Το κίνητρο για όλα αυτά τα
νεωτεριστικά είναι να ηθικοποιηθεί, υποτίθεται, περισσότερο ο σύγχρονος
κόσμος. «Όπως τα Τρία Άγια Πρόσωπα ‘‘κενώνονται’’ το ένα για το άλλο,
έτσι κενώθηκε και ο Χριστός, μιμούμενος το τριαδολογικό ‘‘πρότυπο’’, και
κατόπιν έτσι πρέπει να κενωνόμαστε και εμείς ο ένας για τον άλλον»,
λένε μερικοί, καταλήγοντας από την Τριαδολογία στην ανθρώπινη ηθική.
Κατόπιν, προβαίνουν και σε πολλές άλλες αναλύσεις, μη διαχωρίζοντας και
διακρίνοντας Θεολογία και ανθρωπολογία. Με άλλα λόγια, ισχυρίζονται ότι,
κατά κάποιο τρόπο, δεν μας αρκεί να μένουμε στο μυστήριο του Σταυρού
του Χριστού (μας φαίνεται «λίγο», το «έχουμε συνηθίσει» ) και ψάχνουμε
να το θεμελιώσουμε περαιτέρω, ως αντανάκλαση των ενδοτριαδικών σχέσεων,
μεταβαλλόντας την Οικονομία σε απλή «απορροή» της Θεολογίας. Ο Ακινάτης
σημειωτέον πίστευε ότι ο Θεός είναι κατ’ ανάγκην Δημιουργός, γιατί δεν
υπάρχει τίποτε ενδεχομενικό στο Θεό. Από αυτό εκκινώντας έφτασε στο
συμπέρασμα ότι ο κόσμος υπάρχει κατ’ ανάγκην- γίνεται και το δημιουργείν
ένας «θεσμός» εντός της Θεότητας, όχι αληθινά ελεύθερο έργο του Θεού (ο
κόσμος, όμως, κατά τους Πατέρες, όπως λέγει ο π. Φλορόφσκι ρητά στα
πατρολογικά του έργα, θα μπορούσε και να μην υπάρχει).
Αλλά ο Σταυρός του Χριστού είναι
ανερμήνευτος, είναι για μας το έσχατο. Δεν χρειάζεται καμία περαιτέρω
«θεμελίωση», που να αποδείξει στον σύγχρονο άνθρωπο ότι ιδού, έτσι είναι
τα πράγματα, και η Τριαδολογία αποδεικνύει ότι ο Σταυρός είναι ένα
«αντίγραφο» των ενδοτριαδικών σχέσεων. Αρκεί αντιθέτως να πούμε ότι «ο
Θεός είναι αγάπη, και γι’ αυτό σταυρώθηκε για μας». Η οπτική μερικών
τριαδολογούντων ισοδυναμεί με το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει ένας
μεγάλος Σταυρός, αυτός της ενδοτριαδικότητας, και ένας μικρότερος, αυτός
του Χριστού, που αποτελεί αντανάκλαση του πρώτου (και αυτό γιατί ο
Χριστός είναι ένα μόνο από τα Πρόσωπα της Θεότητας, και όχι και τα Τρία
μαζί). Αλλά η ενανθρώπηση συνιστά την σπουδαιότερη θεία ενέργεια, και ως
ενέργεια απολύτως ελεύθερη (δεν αποτελεί αυτή η τελευταία καθόλου
«απορροή» της Θείας φύσης, με πλατωνική έννοια, και άλλη είναι η σημασία
του πατερικού όρου «πρόοδος» της Ουσίας), συνεπάγεται ότι ο Θεός θα
μπορούσε πράγματι και να μην είχε ενσαρκωθεί. Δεν είναι η Ενσάρκωση
υποχρεωτική για τον Υιό. Αντιθέτως, ο Υιός θέλησε και έγινε άνθρωπος, τη
ευδοκία βέβαια του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η
περίεργη «θεσμοποίηση» της άκτιστης θείας ενέργειας, η μεταβολή της σε
«απορροή» της Θείας ουσίας, ο μετασχηματισμός της σε μια υποβαθμισμένη
αντανάκλαση της Θείας Ουσίας στα της δημιουργίας, συνιστά παρανόηση. Και
αυτό γιατί, αν και όχι Ουσία, η Ενέργεια του Θεού φέρει εντός της τον
όλο Θεό. Όλα αυτά συνιστούν μάλλον μια ανεπίγνωστη επίδραση από τον
Παπισμό. Ούτε το ενεργείν στο Θεό, παρόλο που θεμελιώνεται στη Θεία φύση
(ο Θεός ειναι φύσει αγάπη, αλήθεια κλπ), απαιτεί μια ειδικότερη
θεμελίωση και επεξήγηση, καθότι είναι ελεύθερη «πρόοδος» της θείας φύσης
προς τα έξω (η θεία ενέργεια, σύμφωνα με όλους τους Πατέρες, είναι «της
Ουσίας» γι’ αυτό και ειναι κάτι κοινό και στα Τρία Αγία Πρόσωπα της
Θεότητες). Μεταξύ ακτίστου εξάλλου και κτιστού δεν υφίσταται πλήρης
οντολογική αντιστοιχία, για να κάνουμε τέτοιες ακροβασίες στα της
Θεολογίας. Το αντίθετο.
Ρώτησα λοιπόν τον Γέροντα για όλα αυτά. Ο
πατήρ μου είπε ότι «είτε είναι έτσι είτε δεν είναι δεν μας αφορά. Το
παν είναι η ταπείνωση». Και αυτό θεωρώ -ας μου συγχωρεθεί άλλη μια φορά η
τόλμη- ως αποκάλυψη στην Εκκλησία, γιατί δείχνει τη μεγάλη σημασία της
ταπεινώσεως, που περιφρουρεί ακόμη και το δόγμα από τη λογική,
διανοητική περιέργεια και αδηφαγία. Εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα,
που ταλανίζει ιδίως τη δυτική θεολογία (αυτά όλα φτάνουν σε εμάς ευτυχώς
ως απηχήματα). Ποτέ μέχρι τώρα δεν υπήρχε τέτοια έρευνα των
ενδοτριαδικών σχέσεων στη Θεολογία όσο σήμερα, στον αιώνα της
εκκοσμίκευσης, της αθεΐας, της αδιαφορίας για τον Χριστό. Ο αιώνας της
αθεΐας θέλει να εισχωρήσει στα εσωτερικά της Τριάδος! Άραγε από
ευλάβεια; Η αλαζονεία της Δύσης την οδήγησε στη μωρία της. Και έτσι, το
ένα σύγγραμμα περί Τριάδος διαδέχεται το άλλο, με καταιγιστικό ρυθμό. Οι
δυτικοί θεολόγοι τριαδολογούν κυριολεκτικά ασύστολα, δίχως δηλαδή
«συστολή», όσο πιο πολύ μάλιστα στην ουσία αθεΐζουν. Δεν αποδέχονται
σχεδόν πια ως αληθινή ηθική κατηγορία την «ταπείνωση»: δεν πιστεύουν ότι
υπάρχει. Την θεωρούν εμπόδιο στην έρευνα. Γι’ αυτό και λένε τόσο πολλά
για την Αγία Τριάδα και τις «ενδοτριαδικές» σχέσεις, τίποτε όμως για τον
Σταυρό, που τον υποβιβάζουν σε απλή αντανάκλαση της Ουσίας- αλλά οι
θείες ενέργειες, όπως είπαμε, δεν είναι αντανάκλαση, με την έννοια της
νεοπλατωνικής «απορροής» μήτε της Ουσίας, αλλά παντελώς ελεύθερες. Ο
αγωγός για να καταλάβουμε την Αγία Τριάδα είναι ο Σταυρός, όχι το
αντίθετο. Δεν μπορούμε να σκεφθούμε ως εξής: «ας πάμε λίγο πιο βαθιά από
τον Σταυρό του Χριστού, να δούμε τι κρύβεται παραπέρα». Ή «ας κάνουμε
για λίγο τον Σταυρό στην άκρη, που μας βάζει πολλά και δύσκολα, να
αγγίξουμε κατευθείαν τις ενδοτριαδικές σχέσεις».
Εγκαταλείπουμε έτσι το Σταυρό του Κυρίου
μας για να βρούμε τάχα τις ρίζες Του και παύει πια αυτός να είναι το
καύχημά μας. Η δόξα μας. Δεν υπάρχουν όμως για μας τους ορθοδόξους
τέτοιες ρίζες, καθότι εκκινάμε μόνο από τον Γολγοθά. Εκτός του κεντρικού
μυστηρίου του θείου Πάθους, δεν υπάρχει καθόλου «ελεύθερος στοχασμός»
και «ανεξάρτητη σκέψη». Οποιαδήποτε σκέψη εκκινεί κατευθείαν προς την
Θεότητα, παρακάμπτοντας τον φριχτό Γολγοθά, δεν είναι ταπεινή. Πρόκειται
για την μωρία της εκκοσμίκευσης (αυτή η Τριαδολογική περιέργεια, επειδή
κάποιοι σπουδαίοι θεολόγοι στις αρχές του εικοστού αιώνα, έζησαν στη
Δύση, ενέπλεξε, μάλλον καλοπροαίρετα, και κάποιους ορθοδόξους θεολόγους,
πρωτίστως τον π. Μπουλγκάκωφ. Αλλά και πάλι, οι λίγο μεταγενέστεροι, π.
Γ. Φλορόφσκι κ.λπ., έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου