ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρωτοπρ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ
[Ο επιθυμών να εμβαθύνη εις την δογματικήν θεολογίαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, οφείλει να δώση πολλήν προσοχήν εις τα περί πνευματικής ζωής και τελειότητος γραφόμενα των αγίων Πατέρων και να καταλάβη ότι, όπως υπάρχουν στάδια πνευματικότητος, ούτως, υπάρχουν ανάλογα στάδια κατανοήσεως των δογμάτων και μεθέξεως των μυστηρίων της πίστεως.
Ο ακολουθών στοχαστικήν και διαλεκτικήν μέθοδον κατανοήσεως των δογμάτων της Εκκλησίας δεν θα καταλάβη ποτέ την αλήθειαν. Ο ακολουθών μέθοδον πνευματικήν υπό την καθοδήγησιν πνευματικού πατρός της παραδόσεως των θεουμένων, αλλά με πνεύμα υποτακτικόν και ταπεινοφροσύνης, θα μάθη πολλά.] -π. Ιωάννης Ρωμανίδης
Το κριτήριον της θεολογικής μεθόδου.
α) Εξ επόψεως των Πατέρων.
Καθίσταται
από τα μέχρι τούδε αναπτυχθέντα δήλον, ότι είναι αδύνατον εις τον
άνθρωπον να χρησιμοποιήση μέθοδον στοχαστικήν και διαλεκτικήν προς τον
σκοπόν όπως αποκτήση λογικήν τινα κατανόησιν της περί Θεού διδασκαλίας
των προφητών και των αποστόλων επί τη βάσει των δεδομένων της φυσικής
πείρας και γνώσεως των ανθρώπων.
Αφού λοιπόν αποκλείεται ο στοχαστικός και διαλεκτικός τρόπος του θεολογείν και προτάσσεται η επί της πείρας των προφητών και των αποστόλων βασιζομένη θεολογία, εγείρεται αυτομάτως το όλον πρόβλημα του κριτηρίου της πείρας ταύτης και της επ’ αυτής βασιζομένης δογματικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εφιστώμεν την προσοχήν του αναγνώστου εις το γεγονός ότι ο συσχετισμός μεταξύ θεολογίας και εμπειρίας υπάρχει και εις αρχαία καταδικασθέντα υπό των Πατέρων αιρετικά και φιλοσοφικά συστήματα και εις θρησκεύματα εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και εις μοναχικάς και ευσεβιστικάς εκδηλώσεις της φραγκολατινικής παραδόσεως. Μάλιστα εις ωρισμένα από αυτά τα θρησκευτικο-φιλοσοφικά φαινόμενα υπάρχουν είδη θεολογίας δυνάμενα να χαρακτηρισθούν ως αποφατικά.
Η βασική διάκρισις μεταξύ ορθοδόξου και μη ορθοδόξου εμπειρίας της θεοφανείας είναι ότι
1) η μεν είναι της χάριτος του Θεού.
2) η άλλη της κτιστής φύσεως του ανθρώπου τη ενεργεία των δαιμόνων.
Η διάκρισις αυτή συμπεριλαμβάνει την διάκρισιν μεταξύ:
1) φανερώσεως της ακτίστου δόξης του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω δια του ασάρκου Λόγου προ της ενσαρκώσεως και του σαρκωθέντος Λόγου και 2) της δια φυσικής εκστάσεως απουσίας του ακτίστου και αναστολής των ενεργειών του σώματος και της ψυχής ή της φανερώσεως παραισθησιακών οραμάτων συνοδευομένων ουχί υπό ανειδέου και ασχηματίστου υπερβαίνοντος το φως φωτός αλλά υπό παρυφισταμένου φωτός έχοντος σχήμα και είδος.
Ενώ ο θεούμενος πυρακτούται ολόκληρος τη θεία χάριτι και γενόμενος ο ίδιος κατά χάριν Θεός γίνεται φως τοις άλλοις λάμπον τη όψει και τη ανιδιοτελεί αγάπη,
ο κατά τρόπον φυσικόν εκστάς παραμένει φίλαυτος άνευ των φανερών τοις Ορθοδόξοις χαρισμάτων της θεώσεως των εκδηλουμένων δια της ψυχής αλλά και δια του σώματος.
Ο κατ’ εξοχήν ορθόδοξος θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού δια της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τας ενεργείας του Θεού μέσω των προφητών, αποστόλων και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, και των αποφάσεων και των πρακτικών των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφως να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων.
Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων. Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα.
Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται.
Η θεολογία δεν είναι μία αφηρημένη ή πρακτική επιστήμη, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και την ιατρικήν· η μεν ασχολείται με την άμυναν και την επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.
Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τας μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους.
Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας, και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή. Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφως ότι αι βαθμίδες τελειώσεως κατά τους Πατέρες δεν αφορούν εις πνευματικότητά τινα διακρινομένην από την θεολογίαν και τον θεολόγον.
Τούτο ισχύει όχι μόνον εξ επόψεως της βασιζομένης επί της αποκαλύψεως διδασκαλίας των προφητών και των αποστόλων, αλλά και εξ επόψεως του αγώνος κατά των εμποδίων προς την τελειότητα. Επομένως τα γενικώς εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παραδόσει ισχύοντα περί βαθμίδων τελειώσεως έχουν ουσιαστικήν και αδιάσπαστον σχέσιν με την κατανόησιν της περί των δογμάτων διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως.
Ούτως έχομεν τα στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θέας της δόξης του Χριστού.
Είναι σαφές ότι τα στάδια ταύτα επέρασαν προτύπως οι απόστολοι έχοντες πνευματικόν Πατέρα τον σαρκωθέντα Λόγον, Όστις δια της εκδιώξεως των δαιμόνων (κάθαρσις) εμύησε τους αποστόλους εις το γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού (φωτισμός) και εν συνεχεία τους τρεις αποστόλους εις το ιδείν την βασιλείαν του Θεού κατά την Μεταμόρφωσιν, και όλους τους αποστόλους, εις την υψίστην δυνατήν μέθεξιν της δυνάμεως του Πνεύματος εντεύθεν του τάφου κατά την Πεντηκοστήν.
Ούτως εν τη πράξει της Εκκλησίας υπήρχε πάντοτε:
1) η προ του βαπτίσματος κατήχησις περί των ενεργειών του Θεού και των δαιμόνων και του αγώνος υπέρ μεθέξεως των μεν και αποκρούσεως των δε και η εν συνεχεία κάθαρσις εν τω βαπτίσματι.
2) Η λήψις εν τω βαπτίσματι και τω χρίσματι του φωτισμού δια της σφραγίδος και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
3) της οδηγήσεως των προκρίτων εις την θέωσιν και την μετά του Θεού φιλίαν. Σημειωτέον ότι εις την ελληνόφωνον και λατινόφωνον ορθόδοξον ρωμαϊκήν παράδοσιν τα στάδια ταύτα της τελειώσεως ουδέποτε εξελήφθησαν ως στάδια οδηγούντα εις φιλοσοφικήν τινά δια του λόγου εμβάθυνσιν εις τα δόγματα της πίστεως και εις την ούτω μετατροπήν της πίστεως των απλουστέρων εις γνώσιν διανοουμένων και μεγάλων εγκεφαλικών ανδρών και σπουδαίων κατά κόσμον φιλοσόφων.
Η μετατροπή του σταδίου του φωτισμού εις το της θεώσεως, όπως είδαμεν, είναι ουχί κατά τα κριτήρια της φυσικής γνώσεως εμβάθυνσις αλλά η διάβασις από τα ρητά και τα νοήματα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων εις την γνώσιν και την νόησιν την υπερβαίνουσαν την φυσικήν γνώσιν και νόησιν· "τούτο τοίνιν ως μη γνώσιν, αλλ’ υπεροχικώς αγνωσίαν υπάρχον ..."
Αφού λοιπόν αποκλείεται ο στοχαστικός και διαλεκτικός τρόπος του θεολογείν και προτάσσεται η επί της πείρας των προφητών και των αποστόλων βασιζομένη θεολογία, εγείρεται αυτομάτως το όλον πρόβλημα του κριτηρίου της πείρας ταύτης και της επ’ αυτής βασιζομένης δογματικής θεολογίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εφιστώμεν την προσοχήν του αναγνώστου εις το γεγονός ότι ο συσχετισμός μεταξύ θεολογίας και εμπειρίας υπάρχει και εις αρχαία καταδικασθέντα υπό των Πατέρων αιρετικά και φιλοσοφικά συστήματα και εις θρησκεύματα εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και εις μοναχικάς και ευσεβιστικάς εκδηλώσεις της φραγκολατινικής παραδόσεως. Μάλιστα εις ωρισμένα από αυτά τα θρησκευτικο-φιλοσοφικά φαινόμενα υπάρχουν είδη θεολογίας δυνάμενα να χαρακτηρισθούν ως αποφατικά.
Η βασική διάκρισις μεταξύ ορθοδόξου και μη ορθοδόξου εμπειρίας της θεοφανείας είναι ότι
1) η μεν είναι της χάριτος του Θεού.
2) η άλλη της κτιστής φύσεως του ανθρώπου τη ενεργεία των δαιμόνων.
Η διάκρισις αυτή συμπεριλαμβάνει την διάκρισιν μεταξύ:
1) φανερώσεως της ακτίστου δόξης του Πατρός εν Πνεύματι Αγίω δια του ασάρκου Λόγου προ της ενσαρκώσεως και του σαρκωθέντος Λόγου και 2) της δια φυσικής εκστάσεως απουσίας του ακτίστου και αναστολής των ενεργειών του σώματος και της ψυχής ή της φανερώσεως παραισθησιακών οραμάτων συνοδευομένων ουχί υπό ανειδέου και ασχηματίστου υπερβαίνοντος το φως φωτός αλλά υπό παρυφισταμένου φωτός έχοντος σχήμα και είδος.
Ενώ ο θεούμενος πυρακτούται ολόκληρος τη θεία χάριτι και γενόμενος ο ίδιος κατά χάριν Θεός γίνεται φως τοις άλλοις λάμπον τη όψει και τη ανιδιοτελεί αγάπη,
ο κατά τρόπον φυσικόν εκστάς παραμένει φίλαυτος άνευ των φανερών τοις Ορθοδόξοις χαρισμάτων της θεώσεως των εκδηλουμένων δια της ψυχής αλλά και δια του σώματος.
Ο κατ’ εξοχήν ορθόδοξος θεολόγος είναι ο γνωρίζων αμέσως τινάς των ενεργειών του Θεού δια της ελλάμψεως ή περισσοτέρως αυτάς δια της θέας ή εμμέσως τας ενεργείας του Θεού μέσω των προφητών, αποστόλων και αγίων ή μέσω της Αγίας Γραφής, των συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων, και των αποφάσεων και των πρακτικών των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
Ο θεολόγος είναι εκείνος όστις δια της αμέσου ή εμμέσου γνώσεως ταύτης και θεωρίας γνωρίζει σαφως να διακρίνη μεταξύ των ενεργειών του Θεού και των ενεργειών των κτισμάτων και ιδίως των ενεργημάτων του διαβόλου και των δαιμόνων.
Άνευ του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων δεν δύναταί τις να δοκιμάση τα πνεύματα, ίνα ίδη αν είναι τι ενέργημα του Αγίου Πνεύματος ή του διαβόλου και των δαιμόνων. Επομένως ο θεολόγος και ο πνευματικός πατήρ είναι το ίδιον πράγμα.
Ο στοχαζόμενος και διαλεγόμενος εις αναζήτησιν νοησιαρχικής κατανοήσεως των δογμάτων της πίστεως κατά τα πρότυπα της φραγκολατινικής παραδόσεως ασφαλώς όχι μόνον πνευματικός πατήρ δεν είναι, αλλά ούτε κατά κυριολεξίαν θεολόγος δύναται να λέγεται.
Η θεολογία δεν είναι μία αφηρημένη ή πρακτική επιστήμη, ωσάν την λογικήν, μαθηματικήν, αστρονομίαν, ή χημείαν, αλλά τουναντίον έχει χαρακτήρα πολεμικόν ωσάν την στρατηγικήν και την ιατρικήν· η μεν ασχολείται με την άμυναν και την επίθεσιν έναντι των εχθρών δια της σωματικής και στρατηγικής τελειοποιήσεως εις την χρήσιν όπλων, οχυρωμάτων και αμυντικών και επιθετικών σχεδίων, η δε με την πολεμικήν εναντίον των ψυχικών και σωματικών ασθενειών δια της υγείας και των μέσων αποκαταστάσεως της υγείας.
Ο θεολόγος, όστις αγνοεί τας μεθοδείας του εχθρού και την κατά Χριστόν τελειότητα, αδυνατεί όχι μόνον να αγωνισθή ο ίδιος κατά του εχθρού υπέρ της τελειώσεώς του, αλλά ούτε είναι εις θέσιν να οδηγή και να θεραπεύη άλλους.
Είναι ωσάν να λέγεται ή και να γίνη στρατηγός ο ουδέποτε εκγυμνασθείς, ο ουδέποτε πολεμήσας, και ο ουδέποτε μελετήσας την πολεμικήν, αλλά ο προσέξας μόνον εις την ωραίαν και ένδοξον εμφάνισίν του με μεγαλειώδεις και λαμπράς στολάς εις δεξιώσεις και παραστάσεις. Είναι ωσάν να φέρεται ως χειρουργός ο χασάπης και να κατέχη την θέσιν ιατρού ο μη γνωρίζων ούτε τας αιτίας των ασθενειών, ούτε τους τρόπους θεραπείας αυτών, ούτε την κατάστασιν υγείας, εις την οποίαν πρέπει να επαναφέρη τον ασθενή. Εκ των ανωτέρω φαίνεται σαφως ότι αι βαθμίδες τελειώσεως κατά τους Πατέρες δεν αφορούν εις πνευματικότητά τινα διακρινομένην από την θεολογίαν και τον θεολόγον.
Τούτο ισχύει όχι μόνον εξ επόψεως της βασιζομένης επί της αποκαλύψεως διδασκαλίας των προφητών και των αποστόλων, αλλά και εξ επόψεως του αγώνος κατά των εμποδίων προς την τελειότητα. Επομένως τα γενικώς εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παραδόσει ισχύοντα περί βαθμίδων τελειώσεως έχουν ουσιαστικήν και αδιάσπαστον σχέσιν με την κατανόησιν της περί των δογμάτων διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως.
Ούτως έχομεν τα στάδια της καθάρσεως, του φωτισμού και της θέας της δόξης του Χριστού.
Είναι σαφές ότι τα στάδια ταύτα επέρασαν προτύπως οι απόστολοι έχοντες πνευματικόν Πατέρα τον σαρκωθέντα Λόγον, Όστις δια της εκδιώξεως των δαιμόνων (κάθαρσις) εμύησε τους αποστόλους εις το γνώναι τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού (φωτισμός) και εν συνεχεία τους τρεις αποστόλους εις το ιδείν την βασιλείαν του Θεού κατά την Μεταμόρφωσιν, και όλους τους αποστόλους, εις την υψίστην δυνατήν μέθεξιν της δυνάμεως του Πνεύματος εντεύθεν του τάφου κατά την Πεντηκοστήν.
Ούτως εν τη πράξει της Εκκλησίας υπήρχε πάντοτε:
1) η προ του βαπτίσματος κατήχησις περί των ενεργειών του Θεού και των δαιμόνων και του αγώνος υπέρ μεθέξεως των μεν και αποκρούσεως των δε και η εν συνεχεία κάθαρσις εν τω βαπτίσματι.
2) Η λήψις εν τω βαπτίσματι και τω χρίσματι του φωτισμού δια της σφραγίδος και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος.
3) της οδηγήσεως των προκρίτων εις την θέωσιν και την μετά του Θεού φιλίαν. Σημειωτέον ότι εις την ελληνόφωνον και λατινόφωνον ορθόδοξον ρωμαϊκήν παράδοσιν τα στάδια ταύτα της τελειώσεως ουδέποτε εξελήφθησαν ως στάδια οδηγούντα εις φιλοσοφικήν τινά δια του λόγου εμβάθυνσιν εις τα δόγματα της πίστεως και εις την ούτω μετατροπήν της πίστεως των απλουστέρων εις γνώσιν διανοουμένων και μεγάλων εγκεφαλικών ανδρών και σπουδαίων κατά κόσμον φιλοσόφων.
Η μετατροπή του σταδίου του φωτισμού εις το της θεώσεως, όπως είδαμεν, είναι ουχί κατά τα κριτήρια της φυσικής γνώσεως εμβάθυνσις αλλά η διάβασις από τα ρητά και τα νοήματα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων εις την γνώσιν και την νόησιν την υπερβαίνουσαν την φυσικήν γνώσιν και νόησιν· "τούτο τοίνιν ως μη γνώσιν, αλλ’ υπεροχικώς αγνωσίαν υπάρχον ..."
[Δυστυχώς όμως η πατερική αντίληψις περί θεολογίας ως βασιζομένης επί της εμπειρίας της θεώσεως των προφητών, των αποστόλων και των αγίων και επί του χρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων λείπει ολοτελώς από την σχολαστική θεολογίαν των Φραγκολατίνων.]
---------------------------------------------------------------------------------------------
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - Πρωτοπρ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - Πρωτοπρ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ
Πηγή: romanity.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου