«Οὐδείς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24)
Μία, ἀγαπητοί μου, μία καρδιὰ – μία ψυχὴ ἔχουμε. Ἀλλὰ τὴν καρδιά μας αὐτὴ τὴν διεκδικοῦν δύο κύριοι· ὁ ἕνας εἶνε ὁ Θεός, ὁ ἄλλος εἶνε τὸ χρῆμα, ὁ «μαμωνᾶς» ὅπως τὸν λέει σήμερα ὁ Χριστός μας (Ματθ. 6,24). Θεὸς καὶ μαμωνᾶς ζητοῦν τὴν καρδιά μας· τώρα ἐμεῖς σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς δύο θὰ τὴ δώσουμε, στὸ Θεὸ ἢ στὸ μαμωνᾶ; Εἴμαστε ἐλεύθεροι νὰ ἐκλέξουμε· ἢ ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ Θεό, ἢ ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ μαμωνᾶ. Ἀλλὰ ἕνα πρέπει νὰ ξέρουμε καὶ νὰ προσέξουμε· ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ δουλεύουμε καὶ στοὺς δύο συγχρόνως, καὶ στὸ Θεὸ καὶ στὸ μαμωνᾶ. Γιατὶ Θεὸς καὶ μαμωνᾶς εἶνε δύο κύριοι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστοι, ὅπως ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο.Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἂς ἐξετάσουμε ἐδῶ μὲ συντομία, γιὰ νὰ ὠφεληθῇ ἡ ψυχή μας.
* * * «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (ἔ.ἀ.). Γιατί; Διότι ἀπὸ ὅ,τι διατάζει ὁ Θεός, τὸ ἀντίθετο διατάζει ὁ μαμωνᾶς. Γιά νὰ δοῦμε λοιπόν, τί διαταγὲς ἐκδίδει ὁ Θεός, καὶ τί διαταγὲς ἐκδίδει ὁ μαμωνᾶς.
1. Ὁ Θεὸς διατάζει, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀρκῆται σὲ ὅ,τι τοῦ χορηγεῖ ἡ ἀγαθότης Του. «Ἔχοντες διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ· ἂν ἔχουμε κάτι νὰ βάλουμε στὸ στόμα καὶ κάτι νὰ σκεπαστοῦμε, αὐτὰ μᾶς φτάνουν (Α΄ Τιμ. 6,8). Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ποὺ πιστεύουμε στὸ Θεό, λίγη τροφὴ κ᾽ ἕνα ἀπέριττο ροῦχο, τὰ ἀναγκαῖα δηλαδή, μᾶς εἶνε ἀρκετά. Μένε εὐχαριστημένος μὲ ὅ,τι σοῦ δίνω, μᾶς λέει ὁ Κύριος.
Ὁ μαμωνᾶς ὅμως διατάζει ἀντίθετα· Πάσχιζε ν᾽ ἀποκτήσῃς περισσότερα· τὸ ἕνα νὰ τὸ κάνῃς δέκα, τὰ δέκα ἑκατό, τὰ ἑκατὸ χίλια….
Ὁ μαμωνᾶς ποτέ δὲν θὰ σοῦ πῇ, Ἀρκετὰ ἀπέκτησες, τώρα σταμάτα πλέον, ξεκουράσου. Ὄχι· θὰ σὲ ὑποχρεώσῃ σὰν ἐργάτη καὶ σὰν σκλάβο νὰ γυρίζῃς μέρα – νύχτα τὸ ἄθλιο μαγγανοπήγαδο τοῦ χρήματος.
Αὐτάρκεια διατάζει ὁ Θεός, πλεονεξία ὁ μαμωνᾶς· πῶς νὰ συμβιβαστοῦν;
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο βλέπουμε τὴν ἀντίθεσι μεταξύ τους·
2. Ὁ Θεὸς διατάζει ἐλεημοσύνη, ὁ μαμωνᾶς ὅμως διατάζει κλοπή. Πρόγραμμά του ὁ μαμωνᾶς ἔχει τὸ «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ συμπονεῖ, συμπάσχει, ἐλεεῖ, σκορπίζει ὅσο μπορεῖ ἀπὸ τὰ ἀγαθά του στοὺς φτωχούς· ἀλλὰ ὁ δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ ὅλο παίρνει, ὅλο μαζεύει, ὅλο ἀποταμιεύει. Ὁ μαμωνᾶς κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἁρπακτικὸ ὄρνεο· μπορεῖ ν᾽ ἁρπάξῃ ἀκόμη κι᾽ ἀπὸ τὸ στόμα τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ τὸ λίγο ψωμὶ ποὺ τρῶνε… Παντοῦ ἁπλώνει τὰ δίχτυα του γιὰ ν᾽ αὐξήσῃ τὴν περιουσία του.
«Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Ἀλλὰ νά κι ἄλλη ἀντίθεσις·
3. Ὁ Θεὸς διατάζει νὰ ἀσπαζώμεθα καὶ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, ὁ μαμωνᾶς διατάζει τὸ ψέμα. Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ λέει τὴν ἀλήθεια, ἔστω καὶ ἂν πρόκηται νὰ ὑποστῇ τὴ μεγαλύτερη ζημιά· ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ λατρεύει τὸ μαμωνᾶ ψεύδεται, λέει ψέματα, διότι ὁ θρόνος τοῦ μαμωνᾶ στηρίζεται ἐπάνω στὸ ψέμα. Ὁ μαμωνᾶς δὲν κάνει βῆμα χωρὶς ψέμα. Καὶ ἂν θελήσουμε νὰ ἐξετάσουμε τὰ περισσότερα ψέματα ποὺ λέμε, θὰ δοῦμε ὅτι ἐκεῖνο ποὺ μᾶς κάνει νὰ λέμε ψέματα εἶνε τὸ συμφέρον, τὸ ὑλικὸ συμφέρον. Ἀλλοίμονο! Ὁ μαμωνᾶς, ἂν συναντήσῃ ἐμπόδια στὸ νὰ ἐπιτύχῃ τὰ σχέδιά του, δὲν διστάζει νὰ διατάξῃ τὸν ἄνθρωπο νὰ πάῃ στὸ δικαστήριο νὰ δώσῃ ψεύτικο ὅρκο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ στηρίξῃ τὸ βασίλειό του. Πόσοι καὶ πόσοι σήμερα δὲν παίρνουν ψεύτικο ὅρκο γιὰ τὰ συμφέροντά τους! Γιὰ τὸ μαμωνᾶ πάνω ἀπὸ τὴν ἀληθεία βρίσκεται τὸ συμφέρον. Ὁ Θεὸς λέει, Ἐπιβάλλεται ἡ ἀλήθεια· ὁ μαμωνᾶς λέει, Ἐπιτρέπεται τὸ ψέμα…
Ποιά ἄλλη ἀντίθεσι παρατηροῦμε·
4. Ὁ Θεὸς διατάζει δικαιοσύνη, «Δίκαιος Κύριος καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν» (Ψαλμ. 10,7), ἐνῷ ὁ μαμωνᾶς διατάζει τὴν ἀδικία, τὴν ἀπάτη, τὸ ἄδικο. Παρατηρῆστε ποιά μέσα χρησιμοποιοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἶνε δοῦλοι τοῦ μαμωνᾶ· ψεύτικα ζύγια, ψεύτικα μέτρα, ψεύτικους λογαριασμούς, ψεύτικα συμβόλαια, ψεύτικες δηλώσεις γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν τοὺς δημοσίους φόρους, ψεύτικα πιστοποιητικά, ψεύτικα ὅλα. Νά πῶς ἐργάζονται οἱ ἄνθρωποι τοῦ χρήματος, ἀδικοῦν καὶ κλέβουν· ἀδικοῦν τὸ δημόσιο, ἀδικοῦν τοὺς συγγενεῖς τους, ἀδικοῦν τοὺς πάντες. Ἐξαπατοῦν, ἀρκεῖ αὐτοὶ νὰ πλουτήσουν. Ὁ μαμωνᾶς τοὺς ἔχει διδάξει νὰ χρησιμοποιοῦν σὲ εὐρεῖα – εὐρυτάτη κλίμακα τὴν ἀδικία.
Πῶς λοιπὸν θὰ ὑπάρξῃ συμβιβασμὸς μεταξὺ τοῦ μαμωνᾶ καὶ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ μαμωνᾶς ὑποστηρίζει τὴν ἀδικία, ἐνῷ ὁ Θεὸς τὸ δίκαιο;
5. Ὁ Θεὸς διατάζει, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐλπίζῃ σ᾽ Αὐτόν, γιατὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Δημιουργός μας, ὁ πάνσοφος Πατέρας μας, ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει γιὰ ὅλη τὴν κτίσι καὶ ἐξαιρετικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γνωρίζει τὶς ἀνάγκες μας καὶ σπεύδει νὰ μᾶς βοηθήσῃ. Σ᾽ αὐτὸν λοιπὸν πρέπει νὰ ἐλπίζουμε. Ἀλλὰ ὁ μαμωνᾶς διατάζει Ὄχι! δὲν θὰ ἐλπίζῃς στὸ Θεό, σ᾽ ἐμένα θὰ ἐλπίζῃς… Καὶ βλέπει κανεὶς σήμερα ἑκατομμύρια ἀνθρώπους νὰ ἔχουν ἐξαρτήσει τὰ πάντα στὴ ζωή τους ἀπὸ τὸ χρῆμα. Τὸ χρῆμα γι᾽ αὐτοὺς εἶνε τὸ πᾶν.
Εἶνε ὅμως ἔτσι; εἶνε πράγματι τὸ χρῆμα παντοδύναμο; Ὄχι, ὅπως ἀποδεικνύουν μύρια παραδείγματα, στὰ ὁποῖα τὸ χρῆμα φαίνεται τελείως ἀνίσχυρο νὰ βοηθήσῃ τὸν ἄνθρωπο. Νὰ παρατείνῃ τὴ ζωή μας εἶνε ἀδύνατον, νὰ παρηγορήσῃ τὴν καρδιά μας ἀδύνατον, νὰ ἀποτρέψῃ τὸ θάνατο ἀδύνατον…
Ἐν τούτοις, παρ᾽ ὅλη αὐτὴ τὴ φανερὴ ἀδυναμία τοῦ χρήματος, οἱ πολλοί, ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἐξακολουθοῦν νὰ ἐλπίζουν καὶ νὰ στηρίζουν ὅλες τὶς ἐλπίδες τους στὸ χρῆμα. Τὸ χρῆμα ἔχει γίνει ὁ θεός τους. Ἔχασαν τὸ χρῆμα; αὐτοκτονοῦν· γιατὶ ἔχασαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν μόνο ζῶντα.
Ἐδῶ εἶνε ξεκάθαρο ὅτι Θεὸς καὶ μαμωνᾶς εἶνε ἀσυμβίβαστοι, δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν καὶ νὰ λατρεύωνται μέσα στὴν ἴδια καρδιά. Ὁ θρόνος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου χωράει ἕναν, ὄχι δύο· ὅποιος λατρεύει τὸν ἕνα, ἀποκλείει καὶ ἀπορρίπτει τὸν ἄλλο. Ὅποιος νομίσῃ ὅτι μπορεῖ νὰ κρατήσῃ καὶ τοὺς δύο, ἀπατᾶται, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Τὸν ἐξαπατᾷ ὁ πονηρός. Διότι ὁ σφετεριστὴς τοῦ θρόνου, ὁ μαμωνᾶς, ὡς ψεύτης ποὺ εἶνε, ὑποκρίνεται ὅτι δέχεται τὸν συμβιβασμό, τὸν συμφέρει αὐτό· ὁ ἀληθινὸς ὅμως καὶ μόνος δικαιοῦχος τοῦ θρόνου, ὁ Πλάστης καὶ σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ἐξαπατᾷ καὶ δὲν δέχεται ἀπατηλὸ συμβιβασμό· οὔτε ὅμως καὶ ἐκβιάζει τὸν ἄνθρωπο, σέβεται τὴν ἐλευθερία ποὺ ὁ ἴδιος τοῦ ἔδωσε.
* * *
Ἀπὸ τὴ σύντομη αὐτὴ συνεξέτασι τῶν ἀπαιτήσεων Θεοῦ καὶ μαμωνᾶ εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, πόση ἀντίθεσι ὑπάρχει μεταξὺ τῶν διαταγῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ. Θὰ μπορούσαμε ν᾽ ἀναφέρουμε καὶ πολλὰ ἄλλα σημεῖα ἀντιθέσεώς τους, ἀλλὰ ἀρκοῦν αὐτά.«Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ». Ἂς προσέξουμε πολὺ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Διότι μπορεῖ νὰ ὀνομαζώμαστε Χριστιανοί, νὰ ἐκκλησιαζώμαστε ἴσως, ἀλλ᾽ ἐν τούτοις νὰ εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Βέβαια δὲν λατρεύουμε σήμερα τὰ εἴδωλα ποὺ λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας· ἀλλ᾽ ἐὰν λατρεύουμε τὸ χρῆμα, τότε καταντοῦμε στὴν χειρότερη εἰδωλολατρία. Γιατὶ ὁ μαμωνᾶς ἦταν ὁ ψευδὴς θεὸς τοῦ χρήματος, τὸν ὁποῖο λάτρευαν οἱ Ἀσσύριοι…
Εἰδωλολάτρης λοιπὸν κινδυνεύεις νὰ γίνῃς, ἂν παραδώσῃς τὴν καρδιά σου στὸ μαμωνᾶ. Τὸ χρῆμα, ἡ μανία τοῦ χρήματος, ἡ φιλαργυρία, θὰ σὲ κάνῃ πλεονέκτη, ἅρπαγα, κλέφτη, ψεύτη, ἄδικο… Θὰ σὲ σπρώχνῃ σὲ ὅλες τὶς ἀτιμίες καὶ σὲ ὅλα τὰ κακά. Γιατὶ ἄνθρωπος ποὺ παρέδωσε τὴν καρδιά του στὸ χρῆμα, εἶνε ἱκανὸς γιὰ ὅλα τὰ ἐγκλήματα. Αὐτὸ ἐπικυρώνει ἡ καθημερινὴ πεῖρα, αὐτὸ βεβαιώνει ἡ ἱστορία, αὐτὸ διδάσκει καὶ ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος Παῦλος· «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία» (Α΄ Τιμ. 6,10), ὁ μαμωνᾶς δηλαδὴ γίνεται ἡ ῥίζα ἀπὸ τὴν ὁποία ξεφυτρώνουν ὅλα τὰ κακά.
Χριστιανοὶ ἐμεῖς, μὴ γελαστοῦμε καὶ ῥίξουμε ποτέ τὸ λιβάνι τῆς λατρείας μας στὸ βωμὸ τοῦ μαμωνᾶ, ἀλλὰ μόνο στὸ Χριστό. Τὸ Χριστὸ ν᾽ ἀγαπήσουμε, τὸ Χριστὸ νὰ λατρεύσουμε, στὸ Χριστὸ νὰ ἀφοσιωθοῦμε, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία του καὶ ἐδῶ στὴ γῆ καὶ στοὺς οὐρανούς.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου