Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στο διεθνές συνέδριο που οργάνωσαν η Ι. Μονή Βατοπεδίου και οι Φίλοι Αγίου Όρους στην Αθήνα με θέμα “Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και στο Παρόν”
Η εισήγηση που θα αναγνωσθή είναι απλώς μία μικρή περίληψη ενός μεγάλου κειμένου που εγράφη γι’ αυτό το σοβαρό θέμα. Η περίληψη έγινε για να ενταχθή στον χρόνο του εικοσαλέπτου, ενώ ολόκληρο το κείμενο θα δημοσιευθή στον ειδικό τόμο.
Έχουν διατυπωθή πολλές απόψεις γύρω από την έννοια του προσώπου, οι οποίες είναι σε μερικά σημεία και αντίθετες μεταξύ τους, ώστε είναι ενδεχόμενο, αναλύοντας την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά για το πρόσωπο, να την παρερμηνεύσουμε. Όμως, τα όσα θα λεχθούν τόσο εισαγωγικά για την περίοδο που προηγήθηκε του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, σχετικά με το θέμα που μας απασχολεί, όσο και για τις προϋποθέσεις ερμηνείας των θεολογικών όρων και ειδικά του όρου υπόσταση–πρόσωπο, από τον μεγάλο αυτόν θεόπτη και αγιορείτη άγιο, θα οριοθετήσουν αυτήν την διδασκαλία και θα την εκθέσουν, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, πάνω σε αυτό το κρίσιμο θέμα.
1. Η προ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά διδασκαλία περί προσώπου
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας συνθετικός θεολόγος, από την άποψη ότι γνώριζε όλη την θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στην συνέχεια την προσήρμοζε στις ανάγκες της εποχής του. Πάντοτε οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν μία συνθετική και παραγωγική θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι, έχοντας προσωπική πείρα του Θεού, αντιμετώπισαν τα θεολογικά ρεύματα της εποχής τους μέσα από την εμπειρία τους, που ήταν, στην πραγματικότητα, εμπειρία της Εκκλησίας,
χρησιμοποίησαν ακόμη και την ορολογία των αιρετικών της εποχής τους, δίδοντας όμως σε αυτήν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική έννοια.
Για τους αρχαίους Πατέρας της Εκκλησίας δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιούν αριστοτελική ορολογία, γι’ αυτό ομιλούσαν και έγραφαν, σύμφωνα με την ορολογία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, πίστευαν στον άσαρκο Λόγο, στον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, ο οποίος, κατά τις προφητείες των Προφητών, σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της αειπαρθένου, για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης έλαβε σάρκα, εισήλθε στην ιστορία ως Θεάνθρωπος, και έγινε Χριστός. Οι πρώτοι Χριστιανοί ζούσαν αυτό το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού μέσα στην μυστηριακή και ασκητική ζωή της Εκκλησίας, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα να ασχοληθούν με τις έννοιες ουσία, φύση, πρόσωπο, υπόσταση, ενυπόστατο, συμβεβηκός κ.λ.π.
Όμως, από την αρχαία ακόμη Εκκλησία ενεφανίσθησαν διάφοροι φιλοσοφούντες θεολόγοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν λογικά τον τρόπο με τον οποίο ενώνονται τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, να διατυπώσουν το πώς λειτουργούν οι σχέσεις μεταξύ τους, και ποιά σχέση έχει ο Τριαδικός Θεός με το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Μέσα στα πλαίσια αυτά ομίλησαν για ανώτερο θεό, που κατοικεί στον ουρανό, και για κατώτερο θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις απόψεις άλλοι φιλοσοφούντες θεολόγοι αντέταξαν τις διάφορες μορφές μοναρχιανισμού (Παύλος Σαμοσατεύς, Σαβέλλιος), εισάγοντας έτσι την ορολογία ουσία–φύση, πρόσωπο–υπόσταση[ 1 ]. Τα πράγματα όμως περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο, γιατί η χρησιμοποίηση των όρων αυτών για την έκφραση του μυστηρίου περί της Αγίας Τριάδος προϋπέθετε προσωπική εμπειρία της θέας του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, γιατί διαφορετικά είναι δυνατόν να αλλοιωθή η τριαδολογική διδασκαλία. Έτσι, με την έννοια του προσώπου ουσιαστικά εννοούσαν το προσωπείο, το οποίο χρησιμοποιεί ο ένας και μοναδικός θεός για να εμφανισθή σε διάφορες ιστορικές φάσεις (Σαβέλλιος). Ακριβώς τότε οι άγιοι Πατέρες, έχοντας βιώσει την αποκαλυπτική θεολογία, πέρασαν δημιουργικά την εμπειρία αυτή μέσα από την ορολογία των φιλοσοφούντων θεολόγων της εποχής τους, οι οποίοι με τις απόψεις τους αυτές αλλοίωναν το τριαδολογικό δόγμα.
Επομένως, στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε την σαφή διάκριση. Άλλο είναι η θεολογία ως θεοπτία, όπως την αναλύει σε πολλά σημεία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και άλλο είναι η θεολογία με την έννοια της διατύπωσης αυτής της εμπειρίας με όρους της εποχής.
Θα χρησιμοποιήσουμε τρεις Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τις έννοιες ουσία ή φύση, υπόσταση ή πρόσωπο.
Κατ’ αρχάς θα αναφερθούμε για λίγο στον Μ. Βασίλειο (Δ' αιώνας), που ήταν ο πρώτος που ξεχώρισε την ουσία από την υπόσταση. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι η ουσία ή φύση αποδίδει το κοινό, ενώ η υπόσταση ή πρόσωπο αποδίδει το ίδιο του κάθε ανθρώπου. Έπειτα, υπέροχες αναλύσεις έκανε ο Πρεσβύτερος Θεόδωρος της Ραϊθού, τον στ’ αιώνα σχετικά με τους όρους αυτούς. Ο όρος ουσία παράγεται από το είναι και δηλώνει αυτό που υπάρχει. Η φύση παράγεται από το πεφυκέναι και δηλώνει πάλι το υπάρχειν. Το όνομα της υποστάσεως παράγεται από υφεστάναι, και δηλώνει όχι μόνο το είναι, αλλά και πώς έχει το είναι και ποιό είναι το είναι. Το πρόσωπο είναι εκείνο που γίνεται φανερό με τα δικά του ενεργήματα και ιδιώματα, που το ξεχωρίζουν από τις αλλες υπάρξεις. Είναι εκείνο του οποίου αποκτούμε γνώση μέσα από την ενέργειά του και ονομάζεται πρόσωπο, γιατί αποκτούμε την γνώση από την λειτουργία της οράσεως. Επίσης, το άτομο αιτιολογείται από το μη τεμνόμενο. Σύμφωνα με την ανάλυση του Θεοδώρου της Ραϊθού η ουσία ταυτίζεται με την φύση, καθώς επίσης οι όροι πρόσωπο, υπόσταση και άτομο ταυτίζονται μεταξύ τους. Σημαντική είναι και η προσφορά του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού τον η' αιώνα, ο οποίος ταυτίζει την ουσία με την φύση, και το πρόσωπο με την υπόσταση και το άτομο.
2. Πρόσωπο και υπόσταση, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε μερικά εισαγωγικά για να γίνη κατανοητότερη η διδασκαλία περί του θέματος αυτού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνώριζε πολύ καλά την ορολογία των προηγουμένων Πατέρων για το πρόσωπο–υπόσταση, όπως βέβαια, και για άλλους όρους. Συχνά στα κείμενά του παραπέμπει στον Μ. Βασίλειο, τους άλλους Καππαδόκας Πατέρας, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό κ.λ.π. Όμως κυρίως χρησιμοποιεί τον όρο υπόσταση και όχι πολύ συχνά τον όρο πρόσωπο. Και από αυτό φαίνεται ότι ο όρος υπόσταση είναι θεολογικώτερος από την άποψη ότι δεν ενέχει τον κίνδυνο να παρεξηγηθή, όπως ο όρος πρόσωπο.
Έπειτα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει σαφή διάκριση, όπως το κάνουν και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεταξύ των τριών τρόπων ενώσεων, ήτοι της κατ’ ουσίαν, της καθ’ υπόστασιν και της κατ’ ενέργειαν ενώσεως. Ο Θεός, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχει ουσία, ενέργεια και θείες υποστάσεις. Ομιλούντες για την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εννοούμε μόνον την κατ’ ενέργεια ένωση και κοινωνία, αφού η κατ’ ουσία ένωση αναφέρεται στις τρεις υποστάσεις–πρόσωπα του Θεού, και η καθ’ υπόστασιν ένωση λέγεται για το πρόσωπο του Χριστού.
Η διαφορά αυτή των ενώσεων δείχνει και την διαφορά των υποστάσεων. Άλλη είναι η υπόσταση του Θεού και άλλη η υπόσταση του ανθρώπου. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος κτιστός και βεβαίως δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έτσι, το πρόσωπο του Θεού είναι άκτιστο, ενώ τα πρόσωπα των ανθρώπων κτιστά. Η μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου ενώθηκε η θεία και η ανθρώπινη φύση υποστατικώς, διατηρώντας η κάθε φύση τα ιδιώματά της, ήτοι το άκτιστο (η θεία) και το κτιστό (η ανθρώπινη). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποδοθούν όλα όσα συμβαίνουν στον Θεό και στον άνθρωπο.
Ακόμη, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνο την θεολογία των προηγουμένων Πατέρων, αλλά και την ορολογία την οποία χρησιμοποιούσαν οι φιλόσοφοι, ιδιαιτέρως ο Αριστοτέλης. Όμως δεν ήταν φιλόσοφος. Όταν ανέλυσε τέτοια σοβαρά δογματικά ζητήματα, δεν έκανε φιλοσοφία, αλλά ήταν θεόπτης Πατέρας που παρουσίασε και εξέφρασε δημιουργικά την αποκαλυπτική εμπειρία της Εκκλησίας, ανατρέποντας τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας, όπως τις διατύπωνε ο Βαρλαάμ.
Ο αγιορείτης άγιος Γρηγόριος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ακολούθησε την παραδοσιακή μέθοδο θεραπείας και θεώσεως, που είναι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νού και έφθασε στην κατά Χάρη θέωση, που είναι η όραση του φωτός του Θεού. Έζησε τον ησυχασμό σε όλο του το βάθος. Μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, που είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση και ο φωτισμός του νού, έφθασε στην εμπειρία του φωτός και είδε τον Θεό. Ύστερα, βέβαια, στην προσπάθειά του να πολεμήση τον αγνωστικισμό του Βαρλαάμ, όπως τον δίδασκε η σχολαστική θεολογία, χρησιμοποίησε τους όρους ουσία, ενέργεια, υπόσταση, υποστατικά ιδιώματα, συμβεβηκότα, όπως, άλλωστε, το έκαναν όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με τους όρους υπόσταση, πρόσωπο, ουσία και ενέργεια. Αυτά είναι κατηγορήματα ανθρώπινα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή είχαν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, για να ανατρέψουν τις θεωρίες των αιρετικών, που χρησιμοποίησαν αυτήν την φιλοσοφική ορολογία. Πρέπει να γίνη κατανοητό ότι, μιλώντας οι Πατέρες για το πρόσωπο–υπόσταση, δεν έκαναν φιλοσοφία, δεν προσπαθούσαν να καταλάβουν τον Θεό με τα κατηγορήματα της ανθρωπίνης σκέψεως λογικά, αλλά να ανατρέψουν τις κατηγορίες των αιρετικών, αφού είχαν την εμπειρία του Θεού μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, όπως το περιγράφει θαυμάσια ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Άλλο είναι η εμπειρική θεολογία και άλλο είναι η πολεμική θεολογία. Βέβαια, και οι όροι υπόσταση, πρόσωπο, ουσία, ενέργεια, που είναι αποτελέσματα της λεγομένης πολεμικής θεολογίας, αποτελεί σήμερα έναν πλούτο της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, τον οποίο δεν μπορεί να ξεπεράση κανείς εύκολα, αλλά πρέπει να γίνη κατανοητό ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με αυτούς τους όρους, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε λογικά τον Θεό, χρησιμοποιώντας αυτήν την ορολογία, αφού ο Θεός εκφεύγει όλων των ανθρωπίνων κατηγορημάτων, αλλά ο Θεός γνωρίζεται στην θεοπτία. Τότε ακριβώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός δεν είναι ούτε υπόσταση ούτε πρόσωπο, όπως έχουμε κατά νουν αυτές τις αισθητές εικόνες και τις φιλοσοφικές έννοιες, αλλά είναι ών, υπάρχων, μια ύπαρξη που αγαπά τον άνθρωπο, είναι ο Γιαχβέ, όπως τον είδαν όλοι οι Προφήτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας, και είναι ελεήμων, φιλάνθρωπος, δίκαιος κ.λ.π.
Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου στο διεθνές συνέδριο που οργάνωσαν η Ι. Μονή Βατοπεδίου και οι Φίλοι Αγίου Όρους στην Αθήνα με θέμα “Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και στο Παρόν”
Η εισήγηση που θα αναγνωσθή είναι απλώς μία μικρή περίληψη ενός μεγάλου κειμένου που εγράφη γι’ αυτό το σοβαρό θέμα. Η περίληψη έγινε για να ενταχθή στον χρόνο του εικοσαλέπτου, ενώ ολόκληρο το κείμενο θα δημοσιευθή στον ειδικό τόμο.
Έχουν διατυπωθή πολλές απόψεις γύρω από την έννοια του προσώπου, οι οποίες είναι σε μερικά σημεία και αντίθετες μεταξύ τους, ώστε είναι ενδεχόμενο, αναλύοντας την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά για το πρόσωπο, να την παρερμηνεύσουμε. Όμως, τα όσα θα λεχθούν τόσο εισαγωγικά για την περίοδο που προηγήθηκε του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, σχετικά με το θέμα που μας απασχολεί, όσο και για τις προϋποθέσεις ερμηνείας των θεολογικών όρων και ειδικά του όρου υπόσταση–πρόσωπο, από τον μεγάλο αυτόν θεόπτη και αγιορείτη άγιο, θα οριοθετήσουν αυτήν την διδασκαλία και θα την εκθέσουν, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, πάνω σε αυτό το κρίσιμο θέμα.
1. Η προ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά διδασκαλία περί προσώπου
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας συνθετικός θεολόγος, από την άποψη ότι γνώριζε όλη την θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και στην συνέχεια την προσήρμοζε στις ανάγκες της εποχής του. Πάντοτε οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν μία συνθετική και παραγωγική θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι, έχοντας προσωπική πείρα του Θεού, αντιμετώπισαν τα θεολογικά ρεύματα της εποχής τους μέσα από την εμπειρία τους, που ήταν, στην πραγματικότητα, εμπειρία της Εκκλησίας,
χρησιμοποίησαν ακόμη και την ορολογία των αιρετικών της εποχής τους, δίδοντας όμως σε αυτήν διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική έννοια.
Για τους αρχαίους Πατέρας της Εκκλησίας δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιούν αριστοτελική ορολογία, γι’ αυτό ομιλούσαν και έγραφαν, σύμφωνα με την ορολογία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, πίστευαν στον άσαρκο Λόγο, στον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, ο οποίος, κατά τις προφητείες των Προφητών, σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της αειπαρθένου, για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης έλαβε σάρκα, εισήλθε στην ιστορία ως Θεάνθρωπος, και έγινε Χριστός. Οι πρώτοι Χριστιανοί ζούσαν αυτό το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού μέσα στην μυστηριακή και ασκητική ζωή της Εκκλησίας, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα να ασχοληθούν με τις έννοιες ουσία, φύση, πρόσωπο, υπόσταση, ενυπόστατο, συμβεβηκός κ.λ.π.
Όμως, από την αρχαία ακόμη Εκκλησία ενεφανίσθησαν διάφοροι φιλοσοφούντες θεολόγοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν λογικά τον τρόπο με τον οποίο ενώνονται τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, να διατυπώσουν το πώς λειτουργούν οι σχέσεις μεταξύ τους, και ποιά σχέση έχει ο Τριαδικός Θεός με το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Μέσα στα πλαίσια αυτά ομίλησαν για ανώτερο θεό, που κατοικεί στον ουρανό, και για κατώτερο θεό, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο. Αντιμετωπίζοντας αυτές τις απόψεις άλλοι φιλοσοφούντες θεολόγοι αντέταξαν τις διάφορες μορφές μοναρχιανισμού (Παύλος Σαμοσατεύς, Σαβέλλιος), εισάγοντας έτσι την ορολογία ουσία–φύση, πρόσωπο–υπόσταση[ 1 ]. Τα πράγματα όμως περιπλέκονταν ακόμη περισσότερο, γιατί η χρησιμοποίηση των όρων αυτών για την έκφραση του μυστηρίου περί της Αγίας Τριάδος προϋπέθετε προσωπική εμπειρία της θέας του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου, γιατί διαφορετικά είναι δυνατόν να αλλοιωθή η τριαδολογική διδασκαλία. Έτσι, με την έννοια του προσώπου ουσιαστικά εννοούσαν το προσωπείο, το οποίο χρησιμοποιεί ο ένας και μοναδικός θεός για να εμφανισθή σε διάφορες ιστορικές φάσεις (Σαβέλλιος). Ακριβώς τότε οι άγιοι Πατέρες, έχοντας βιώσει την αποκαλυπτική θεολογία, πέρασαν δημιουργικά την εμπειρία αυτή μέσα από την ορολογία των φιλοσοφούντων θεολόγων της εποχής τους, οι οποίοι με τις απόψεις τους αυτές αλλοίωναν το τριαδολογικό δόγμα.
Επομένως, στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε την σαφή διάκριση. Άλλο είναι η θεολογία ως θεοπτία, όπως την αναλύει σε πολλά σημεία ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και άλλο είναι η θεολογία με την έννοια της διατύπωσης αυτής της εμπειρίας με όρους της εποχής.
Θα χρησιμοποιήσουμε τρεις Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τις έννοιες ουσία ή φύση, υπόσταση ή πρόσωπο.
Κατ’ αρχάς θα αναφερθούμε για λίγο στον Μ. Βασίλειο (Δ' αιώνας), που ήταν ο πρώτος που ξεχώρισε την ουσία από την υπόσταση. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι η ουσία ή φύση αποδίδει το κοινό, ενώ η υπόσταση ή πρόσωπο αποδίδει το ίδιο του κάθε ανθρώπου. Έπειτα, υπέροχες αναλύσεις έκανε ο Πρεσβύτερος Θεόδωρος της Ραϊθού, τον στ’ αιώνα σχετικά με τους όρους αυτούς. Ο όρος ουσία παράγεται από το είναι και δηλώνει αυτό που υπάρχει. Η φύση παράγεται από το πεφυκέναι και δηλώνει πάλι το υπάρχειν. Το όνομα της υποστάσεως παράγεται από υφεστάναι, και δηλώνει όχι μόνο το είναι, αλλά και πώς έχει το είναι και ποιό είναι το είναι. Το πρόσωπο είναι εκείνο που γίνεται φανερό με τα δικά του ενεργήματα και ιδιώματα, που το ξεχωρίζουν από τις αλλες υπάρξεις. Είναι εκείνο του οποίου αποκτούμε γνώση μέσα από την ενέργειά του και ονομάζεται πρόσωπο, γιατί αποκτούμε την γνώση από την λειτουργία της οράσεως. Επίσης, το άτομο αιτιολογείται από το μη τεμνόμενο. Σύμφωνα με την ανάλυση του Θεοδώρου της Ραϊθού η ουσία ταυτίζεται με την φύση, καθώς επίσης οι όροι πρόσωπο, υπόσταση και άτομο ταυτίζονται μεταξύ τους. Σημαντική είναι και η προσφορά του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού τον η' αιώνα, ο οποίος ταυτίζει την ουσία με την φύση, και το πρόσωπο με την υπόσταση και το άτομο.
2. Πρόσωπο και υπόσταση, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε μερικά εισαγωγικά για να γίνη κατανοητότερη η διδασκαλία περί του θέματος αυτού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνώριζε πολύ καλά την ορολογία των προηγουμένων Πατέρων για το πρόσωπο–υπόσταση, όπως βέβαια, και για άλλους όρους. Συχνά στα κείμενά του παραπέμπει στον Μ. Βασίλειο, τους άλλους Καππαδόκας Πατέρας, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό κ.λ.π. Όμως κυρίως χρησιμοποιεί τον όρο υπόσταση και όχι πολύ συχνά τον όρο πρόσωπο. Και από αυτό φαίνεται ότι ο όρος υπόσταση είναι θεολογικώτερος από την άποψη ότι δεν ενέχει τον κίνδυνο να παρεξηγηθή, όπως ο όρος πρόσωπο.
Έπειτα, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνει σαφή διάκριση, όπως το κάνουν και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεταξύ των τριών τρόπων ενώσεων, ήτοι της κατ’ ουσίαν, της καθ’ υπόστασιν και της κατ’ ενέργειαν ενώσεως. Ο Θεός, κατά τον άγιο Γρηγόριο, έχει ουσία, ενέργεια και θείες υποστάσεις. Ομιλούντες για την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εννοούμε μόνον την κατ’ ενέργεια ένωση και κοινωνία, αφού η κατ’ ουσία ένωση αναφέρεται στις τρεις υποστάσεις–πρόσωπα του Θεού, και η καθ’ υπόστασιν ένωση λέγεται για το πρόσωπο του Χριστού.
Η διαφορά αυτή των ενώσεων δείχνει και την διαφορά των υποστάσεων. Άλλη είναι η υπόσταση του Θεού και άλλη η υπόσταση του ανθρώπου. Ο Θεός είναι άκτιστος, ενώ ο άνθρωπος κτιστός και βεβαίως δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έτσι, το πρόσωπο του Θεού είναι άκτιστο, ενώ τα πρόσωπα των ανθρώπων κτιστά. Η μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο Χριστός, στο πρόσωπο του Οποίου ενώθηκε η θεία και η ανθρώπινη φύση υποστατικώς, διατηρώντας η κάθε φύση τα ιδιώματά της, ήτοι το άκτιστο (η θεία) και το κτιστό (η ανθρώπινη). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να αποδοθούν όλα όσα συμβαίνουν στον Θεό και στον άνθρωπο.
Ακόμη, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνο την θεολογία των προηγουμένων Πατέρων, αλλά και την ορολογία την οποία χρησιμοποιούσαν οι φιλόσοφοι, ιδιαιτέρως ο Αριστοτέλης. Όμως δεν ήταν φιλόσοφος. Όταν ανέλυσε τέτοια σοβαρά δογματικά ζητήματα, δεν έκανε φιλοσοφία, αλλά ήταν θεόπτης Πατέρας που παρουσίασε και εξέφρασε δημιουργικά την αποκαλυπτική εμπειρία της Εκκλησίας, ανατρέποντας τις απόψεις της σχολαστικής θεολογίας, όπως τις διατύπωνε ο Βαρλαάμ.
Ο αγιορείτης άγιος Γρηγόριος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ακολούθησε την παραδοσιακή μέθοδο θεραπείας και θεώσεως, που είναι η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νού και έφθασε στην κατά Χάρη θέωση, που είναι η όραση του φωτός του Θεού. Έζησε τον ησυχασμό σε όλο του το βάθος. Μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, που είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση και ο φωτισμός του νού, έφθασε στην εμπειρία του φωτός και είδε τον Θεό. Ύστερα, βέβαια, στην προσπάθειά του να πολεμήση τον αγνωστικισμό του Βαρλαάμ, όπως τον δίδασκε η σχολαστική θεολογία, χρησιμοποίησε τους όρους ουσία, ενέργεια, υπόσταση, υποστατικά ιδιώματα, συμβεβηκότα, όπως, άλλωστε, το έκαναν όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με τους όρους υπόσταση, πρόσωπο, ουσία και ενέργεια. Αυτά είναι κατηγορήματα ανθρώπινα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, επειδή είχαν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, για να ανατρέψουν τις θεωρίες των αιρετικών, που χρησιμοποίησαν αυτήν την φιλοσοφική ορολογία. Πρέπει να γίνη κατανοητό ότι, μιλώντας οι Πατέρες για το πρόσωπο–υπόσταση, δεν έκαναν φιλοσοφία, δεν προσπαθούσαν να καταλάβουν τον Θεό με τα κατηγορήματα της ανθρωπίνης σκέψεως λογικά, αλλά να ανατρέψουν τις κατηγορίες των αιρετικών, αφού είχαν την εμπειρία του Θεού μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, όπως το περιγράφει θαυμάσια ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Άλλο είναι η εμπειρική θεολογία και άλλο είναι η πολεμική θεολογία. Βέβαια, και οι όροι υπόσταση, πρόσωπο, ουσία, ενέργεια, που είναι αποτελέσματα της λεγομένης πολεμικής θεολογίας, αποτελεί σήμερα έναν πλούτο της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, τον οποίο δεν μπορεί να ξεπεράση κανείς εύκολα, αλλά πρέπει να γίνη κατανοητό ότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με αυτούς τους όρους, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε λογικά τον Θεό, χρησιμοποιώντας αυτήν την ορολογία, αφού ο Θεός εκφεύγει όλων των ανθρωπίνων κατηγορημάτων, αλλά ο Θεός γνωρίζεται στην θεοπτία. Τότε ακριβώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι ο Θεός δεν είναι ούτε υπόσταση ούτε πρόσωπο, όπως έχουμε κατά νουν αυτές τις αισθητές εικόνες και τις φιλοσοφικές έννοιες, αλλά είναι ών, υπάρχων, μια ύπαρξη που αγαπά τον άνθρωπο, είναι ο Γιαχβέ, όπως τον είδαν όλοι οι Προφήτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας, και είναι ελεήμων, φιλάνθρωπος, δίκαιος κ.λ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου