπὸ τὴ μήτρα μιᾶς πάναγνης καὶ φωτεινῆς Κόρης. Σ᾿ αὐτὴν κατοικήσας ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὴν ἀνέδειξε «χερουβικὸν θρόνον», «πλατυτέραν τῶν οὐρανῶν» καὶ ὑψηλοτέραν πάσης τῆς κτίσεως. Στὴν καθαρότατη νηδὺ τῆς Πανάγνου ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ντυμένος τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνέπλασε τὸ ἀνθρώπινο φύραμα ποὺ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ καταχώθηκε στὰ χαλάσματα τῆς φθορᾶς. Τὸ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κακότητα τῆς ἀποστασίας καὶ τὸ δαιμονικὸ ζυγὸ τοῦ διαβόλου, χαρίζοντάς του τὴν ἐλευθερία τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ52 στὰ φωτεινὰ σκηνώματα τῆς θείας βασιλείας.
Ἕνα τόσο μεγάλο ἀγαθό, μιὰ τόσο ἀπέραντη ἀγαθοδωρία, εἶναι συντριπτικὰ διὰ τὸ χοϊκὸ πλάσμα, τὸ ζυμωμένο μὲ τόση κακοπάθεια καὶ τόση δυστυχία. Ὁ λυτρωθεὶς ἄνθρωπος, ἔκθαμβος στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου καὶ ζώντας τὸ ἄρρητο μυστήριο τῆς θείας βασιλείας, ἀνυμνεῖ μὲ ἄφατη χαρὰ τὴ Δέσποινα τοῦ κόσμου, ποὺ ἔγινε ἡ αἰτία τῆς δικῆς του ἀπολυτρώσεως. Ἐν ὕμνοις μεγαλύνει τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Φωτός.

ᾨδὴ δ´.

«Νοεῖν σε οὐδὲ τάξεις ἄϋλοι ἐξισχύσουσι τῶν
Ἀγγέλων, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· ἀλλ᾿ οὖν ἡμεῖς
πηλίνῃ γλώττῃ, τὴν σὴν οὐσιώδη ἀγαθότητα,
καὶ ἀνυμνοῦμεν πίστει καὶ δοξάζομεν».
Νὰ νοήσουν τὴν ἄπειρη φύση σου οὔτε καὶ τῶν
ἀγγέλων οἱ νοερὲς τάξεις δὲν μποροῦν νὰ τὸ κατορ-
θώσουν. Ἀλλὰ ἐμεῖς, μὲ τὴν πήλινη γλώσσα μας,
σὲ ἀνυμνοῦμε μὲ πίστη καὶ σὲ δοξάζουμε.
Τὸ ὑπερνοητὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ παραμένει κεκρυμμένο καὶ ἀπόκρυφο. Καλύπτεται πυκνὰ ἀπὸ τὸ γνόφο τῆς ἀγνωσίας. Καμιὰ δύναμη κτιστὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει. Οὔτε καὶ οἱ νοερὲς τάξεις τῶν ἀγγέλων, τὰ ἀκηλίδωτα αὐτὰ ἔσοπτρα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, δὲν μποροῦν νὰ ἀνασύρουν τὸν πέπλο ποὺ καλύπτει τὸ σκοτεινὸ καὶ ἀδιάγνωστο μυστήριο. Τοῦτο κατανοοῦν μόνον οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις, στὶς ὁποῖες κυκλοφορεῖ ἰσότιμα ἡ ὑπερβατικὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ πλάσμα γνωρίζει τόσο μόνο ὅσο ἀντέχει ἡ κτιστὴ φύση του καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει ἡ ἐξωτερικὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ κορυφώθηκε στὴ σάρκωση τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἐφανέρωσε53 τὸν ἀληθινὸ Θεὸ στὰ πλάσματα, στὸ μέτρο ποὺ αὐτὰ μποροῦν νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν πήλινη φύση τους. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, δεμένος στενὰ μὲ τὸ παχὺ περίβλημα τῆς σάρκας, εἶναι λιγότερο εὔθετος στὴ θεία ἀνάβαση ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἡ ἄϋλη φύση τῶν ἀγγέλων. Κι ὅμως γι᾿ αὐτὸν ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ ὄχι γιὰ κείνους. Ἡ δωρεὰ εἶναι ὑπέρτατη καὶ ἔχει βάρος αἰώνιο. Ὁ ἄνθρωπος μὴ ἔχοντας τίποτε ἄλλο ν᾿ ἀντιπροσφέρει στὴν ἀπειρόδωρη θεία ἀγαθότητα, κινεῖ τὰ πήλινα χείλη του σὲ αἶνο καὶ δοξολογία τῆς οὐσιώδους ἀγαθότητος τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς ἄναρχης μονάδας ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τριὰς ὑποστάσεων.
«Ὑπάρχων πλαστουργὸς τῆς φύσεως, Παντοκρά-
τορ, τῆς τῶν ἀνθρώπων, πᾶσαν ἐμὴν βλέπεις
νῦν, ὡς πανδερκὴς ἀδυναμίαν· διὸ κατοι-
κτείρησον τὸν δοῦλόν σου, καὶ πρὸς ζωὴν βελτί-
στην ἐπανάγαγε».
Σύ, Θεὲ παντοκράτωρ, ποὺ εἶσαι ὁ πλαστουργὸς
τῆς φύσεως, ὡς βλέπων τὰ πάντα,
βλέπεις τώρα καὶ τὴ δική μου ἀδυναμία.
Διὰ τοῦτο σπλαγχνίσου τὸ δοῦλο σου καὶ ὁδήγησέ τον
πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή.
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ παντοδύναμος πλαστουργὸς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὡς Θεὸς δὲ προσωπικὸς καὶ πανάγαθος ἐνδιαφέρεται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔπλασε. Μεριμνᾶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐξέλιξὴ τους. Εἶναι Πατέρας φιλάγαθος καὶ στοργικός, κυρίως γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸ λογικό του δημιούργημα, ποὺ μοιάζει στὴ νοερὰ φύση του. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι καὶ πανδερκής. Βλέπει τὰ πάντα. Τίποτε δὲν μένει καλυμμένο καὶ ἀόρατο σ᾿ αὐτὸν54. Βλέπει δὲ τὰ πάντα χωρὶς χρονικὴ διαδοχή. Ἔτσι βλέπει καὶ τὴν ἀνέλιξη τῆς προσωπικῆς τοῦ καθενός μας ζωῆς. Βλέπει τὶς ἀδυναμίες τῆς φύσεώς μας, τὴν περίσταση τῆς ἱστορικῆς μας στιγμῆς, τὰ προβλήματα καὶ τὶς ἀνάγκες μας. Καὶ ὄχι μόνο τὰ βλέπει, ἀλλὰ κι ἀσχολεῖται μ᾿ αὐτά.
Ὁ ἄνθρωπος, πιστεύοντας στὴν προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχοντας ἐπίγνωση τῶν πολλῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεώς του, οἱ ὁποῖες τὸν ἐμποδίζουν νὰ ζεῖ βίο θεοφιλῆ καὶ ἐνάρετο, παρακαλεῖ θερμῶς τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ τὸν βοηθήσει, νὰ ἀναλάβει αὐτὸς τὴν ὑπόθεσή του, ν᾿ ἀναπληρώσει τὶς φυσικὲς ἀδυναμίες του καὶ νὰ τ‘ν ὁδηγήσει πρὸς τὴ βέλτιστη ζωή, τὴ ζωὴ τὴ βασισμένη στὸ νόμο του, στὸ ἅγιό του θέλημα55, τῆς ὁποίας κατάληξη εἶναι ἡ εἴσοδος στὴ φωτεινότητα τοῦ οὐρανοῦ, στὰ σκηνώματα τῆς θείας βασιλείας.
«Μονάδος ἀρχικῆς ἀσύγχυτα τρία πρόσωπα
ἀνυμνοῦμεν, ὡς εἰδικῶς ἔχοντα καὶ μεριστῶς
τὰς ὑποστάσεις, ἀλλ᾿ ἡνωμένα, καὶ ἀμέ-
ριστα, ἔν τε βουλῇ καὶ δόξῃ καὶ Θεότητι».
Ἀνυμνοῦμε τῆς ἀρχικῆς μονάδος τὰ ἀσύγχυτα
τρία πρόσωπα, τῶν ὁποίων οἱ ὑποστάσεις ὑφίσταν-
ται στὸν Θεὸν εἰδικῶς καὶ μεριστῶς, τὰ ὁποῖα
ὅμως (παράλληλα) εἶναι ἑνωμένα καὶ ἀμέριστα,
καὶ στὴ (θεία) βουλὴ καὶ στὴ δόξα καὶ στὴ θεότητα.
Ἀριστουργηματικὴ πραγματικὰ ἔκθεση τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως ἐπιχειρεῖται ἐδῶ ἀπὸ τὸ φωτισμένο ὑμνωδό. Πρώτιστα τονίζεται ἡ ἀρχικὴ μονάδα, ἡ μία οὐσία τῆς θεότητος. Ἡ θεότης αὐτὴ κυκλοφορεῖ σὲ τρία ἀσύγχυτα πρόσωπα. Ἡ ὑποστατικὴ ὕπαρξη τῶν προσώπων (τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος) εἶναι στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἰδικὴ καὶ μεριστή. Οἱ ὑποστάσεις δὲν εἶναι ψιλὰ ὀνόματα στὴ Θεότητα, φωνὲς χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Εἶναι πραγματικές, μὲ εἰδικὴ ὀντότητα ὑπάρξεως καὶ ζωῆς, καίμεριστές, δηλαδὴ ξεχωριστὲς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἄλλη εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ καὶ ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐναλλαγὴ τῶν θείων ὑποστάσεων εἶναι ἀδύνατη στὴν Τριάδα. Τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν προσώπων εἶναι ἀμετάδοτα καὶ ἀκοινώνητα. Ἐν τούτοις ὁ μερισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι οὐσιώδης κατάτμηση τῆς θεότητος. Εἶναι διάκριση θεοπρεπής, ὄχι ποσοτικὸς ἐπιμερισμός. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε ἁπλῆ καὶ ἀκατάτμητη, γιατὶ εἶναι οὐσία ἄϋλη καὶ ἀσύνθετη. Εἶναι οὐσία μία, ἡ αὐτὴ καὶ ἀναλλοίωτη. Παρὰ ταῦτα τὰ πρόσωπα, ἂν καὶ εἰδικῶς καὶ μεριστῶς ὑπάρχοντα στὴ θεότητα, δὲν παύουν νὰ εἶναι ἑνωμένα καὶ ἀμέριστα. Δὲν πρόκειται περὶ παραδοξολογήματος, ὅπως θὰ ἔκρινε ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ γυμνὴ λογικὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ μεριστὰ πρόσωπα δὲν εἶναι ἀπολελυμένα καὶ ἄσχετα ἀλλήλων, ὥστε νὰ καταλύουν τὴ θεία μοναρχία. Εἶναι ἑνωμένα ἐν «βουλῇ καὸ δόξῃ καὶ θεότητι». Κάθε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι φορέας τῆς τριαδικῆς θείας βουλῆς καὶ ἐνέργειας. Δὲν βούλονται καὶ δὲν ἐνεργοῦν ξεχωριστὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ βουλή τους εἶναι πάντοτε ἑνιαία καὶ ἀδιαχώριστη. Ὅπου φέρεται νὰ ἐνεργεῖ τὸ ἕνα, ἐκεῖ φέρονται συνενεργοῦντα καὶ τὰ δύο ἄλλα. Δὲν ὑπάρχουν ἐπιλογὲς διαφωνίες καὶ ξεχωριστὲς ἐνέργειες μεταξύ τους. Ἑνιαία ὅμως εἶναι καὶ ἡ δόξα τῶν προσώπων τῆς τριαδικῆς θεότητος. Ἡ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ἡ αὐτὴ στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Δὲν ἔχει μεγαλύτερη δόξα ὁ Πατήρ, ὡς πηγαία θεότης, τῆς δόξης τῶν δύο ἄλλων προσώπων ποὺ προέρχονται ἀπ᾿ αὐτόν. Τὰ πρόσωπα εἶναι ἰσότιμα καὶ ἰσόδοξα. Ἑνιαία, τέλος, εἶναι καὶ ἡ θεότης ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αὐτὴ στὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις. Δὲν εἶναι μεγαλύτερος Θεός, ‘.χ. ὁ Πατὴρ ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Ἔτσι δὲν ἔχουμε πολλοὺς Θεούς, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ μόνο. Εἶναι φανερόν, ὅτι τὰ τρίτα πρόσωπα εἶναι ἰσόθεα καὶ ὁμόθεα, ἔχουν τὸ αὐτὸ θεῖο ἀξίωμα καὶ δὲν ὑποτάσσονται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.
Ἡ οὐσία τοῦ τριαδικοῦ δόγματος ἔγκειται στὴν ἐξισορρόπηση τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων στὸν Τριαδικὸ Θεό. Ὅταν οἱ ἑνώσεις τίθενται σὲ βάρος τῶν διακρίσεων καὶ τἀνάπαλιν, φθείρεται ἡ ἔννοια τῆς τριαδικῆς θείας ἀλήθειας. Ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λειτουργία της ὁμολογεῖ «Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον», πλήττουσα διὰ τῆς φράσεως αὐτῆς τὸ κέντρο τῆς τριαδικῆς της πίστεως.

Θεοτοκίον.

«Ναόν σε καθαρὸν καὶ ἄχραντον, ἀειπάρθενε
Θεοτόκε, ὁ Παντουργὸς εὕρηκε μόνην σαφῶς
ἐκ τοῦ αἰῶνος· ἐν ᾧ κατοικήσας ἀνεμόρφω-
σε, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν ὡς φιλάνθρωπος».
Ναὸ καθαρὸ καὶ ἄχραντο, ἀειπάρθενε Θεοτὸ
κε, ὁ Πλαστουργὸς Θεὸς σὲ βρῆκε μόνη σαφῶς
ἐκ τοῦ αἰῶνος (ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχουν τὰ ὄντα)·
στὸ ὁποῖο κατοικήσας, ἀνεμόρφωσε τὴ φύση
τῶν ἀνθρώπων, ὡς φιλάνθρωπος.
Ἡ Θεοτόκος Μαρία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς «ἀειπάρθενος». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ ἀγγίζει τὴν καρδιὰ τοῦ θεομητορικοῦ δόγματος. Ἡ Μαρία παρθένος μὲν ἐγέννησε τὸν Λόγον, ἀλλὰ καὶ μετὰ τόκον παρέμεινε καὶ πάλι παρθένος, μὴ καταδεχθεῖσα γαμικὴ ἕνωση μὲ ἄνδρα, ὅπως ἀντίθετα φλυαροῦν οἱ αἱρετικοί55.
Ἡ Μαρία εἶναι πραγματικὴ Θεοτόκος, γιατὶ μπόρεσε νὰ γεννήσει ἀληθινὰ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος δὲν πέρασε ἀπ᾿ αὐτὴν ὅπως τὸ νερὸ περνᾶ ἀπὸ τὸ σωλῆνα, χωρὶς νὰ πάρει τίποτε ἀπ᾿ αὐτήν. Αὐτὸ ἰσχυρίζονταν στὴν ἀρχαιότητα οἱ γνωστικοὶ αἱρετικοί. Ὁ Λόγος ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου πῆρε τὴν τέλεια ἀνθρώπινη φύση του. Ἀπὸ τὴ Μαρία φυσικὰ γεννήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἡ θεότητα δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ. Αὐτὸ ὅμως ποὺ γεννήθηκε ἦταν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (ἀπὸ τὴν πρώτη δηλαδὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεως) ἑνωμένο μὲ τὴ θεότητα. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἑνιαίως ὡς ἄνθρωπος καὶ Θεὸς ὁ αὐτός. Δὲν γεννήθηκε ἡ θεότητα τοῦ Λόγου, ἀλλ᾿ ὁ ἕνας Χριστός, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος συνάμα καὶ Θεός.
Ἡ Μαρία ἀναδείχθηκε στὸ ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴν πάλλευκή της ἁγνότητα. Μόνην μεταξὺ τῶν γυναικῶν ποὺ ἔζησαν στὴ γῆ τὴ βρῆκε ὁ Θεὸς κατάλληλη, γιὰ νὰ κατοικήσει σ᾿ αὐτὴν σὰν σὲ ναὸ καθαρὸ καὶ πάλλευκο, μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀναμορφώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν παραμόρφωση, ποὺ αὐτὴ ὑπέστη μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ προπάτορα στὴν Ἐδέμ. Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὴν προσληφθεῖσα φύση στὴν ἀρχέγονή της εὔκλεια καὶ καθαρότητα. Τὴν ἁγίασε καὶ τὴν ἐθέωσε!

ᾨδὴ ε´.

«Ὡς ὁλικῶς, ἐπὶ πάντα τὰ ὄντα τῆς σῆς προ-
νοίας τὰς εἰρηνοδώρους ἁπλῶν ἀκτῖνας, καὶ
σωτηρίους, Βασιλεῦ τῆς εἰρήνης, φρούρησὸν
με ἐν τῇ εἰρήνῃ σου· σὺ γὰρ εἶ ζωὴ καὶ εἰρή-
νη τοῦ σύμπαντος».
Ὅπως ὁλικῶς ἁπλώνεις (σκορπᾶς) σὲ ὅλα τὰ ὄντα
τὶς εἰρηνόδωρες καὶ σωτήριες ἀκτῖνες τῆς προνοίας σου,
Βασιλιᾶ τῆς εἰρήνης, φρούρησε κι ἐμένα στὴν εἰρήνη σου·
διότι σὺ εἶσαι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ σύμπαντος.
Ἡ εἰρήνη ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς τριαδικῆς θεότητος. Φέροντα τὴν ἴδια φύση καὶ βουλή, τὸ ἕνα πρόσωπο τῆς Τριάδος ἐμπεριχωρεῖ ἀγαπητικῶς τὰ δύο ἄλλα καὶ τἀνάπαλιν. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς θεότητος. Πρόσωπα ποὺ ἀγαπιοῦνται εἰρηνεύουν μεταξύ τους, μάλιστα δὲ τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδος, ἡ φύση τῶν ὁποίων εἶναι παναγία καὶ ἄσπιλη. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ὑπερέχει πάντα νοῦν57. Εἶναι μέγεθος ἐξωκοσμικό, ριζωμένο στὴ θεία ἀπειρία, στὴν ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ ἐμβατεύσει ὁ μικρὸς νοῦς τοῦ πλάσματος καὶ νὰ τὴ διαταράξει τὸ πνεῦμα τῆς ἀκαθαρσίας.
Ἡ εἰρήνη ὅμως αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται ὁλικὰ καὶ στὴν ἐξωτερικὴ κτίση, ὡς πρόνοια γιὰ τὰ πλάσματα, ποὺ θέλησε ἡ θεία βουλὴ νὰ φέρει στὸ εἶναι. Ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του, γιὰ τὰ ὁποῖα φροντίζει ὡς πατέρας στοργικὸς καὶ πανάγαθος. Στέλλει σ᾿ αὐτὰ τὶς σωστικὲς καὶ εἰρηνόδωρες ἀκτῖνες τῆς προνοητικῆς θείας του ἐνέργειας, ὥστε νὰ μὴ στασιάζουν ἀλλὰ νὰ ζοῦν ἤρεμα στὸ λόγο τῆς ὑπάρξεώς τους, στὴ φυσικότητα τῆς ζωῆς τους. Τὴν εἰρήνη αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη κυρίως ὁ ἄνθρωπος, τὴ ζωὴ τοῦ ὁποίου κατατέμνει καὶ κατασπᾶ ἡ ἁμαρτία, δημιουργώντας ἐχθρότητα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στάσεις πρὸς τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴ φύση ποὺ τὸν περιβάλλει. Προσεύχεται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸν φρουρήσει ὁ Θεὸς στὴν εἰρήνη του, στὴν ἡρεμία τῆς ἅγιας ζωῆς, στὴ γαλήνη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴ τῆς εἰρηνόδωρης χάρης του. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ εἰρήνη τῶν ἀνθρώπων58 καὶ τοῦ σύμπαντος.
«Τῷ Μωϋσῇ, ἐν τῇ βάτῳ ὡς ὤφθης πυρὸς
ἐν εἴδει, Ἄγγελος ἐκλήθης Πατρὸς ὁ Λόγος,
τὴν πρὸς ἡμᾶς σου προδηλῶν παρουσίαν· δι᾿ ἧς
πᾶσι σαφῶς ἀνήγγειλας, κράτος Θεαρχίας
μιᾶς τριφυπόστατον».
Ὅπως φανερώθηκες στὸ Μωϋσῆ στὴ βάτο ὑπὸ
μορφὴν πυρός, ἄγγελος ὀνομάσθηκες ὁ Λόγος
τοῦ Πατρός, δηλώνοντας τὴν παρουσία σου πρὸς
ἡμᾶς· διὰ τῆς ὁποίας ἀνήγγειλες σὲ ὅλους σα-
φῶς τὸ τρισυπόστατο κράτος τῆς μιᾶς θεαρχίας.
Τὸ πῦρ, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου φανερώθηκε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὸ Μωϋσῆ στὴν καιομένη καὶ μὴ κατακαιομένη βάτο59, εἶναι εἰκονικὸ τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος. Διότι ὅπως στὸ πῦρ ὑπάρχουν τρία τινά, ἡ μάζα τῆς φωτιᾶς, ἡ λάμψη καὶ ἡ θερμότητα (ἡ καυστικότητα), χωρὶς αὐτὰ νὰ καταλύουν τὴν ἑνότητα τῆς μιᾶς φύσεως τοῦ πυρός, ἔτσι καὶ στὴν ἁγία Τριάδα ὑπάρχει τὸ τρισυπόστατο κράτος τῆς μιᾶς θεαρχίας, τὰ τρία πρόσωπα ποὺ ὑπάρχουν στὴ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς ἀνήγγειλε στὸν κόσμο ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνασκώντας τὸ προφητικό του ἀξίωμα, ὡς μέγιστος διδάσκαλος καὶ προφήτης τοῦ κόσμου. Εἶναι ὁ «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος», ὁ δηλοποιῶν στὸν κόσμο τὴ λυτρωτικὴ θεία ἀλήθεια καὶ τὶς σωτήριες βουλὲς τοῦ Ὑψίστου.
«Ἡ φυσικήν, συναΐδιον δόξαν προβαλλομένη,
μοναρχικωτάτη Τριὰς ἁγία, τοὺς ὑμνοῦντας
ὀρθοδόξῳ σε πίστει, τῆς σῆς δόξης ἰδεῖν ἀξίω-
σον, ἄναρχον καὶ μίαν αὐγὴν τὴν τρισήλιον».
Ἡ ἁγία καὶ μοναρχικωτάτη Τριάς, ποὺ προβάλλεις
τὴ φυσικὴ καὶ συναΐδιο δόξα σου, ἀξίωσε τοὺς
ὑμνοῦντάς σε μὲ ὀρθόδοξη πίστη νὰ δοῦν
τὴν ἄναρχο καὶ μίαν τριφήλιο αὐγὴ τῆς δόξας σου.
Τὸ νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς τὸ ὄνομα τῆς παναγίας καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, εἶναι πηγὴ χαρισμάτων διὰ τὸν ἄνθρωπο. Λαμβάνει χάρη τὸ πλάσμα ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν χαρίτων, εὐθύνεται στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς καὶ εὐλογεῖται στὸν ἀγῶνα διὰ τὴν πνευματική του τελείωση, ποὺ εἶναι τὸ τέλος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του.
Ἡ ὁμολογία ὅμως τοῦ τριαδικοῦ δόγματος πρέπει νὰ γίνεται «ὀρθοδόξως», σύμφωνα δηλαδὴ μὲ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία μᾶς φανέρωσε ὁ σαρκωθεὶς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι συγκεκριμένη. Ὑπάρχει στὶς πηγὲς τῆς πίστεως καὶ τὴν διδάσκει ἀλάθητα ἡ Ἐκκλησία μας. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ στὸ μέτρο ποὺ τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ φυσικὲς δυνάμεις του, νὰ τὴν ἀποδέχεται μὲ πίστη, νὰ τὴν ὁμολογεῖ σωστὰ διὰ τῶν χειλέων του καὶ νὰ τὴ ζεῖ βαθιὰ μέσα στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς του. Πρέπει νὰ πειθαρχεῖ στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Εἶναι φανερὸν ὅτι γιὰ τέτοια ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι λυτρωτικὴ καὶ σωτήρια. Ἀντίθετα ἡ αἱρετικὴ πλάνη καταστρέφει τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Ὁ αἱρετικὸς ποὺ αὐτοπροαίρετα καὶ πεισματικὰ διαστρέφει τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὸ πνευματικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκόπτεται καὶ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῶν ἁγιασμένων ποὺ εἶναι ὀρθὴ ὁμολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ χάνεται. Τέτοιοι ἀντιτριαδίτες αἱρετικοὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ἐσάλευαν τὴν ἑνότητα καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοί. Ὑπάρχουν ἐκεῖνοι, πού, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς ἁγίας Τριάδος εἶναι ὑπερβατικὸ καὶ ἀκατάληπτο, τὸ ἀπορρίπτουν ὡς ἀντιφατικό, παιδαριῶδες καὶ ἄχρηστο. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ τὸ ἀπορρίπτουν ὡς εἰσηγούμενο τριθεϊσμὸ (τρία πρόσωπα = τρεῖς θεοὶ). Καὶ τέλος εἶναι καὶ οἱ αἱρετικοί, ποὺ καταπολεμοῦν ἁπλῶς τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ τριαδικὸς λόγος τῆς πίστεως εἶναι φυσικὰ πολὺ λεπτὸς καὶ δύσκολος. Ὁ ἁπλοϊκὸς πιστὸς ἀρκεῖ νὰ γνωρίζει τὶς κύριες γραμμὲς τοῦ δόγματος τῆς πίστεως, πειθαρχώντας στὴ διδακτικὴ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας του. Τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ διὰ τὴ σωτηρία του. Τέτοιες βασικὲς γραμμὲς μᾶς παρέχει τὸ τροπάριο· τὴ μοναρχικότητα τῆς οὐσίας καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Τριάδος, καθὼς καὶ τὴν ἄκτιστη τρισήλιο αὐγὴ τῶν θείων ὑποστάσεων.

Θεοτοκίον.

«Συνεκτικός, κατ᾿ οὐσίαν ὑπάρχων ὁ Θεὸς Λόγος,
πάντων τῶν αἰώνων ἐν τῇ γαστρί σου, Παρθενομῆτορ,
συνεσχέθη ἀφράστως, τοὺς ἀνθρώπους ἀνακαλούμενος,
πρὸς τὸ ἑνικὸν τῆς μιᾶς Κυριότητος».
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴν οὐσία του (ἐνέργειά του)
συνέχει ὅλους τοὺς αἰῶνες (ὅλα τὰ ὄντα), κρατήθηκε
ἀφράστως στὴ γαστέρα (μήτρα) σου, ἀνακαλούμενος
τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν ἑνικὴ οὐσία καὶ ζωὴ
τῆς μιᾶς (τριαδικῆς) κυριότητος.
Ὁ Θεὸς Λόγος συνέχει στὴν ἄκτιστη θεία του ἐνέργεια πάντα τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα σκτίστηκαν «ἐν αὐτῷ» καὶ «δι᾿ αὐτοῦ»60. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μόνο τὸ κακὸ ὑπάρχει, ποὺ δὲν εἶναι ὅμως οὐσία πλασμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει ὡς ἴδια οὐσιώδης ὀντότητα. Εἶνα ἕνα κενό, τὸ ὁποῖο γεμίζει μὲ περιεχόμενο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα ἐγκαταλείπει τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει στὸ ἀγαθό, τὸ κακὸ ποὺ ὑπάρχει μέσα του ἀφανίζεται. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ ἀγαθὸς καὶ κακός. Ἐννοῶ φυσικὰ τὸ πρᾶγμα ὀντολογικὰ καὶ ὄχι ἠθικά.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν οὐσία του εἶναι ἀκατάσχετος καὶ ἀπεριόριστος, κατασχέθηκε οἰκονομικῶς στὴ γαστέρα τῆς ἁγνῆς Παρθενομήτορος, τῆς Μαρίας, τὴν ὁποία τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἀνέδειξε συγχρόνως καὶ μητέρα καὶ παρθένο. Κατασχέθηκε δὲ ἀφράστως, δηλ. κατὰ τρόπο ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει καὶ νὰ ἐκφράσει ἀνθρώπινη διάνοια. Ὁ ἀντινομικὸς αὐτὸς λόγος τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ ἦταν διάχυτος στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου. Συνεσχέθη μὲν στὸν τάφο καὶ στὸν Ἅδη ὁ Κύριος, χωρὶς ὅμως νὰ κατασχεθεῖ στὰ ψυχρὰ τοιχώματα τοῦ μνημείου καὶ τὰ σκοτεινὰ διαμερίσματα τῶν νεκρῶν καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως παλαιὰ συνέβη μὲ τὸν Ἰωνᾶ στὴ σκοτεινὴ κοιλία τοῦ κήτοις.
Ἡ λυτρωτικὴ αὐτὴ ἀντινομία τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάκληση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν καταμερισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῆς ἁμαρτίας, στὴν ἑνότητα τῆς ἑνικῆς ζωῆς ποὺ ὑπάρχει στὴ μακαρία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, στὴν ὁποία ζοῦσε πρὶν ὁ Ἀδὰμ ἀποπέσει ἀπὸ τὸν Θεό.

ᾨδὴ στ´.

«Θελητὰ τοῦ ἐλέους61 ἐλέησον, τοὺς εἰς σὲ πιστεύ-
οντας, Θεὲ τρισήλιε· καὶ τῶν πταισμάτων λύ-
τρωσαι, καὶ παθῶν καὶ κινδύνων τοὺς δούλους σου».
Σύ, Θεὲ τρισήλιε, ποὺ θέλεις τὸ ἔλεος, ἐλέησε
αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σὲ σένα· καὶ λύτρωσε
ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς κινδύνους τοὺς δούλους σου.
Στὸν τρισήλιο καὶ πανάγαθο Θεὸ στρέφεται ὁ πιστὸς γιὰ νὰ λάβει τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία του. Ἔχει δὲ ἀπόλυτη ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος τοῦ θείου ἐλέους στὴν ἐπίμοχθη ζωή του. Πολλὰ εἶναι τὰ πάθη ποὺ ἐκφωλεύουν στὴ φύση του τὴν ψυχικὴ καὶ σωματική, τὰ ὁποῖα ἀπειλοῦν νὰ τα καταστρέψουν καὶ νὰ τὸν ἀφανίσουν. Παράλληλα εἶναι πολλοὶ καὶ οἱ κίνδυνοι, στοὺς ὁποίους ἐκτίθεται καθημερινὰ ὁ ἄνθρωπος στὴν ἐμπερίστατη καὶ ἄστατη ζωή του. Εἶναι, λοιπόν, ἀπαραίτητο νὰ ἔχει τὸ ἔλεος καὶ τὴ θεία συμπάθεια, γιὰ νὰ μπορέσει ν᾿ ἀντέξει στὴν ἐπιβουλὴ τῶν κάθε λογῆς ἐχθρῶν. Χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε, καταστρέφεται καὶ χάνεται. Ὁ τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα καὶ σωτηρία του καὶ σ᾿ αὐτὸν προσφεύγει, κρούοντας τὶς πύλες τῆς χρηστότητος καὶ τῆς ἀγάπης του.
«Ἐν ἀφάτῳ πελάγει χρηστότητος, τὴν ἀπε-
ρινόητον τῆς σῆς ἐλλάψεως, καὶ τριλαμποῦς
Θεότητος, φωτοδότιδα αἴγλην μοι βράβευσον».
Ὄντας σὲ ἄφατο πέλαγος χρηστότητος, δῶσε μου
σὰν βραβεῖο τὴν ἀπερινόητη φωτοδότιδα αἴγλη τῆς
ἐλλάμψεως καὶ τῆς τριλαμποῦς σου θεότητος.
Τὸ αἴτημα τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἐπαναλαμβάνεται. Ἡ ψυχὴ ποθεῖ διακαῶς τὴν ἕνωσή της μὲ τὸ φῶς τῆς μακαρίας δόξας τοῦ Θεοῦ. Ζητᾶ τὴν τριαδικὴ τῆς θεότητος ἔλλαμψη, τὴν αἴγλη ποὺ ἀναδίδει φῶς θεῖο καὶ ἀνέσπερο. Ζητᾶ τὴν ἀνάκρασὴ της μὲ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Στὴν ἀνάκραση αὐτὴ ὁ πιστὸς βλέπει τὴ χαρισματικὴ ἀλλοίωση τῆς φύσεώς του. Τὰ ἀγαθὰ βέβαια αὐτὰ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦμε στὸ θόρυβο καὶ τὴν τύρβη τῶν πόλεων καὶ σ᾿ ἕνα ἄγριο στροβιλισμὸ τῆς ὑπάρξεως, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κατανοήσουμε. Ἡ ἐμπειρία τοῦ θείου φωτὸς μᾶς διαφεύγει. Ζοῦμε ἀνύποπτοι τῶν γλυκασμῶν τῆς θείας ἐκτάσεως, ποὺ τελεῖται στὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῶν ὀλίγων καὶ ἐκλεκτῶν. Οἱ πολλοὶ ἐλπίζουμε στὰ ἅγια καὶ τὰ αἰώνια. Στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ γίνει πραγματικότητα ἡ ὅραση τοῦ θείου φωτὸς καὶ ἡ μέθεξη στὴ θεότητα. Εὐτυχισμένοι θὰ εἶναι πραγματικὰ ὅσοι θὰ τὴν ἐπιτύχουν!63

Θεοτοκίον.

«Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ Ὕψιστος, ἄνθρωπος
ἐγένετο ἐκ σοῦ τὸν ἄνθρωπον, ὁλικῶς ἐν-
δυσάμενος, καὶ φωτὶ τριλαμπεῖ μὲ κατηύγασε».
Ἀπορρήτως Παρθένε ὁ ὕψιστος Θεὸς ἔγινε
ἐκ σοῦ ἄνθρωπος, ἐνδυσάμενος τὸν ὅλον ἄνθρωπο,
καὶ μὲ κατηύγασε μὲ τὸ τριλαμπὲς φῶς τῆς θεότητος.
Ὁ λόγος τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως εἶναι λόγος μυστηριώδης καὶ ἀπερινόητος καὶ ἐκ τοῦ λόγου τούτου ἀπόρρητος. Καμμιὰ γλώσσα ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ καταλλήλως νὰ τὸν ἐκφράσει. Παραμένει ἀδιάγνωστος καὶ ἀδιερμήνευτος.
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ὁλικῶς «τὸν ἄνθρωπον ἐνδυσάμενος». Ἡ μετοχὴ «ἐνδυσάμενος» δὲν πρέπει νὰ νοηθεῖ μὲ ἀνάχρωση νεστοριανική, δηλαδὴ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἠθικῆς ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου στὸν ἐκ τῆς Παρθένου ληφθέντα ναό, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς («φυσικῆς», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας) ἑνώσεως τῶν φύσεων στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ Λόγος ἀνέλαβε «ὁλικῶς» τὸν ἄνθρωπο. Δηλαδὴ τὴν πλήρη καὶ τέλειο ἄνθρωπο, μὲ σάρκα ἀληθινὴ καὶ ὄχι φανταστικὴ καὶ ψυχὴ λογικὴ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις καὶ τὶς λειτουργίες της. Στὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχαν παράλληλα καὶ ὅλα τὰ ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οἱ ἁπλὲς δηλαδὴ φυσιολογικὲς κινήσεις καὶ ἀνάγκες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ δὲν εἶναι καθ᾿ ἑαυτὲς ἁμαρτίες. Ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν μιὰ πλήρη καὶ τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ὑπῆρχαν στὸν Χριστό. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἦταν τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποιαδήποτε μορφή της63. Ὁ Χριστὸς ἦταν τελείως ἀναμάρτητος. Ἦταν ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας.

Κάθισμα.

«Εὐσπλαγχνίας τὸ πέλαγος ἡμῖν ὑφαπλώσας,
ὑπόδεξαι ἡμᾶς Ἐλεῆμον. Βλέψον εἰς λαὸν
τὸν σὲ δοξάζοντα· δέξαι τὰς ᾠδὰς τῶν αἰ-
τουμένων σε, Τριὰς μονὰς ἄναρχε· εἰς σὲ
γὰρ ἐλπίζομεν, τὸν τῶν ὅλων Θεόν, τῶν
πταισμάτων δοῦναι τὴν συγχώρησιν».
Σὺ ποὺ ἅπλωσες μπροστά μας τὸ πέλαγος
τῆς εὐσπλαγχνίας, ὑποδέξου μας Ἐλεήμων.
Στρέψε τὸ βλέμμα σου στὸ λαὸ ποὺ σὲ δοξάζει.
δέξου τὶς ὠδὲς αὐτῶν ποὺ σὲ ἐπιζητοῦν Τριάς,
ποὺ εἶσαι καίμονάδα ἄναρχη. Διότι σὲ σένα
ἐλπίζουμε τὸν Θεὸν τῶν ὅλων, γιὰ νὰ μᾶς δώ-
σεις συγχώρηση τῶν πταισμάτων μας.
Εἶναι συγκινητικὴ ἡ ἀποστροφὴ τοῦ πλάσματος πρὸς τὸν τριαδικὸ Θεό. Βλέπει τὶς πολλὲς εὐεργεσίες τοῦ πλάστη του (δημιουργία, πρόνοια, λύτρωση) ν᾿ ἁπλώνονται μπροστὰ του σὰν ἕνα ἀχανὲς πέλαγος εὐσπλαγχνίας. Παίρνει θάρρος καὶ ζητᾶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα Θεό. Ζητᾶ νὰ προστατέψει τὸ λαὸ ποὺ τὸν δοξάζει. Τὸν παρακαλεῖ νὰ δεχθεῖ τὶς ὠδὲς τῶν πιστῶν, ποὺ ἀναζητοῦν τὴ σωτήρια χάρη του. Ἐλπίζει ὅτι οἱ προσευχὲς του δὲν θὰ πᾶνε χαμένες. Ἐλπίζει στὴν τριαδικὴ Μονάδα, στὸν ἄναρχο Θεό, ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά του καὶ τὰ εὐσπλαγχνίζεται στὰ βάσανα καὶ τὶς πολλὲς ἀνάγκες τους. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε νὰ ζητᾶμε ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ λάβουμε63. (ὑπάρχει ὁ ἴδιος ἀριθμός)
Νὰ κτυπᾶμε τὴν πόρτα τοῦ ἐλέους του καὶ θὰ μᾶς ἀνοίξει νὰ μποῦμε στὴν ἀπειρία τῆς θείας του ἀγαθότητος. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἐπίμονα ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ πιστεύουσα ψυχὴ εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν πολλῶν της πταισμάτων64. Χωρὶς αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τῆς θείας βασιλείας, νὰ νοιώσει τὴ χαρὰ τὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτηυτη. Φυσικὰ εἶναι καὶ ἡ ἴδια σὲ ἑτοιμότητα νὰ χορηγήσει ἄφεση γιὰ τὰ πταίσματα τῶν ἀδελφῶν της. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι καλωσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ἡ μνησικακία εἶναι σπορὰ τοῦ διαβόλου, πού, ἂν παραμείνει, στὴν ψυχὴ θὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν αἰώνια κόλαση.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Εὐσπλαγχνίας κυήσασα πηγήν, συμπαθὴς
σὺ ὑπάρχεις, ἀγαθὴ Θεοτόκε. Σὺ γὰρ τῶν πι-
στῶν μόνη ἀντίληψις. Σὺ τῶν λυπουμένων
ἡ παράκλησις, διό σοι νῦν ἅπαντες, ἐν πί-
στει προσπίπτομεν, εὑρεῖν λύσιν δεινῶν, οἱ
πλουτοῦντες μόνην σε βοήθειαν».
Γεννήσασα τὴν πηγὴν τῆς εὐσπλαγχνίας, εἶσαι
συμπαθὴς ἀγαθὴ Θεοτόκε. Διότι σὺ εἶσαι ἡ
μόνη βοήθεια τῶν πιστῶν. Σὺ εἶσαι ἡ παρηγο-
ρία τῶν λυπουμένων, διὰ τοῦτο τώρα ὅλοι μὲ πί-
στη καταφεύγουμε κοντά σου, γιὰ νὰ βροῦμε λύ-
ση τῶν δεινῶν, ἐμεῖς ποὺ σὲ ἔχουμε πλούσια βοήθεια.
Ἡ Θεοτόκος, ὡς γεννήσασα τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς εὐσπλαγχνίας, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ φιλάγαθη καὶ φιλεύσπλαγχνη. Εἶναι ἡ μόνη ἀντίληψη τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία ζήσασα τὴ σκληρότητα τῆς ἱστορικῆς της στιγμῆς ὅσο κανένας ἄλλος, εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοεῖ πλήρως τὴ δεινὴ περίσταση τῶν πιστῶν καὶ τὰ ποικίλα βιοτικὰ καὶ πνευματικά τους προβλήματα. Καὶ σπεύδει πάντοτε πρόθυμα νὰ παρηγορήσει τὰ πνευματικὰ τέκνα της ἀπὸ τὰ τόσα θλιβερὰ πράγματα, ποὺ γεμίζουν ἀσφυκτικὰ τὴ ζωή τους. Σὲ μιὰ τέτοια ἀγαθόδωρη καὶ σπλαγχνικὴ μάνα ὅλοι οἱ χριστιανοὶ προσέρχονται μὲ πίστη γιὰ νὰ βροῦν λύση τῶν τόσων λυπηρῶν πραγμάτων ποὺ τοὺς ταλανίζουν, ἔχοντας τὴ συναίσθηση ὅτι θὰ βροῦν πλούσια καὶ ἀμέριστη τὴ βοήθειά της. Ἡ Παναγία εἶναι «Χριστιανῶν ἡ προστάτις» καὶ «θλιβομένων ἡ χαρά»65.

ᾨδὴ ζ´.

«Ρυθμίζεις ἀεί, τῶν Ἀγγέλων στρατιὰς πρὸς ἀ-
τρεψίαν, μόνος ὑπάρχων ἀναλλοίωτος, ὁ τρι-
συπόστατος Κύριος· δεῖξον οὖν κἀμοῦ τὴν
καρδίαν, ἀπερίτρεπτον πάντοτε, πρὸς τὸ
δοξάζειν σε θερμῶς, καὶ ἀνυμνεῖν εὐσεβῶς».
Σὺ ὁ τρισυπόστατος Κύριος, ποὺ εἶσαι ὁ μόνος
ἀναλλοίωτος, ρυθμίζεις τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων,
ὥστε ἡ φύση τους νὰ μένει σὲ ἀτρεψία. Κάνε
Κύριε, ὥστε καὶ ἡ δική μου καρδία νὰ μένει
ἀπερίτρεπτη, ὥστε νὰ σὲ δοξάζει θερμῶς
καὶ νὰ σὲ ἀνυμνεῖ εὐσεβῶς.
Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄϋλη καὶ ἀναλλοίωτη. Βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὴ μεταβολή, στὶς ὁποῖες δουλεύουν τὰ κτίσματα. Ἡ ροὴ τοῦ χρόνου δὲν τὴν ἐπηρεάζει, γιατὶ τέτοιος χρόνος δὲν ὑπάρχει στὸν Θεό. Ἡ φύση του εἶναι πέρα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ φυσικὸ χρόνο, ποὺ εἶναι ἔννοια σχηματική, ὑπάρχουσα ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν τὰ κτίσματα. Οὐσιαστικὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, ὄντας πλάσμα τῆς δικῆς μας φαντασίας γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ μετρᾶμε μὲ αὐτὸν τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐξέλιξή μας. Ὁ Θεὸς εἶναι «ὁ ὤν»66, αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πάντοτε, χωρὶς ἀρχή, διαδοχὴ καὶ ἐξέλιξη στὸ χρόνο. Εἶναι αἰώνιος καὶ ἀΐδιος.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἄτρεπτος. Ἡ ἀτρεψία ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ προσδιορισμὸ τῆς φύσεὼς του. Ὅ,τι εἶναι, παραμένει σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο67. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός. Ἡ φύση του διηνεκῶς μεταβάλλεται. Ἐξελίσσεται χρονικά, ἔχοντας τέλος καὶ ἀρχή. Στὴν ἠθικὴ σφαῖρα -καὶ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη σημασία- ἡ καρδιά του δὲν μένει σταθερὰ προσηλωμένη στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ. Τρέπεται καὶ μεταβάλλεται. Μεταπίπτει σὲ ἀντίθετες καταστάσεις, φιλοξενεῖ μέσα της ἐπιθυμίες ἀνοίκειες, λογισμοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ σκέψεις ἀκάθαρτες. Αὐτὸ εἶναι ἐπικίνδυνο. Ἡ εὐχερὴς τροπὴ καὶ ἐναλλαγὴ καταστάσεων εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ τῆς στοιχίσει πολὺ ἀκριβὰ στὴν ἠθική της ἐξέλιξη. Μπορεῖ νὰ τῆς κοστίσει τὴν ἀπώλεια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσεύχεται στὸν τριαδικὸ Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει ἀτρεψία. Νὰ τῆς δώσει σταθερότητα γνώμης, προσήλωση στὸ νόμο καὶ τὸ ἅγιο θέλημά του. Γιατὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ τὸν δοξάζει θερμά, καὶ μὲ εὐσέβεια ν᾿ ἀνυμνεῖ τὸ πανάγιο ὄνομά του.
«Χοροὶ νοεροί, τῶν ἄϋλων οὐσιῶν ταῖς σαῖς
ἀκτῖσι, Θεὲ μονάρχα καὶ τρισήλιε, καταυγα-
ζόμενοι γίνονται, θέσει δευτερεύοντα φῶτα· ὧν
κἀμὲ ταῖς ἐλλάμψεσι, καὶ μετουσίαις δεῖξον
φῶς, ὡς φωτουργὸς καὶ τριλαμπής.
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀΰλων οὐσιῶν (τῶν ἀγγέλων),
φωτιζόμενες, Θεὲ μονάρχη καὶ τρισήλιε, μὲ τὶς ἀκτῖνες
(τῆς θείας δόξας σου), γίνονται θέσει φῶτα δεύτερα ἀντλὼν-
τας τὸ φῶς τους ἀπὸ σένα ποὺ εἶσαι τὸ πρῶτο καὶ κύριο
φῶς). Μὲ τὶς ἐκλάμψεις, λοιπόν, καὶ μετουσίες αὐτῶν,
ἀνάδειξε καὶ ἐμένα φῶς, ὡς τριλαμπὴς Θεὸς καὶ φωτουργός.
Ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας λατρεύει τὸ ἄτκιστο θεῖο φῶς.Κτυπᾶ στὸν ἀΐδιο παλμό του. Τὸ βλέπει νὰ διεμπυρίζει τὴν οὐσία της, νὰ φλέγει τὴν ὑπόστασή της. Γιὰ τὸ φῶς αὐτὸ ἔδωσε σκληρὲς μάχες στὴν ἱστορία της, κατεπολέμησε δεινοὺς λατίνους ἀντιπάλους (τὸν Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ὀπαδούς του), οἱ ὁποῖοι ἀνριοῦνταν τὴν ἄκτιστη φύση του καὶ τὸ κατέβαζαν στὸ ἐπίπεδο τῶν κτισμάτων, διακωμωδώντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μέθεξη σ᾿ αὐτὸ τῶν μοναχῶν τοῦ ἁγίου Ὄρους.
Οἱ νοεροὶ χοροὶ τῶν ἀγγέλων δεχόμενοι στὴν ἄϋλη φύση τους τὶς ἀκτῖνες τῆς τρισηλίου καὶ μοναρχικῆς θεαρχίας, ἀποστίλβουν τὴ λαμπρότητα τῆς θείας ἐνέργειας, γινόμενοι «φῶτα δευτερεύοντα». Τὸ πρῶτο φῶς εἶναι ἡ ἁγία Τριάδα. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἔμφυτη ἡ ἀκτῖνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἡ φωτοχυσία τῆς τριαδικῆς λαμπρότητος. Τὸ φῶς τῆς ἁγίας Τριάδας εἶναι ἐγγενὲς στὴν ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία προαιωνίως ἀναλάμπει καὶ διαχύνεται στὸν κόσμο. Ὅταν οἱκαθαρὲς λογικὲς φύσεις δέχονται μέσα τους τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ διαχέουν καὶ αὐτὲς τριγύρω μοιάζοντας μὲ μικροὺς φωτεινοὺς ἡλίους. Γίνονται καὶ αὐτοὶ φωτεινοὶ Θεοί. Κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιος68. Τὴν κοινωνητὴ λαμπρότητα τῆς θείας φύσεως ἔδειξε κατὰ ἕνα μέρος της ὁ Σωτὴρ στὴ θεία του Μεταμόρφωση. Αὐτὴν εἶδαν οἱ Μαθητές, ὅσο μποροῦσε νὰ χωρέση ἡ κτιστὴ φύση τους69.
Ἡ προσευχόμενη ψυχὴ ποθεῖ νὰ τύχει τῆς θείας ἐλλάμψεως. Ὁ ἀγαπητικὸς θεῖος ἔρως τὴν φλογίζει. Στὴ θεία μετουσία ποθεῖ νὰ δεῖ τὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει στοὺς καθαρούς, ὡς φωτουργὸς τριλαμπής, ὁ μονάρχης (= μία ἀρχὴ) Θεὸς καὶ τρισήλιος.

Θεοτοκίον.

«Ἰθύνειν ἡμᾶς, καὶ ὑψοῦν πρὸς οὐρανοὺς μὴ δια-
λείπης, τοὺς σὲ φιλοῦντας, ὁ δι᾿ ἄφατον φιλανθρω-
πίαν γενόμενος, ἄνθρωπος ἐν μήτρᾳ Παρθένου,
καὶ θεώσας τὸν ἄνθρωπον, καὶ θρόνῳ δόξης
τῷ Πατρὶ συγκαθεζόμενος».
Μὴ σταματήσεις ποτὲ νὰ ὁδηγεῖς καὶ νὰ ὑψώνεις
στοὺς οὐρανοὺς αὐτοὺς ποὺ σὲ ἀγαποῦν, σὺ (ὁ Θεὸς)
ποὺ διὰ τὴν ἄφατή σου φιλανθρωπία ἔγινες ἄνθρω-
πος στὴ μήτρα τῆς Παρθένου καὶ ἐθέωσες τὸν
ἄνθρωπο, καθήμενος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα στὸ θρόνο
τῆς ἄπειρης θείας δόξας σου.
Ὁ εἰδικὸς καρπὸς τῆς θείας τοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικὰ δὲ τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ἡ φύση τῶν ἀγγέλων δὲν μετέχει στὸ ἐν Χριστῷ θεῖο θεωτικὸ ἀγαθό. Ἑστία καὶ κέντρο τῆς θεώσεως αὐτῆς εἶναι ἡ μήτρα τῆς Παρθένου, ὅπου ὁ Θεὸς προσέλαβε τὸν ἄνθρωπο, ἑνωθεὶς μὲ τὴ φύση του ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε πλήρως στὴν ἀπερινόητη τῶνδύο φύσεων συνδρομή. Θεώθηκε στὸ ἑνιαῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς βέβαια νὰ ἐκπέσει τῆς δικῆς της ποιότητος, ὡς φύσεως πεπεραγμένης καὶ κτιστῆς. Στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχεν ἑνωμένη στὸ πλήρωμά της ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, ἐνῶ εὐρύτερα στὸν Θεάνθρωπο ὑπῆρχαν ἡ ἄπειρη οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Μὲ αὐτὰ ἦταν ἑνωμένη ὑποστατικῶς καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἡ θέωση μεταβαίνει «δυνάμει» καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι μυστικῶς ἐνσωματωμένοι στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Σωτῆρος. Γίνεται δὲ πραγματικότητα μὲ τὴ χάηρ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ στὸ μέτρο ποὺ ὁ ἄνθρωπος θελήσει νὰ ἐργασθεῖ διὰ τὴν ἀπόκτησή της. Ἡ ἐργασία αὐτὴ συνίσταται στὴ ψυχοσωματικὴ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς ρύπους τῶν παθῶν τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι δὲ σαφὴς ἡ δήλωση τοῦ Κυρίου, ὅτι μόνον «οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ τὸν Θεὸν ὄψονται»70. Οἱ ἠθικὰ ἀκάθαρτοι ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ μακαρία θέαση τοῦ φωτὸς τῆς δόξης. Ἡ σκοτεινὴ φύση τους εἶναι ἀνεπίδεκτη τῆς θείας μετουσίας, τῶν φωτεινῶν ἐλλάμψεων τῆς ἀκτίνας τῆς θείας ἐνέργειας.

ᾨδὴ η´.

«Ἀπρόσιτε Τριάς, συναΐδιε συνάναρχε Θεαρχία,
ἡ ἀπαράλλακτος ἐν πᾶσι, πλὴν τῶν φωσφόρων
ἰδιοτήτων, πᾶσαν πονηρίαν κατάργησον,
τῶν ἀντικειμένων βουλήν, καὶ ἐνόχλησιν
τῶν δαιμόνων, ἀβλαβῆ τηρῶν με ἀεί, Κύριε πάντων».
Ἀπρόσιτη Τριάδα, συναΐδια καὶ συνάναρχη Θεαρχία,
ποὺ εἶσαι ἀπαράλλακτη σὲ ὅλα, ἐκτὸς τῶν φωτοειδῶν
ἰδιοτήτων (τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων), κατάργησε
κάθε πονηρία, κάθε βουλὴ τῶν ἀντικειμένων
(στὴν πίστη) καὶ κάθε ἐνόχληση τῶν δαιμόνων,
τηρώντας με πάντοτε ἀβλαβῆ, Κύριε τῶν πάντων.
Ἡ ᾠδὴ διατυπώνει συνοπτικὰ τὴ θεολογία τῆς Τριάδος. Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τοῦ δόγματος εἶναι· τὸ ἀπρόσιτον τῆς τριαδικῆς φύσεως, ἡ ὁποία, ὡς πολλάκις ἐτονίσθη, ὑπερβαίνει ἀπολύτως κάθε κτιστὸν εἶναι καὶ παραμένει σκοτεινὴ καὶ ἀδιάγνωστη σὲ κάθε φυσικὴ δυνατότητα· τὸ συναΐδιο καὶ συνάναρχο τῆς οὐσίας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Στὴν τριάδα δὲν ὑπάρχει ἡ κατηγορία τοῦ χρόνου. Οὐσία, ὑποστάσεις καὶ ἐνέργειες ὑπάρχουν ἀϊδίως στὸν Θεό. Δὲν ὑπάρχουν πρόσωπα προγενέστερα ἢ μεταγενέστερα στὴν Τριάδα· τὸ ὁμοούσιο τῶν προσώπων, ποὺ εἶναι ἀπαράλλακτα μεταξύ τους καὶ τέλος ἡ διαφορότητα τῶν ὑποστάσεων, ποὺ δὲν εἶναι διαφορὰ οὐσιώδης, ἀλλὰ διάκριση στὴ θεότητα. Ἐνῶ ἡ οὐσία τῶν προσώπων εἶναι ἡ αὐτή, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί, ἀλλὰ μονάχα ἕνας, τὰ ὑποστατικά τους ἰδιώματα εἶναι διαφορετικά. Ὁ Πατὴρ δὲν εἶναι Υἱὸς οὔτε Πνεῦμα ἅγιο, οὔτε ὁ Υἱὸς εἶναι Πατὴρ καὶ Πνεῦμα κ.ο.κ. Τὰ ἰδιώματα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀκοινώνητα καὶ ἀμεάδοτα. Τὸ ἀντίθετο θὰ ἐπέφερε σύγχυση, καταλύοντας τὴ φυσικὴ σχέση καὶ τάξη τῆς Τριάδος.
Ἀπὸ τὴ θεωρία ὁ ὑμνωδὸς κατέρχεται στὴν πράξη. Ἀφοῦ ὁμολόγησε ὀρθοδόξως τὸν Θεόν, στρέφει τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν ἑαυτό του, τὴν πνευματικὴ περίσταση καὶ ἀνάγκη του. Ζητᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα ἐνίσχυση στὸν ἀγῶνα του, βοήθεια ἐναντίον τῶν ἀντικειμένων στὸ πνευματικὸ ἔργο του, στὴν ἐπιβουλὴ καὶ ἐνόχληση τῶν δαιμόνων ποὺ ἀνύστακτα μάχονται νὰ τὸν παραποδίσουν καὶ νὰ ὑποκλέψουν τὴν ψυχή του71. Ἔτσι θὰ παραμείνει ἀβλαβὴς στὴν κακουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀκέραιος στὸ πνευματικὸ ἔργο του καὶ ἄξιος λάτρης τῆς ἁγίας Τριάδος.
«Σοφῶς καὶ πανσθενῶς, ἀπερίγραπτε τρισή-
λιε Μοναρχία, ἡ ὑποστήσασα τὸν κόσμον, καὶ
συντηροῦσα ἐν ἀλωβήτῳ τάξει παντελεῖ, ἐνοί-
κησον τῇ ἐμῇ καρδίᾳ, ὑμνεῖν καὶ δοξάζειν σε
ἀσιγήτως, σὺν χοροῖς Ἀγγέλων, εἰς πάντας τοὺς
αἰῶνας».
Σύ, ἀπερίγραπτε τρισήλιε Μαναρχία, ἡ ὁποία
μὲ παντοδυναμία καὶ σοφία ἔδωσες ὑπόσταση
στὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο συντηρεῖς ἄθικτο
σὲ μιὰ τέλεια τάξη, ἐνοίκησε στὴν καρδιὰ
μου γιὰ νὰ σὲ ὑμνῶ καὶ δοξάζω ἀσιγήτως, εἰς
ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Τὸ δόγμα τῆς δημιουργίας καὶ πρόνοιας τοῦ κόσμου θίγεται ἐδῶ ἀκροθιγῶς. Ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τῆς θείας πανσοφίας καὶ παντοδυναμίας. Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἀνακλοῦν οἱ θεῖες ἰδιότητες72, στὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὔτακτη λειτουργία του. Εἶναι πραγματικὰ ἕνα στολίδι, ἕνα κόσμημα (κόσμος), ποὺ ἐξαγγέλλει τὴ δόξα τοῦ ἀπείρου πλαστουργοῦ του73. Ὅμως ἕνα τέτοιο ἀριστουργηματικὸ κομψοτέχνημα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔργο ὁποιουδήποτε, ἀλλὰ μονάχα ἑνὸς πανσθενοῦς δημιουργοῦ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὰ πάντα μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο του. Ὡς ἀγαθὸς ὅμως ὁ πλαστουργός, δὲν ἐγκαταλείπει τὰ ὄντα ποὺ ἔπλασε νὰ ἐξελίσσονται εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ φροντίζει διὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν εὔτακτη λειτουργία τους. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ ὅ,τι ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ ὑπάρχει στὴν κυριαρχική του πρόνοια, ἡ ὁποία δὲν ἀφήνει τὰ πλάσματα, τὰ θελημένα ἀπὸ τὴν ἀπειράγαθη θεία βουλή, νὰ χωρήσουν στὴν ἀνυπαρξία. Τὰ ὑποβαστάζει καὶ τὰ συγκρατεῖ στὴ συντηρητική του θεία ἐνέργεια.
Αὐτὸν ποὺ ὑπάρχει στὰ ὄντα καὶ τὰ συντηρεῖ, οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν νὰ ἔλθει μὲ τὴ χάρη του νὰ ἐνοικήσει στὶς καρδιές τους, ὥστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ν᾿ ἀπευθύνουν διηνεκῶς αἶνο καὶ δοξολογία στὴ μοναρχικὴ τρισήλιο θεαρχία.
«Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε ἀνέκφραστε
Θεοῦ Λόγε, τὴν ἀμετάβλητόν σου φύσιν οὐκ
ἀλλοιώσας, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν συμπα-
θῶς ἀνέλαβες· καὶ τὴν ἑνιαίαν Τριάδα,
ἐδίδαξας πάντας σέβειν, ὡς κυριαρχίαν,
ἁπάντως τῶν αἰώνων».
Σοφία τοῦ Πατρός, ἀκατάληπτε καὶ ἀνὲκ-
φραστε Λόγε τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀλλοιώσεις
τὴν ἀμετάβλητη φύση σου, ἀνέλαβες ἀπὸ
συμπάθεια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅλους
ἐδίδαξες νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς
κυριαρχία ἐπάνω σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες (τὰ ὄντα).
Ὁ ὑμνῳδὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στὴν ἀναλλοίωτη σάρκωση τοῦ Λόγου. Ἀφοῦ τὸν χαρακτηρίσει ὡς Σοφίαν74 τοῦ Πατρός, ὡς Λόγον75 ἀνέκφραστο καὶ ἀκατάληπτο, τονίζει ὅτι δὲν ἀλλοίωσε τὴν ἀμετάβλητη φύση του, ὅταν συμπαθῶς ἀνέλαβε στὸ πρόσωπό του τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ τονίζεται μιὰ κορυφαία στιγμὴ τοῦ χριτολογικοῦ δόγματος. Ἡ σάρκωση ὑπῆρξεν ἀνεκφοίτητη. Ὁ Λόγος δὲν κινήθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο του ἀξίωμα, προσλαβὼν τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν συντελέστηκε μετάσταση τοπική, ἀλλὰ συγκατάβαση θεϊκή76. Ὁ Λόγος προσέλαβε ἐκεῖνο ποὺ τέως δὲν εἶχε. Προσέλαβε τὴ ξένη φύση, χωρὶς ἡ δική του νὰ ὑποστεὶ ἀλλοίωση καὶ μετατροπὴ77. Πάθη ἀνθρώπινα εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχτεῖ ἡ ἄπειρη φύση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι φύσει ἀπαθὴς καὶ ἀναλλιώτη. Πλανῶνται δὲ ὅσοι δέχονται σύγχυση καὶ σύνθεση τῶν φύσεων στὸ ἀπερινόητο θεῖο μυστήριο. Παρόμοιες ἀντιλήψεις (μονοφυσιτικὲς) ὑποστηρίχθηκαν στὴν ἀρχαιότητα, αὐτὲς δὲ κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἐδίδαξε ὅλους νὰ λατρεύουν τὴν ἑνιαία Τριάδα, ὡς κυριαρχίαν ἐπὶ πάντων, δηλαδὴ Θεὸ παντοκράτορα (Σύμβολο Πίστεως· «Πατέρα παντοκράτορα»).

ᾨδὴ θ´.

«Ἐκ φωτὸς ἀνάρχου, συνάναρχος Υἱὸς φῶς
ἐξανέτειλε, καὶ συμφυὲς φῶς Πνεῦμα, ἐκ-
πεπόρευται, ἀπορρήτως, θεοπρεπτῶς, ἀρ-
ρεύστου τῆς γεννήσεως, πιστευομένης ἅμα
δέ, καὶ τῆς ἀφράστου ἐκπορεύσεως».
Ἀπὸ τὸ ἄναρχο φῶς (τοῦ Πατρὸς) ἐξανέτειλε
τὸ φῶς τοῦ συνάναρχου Λόγου, καὶ
ἐκπορεύεται τὸ φῶς τοῦ συμφυοῦς Πνεύματος
κατὰ τρόπο ἀπόρρητο καὶ θεοπρεπῆ, πιστευομένης
ὡς ἄρεευστης τῆς γεννήσεως (τοῦ Υἱοῦ) καὶ ἄφραστης τῆς
ἐκπορεύσεως (τοῦ ἁγίου Πνεύματος).
Ἡ ᾠδὴ αὐτὴ εἶναι καθαρὰ θεολογική. Ἐπαναλαμβάνονται ἐδῶ ὅ,τι καὶ σὲ προηγούμενες ὠδές. Φῶς ἄναρχο καὶ ἀΐδιο ὁ Πατήρ. Φῶς καὶ ὁ Υἱός, ὁ ὁποῖος εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ ὁποίου προέρχεται διὰ τῆς γεννήσεως. Ὁμοίως ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς προέρχεται ἀϊδίως καὶ τὸ συμφυὲς Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Οἱ πρόοδοι τῶν ὑποστάσεων εἶναι ἀπόρρητες καὶ θεοπρεπεῖς. Ἐπειδὴ ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρωπίνη κατάληψη, δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν ἀπὸ γλώσσα ἀνθρώπινη. Εἶναι σχέσεις μυστηριακές, πρὸς τὶς ὁποῖες ἀνεβαίνει διὰ τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι δὲ σχέσεις θεοπρεπεῖς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πρέπει ν᾿ ἀποκλειστοῦν ἀνθρώπινες ἀναλογίες. Ὅταν λέμε, λ.χ., γέννηση, ὁ νοῦς μας δὲν πρέπει νὰ πηγαίνει στὴν ἀνθρώπινη γέννηση, ποὺ γίνεται διὰ ρεύσεως στὴ γαμικὴ ἕνωση ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄρρευστη, γέννηση πνευματική, ἀνάλογη πρὸς τὴν πνευματικότητα τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πρόοδο τοῦ παναγίου Πνεύματος. Εἶναι καὶ αὐτὴ σχέση μυστηριακὴ καὶ ἀπόρρητη. Τὴν ἐκδοχὴ τοῦ δόγματος δὲν πρέπει νὰ παριστάνουμε μὲ ἀναλογίες ἀνθρώπινες, -ἢ τουλάχιστο νὰ εἴμαστε προσεκτικοί, ὅταν τὸ κάνουμε-, γιατὶ εἶναι δυνατὸ νὰ πλανηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μὲ συνέπειες ἀνυπολόγιστες διὰ τὴ σωτηρία μας.
«Λάμψον τὰς καρδίας, τρισήλιε θεότης τῶν
ὑμνούντων σε, τῷ τριλαμπεῖ φωτί σου, καὶ
δὸς σύνεσιν, τοῦ ἐν πᾶσι κατανοεῖν, καὶ πρὰτ-
τειν τὸ σὸν θέλημα, τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον,
καίμεγαλύνειν, καὶ δοξάζειν σε».
Λάμψε στὶς καρδιές, τρισήλιες θεότης, αὐτῶν
ποὺ σὲ ὑμνοῦν, μὲ τὸ τριλαμπές σου φῶς, καὶ
δῶσε σύνεση νὰ κατανοοῦμε σὲ ὅλα καὶ
νὰ πράττουμε τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸ καὶ
τέλειο, νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ δοξάζουμε
τὸ ἄπειρο Ὄνομά σου.
Ὁ θεῖος φωτισμὸς εἶναι ἀπαραίτητος διὰ τὴν κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας. Μὲ τὸ φυσικὸ φῶς τῶν δυνατοτήτων του δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Μπορεῖ νὰ στοχασθεῖ κάποια εἰκόνα, κάποια ἰδέα τοῦ Θεοῦ· αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Εἶναι μιὰ ἁπλῆ ἐπινόηση τοῦ Θεοῦ, χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ δύναμη λυτρωτική. Εἶναι ἕνα εἴδωλο κομμένο στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε περισσότερο. Ἂν δὲ ὁ ἄνθρωπος τὸ λατρεύσει, γίνεται εἰδωλολάτρης. Στὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται κατὰ τὸ δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ φωτισμοῦ τῆς θείας ἐνέργειας. Πρέπει νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς διὰ τῆς χάριτος τῆς παναγίας Τριάδος, ὥστε νὰ νοήσει πρῶτον τὴ ματαιότητα τοῦ ψεύδους καὶ τῆς πλάνης, στίγματα τῆς ἁμαρτίας στὴν ψυχή, καὶ ν᾿ ἀνοιχτεῖ ἀκολούθως στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀποδεχτεῖ καὶ νὰ βιώσει στὴν καρδιά του αὐτὸ ποὺ ὁ Λόγος τοῦ φανέρωσε στὸν κόσμο, φωτίζοντας καὶ σώζοντας τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ψυχὴ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ σύνεση, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση σὲ ὅλες τὶς στιγμὲς τοῦ βίου, σὲ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα συμβάματα, νὰ νοεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸ καὶ εὐάρεστο78, καὶ νὰ τὸ πράττει ἀταλάντευτα, ὑμνώντας καὶ μεγαλύνοντας τὸν ἅγιο Θεό. Σ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη.
«Ἄπειρος τῇ φύσει, ὑπάρχων ὡς Θεός, ἄπειρον
πέλαγος τῶν οἰκτιρμῶν, ὡς ἔχων κατῳκτείρησας,
Τριὰς πρώτην, οὕτω καὶ νῦν, οἰκτείρησον τοὺς δούλους σου,
καὶ τῶν πταισμάτων λύτρωσαι, καὶ τῶν πειρασμῶν
καὶ περιστάσεων».
Τριάδα (ἁγία), ποὺ κατὰ τὴ φύση σου εἶσαι Θεὸς καὶ
ἔχοντας ἄπειρο πέλαγος οἰκτιρμῶν, κατοικτείρησες
πρώτην (;), ἔτσι καὶ τώρα σπλαγχνίσου τοὺς δούλους
σου καὶ λύτρωσέ τους ἀπὸ τὰ πταίσματα, τοὺς πει-
ρασμοὺς καὶ τὶς περιστάσεις τους.
Καὶ πάλι ἡ προσφυγὴ στὸ θεῖον ἔλεος καὶ τοὺς ἄπειρους οἰκτιρμοὺς τῆς παναγίας Τριάδος. Οἱ πιστοὶ ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς τριαδικῆς χάριτος γιὰ νὰ λάβουν λύτρωση ἀπὸ τὰ πταίσματα ποὺ πνίγουν τὴν ψυχή τους, καὶ δύναμη γιὰ νὰ νικήσουν τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς περιστάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι ζυμωμένη ἡ ζωή τους.

Θεοτοκίον.

«Σῶσόν με Θεέ μου, παντοίας ἐπηρείας καὶ κακώσεως,
ὁ ἐν τρισὶ προσώποις ἀνυμνούμενος ἀνεκφράστως
μοναδικῶς, Θεὸς καὶ παντοδύναμος· καὶ τὴν σὴν
ποίμνην φύλαττε, τῆς Θεοτόκου ταῖς ἐντεύξεσιν».
Σῶσε με Θεέ μου ἀπὸ κάθε ἐπήρεια καὶ κάκωση,
σὺ ποὺ ἀνυμνεῖσαι ἀνεκφράστως σὲ τρία πρόσωπα
μοναδικῶς (σὲ μιὰ οὐσία), ὡς Θεὸς παντοδύναμος.
Καὶ φύλαττε τὴν ποίμνη σου διὰ τῶν προσευχῶν τῆς Θεομήτορος.

ΗΧΟΣ Γ´

Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΚῼ

Ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνος· Αἰνῶ Τριάς σε τὴν μίαν Θεαρχίαν.

ᾨδὴ α´.

«Ἀκατάληπτε μόνη Κυριαρχία, καὶ μία
τριαδικὴ Θεαρχία, τριλαμποῦς αἴγλης με
τῆς σῆς ἀξίωσον νῦν, ὅπως ἀνυμνήσω σε,
τὴν ὑμνουμένην ἀπαύστως, τρισαγίοις
ᾄσμασιν, Ἀγγέλων στόμασιν».
Ἀκατάληπτη μόνη Κυριαρχία καὶ μία τριαδικὴ
θεαρχία, ἀξίωσέ με τώρα νὰ λάβω τὴν τρίφωτη
αἴγλη σου, γιὰ νὰ ἀνυμνήσω σέ, ποὺ ὑμνεῖσαι
ἀπαύστως μὲ τρισάγια ἄσματα ἀπὸ τὰ ἄϋλα
στόματα τῶν ἀγγέλων.
Ὁ ὑμνωδὸς ἔχει ἐπίγνωση τῶν πραγμάτων. Βλέπει μυστικὰ τοὺς ἅγιους ἀγγελικοὺς νόας νὰ ἀνυμνοῦν ἀσιγήτως τὴ μεγαλοδύναμη δόξα τῆς Τριάδος. Τὰ ἄσματά τους εἶναι τρισάγια. Προέρχονται ἀπὸ φύση φωτεινὴ καὶ πάλλευκη, στὴν ὁποία οὐδὲ τὸ παραμικρὸ στίγμα ἠθικοῦ μολυσμοῦ δὲν ὑπάρχει. Τὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ, παγιωθέντα στὸ ἀγαθό, βρίσκονται ἀμετάκλητα ριζωμένα στὴν ἀδιάφθορη δόξα τῆς Τριάδος, τὴν ὁποίαν ἀνακλοῦν στὴ θεοειδῆ ἄϋλη φύση τους. Ὅπως δὲ ἅγια εἶναι ἡ φύση τους, ἔτσι ἅγια εἶναι καὶ τὰ ἄσματα, τὰ ὁποῖα ἀναπέμπουν στὸν τριαδικὸ Θεό, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου εἶναι ἐνταγμένα.
Ἡ φύση ὅμως τοῦ ὑμνωδοῦ εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἐπίκαιρη. Ἐνόσο πλέει στὸ πολυκύμαντο πέλαγος τοῦ βίου, αἰσθάνεται βαθύτερα τὴ μηδαμινότητα καὶ τὴν ἀσθένειά της. Ἐν τούτοις ποθεῖ καὶ αὐτὴ νὰ ψάλλει τὰ μεγαλεῖα τοῦ δημιουργοῦ καὶ σωτῆρος της. Θέλει νὰ ἀπευθύνει ὕμνο πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἀπὸ μόνη της ἀδυνατεῖ νὰ τὸ πράξει. Δὲν ἔχει ἄσματα ἄξια. Προσφεύγει, λοιπόν, πρὸς τὴν τριαδικὴ Θεαρχία, τὴ μόνη ἀκατάληπτη Κυριαρχία, καὶ ζητᾶ τὸ φῶς της, στὴ διάσταση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν᾿ ἀνυμνήσει τὴ μακαρία δόξα τῆς Τριάδος. Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν· ἢ ὅπως ψάλλουμε στὴ Δοξολογία· «Ὅτι παρά σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Ὁ ὕμνος προέρχεται ἀπὸ τὴν Τριάδα καὶ κατατείνει στὴν Τριάδα. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι τὸ εὐτελὲς μέσον. Ἀλληλούϊα!
«Ἱερῶς τῶν Ἀΰλων πᾶσαι αἱ τάξεις ὑμνοῦσι,
ποιητικὴν ὡς αἰτίαν, ἑνικὴν τρίφωτον
ἀρχικωτάτην σαφῶς· αἷς συμφώνως μέλψωμεν,
καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ πλήθη, καὶ πιστῶς δο-
ξάσωμεν, πηλίνοις στόμασιν».
Ὅλες οἱ τάξεις ἀΰλων δυνάμεων (οἱ ἄγγελοι
ὑμνοῦν σέ, ποὺ εἶσαι σαφῶς ἡ ποιητικὴ (τῶν ὄντων)
αἰτία, ἡ ἑνικὴ καὶ τρίφωτη καὶ ἀρχυκώτατη.
Μαζὶ μὲ αὐτὲς καὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ
πλήθη μὲ μιὰ φωνὴ ἂς ψάλλουμε (τὴ δόξα της)
καὶ ἂς τὴ δοξάσουμε μὲ τὰ πήλινά μας στόματα.
Ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ οὐδέποτε ἀνεβαίνει μόνη της πρὸς τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη της. Ἀνεβαίνει ὡς κόσμος, στὸν ὁποῖο εἶναι ἐνταγμένη, ὡς φύση ἡ ὁποία τὸν περιβάλλει, ὡς Ἐκκλησία, κοινότητα πνευματική, ὡς οὐράνιος κόσμος, τὸ φωτεινὸ ἐνδιαίτημα τῶν ἀγγέλων. Ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο συμπεριλαμβάνει ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος στὴ φύση του, τοῦ ὁποίου (κόσμου) εἶναι ἐπιτομὴ καὶ περίληψη (σῶμα σὺν ψυχὴ).
Θέλει, λοιπόν, νὰ ψάλλει μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ εἶναι οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ της, τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴν προστατεύουν. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ κοινωνία τῆς δίνει δύναμη, τὴν ἐμψυχώνει καὶ τὴ μεταρσιώνει.Ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ μένει μόνος. Εὔκολα παραποδίζεται ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ χάνεται!
Ἡ δοξολογία ποὺ ἀπευθύνουν ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι (καὶ μαζί τους καὶ ἡ φυσικὴ κτίση) στὸν Θεό, ἀπευθύνεται σ᾿ αὐτὸν σὰν ποιητικὴ τῶν πάντων αἰτία (δημιουργὸ), τοῦ ὁποίου ἡ φύση εἶναι ἑνικὴ καὶ τρίφωτη (μία οὐσία, τρία πρόσωπα) καὶ «ἀρχικωτάτη σαφῶς», ἄρχει δηλαδὴ μὲ σταθερότητα ἐπὶ πάντων.
Ἡ δοξολογία βέβαια τῶν ἀνθρώπων βγαίνει ἀπὸ στόματα πήλινα. Αὐτὸ ὅμως δὲν μειώνει τὴν ἀξία της, γιατὶ στὸν ἀνθρώπινο αὐτὸ πηλὸ λάμπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας. Λάμπει στὴν «εἰκόνα» του, ποὺ φέρει τὴ θεομορφία καὶ θεοείδεια τῆς δικῆς του φύσεως. Ἄλλωστε τὸ πήλινο στόμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸ πῆρε ὁ ἴδιος ὁ Θεός;
«Νοῦν καὶ Λόγον καὶ Πνεῦμα, οἱ θεολόγοι
προσφόρως, συμβολικῶς σε καλοῦσιν, ἀπαθῆ
γέννησιν ἐξ ἀγεννήτου Πατρός, τοῦ Υἱοῦ
σημαίνοντος, Θεὲ μονάρχα τῶν ὅλων, ἅμα
καὶ τοῦ Πνεύματος, θείαν ἐκπόρευσιν».
Νοῦν καὶ Λόγο καὶ Πνεῦμα οἱ θεολόγοι σὲ
ὀνομάζουν προσφόρως καὶ συμβολικῶς, Θεὲ τῶν ὅλων
μονάρχη, τοῦ ὅρου «Υἱὸς» σημαίνοντος ἀπαθῆ γέννηση
ἀπὸ Πατέρα ἀγέννητο, σχέση ποὺ ἰσχύει
καὶ γιὰ τὴ θεία ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος.
Καὶ σὲ προηγούμενη ᾠδὴ εἴδαμε τὴν εἰκονικὴ συμβολικὴ παράσταση, ποὺ κάνουν οἱ θεολόγοι τῆς ἁγίας Τριάδος. Τὴν τριαδικότητά της παριστάνουν προσφυῶς μὲ Νοῦν (ὁ Πατὴρ), Λόγο (ὁ Υἱὸς) καὶ Πνεῦμα (τὸ ἅγιο Πνεῦμα). Αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἡ συμβολικὴ αὐτὴ παράσταση χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ᾠδὴ «πρόσφορος», χωρὶς ὡστόσο νὰ εἶναι καὶ ἰσχυρή, νὰ ἐξαντλεῖ τὸ βάθος τοῦ πράγματος. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες συμβολικὲς ἀπεικονίσεις τῆς Τριάδος. Εἶναι ἁπλὲς ἀπόπειρες τῆς ἀνθρωπίνης διάνοιας νὰ δώσουν κάποια ἐξήγηση τοῦ ἀπόρρητου καὶ ἀνερμήνευτου. Στὸ προκείμενο παράδειγμα (Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα) ἡ ἀδυναμία ἔγκειται στὸ ὅτι, στὴν ἀνθρώπινη σύνθεση αὐτὰ εἶναι δυνάμεις ἁπλὲς τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στὴν ἁγία τριάδα εἶναι πρόσωπα συγκεκριμένα καὶ ἴδια, στὰ ὁποῖα κυκλοφορεῖ ἡ μία καὶ ἀπαράλλακτη θεότητα.
Καὶ πάλι τονίζεται ἡ ἀπαθὴς γέννηση τοῦ Υἱοῦ καθὼς καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ παναγίου Πνεύματος, πρὸς ἄρση ἐνδεχομένων παρεφηγήσεων ἐκ τοῦ σημαινομένου τῶν φυσικῶν ὅρων. Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ἀμήτωρ ἐκ Πατρός», δὲν ἔχει δηλαδὴ μητέρα, ὅπως συμβαίνει μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ φυσικὰ ἰσχύει γιὰ τὴ θεολογικὴ Τριάδα.

Θεοτοκίον.

«Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, τὴν τῶν ἀνθρώπων
οὐσίαν, προσειληφὼς Θεοῦ Λόγε, τὸ τρισσὸν
ἔλαμψας μοναρχικώτατον φῶς, τῆς μιᾶς Θεό-
τητος, δεδοξασμένην τοῖς πᾶσι, δείξας τὴν
τεκοῦσάν σε, Παρθένον ἄχραντον».
Ὡς φιλάνθρωπος φύσει, ἀφοῦ προσέλαβες
τὴν ἀνθρώπινη οὐσία, Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες
τὸ τρισσὸ μοναρχικώτατο φῶς τῆς μιᾶς θεότητος,
ἀναδείξεις σὲ ὅλους δοξασμένη τὴν τεκοῦσα σε,
Παρθένον ἄχραντη.
Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ὑμνωδοῦ ἐντυπωσιάζει στὴν ἀνάδειξη τοῦ σωτηριολογικοῦ ἀγαθοῦ, ὡς φανερώσεως τοῦ τρισσοῦ μοναρχικοτάτου φωτὸς τῆς μιᾶς θεότητος. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν ξενίζει τὸν ὀρθόδοξο μελετητή. Διότι ἡ μέθεξη στὸ θεῖο φῶς, εἶναι τὸ ὕψιστο σωτηριολογικὸ ἀγαθὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄκτιστη τριαδικὴ θεία ἐνέργεια. Αὐτὸς εἶναι ὁ χαρισματικὸς πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, αὐτὸ ποὺ τῆς προσδίδει τὸ ἰδιαίτερο φυσιογνωμικό της γνώρισμα, καὶ ποὺ ἀπουσιάζει ὁλότελα ἀπὸ τὶς ἄλλες ἑτερόδοξες θεολογίες καὶ Ἐκκλησίες.
Τὴν ἄχραντη Παρθένο ποὺ λειτούργησε τόσο σημαντικὰ στὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, ὁ Θεὸς ἐπάξια ἀνύψωσε σὲ δόξα ἄφθιτη τοποθετώντας την πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀγγελικῶν φύσεων. Ἔτσι τὴν βλέπει καὶ τὴν ψάλλει ἡ Ὀρθοδοξία. Στὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ φωτὸς βλέπει τὸ σημεῖο ἐπαφῆς Θεοῦ καὶ κόσμου, τὴ χρυσὴ στιγμὴ εἰσόδου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων. Στὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς συνάντησε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο προσέλαβε καὶ ἀνεμόρφωσε στὸ ἄπειρο θεανδρικό του πρόσωπο. Ἡ Μαρία εἶναι ἡ μητέρα τοῦ κόσμου καὶ τῆς κτίσεως.

ᾨδὴ γ´

«Τρισσεῦσαι πάλαι τὸ ὕδωρ προστεταχώς,
Ἠλίας ταῖς σχίδαξι79, τυπικῶς πανενέφηνε,
τὴν τριττὴν ὑπόστασιν, τῆς ἑνιαίας Θεοῦ Κυριαρχίας.
Μὲ τὸ νὰ προστάξει παλαιὰ ὁ Ἠλίας νὰ χυθεῖ χωριστὰ
τὸ ὕδωρ τρεῖς φορὲς στοὺς σχίδακες,
προανήγγειλε τυπικῶς τὴν τριττὴ ὑπόσταση
τῆς μιᾶς κυριαρχίας τῆς Θεότητος.
Ζοώδης φύσις ὑμνεῖ σε τῶν γηγενῶν, τὸν ἕνα τρίφωτον,
πλαστουργὸν ἀναλλοίωτον, καὶ βοᾷ σοι·
Δέσποτα, παντοδαπῆς με τροπῆς ῥῦσαι καὶ σῶσόν με».
Ἡ ζωώδης (αὐτὴ ποὺ ἔχει ζωὴ) φύση τῶν ἀνθρώπων
σὲ ὑμνεῖ, τὸν ἕνα τρίφωτο καὶ ἀναλλοίωτο
Πλαστουργό, καὶ σοῦ φωνάζει δυνατά· Δέσποτα,
ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ ἀπάλλαξέ με καὶ σῶσε με.
Ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων εἶναι τρεπτὴ καὶ ἀλλιωτή. Μεταβάλλεται εὔκολα καὶ ἀλλάζει. Ρέει ὅπως καὶ ὁ ροώδης χρόνος στὸν ὁποῖον ἐξελίσσεται. Στὸ φυσικὸ πεδίο ἡ μεταβολὴ ἀποτελεῖ οἰκονμία τῆς φύσεως, ποὺ βοηθάει τὴν ἀνάπτυξη καὶ τὴν ἐξέλιξη τῶν φυσικῶν ὄντων. Στὸ ἠθικὸ ὅμως πεδίο ἡ τροπὴ εἶναι ἐπικίνδυνη. Καὶ ἐνόσο μὲν ὁ ἄνθρωπος τρέπεται ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ ἀγαθό, ἔχει καλῶς. Τὸ ἀντίθετο ὅμως, ἡ τροπὴ ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ πρὸς τὸ κακό, ἐγκυμονεῖ κινδύνους πολλούς. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μένει σταθερὸς στὶς ἰδέες του καὶ στοὺς ἠθικοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του. Ἂν περιτρέπεται εὔκολα, ἂν ἀλλάζει συχνὰ τοποθετήσεις, εἶναι δύσκολο νὰ ζήσει.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγάλη πηγὴ τῆς ἀδυναμίας τῆς φύσεως καὶ τῆς παρατροπῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακό. Ἐξασθενίζει τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον αἰχμαλωτίζει80 στὰ διάφορα πάθη. Στὸ ἀσκητικὸ πεδίο ὁ σκορπισμὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, τὸ τεμάχισμα τῆς πνευματικῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τῆς ψυχῆς. Ὅταν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος πετύχει τὴν ἀτρεψία τῆς ἠθικῆς του φύσεως, ἔμοιασε μὲ τὸν ἄτρεπτο καὶ ἀναλλοίωτο Θεό. Πρὶν πλαστεῖ ὁ κόσμος οἱ ἄγγελοι τὸ πέτυχαν, ζῶντας ἔκτοτε ἄτρεπτοι καὶ ἄπτωτοι στὸν ἄϋλον αἰῶνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πιστὸς δέεται πρὸς τὸν Θεὸ νὰ τὸ διαφυλάξει ἀπὸ κάθε εἴδους τροπὴ καὶ νὰ τὸν σώσει.
«Ἰσηγοροῦντες τοῖς λόγοις τῶν Προφητῶν,
κλεινῶν Ἀποστόλων τε, καὶ κηρύκων τῆς
Πίστεως, ἰσουργὸν Τριάδα σε, δοξολογοῦμεν
πιστὰ Θεὲ τῶν ὅλων».
Λέγοντες τὰ ἴδια λόγια μὲ τοὺς Προφῆτες,
τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους καὶ τοὺς κήρυκες
τῆς πίστεως, οἱ πιστοὶ δοξολογοῦμε τὴν ἰσουρ-
γὸ Τριάδα, ποὺ εἶναι Θεὸς τῶν ὅλων.
Ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως φυλάσσεται στὴν Ἐκκλησία. Ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμὰ της. Εἶναι ὁ μυστικὸς δεσμός, ὁ ὁποῖος ἀνάπτει τὰ μέλη της μὲ τὴν ἀόρατή της κεφαλή, τὸν Χριστό. Ἡ ὀρθόδοξη ὁμολογία πίστεως, διὰ τῆς ὁποίας δοξάζεται ὁ Θεός, ἡ αὐτοαλήθεια καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἄλλης ὑπαρκτῆς ἀλήθειας, εἶναι λυτρωτική81.
Οἱ ἐπὶ μέρους πιστοί, σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ κάθε στιγμή, ἰσηγοροῦν, λέγουν τὰ ἴδια λόγια, μαζὶ μὲ τοὺς Προφῆτες τῆς παλαιᾶς θείας οἰκονομίας, μὲ τοὺς δοξασμένους Ἀποστόλους, τοὺς στίλους τῆς καινῆς, καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν θεοκηρύκων τῆς πίστεως, δοξολογώντας τὴν ἰσουργὸν Τριάδα, αὐτὴν ποὺ ἔχει τὴν ἴδια βουλὴ καὶ τὴν ἴδια ἐνέργεια. Ὑμνοῦν τὸν Θεὸ τῶν ὅλων. Ἀληθινά, ἡ κοινὴ καὶ σύμφωνη ὁμολογία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ δόγματος τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο ὕμνο πρὸς τὸν ἐπουράνιο Θεό. Ἀντίθετα, ἡ κακοδοξία καὶ ἡ πλάνη ἀποτελοῦν ἐξύβριση τοῦ ἁγίου του Ὀνόματος. Οἱ αἱρετικοὶ δυσφημοῦν τὸν ἅγιο Θεό, τὴν πηγὴ τῆς σώζουσας ἀλήθειας τῆς πίστεως.

Θεοτοκίον.

«Ἀπὸ τοῦ θρόνου κατῆλθε τοῦ ὑψηλοῦ, ὁ Χριστὸς
τὸν ἄνθρωπον, ἀνυψῶν ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ
Πανάχραντε, καὶ τὸ τρισήλιο φῶς ἔλαμψε πᾶσι».
Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ θρόνο του
(στοὺς οὐρανοὺς), ἀνυψώνοντας (στὸν οὐρανὸ)
τὸν ἄνθρωπον ὡς φιλάνθρωπος, διὰ σοῦ Πανάχραντε·
καὶ τὸ τρισήλιο φῶς (τῆς θεότητος) σὲ ὅλους ἔλαμψε.
Ὁ Ἀδὰμ κάποτε βρισκόταν σὲ πολὺ ὑψηλὴ περιωπὴ κοντὰ στὸν Θεό. Μὲ τὴν πτώση του ὅμως ἔπεσε πολὺ χαμηλά. Σύρθηκε στὰ σκοτεινὰ σπήλαια τῆς ἀποστασίας, παραμορφωμένος καὶ ἀγνώριστος, σέρνοντας τὴν πεσμένη φύση του στὰ σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας, στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο.
Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ πλαστούργησε τόσο ὄμορφα τὸν ἄνθρωπο, δὲν μποροῦσε νὰ τὸν βλέπει νὰ σέρνεται στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια. Ὡς πανάγαθος καὶ στοργικὸς Πατέρας κινήθηκε πρὸς τὸ πλάσμα του. «Ἄφησε» τοὺς οὐρανοὺς (σχηματικὸς βέβαια ὁ λόγος) καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, ψάχνοντας νὰ βρεῖ τὸν ἀποστάτη82. «Ἐκένωσεν ἑαυτόν»83, δηλαδὴ ἄδειασε τὴ δόξα του ποὺ εἶχε στοὺς κόλπους τῆς ἁγίας Τριάδος (χωρὶς βέβαια ν᾿ ἀναχωρήσει καὶ ἡ τριαδική του ὑπόσταση), ντύθηκε τὴν ταπείνωση τῆς γῆς καὶ ἀνέλαβε τὴν κακοπάθεια τῆς πεσμένης φύσεως (πλὴν τῆς ἁμαρτίας), γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν παραπλανεμένο ἄνθρωπο. Στὴ Μήτρα τῆς πανακήρωτης Κόρης τὸν συνάντησε πραγματικά, τὸν ἕνωσε βαθιὰ μὲ τὴ θεότητα στὸ ἑνιαῖο του πρόσωπο, καὶ τὸν σήκωσε ψηλά, πολὺ ψηλά, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἔκανε ἕνα μικρὸ θεὸ καὶ τὸν ἐγκαθίδρυσε ἀδιάπτωτα στὴ μακαρία δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος. Ὢ, πόσο θεῖο καὶ πανάγιο εἶναι τὸ λυτρωτικὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ! Κατέρχεται ὁ Λόγος καὶ ἀνέρχεται ὁ ἄνθρωπος. Γίνεται ἄνθρωπος ὁ δημιουργὸς καὶ τὸ πλάσμα ντύνεται τὴν ἄφθιτη δόξα τοῦ κτίστη του. Ἡ κένωση τοῦ Λόγου ὁδηγεῖ στὴν ἀποκένωση (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία) τοῦ ἐλεεινοῦ δημιουργήματος, στὴν ἀνάπλαση καὶ ἀναλάμπρυνση τῆς φύσεὼς του!
Εἰδικὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ὁ Λόγος σκόρπισε τὸ τρισήλιο φῶς τῆς θεότητος, ἔκανε νὰ λάμψει ἡ ἄκτιστη μαρμαρυγὴ τῆς θείας του ἐνέργειας, ποὺ φώτισε καὶ ἔσωσε τὰ σύμπαντα.

Κάθισμα.

«Ὁ ὑπερούσιος καὶ μόνος Κύριος, Χριστὸς
καὶ γέννημα τοῦ προανάρχου Πατρός, καὶ
Πνεῦμα τὸ θειότατον, ἐλέησον τοὺς δούλους
σου· πάντες γὰρ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ σοῦ οὐκ
ἀπέστημεν· ὅθεν δυσωποῦμέν σε,
Τρισυπόστατε Κύριε· ὡς ἔχων ἐξουσίαν,
τὸ πλάσμα σου, σῶσον ἐκ πάσης περιστάσεως».
Ὁ ὑπερβαίνων κάθε οὐσία καὶ μόνος Κύριος, ὁ Χριστὸς
καὶ τὸ γέννημα τοῦ προάναρχου Πατέρα, καθὼς
καὶ τὸ θειότατο Πνεῦμα, ἐλέησε τοὺς δούλους
σου· διότι ὅλοι ἁμαρτήσαμε, ἀλλὰ ἀπὸ σένα
δὲν ἀπομακρυνθήκαμε. Ἀλλὰ σὲ δυσωποῦμε,
τρισυπόστατε Κύριε, σῶσε μὲ τὴν ἐξουσία σου
τὸ πλάσμα σου ἀπὸ κάθε δύσκολη περίσταση.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι φαινόμενο καθολικὸ καὶ παγκόσμιο. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε μπλεγμένοι σ᾿ αὐτήν, ἄλλοι λιγότερο καὶ ἄλλοι περισσότερο. Ἂν κανεὶς πεῖ ὅτι δὲν ἔκανε ἁμαρτία, εἶναι ψεύτης84. Ἀναμάρτητος ἐπὶ τῆς γῆς ὑπῆρξε μόνο ὁ Κύριος, ὡς Θεάνθρωπος85. Δὲν μποροῦσε ν᾿ ἁμαρτήσει, γιατὶ ἦταν ἑνωμένος ὑποστατικὰ μὲ τὸν Θεό, ἔχοντας ὡς πρόσωπό του τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου. Σχετικὴ ἀναμαρτησία εἶχε καὶ ἡ Παναγία86, ἡ πανακήρωτη Μητέρα του.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως εἶναι φορτίο πικρὸ καὶ δυσβάστακτο. Θλίψει καὶ ἐξαθλιώνει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου καθιστᾶ τὴ ζωὴ ἀφόρητη. Ἐπιμένοντας δέ, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἁμαρτωλὸ στὸν ὄλεθρο καὶ τὴν ἀπώλεια, νὰ τὸν ἀποκόψει ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς (τὸν Θεὸ) καὶ νὰ τὸν παραδώσει στὸν αἰώνιο θάνατο (τὴν κόλαση)87. Ἡ ἁμαρτία κοστίζει πολύ, τόσο δὲ ποὺ ἐδέησε ὁ ἄπειρος Θεὸς νὰ γίνει ταπεινὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὴ συντρίψει.
Αὐτὰ νοιώθοντας οἱ πιστοὶ μέσα τους, προσφεύγουν στὴν ἁγία τριάδα, στὸ μόνο ὑπερούσιο Κύριο, καὶ ζητοῦν βοήθεια. Ὁμολογοῦν τὶς ἁμαρτίες τους, ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι θέλουν, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά τους, νὰ παραμένουν κοντά του. Ζητοῦν σωτηρία ἀπὸ τὸν τρισυπόστατο Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐξουσία καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήσει, νὰ ἔλθει ἀρωγὸς στὴν ἀνθρώπινή τους περίσταση88.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

«Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς καὶ Κύριος, ἐκ σοῦ σεσὰρ-
κωται δι᾿ ἀγαθότητα, τὸ καθ᾿ ἡμᾶς οὐσιωθείς,
καὶ μείνας ὅπερ πέφυκεν· ὅθεν καὶ Θεάνθρωπον,
τοῦτον σέβοντες Πάναγνε, σὲ τὴν Ἀπειρόγαμον,
Θεοτόκον κηρύττομεν, δοξάζοντες τὸ μέγιστον θαῦμα,
τῆς σῆς ἀσπόρου κυήσεως».
Ὁ Θεὸς ὁ ὑπερούσιος καὶ Κύριος, ἔχει σαρκω-
θεῖ ἀπὸ ἐσένα ἀπὸ ἀγαθότητα, λαβὼν τὴ δι-
κή μας οὐσία καὶ παραμείνας ἐκεῖνο ποὺ
ὑπῆρχε (Θεὸς). Διὰ τοῦτο Πάναγνε, πιστεύ-
οντας αὐτὸν ὡς Θεάνθρωπο, σὲ τὴν ἀπειρόγα-
μη (Κόρη) κηρύσσουμε Θεοτόκο, δοξάζον-
τας τὸ μέγιστο θαῦμα τῆς ἀσπόρου σου
κυήσεως.
Ἕνα κομμάτι ἀριστουργηματικὸ τοῦ χριστολογικοῦ-θεομητορικοῦ δόγματος τῆς πίστεως!
Ὁ Θεὸς ὁ ἀνώνυμος καὶ ἀνονόμαστος, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει κάθε ἔννοια οὐσίας, ὁ ἀπερίληπτος καὶ ἀκατάσχετος, ἔχει σαρκωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο. Σ᾿ αὐτὸ κινήθηκε ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά του, ὅπως ἀπὸ ἀγαθότητα κινεῖται καὶ σὲ ὅλες του τὶς ἄλλες ἐξωτερικὲς του φανερώσεις καὶ ἐνέργειες. Ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὁ Θεὸς «οὐσιώθη καθ᾿ ἡμᾶς», πῆρε δηλαδὴ τὴν ἀνθρώπινη οὐσία μας, φύση πλήρη καὶ τέλεια (χωρὶς τὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας), ἔγινε ἄνθρωπος πραγματικός. Παίρνοντας ἐν χρόνῳ τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεός, ἔμεινε «ὅπερ πέφυκεν». Δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του οὔτε μετακινήθηκε ἀπὸ τὴν τριαδικὴ τάξη του, σὰν δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Μένοντας ἐκεῖνο ποὺ ἦταν (Θεὸς πλήρης καὶ τέλειος) προσέλαβε στὸ πρόσωπό του ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἦταν, ἄνθρωπον ἀληθινὸ καὶ πραγματικόν. Ἡ σάρκωσαη δὲν ἦταν σύγχυση καὶ τροπὴ φύσεων, ἀλλ᾿ ὑποστατικὴ πρόσληψη τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς ἡ θεότητα νὰ ὑποστεὶ μείωση ἢ ὅποια ἄλλη ἐπήρεια στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Χριστός, ὡς ἔνσαρκος Λόγος, εἶναι Θεάνθρωπος, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ὁ αὐτός, σὲ δύο πλήρεις καὶ τέλειες φύσεις καὶ ἕνα ἀδιαίρετο θεανδρικὸ πρόσωπο.
Στὴν καρδιὰ τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος βρίσκεται ἡ Μαρία, ἡ καλὴ Κόρη τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Τὴ σεβόμαστε ὡς πάναγνη καὶ ἀπειρόγαμη· ὡς καθαρὴ ἀπὸ κάθε ρύπο ἁμαρτίας, καὶ ὡς μητέρα παράδοξη, ποὺ γέννησε χωρὶς νὰ λάβει πεῖραν ἀνδρός, δηλαδὴ παρθένον. Καὶ τὴν κηρύττουμε ὡς «Θεοτόκον», ὅτι δηλαδὴ γέννησε πραγματικὰ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔτεκε τὸν Θεάνθρωπο Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Ἡ ἄσπορη κύηση τῆς Πανάγνου ἀποτελεῖ τὸ μέγιστο θαῦμα, ποὺ τῆς πορίζει κλέος ἄφθινο καὶ δόξαν ἀνυπέρβλητη, ἀνεβάζοντάς της καὶ πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τῶν ἀγγέλων τὰ φωτόμορφα τάγματα.

ᾨδὴ δ´.

«Στέλεχος διττόν, ἐκ Πατρὸς ὡς ρίζης ἐβλά-
στησεν, ὁ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα τὸ εὐθές, οἱ συμ-
φυεῖς βλαστοὶ καὶ θεόφυτοι, καὶ ἄνθη συνά-
ναρχα, ὡς τρία εἶναι φῶτα τῆς Θεότητος».
Διττὸ στέλεχος (διπλὸ κλωνάρι), σὰν ἀπὸ ρίζα τοῦ Πατρός,
ἐβλάστησαν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ εὐθὲς Πνεῦμα, οἱ
βλαστοὶ οἱ σύμφυτοι καὶ θεόφυτοι καὶ ἄνθη
συνάναρχα, ὡς τρία φῶτα τῆς θεότητος.
Στὴν ᾠδὴ αὐτὴ ἐκφράζεται πολὺ παραστατικὰ τὸ δόγμα τῶν τριαδικῶν σχέσεων στὴ θεότητα. Ἡ φύση τοῦ Πατρὸς παριστάνεται σὰν ρίζα, ἀπὸ τὴν ὁποία βλαστάνουν δύο στελέχη, ὁ βλαστὸς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ μὲν πρῶτο στέλεχος προέρχεται ἀϊδίως ἀπότὴ ρίζα τοῦ Πατρὸς διὰ τῆς γεννήσεως, ἐνῶ τὸ δεύτερο διὰ τῆς ἐκπορεύσεως. Εἶναι βλαστοὶ συμφυεῖς καὶ θεόφυτοι, δηλαδὴ ὑπάρχουν πάντοτε στὴν οὐσία τῆς θεότητος. Δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ Πατήρ, χωρὶς τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Εἶναι ἄνθη συνάναρχα. Ἡ ρίζα τῆς θεότητος δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὰ φυσικὰ ἄνθη της, τοὺς ἀΐδιους βλαστούς της. «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα καὶ Πνεῦμα ἅγιον».
«Στίφη νοερῶν, Οὐσιῶν ἀπαύστως ὑμνοῦσὶ
σε, τὸν ἀπερινόητον Θεόν· μεθ᾿ ὧν ἡμεῖς δο-
ξάζομεν λέγοντες· Τριὰς ὑπερούσιε, τοὺς
σοὺς οἰκέτας σῶσον ὡς φιλάνθρωπος».
Στίφη νοερῶν οὐσιῶν (ἀγγέλων) ὑμνοῦν ἀκατά-
παυστα σὲ τὸν ἀπερινόητο Θεό· μαζὶ μὲ αὐ-
τὲς καὶ ἐμεῖς δοξάζουμε, λέγοντες· Τριάδα ὑ-
περούσιε, τοὺς δούλους σου σῶσε ὡς φιλάνθρωπος.
Καὶ ἐδῶ ἐξαίρεται ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς νοερὲς φύσεις τῶν ἀγγέλων καὶ τοὺς χοϊκοὺς ἀνθρώπους, ὡς ἕνα ἀπειροελάχιστο χρέος πρὸς τὴ θεία μεγαλειότητα. Καὶ ἡ μὲν αἴνεση τῶν ἀνθρώπων γίνεται ἀπὸ χείλη πήλινα, μὲ λέξεις καὶ ἐκφράσεις ἀκουστές, ποὺ ἀποδίδουν τὴ διάθεση καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιάς. Ἡ ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἐνδιαθέτως ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ νοῦ, μὲ νοήματα λεπτὰ καὶ πνευματικά. Πῶς εἶναι ὅμως ἡ ἀνύμνηση τῶν ἀγγέλων; Πῶς μποροῦν νὰ ψάλλουν οἱ ἄϋλες φύσεις τῶν πνευμάτων; Ν᾿ ἀναδίδουν ἄραγε ἦχο μυστηριακὸ στὸν ἄϋλο αἰῶνα τοῦ Θεοῦ; Καὶ πῶς μπορεῖ ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ἁρμονία ποὺ συνθέτουν ἀναρίθμητα στίφη ἀγγέλων, διαβιοῦντα στὴν ἁρμονία τῆς θείας βασιλείας; Μυστικὰ ὅλ᾿ αὐτὰ γιὰ μᾶς κρυμμένα καὶ ἀδιάγνωστα, μέχρις ὅτου καταλυθεῖ ἡ παχύτητα τοῦ σαρκίου ποὺ μοχθεῖ στὸν ἐμπερίστατο τοῦτο κόσμο καὶ μὲ πρόσωπο ἀνακεκαλυμμένο89 ἀτενίσουμε τὴ δόξα τοῦ ἀπόθετου κάλλους, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν ἀγγέλων, ὁ ἦχος ὁ καθαρὸς τῶν ἑορταζόντων καὶ τὸ παναρμόνιο μέλος ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων!

Θεοτοκίον.

«Ἔθελξας ἡμᾶς, εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε,
Λόγε τοῦ Θεοῦ, ὁ δι᾿ ἡμᾶς σωματωθεὶς ἀτρέ-
πτως, καὶ τρίφωτον τὴν μίαν Θεότητα, μυστα-
γωγήσας· ὅθεν σὲ δοξάζομεν».
Μᾶς ἔθελξες πολυέλεε Λόγε τοῦ Θεοῦ στὴ
δική σου ἀγάπηση, σὺ ποὺ γιὰ μᾶς σωματώ-
θηκες ἀτρέπτως καὶ μᾶς μυσταγώγησες στὴ
μία τρίφωτη θεότητα. Διὰ τοῦτο σὲ δοξάζουμε.
Θελκτήρια διὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπάρχουν πολλά. Πολλὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα ποὺ θέλγουν τὴ ψυχοσωματικὴ φύση του. Πολλὲς εἶναι οἱ τερπνότητες τῆς ζωῆς. Τερπνότητες ποὺ ὑπάρχουν στὴν ἐξωτερικὴ φύση, ἀλλὰ καὶ τερπνότητες ποὺ εἶναι μέσα του. Νοιώθει ἡδονὲς καὶ τέρψεις, ἀπολαμβάνει τὰ πράγματα, εὐχαριστιέται. Ἡ ἡδονικὴ ἀπόλαυση τῶν πραγμάτων καὶ τῆς ζωῆς εἶναι δοσμένη στὴ φύση γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ποιότητα καὶ τὸ ρυθμό της, μάλιστα σὲ τόση ἀσφηκτικὴ θλίψη καὶ κακότητα ποὺ δεσπόζουν στὸ βίο καὶ κυριαρχοῦν στὴν καθημερινότητα τῆς ζωῆς. Ἀρκεῖ βέβαια ἡ ἀπόλαυση αὐτὴ νὰ εἶναι σύμμετρη καὶ νὰ μὴ ἀντιστρατεύεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ κάθε παράχρηση, κάθε ὑπερβολικὴ προσήλωση στὶς ὅποιες χαρὲς καὶ ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία.
Παράλληλα πρὸς τὶς τέρψεις αὐτές, ὑπάρχουν διὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἄλλες πνευματικότερες καὶ ὡραιότερες, ποὺ ἀνάγονται στὴ σφαίρα τῶν θείων πραγμάτων. Εἶναι οἱ ἡδύτητες οἱ «θεολογικές», ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ζεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἡδύτητες φυσικὰ αὐτὲς εἶναι ἀδιάγνωστες στοὺς πολλούς, ἀπόκρυφες καὶ ἀνέκφραστες. Ἀνήκουν σὲ ἄλλο γένος. Ὁ Παῦλος ἔνοιωσε στὸ ἐκστατικό του βίωμα τὶς χάρες Θεοῦ, δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ τὶς περιγράψει, γιατὶ δὲν εἶχε τὶς κατάλληλες λέξεις καὶ τὰ σχήματα λόγου γιὰ νὰ τὶς παραστήσει90. Ἡ ἀπόλαυση τῆς θείας βασιλείας εἶναι ἀνέκφραστη ἀπὸ τοῦδε διὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἐμπειρία ποὺ βιοῦται στὴν αἰωνιότητα. Σημαντικὸ εἶναι νὰ τὴ ζεῖς. Τὸ νὰ τὴν ἐκφράσεις εἶναι δευτερεῦον καὶ ἐπουσιῶδες.
Ὁ ποιητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴ θελκτήρια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ φάνηκε στὸ μυστήριο τῆς θείας του σαρκώσεως. «Ἔθελξας ἡμᾶς -ἀναφωνεῖ- εἰς ἀγάπην σὴν πολυέλεε, Λόγε τοῦ Θεοῦ». Ὅτι μᾶς ἀγαπᾶς καὶ ὅτι σὲ ἀγαπᾶμε, γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ ἄφατη χαρά, θέλγει καὶ ἀναπτερώνει τὶς ψυχές μας. Καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη ν᾿ ἁρπαγεῖ κανεὶς σ᾿ ἐκστατικὸ βίωμα -ὅπως ὁ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι μυστικοί- γιὰ ν᾿ ἀπολαύσει τὸν τρισάγιο Θεό. Ἀρκεῖ ὁ πιστὸς νὰ ζεῖ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, στὴ διάσταση τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει μέσα του τὸν Θεὸ (κυρίως στὴ θεία εὐχαριστία), νὰ μυσταγωγεῖται στὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, νὰ ἔχει μέσα του τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, τὴ μαρτυρία καὶ τὴν παράκληση τοῦ παναγίου Πνεύματος, νὰ ἀγαπᾶ τὰ πάντα, τὸν Θεό, τὸ συνάνθρωπο καὶ τὴν κτίση ὁλόκληρη, νὰ εἶναι χριστιανὸς σωστός, τὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου νὰ φωτίζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἀρκεῖ νὰ ἔχει τὴ συναίσθηση τῆς θείας βασιλείαςα, τὸ ὄνειρο τὸ γλυκὺ καὶ θελξικάρδιο, ποὺ θὰ γίνει πραγματικότητα, ὅταν ὁ πιστὸς κλείσει τὰ μάτια του στὴ γῆ αὐτὴ καὶ ζήσει τὴν ἄλλη θεία πραγματικότητα, τὴ ζωὴ τὴν ἄϋλη στὰ φωτεινὰ διαμερίσματα τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Αὐτὲς εἶναι οἱ πραγματικὲς γλυκύτητες ποὺ πρέπει νὰ αἰχμαλωτίζουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὶς ὑπόλοιπες ἔχει τὸ δικαίωμα ἐν μέτρῳ νὰ τὶς ἀπολαμβάνει, χωρὶς μανιχαϊστικὲς διακρίσεις καὶ διαλογισμούς.

ᾨδὴ ε´.

«Τὸν ἕνα Κυριάρχην εἰκονικῶς, ὡς εἶδεν
Ἡσαΐας Θεόν, ἐν τρισὶ προσώποις δοξολογού-
μενον, ἀχράντοις φωναῖς Σεραφείμ, ἀπεστά-
λη τοῦ κηρῦξαι πορευθείς, τρίφωτον Οὐσίαν,
καὶ Μονάδα τρισήλιον».
Μόλις ὁ Ἡσαΐας91 εἶδε εἰκονικῶς τὸν ἕνα
κυρίαρχο Θεὸ σὲ τρία πρόσωπα,
νὰ δοξολογεῖται ἀπὸ τὶς καθαρὲς φωνὲς
τῶν Σεραφείμ, ἀπεστάλη (ἀπὸ τὸν Θεὸ) καὶ
πορεύθηκε νὰ κηρύξει τρίφωτη οὐσία
καὶ μονάδα τρισήλια.
«Ἁπάντων ἀοράτων καὶ ὁρατῶν, τὴν φύσιν
ἐξ οὐκ ὄντων τὸ πρίν, ὑποστησαμένη μονὰς
τρισήλιε, τοὺς ἕνα Θεόν σε πιστῶς, εὐφημοῦντας
ἐκ παντοίων, ἐκλυτρωσαμένη,
τῆς σῆς δόξης ἀξίωσον».
Τρισήλιε μονάδα, σὺ ποὺ ἀπὸ τὸ μηδὲν ἔδωκες
ὑπόσταση σὲ ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ ὁρατὰ (ὄντα),
αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη σὲ εὐφημοῦν ὡς ἕνα Θεόν,
ἀφοῦ λυτρώσεις ἀπὸ κάθε εἴδους πειρασμῶν,
ἀξίωσε νὰ κληρονομήσουν τὴ δόξα σου.
Ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς (ex nihilo) δημιουργία ἀποτελεῖ σημεῖο καίριο τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας. Τί σημαίνει βέβαια αὐτό, ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Τί θέλει νὰ πεῖ ἄραγε τὸ μηδὲν ἀπὸ τὸ ὁποῖο βγῆκαν τὰ ὄντα; Πῶς μποροῦμε νὰ τὸ νοήσουμε; Καὶ οἱ ἄνθρωποι δημιουργοῦμε διάφορα πράγματα, καμιὰ φορὰ ἀξιόλογα. Δὲν πρόκειται ὅμως περὶ δημιουργίας. Κατασκευάζουμε ἁπλῶς ἀντικείμενα, διαμορφώνοντας ὑλικὰ ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας. Δημιουργία εἶναι νὰ φτιάξεις πράγματα ἀπὸ μόνος σου, χωρὶς νὰ ἔχεις στὴ διάθεσή σου πρῶτες ὕλες. Γιατὶ δημιουργῶ σημαίνει φέρω κάτι στὸ εἶναι, τὸ ὁποῖο προηγουμένως δὲν ὑπῆρχε. Αὐτὸ φυσικὰ προϋποθέτει παντοδυναμία καὶ αὐτὸ συνέβη στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα ὄντα ἐκ τοῦ μηδενὸς92 μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο του. Ὅσοι βέβαια δὲν πιστεύουν σὲ Θεὸ προσωπικό, δὲν πιστεύουν στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖο θέλουν ἄναρχο καὶ αἰώνιο ἢ τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό.
Τὸ δημιουργὸ τριαδικὸ Θεὸ οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν, ἀφοῦ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ κληρονομήσουν τὴν ἄφθιτη δόξα του στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Θεοτοκίον.

«Νυμφῶνα φωτοφόρον καὶ καθαρόν, Παρθέ-
νε γεγονυῖαν Θεοῦ, σὲ ὑμνοῦμεν πόθῳ καὶ
μακαρίζομεν· ἐκ σοῦ γὰρ ἐτέχθη Χριστός,
ἐν οὐσίαις καὶ θελήσεσι διτταῖς, ὁ εἷς τῆς
Τριάδος, καὶ τῆς δόξης ὢν Κύριος».
Παρθένε, σὲ ποὺ ἔγινες νυμφώνας φωτοφό-
ρος καὶ καθαρὸς τοῦ Θεοῦ, ὑμνοῦμε μὲ
πόθο καὶ μακαρίζουμε. Διότι ἀπὸ σοῦ
γεννήθηκε ὁ Χριστός, μὲ διττὲς τὶς οὐσίες
καὶ τὶς θελήσεις του, ὁ ἕνας τῆς Τριάδος
(ὁ Λόγος) καὶ τῆς δόξης ὁ Κύριος.
Θαυμάσιο ἀπὸ χριστολογικὴ ἄποψη τὸ Θεοτοκίο αὐτό.
Σὲ πρῶτο μέρος ἔχουμε τὴν ἰδέα τοῦ Νυμφώνα, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἡ ἰδέα τοῦ Νυμφώνα βέβαια ἔχει εὐρύτερη σημασία. Σημαίνει τὸ εὐφρόσυνο γεγονὸς τῆς ἑνώσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Σημαίνει τοὺς γάμους τοὺς πνευματικοὺς τοῦ Πλάστη μὲ τὰ λογικὰ πλάσματά του93, ὅπου ἄδονται ἐπιθαλάμια ἄσματα, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, γαμικὲς τερπνότητες καὶ ἡδύτητες. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ παρίσταται ὡς ἕνας ἀπέραντος πνευματικὸς Νυμφώνας, ὅπου γίνεται ὁ μυστικὸς γάμος, ἡ ἄϋλη ἕνωση τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μετὰ τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς ἁρμόσεως, ἡ εὐωχία τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου συμμετέχουν ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Μόνον οἱ ἄδικοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ποὺ ἔζησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ ἔχουν πρόσοδο στὸ αἰώνιο πανηγύρι τῆς χαρᾶς.
Ὁ Νυμφώνας ὅμως οὐσιώθηκε ἤδη στὸ καθαρότατο καὶ φωτεινὸ χωρίο τῆς Παρθένου. Στὴ μήτρα της ὁ Θεὸς «παντρεύτηκε» τὸν ἄνθρωπο. Ἐκεῖ τέλεσε τοὺς μυστικοὺς γάμους του μὲ τὸ πλάσμα του. Ἐκεῖ ἑνώθηκαν ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, οἱ δύο φύσεις του, ἡ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶχε δύο οὐσίες καὶ δύο θελήσεις. Στὸν ἕνα τῆς Τριάδος, στὸ ἄπειρο πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἑνώθηκαν δύο πλήρεις καὶ τέλειες οὐσίες, χωρὶς ἡ μία νὰ μετατραπεῖ στὴν ἄλλη, στὶς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦσαν δύο φυσικὰ θελήματα, τὸ θέλημα τῆς σαρκὸς καὶ τὸ θέλημα τῆς θεότητος. Ἡ θέληση ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς φύσεως. Ἀθέλητη φύση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Ἄρα στὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἀντιστοιχοῦν δύο φυσικὰ θελήματα94. Μόνο γνωμικὸ θέλημα δὲν εἶχε ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός. Γιατὶ τὸ γνωμικὸ θέλημα εἶναι ἔκφραση προσώπου, ἀνθρώπινο δὲ πρόσωπο δὲν εἶχε ὁ Κύριος. Τὴν ἔλλειψη αὐτὴ ἀνεπλήρωσε τὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου, στὸ ὁποῖο ἑνώθηκαν οἱ φύσεις, ἀντιδίδοντας σ᾿ αὐτὸ ἀμοιβαίως τὰ ἰδιώματά τους.
Τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στὸ ἐργαστήρι τῆς ὁποίας ἑνώθηκαν μυστικῶς οἱ φύσεις, οἱ πιστοὶ μὲ πόθο εὐφημοῦν καὶ μακαρίζουν. Τὸ θαῦμα της καλύπτει καὶ συγκλονίζει τὰ σύμπαντα.

ᾨδὴ στ´.

«Μέτοικος ὑπάρχων ὁ Ἀβραάμ, κατηξιώθη
τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικὸν μὲν Κύριον, ἐν
τρισὶν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς
δὲ μορφώσεσιν».
Ὁ Ἀβραάμ, ὄντας μέτοικος (μακριὰ ἀπὸ τὸ σπί-
τι του), καταξιώθηκε νὰ ὑποδεχθεῖ τυπικὰ (σὲ
εἰκονικὴ μορφὴ), τὸν ἕνα ὑπερούσιο Κύριο, σὲ τρεῖς ὑπο-
στάσεις, ποὺ ἔλαβε μορφὴ ἀνδρῶν.
Ἐπανέρχεται καὶ πάλιν ὁ ποιητὴς στὴν προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος ποὺ ἔγινε στὸν πατριάρχη Ἀβραάμ. Στὸ δίκαιο φανερώθηκαν τρεῖς ἄνδρες (ἄγγελοι). Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν σήμαινε τὰ τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν στὴ μία φύση τοῦ ὑπερούσιου Θεοῦ.
«Ἴθυνον τὰς καρδίας τῶν οἰκετῶν, πρὸς φῶς
τὸ ἀπρόσιτον, ὦ τρισήλιε Κύριε, καὶ τῆς σῆς δόξης
ἔλλαμψιν, παράσχου ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν,
τοῦ φαντάζεσθαι, τὸ σὸν κάλλον τὸ ἄρρητον».
Κατεύθυνε τὶς καρδίες τῶν δούλων σου πρὸς τὸ
ἀπρόσιτο φῶς, ὦ Κύριε τρισήλιε, καὶ χορήγησε
στὶς ψυχές μας ἔλλαμψη τῆς δόξας σου,
γιὰ νὰ φανταζόμαστε τὸ ἄρρητο κάλλος σου.
Καὶ στὴν ᾠδὴ αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς τῆς τρισηλίου θεότητος καὶ ἡ φωτεινότητα τῆς θείας ἐλλάμψεως ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης προσευχῆς. «Σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς, τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον», τονίζει εἰδικὰ καὶ ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν Χριστό. Προσευχή, ἡ ὁποία δὲν ἔχει σὰν περιεχόμενό της τὸ αἴτημα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς δι᾿ αὐτοῦ δράσεως τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, εἶναι ἐλλειπῆς. Ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ἐπιζητεῖ πρῶτον τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη αὐτοῦ, καὶ μετὰ ὅλα τὰ ἄλλα95. Τὸ νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ φωτὸς καὶ τὴν ἕνωσή του μὲ αὐτό, στὴ μακαρία θεία ἔλλειψη καὶ στὴ φωτεινότητα τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, εἶναι ὁ κυριώτερος στόχος τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς καὶ ὑπάρξεως. Ἀπὸ αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποστεῖ ἡ ὀρθόδοξη ψυχή. Σ᾿ αὐτὰ πιστεύει, σ᾿ αὐτὰ ἐλπίζει καὶ σ᾿ αὐτὰ ζεῖ ἡ θεόμορφη οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας μας.

Θεοτοκίον.

«Ἄνοιξον τὰς πύλας μοι τοῦ φωτός, τοῦ κυη-
θέντος ἐκ νηδύος σου Ἄχραντε, ἵνα βλέπω
τρίφωτον, ἀκτῖνα τῆς Θεότητος, καὶ δοξάζω
σε, τὴν ὁλόφωτον Δέσποιναν».
Ἄνοιξέ μου τὶς πύλες τοῦ φωτός, ποὺ γεννήθηκε
ἀπὸ τὴ νηδὺ (μήτρα) σου Ἄχραντε, γιὰ νὰ βλέπω
τὴν τρίφωτη ἀκτῖνα τῆς θεότητος,
καὶ δοξάζω σέ, τὴν ὁλόφωτη Δέσποινα.
Νέος ὕμνος γιὰ τὸ μακάριο φῶς τῆς θείας δόξης. Ὁ ποιητὴς βλέπει τὴ γαστέρα τῆς Θεοτόκου σὰν ἕνα χῶρο ὁλόφωτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο διαχέονται τρίφωτες οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητος. Τὶς βλέπει στὸ ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου. Ἀγαπᾶ δὲ τὸ φῶς τῆς Πανάγνου. Θέλει νὰ τὸ βλέπει ὄχι ἐξωτερικὰ -αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἐπιτευχθεῖ- ἀλλὰ ἐσωτερικά, στὸ καθαρὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Τέρπεται στὸ ὅραμα τῆς τρίφωτης ἀκτίνας τῆς θεότητος, τοῦ ἄκτιστου φωτὸς τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἡ ἕνωση μὲ τὸ ὁποῖο ἀπεργάζεται καὶ τὴ δική του χαρισματικὴ θέωση. Τί ἄραγε καλύτερο μπορεῖ νὰ ποθήσει ἡ ὀρθόδοξη ψυχή;
Βλέποντας τὸ φῶς ποὺ ξεχύθηκε ἀπὸ τὴ μήτρα τῆς Παρθένου ὁ πιστός, δοξολογεῖ τὴ Δέσποινα τοῦ παντὸς καὶ τὴ Μητέρα τοῦ φωτός· Τὴν Θεοτόκον ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν (ἢ «Τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ φωτὸς ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν»). Στὸ στίχο αὐτὸ ὀσφραινόμαστε τὸ κεπτὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας, αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ ἀλλοῦ, ἀλλὰ μονάχα στὴν ἄχραντη Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία.

Καθίσματα.

«Θείας φύσεως ὁμοουσίου, τὸ τρισήλιον
ὑμνοῦμεν κράτος, καὶ τρισαγίαις φωναῖς
ἐκβοήσωμεν· Ἅγιος εἶ, ὁ Πατὴρ ὁ προάναρχος,
Ἅγιος εἶ, ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος. Πνεῦμα Ἅγιον,
ὁ εἷς ἀμερὴς Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων
ποιητὴς καὶ φιλάνθρωπος».
Ὑμνοῦμε τὸ τριλαμπὲς κράτος τῆς ὁμοουσίου
θείας φύσεως καὶ μὲ τρισάγιες φωνὲς ἂς
φωνάξουμε δυνατά. Εἶσαι ἅγιος ὁ Πατὴρ
ὁ προάναρχος· εἶσαι ἅγιος ὁ Υἱὸς ὁ συνάναρχος
καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὁ ἕνας ἀμερὴς Θεός μας
καὶ τῶν ὅλων δημιουργὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Σὲ ἕνα τόνο πανηγυρικῆς σεμνότητος καὶ χαρᾶς ὁ ποιητὴς τοῦ καθίσματος ὁμολογεῖ τὴν τριαδικὴ πίστη του, ἀνυμνώντας τὸν τριαδικὸ Θεό. Ὁμολογεῖ τὸ ὁμοούσιο τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος· ὅτι σ᾿ αὐτὰ ὑπάρχει μία καὶ μόνη ἀπαράλλακτη οὐσία, ἄρα ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὄχι τρεῖς. Παράλληλα ὑμνεῖ τὸ τρισήλιο κράτος τῆς Θεότητος, τὸ τριλαμπὲς φῶς τῶν θείων ὑποστάσεων, στὶς ὁποῖες ὑπάρχει ἡ αὐτὴ φωταύγεια τῆς θείας ἐνέργειας. Αἰσθάνεται δὲ τὴν ἀνάγκη νὰ φωνάξει δυνατά, ἐξυμνώντας τὸν ἅγιο Θεό· τὸν Πατέρα ποὺ εἶναι προάναρχος, ὑπῆρχε δηλαδὴ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ χωρὶς νὰ ἔχει λάβει χρονικὴ ἀρχὴ (ἀΐδιος)· τὸν Υἱό, ποὺ εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα (ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱὸς), ἂν καὶ ἀπὸ ἄποψη προόδου πηγάζει ἀϊδίως ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρὸς (διὰ τῆς γεννήσεως) καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ συνάναρχο μὲ τὰ δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς Θεότητος. Ἡ ἁγιότης εἶναι βασικὸ ἰδίωμα τῆς τριαδικῆς θεότητος, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγαθότητος τῆς ἄκτιστης θείας του ἐνέργειας, ἡ ὁποία εἶναι παναγία καὶ καθαρότατη, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε ρύπο ἠθικῆς ἀκαθαρσίας. Ὁ ἅγιος τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἀμερής. Δὲν χωρίζεται σὲ μέρη, ὅσα εἶναι οἱ τριαδικές του ὑποστάσεις. Αὐτὲς εἶναι θεοπρεπεῖς διακρίσεις στὴ θεότητα, στὶς ὁποῖες ὁ ἕνας Θεὸς διακρίνεται ἅμα καὶ συνάπτεται (διακρίνεται διὰ τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καὶ συνάπτεται διὰ τῆς ἀλληλενοικήσεως καὶ ἐμπεριχωρήσεως τῶν προσώπων). Εἶναι, τέλος, ὁ ποιητὴς τῶν πάντων καὶ φιλάνθρωπος Κύριος.

Δόξα καὶ νῦν. Θεοτοκίον, ὅμοιον.

«Θαῦμα μέγιστον, πῶς συνεσχέσθη, ὁ ἀχώρητος
ἐν τῇ γαστρί σου, καὶ ἐσαρκώθη καὶ ἐφάνη
ὡς ἄνθρωπος, μὴ ὑπομείνας φυρμὸν ἢ διαίρεσιν,
τῆς θεϊκῆς καὶ ἀτρέπτου θεότητος, Κόρη πάναγνε·
διὸ Θεοτόκον σὲ πιστῶς, κηρύττομεν ἀεὶ καὶ δοξάζομεν».
Πραγματικὰ εἶναι μέγιστο θαῦμα, πῶς ὁ ἀχώρητος
Θεὸς χώρεσε στὴ μήτρα σου, Κόρη πάναγνη, καὶ ἔλαβε
σάρκα καὶ φάνηκε σὰν ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ
ἀνάμιξη ἢ διαίρεση ἡ θεϊκὴ καὶ ἄτρεπτή του θεότητα.
Διὰ τοῦτο κι ἐμεῖς σὲ ὁμολογοῦμε σὰν ἀληθινὴ Θεοτόκο
καὶ μὲ πίστη σὲ δοξάζουμε.
Ἀπὸ τὸ τριαδικὸ δόγμα ὁ ποιητὴς μεταπίπτει στὸ χριστολογικό. Βλέπει θαύματα στὴν Παρθένο καὶ ἐξίσταται. Ἀπορεῖ πῶς ὁ ἀκατάσχετος καὶ ἀχώρητος Θεός, στὴ φύση τοῦ ὁποίου χωροῦν τὰ σύμπαντα, εἶναι δυνατὸ νὰ χωρέσει καὶ νὰ κρατηθεῖ σὲ μιὰ μικρὴ γυναικεία μήτρα. Δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει πῶς ὁ ἄπειρος Θεός, ὁ πλάστης τοῦ σύμπαντος καὶ ποιητὴς τῶν αἰώνων, ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε τὴ κτιστὴ φύση τοῦ πλάσματος, χωρὶς ἡ ἄτρεπτή του θεότητα νὰ ὑποστεῖ φυρμὸ ἢ διαίρεση στὴν ἕνωσή της μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Δὲν ὑπέστη φυρμό, γιατὶ δὲν ὑπέστη σύγχυση μὲ αὐτὸ ποὺ προσέλαβε. Ἡ ὁλοκληρία τῆς θεότητός του παρέμεινε ἀνέπαφη. Οὔτε δὲ καὶ διαίρεση ὑπέστη, γιατὶ ἡ Θεότητα τοῦ Λόγου δὲν ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὴ θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων. Ἡ σάρκωση ἦταν ἀνεκφοίτητη. Ὁ Λόγος παρέμεινε Λόγος, τὸ ἀξίωμά του στὴν ἁγία Τριάδα διατηρήθηκε ἀλώβητο καὶ μετὰ τὴν πρόσληψη τοῦ ἀνθρωπίνου φυράματος. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δοξάζει τὴν πάναγνη Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι πραγματικὴ Θεοτόκος, γεννήσασα σαρκὶ τὸν ἕνα τῆς Τριάδος, καὶ ὡς Θεοτόκος δοξάζεται ἀπὸ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων.

ᾨδὴ ζ´.

«Ναόν με δεῖξον τῆς σῆς, Θεότητος Δέσποτα,
τῆς τριλαμποῦς ὅλον φωτεινόν, ἁμαρτητικῆς
ἀμαυρώσεως δεινῆς, καὶ παθῶν ἀνώτερον,
ταῖς φωτουργαῖς σου λάμψεσιν, ὁ Θεὸς ὁ τῶν
Πατέρων ἡμῶν».
Δεῖξε με ναὸ φωτεινότατο τῆς τριλαμποῦς
σου θεότητος Δέσποτα, ἀνώτερο τῆς δεινῆς
ἀμαυρώσεως τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν,
διὰ τῶν φωτουργῶν σου λάμψεων, ὁ Θεὸς τῶν
πατέρων μας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ99. Σ᾿ αὐτὸν κατοικεῖ μὲ τὴ χάρη του τὸ ἅγιο Πνεῦμα97. Εἶναι δὲ ναὸς φωτεινὸς καὶ ὁλοκάθαρος, ἀστράφτοντας τὴν τριλαμπῆ δόξα τῆς θεότητος. Ὅμως γιὰ νὰ γίνει αὐτό, ὁ ἀνθρώπινος ναὸς πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ μελάνωση τῆς φθορᾶς καὶ τὴν ἀμαύρωση τῶν παθῶν, τὰ ὁποῖα τὸν καθιστοῦν σκοτισμένο καὶ ἀκάθαρτο. Τὸ πρᾶγμα φυσικὰ δὲν εἶναι εὔκολο. Ἀπαιτεῖται κάθαρση σκληρὴ καὶ σύντονη, κάθαρση καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀπὸ μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ τὴν πετύχει. Χρειάζεται ἀπαραίτητα τὴν ἐπικουρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀνάγκη τῆς θεουργικῆς θείας λάμψεως, τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ νικήσει τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς φύσεώς του καὶ νὰ γίνει ἄξιο κατοικητήριο τῆς φωταύγειας τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει στὸ Νυμφῶνα τῆς θείας βασιλείας97.
«Θεότητος τὴν μορφήν, μίαν καταγγέλλομεν,
ἐν τρισὶν ὑποστατικαῖς, καὶ διαιρεταῖς ἰδιότησι,
Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, Εὐλογητὸς εἶ
κράζοντες, ὁ Θεὸς ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Μίαν ὁμολογοῦμε τὴ φύση τῆς θεότητος σὲ
τρεῖς ὑποστατικὲς καὶ διαιρετὲς ἰδιότητες,
τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος,
κράζοντας· εὐλογητὸς εἶσαι ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων μας.
Πολὺ συνοπτικὰ διατυπώνεται στὴν ᾠδὴ αὐτὴ ὁ πυρήνας τοῦ τριαδικοῦ δόγματος. Ἡ μορφὴ (= ἡ φύση) τῆς θεότητος εἶναι μία. Δὲν εἶναι ὅμως ξηρὴ καὶ ἄγονη θεότητα, διακρινόμενη γιὰ τὴν πολυμορφία της. Σ᾿ αὐτὴν ὑπάρχουν τρεῖς διαιρετὲς ἰδιότητες, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ποὺ εἶναι διαιρετές. Διαιροῦνται δηλαδὴ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, ποὺ εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη, ἀλλὰ κατὰ τὰ ὑποστατικά, ποὺ εἶναι αὐστηρῶς προσωπικὰ καὶ διακρίνονται ἀλλήλων. Ἄλλο ὁ Πατὴρ κατὰ τὴν ὑποστατική του ἰδιότητα καὶ ἄλλο ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Οἱ διακρίσεις αὐτὲς εἶναι σταθερὲς καὶ ἀκοινώνητες, παρὰ τὸ ὅτι στὴν οὐσία τους τὰ πρόσωπα εἶναι ἀπολύτως ἴδια καὶ ἀπαράλλακτα.
«Ἐφάνη τῷ Ἀβραάμ, Θεὸς τρισυπόστατος,
ἐν τῇ δριῒ πάλαι τῇ Μαμβρῇ, τῆς φιλοξενίας
μισθόν, τὸν Ἰσαὰκ ἀντιδιὺς δι᾿ ἔλεον· ὅνπερ
καὶ νῦν δοξάζομεν, ὡς Θεὸν τῶν Πατέρων ἡμῶν».
Παλαιὰ φάνηκε στὸν Ἀβραὰμ ὁ τρισυπόστατος Θεὸς
κοντὰ στὴ Δρῦ τοῦ Μαμβρῆ, ἀντιδώσας σ᾿ αὐτὸν
(τὸν Ἀβραὰμ) ἀπὸ εὐσπλαγχνία τὸν Ἰσαάκ,
σὰν μισθὸ τῆς φιλοξενίας του. Αὐτὸν καὶ δοξάζουμε,
ὡς Θεὸ τῶν πατέρων μας.
Καὶ πάλιν ἡ γνωστὴ προτύπωση τοῦ δόγματος τῆς παναγίας Τριάδος.

Θεοτοκίον.

«Ἐφάνη ἐπὶ τῆς γῆς, γενόμενος ἄνθρωπος, ὁ
Παντουργὸς ἀγαθοπρεπῶς, ἐκ παρθενικῆς
καὶ ἀχράντου σου γαστρός, καὶ ἡμᾶς ἐθέωσεν,
εὐλογημένη πάναγνε, Θεοτόκε πανάχραντε».
Ἐφάνηκε στὴ γῆ, γενόμενος ἄνθρωπος, ἀγαθοπρεπῶς
ὁ ποιητὴς τῶν ἁπάντων, ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ
καθαρότατη μήτρα σου, καὶ ἐθέωσε τὴ φύση μας,
εὐλογημένη πάναγνη, Θεοτόκε πανάχραντη.
Ὁ ὑμνωδὸς δὲν φείδεται ἐπιθέτων γιὰ νὰ ὑμνήσει ἐπάξια τὸ θαῦμα τῆς Παρθένου. Τὴν ἀποκαλεῖ εὐλογημένη, πάναγνη, πανάχραντη. Αὐτὰ εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ τόσα πολλὰ ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴ «λατρεία» της στὸ πρόσωπο τῆς Πανάγνου, τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο, τὸ ὁποῖο συνέχει ἀσφυκτικὰ τὴν ψυχή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ λατρεία της. Χωρὶς τὴ Θεοτόκο δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ γινόταν ἄνθρωπος ὁ Θεός. Χωρὶς τὴ Μητέρα ὁ Υἱὸς θὰ ἦταν ἀνύπαρκτος. Χωρὶς πατέρα βέβαια τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε χωρὶς τὴ σύμπραξη ἀνδρός. Ἦταν «ἀπίτωρ ἐκ μητρός». Τὴ θέση τοῦ πατέρα στὴ σύλληψή του ἀνεπλήρωσε ἡ δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος.
Ἡ ἐπὶ γῆς ἐνανθρώπηση τοῦ ποιητῆ τῆς κτίσεως ἀπὸ γαστέρα παρθενικὴ καὶ ἄχραντη, ὄντας τὸ σημεῖο καινοποιήσεως τῶν πάντων στὴ νέα οἰκονομία τῆς θείας ἐνέργειας, εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴ θέωση τῆς προσληφθείσης φύσεως καὶ δι᾿ αὐτῆς τὴ θέωση τῆς φύσεως ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἄσχετα ἂν ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικὰ τὴ θέωσή του, πρέπει νὰ δουλέψει σκληρὰ κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεώς του.

ᾨδὴ η´.

«Ἀνάρχου Πατρὸς ὡς ἐκ ρίζης, Λόγος καὶ τὸ
Πνεῦμα συνανάρχως πεφυκότες, ὡς βλαστοὶ τῆς
ὑπερουσίου Θεαρχίας, ἔδειξαν τῆς Τριάδος, δόξαν
μίαν τε καὶ δύναμιν· ἣν ὑμνοῦμεν πάντες,
πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».
Ἀπὸ Πατέρα ἄναρχο, σὰν ἀπὸ ρίζα, συνανάρχως
ὑπάρχοντες ὡς βλαστὸς τῆς ὑπερουσίου Θεαρχίας
ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα, ἔδειξαν μία δόξα καὶ μία
δύναμη τῆς ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴν ὑμνοῦμεν ὅλοι
οἱ πιστοὶ εἰς τοὺς αἰῶνες.
Τὴν γνωστὴν εἰκόνα τῶν βλαστῶν ποὺ φύονται ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ δέντρου χρησιμοποιεῖ κι ἐδῶ ὁ ποιητής, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν προέλευση τῶν ὑποστάσεων τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Οἱ ὑποστατικοὶ αὐτοὶ βλαστοὶ δὲν κατέλυσαν τὴν ἑνότητα τῆς θείας φύσεως, δείξαντες τὴ μία δόξα καὶ τὴ μία δύναμη τῆς τριαδικῆς θεότητος, δηλαδὴ τὴ μία ἐνέργεια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὴν ἀνυμνοῦν ὅλοι οἱ πιστοὶ διηνεκῶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
«Ρυθμίζεις ταῖς σαῖς φρυκτωρίαις, τάξεις οὐ-
ρανίους ἀναμέλπειν ἀσιγήτως, τρισαγίοις
ἄσμασι θείοις, Πάτερ Λόγε σύμμορφε, καὶ τὸ
Πνεῦμα τρίφωτον, κράτος ἰσόρροπον· ὅθεν
σε ὑμνοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ρυθμίζεις μὲ τὴν ἀκοίμητη ἐπιστασία τῆς λαμπρότητὸς σου
τὶς οὐράνιες τάξεις ὥστε νὰ ψέλνουν ἀσιγήτως, μὲ τρισάγια
θεῖα ἄσματα, Πάτερ, Λόγε σύμμορφε καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,
τὸ ἰσόρροπο καὶ τρίφωτο κράτος τῆς δόξας σου.
Διὰ τοῦτο σὲ ὑμνοῦμε σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Θεοτοκίον.

«Χρησμοὶ Προφητῶν τὸν σὸν Τόκον, πόρρωθεν
ἰδόντες, Θεοτόκε ἀνευφήμουν, ὡς ἀσπόρως καὶ
ὑπερφυῶς, γεννηθέντα Δέσποινα, καὶ συμφώνως
τοῦτον ὑμνοῦμεν, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Χρησμοὶ Προφητῶν Θεοτόκε, ποὺ εἶδαν ἀπὸ μακριὰ
τὸν Τόκο σου, ἀνευφημοῦσαν, ὅτι γεννήθηκε
χωρὶς σπορὰ (ἀνδρικὴ) καὶ ὑπερφυῶς (πέρα ἀπὸ τὴν
τάξη τῆς φύσεως). Καὶ ἐμεῖς μὲ μιὰ φωνὴ
ὑμνοῦμεν αὐτὸν σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Καὶ ἡ παλαιὰ προφητεία ὑπηρέτησε, μὲ τὸ δικό της τρόπο, τὸ θεῖο χριστολογικὸ μυστήριο. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐφώτισε τοὺς Προφῆτες τῆς παλαιᾶς οἰκονομίας νὰ δοῦν καὶ νὰ προφητεύσουν πολλὰ πράγματα ἀπὸ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ γίνει ἄνθρωπος διὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὰ βέβαια ποὺ εἶδαν, τὰ εἶδαν πόρρωθεν, ἀπὸ μακριά, καὶ ὅσο μποροῦσε νὰ τὸ δεχτεῖ ἡ φύση τους. Καὶ προφήτεψαν συνεσκιασμένα, μὲ εἰκόνες καὶ αἰνίγματα. Προεῖδαν τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς Παρθένου, ὅτι θὰ γινόταν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φύσεως, χωρὶς συνέργεια ἀνδρική. Τὰ ὁράματα αὐτὰ ἐξέπλησσαν τὴν ἅγια φύση τους καὶ τοὺς κινοῦσαν σὲ ἀνύμνηση τοῦ θαύματος τοῦ Θεοῦ, κέντρο τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ πρόσωπο τῆς περίσεμνης Κόρης τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Μαξὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀνυμνοῦμεν μὲ ἕνα στόμα καὶ μὲ μιὰ φωνὴ τὰ ἄπειρα μεγαλεῖα τοῦ τόκου τῆς Παρθένου καὶ τὰ θαυμάσια τῆς ἄπειρης θείας μεγαλωσύνης του.

ᾨδὴ θ´.

«Ἰδεῖν τὴν δόξαν τὴν τρισσολαμπῆ, αἱ θεοειδεῖς
τῶν Ἀσωμάτων τάξεις, σαφῶς ἀνιέναι πτέρυξιν,
ἀφίενται ἄνω, ἀλλ᾿ εὐλαβοῦνται σφόδρα, τὸ ἀ-
πρόσιτον φῶς, καὶ ὕμνον ἀπαύστως ἐκβοῶσι·
τούτοις συμφώνως, μοναδικὴ Τριὰς σὲ δοξάζομεν».
Γιὰ νὰ δοῦν σαφῶς τὴν τρισσολαμπῆ δόξα (τοῦ
Θεοῦ) οἱ θεοειδεῖς τάξεις τῶν Ἀσωμάτων (δυνά-
μεων) ἀφήνονται ν᾿ ἀνέβουν πρὸς τὰ ἄνω μὲ τὶς
πτέρυγές τους· ὅμως εὐλαβούμενες πολὺ τὸ ἀπρόσιτο
θεῖο φῶς, ξεσποῦν σὲ ἄπαυστο ὕμνο.
Μαζὶ μὲ αὐτοὺς σὲ δοξάζουμε μὲ ἕνα στόμα
κι ἐμεῖς Τριάδα μοναδική.
Σὲ μιὰ ὡραία στιγμὴ τῆς ἐπουράνιας ἀγγελικῆς ζωῆς ἀνάγεται ὁ ἐμπευσμένος ποιητὴς στὴν ᾠδὴ αὐτή. Στηριζόμενος στὸ ὅραμα τοῦ Ἡσαΐα, ρίχνει τὸ βλέμμα του στὶς οὐράνιες τάξεις τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων, τὶς ὁποῖες βλέπει νὰ ἐμπλέκονται σὲ ἕνα ἀνατατικὸ ἀγῶνα, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἔλθουν πλησιέστερα στὸ ἀπρόσιτο τριαδικὸ κάλλος. Παρ᾿ ὅλον ὅτι ἡ ἄϋλη φύση τους στίλβει τὴ μαρμαρυγὴ τῆς θεότητος, αὐτὲς θέλουν περισσότερο θεῖο φῶς, μεγαλύτερη ἀπόλαυση τῆς φωτεινῆς δόξας τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκόρεστες στὸν ἀνοδικὸ θεῖο ἔρωτα. Θέλουν νὰ δοῦν πλησιέστερα τὸ ἀμήχανο θεῖο κάλλος. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως εὐλαβοῦνται τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ποὺ εἶναι τὸ ἄϋλο ἀντικείμενο τοῦ ἐρωτικοῦ πόθου τους. Συνέρχονται γιὰ τὸ «προπετὲς» τόλμημα καὶ γεμᾶτες θαυμασμὸ α᾿ναφωνοῦν ὕμνο δοξολογικὸ στὸ ἄπειρο θεῖο μεγαλεῖο. Στὴ δοξολογικὴ αὐτὴ ἀνύμνηση τῆς μοναδικῆς Τριάδος (τοῦ ἑνὸς Θεοῦ) εἰσέρχονται μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ οἱ ἄνθρωποι.
«Ἀπλέτῳ πόθῳ καὶ οἱ ἐπὶ γῆς, νοερὰν ψυχὴν
ἐκ σοῦ λαβόντες, καὶ λογικήν, σὲ ὑμνοῦμεν
Δέσποτα, Θεὲ τῶν ἁπάντων, τὴν ἑνιαίαν φύ-
σιν ἀληθῶς, καὶ τριττὴν προσώποις, ἐξ ὅλης
τῆς καρδίας· διὸ Οἰκτίρμον, ὡς πολυέλεος
ἡμᾶς οἴκτειρον».
Μὲ ἄπλετο πόθο καὶ οἱ ἐπὶ γῆς (οἱ ἄνθρωποι),
λαβόντες νοερὴ καὶ λογικὴ ψυχὴ ἀπὸ σένα,
σὲ ὑμνοῦμε Δέσποτα, Θεὲ τῶν ὅλων, τὴν ἑνιαία
(μία) φύση ἀληθῶς καὶ τριαδικὴ στὰ πρόσωπα,
ἀπὸ ὅλη τὴν καρδιά μας. Διὰ τοῦτο οἰκτίρμων
Κύριε, σπλαγχνίσου μας ὡς πολυέλεος.
Ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ὅπου ἑνωτίζεται μυστικὰ τὸν ἄληκτο ἀγγελικὸ ὕμνο τῆς θεότητος, ὁ ὑμνογράφος ἐπιστρέφει στὴ γῆ, ὅπου βλέπει καὶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑμνοῦν ἀπαύστως τὸν Θεό, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν λιγότερες ἀφορμὲς ν᾿ ἀνάγωνται στὴ θεία ἀνύμνηση. Καὶ εἶναι μὲν ἡ πνευματικὴ φύση τῶν ἀγγέλων ἄϋλη καὶ νοερά· ὅμως καὶ στοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει ὁ σπινθήρας τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἄϋλο πνευματικὸ στοιχεῖο στὴ φύση τους, τὴ νοερὰ καὶ λογικὴ ψυχή, στὴν ὁποία εἰκονίζεται ὁ Θεός. Εἶναι «εἰκόνες» Θεοῦ καὶ τοῦτο τοὺς κάνει νὰ ἀνατείνουν πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ σύμμορφο. Ἀγαποῦν μὲ ἄπλετο πόθο τὸν πλασατουργό, τὴν «ἑνιαίαν φύσιν καὶ τρισσὴν προσώποις», τὴν ὁποίαν ἀπαύστως ἀνυμνοῦν. Δὲν ὑστεροῦν τῶν ἀγγέλων στὴ θεία ἀνύμνηση. Φυσικὰ ἡ ἀνύμνηση τῶν ἀνθρώπων εἶναι μικτή. Προέρχεται καὶ ἀπὸ τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ σῶμα. Τὸ τελευταῖο τοῦτο δὲν ἔχουν οἱ ἄγγελοι. Αὐτὸ ὅμως δὲν μειώνει τὴν ἀξία τῆς ἀνύμνησής τους. Τὸ ὑλικό τους σῶμα δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητο οὔτε τὰ πήλινά τους χείλη ἀνάξια. Τὸ σῶμα τὸ δικό τους δὲν πῆρε μήπως καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἄνθρωποι, ἀνυμνοῦντες τὸν Θεό, δὲν παύουν νὰ ζητοῦν τοὺς οἰκτειρμοὺς καὶ τὰ ἐλέη του.

Θεοτοκίον.

«Ναόν με δεῖξον τῆς μοναρχικῆς, καὶ τριφεγ-
γοῦς σου Θεαρχίας φωτοειδῆ, καθαρῶς λατρεύειν
σοι τῷ Κτίστῃ τῶν ὅλων, καὶ τῆς ἀφράστου
δόξης νοερὸν θεωρόν, πρεσβείαις τῆς μόνης
Θεοτόκου· ἣν ἐπαξίως, ὡς ὑπερένδοξον μεγαλύνομεν».
Ἀνάδειξέ με ναὸ φωτοειδῆ τῆς μοναρχικῆς τριφεγγοῦς
σου θεαρχίας, ὥστε καθαρῶς νὰ λατρεύω σὲ τὸν
κτίστη τῶν ἁπάντων καὶ νὰ εἶμαι θεωρὸς νοερὸς
τῆς ἄφραστης δόξας σου, διὰ τῶν πρεσβειῶν
τῆς μόνης Θεοτόκου· τὴν ὁποίαν ἐπαξίως,
ὡς ὑπερένδοξο, μεγαλύνουμε.
Ὁ ἄνθρωπος τότε μόνο ἐπιτελεῖ τὸ χρέος του πρὸς τὴ θεία ἀνύμνηση, ὅταν ἀνυμνεῖ καὶ λατρεύει τὸν Θεὸ «καθαρῶς» δηλαδὴ στὸ μέτρο ποὺ ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτὴ πνευματικὴ καὶ καθαρή. «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», εἶπε ὁ Κύριος98. Τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὴ βλέπει ὁ ὑμνωδὸς διάχυτη ἀπὸ τὴ φωτοειδῆ δόξα τῆς Τριάδος. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει μὲ τὴ χάρη του νὰ γίνει ναὸς φωτοειδής, στὸν ὁποῖο νὰ ἐνοικεῖ ἡ μοναρχικὴ καὶ τριφεγγὴς θεαρχία (ὁ ἕνας καὶ τριαδικὸς Θεὸς). Ζητᾶ περαιτέρω νὰ γίνει νοερὸς θεωρὸς τῆς ἄφραστης δόξας τῆς θεότητος. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτὸ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ (ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου) πρέπει νὰ εἶναι καθαρός, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ μόχθο πολὺ ἀπὸ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι πρᾶγμα εὔκολο. Ἡ φύση πρέπει νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχή. Ἡ καθαρμένη ἀπὸ τὰ πάθη φύση εἶναι πραγματικὰ ναὸς καθαρὸς τῆς τριφεγγοῦς θεαρχίας καὶ μπορεῖ νὰ γίνει, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκστατικῆς νοερᾶς προσευχῆς, θεωρὸς τῆς μακαρίας δόξας τῆς Τριάδος. Ἡ ἀνάκραση μὲ τὴ δόξα αὐτὴ εἶναι τὸ ἔσχατο τέλος τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου